Παίρνοντας την “Αέναη Μάχη” στα χέρια μου δεν μπορούσα παρά να χαζέψω για λίγο το όμορφο εξώφυλλο και να νιώσω την ανυπομονησία για τη στιγμή που θα δέσει με την ιστορία που κρύβει από πίσω του. Spoiler alert: Δεν απογοητεύτηκα!
Ο τρόπος γραφής της Άννας ήταν μαγευτικός και παραμυθένιος σε σημεία ενώ σε άλλα πιο άμεσος και απλός, ακριβώς όπως χρειαζόταν για να μας βάλει στο κλίμα της κάθε σκηνής. Η γλώσσα που χρησιμοποιούσε μου έκανε τρομερή εντύπωση και οι εκφράσεις της ήταν τόσο ταιριαστές με το ύφος της ιστορίας που δεν θα μπορούσε παρά να με κάνει να χαθώ μέσα στις σελίδες.
Η ιστορία είναι γεμάτη δράση, ανατροπές και αποκαλύψεις. Εκεί που νομίζεις πως τα πράγματα θα ηρεμήσουν, κάτι νέο έρχεται και σπάει την προσωρινή ηρεμία, αφήνοντάς σε χωρίς ανάσα παρέα με τους χαρακτήρες. Υπάρχουν μυστικά και κρυφά λόγια που σε κάνουν να αναρωτιέσαι τι στο καλό γίνεται γύρω από την Κάτια και σε βάζουν σε σκέψεις πως τα πράγματα σίγουρα δεν είναι όπως μοιάζουν.
Ο χαρακτήρας της Κάτιας είναι δυναμικός, παρόλο που φέρεται λίγο πιο ήπια στην αρχή όπως και είναι φυσιολογικό. Στα επόμενά της βήματα, όμως, δεν αφήνει να περάσουν πολλά χωρίς να αναρωτηθεί, να αναζητήσει, να μάθει αλλά και να αφήσει τον κόσμο μέσα στον οποίο βρέθηκε να την συνεπάρει και να της μάθει ο ίδιος με τον τρόπο του τα μυστικά του.
Υπήρχαν σκηνές στις οποίες αγάπησα τις περιγραφές της Άννας (κυρίως στο πηγάδι και στο δάσος) αλλά κάποιοι διάλογοι με κούρασαν λιγάκι ή με έβγαλαν από το κλίμα της ιστορίας λόγω του τρόπου που μιλούσαν κάποιοι χαρακτήρες. Ως επί το πλείστον συνέβαλαν στην πλοκή δίνοντας μας μια νέα πληροφορία ή βάζοντάς μας σε περισσότερες σκέψεις.
Η “Αέναη Μάχη” είναι ένα βιβλίο που ξεκινάει με αρκετά ερωτηματικά τα οποία σιγά-σιγά γίνονται τελείες ή θαυμαστικά αλλά όσο η Κάτια λύνει απορίες και προβλήματα, νέα δημιουργούνται στη θέση τους αφήνοντάς μας με ένα συναίσθημα ακόρεστης λαχτάρας για περισσότερες σελίδες.
Χαίρομαι που ξεκίνησα αυτήν τη σειρά και είμαι πια σίγουρη πως η Άννα θα με ταξιδεύσει σε μέρη που ήδη λαχταρώ να περπατήσω.
Η Πληγή του Δράκου είναι ένα από τα βιβλία που ήθελα πάρα πολύ καιρό να διαβάσω αλλά η λίστα με τα αδιάβαστα έμπαινε πάντα μπροστά μου και όλοι ξέρουμε πόσο δύσκολος αντίπαλος είναι. Κατάφερα, όμως, να την παλέψω και να πιάσω επιτέλους στα χέρια μου αυτό το πανέμορφο βιβλίο. Είπαμε έχετε και support group, ε;
Αρχικά, αυτό που με κέρδισε αμέσως είναι άμεσος τρόπος γραφής της Μαρίας που σε βάζει στον κόσμο της ιστορίας λες και σε πιάνει αγκαλιά και σε οδηγεί με αγάπη σε αυτό το μαγικό μέρος. Μετά βέβαια σε βασανίζει αργά και σταθερά με τις εξελίξεις και τις ανατροπές που σου εμφανίζονται στις γωνίες και ακόμα και όταν περιμένεις πως κάτι θα αποκαλυφθεί καταλήγεις για λίγο με το στόμα ανοιχτό.
Ένα από τα αγαπημένα μου σημεία στο βιβλίο είναι ένα παραμύθι που αφηγείται ένα κεντρικό πρόσωπο στην Λίνα μας και αυτό γιατί καταλαβαίνεις πως είναι κάτι σημαντικό, πως είναι ένα κομμάτι που θα αναφερθεί ξανά αργότερα και από εκεί και πέρα αγωνιάς και ανυπομονείς μέχρι να έρθει εκείνη η ώρα. Μιας και έπιασα τα αγαπημένα μου, δεν μπορώ να μην ονοματίσω δύο αγαπημένους χαρακτήρες, την Βίβιαν και τον Έκτορα. Πραγματικά ελπίζω να τους συναντήσω ξανά στα επόμενα βιβλία και να τους γνωρίσω ακόμα καλύτερα.
Ο μαγικός κόσμος των Διαδόχων μοιάζει πολύ ενδιαφέρον και ο τρόπος που είναι δομημένος μας δείχνει πως η Μαρία έχει χτίσει πραγματικά κάτι πολύ σταθερό και πως σιγά-σιγά θα αρχίσουμε να ανακαλύπτουμε περισσότερες από τις πτυχές του, μαζί με την Λίνα. Σε βάζει από την αρχή σε σκέψεις σχετικά με το τι θα αντιμετωπίσει όταν τελικά βρεθεί ανάμεσα σε δυνατές μάγισσες και μάγους, όταν σταθεί εμπόδιο στα σχέδια τους και όταν ξεκινήσει να αφήνει και η ίδια το προσωπικό της στίγμα. Πεθαίνω να δω από κοντά τις διαφορετικές φυλές και να παρακολουθήσω να μπαίνουν σε χρήση τα διαφορετικά χαρίσματα που έχει ο κάθε μάγος ενώ θα βλέπω και την Λίνα να ανακαλύπτει αυτό που κρύβει μέσα της.
Το πρώτο βιβλίο της μεγάλης μας ιστορίας απαντά μερικά ερωτήματα αλλά βλέπουμε πως ο καθένα ανοίγει μια νέα διαδρομή προς ανακάλυψη, γεμάτη σκιές και αναμνήσεις ενός παρελθόντος αγνώστου και ίσως αρκετά τρομακτικού και σκοτεινού. Θεωρώ πως θα δούμε την Λίνα να ωριμάζει σαν χαρακτήρας και μαζί της θα πάρουμε κι εμείς τη θέση μας ανάμεσα στους Διαδόχους.
Λόγω της έκτασης του βιβλίου περίμενα να δω λίγη περισσότερη δράση στον κόσμο της μαγείας νωρίτερα στην ιστορία και σε μερικά σημεία θα προτιμούσα να βλέπω τις σκηνές να εκτυλίσσονται μπροστά στην Λίνα παρά να μαθαίνει τις πληροφορίες μέσω διαλόγου από άλλους χαρακτήρες. Το τρίτο κομμάτι του βιβλίου είναι το αγαπημένο μου και μου έδωσε να καταλάβω πως η ευχή μου θα πραγματοποιηθεί στη συνέχεια. Γνωρίζοντας πια τον κόσμο των Διαδόχων δεν μπορώ παρά να σκέφτομαι: “Be careful what you wish for...” και να ανυπομονώ για το δεύτερο βιβλίο.
0
Θεοί και Δαίμονες #1
Το βιβλίο της Μαρίας μου είχε κινήσει το ενδιαφέρον από την πρώτη στιγμή που το είδα να κυκλοφορεί αλλά άργησα λίγο να μπω στον κόσμο της Μέγκαν. Χαίρομαι που κατάφερα επιτέλους να αποκτήσω το πρώτο βιβλίο της σειράς “Θεοί και Δαίμονες” (υπογεγραμμένο από την ίδια τη συγγραφέα κιόλας!) και μπορώ να πω πως καταλαβαίνω γιατί τόσοι αναγνώστες ενθουσιάστηκαν με τον κόσμο που έχει δημιουργήσει.
