ID #50322 | ημερομηνία: 2021-04-08
Δελλή Χαρά (μη εγγεγραμμένος χρήστης) |
79 κριτικές
Εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες
Το Εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες είναι το πρώτο μυθοπλαστικό έργο της Αμερικανίδας ζωολόγου και συγγραφέα Delia Owens. Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Δώμα, σε άριστη μετάφραση από την κυρία Μαργαρίτα Ζαχαριάδου.
Χαρακτηρίστηκε «Επώδυνα πανέμορφο», «Μια ιστορία ενηλικίωσης που σου κόβει την ανάσα» (#1 NEW YORK TIMES BESTSELLER για περισσότερες εβδομάδες -124!- από κάθε άλλο βιβλίο τα τελευταία 10 χρόνια). Υπήρξε όμως και ο αντίλογος, πως αν αφαιρεθούν οι υπέροχες φυσιολατρικές περιγραφές, μοιάζει με συνηθισμένης πλοκής ρομάντζο.
Τα στοιχεία αυτά ιντριγκάρουν κάθε αναγνώστη να καταλήξει μόνος του αν του αρέσει και πόσο.
Η ζωή σαπίζει και όζει και επιστρέφει στο βρεγμένο χώμα· ένας βρωμερός λάκκος όπου ο θάνατος γεννοβολά ζωή.
Από τις σελίδες του βιβλίου φαντάζεσαι εύκολα τον κινηματογραφικό προβολέα να ανάβει και να δίνει ζωή στις εικόνες και τις περιγραφές του βάλτου. Μάλλον αναμένεται να γίνει και ταινία. Ανατρέξτε και στην αγγλική έκδοση που πραγματικά εντυπωσιάζει.
Εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες. Στα βάθη του δάσους όπου τα πλάσματα είναι άγρια και συμπεριφέρονται σαν άγρια πλάσματα. Εκεί που δεν παίζει ρόλο το κακό, παρά μόνο η ζωή…
“Crawdad” είναι η ποταμίσια καραβίδα. Η ιστορία αυτού του υπέροχου συγγραφικού ντεμπούτου της εβδομηντάχρονης Ντίλια Οουενς διαδραματίζεται στους βάλτους της Βόρειας Καρολίνας τη δεκαετία του 1950…
Πρόκειται για την σκληρή ιστορία ενηλικίωσης της μικρής Κάια Κλαρκ, η οποία εγκαταλείπεται από όλους δίπλα στο βάλτο, στο άθλιο σπίτι της οικογένειάς της στην ηλικία των 7 μόνο ετών και καταφέρνει, σαν άλλο αγρίμι, να επιβιώσει.
Σιωπηλά ηχηρό
Σίγουρα παντρεύει τη φύση με το αίσθημα και το μυστήριο. Μάλλον στοχεύει στον εσωτερικό μας κόσμο. Θίγει όμως την απόλυτη εγκατάλειψη, την ορφάνια, την περιθωριοποίηση, την κοινωνική προκατάληψη, τον ρατσισμό παράλληλα με την ελπίδα και τη δύναμη-επιμονή του ανθρώπου για επιβίωση.
Barcley Cove, 1952. Ένα ήσυχο ψαροχώρι της Βόρειας Καρολίνας, πλάι σ’ έναν βάλτο. Τεράστιες βαλτώδεις εκτάσεις δάσους και λιμνοθάλασσας. Με έντονη φυσική χλωρίδα και πανίδα. Με ελάχιστη ανθρώπινη παρουσία. Εδώ συγκεντρώνονται οι απόκληροι της κοινωνίας, τα outsiders.
Σκηνικό θλίψης. Λυρικός πόνος. Ζωή ορισμένη απ’ την απόρριψη.
Εκεί η εξάχρονη Κάια βιώνει απρόσμενα την μητρική εγκατάλειψη. Σπάει η ψυχή της. Η ήδη κακοποιημένη παιδική της καθημερινότητά γεμίζει με προσμονή και τσακισμένες -όσο η μητέρα της δεν επιστρέφει- ελπίδες. Λες κι η μητέρα ήταν η κόλλα που κρατούσε ενωμένη την οικογένεια, ένα-ένα εξαφανίζονται και τα τέσσερα αδέρφια της, με την μικρή Κάια να μην την παίρνει κανείς μαζί του και να μένει μόνη με τον βίαιο-μέθυσο πατέρα της. Μέχρι που εξαφανίζεται κι εκείνος…
Κενό. Αίσθημα απέραντης μοναξιάς κι επιτακτικής ανάγκης να μιλήσει με κάποιον… Πού ν’ απευθύνει τις λέξεις της;
Ο βάλτος γίνεται η μάνα της. Η οικογένειά της. Η Κάια, η μέχρι τότε κόρη ή αδερφή, μεταμορφώνεται στην απρόσωπη και ακοινώνητη Πιτσιρίκα του βάλτου. Έχει σχεδόν μηδαμινές επαφές με ανθρώπους, πρέπει όμως να αναλάβει τα ηνία της ζωής της. Ο τοπικός μύθος του σχεδόν πρωτόγονου πλάσματος που (επι)βιώνει μόνο του. Οι φήμες δίνουν και παίρνουν. Φόβος του αγνώστου, του δυσνόητου, του διαφορετικού. Αποκλείεται σαν αλλιώτικη ή ήταν αλλιώτικη επειδή είχε αποκλειστεί;
Όταν η αθωότητα επιλέγει τη μοναξιά. Να βγάζεις ομορφιά μέσα από την τρέλα.
