Είναι αλήθεια ότι είμαι επιφυλακτική όταν διαβάζω νέους συγγραφείς ή ντεμπούτα, γιατί ακόμα δεν έχουν εδραιώσει τον τρόπο γραφής τους και δε θέλω να τους κρίνω πολύ αυστηρά, γιατί τους λείπει η εμπειρία. Οπότε σε τέτοιες περιπτώσεις, κρατάω μικρό καλάθι και δεν έχω τεράστιες απαιτήσεις. Όταν άρχισα να διαβάζω «Το Ακρωτήρι των Κοραλλιών» ακολούθησα αυτή την τακτική. Γρήγορα όμως με κέρδισε με την ενδιαφέρουσα ιστορία και τον τρόπο που ήταν γραμμένο.
Ο κύριος Ντέλακρε που δεν έχει πια το φως του, βγάζει βόλτα τον σκύλο του όπως κάθε πρωί. Αυτή τη φορά όμως τους περιμένει μια έκπληξη. Στο δρόμο τους θα βρεθεί μια νεκρή ηλικιωμένη γυναίκα που θα αναστατώσει ολόκληρο το Κέιπ Κόραλ της Φλόριντα, αλλά και τη γύρω περιοχή. Άλλες δύο νέες αυτή τη φορά γυναίκες θα βρεθούν νεκρές και η μικρή κοινωνία θα αναστατωθεί ακόμα περισσότερο. Δύο γυναίκες, η Σοφία και η Πατρίσια προσπαθούν να καταλάβουν τι έχει συμβεί και πως μπορεί κάτι τόσο τρομερό, όσο ο θάνατος τριών γυναικών, να εμπλέκει κι εκείνες. Γιατί το νιώθουν πως με κάποιο τρόπο συνδέονται με αυτά τα εγκλήματα.
Την ίδια εποχή στη Λιθουανία, η Ανίκε γράφει γράμματα σε εκείνον που εξαφανίστηκε πριν χρόνια. Δεν ξέρει τι έχει πραγματικά συμβεί, αν απλά έφυγε ή αν έγινε κάτι χειρότερο. Γι’ αυτό ζητάει από τον ντετέκτιβ Στάουσκας να διελευκάνει την υπόθεση, ώστε να έχει κι εκείνη το κλείσιμο που χρειάζεται μετά από είκοσι χρόνια.
Η συγγραφέας, έχοντας ζήσει στο Κέιπ Κόραλ η ίδια, γνωρίζει πολύ καλά την περιοχή αλλά και τους ανθρώπους που κατοικούν σε αυτή. Τους ίδιους και τις συνήθειές τους, αλλά και τις πιθανές αντιδράσεις τους. Έτσι δημιουργεί μια ιστορία που θα ταίριαζε τόσο στην περιοχή όσο και στους κατοίκους. Οι ευκατάστατες οικογένειες στις οποίες δουλεύει μόνο ο πατέρας και αρκεί όχι μόνο για να συντηρηθεί ολόκληρη η οικογένεια, αλλά και για να ζει μια πολυτελή ζωή, είναι όπως φαίνεται το σύνηθες σε πόλεις όπως το Κέιπ Κόραλ. Σε αυτές τις περιπτώσεις, όταν κάποιοι τα έχουν όλα, τότε είναι λίγα αυτά που τους λείπουν κι όμως δημιουργούν νέες ανάγκες, αφού ο άνθρωπος είναι άπληστο ον. Αυτή η απληστία, για δύναμη, για χρήμα, για εξουσία είναι που ωθεί κάποιους στα άκρα.
Το βιβλίο δε θα το χαρακτήριζα αστυνομικό. Δεν είναι τόσο συνδεδεμένο με το έγκλημα ή τα εγκλήματα που αναφέρθηκαν παραπάνω, όμως υπάρχει ένα διάχυτο μυστήριο όσον αφορά στο ποιος κρύβεται πίσω από τους φόνους αλλά και στο πως συνδέονται όλοι αυτοί οι άνθρωποι μεταξύ τους. Η ροή κυλάει πολύ ομαλά και με αρκετό ενδιαφέρον ώστε να θέλεις να το διαβάσεις για να δεις που οδηγεί όλο αυτό. Αργείς πολύ να καταλάβεις ποιος είναι ο δολοφόνος, γιατί, μπορεί να βρίσκεις κάποια στιγμή ποιος είναι ο απών, στον οποίο γράφει γράμματα η Ανίκε, σου είναι δύσκολο όμως να συνδέσεις τα γεγονότα και να καταλήξεις στο σωστό συμπέρασμα για τις δολοφονίες. Δε φανερώνονται όλα από την αρχή και οι εικασίες είναι αρκετές ώστε να δημιουργηθούν και οι ανάλογες θεωρίες. Έτσι στο τέλος απορείς όταν μαθαίνεις ποιος πραγματικά είναι ο δολοφόνος. Δεν ήταν όμως αυτό το ζητούμενο εξ αρχής.
Οι χαρακτήρες είναι σταθεροί και ξεχωριστοί. Δεν υπάρχει περίπτωση να μπερδευτεί ο αναγνώστης και να μην είναι σίγουρος για το τι διαβάζει. Ο καθένας έχει τη δική του προσωπικότητα και είναι ευτύχημα καθώς είναι όλοι τους τόσο διαφορετικοί με άλλες προτεραιότητες και άλλες ανησυχίες. Φυσικά για κάθε μάνα προτεραιότητα είναι το παιδί της, όμως έχοντας άλλες εμπειρίες και διαφορετικό χαρακτήρα, η κάθε μία αντιμετωπίζει την κάθε κατάσταση με το δικό της τρόπο.
Ενδιαφέρουσα ιστορία, δομημένοι χαρακτήρες και ένα μυστήριο που δεν αποκαλύπτεται παρά μόνο στις τελευταίες σελίδες. Αρκετά τα θετικά για «Το ακρωτήρι των κοραλλιών» και την κυρία Σαουλίδου!
Είναι αυτά τα μικρά διαμαντάκια που μας θυμίζουν τα εφηβικά μας αναγνώσματα και μας γυρίζουν πίσω στους μεγάλους λογοτέχνες. Είναι όλα αυτά τα αναγνώσματα της Ανατολικής Ευρώπης και της Ρωσίας που μας φέρνουν πιο κοντά στα περασμένα έτη της Ελληνικής επαρχίας και σε ήθη, έθιμα ή συνήθειες που μας είναι γνωστά ή μας φαίνονται γνώριμα.
Ο Λάζα Λαζάρεβιτς μπορεί να μην είναι ένας πολυγραφότατος και παγκοσμίου φήμης συγγραφέας, είναι όμως ένας πολύ γνωστός και κλασσικός πλέον συγγραφέας στη Σερβία, ακόμα κι αν το έργο του αναγνωρίστηκε μετά το θάνατό του. Αν και πέθανε πριν καν κλείσει τα σαράντα του χρόνια, κατάφερε ωστόσο να αφήσει το σημάδι του στην παγκόσμια λογοτεχνία. Πολλοί τον θεωρούν τον Σέρβο Τουργκένιεφ. Εμένα μου θύμισε πολύ τον αγαπημένο Ντοστογιέφσκι που διάβασα πολύ ως έφηβη αλλά και μετέπειτα.
Το συγκεκριμένο βιβλίο περιέχει τρία διηγήματα που εκτυλίσονται κοντά στον ποταμό Σάβο, εξ ου και ο τίτλος. Θα μπορούσαν κάλλιστα να εκτυλίσονται στην Ελληνική επαρχία την ίδια χρονική περίοδο ή και νωρίτερα. Λίγα είναι αυτά που διαφέρουν από την παράδοση της χώρας μας, από αυτά που περιγράφονται σαν τη ζωή των ανθρώπων γύρω από τον ποταμό. Τα Βαλκανικά κράτη είναι πολύ κοντά στα ήθη, τα έθιμα, την παράδοση και τις συνήθειες. Η ηθική, ο σεβασμός στην οικογένεια και στην οικογενειακή ιεραρχία, είναι όπως τη θυμάμαι να την ακούω στις ιστορίες των παλαιότερων όταν ήμουν παιδί, ακόμα και να τη βλέπω μπροστά μου. Προνόμιο όσων έχουν μεγαλώσει στην επαρχία, είναι να μπορούν να καταλάβουν και να συνδεθούν πιο εύκολα με τους υπόλοιπους Βαλκανικούς λαούς. Ακόμα και λέξεις που άκουγα από τη γιαγιά μου βρήκα στο κείμενο, στην ίδια ή ελάχιστα διαφορετική μορφή και αναρωτήθηκα πόσο πολύ είχε διαβρωθεί ο λαός και ο πολιτισμός μας από την Οθωμανική αυτοκρατορία. Και με τον ίδιο τρόπο είχαν διαβρωθεί και οι γειτονικοί λαοί.