Στην αρχή με παραξένεψε λίγο η ομοιότητα με μια γνωστή σειρά ξενόγλωσσων βιβλίων που κάποτε λάτρευα αλλά είδα πως η πορεία της ιστορίας άλλαξε αργότερα και έτσι ο παραλληλισμός χάνεται σύντομα. Πέρα από τους διαχωρισμούς των φυλών, η Μαρία έστησε έναν δικό της κόσμο όπου η πρωταγωνίστριά μας, η Μέγκαν, τα βάζει με ένα σωρό αντιπάλους, ξεπερνάει εμπόδια και μαθαίνει πράγματα για τον εαυτό της αλλά και για τους φίλους που είχε τόσον καιρό κοντά της. Είχε πολλή δράση, κάτι που απόλαυσα τρομερά, αλλά και διάλογο που ελάφραινε το βαρύ κλίμα κάποιων σημείων ή μας βοηθούσε να μάθουμε περισσότερο τους χαρακτήρες. Θα προτιμούσα οι συζητήσεις να μην ήταν τόσο εκτενείς και να οδηγούμαστε γρηγορότερα στο “δια ταύτα” και οι αντιζηλίες να μην έβραζαν σε τόσο υπερβολικό βαθμό.
Το αγαπημένο μου κεφάλαιο ήταν εκείνο όπου η Μέγκαν κάθεται στην όχθη του ποταμιού, από άποψη εξέλιξης της πλοκής και περιγραφών. Ο αγαπημένος μου χαρακτήρας ήταν ο Τζέσε και αδημονώ να μάθω τι θα του συμβεί στη συνέχεια. Με προβλημάτισε αρκετά η συμπεριφορά ενός χαρακτήρας στο τέλος γιατί ένιωσα πως φέρθηκε εντελώς διαφορετικά από ότι τον είχαμε συνηθίσει και από ότι θα περίμενα να κάνει αλλά είμαι σίγουρη πως θα υπάρξει εξήγηση και θα λυθεί η παρεξήγηση.
Το πρώτο βιβλίο είναι μια πολύ καλή εισαγωγή στον κόσμο των Ρεμόρ και των Λερόιλ και θα το πρότεινα σε αναγνώστες που αγαπούν το young adult fantasy με αρκετή δράση, μάχες, ανατροπές και φιλίες. Κύλησε ευχάριστα και ήταν μια όμορφη παρέα.
Οι Εφιάλτες ήταν ένα από τα βιβλία που μου είχαν κινήσει το ενδιαφέρον εξ αρχής λόγω εξωφύλλου, κάτι που δεν θεωρώ κακό. Έπειτα, διαβάζοντας την υπόθεση για έναν νεαρό που κοντεύει να συναντήσει το θάνατο και καταλήγει εγκλωβισμένος σε ένα μικρό χωριό που εκ πρώτης όψεως μοιάζει ανιαρό μα είναι γεμάτο μύθους και θρύλους… ε εντάξει, εσείς τι θα κάνατε στη θέση μου; Θα το αρπάζατε και θα έμπαινε στην λίστα για να διαβαστεί με την πρώτη ευκαιρία.
Η ώρα ήρθε επιτέλους να γνωρίσω κι εγώ τον Ρέιμοντ (Ρέι, αν επιτρέπεται, οκαυ;) και να αγαπήσω τον κόσμο που τόσο όμορφα ξεδιπλώθηκε μέσα στις σελίδες.
Το Ντάνγιουϊτς ήταν τόσο ατμοσφαιρικό που με έβαλε αμέσως στο κλίμα και γνωρίζοντας σιγά-σιγά τους χαρακτήρες που κύκλωναν τον Ρέιμοντ μα και τον ίδιο τον πρωταγωνιστή άρχισα να καταλαβαίνω πως θα διάβαζα μια ξεχωριστή ιστορία. Η Ονόρα με άφησε με ανάμεικτα συναισθήματα επί πολλές σελίδες μα αργότερα κατέληξε να είναι από τους αγαπημένους μου χαρακτήρες. Την φαντάζομαι να γίνεται ακόμα πιο δυναμική στα επόμενα βιβλία και να αποκτά περισσότερη δύναμη που θα τρομάξει πολλές κακόβουλες υπάρξεις! Μόνη αλλά και μαζί με τον Ρέιμοντ μου χάρισαν μια φοβερή περιπέτεια που με έκανε να χαμογελάσω, να γελάσω, να αγχωθώ και να ανατριχιάσω καθώς προσπαθώ να κρατήσω τα μάτια μου από το να πάνε στο κάτω μέρος της σελίδας.
Ο τρόπος γραφής της Άρτεμις έκανε τους χαρακτήρες να ξεδιπλωθούν με έναν τόσο ομαλό τρόπο μέσα σε σκηνές που έρεαν η μια μετά την άλλη και σε άφηναν πάντοτε να θες λίγο ακόμα. Ο Ρέιμοντ πασχίζει να καταλάβει τι συμβαίνει γύρω του και να βρει μια ισορροπία στις αντιδράσεις και στη συμπεριφορά του ενώ έχει περάσει μια διαφορετική ζωή ως τότε, όχι ευκολότερη μα πραγματικά πολύ πιο “φυσιολογική”. Γνωρίζει καλύτερα την οικογένειά του αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό και αυτό είναι ένα από τα αγαπημένα μου σημεία στο βιβλίο.
Ο ρυθμός της εξέλιξης της πλοκής μου φάνηκες αργός σε κάποια σημεία, κυρίως όσον αφορά την σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στους δυο μας πρωταγωνιστές. Λόγω προσωπικού γούστου προτιμώ το ρομάντζο ένα σκαλάκι παρακάτω καθώς με κουράζει και τις δράσεις περισσότερες από τον διάλογο μιας και μεγαλώνει την έκταση του βιβλίου χωρίς να μου δίνει τις πληροφορίες για τον κόσμο που διψώ να μάθω.
Προφανώς θα συνεχίσω να ακολουθώ τον Ρέιμοντ και την Ονόρα ακόμα κι αν η Άρτεμις δεν μας είχε αφήσει με ένα τέτοιο τέλος! Ο κόσμος που έχει δημιουργήσει στο πρώτο βιβλίο πιστεύω πως είναι μόνο η αρχή και αυτό με ενθουσιάζει τόσο μα τόσο πολύ!
Ο Οίκος των Βέρεμον ήταν ένα από τα βιβλία που με ενθουσίασαν τρομερά όταν διάβασα την περιγραφή του (και όταν είδα το εξώφυλλο, κακά τα ψέματα). Βρικόλακες; I’m in. Με μεγάλη μου χαρά και λύπη συνάμα, έφτασα στην τελευταία σελίδα του βιβλίου για να συνειδητοποιήσω πως θέλω κι άλλο. Θέλω περισσότερες περιπέτειες με τους Βέρεμον στον καταπληκτικό κόσμο που τόσο περίτεχνα έχει δημιουργήσει ο Άγγελος Κυπριανός.
Οι περιγραφές του ήταν πανέμορφες και τόσο ζωντανές που πραγματικά ζωγράφιζαν τις εικόνες στο μυαλό μου, βάζοντας με αμέσως στην ατμόσφαιρα της κάθε σκηνής. Οι χαρακτήρες ήταν πολύ καλά στημένοι και γραμμένοι και ο Άγγελος κατάφερε να με κάνει να συμπαθήσω δευτερεύοντες χαρακτήρες και να νοιαστώ για εκείνους σε βαθμό που δεν περίμενα. Όλη η ιστορία είναι τυλιγμένη μέσα σε μια ατμόσφαιρα μυστηρίου και τα γεγονότα έρρεαν όμορφα, αφήνοντάς με πάντοτε ικανοποιημένη με τις εξελίξεις και τις ανατροπές. Φαίνεται ότι υπάρχει περισσότερο υλικό του κόσμου της Μέα και αυτό είναι κάτι πολύ ευχάριστο για έναν αναγνώστη. Τα ονόματα των χαρακτήρων, των πόλεων και των περιοχών είναι ταιριαστά μεταξύ τους και δίνουν την αίσθηση του πραγματικού.