Εναρμονίζεται με τη φύση, με το περιβάλλον του βάλτου, αφουγκράζεται κάθε αλλαγή, παρατηρεί κάθε φαινόμενο, κάθε οργανισμό. Αγαπά και θαυμάζει τα όντα γύρω της. Αλληλοεπιδρά μαζί τους. Μέσα στην άγρια αγκαλιά της φύσης, καταφεύγει, μεγαλώνει χωρίς διακρίσεις σαν πρωταρχικό ανεξάρτητο ον, ελευθερώνεται το πνεύμα της.
Η ανάγκη για τους άλλους πάντα κατέληγε σε πόνο.
Νικιέται η μοναξιά; Κι αν ναι, με τι αντίτιμο;
Είχε πάψει να ονειρεύεται πως πετάει με τους αετούς· ίσως τελικά, όταν είσαι αναγκασμένος να σκάβεις στις λάσπες για να βρίσκεις το φαΐ σου, η φαντασία κατακάθεται στο επίπεδο του ενήλικου.
Ευαίσθητη και έξυπνη, συνεσταλμένη, κλειστή, επιφυλακτική, μη εξοικειωμένη με τις δημόσιες συναναστροφές, αντί για γράμματα έμαθε να επιβιώνει ολομόναχη, μέσα στη φύση, εγκαταλελειμμένη απ’ τους ανθρώπους, παρέα με τους γλάρους και μ’ όσα της δίδαξε η άμμος κι η αρμύρα. Μια φυσιοδίφης με άσβεστη δίψα αγάπης. Ένα παιδί που δέχθηκε τον κοινωνικό αποκλεισμό, μα στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων, που τα κατάφερε σχεδόν μόνο. Όταν δύο νεαροί απ’ το χωριό γοητεύονται απ’ την άγρια ομορφιά της, η Κάια ανοίγεται σε μια καινούργια ζωή. Αλλά τότε συμβαίνει το αδιανόητο…
Μέχρι την πρώτη της εφηβεία, ένας έγχρωμος και λιγομίλητος χωρικός, ο Σάλτας, στον οποίο πουλά ή ανταλλάζει τα ευρήματά της, τη βοηθά να βγάζει ελάχιστα προς το ζην κι ο νεαρός Τέιτ της μαθαίνει γραφή και ανάγνωση. Μαζί ανακαλύπτουν τα πρώτα σκιρτήματα έρωτα, το να νοιάζεσαι για κάποιον, την πρώτη απογοήτευση για την Κάια.
Χλεύη και προδοσίες
Την αγνή καρδιά της κερδίζει ο περιζήτητος Τσέις Άντριους. Ο καλύτερος ποδοσφαιριστής της περιοχής, γόνος εύπορης οικογένειας. Τα πρωτόγνωρα συναισθήματα δίνουν εκ νέου την σκυτάλη στην απογοήτευση. Η Κάια συμβιβάζεται και καταλήγει πάλι με τον γνώριμό της βάλτο και όσα πλάσματα ζουν σ’ αυτόν. Ο συναισθηματικός της κόσμος ξεδιπλώνεται κι απλώνεται ελκυστικά.
Η ζωή την είχε διδάξει να θρυμματίζει τα αισθήματά της για να κρύβονται ευκολότερα.
Η θλίψη γίνεται αποστροφή κι ο θυμός συμπόνοια.
Όταν ο νεαρός Τσέις βρίσκεται νεκρός στα όρια του βάλτου, η Κάια πολύ γρήγορα -και βολικά- κατηγορείται για το φόνο του.
Ήξερε πως τα χρόνια της απομόνωσης είχαν επηρεάσει τη συμπεριφορά της σε βαθμό τέτοιο ώστε να καταλήξει να είναι αλλιώτικη από τους άλλους ανθρώπους· αλλά δεν έφταιγε εκείνη που είχε μείνει μόνη. Σχεδόν όλα όσα ήξερε, τα είχε μάθει από τη φύση. Η φύση την είχε αναθρέψει, την είχε διδάξει και την είχε προστατέψει όταν κανένας άλλος δεν φάνηκε πρόθυμος. Και αν η αλλιώτικη συμπεριφορά της είχε κάποιες συνέπειες, ήταν και αυτές κομμάτι του βασικού πυρήνα λειτουργίας της ζωής.