Σε κάνει να σκεφτείς πως, ίσως τελικά όλα τα Βαλκάνια προσπαθούν απλά να βρουν την ταυτότητά τους ακόμα. Μετά από τόσους αιώνες σκλαβιάς, κανένας λαός δεν μπορεί να είναι ίδιος. Λίγα είναι αυτά που έχουν διασωθεί. Όμως όσα κάναν οι παλιοί, όσα έλεγαν και όσα τηρούσαν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, με το λόγο ή τη γραφή, έχουν μεταφερθεί στις νέες γενιές και ακόμα υπάρχουν και σώζονται. Και δε διαφέρουν πολύ από το ένα κράτος στο άλλο.
Με τα διηγήματά του ο Λαζάρεβιτς φέρνει θύμισες του παρελθόντος. Ο λόγος του δεν είναι ο λυρικός του μεγάλου λογοτέχνη που μπορεί κάποιος να περιμένει. Αντίθετα, είναι απλός, μεστός και λέει αυτό που θέλει να πει και να το καταλάβει ο απλός άνθρωπος. Οι ιστορίες του είναι ιστορίες της πραγματικής ζωής, ακόμα κι αν δεν έχουν βασιστεί σε πραγματικά γεγονότα ή αν δεν ξέρουμε πως τις εμπνεύστηκε. Τον κάνουν όμως προσιτό και αγαπημένο.
Το τρίτο βιβλίο με ήρωα τον επιθεωρητή πλέον Χάρι Χόλε κινείται σε δύο χρονικές περιόδους και μας μιλάει για τη στάση της Νορβηγίας στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το βιβλίο ξεκινάει με την επίσκεψη του Αμερικανού προέδρου στη Νορβηγία το 1999. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης, ο Χόλε πυροβολεί έναν Αμερικανό πράκτορα που βρισκόταν σε σημείο που δε θα έπρεπε. Αντί να τιμωρηθεί όπως θα περίμενε, εκείνος προάγεται σε επιθεωρητή και μεταφέρεται στην αντιτρομοκρατική υπηρεσία. Η δουλειά που του αναθέτουν είναι να διαβάζει τις αναφορές φαινομενικά ασήμαντων υποθέσεων και να αποφασίζει να κάποια χρίζει περισσότερης έρευνας. Μια τέτοια υπόθεση πέφτει στα χέρια του, όταν ένας ασυνήθιστος τύπος όπλου εισάγεται λαθραία στη Νορβηγία. Στην πορεία της έρευνας, μπλέκεται στα πλοκάμια των Νεοναζί και του λαθρεμπορίου όπλων και έχει μια μεγάλη απώλεια.
Παράλληλα με την έρευνα του Χόλε στο παρόν, διαβάζουμε για τη συμμετοχή των Νορβηγών στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τη στελέχωση του Ανατολικού Μετώπου από τους νεαρούς Ναζί της χώρας. Ένα από τα σκοτεινά κεφάλαια της ιστορίας της Νορβηγίας αποκαλύπτεται και υφαίνει τον ιστό για το δολοφόνο που έρχεται στην επιφάνεια μετά από τόσα χρόνια.
Ο Χόλε μου είναι γνωστός από τα δύο προηγούμενα βιβλία, οι ιστορίες των οποίων λάμβαναν χώρα σε μακρινά μέρη. «Η νυχτερίδα» διαδραματίστηκε στην Αυστραλία ενώ «Οι κατσαρίδες» στην Ταϊλάνδη. Αυτή η ιστορία ωστόσο διαδραματίζεται στη Νορβηγία και αφορά τόσο το παρόν όσο και το παρελθόν της χώρας. Μπορεί να έχουν περάσει 19 χρόνια από όταν γράφτηκε το βιβλίο, δεν φαίνεται όμως να έχουν αλλάξει και πολλά. Συγκεκριμένα αναφέρομαι στους Νεοναζί, που όπως έχουμε δει πολλές φορές, ανθούν σε χώρες που δεν υπάρχει χαρά και ευτυχία. Η Σκανδιναβία έχει πολύ κρύο και σκοτάδι και έτσι, εκτός από τη μέταλ μουσική και τη goth pank, ανθίζουν και τάσεις όπως ο ναζισμός. Αυτό ήταν και ένα από τα στοιχεία που ήθελε να θίξει ο συγγραφέας κατά τη γνώμη μου και να τονίσει την άσχημη πλευρά του, αλλά και την ευθύνη της χώρας κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν ξέρω πολλά για την ιστορία της Νορβηγίας, οπότε ήταν αρκετά ενδιαφέρον για μένα να μάθω περισσότερα!
Ο Χόλε είναι ο ίδιος γνωστός τύπος με τις ιδιαίτερες αξίες του. Είναι σε πολύ καλό σημείο να κόψει το αλκοόλ και μάλιστα το καταφέρνει μέχρι τη στιγμή της μεγάλης απώλειας που τον ρίχνει και πάλι στο βούρκο. Σίγουρα έχει καλή δικαιολογία, αλλά και πάλι, κάποια στιγμή πρέπει να σταματήσει! Σε αυτό το βιβλίο μάλιστα γνωρίζει και μια γυναίκα για την οποία καλλιεργεί συναισθήματα που δεν περίμενε να έχει ή να μπορεί να αισθανθεί. Κάτι φωτεινό διαφαίνεται στον ορίζοντα του Χόλε και θα περιμένω να μάθω περισσότερα στο επόμενο βιβλίο.
Μέχρι τότε να πω πως χάθηκα λίγο με τα άτομα του παρελθόντος. Ήταν πάρα πολλά και με μπέρδεψαν, ιδιαίτερα εφόσον πέρναγαν αρκετές σελίδες ώστε να ξαναδιαβάσω για αυτά. Η έκταση του βιβλίου έδρασε αρνητικά πιστεύω πάνω μου. Ενώ διαβάζω μεγάλα βιβλία χωρίς να με ενοχλούν οι πολλές σελίδες, αν κάπου χάσω το ενδιαφέρον μου ή κάνει κοιλιά, τότε δυσκολεύομαι πολύ να το ξαναπιάσω. Θα μπορούσε ίσως μα δοθεί σε λιγότερες σελίδες και να διατηρήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Όπως και να έχει, θα συνεχίσω την ανάγνωση της σειράς, μιας και όπως διαβάζω, φτιάχνει πολύ στα επόμενα βιβλία.
Όπως έχω πει και στο παρελθόν, τα pocket βιβλία είναι τέλεια για να τα παίρνεις μαζί σου όπου πας και ειδικά σε ταξίδια, όπου χρειάζεσαι και το βάρος που μπορεί να σου προσθέσει ένα βιβλίο, αλλά και τον όγκο του. Έτσι, στο ταξίδι που πήγα πρόσφατα πήρα μαζί μου τον Κοκκινολαίμη που ήδη διάβαζα και ήθελα να τελειώσω και ήταν αρκετά μεγάλο, άπειρα ηλεκτρονικά βιβλία στο κινητό μου για να μην ξεμείνω και τις «Κλεμμένες Ψυχές» που είχα σε pocket έκδοση!
Δεν είχα ξαναδιαβάσει κάτι δικό του, παρόλο που έχω «Τα φαντάσματα του Μπέλφαστ» στη βιβλιοθήκη μου, οπότε αυτή ήταν και η πρώτη γνωριμία μου με τον επιθεωρητή Τζακ Λένον. Δεν είναι κακός τύπος, αν και πρέπει να διαβάσω και τα δύο προηγούμενα βιβλία για να μάθω τι ακριβώς έγινε με την κόρη του και τη μητέρα της. Εντούτοις τα συναισθήματα που μου άφησε ήταν θετικά και με ωθούν να διαβάσω και τα άλλα βιβλία της σειράς.
Η ιστορία ξεκινάει με μια γυναίκα που σκοτώνει κάποιον και στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο περνάμε στο Λένον που ξυπνάει μες στη νύχτα από τα ουρλιαχτά της κόρης του που είδε έναν εφιάλτη. Είναι σχεδόν Χριστούγεννα και έχει απίστευτο κρύο στο Μπέλφαστ. Σύντομα η γυναίκα του πρώτου κεφαλαίου τρέχει ξυπόλυτη στους δρόμους της πόλης, μέχρι να μπορέσει να βρει κάποιο ασφαλές μέρος. Αλίμονο όμως, εκείνος που περίμενε να της προσφέρει ασφάλεια, δεν είναι αυτός που νόμιζε.