Το σημείο στο οποίο θα ήθελα να υπάρχει μεγαλύτερη προσοχή είναι κάποιοι διάλογοι ανάμεσα στα αδέρφια όπου χρησιμοποιούν εκφράσεις ή λέξεις που δεν θεωρώ ότι ταιριάζουν στους χαρακτήρες που έχουν χτιστεί ως τότε. Ακόμα, υπάρχει ένα μικρό θέμα με την επιμέλεια του κειμένου (σελίδες όπου δεν χωρίζονται παράγραφοι ή διάλογοι που επίσης έπρεπε να είναι χωρισμένοι) αλλά η ιστορία με απορροφούσε ξανά και κατάφερνα να μη δίνω σημασία. Ο Άγγελος έχει τον δικό του τρόπο γραφής (τουλάχιστον στο συγκεκριμένο βιβλίο που είναι και το πρώτο του) και αποφάσισα να το δεχτώ από την αρχή ώστε να μην με προβληματίζει κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης όπως σε αρκετούς φίλους αναγνώστες. Λόγω των παραπάνω αφαίρεσα ένα αστεράκι μιας και δεν ήταν πάντοτε εύκολο να επιστρέψω μα είμαι σίγουρη πως οι επόμενες δουλείες θα είναι πιο προσεγμένες στο συγκεκριμένο κομμάτι.
Μου άρεσε πολύ ο τρόπος που δοκιμάστηκαν οι ικανότητες των Βέρεμον και αγάπησα τον χαρακτήρα του Άντον περισσότερο από τους υπόλοιπους αλλά καταφέρνω ακόμα και τώρα με δυσκολία να τον διαλέξω ανάμεσα στα αδέρφια του. Ο καθένας τους είναι ξεχωριστός και έδωσε κάτι μοναδικό σε αυτήν την περιπέτεια.
Οι σκηνές μάχης ήταν απολαυστικές και δεν με κούρασαν καθόλου. Ήταν γρήγορες και το ρίσκο της κατάληξης μεγάλο. Οι χαρακτήρες παλεύουν, πληγώνονται, ανασυντάσσονται και προσπαθούν ξανά με όλη τους τη δύναμη, με πείσμα και με αγάπη για την οικογένειά τους που τους κάνει να νιώθουν αήττητοι και ασταμάτητοι παρόλο που ίσως και να μην είναι. Εκείνοι, όμως, δεν το βάζουν κάτω μπροστά σε κανέναν κίνδυνο μέχρι να πετύχουν τον μοναδικό τους στόχο.
Νιώθω ήδη νοσταλγία και ξέρω πως θα κουβαλάω αυτή την ιστορία μαζί μου για πολύ καιρό. Ίσως -λέω, ίσως- να νιώθω κι εγώ πως είμαι πια ένα μικρό κομμάτι του Οίκου των Βέρεμον.
Συνήθως γράφω τις απόψεις μου πάνω στο κάθε βιβλίο σχεδόν αμέσως αφού το τελειώσω (την ίδια μέρα ή το πολύ την επόμενη) μα αυτή τη φορά έχουν περάσει 4 μέρες για να καταφέρω να καθίσω και να προσπαθήσω να θυμηθώ όλα αυτά που εκείνες τις πρώτες ώρες ήθελα να πω.
Ως γνωστών, δεν θα υπάρξει ούτε το παραμικρό σπόιλερ και δεν θα μιλήσω για την πλοκή ή την ιστορία παρά θα μοιραστώ τις σκέψεις μου όσο πιο γενικά μπορώ καθώς η όλη η μαγεία βρίσκεται μέσα στις σελίδες του βιβλίου και δεν θέλω να αποκαλύψω τίποτα. Όσοι ακολουθήσετε την παρέα μας στα Σκοτεινά Βήματα, έχετε το ελεύθερο να μου στείλετε μήνυμα για support.
Έχω την τύχη να γνωρίζω προσωπικά τον Αλέξη και τη μέρα που τελείωσα το βιβλίο του τον συνάντησα και συζητήσαμε λίγο καθώς εγώ προσπαθούσα ακόμα να συμμαζέψω τις σκέψεις και τα συναισθήματά μου και να μην του πετάξω το βιβλίο στο κεφάλι για αυτό το τέλος! (Πλάκα κάνω! Ή και όχι.)
Τα Σκοτεινά Βήματα είναι ένα μοναδικό βιβλίο καθώς δύσκολα θα βρει κανείς παρόμοιο ανάγνωσμα όχι μόνο ως προς την κοσμοπλασία του που ήταν πραγματικά ευφάνταστη με τρομερές περιγραφές τοπίων και πόλεων, σκηνών με μάχες και διαπλοκές, απλές καθημερινές στιγμές που με έναν ιδιαίτερο τρόπο ο Αλέξης κατάφερε να δώσει το δικό του στυλ και να σε ταξιδεύει δίπλα στους χαρακτήρες καθώς μιλούν, δρουν, παλεύουν για να συνεχίσουν να αναπνέουν. Όοοοοχι, ο Αλέξης έχει δημιουργήσει επίσης τρομερούς και πολλούς (ναι, ναι, ναιιιι) χαρακτήρες των οποίων το παρελθόν μαθαίνουμε καθώς τους γνωρίζουμε με έναν εξαιρετικά καλογραμμένο τρόπο που δίνει βάθος και σε κάνει να δένεσαι αμέσως με τον καθένα τους.
Ο αγαπημένος μου χαρακτήρας (δύσκολα διάλεξα, είναι η αλήθεια, μα αν έπρεπε να επιλέξω κάποιον θα ήταν αυτός για τους δικούς μου προσωπικούς λόγους) ήταν ο Λάπις. Είναι ένας από τους πρώτους χαρακτήρες που γνωρίζουμε έπειτα από τον εξίσου κορυφαίο Ομπίν και την απίστευτη Λίλιαν. Γνωρίζοντας, λοιπόν, τους τρεις τους καταλαβαίνεις αμέσως πως η περιπέτεια που θα περάσεις μαζί τους (αλλά και με άλλους πολλούς) δεν θα είναι κάτι γνωστό μα κάτι νέο, από τη ματιά του Αλέξη.
Η φαντασία του Αλέξη Ζησιμόπουλου ήταν μια ανάσα για μένα. Με συνεπήρε, με ταξίδεψε, με πώρωσε σε σημεία, με στεναχώρησε σε άλλα και με έκανε να ταξιδέψω δίπλα στην συντροφιά της μικρής μας παρέας ενώ γύρω τους ο κόσμος καιγόταν κι εκείνοι έπρεπε να συνεχίσουν να βηματίζουν.
Ευτυχώς είμαι άνθρωπος που δεν ενοχλεί πολύ με μηνύματα και πολύ λιγότερο με τηλέφωνα γιατί πιστεύω πως ο Αλέξης θα με είχε μπλοκάρει από όλα του τα social media. Για καλή του τύχη (και δική μου) έχει γράψει μερικές ιστορίες των χαρακτήρων οι οποίες βρίσκονται δωρεάν online. Μαντέψτε τι θα κάνω τώρα...
«Ουυρχχχ Αααρρργκκκ» όπως είπε και ο Chewbacca.
Είναι ένα πολύ καλό βιβλίο που σε εισάγει στις πηγές έμπνευσης της Δύναμης και άλλων στοιχείων του Star Wars Universe με έναν πολύ άμεσο τρόπο που σε κάνει να θες να μάθεις περισσότερα όχι μόνο για τον φανταστικό κόσμο που τόσο αγαπάμε μα και για τον πραγματικό. Θρησκείες, φιλοσοφίες, τρόποι ζωής μακριά από τον δικό μας τρόπο σκέψης και ζωής που όμως δεν μοιάζουν όσο άγνωστα θα περιμέναμε. Έχει όμορφα στοιχειά και πληροφορίες που δεν ήξερα αλλά χάρηκα που έμαθα κι επίσης μου έδωσε ένα ακόμα έναυσμα να πάρω την απόφαση να ξεκινήσω διαλογισμό. Στόχος του 2020, για να δούμε αν θα καταφέρω να γίνω νεαρή padawan σε αυτό το κομμάτι της εκπαίδευσής τους.