Μια βουτιά στη διαφορετικότητα, στις προκαταλήψεις εκείνης της κοινωνίας, στις διακρίσεις, στον ρατσισμό, στους νόμους της ζούγκλας και του ισχυρού, στην απώλεια, στη μοναξιά, στην οικειοθελή απομόνωση, στην περιθωριοποίηση…
Τι είδους ηθική αναπτύσσεται σε παρίες και κοινωνικά περιθωριοποιημένα “απόβλητα”;
Μια ωδή στον φυσικό κόσμο και μια ιστορία ενηλικίωσης με όλο τον σπαραγμό που κρύβει κάτι παρόμοιο. Τα παιδικά μας χρόνια μάς καθορίζουν για πάντα. Η ανθρώπινη φύση κουβαλά αρχέγονα μυστικά, απ’ τα οποία κανένας δεν ξεφεύγει.
Μια απλότητα και ηρεμία διακατέχει τις σελίδες κατά την ανάγνωση του βιβλίου. Η συγγραφέας εντρυφά στις γλαφυρές φυσικές περιγραφές σε παραλληλισμό με τους βασικούς χαρακτήρες του βιβλίου. Και αργότερα, βρίσκει ομοιότητες ανάμεσα στη γλώσσα και τον χώρο του δικαστηρίου μ’ εκείνα του βάλτου, αυτά που κατέχει. Ομολογώ, υπάρχουν κάποια στερεότυπα. Χρησιμοποιώντας την επαγγελματική της ιδιότητας, η Owens επιμένει σε λεπτομερείς αλλά μαγευτικές περιγραφές του βάλτου, του δάσους, των εκεί φυτών και πλασμάτων. H συγγραφέας, αν και ειδική, επιλέγει να μην αναλωθεί μόνο σε εξαντλητικές παρατηρήσεις πάνω στο φυσικό τοπίο.
Η ανάσα της κόπηκε για μια στιγμή, μόλις ο Τζόντι πήρε την τελευταία στροφή του φιδογυριστού μονοπατιού και φάνηκε πια το παλιό καλύβι, να την περιμένει εκεί, κάτω από τις βελανιδιές. Τα μακρουλά βρύα ταλαντεύονταν απαλά με το αεράκι πάνω από τη σκουριασμένη στέγη, ενώ ο ερωδιός στεκόταν στο ένα πόδι μέσα στους ίσκιους της λιμνοθάλασσας.
Γεύεσαι το στίγμα, μυρίζεις την αδικία
Τα συναισθήματα αποκρυσταλλώνονται. Οι αισθήσεις μαγνητίζονται κι υποκλίνονται στο μεγαλείο και τη σοφία της Φύσης. Η καρδιά σκιρτά, η ψυχή πετά και ο νους ταξιδεύει. Στα συν συγκαταλέγεται επίσης κι η ανατρεπτική πλοκή του. Καθώς και τα μικρά κεφάλαια κι οι αναφορές στην ποίηση.
Ένα λεπτό μαύρο σύννεφο εμφανίστηκε τότε στον ορίζοντα και ανέβηκε ψηλότερα καθώς πλησίαζε προς το μέρος τους. Οι στριγκές φωνές εντείνονταν ολοένα, καθώς το σύννεφο γέμισε όλον τον ουρανό τόσο που δεν απέμεινε ούτε ένα σημείο γαλάζιο. Εκατοντάδες χιλιάδες λευκόχηνες, φτεροκοπούσαν, έκρωζαν, γλιστρούσαν στον αέρα, γέμιζαν τον κόσμο όλο. Λευκές μάζες στροβιλίζονταν και έκαναν κύκλους για να προσγειωθούν. Κάπου μισό εκατομμύριο άσπρες φτερούγες ανοιγόκλειναν ταυτοχρόνως, με πόδια ροζ-πορτοκαλιά να κρέμονται από κάτω, μια χιονοστιβάδα που ήρθε να προσγειωθεί. Και όλα στη γη επάνω άσπρισαν απ’ άκρο σ’ άκρο και χάθηκαν. Στην αρχή μία-μία, έπειτα δέκα-δέκα μαζί και ύστερα κατά εκατοντάδες προσγειώνονταν οι χήνες λίγα μόλις μέτρα από εκεί που κάθονταν η Κάια και ο Τέιτ, κάτω από τις φτέρες. Ο ουρανός άδειασε και το υγρό λιβάδι γέμισε πουπουλένιο χιόνι.
Βρήκα ενδιαφέρουσα -σε κάποια σημεία αναμενόμενη- την πλοκή του. Η δομή της ιστορίας είναι καλή κι η γραφή ρέει στρωτά. Χωρίς πομπώδες ύφος ή συγγραφικές υπερβολές. Ικανοποιητική για τα γούστα μου δράση, με σωστές δόσεις έντασης.
Για την απολεσθείσα Αγνότητα, για τον πόνο της Απογοήτευσης, για την κοινωνική Αδικία, για την Προκατάληψη, για την Περιφρόνηση και την Καχυποψία, για την Αντοχή, για όσους επιλέγουν την Ελπίδα, για τον Έρωτα, για την Απομόνωση, την Απώλεια, τη Μοναξιά, για το Φως, για τη Φύση, για τη Ζωή…