Ο Λένον καλείται να αναλάβει την υπόθεση που ώθησε τη γυναίκα να τρέχει μες τη νύχτα, αφού είχε υπηρεσία μια τέτοια νύχτα. Τα πράγματα δείχνουν από την αρχή τι μπορεί να συνέβη, όμως δεν ξέρει όλη την εξέλιξη της ιστορίας. Οι υποθέσεις του είναι πολύ κοντά στην πραγματικότητα και οδεύει προς το σωστό σημείο. Παλιοί εχθροί του θα του βάλουν εμπόδια και θα τον τρομάξουν, όμως εκείνος θα προσπαθήσει να κάνει αυτό που πιστεύει σωστό, ακόμα κι αν τον φέρει σε δύσκολη θέση.
Η πλοκή κινείται με γρήγορους ρυθμούς και πάει από την έρευνα του επιθεωρητή στην έρευνα των κακοποιών, οι οποίες κινούνται παράλληλα. Το στοιχείο το οποίο τονίζεται στη συγκεκριμένη ιστορία είναι το εμπόριο λευκής σαρκός που μολύνει και το Μπέλφαστ όπως και τόσες άλλες πόλεις της Ευρώπης. Γυναίκες αλλά και άντρες από τις ανατολικές χώρες όπως η Ουκρανία και η Λιθουανία, μεταφέρονται στην Ιρλανδία με την υπόσχεση μιας θέσης εργασίας. Μπορεί αρχικά να τους δίνουν δουλειά, δεν είναι όμως εκεί που είχαν συμφωνήσει να πάνε ούτε και οι συνθήκες εργασίας είναι οι ενδεδειγμένες, στη συνέχεια όμως μπορεί να βρεθούν σε κάποιο παράνομο οίκο ανοχής παρά τη θέλησή τους. Η δουλειά αυτή, όπως και σε πολλές άλλες χώρες, ελέγχεται από αλλοδαπούς που έχουν το κατάλληλο κύκλωμα και στις χώρες προέλευσης αυτών των δύσμοιρων ανθρώπων.
Το άλλο κακό που υπάρχει παντού και φυσικά στον υπόκοσμο και τα κυκλώματα που συναντάμε στο βιβλίο, είναι τα ναρκωτικά. Η άσπρη σκόνη που καλύπτει όλες τις επιφάνειες και κρατά το χρήστη σε εγρήγορση έχει την τιμητική της και αναφέρεται τόσες πολλές φορές σαν να πρόκειται για κάτι απλό και συνηθισμένο. Μπορεί να είναι όντως κάτι το αμελητέο για τον υπόκοσμο του Μπέλφαστ, δεν είναι όμως για το μέσο άνθρωπο και ως ένα σημείο φτάνει να γίνεται ενοχλητικό. Φαντάζομαι πως ο συγγραφέας θέλει να δείξει την εξάρτηση που προκαλεί αλλά και τις «παρενέργειες» που μπορεί να έχει.
Ένα σημείο που έχει ενδιαφέρον αλλά δεν αποδόθηκε εξίσου καλά είναι το μεταφυσικό στοιχείο που πήγε να εισάγει. Δεν το δόμησε όμως με την πρέπουσα σημασία. Το άφησε να αιωρείται με την απορία αν θα συνεχιστεί σε επόμενο βιβλίο. Αν ήταν απλά ένα εισαγωγή, ένας πρόλογος που θα συνεχιστεί σε επόμενο βιβλίο τότε καταλαβαίνω γιατί δεν το ανέπτυξε. Διαφορετικά ήταν πολύ φτωχό και καλύτερα να μην το έβαζε καθόλου.
Το Κάραβαλ μόλις έχει τελειώσει και οι δύο αδερφές Ντράγκνα είναι πλέον ασφαλής. Η Σκάρλετ κέρδισε το Κάραβαλ και τη ζωή της αδερφής της. Η Τέλα έζησε τη μαγεία του αγαπημένου της Κάραβαλ, κάτι που ποθούσε για χρόνια. Έχουν και οι δυο τους δραπετεύσει από τον πατέρα τους και η Σκάρλετ από έναν κανονισμένο γάμο! Οι δυο τους θα έπρεπε να το γιορτάζουν ευτυχισμένες, όμως η Τέλα έχει κάνει μία συμφωνία με ένα εγκληματία και η πληρωμή που του χρωστάει είναι κάτι που ποτέ κανείς δεν έμαθε, η ταυτότητα του Λέτζεντ.
Για να την ανακαλύψει και να μπορέσει να πληρώσει, θα πρέπει να πάρει μέρος στο επόμενο Κάραβαλ, που ευτυχώς για εκείνη γίνεται σε λίγες μέρες στη Βαλέντα, την πρωτεύουσα της Μεσημβρινής Αυτοκρατορίας. Στην πορεία η Τέλα θα βρεθεί στο δρόμο του διαδόχου της Ελαντάιν, η φήμη του οποίου τον θέλει να έχει δολοφονήσει όλους όσους ήταν στη σειρά διαδοχής πριν από εκείνον. Αν δεν μπορεί να τηρήσει το δικό της μέρος της συμφωνίας, θα χάσει όσα αγαπάει, ακόμα και τη ζωή της. Αν όμως τα καταφέρει, τότε ο Λέτζεντ και το Κάραβαλ θα καταστραφούν για πάντα. Η απόφαση είναι σχεδόν αδύνατη!
Στο δεύτερο βιβλίο της μαγικής τριλογίας του Κάραβαλ πρωταγωνιστή η μικρή αδερφή, Ντονατέλα Ντράγκνα, ή Τέλα. Το δεκαεξάχρονο κορίτσι είναι γνωστό για την απερισκεψία του αλλά και για την ευκολία με την οποία ανταλλάσσει φιλιά με καινούρια αγόρια κάθε τρεις και λίγο. Ή τουλάχιστον αυτά είχαμε μάθει για εκείνη στο πρώτο βιβλίο. Αυτό που δε γνωρίζαμε είναι ο λόγος που συμπεριφέρεται έτσι και πότε άρχισε όλο αυτό. Η απουσία της μητέρας τους έχει παίξει πολύ σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του χαρακτήρα των δύο κοριτσιών. Για την Τέλα, ο λόγος της εξαφάνισής της είναι ένας προσωπικός γολγοθάς και το γεγονός ότι παίρνει τη ζωή τόσο αψήφιστα, όσο την είδαμε να το κάνει στο πρώτο βιβλίο, έχει κάπου την πηγή του. Θέλει να χαρεί τη ζωή όσο μπορεί και να τη χορτάσει αφού πιστεύει πως δε θα μπορέσει ποτέ να αγαπήσει πραγματικά.
Η Τέλα πιστεύει πως η ίδια ευθύνεται για την εξαφάνιση της μητέρας της και νιώθει ενοχές. Αν την άκουγε όταν ήταν μικρή και δεν πείραζε πράγματα που δεν έπρεπε να αγγίζει, τότε τίποτα από όλα αυτά δε θα είχε γίνει. Η μητέρα τους δε θα είχε φύγει ποτέ από την Τρίσντα, θα ήταν μαζί τους και θα τις φρόντιζε όσο μεγάλωναν και δεν θα χρειαζόταν να υποστούν έναν θυμωμένο και αυταρχικό πατέρα. Οι ενοχές που κρύβει μέσα της τόσα πολλά χρόνια την ωθούν να κάνει ότι μπορεί για να διορθώσει το λάθος της. Όμως, χωρίς καθοδήγηση και δη αυτή της μάνας, η Τέλα κάνει το ένα λάθος πίσω από το άλλο και η κατάσταση στην οποία καταλήγει είναι τρομακτική. Ευτυχώς όμως κάνει και μερικά σωστά. Δεν είναι όλες οι αποφάσεις της λανθασμένες.
Η αγάπη που ενώνει τις δύο αδερφές, η σχέση που έχουν, είναι μοναδική. Όπως στο «Κάραβαλ» η Σκάρλετ ανησυχούσε για την Τέλα έτσι κι εδώ η Τέλα κάνει ότι μπορεί για να μην πληγωθεί η αδερφή της. Θέλει το καλό της, θέλει να είναι ευτυχισμένη και θα κρύψει μέρος της αλήθειας αν πιστεύει πως έτσι θα γλιτώσει τηνν αδερφή της από τον πόνο. Βέβαια όλοι ξέρουμε πως η αλήθεια θα βγει στο φως αργά ή γρήγορα, όμως η Τέλα είναι μόνο ένα κορίτσι!