Αρχικά να πω ένα μεγάλο μπράβο και ένα ευχαριστώ στην Δανάη Ιμπραχήμ που μου έδωσε την ευκαιρία να περπατήσω για πρώτη φορά στη Δαμασκό με μια τόσο πολύχρωμη παρέα! Αγάπησα πραγματικά αυτή την ιστορία και όσο γράφω έχω ακόμα στην αγκαλιά μου το βιβλίο γιατί δεν θέλω να το αφήσω.
Δεν είχα καμία επαφή με τα ιστορικά γεγονότα που λάμβαναν χώρα κατά την εξέλιξη της ιστορίας αλλά έπιανα τον εαυτό μου να googlάρει ονομασίες ανθρώπων ή τοποθεσιών, να ψάχνω περισσότερες πληροφορίες και εικόνες ώστε να βυθιστώ ακόμα περισσότερο στον κόσμο του Θησαυρού της Δαμασκού.
Μου άρεσαν πάρα πολύ οι περιγραφές των τόπων που χάρη στη Δανάη γνώρισα, του τρόπου ζωής εκείνων των νέων για μένα ανθρώπων, των συνηθειών τους και της κουλτούρας τους. Πραγματικά ένιωθα λες και έβλεπα τις σκηνές μπροστά μου και ζωγραφιζόταν σιγά-σιγά ένας πίνακας αυτού του εξωτικού τόπου.
Δεν ήξερα τι να περιμένω από το βιβλίο ή από την ιστορία και μου έκανε μεγάλη έκπληξη το πόσο γρήγορα με συνεπήρε. Παρά τον όγκο του δεν ένιωσα να κουράζομαι στιγμή (εκτός από μερικές μόνο σελίδες όπου ο διάλογος ήταν λίγο περισσότερος από ότι εγώ προτιμώ) και όσο λιγόστευαν οι σελίδες τόσο αγχωνόμουν για το τέλος. Έχω την καλή τύχη να γνωρίζω τη Δανάη οπότε θα της τα ψάλω από κοντά για το cliffhanger που μου σπάραξε την καρδιά. (Πότε βγαίνει η συνέχεια είπαμε; Θέλω να μάθω τι θα γίνει με τους χαρακτήρες που με έκανες να αγαπήσω!)
Το στοιχείο του fantasy στο βιβλίο είναι η μαγεία και παρουσιάζεται αργά αλλά ταιριαστά. Όσο γνωρίζεις τους χαρακτήρες και εξελίσσεται η πλοκή, τόσο καταλαβαίνεις το είδος της μαγείας που ισχύει στον κόσμο του Θησαυρού της Δαμασκού και ασκείται από διαφορετικούς χαρακτήρες και με διαφορετικό τρόπο. Αναρωτιέμαι τι μας επιφυλάσσει το μέλλον…
Κάτι ακόμα που μου άρεσε το slow burn στο ρομαντικό στοιχείο. Δεν ήταν κυρίαρχο, δυνατό και ξαφνικό, μα είχε ακριβώς τον ρυθμό που αποζητούσα και ταίριαζε στην ιστορία και την πλοκή. Δεν ήταν μια ιστορία αγάπης μα μια τρομερή περιπέτεια και ένας αγώνας των χαρακτήρων μα να μάθουν τους εαυτούς τους και τους γύρω τους, να ανταλλάξουν απόψεις και να προφέρουν δυνατά σκέψεις που δεν ήταν εύκολα να φύγουν από τα χείλη τους.
Ο αρνητισμός και η κάθετη σκέψη ενός χαρακτήρα έκανε τους γύρω του να σιωπούν ή να αντιμιλούν, να ντρέπονται και να μπαίνουν σε σκέψεις και ήταν ο λόγος που τον συμπάθησα εξ αρχής. Ήταν ειλικρινής και δεν ήθελε να κρυφτεί πίσω από ψεύτικα λόγια και υποσχέσεις μα θα δείτε πως η δική του εξέλιξη είναι από τις ομορφότερες.
Ο Θησαυρός της Δαμασκού ήταν ένα από τα ωραιότερα βιβλία του 2019. Ανυπομονώ να μπω ξανά μέσα σε αυτόν τον εντυπωσιακό, εξωτικό και μαγικό κόσμο, μαζί με τον Αστέριο και τον Σπανό, την Ααζίν και την οικογένειά της (θέλω Ιμπραχήμ, Δανάη, ακούς; Δώσε λίγο παραπάνω δίδυμο στον λαό!) αλλά και τους ανθρώπους που τους περιτριγύριζαν με τους δικούς τους σκοπούς και πόθους, θέτοντας εμπόδια στην περιπέτειά τους αλλά και βοηθώντας τους να προχωρήσουν με τον δικό τους τρόπο.
Υ.Σ. Για να καταλάβετε πόσο επηρεάστηκα από αυτή την ιστορία, την γάτα μου την Βιν την φωνάζω Ααβίν αυτές τις μέρες.
Υ.Σ. 2: Πόσο τέλειο εξώφυλλο;
Η παρακάτω κριτική δεν μιλάει για την ιστορία ή τους χαρακτήρες του βιβλίου μιας και υπάρχουν ήδη πολύ καλές (πχ της Μαρίας Αλεξοπούλου του One Girl, One Pen). Εγώ θα δώσω απλώς τις σκέψεις που στροβιλίζουν στο μυαλό μου από τη στιγμή που έκλεισα το βιβλίο.
Οι μεταλλάξεις είναι επικίνδυνες και πρέπει να πεθάνουν μα αν διαβάσετε τον υπότιτλο τότε θα καταλάβετε πως η ιστορία που τόσο όμορφα μας αφηγήθηκε η Ναταλία Βαϊοπούλου δεν έχει να κάνει μονάχα με τους ανθρώπους που κατέχουν το γονίδιο Ρ5. Μας αφορά όλους.
Τα θαυματουργά πλάσματα πρέπει να εξαλειφθούν.
Τι θεωρείται θαυματουργό πλάσμα; Είναι μόνο οι μεταλλάξεις ή μήπως είναι ο κάθε άνθρωπος που ζητά κάτι διαφορετικό, που ερευνά πέρα από αυτό που βλέπει, πέρα από αυτό που έχει μάθει;
Το βιβλίο είναι τρομακτικά κοντά σε μια πραγματικότητα που θα μπορούσαμε να ζήσουμε, αν όχι εμείς τουλάχιστον οι επόμενες γενιές. Βλέπουμε τον τρόπο που ο κόσμος αντιλαμβάνεται το διαφορετικό, το πώς το ορίζει και το φοβάται, το πώς το αποδιώχνει και το κυνηγά. Οι επιπτώσεις των πράξεων των «πολλών» κάνουν μια ισορροπημένη κατάσταση να χάσει την πορεία της, να εκτροχιαστεί και την μεταμορφώνουν τελικά στον εφιάλτη τους.
Η γνώση πολλές φορές δεν είναι εύκολα διαχειρίσιμη και οι αλλαγές που επιφέρει στον κόσμο, στις συμπεριφορές των ανθρώπων και στην καθημερινότητα μπορεί να μοιάζουν τρομακτικές. Είναι ευκολότερο να αντιμετωπίζεις συνεχώς τα ίδια εμπόδια γιατί έχεις μάθει πια να τα ξεπερνάς ή ακόμα και να τα αγνοείς μα όταν στέκεσαι απέναντι από κάτι νέο, κάτι που βλέπεις πως θα φέρει τα πάνω-κάτω τότε βάζεις τα δυνατά σου για να το διώξεις, να το κρύψεις και να το φιμώσεις. Η αλλαγή, όμως, βρίσκει πάντοτε τον τρόπο της να λάμψει σαν καθαρή αυγή έπειτα από μια βροχερή νύχτα.
Οι χαρακτήρες που γνωρίζουμε βρίσκονται σε διαφορετικά στάδια των παραπάνω καταστάσεων και παλεύουν να σταθούν σε έναν κόσμο που δεν είναι φτιαγμένος για εκείνους. Δεν έχουν θέση, δεν έχουν δικαιώματα, δεν έχουν φωνή. Έχουν θυμό και λύπη, συναισθήματα δυνατά που καίνε μέσα τους και τους ωθούν να αλλάξουν, να πράξουν, να ακουστούν.
Δέθηκα με πολλά από τα παιδιά της Μετάλλαξης μα περισσότερο ξεχωρίζω την Ελίζα. Ανυπομονώ, όμως, να δω με τι άλλο θα χρειαστεί να παλέψουν οι χαρακτήρες της Ναταλίας, πώς θα αντιδράσουν στη νέα κατάσταση γύρω τους, πώς θα αντισταθούν -γιατί ξέρω πως δεν θα πάψουν να ζητούν μια θέση στην κοινωνία που τους αποδιώχνει, που τους φοβάται χωρίς ποτέ να τους έχει ακούσει.
Ξέρω πως η κριτική μου είναι αρκετά αόριστη και δεν ήθελα να μπω σε λεπτομέρειες της πλοκής (υπάρχει ένα ολόκληρο βιβλίο που σας περιμένει για να σας αποκαλύψει ότι θέλετε να μάθετε) μιας και το βιβλίο αυτό με άφησε με σκέψεις, τις οποίες κουβαλάω καθημερινά μέσα μου.
Κοιτάζω γύρω μου και αναρωτιέμαι πώς θα αντιδρούσε ο κόσμος αν οι μεταλλάξεις γίνονταν πραγματικότητα σήμερα και η αλήθεια είναι πως η έκβαση των πραγμάτων δεν καταλήγει ποτέ θετικά. Παλεύουμε ακόμα για απλά και βασικά πράγματα, για να καλύψουμε ανάγκες και να σταματήσουμε αισχρές συμπεριφορές ανθρώπων που θεωρούν πως είναι ανώτεροι, πως είναι άξιοι να κατέχουν τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο, που αρπάζουν την ελευθερία άλλων με το έτσι θέλω.
Ίσως τελικά ο κόσμος μας να χρειάζεται όσο τίποτα άλλο τις Μεταλλάξεις, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.
Υ.Γ. Ναταλία, με διέλυσες ψυχολογικά. Το όνομά σου είναι πρώτο πια στη λίστα μου.
Μια λέξη: Έπος!
Η Εποχή των Θρύλων είναι ένα από τα βιβλία που μόλις είδα ένιωσα τρομερή λαχτάρα να διαβάσω. Επική φαντασία στην Ελλάδα δεν είναι κάτι που συναντάς κάθε μέρα και με βάση το blurb του οπισθόφυλλου αλλά και το πανέμορφο εξώφυλλο, δεν γινόταν να μην νιώσω την ανάγκη να χαθώ στις σελίδες του. Και πραγματικά χάθηκα, ταξίδεψα, πάλεψα, ένιωσα πόνο και χαρά, πληγώθηκα και νίκησα -έστω και για λίγες στιγμές.
Ο Γρηγόρης Δημακόπουλος χρησιμοποιεί την αγαπημένη μου πένα, εκείνη που δεν φοβάται να περιγράψει τον κόσμο μέσα στον οποίο ζουν οι χαρακτήρες του. Δεν θα το κρύψω, ζήλεψα -πάντοτε με την καλή έννοια- τις λεπτομερείς περιγραφές του και τη ζωντάνια με την οποία ανοιγόταν ο κόσμος του Λιαμ μπροστά μας. Γνώρισα αργά και σταθερά τη Γη της Εξορίας και έτρεξα κυνηγημένη δίπλα από τον Λιαμ και τον γιο του, τον Χόουπ. Το ταξίδι μου έμαθε πολλά και αδημονούσα να ακούσω περισσότερες ιστορίες και θρύλους, νιώθοντας την λαχτάρα του Χόουπ να δω πέρα από τις λέξεις, να μάθω ποια αλήθεια έκρυβαν.
Μέσα από τα μάτια του Λίαμ αλλά κι εκείνα του Βέιλαν και του Γκέρτρουν ένιωσα για μερικές τρομερές ώρες τι εστί να είσαι ένας άνθρωπος τίμιος μα με ένα σωρό ευθύνες. Ο Χόουπ μου θύμισε τον τρόπο που αντιλαμβάνεται ένα παιδί τον κόσμο και οι συζητήσεις του με τον Λιαμ αλλά και τον Βάραχαϊμ ή τον Έιντεν ήταν από τις αγαπημένες μου -αληθινές και γεμάτες με το θάρρος ενός παιδιού.
Το μικρό μου παράπονο είναι πως μου έλειψαν οι γυναικείοι χαρακτήρες μα πιστεύω πως ο Γρηγόρης θα μας ανταμείψει στον δεύτερο βιβλίο (το οποίο ελπίζω να γράφεις ήδη, έτσι δεν είναι; ). Γνώρισα την Ωρόρα και ακόμα κι από τον λίγο χρόνο που είχα μαζί της με έκανε ήδη να ανυπομονώ να μάθω τι έκανε για να φτάσει εκεί αλλά και τι σκοπεύει να πράξει τώρα πια που τα πράγματα έχουν αλλάξει τόσο. Οι αναφορές της Σελίντα την έκαναν να μοιάζει με μια πολεμίστρα που θα ήθελα να γνωρίσω μέσα από αναμνήσεις και ιστορίες. Η Σάγια επίσης φάνηκε πολύ ενδιαφέρουσα και σίγουρα θα την συναντήσουμε ξανά…
Δεν θέλω να μπω σε λεπτομέρειες σχετικά με την πλοκή ή την ιστορία του βιβλίου (ποτέ δεν το κάνω πια) μιας και ο κόσμος της Εποχής των Θρύλων μπορεί να φτάσει στα χέρια σας στο λεπτό και να γνωρίσετε από μόνοι σας τους χαρακτήρες που ανέφερα παραπάνω, να μάθετε θρύλους και ιστορίες που θα σας ανατριχιάσουν, να παλέψετε και να αναζητήσετε μόνοι σας λίγη από τη Γνώση των Αρχαίων. Έχω αφήσει απ' έξω πολλά -πάρα πολλά- γιατί δεν γίνεται να χωρέσουν όλες μου οι σκέψεις και τα συναισθήματα σε μερικές γραμμές.
Χαίρομαι που το 2019 έρχεται στο τέλος του με αυτήν την ιστορία που είχε μέσα της περισσότερα από όσα θα μπορούσα ποτέ μου να φανταστώ. Συγχαρητήρια, Γρηγόρη! Να ξέρεις πως θα σε ακολουθήσω σε όλα σου τα βήματα και είμαι σίγουρη πως θα συνεχίσεις να με εκπλήσσεις με το ταλέντο και τη δουλειά σου. Θα μάθω από σένα, όπως ο Χόουπ από τον Λίαμ, και ίσως κάποια μέρα σου δώσω κι εγώ πίσω ότι εσύ μου πρόσφερες με την Κόκκινη Αυγή.
Δεν ήξερα τι να περιμένω από το βιβλίο του Μανώλη Παλαβούζη μιας και οι δυστοπικές ιστορίες που έχω διαβάσει δεν είχαν να κάνουν με κάποια βιολογική απειλή. Με κέρδισε από τις πρώτες κιόλας σελίδες.
Με συνάρπασε από την αρχή ο τρόπος που έβλεπα τους ανθρώπους σε τόσο μακρινά σημεία της γη -ακόμα και αν ανάμεσά τους υπήρχε χρονική απόσταση- να συνδέονται τόσο γρήγορα. Με τρόμαξε, δεν το κρύβω, και με έκανε να συνειδητοποιήσω πόσο λίγα γνωρίζω σχετικά με τις πανδημίες και την εξάπλωσή τους.