Δεν θα πω για τον Ντάντε. Απλά δε θα μιλήσω. Είναι υπέροχος, ανθρώπινος, πονεμένος και αλαζονικός όσο δεν πάει. Είναι όμως υπέροχος και η θυσίες που κάνει μπορεί να μην αποκαλύπτονται όλες εδώ, είναι όμως τρομερά μεγάλες.
Ο Martin είναι ένας μεγάλος παραμυθάς και μας έχει κάνει να αγαπήσουμε το μυθικό κόσμο που έχει δημιουργήσει για τα βιβλία της σειράς «A Song of Ice and Fire», ένας κόσμος που έγινε ακόμα πιο γνωστός μέσα από την τηλεοπτική σειρά «Game of Thrones» που έχει φανατικούς σε όλο τον κόσμο. Επιφυλάσσομαι για τον αριθμό των φαν, καθώς μπορεί να μεταβλήθηκε μετά την προβολή του 8ου και τελευταίου κύκλου της σειράς. Ας μη μιλήσω όμως περισσότερο για αυτό, καθώς το ενδιαφέρον που μας έδωσε αυτή η σειρά βιβλίων, πάνω στην οποία έχει επενδύσει τόσο ο Martin και όχι άδικα, είναι ο κόσμος της.
Αυτός είναι και ο κόσμος στον οποίο γεννιέται η Αντάρα, η μικρή ηρωίδα του «Δράκου του πάγου». Η Αντάρα γεννήθηκε το χειμώνα, ένα χειμώνα βαρύ πολύ με τόσο κρύο που οι άνθρωποι λένε ότι πέρασε και μέσα στο ίδιο το έμβρυο λίγο πριν γεννηθεί. Έτσι το κοριτσάκι που γεννήθηκε είναι ένα παιδί του χειμώνα. Αντέχει στο κρύο, δεν της αρέσει το καλοκαίρι και η ζέστη και προτιμάει να φτιάχνει κάστρα από χιόνι με τα γυμνά της χέρια. Μα περισσότερο από όλα της αρέσει ο δράκος του πάγου.
Ο δράκος του πάγου δεν είναι όπως οι υπόλοιποι δράκοι του βασιλείου, που πετούν φωτιές και έχουν χαλινάρια και δρακοκαβαλάρηδες στις πλάτες τους. Ετούτος είναι σχεδόν διπλάσιους από τους συνηθισμένους δράκους. Τα φτερά του είναι σχεδόν διάφανα και όλο του το σώμα φαίνεται να είναι καλυμμένο από πάγο. Η ανάσα του δε, δεν είναι καυτή παρά παγωμένη και όταν κουνάει τα φτερά του, παγωμένος αέρας φυσάει στην περιοχή. Αυτό το δράκο αγαπάει και θαυμάζει η αντάρα και τον θεωρεί δικό της.
Ένα όμορφο παραμύθι σε ένα κόσμο που μου ήταν από πριν γνωστός και αγαπημένος. Ο μεγάλος παραμυθάς έχει καταλάβει την αγάπη μας για τους δράκους και τρέφει τη φαντασία μας από μικρή ηλικία. Το πόσο μικρή ηλικία βέβαια είναι κατάλληλη για ένα τέτοιο ανάγνωσμα είναι υπό συζήτηση. Αν εξαιρέσει κανείς τη σκηνή με τους τραυματίες που επέστρεφαν από τη μάχη και την περιγραφή τους, τότε θα μπορούσε να είναι κατάλληλο από αρκετά μικρή ηλικία. Γι’ αυτό και θεωρείται τουλάχιστον εφηβικό ανάγνωσμα.
Πέρα από την αγάπη του κοριτσιού για τον δράκο, το βιβλίο μιλάει για τη διαφορετικότητα. Η Αντάρα είναι διαφορετική. Διαφορετική από τα αδέρφια της, αφού ποτέ δε γελάει, ούτε κλαίει και αφού τα χέρια της δεν εκπέμπουν θερμότητα όπως των περισσότερων ανθρώπων. Η μικρή της ιστορία όμως μιλάει για πολλά ακόμα, όπως για την οικογένεια που μεγαλώνει με τον ένα γονιό μόνο και πόσα πρέπει εκείνος να καταφέρει για να είναι ευτυχισμένη η οικογένειά του. Μιλάει ακόμα για το θάρρος και την τόλμη, για το ότι πρέπει να υποστηρίζουμε όσα αγαπάμε και όσα πιστεύουμε. Μιλάει για την αγάπη!
Όμως δεν είναι μόνο τα λόγια του Martin που κάνουν αυτή την ιστορία αγαπητή. Είναι και οι εικόνες του Luis Royo, ενός ανθρώπου πραγματικά ταλαντούχου. Τα σχέδιά του ζωντανεύουν τόσο τη μικρή Αντάρα όσο και τους δράκους του βιβλίου και μεταφέρουν τον δράκο του πάγου στο χαρτί τόσο πετυχημένα που η εικόνα του μένει στο μυαλό του αναγνώστη.
Η αλήθεια είναι πως θα προτιμούσα ένα διαφορετικό τέλος για τόσο για το δράκο όσο και για τη μικρή Αντάρα, από αυτό που έγραψε ο συγγραφέας. Περνάει όμως το μήνυμα που θέλει αυτός να περάσει και είναι δικαίωμά του σαν παραμυθάς να πει την ιστορία που θέλει.
Θυμάμαι μια ταινία που είχα δει πριν από πολλά χρόνια, πριν ακόμα ενηλικιωθώ, μια ταινία που έμεινε χαραγμένη στη μνήμη μου και δεν πρόκειται να την ξεχάσω ποτέ. Σε κάποιο μέρος της Αφρικής, δε θυμάμαι πια σε ποιο, το λευκό ζευγάρι που έδινε δουλειά σε πολλούς κατοίκους της περιοχής δολοφονείται απάνθρωπα στο ίδιο τους το κρεβάτι. Θυμάμαι τη βαναυσότητα και θυμάμαι το αίμα που κάλυπτε τα πάντα. Αλλά μετά σκεφτόμουν πως είναι μόνο μια ταινία και πως αυτά τα πράγματα δε γίνονται στην πραγματικότητα. Πόσα λίγα ήξερα.
Ο επιθεωρητής Αλμπέρτους Μπίσλααρ από το Γιοχάνεσμπουργκ βρίσκεται πλέον κάπου στην έρημο Καλαχάρι, σε ένα τμήμα που είναι εκείνος και κάνα δυο τρεις άλλοι αστυνομικοί. Στο Γιοχάνεσμπουργκ είχε μι απαιτητική δουλειά και μια αποτυχημένη σχέση που έληξε άδοξα. Έφυγε από το χαμό της πόλης για την ησυχία της υπαίθρου και βρέθηκε στη μέση ενός στυγερού εγκλήματος. Όλα αυτά που προσπαθεί να αποφύγει, έρχονται να τον στοιχειώσουν σε ένα μέρος που λιώνει από τη ζέστη.
Σε μια φάρμα, μια λευκή γυναίκα βρίσκεται άγρια δολοφονημένη μαζί με το έγχρωμο τετράχρονο κοριτσάκι που είχε υιοθετήσει. Δεν είναι τα πρώτα θύματα φόνου σε φάρμα, όμως τον τελευταίο καιρό η κατάσταση έχει ξεφύγει από τον έλεγχο. Όλες σχεδόν οι φάρμες της περιοχής έχουν δεχθεί επίθεση από ζωοκλέφτες και πολλά από τα κοπάδια έχουν αποδεκατιστεί. Η αστυνομία δεν έχει κανένα στοιχείο και πριν λίγες μόλις μέρες, δυο εργάτες που μάλλον προσπάθησαν να εμποδίσουν τους κλέφτες, βρέθηκαν δολοφονημένοι. Τώρα η Φρέντι και η μικρή της είναι η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Οι αγρότες, βλέποντας πως δεν υπάρχει πρόοδος από την πλευρά της αστυνομίας, απειλούν να πάρουν το νόμο στα χέρια τους.
Με το βιβλίο της η Karin Brynard μας προσγειώνει απότομα στην πραγματικότητα της Νοτίου Αφρικής. Μια χώρα που 25 χρόνια μετά το Απαρτχάιντ δυσκολεύεται ακόμα να προσαρμοστεί και να βρει τους ρυθμούς της. Που ακόμα δυσκολεύεται να ζήσει ειρηνικά, παρόλο που ζει σε καιρούς ειρήνης. Τα φυλετικά προβλήματα είναι τεράστια και οι νουθεσίες του παρελθόντος δεν ξεχνιούνται. Όσοι μεγάλωσαν με μίσος, συνεχίζουν να μισούν. Ο λευκός αστυνομικός που έχει την εξουσία του επιθεωρητή ανάμεσα στους έγχρωμους υφισταμένους του και τον έγχρωμο προϊστάμενό του. Ο λευκός επιθεωρητής που δεν πρόκειται ποτέ να πάρει άλλη προαγωγή λόγω του χρώματός του. Αυτός που προσπαθεί να κάνει τη δουλειά του, με ένα ανορθόδοξο τρόπο, αλλά που όμως κατηγορείται για ρατσισμό επειδή περιμένει καλύτερη δουλειά από την ομάδα του.