Οι περιγραφές ήταν ζωντανές και κυρίως στα κεφάλαια τις Θεσσαλονίκης που γνωρίζω σαν πόλη ένιωθα πως περπατούσα μαζί με τους χαρακτήρες και αυτό με έκανε να νιώθω μεγαλύτερο φόβο για εκείνους καθώς έβαζα πολύ εύκολα τον εαυτό μου στη θέση τους.
Τα αγαπημένα μου κεφάλια ήταν εκείνα που διαδραματίζονταν στο παρελθόν, στο 1347, μιας και εκείνα μου έδιναν τις πληροφορίες που τόσο λαχταρούσα να μάθω, να δω πώς φτάσαμε ως εδώ να τρέμουμε μπροστά σε μια απειλή ενός παρελθόντος τόσο μακρινού που θα θεωρούσε κανείς πως δεν θα μας άγγιζε καν.
Μερικά μονάχα κεφάλαια με κούρασαν καθώς διαβάζοντάς τα δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί έφυγα τόσο μακριά από τους χαρακτήρες που γνωρίζω μα ξέρω πως ο συγγραφέας σίγουρα θα έχτιζε κάποιο υπόβαθρο για το μέλλον. Κάποιες επαναλήψεις της εξάπλωσης με έβγαζαν λίγο από το μέρος που οι άλλοι χαρακτήρες με τραβούσαν μα έπειτα από μερικές σελίδες επέστρεφα κοντά τους.
Δεν μπορώ να επιλέξω κάποιον από τους χαρακτήρες μιας και όλοι είχαν τις δικές τους αρετές και γράφοντας αυτό το κείμενο συνειδητοποιώ πως ίσως δεν άφησα τον εαυτό μου να δεθεί με κάποιον γιατί η απειλή του θανάτου του με κρατούσε σε απόσταση ασφαλείας. Νιώθω πως οι γυναικείοι χαρακτήρες είχαν πάντα μια πινελιά που τις έβαφε σαν θύματα που δεν μπορούσαν να παλέψουν για τους εαυτούς τους ή σαν υπερβολικά δυναμικές που με την παγερή συμπεριφορά τους κέρδιζαν τις θέσεις τους ενώ οι άνδρες έμοιαζαν πιο ισορροπημένοι. Πάραυτα, όταν βλέπεις απλούς ανθρώπους να ελπίζουν να ξεφύγουν από τα χέρια του θανάτου σταματάς να κοιτάζεις λεπτομέρειες και διαφορές και τους βλέπεις όλους σαν μια ομάδα που παλεύει να νικήσει αυτή την τρομακτική, αόρατη απειλή.
Στην ολότητά του, είναι ένα πολύ καλό βιβλίο που θα πρότεινα σίγουρα σε κάποιον όπως κι εγώ που δεν έχει έρθει σε επαφή με αυτό το είδος. Θα διαβάσω σίγουρα και τη συνέχεια γιατί είμαι σίγουρη πως ο Μανώλης Παλαβούζης θα με εκπλήξει για μια ακόμη φορά. Είναι μια ιστορία που δεν θα άντεχα να αφήσω ανοιχτή καθώς το σενάριο μοιάζει τόσο πραγματικό που θα στροβιλίζει στο μυαλό μου μέχρι να μάθω το τέλος του -το τέλος που ο Μανώλης με τις γνώσεις του πάνω στο θέμα θα μας δώσει. Ήταν ένα τρομακτικά συναρπαστικό ταξίδι και από τη μία νιώθω χαρούμενη που το έκανα και από την άλλη προσπαθώ να μην τρομάζω κάθε φορά που κάποιος βήχει δίπλα μου.
Είχα βάλει στο μάτι την Εποχή του Κυνηγιού από την εποχή του Νώε (my pun is bad and I should feel bad) και όπως πολλά βιβλία που είναι στην TBR λίστα μας πρέπει να συμβεί κάτι για να φτάσουν στα χέρια μας. Για μένα χρειάστηκε ένα story στο Instagram όπου ρώτησα να μου προτείνουν οι φίλοι μου (followers μου ακούγεται παράξενο) ένα βιβλίο φαντασίας που να εμπεριέχει έστω και έναν χαρακτήρα της LGBT κοινότητας. Κι έτσι συναντήθηκα από κοντά με την Εποχή του Κυνηγιού.
Δεν ήξερα τι να περιμένω γιατί δεν διάβασα ούτε περιγραφή ούτε τίποτα (έτσι συνηθίζω γιατί φοβάμαι τα σπόιλερ) και από τις πρώτες σελίδες νόμιζα ότι είχε καταλάβει περί τίνος πρόκειται. Αμ δε. Δεν υπήρχε περίπτωση να καταλάβω ότι θα γνωρίσω έναν τόσο όμορφο κόσμο και θα περάσω χρόνο με μερικούς από τους πιο συμπαθητικούς (με διάφορες σημασίες της λέξεις γιατί, οκαυ, συμπαθητικός είναι και κάποιος που θέλει να πάρει εκδίκηση για κάτι κακό που του συνέβη, τουλάχιστον για μένα) χαρακτήρες που πραγματικά δεν περίμενα να δεθώ τόσο εύκολα και σφιχτά. Τους σκεφτόμουν σε άσχετες στιγμές μέσα στη μέρα ενώ βρισκόμουν για ώρες μακριά από το βιβλίο και αυτό με έκανε να ανυπομονώ ακόμα περισσότερο να τους συναντήσω ξανά.
Στην αρχή βλέπουμε τα γεγονότα να εκτυλίσσονται μέσα από τα μάτια της Λίλιμπεθ αλλά αυτό αλλάζει σύντομα και ενώ στην αρχή με ξένισε μετά από λίγες σελίδες δεν μπορούσα να διανοηθώ να ανταλλάξω την οπτική του Ντάντε με τίποτα. Ο τρόπος που έβλεπε το δάσος και τους Κυνηγούς, η σκληρή καθημερινότητα που συνάντησε, η εσωτερική και εξωτερική πάλη του, και η εξέλιξή του όχι μόνο σαν Κυνηγός και κάτοικος πια του δάσους μα και σαν άνθρωπος ήταν ένα από τα ομορφότερα ταξίδια που θα μπορούσα να ζητήσω.
Το δάσος για μένα ήταν ένα από τα ωραιότερα σημεία και κάθε φορά που οι χαρακτήρες μας βάδιζαν μέσα του δεν ήξερα τι να περιμένω και αγχωνόμουν για το τι θα μπορούσαν να συναντήσουν. Και δεν έμεινα στιγμή παραπονεμένη με όλα όσα συνέβησαν μέσα του αλλά ακόμα είδαμε από ένα μικρό παραθυράκι κάποια πλάσματα που κατοικούν εκεί ενώ παλεύαμε για την ελευθερία και τα ιδανικά μας, ως Κυνηγοί αλλά και ως άνθρωποι.
Η Έρση Λάβαρη κατάφερε από την αρχή να θέσει τα θεμέλια μιας σκοτεινής ατμόσφαιρας, μυστικιστικής και ανατριχιαστικής σε αρκετά σημεία που ένιωθα κάθε φορά που έπιανα στα χέρια μου το βιβλίο πριν ακόμα το ανοίξω (ίσως βοηθούσε το ότι αποφάσισα να το διαβάζω πάντα βράδυ και αυτές τις μέρες είχε τρομερό αέρα). Πολλές σκηνές ήταν σκληρές και απάνθρωπες αλλά ποτέ παρατραβηγμένες. Μπορούσα να τις δω να εκτυλίσσονται με ευκολία και σίγουρα δεν είναι ποτέ μακρινές από τη φύση του ανθρώπου (τουλάχιστον κατά τη δική μου άποψη). Άλλες ήταν τρυφερές και δοσμένες τόσο όμορα και γλυκά που δεν ένιωσα παράξενα ούτε σε μία πρόταση.
Αν μπορούσα να αλλάξω μερικά πράγματα τότε θα ήθελα να δω λίγο διαφορετική τη σκηνή που ο Ντάντε καταλήγει μόνος του στην αρχή και παρόλο που καταλαβαίνω τη φύση του Τάγματος μέσα στο οποίο κατατάσσεται θα ήθελα μερικούς δυναμικούς γυναικείους χαρακτήρες. Επίσης, να μην ξεχνούσε τόσο εύκολα εκείνη τη φίλη του μιας και είδαμε πως είχαν μεγαλώσει μαζί αλλά να υπήρχε κάποιο εμπόδιο που θα τον αποτρέπει από το να την ψάξει. Ακόμα, ίσως τα τελευταία κεφάλαια που αλλάζει το περιβάλλον με κούρασαν λίγο μα η συγγραφέας με αντάμειψε και με το παραπάνω μερικές σελίδες πριν από το τέλος.
Δεν μπορώ να μπω σε περισσότερες λεπτομέρειες γιατί δεν θέλω να χαλάσω την ανάγνωση του βιβλίου σε κανέναν μα έμμεσα να αναφέρω πως εκείνος ο Γάμμα ήταν ένας από τους αγαπημένους μου χαρακτήρες και δέθηκα μαζί του από την αρχή. Η σχέση, επίσης, των δύο χαρακτήρων (δεν θα αναφέρω ονόματα) με έκανε πάντα να χαμογελώ και να νιώθω χαρούμενη με τη δική τους χαρά και να πονάω με τα πάθη τους.
Κι έτσι θα κλείσω αυτήν την κριτική στην οποία πάλι ξέφυγα, όπως και σε όλες, but this is what you get με μένα. Αν θέλετε να περάσετε μερικές όμορφες και δυνατές στιγμές μέσα από τη ματιά ενός χαρακτήρα που αλλάζει και εξελίσσεται, που μαθαίνει τον κόσμο γύρω του, τους ανθρώπους που τον περιβάλλουν αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό, που βρίσκει την ελευθερία του αλλά παλεύει συνεχώς για να την κρατήσει χωμένος σε ένα μαγικό μέρος που σίγουρα μας κρύβει περισσότερα από όσα είδαμε, τότε αφεθείτε στην Εποχή του Κυνηγιού. Είναι μια περιπέτεια ανθρώπινη, μια ιστορία αγάπης, μια συνεχής πάλη των χαρακτήρων να κρατήσουν τα κεφάλια τους πάνω από την επιφάνεια του νερού.
Το Σίλβερεϊκ είναι ένα ακόμη από τα βιβλία που ήθελα καιρό να διαβάσω καθώς πάντοτε έπεφτε το μάτι μου πάνω του σε φεστιβάλ. Χαίρομαι που έφτασε η ώρα να μοιραστώ τις σκέψεις μου πάνω στην ιστορία της Αναστασίας Σκούλη.
Συνήθως αποφεύγω να διαβάζω οπισθόφυλλα πέραν από 2-3 γραμμές αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση είχα μερικά hints για το τι πραγματεύεται το βιβλίο πριν φτάσει στα χέρια μου. Ο Άλεν, ένα 10χρονο αγόρι, εγκαταλείπεται στην πόλη της Σίλβερεϊκ και πρέπει να βρει τρόπο να επιβιώσει. Το μέρος είναι όσο αφιλόξενο θα μπορούσε μπροστά στα μάτια ενός παιδιού αλλά από τις πρώτες κιόλας μέρες καταλαβαίνουμε πως η πόλη κρύβει ακόμα περισσότερο κακό. Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες για το τι συμβαίνει στον Άλεν, είναι καλύτερα να ανακαλύψετε τα πάντα μόνοι.
Ο Άλεν περνάει ένα συναισθηματικό και σωματικό roller coaster που σε βάζει σε διάφορες σκέψεις σχετικά με τον κόσμο που ζει το παιδί αλλά και σχετικά με τον δικό μας κόσμο. Ποιον μπορείς να εμπιστευτείς, ποιος θα σε βοηθήσει χωρίς αντάλλαγμα, ποιος δεν θα προσπαθήσει να σε εκμεταλλευτεί με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο;
Τα σημεία όπου ο Άλεν μαθαίνει από πρώτο χέρι τι εστί να είσαι μόνος στον κόσμο, χωρίς βοήθεια από κανέναν, είναι αμέτρητα και τα περισσότερα τόσο κοντά στην πραγματικότητα που μοιάζουν ακόμη πιο τρομερά. Θα ήθελα κάποια σημεία να είναι πιο περιγραφικά αλλά υποθέτω πως η συγγραφέας δεν ήθελε να το παρουσιάσει όσο graphic περίμενα εγώ. Το μεγαλύτερο βάρος πέφτει στον αντίκτυπο που έχουν οι πράξεις μέσα στον Άλεν, τι στίγματα άφησαν και πόσο τον αλλάζουν σαν άνθρωπο. Όλες οι εμπειρίες του ξεδιπλώνονται ξανά στο βιβλίο όταν καλείται να τις αντιμετωπίσει, να τις παλέψει, ώστε να αποκτήσει κάτι νέο, κάτι καλό. Η πάλη που δίνει για να πετάξει από πάνω του το αίμα και να καταφέρει να χωρέσει στην ασφαλή γωνία που αποζητάει είναι απίστευτη.
Ένα από τα κυριότερα θέματα που με απασχόλησαν κατά την ανάγνωση ήταν η συμπεριφορά του Σέιν, του πατέρα του Άλεν. Από την αρχή βλέπουμε πως οι δυο τους θα βρεθούν ξανά. Κουβαλούσα αυτή τη σκηνή καθ’ όλη την ανάγνωση και περίμενα να δω τι ακριβώς σκόπευε αυτός ο άνδρας να κάνει έπειτα από τόσα χρόνια. Τα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου επιστρέφουν σε εκείνη τη σκηνή και την εξελίσσουν μέχρι να επιλυθεί αυτό το μεγάλο θέμα της εγκατάλειψης. Βλέπουμε τον πραγματικό Άλεν, τον έφηβο που πέρασε την παιδική του ηλικία υπό απάνθρωπες συνθήκες, και τον τρόπο που ειλικρινά φέρεται σε εκείνους τους δυο ανθρώπους που φταίνε για τα πάθη του. Δεν μπορείς παρά να βάλεις τον εαυτό σου στη θέση του Άλεν και να σκεφτείς εσύ τι θα έλεγες στην προκειμένη περίπτωση και πώς θα αντιδρούσες. Προσωπικά, θα είχαν την αντίθετη συμπεριφορά από τον Άλεν αλλά ο τρόπος που έχει εξελιχθεί σαν χαρακτήρας σου δίνει να καταλάβεις ότι είναι πάντοτε ειλικρινής, ότι δεν βγαίνει ψεύτικη λέξη από τα χείλη του και δεν μπορείς παρά να δεχτείς την απόφασή του.
Το στοιχείο του φανταστικού είναι αρκετά ελαφρύ για τα δικά μου γούστα αλλά έπειτα από τα πρώτα κεφάλαια μπήκα στο κλίμα της ιστορίας και έπαψα να το αποζητώ μιας και άλλα στοιχεία/θέματα μπήκαν στη θέση του. Εκείνο, όμως, το μοναδικό στοιχείο παραμένει μαζί μας μέχρι το τέλος και προσδίδει κάτι ιδιαίτερο στην εξέλιξη του βιβλίου. Θα προτιμούσα οι περιγραφές του συναισθηματικού κόσμου του Άλεν να είναι μικρότερες σε έκταση καθώς με τραβούσε λιγάκι έξω από τα δρώμενα. Καταλαβαίνω πως μέσα στο κεφάλι ενός δεκάχρονου αγοριού τα πράγματα είναι μπερδεμένα και οι σκέψεις επαναλαμβάνονται μόνο και μόνο από τον τρόμο που οι πράξεις του προκαλούν αλλά κάποιες φορές θα ήθελα να μην υπάρχουν, να κλείνει η σκηνή με ένα απλό μούδιασμα.