Η δουλειά του επιθεωρητή γίνεται δυσκολότερη με την αντίδραση που εκδηλώνει η κοινότητα. Η Φρέντι ήταν μια καλλιτέχνις με ευαίσθητη ψυχή που ήθελε να βοηθήσει τους αδικημένους. Οι κινήσεις της όμως δημιούργησαν εχθρούς. Οι γείτονές της και η λοιπή κοινότητα των αγροτών, των Μπόερ, έχουν πλέον εξαγριωθεί από τις επιθέσεις κατά των λευκών. Ακραίες ομάδες ρίχνουν λάδι στη φωτιά και κατηγορούν τον έγχρωμο διευθυντή της φάρμας της Φρέντι για το στυγερό έγκλημα αλλά και για τις ζωοκλοπές. Η κατάσταση φεύγει από τον έλεγχο με γοργούς ρυθμούς καθώς τα γεγονότα διαδέχονται το ένα το άλλο και περισσότεροι άνθρωποι δέχονται επιθέσεις. Οι αντιδράσεις όλων είναι υπερβολικές και ανεξέλεγκτες και οδηγούν στο χάος. Και μέσα σε όλο αυτό το χάος και τα κρυμμένα μυστικά, ο επιθεωρητής Μπίσλααρ πρέπει να βρει τη λύση του μυστηρίου και να οδηγήσει δολοφόνους και ζωοκλέφτες στη δικαιοσύνη. Δε θα ‘θελα να βρίσκομαι στη θέση του.
Ένα από τα βασικά συστατικά του συγκεκριμένου μυστηρίου είναι η ιστορία της Νοτίου Αφρικής. Οι άνθρωποι που έζησαν στα χώματά της, αυτοί που την κυβέρνησαν, όσοι τη δημιούργησαν αλλά και όσοι ζουν εκεί σήμερα. Μια χώρα που έχει αποικηθεί, κατακτηθεί και μοιραστεί κατά το δοκούν, υποφέρει. Οι λαοί της, οι πραγματικοί λαοί που ζούσαν εκεί χρόνια, αιώνες πριν, κινδυνεύουν με αφανισμό. Ο λόγος δεν είναι πάντα ή μόνο ο λευκός άνθρωπος και το απαρτχάιντ, είναι όμως ένα μεγάλο μέρος του προβλήματος. Είναι, ωστόσο, και οι ίδιοι οι άνθρωποι που την κατοικούν και την κυβερνούν. Η διαφθορά και η εγκληματικότητα είναι στο ζενίθ τους και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει σύντομα. Τα σημάδια του απαρτχάιντ δεν πρόκειται να φύγουν σύντομα, δυστυχώς για όλους μας, αλλά πολύ περισσότερο για εκείνους.
Από το διαμοιρασμό της γης το 1913 και μετά, οι γηγενείς έχασαν το μεγαλύτερο κομμάτι της χώρας τους, αφού τους δόθηκε ένα 7% μόνο. Όλες οι φυλές έπρεπε να στριμωχτούν σε αυτό το μικρό κομμάτι γης, οπότε όπως είναι αναμενόμενο ζούσαν μέσα στη φτώχεια και στην ουσία υπηρετούσαν ή δούλευαν για τους λευκούς Μπόερ, τους γαιοκτήμονες και κτηνοτρόφους με τις τεράστιες εκτάσεις. Οι ίδιοι είχαν στερηθεί το δικαίωμα της αγοράς ή ενοικίασης γης με τον ίδιο νόμο. Χαρακτηριστική είναι μια φράση που αναφέρεται αρκετές φορές στο βιβλίο και δείχνει την παρούσα κατάσταση στη Νότια Αφρική. Το πιο συνηθισμένο σύνθημα στις συγκεντρώσεις των μαύρων της περιοχής είναι το «Σκοτώστε τον Μπόερ. Σκοτώστε τον αγρότη». Και η φράση αυτή δεν είναι δημιούργημα της συγγραφέως. Είναι πραγματικότητα. Όπως ήταν και είναι ακόμα πραγματικότητα ο φυλετικός διαχωρισμός, ο ρατσισμός και οι πράξεις βίας.
Διαβάζοντας το βιβλίο της Karin Brynard μπήκα στη διαδικασία να μάθω περισσότερα για τη ζωή στη Νότια Αφρική. Το θέμα της γης είναι τεράστιο. Οι φυλές θέλουν να τους δοθεί πίσω η γη των προγόνων τους, ή έστω να τη μοιραστούν όλοι ίσα. Η κυβέρνηση παίρνει τη γη των γαιοκτημόνων, χωρίς αποζημίωση, για να τη δώσει σε όσους έχουν ανάγκη. Οι άποικοι ζουν πολλά χρόνια εκεί και τη θεωρούν πατρίδα τους και γη τους και φυσικά δε συμφωνούν με μια τέτοια ανακατανομή της γης. Η εγκληματικότητα έχει χτυπήσει κόκκινο. Οι επιθέσεις σε φάρμες είναι κάτι παραπάνω από πραγματικότητα. Οι άνθρωποι ζουν με το συνεχή φόβο ότι κάποιος θα μπει στο σπίτι τους και θα τους τρομοκρατίσει. Οι βιασμοί και οι δολοφονίες ξεπερνούν σε αριθμό κάθε άλλο έγκλημα. Το 2018, λέγεται ότι Νότιος Αφρική είχε 57 δολοφονίες την ημέρα, ένας αριθμός εξωπραγματικός!
Γεγονός είναι ότι το βιβλίο εκδόθηκε για πρώτη φορά στα Αφρικάανς, την επίσημη γλώσσα της Νοτίου Αφρικής μαζί με τα Αγγλικά, το 2009 κι όμως παραμένει επίκαιρο δέκα χρόνια μετά. Και το μυστήριο που περιλαμβάνει το κάνει ακόμα καλύτερο!
Όλοι κάνουμε λάθη. Το βασικό είναι να μάθουμε να τα διορθώνουμε. Να προσπαθούμε να βγάλουμε κάτι καλό από αυτά. Να μάθουμε κάτι παραπάνω, ή να προσπαθήσουμε να τα διορθώσουμε. Γιατί τα λάθη είναι ανθρώπινα. Κάτι τέτοιο θέλει να μας πει και η Corinna Luyken με το βιβλίο της με τίτλο «Το βιβλίο με τα λάθη», που κυκλοφορεί από το Φουρφούρι.
Ένα κορίτσι ξεκινάει να ζωγραφίσει ένα κορίτσι. Όμως κάνει ένα λάθος στο σχεδιασμό των ματιών. Ευτυχώς γρήγορα το διορθώνει βάζοντας γυαλιά και συνεχίζει. Παρακάτω κάνει κι άλλο λάθος με τα μαλλιά. Ευτυχώς το διορθώνει βάζοντας ένα σκουφί. Ξεκινάει να φτιάχνει το σώμα, όμως ο λαιμός είναι μεγάλος. Τον κρύβει με ένα δαντελωτό γιακά. Και υπάρχουν και κάποια μικρά λαθάκια στους αγκώνες, ευτυχώς όμως κι αυτά διορθώνονται φτιάχνοντας μπαλώματα. Σιγά σιγά, σχεδιάζοντας και διορθώνοντας, δημιουργείται μια πανέμορφη ζωγραφιά.
Το βασικό είναι να τολμήσεις να κάνεις την αρχή και να δοκιμάσεις. Αν δεν πετύχει, προσπάθησε να το διορθώσεις. Μην τα παρατήσεις. Μη στενοχωρηθείς και πεις ότι δεν μπορείς να το κάνεις. Δοκίμασε να το διορθώσεις και ένα σωρό πιθανότητες θα ανοιχτούν μπροστά σου. Αυτό προτρέπει τα παιδιά να κάνουν «Το βιβλίο με τα λάθη». Είναι ανθρώπινο να προσπαθήσεις και είναι απολύτως ανθρώπινο να κάνεις λάθος. Αυτό που έχει σημασία είναι να προσπαθήσεις να διορθώσεις το λάθος σου, χωρίς να αφήσεις κανέναν και τίποτα να σε πτοήσει. Να αναγνωρίσεις το λάθος και να πεις ότι μπορείς να το διορθώσεις. Να έχεις τη θέληση. Άλλωστε, μέσα από τα λάθη μαθαίνουμε. Αυτά είναι που μας κάνουν καλύτερους, γιατί βλέπουμε τι δεν κάνουμε σωστά και ψάχνουμε να βρούμε τρόπους για να το διορθώσουμε. Ό,τι κι αν είναι αυτό.