Ένα από τα πράγματα που αποκόμισα από το βιβλίο μοιάζει να βρίσκεται έξω από τις σελίδες, μέσα στις σκέψεις μου, και να με κάνει να θέλω να συζητήσω για τις ανθρώπινες συμπεριφορές, για την εγκατάλειψη, για τις υποχρεώσεις ενός γονέα, για τις απάνθρωπες πράξεις που συμβαίνουν στο όνομα της επιβίωσης, για το ποια είμαι εγώ και τι λένε οι πράξεις μου για μένα, για το αν υφίσταται η έννοια της εξιλέωσης και ένα σωρό άλλα θέματα. Αλλά το σημαντικότερο από όλα είναι για μένα το αίσθημα της ελπίδας που είχα μέσα μου καθώς έκλεινα το βιβλίο για τελευταία φορά.
Αν αφήσεις τη φωτιά της καρδιάς σου να κάψει το περίβλημα...
«Αν αφήσεις τη φωτιά της καρδιάς σου να κάψει το περίβλημα, τι θα φανερωθεί;»
Η Πλειάδα είναι ένα βιβλίο που με κατέστρεψε ψυχολογικά πάνω από μια φορά. Πήρε τα συναισθήματά μου και τα έκανε ουράνιο τόξο πριν τα κλείσει μέσα σε μια σκοτεινή και παγωμένη σπηλιά με μόνη διέξοδο μια τρομακτική και άνιση μάχη. Έχω τόσα πράγματα μαζεμένα μέσα μου που θέλω να φωνάξω μα έχω πει πως θα κρατώ τις κριτικές μου spoiler free οπότε θα συνεχίσω να κινούμαι έτσι.
Στο 2ο βιβλίο του Αλέξη Ζησιμόπουλου μέσα στον ίδιο κόσμο με τα Σκοτεινά Βήματα, βρισκόμαστε στο παρελθόν, εκεί που τα ξωτικά δεν είναι αφανισμένα, που ο κόσμος είναι διαφορετικός από αυτόν που έχουμε γνωρίσει και οι άνθρωποι παλεύουν δίπλα ή εναντίον τους, ανάμεσα σε Θεούς που δεν έχουν ξεχαστεί. Βρισκόμαστε στη Μάχη των Πυλών.
Από το 1ο βιβλίο (Σκοτεινά Βήματα) φαίνεται ξεκάθαρα πως η Μάχη των Πυλών ήταν άκρως σημαντική και καθόρισε το παρόν μέσα στο οποίο ζουν ο Ομπίν, η Λίλιαν, ο Λάπις και οι υπόλοιποι χαρακτήρες που τρέχουν ενάντια στον χρόνο. Εδώ, γνωρίζουμε μια διαφορετική παρέα ατόμων, ανθρώπων και ξωτικών, οι οποίοι διαφέρουν πολύ μεταξύ τους μα κινούνται προς τον ίδιο στόχο. Θέλουν να φέρουν την ισορροπία στον κόσμο τους, να δώσουν ελπίδες σε εκείνους που η αντίπαλη πλευρά πασχίζει να εξαλείψει.
Η 32η Πλειάδα είναι μια μονάδα από τις τελευταίες που δημιουργήθηκαν σε αυτόν τον πόλεμο και απαρτίζεται από άτομα που λαχταρούν να κάνουν το σωστό με ότι κόστος χρειαστεί να πληρώσουν. Κάποιοι είναι σχεδόν έτοιμοι ενώ άλλοι παιδεύονται καθημερινά για να κάνουν ένα βήμα παραπάνω, να νιώσουν πως στέκονται δίπλα σε εκείνους που θεωρούν άξιους και ίσως να τους ξεπεράσουν. Είναι χαρακτήρες που πασχίζουν να ανακαλύψουν την πραγματική τους δύναμη μα ίσως στο τέλος να μην τους αρέσει αυτό που θα φανερωθεί όταν σπάσει το περίβλημα και η δύναμη ξεχυθεί. Αντιμετωπίζουν έναν πόλεμο μα και τους ίδιους τους τους εαυτούς.
Κοσμοπλαστικά το βιβλίο είναι εξίσου άρτιο. Με γέμισε εικόνες και πληροφορίες για την ιστορία του κόσμου, για τους θρύλους και τους μύθους, για τα ήθη και τα πιστεύω των χαρακτήρων -ανθρώπων, ξωτικών, θεών και άλλων πλασμάτων. Όλοι ψάχνουν τη δική τους θέση και ταξιδεύουν με ή χωρίς συνοδοιπόρους ανάμεσα στα μέρη που κάποτε ήταν μα τώρα πια έχουν χαθεί. Όλα εξηγούνται όμορφα και καθαρά, με έναν τρόπο που ρέει και δεν κουράζει αλλά πάντα στο τέλος σου αφήνει ένα συναίσθημα πως υπάρχει κάτι ακόμα, έστω και μικρό, που όταν μάθεις θα νιώσεις σαν να έβαλες και το τελευταίο κομμάτι του παζλ.
Θα μιλήσω λίγο για την αγαπημένη μου χαρακτήρα. Το όνομά της είναι Λεπένια και είναι ξωτικό. Είναι σαρκαστική, δεν έχει υπομονή με έναν από τους κεντρικούς χαρακτήρες, τον Ζεθ, και με έκανε πάντοτε να χαμογελάω με την συμπεριφορά της. Είναι ακριβείς στα λόγια και τις πράξεις της και όταν πει κάτι ξέρεις πως το εννοεί. Είναι μια από τις μοναδικές χαρακτήρες που φαίνεται να διασκεδάζει με το Πάθος της (τη δύναμή της, δηλαδή -περισσότερα θα βρείτε μέσα στην Πλειάδα) και αυτό την κάνει ακόμα πιο αγαπητή σε μένα.
Οι υπόλοιποι χαρακτήρες είναι ένας κι ένας. Ο Ζεθ, ένας από τους κεντρικούς, μαζί με την Κελαίνη είναι οι νεότερες προσθήκες της 32ης Πλειάδας και πραγματικά δεν έχουν ιδέα τι τους περιμένει. Οι δυο τους έχουν μια πανέμορφη ανάπτυξη με διαφορετικούς ρυθμούς που ταιριάζει τόσο όμορφα στην εξέλιξη των γεγονότων. Συμπάθησα ιδιαίτερα την Λαξένδρα με τον Προδ (Πρόδ!), τον Κρείτο αλλά και τους αρχηγούς της μονάδας μας. Είδα μια χαρακτήρα από τα Σκοτεινά Βήματα (δεν λέω ποια μα πιστεύω πως θα χαρείτε όλοι σας παρά την βαριά ατμόσφαιρα) και γνώρισα ένα άξιο ξωτικό και μια δυναμική και ίσως αμείλικτη Θεά με τρόπους που δεν περίμενα. Έγιναν πιο… άνθρωποι στα μάτια μου, έστω και για μερικές στιγμές και τουλάχιστον ηρέμησα για λίγο μαζί τους, ανάμεσα στα αστέρια.
Η Πλειάδα είναι ένα πρίκουελ αλλά μπορεί να διαβαστεί και πριν από τα Σκοτεινά Βήματα. Σαν αναγνώστρια μου άρεσε η σειρά που τα διάβασα (Σκοτεινά Βήματα κι έπειτα Πλειάδα) γιατί νιώθω πως έτσι δέθηκα περισσότερο με τους χαρακτήρες και έζησα την ιστορία τους πιο ζωντανά. Ήξερα το τέλος μα δεν είχα ιδέα πώς θα φτάσουμε εκεί. Ήταν μια δύσκολη διαδρομή (και λίγα λέω) μα άξιζε κάθε της σελίδα.
Όπως, λοιπόν, και η Λεπένια, θα ρίξω το κασκόλ μου πίσω από τον ώμο μου και θα τελειώσω αυτόν τον μικρό φόρο τιμής σε μια ιστορία που θα κρατώ για πάντα μέσα μου. Αλέξη, μου χρωστάς ένα κασκόλ…
«Τι;» απόρησε παιχνιδιάρικα [εκείνη].
«Ο πραγματικός σου εαυτός».