Άφησε τη φαντασία σου ελεύθερη και δημιούργησε κόσμους από το τίποτα, από ένα άδειο φύλο χαρτί. Άλλωστε η τέχνη δεν έχει στενά όρια και αυστηρούς κανόνες. Είναι αρκετά ελεύθερη ώστε να αφήνει χώρο για τη φαντασία και τη δημιουργία. Ξεκινώντας από το πιο απλό πράγμα, όπως ένα πρόσωπο ή ένα κορίτσι, μπορεί να χτίσεις ένα ολόκληρο δέντρο ή μια πόλη ή τη γη ολόκληρη αν προτιμάς, μέσα από τα δικά σου μάτια. Εκφράσου και μην περιορίζεσαι και τότε θα μεγαλουργήσεις. Κι αν αυτό που θα φτιάξεις δεν είναι αριστούργημα που μπορεί να βραβευτεί, δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι προσπάθησες, ότι έδωσες τον καλύτερό σου εαυτό και αυτό που έφτιαξες είναι δικό σου, εκφράζει εσένα!
«Το βιβλίο με τα λάθη» λέει στα παιδιά ότι δεν πειράζει να κάνουν λάθη, γιατί μπορούν να τα διορθώσουν και να έχουν ένα αποτέλεσμα καλύτερο ακόμα κι από αυτό που φαντάζονταν στην αρχή. Τα προτρέπει να αφήσουν τη φαντασία τους ελεύθερη και να δημιουργήσουν.
0
Ninth House
If you cannot read dark, disturbing books, don’t read it. If you are too sensitive on anything you read and cannot handle the dark side of a person, don’t read it. If you are a romantic soul that loves YA fantasy, but has never read a Stephen King book, don’t read it. But if you are open minded and can differentiate between a fictional story and reality, go, dive in it immediately because it is a book that will consume you once you start reading it.
I ordered “Ninth House” for two reasons. One is that it is written by Leigh Bardougo, an author I love and is on my auto-buy because of her YA fantasy books. The second is that this is her first Adult Fantasy and being a big Stephen King fan, I could not just pass his comment that is also visible in the cover of the book “Impossible to put down”. Now that I have read the book, I totally agree with him!
Alex Stern is one of those damaged girls, that has run away from home, consumed herself in drugs and dealing, ending up the only survivor in an unsolved multiple homicide. While on her hospital bed, she gets a proposal she cannot refuse. She is offered a space in Yale University, one of the most prestigious campuses in the whole world. It surely doesn’t come out of the Dean’s courtesy, there is definitely a catch, but Alex is a survivor, so she takes it and guesses that she will figure it out in the process.
As it happens with all universities and their sororities, Yale has its societies. There are secret societies that do more than partying around. The secret Societies, the Ancient Eight, are powerful and prestigious societies that have created some of the world’s leader and players in the most important positions out there. But there are not just another sect, they exercise magic and Alex’s job, as member of the Lethe, the Ninth House, is to monitor those activities and ensure that the rules are followed and that everyone stays at their side of the world. Easier said than done.
When Alex arrives at campus, she finds herself with three roommates and a mentor on her secret new job. Daniel Arlington is quite a catch! He is old money, handsome and noble and he is her Vigil, as she is the new Dante, the code names that are used by The Lethe. Alex has a lot to learn from Darlington, much of it she would love to have known years ago, when she was a little child. You see, Alex can see the “Quiet ones” as she has always called them, the “Grays” as the Yale societies call them. The “Grays” are souls that never left this world for the afterlife, they are ghosts. And ghosts cannot lay their hands on humans. Only that, they can do it on Alex. They have done it years ago, leaving a huge trauma on her. It would be really useful for her to know that she could send them away with just a few words. And now she knows that Lethe has been monitoring her for years, yet they never acted upon the Grays, they never helped her have a more normal life. Excluding the ghosts and the paranormal part in general, human exploitation is part of the real world. To not help someone when you can and they need your help, but to require their support on your behalf. It’s a matter of power, and power is one of the main themes in this book.
The power that magic provides to those that exercise it. The power to know the right things and make the right moves in order to gain more money and more authority. The power to make people do what you want. The power to be unharmed, no matter what happens. The power to be above all. But Alex Stern defies that power. She wants answers, so she won’t give up, won’t be intimidated by that power that wishes to shut her mouth. She needs to find out what happened to that girl. Tara Hutchinson died a very painful death and the Ancient Eight and the Lethe are trying to cover it up, or dismiss it as a city murder that has nothing to do with the societies. If so, then why something feels so wrong to Alex? And what really happened to Darlington? Will they be able to bring him back?
Leigh Bardougo unravels herself in “Ninth House”. All those hidden messages in Shadow and Bones trilogy, all the darkness that was hidden in her YA books, is now set free to create this magnificent piece of art. Waiting for the sequel is going to be a pain.
0
The Phantom Tree
Out of the blue, Alison Bannister comes across a portrait of a young lady she thought long gone. The antique shop claims it to be the portrait of Anne Boleyn, the Tudor Queen. But Alison knows better. This is Mary Seymour, the daughter of Queen Katherine Parr, former wife of Henry VIII, with her second husband. Alison knows Mary very well, as she had to share her bedchamber with her, when she arrived at Wolf Hall, more than four hundred years ago.
Mary's painting is the key to the connection with the past. They had made a pact before Alison comes to the future and she is certain that Mary has kept her part of the bargain and the answer awaits her. All she needs to do now, is to find what Mary left for her. The way to reunite her with what she left in her own time, back in the past.
The fact is that Thomas Seymour and Katherine Parr had a daughter, Mary, who is nowhere to be found in the history books, past the age of two and so she has presumably passed away in such an early age. There is a theory that Mary lived longer than that, but there is no strong evidence to support it. Nicola Cornick bases her book in this second theory and creates a whole life for Mary Seymour. The girl is to be transferred to Wolf Hall upon the death of her father; her mother already gone by then. In this house of relatives, Mary gets to know Alison, a very beautiful girl, and they love to hate each other. All that, till the time that things get ugly and they have to help one another. Alison gets pregnant and Mary is accused of witchcraft as she has visions of the future. Their only hope is to be transferred to another relative's manor until they are married. Somehow Alison travels to the future and she stays there, but not before she has given birth to her child and it is taken away from her. Now she has to find a way to get back to her son, but she cannot travel back to her time.
The writing was so compelling I could not put it down. I regret I haven't read it earlier. Cornick knows very well how to describe a scene to make you feel part of it. She can transfer you back and forth in time and you won't be confused at all. I was able to see Wolf Hall and Middlecotte in my mind as if I was there myself. I could feel Mary's and Alison's feelings, their heart beating as if I were them. That is one very well written book!
Αυτό που μου αρέσει στις Εκδόσεις Gutenberg είναι που στους τίτλους τους θα βρεις μια μεγάλη γκάμα βιβλίων, από την κλασσική μέχρι τη σύγχρονη λογοτεχνία. Επέλεξα να διαβάσω ένα από τους νέους τίτλους τους, που όμως πρόκειται για κλασσική λογοτεχνία. Δεν είχα διαβάσει ποτέ Thomas Hardy και ήταν ευκαιρία, τώρα που κυκλοφόρησε σε αυτή την όμορφη έκδοση, να το κάνω.
«Ο δήμαρχος του Κάστερμπριτζ» λοιπόν είναι μια ιστορία που εκτυλίσσεται στο Ουέσεξ, μια κομητεία δημιούργημα του Hardy, βασισμένο στη Νότια Αγγλία, όπου λαμβάνουν χώρα όλες του οι ιστορίες. Το Κάστερμπριτζ είναι μια πόλη στην περιοχή αυτή, όπου ο Μάικ Χέντσαρτ είναι πλέον δήμαρχος. Ο άνθρωπος αυτός είναι σεβαστός από τους πολίτες. Είναι εγκρατής, δεν πίνει ποτέ και είναι ένας από τους μεγαλύτερους εμπόρους της πόλης. Παράλληλα όμως, είναι και ένας αρκετά δύσκολος χαρακτήρας, εγωπαθής και πεισματάρης, χαρακτηριστικά που τον οδηγούν πολύ συχνά σε λάθος αποφάσεις.
Στα νιάτα του όμως, ήταν ένας άντρας που έπινε πολύ και που μια φορά, πάνω στο ποτό, πούλησε τη γυναίκα του και το μωρό τους για πέντε γκινέες σε έναν άγνωστο. Το μυστικό αυτό του παρελθόντος δεν είναι γνωστό στο Κάστερμπριτζ, όμως τον στοιχειώνει. Όταν η γυναίκα του, που τη νόμιζε πεθαμένη μιας και δεν κατάφερε ποτέ να τη βρει, βρίσκει και πάλι τα ίχνη του μετά από δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια, εκείνος θα κάνει το σωστό και θα την παντρευτεί ξανά, όχι μόνο γιατί θέλει να επανορθώσει για το παρελθόν, αλλά και γιατί οι πραγματικές συνθήκες της σχέσης τους μπορεί να γίνουν γνωστές όπως και το κρυμμένο τόσο χρόνια μυστικό του. Όμως θέλει να δώσει και ένα σπιτικό στην κόρη του Ελίζαμπεθ-Τζέιν η οποία είχε την τύχη της μητέρας της.
Ο Hardy επικεντρώνεται πολύ στους χαρακτήρες του και τους διαμορφώνει τόσο ολοκληρωμένα που οι κινήσεις τους σε ολόκληρο το βιβλίο, είναι αυτές που θα περίμενε κανείς. Ο Χέντσαρτ είναι ένας άνθρωπος που αποφεύγει τις διαπροσωπικές σχέσεις και γι’ αυτό δεν έχει μάθει πως να συμπεριφέρεται μέσα σε αυτές και πως να τις χειρίζεται. Πιστεύει ότι όσα γίνονται έχουν επίκεντρο εκείνον και πως ότι έχει στο μυαλό του είναι και αυτό που ισχύει. Πολλές φορές είναι απότομος έως και αγενής με τους άλλους, όμως δε δείχνει πάντα να καταλαβαίνει ότι τους δυσαρεστεί. Η ζήλια που βγάζει προς ένα συγκεκριμένο Σκοτσέζο είναι απόρροια των όσων προανέφερε και αδίκως. Όμως είναι τόσο ισχυρογνώμων που δεν υπάρχει περίπτωση να αντιληφθεί πως η πραγματικότητα είναι διαφορετική.
Ο Ντόναλτ Φάρφρι είναι ένας νέος από τη Σκοτία, περαστικός από το Κάστερμπριτζ, στο δρόμο του για την Αμερική. Ακούγοντας τους πολίτες να διαμαρτύρονται για το σιτάρι και το χάλια ψωμί που κάνει, αλλά και το δήμαρχο να απαντάει πως αν ήξερε πως να το διορθώσει θα το έκανε, του στέλνει ένα σημείωμα με τη λύση που μπορεί να ακολουθήσει. Ο Χέντσαρντ δε θα αφήσει ένα τόσο έξυπνο άνθρωπο να του φύγει και φτάνει στο σημείο να τον ορίσει υπεύθυνο όλων των εμπορικών εργασιών του. Δίνοντάς του μια τόσο υπεύθυνη και ισχυρή θέση, τον κάνει γνωστό σε όλη την πόλη αλλά και στις διπλανές. Κι εκεί είναι που αρχίζουν οι μπελάδες.
Ο Φάρφρι είναι ένας αρκετά αθώος όμως έντιμος και ευθύς άνθρωπος και χαίρεται πολύ για τη δουλειά που έχει. Προσπαθεί πάντα να βοηθήσει και να μην αδικήσει ποτέ κανέναν. Είναι ευγενικός και χαμογελαστός και πάντα έρχεται σε επαφή με όλους, τηρώντας τους κανόνες, γραμμένους και άγραφους. Επίσης, φέρνει τον εκσυγχρονισμό αφού χρησιμοποιεί πλάστιγκες και μέτρα, αλλά και τηρεί το πρόγραμμα των παραγγελιών. Έτσι όλα γίνονται στην ώρα τους και σωστά. Ο Χέντσαρντ είναι χαρούμενος φυσικά που ο νέος του έχει αυξήσει τις δουλειές και το κέρδος και όλοι είναι ευχαριστημένοι. Αυτό που τον ενοχλεί είναι πως πλέον όλοι γέρνουν στον Φάρφρι όταν χρειάζονται κάτι. Ο νέος αυτός είναι ο άνθρωπος στον οποίο όλοι πλέον θα στραφούν και όλοι θα υπολογίσουν ως ειδήμων. Αυτό είναι μεγάλο πλήγμα στον εγωισμό του Χέντσαρντ και είναι η αρχή των πολύ λάθος επιλογών του, η αρχή του τέλους του.
Μέσα από το «δήμαρχο του Κάστερμπριτζ» ο Hardy κάνει ξεκάθαρο ότι οι επιλογές μας είναι αυτές που θα σκιαγραφήσουν το μέλλον μας.
Τα τελευταία χρόνια, τα περισσότερα δυστοπικά βιβλία που διάβαζα μου θύμιζαν το ένα το άλλο έστω και αμυδρά. Έτσι δεν κατείχαν πλέον υψηλή θέση στις προτιμήσεις μου. Βλέποντας πως «Η Πέμπτη Εποχή» μεταφράστηκε στα Ελληνικά, είπα να τους δώσω άλλη μια ευκαιρία και χάρηκα πολύ γι’ αυτό.
Η γη είναι ένας κατεστραμμένος πλανήτης. Την επιφάνειά της ελέγχουν οι σεισμοί και τα ηφαίστεια, που καθορίζουν ουσιαστικά τις περιοχές διαβίωσης των κατοίκων της. Από τα διάφορα ρήγματα και διασπαρμένα στην ηπειρωτική χώρα, βλέπει κανείς απομεινάρια αρχαίων πολιτισμών. Τίποτε δεν έχει μείνει από τον κόσμο όπως τον γνωρίζουμε. Πολλές καταστροφικές εποχές, που κράτησαν δεκαετίες τουλάχιστον, έχουν αλλάξει τη μορφή του εδάφους αλλά και του πληθυσμού. Η γη είναι πλέον εχθρική. Οι άνθρωποι, είναι το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, αλλά όχι και το μόνο είδος.
Οργανώνονται σε κοινά, κοινότητες που φέρουν αρκετά στις πόλεις αλλά έχουν άλλους κανόνες. Το κάθε κοινό φροντίζει να υπάρχουν όλα τα είδη των ανθρώπων που χρειάζεται για να ευημερήσει αλλά και για να καταφέρει να επιβιώσει στις εποχές που πρόκειται να έρθουν. Υπάρχουν η κάστα των Ηγετών, που είναι αυτοί που θα αναλάβουν τη διοίκηση. Έπειτα είναι η κάστα των Ισχυρών που αναλαμβάνει τη φύλαξη του κοινού και τη φρουρά του. Είναι και οι Γεννήτορες που αναλαμβάνουν την αναπαραγωγή μάλλον, αν και δεν είναι απολύτως ξεκάθαρο. Γενικά έχει πολύ world building στην αρχή του βιβλίου και είναι θεμιτό, αφού στα βιβλία του είδους πρέπει να καταλαβαίνεις πως είναι διαμορφωμένος ο κόσμος που διαδραματίζεται η ιστορία, για να καταλάβεις και όλες τις πτυχές της.
Πέρα όμως από τους ανθρώπους και τις κάστες στις οποίες ανήκουν, υπάρχουν και οι Ορογενείς αλλά και οι λιθοφάγοι. Οι ορογενείς, είναι στην ουσία άνθρωποι με εξαιρετικές ικανότητες αντίληψης και χειραγώγησης της γης και της θερμότητας. Μπορούν να καταστείλουν τις κινήσεις του εδάφους και άρα να προλάβουν ένα σεισμό, να μειώσουν την έντασή του ή να τον ανακατευθύνουν. Με τις ικανότητές τους αυτές, αν φυσικά έχουν εκπαιδευτεί σωστά, μπορούν να μετακινήσουν ολόκληρους βράχους ή άλλα κομμάτια του εδάφους. Και αυτή είναι η χρησιμότητά τους στον κόσμο που δημιουργεί η Jemisin, Οι άνθρωποι μισούν τους Ορογενείς και τους φοβούνται, αλλά ταυτόχρονα τους μεταχειρίζονται σαν σκλάβους, ώστε να τους προστατεύουν από τη μανία και το μίσος της γης. Η άλλη οντότητα, οι λιθοφάγοι, είναι ένας πολύ μικρός πληθυσμός και μάλιστα είναι το φόβητρο όλων. Δρουν αυτόνομα και ποτέ σε ομάδες και κανείς ποτέ δεν ξέρει τι θέλουν να κάνουν και ποιος είναι ο σκοπός τους, αφού σπάνια μιλούν σε άλλους είτε είναι του είδους τους είτε όχι.
Για τη διευκόλυνση του αναγνώστη, στο τέλος του βιβλίου υπάρχει ένα υπόμνημα που εξηγεί όλους τους όρους που αναφέρονται στο βιβλίο και μπορεί να φαίνονται στην αρχή περίεργοι ή ακαταλαβίστικοι. Καλό είναι να είναι ανοιχτός ο αναγνώστης στις πρώτες σελίδες, μέχρι να αρχίσει να καταλαβαίνει τι γίνεται, μιας και ο τρόπος που εισάγεται στην ιστορία, είναι σαν τη βουτιά στη θάλασσα. Πρέπει να συνεχίσεις να κολυμπάς για να βγεις στην επιφάνεια. Όταν το κάνεις όμως, ανταμείβεσαι με ένα εξαιρετικό ανάγνωσμα και ένα κόσμο τόσο δυστοπικό και τόσο μοναδικό που θέλεις συνέχεια κι άλλο.
Αυτό που μου άρεσε πολύ είναι πως αυτοί που επέζησαν και αυτοί που έχουν το πάνω χέρι, δεν είναι οι κλασσικοί λευκοί άνθρωποι που βλέπουμε στα περισσότερα βιβλία. Όπως και η συγγραφέας, έτσι και οι ήρωές της έχουν χρώμα και είναι ένα μεγάλο θετικό του βιβλίου, αφού του προσθέτει ένα ακόμα χαρακτηριστικό σαν είδος, αυτό της διαφορετικότητας, που αποδίδεται με μεγάλη επιτυχία. Προσωπικά δε βρήκα διαφορά ούτε κάποιο χαρακτηριστικό που θα ξεχώριζε όσους έχουν σκουρόχρωμο δέρμα από τους λίγους άλλους. Δεν είχε κάτι που να χαρακτηρίζει τον κάθε ήρωα, πέρα από την εξωτερική περιγραφή του φυσικά. Η συγγραφέας καταφέρνει να το αποδώσει τόσο φυσικά που δεν το σκέφτεσαι καν. Μάλιστα η δουλειά που έχει κάνει η συγγραφέας είναι τόσο καλή που το συγκεκριμένο βιβλίο κέρδισε το βραβείο Hugo το 2016 για το καλύτερο βιβλίο και το ίδιο έκαναν και το δεύτερο και τρίτο βιβλίο της σειράς τις επόμενες δύο χρονιές!
Τα χρόνια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου αλλά και αυτά της μεταπολίτευσης αναβιώνουν μέσα από τα μάτια της Βιτκόρια Χίσλοπ, της Βρετανίδας συγγραφέα με την Ελληνική καρδιά.
Η ηρωίδα του βιβλίου είναι η Θέμις, που τη γνωρίζουμε σαν μια ηλικιωμένη γυναίκα που γιορτάζει τα γενέθλιά της, περιστοιχισμένη από την οικογένειά της, τα παιδιά και τα εγγόνια της που την αγαπούν πολύ, γύρω από ένα βαρύ μαοένιο τραπέζι. Στο τέλος της γιορτής, απομένει μόνη με τον άντρα της και δύο από τα εγγόνια της, αυτά που νιώθει πιο κοντά της. Αποφασίζει να τους διηγηθεί την ιστορία της κι εκείνα, μένουν άναυδα μαθαίνοντας τόσα κρυμμένα μυστικά για το παρελθόν της αγαπημένης τους γιαγιάς, ενός πράου και φιλήσυχου ανθρώπου.
Η Θέμις, έχοντας γεννηθεί τέταρτη και τελευταία σε μια οικογένεια με άλλα δύο αγόρια και ένα κορίτσι, έχει μάθει από μικρή να μένει αόρατη και πολλές φορές να μαθαίνει και να ακούει πράγματα που δεν προορίζονται για τα αυτιά της. Με πατέρα ναυτικό και μια μάνα που προσπαθεί να τα προλάβει όλα σε ένα ετοιμόρροπο παλιό αρχοντικό, δεν έχει δεχθεί όση αγάπη και τρυφερότητα θα ήθελε, αλλά δεν είναι και ότι της λείπει τελείως. Όταν σε ένα σεισμό το αρχοντικό, η προίκα της μητέρας της καταρρέει, καταφεύγουν όλοι μαζί στο σπίτι της γιαγιάς τους, θέλοντας και μη. Εκεί η μητέρα τους χάνει κάθε ενδιαφέρον για ζωή, τώρα που δεν έχει τόσα πολλά να απασχοληθεί και η γιαγιά γίνεται για όλους μια δεύτερη μάνα, το αποκούμπι και η αγκαλιά που αποζητούν.
Μεγαλώνοντας τα αδέρφια χωρίζονται από τα διαφορετικά πιστεύω και τις πεποιθήσεις που έχουν. Με τη γιαγιά το μόνο ενήλικο πλέον στο σπίτι να κρατάει τις ισορροπίες, τα πράγματα αρκετές φορές ξεφεύγουν. Ο μεγάλος αδερφός της Θέμιδας αλλά και η αδερφή της υποστηρίζουν τον δικτάτορα Μεταξά και συμμετέχουν με χαρά στη νεολαία της ΕΟΝ. Η ίδια και ο άλλος της αδερφός δεν έχουν την ίδια άποψη. Σε ένα όμως συμφωνούν και τα τέσσερα αδέρφια. Στο «όχι» του Μεταξά στους Ιταλούς. Από εκεί και πέρα όμως στο σπίτι δημιουργούνται αντίπαλα στρατόπεδα που θα μείνουν ενεργά για μια ζωή. Τα πνεύματα θα οξυνθούν περισσότερο κατά τη διάρκεια της κατοχής και θα φτάσουν σε απίστευτα μεγέθη μέχρι τον εμφύλιο που συντάραξε ολόκληρη τη χώρα.
Η Θέμις, όπως και ο αδερφός της ο Πάνος είναι με το μέρος της Αριστεράς. Για την ακρίβεια, η Θέμις πιστεύει στην ελευθερία και στα ίσα δικαιώματα για όλους τους ανθρώπους. Είναι κατά κάθε μορφής καταπίεσης και αυτός είναι και ένας λόγος που ταυτίστηκα μαζί της. Δεν μπορώ να πω πως συμφωνήσαμε σε όλα, όμως στα περισσότερα σημεία είχαμε κοινή άποψη. Οι ιδέες αυτές των δύο παιδιών θα τους φέρουν στο προσκήνιο της δράσης. Και οι δυο θα πάρουν μέρος στην αντίσταση με μεγαλύτερο ή μικρότερο ρόλο, θα κάνουν όμως ότι μπορούν να διώξουν τον κατακτητή. Στο οικογενειακό τραπέζι όμως οι διαφωνίες με τον μεγάλο τους αδερφό το Θανάση που είναι αστυνομικός, αλλά και με τη Μαργαρίτα που ενθουσιάζεται με τις στολές των Γερμανών στρατιωτών και τη γαλαντομία τους ανάβουν φωτιές που προσπαθεί με χίλιους τρόπους να σβήσει η γιαγιά τους. Αλλά και όταν οι κατακτητές φύγουν, τα δύο αδέρφια, το ένα μετά το άλλο, θα καταφύγουν στο Δημοκρατικό Στρατό για να πολεμήσουν αυτούς που συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς αλλά και αυτούς που συνεχίζουν ακόμα να καταπατούν τις ανθρώπινες ελευθερίες. Όσο κι αν είναι ενάντιοι σε κάποιες από τις τακτικές του ΔΣΕ, που στην ουσία τους κάνουν ίδιους και απαράλαχτους με αυτούς που πολεμούν, θα τηρήσουν τον όρκο τους. Η Θέμις θα συλληφθεί και θα βρεθεί εξορισμένη στη Μακρόνησο και στο Τρίκερι. Θα δεθεί με μια συγκρατούμενή της με τρόπο που δεν περίμενε ποτέ να το κάνει και θα βρεθεί στη δύσκολη θέση να προδώσει τα πιστεύω της ή να καταδικάσει σε θάνατο μια αθώα ζωή.
Όλη ιστορία της χώρας από το 1930 μέχρι τη μεταπολίτευση κυλάει μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, δίνοντας και τις δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος, μέσα από τις φωνές των ηρώων του. Η δυσκολία του να κρατηθεί κανείς πιστός στις ιδέες του, η δυσκολία του να εκφραστεί κανείς ελεύθερα, μη γνωρίζοντας το ποιόν του διπλανού ή του συνομιλητή του, η στέρηση κάθε ελευθερίας και αυτονομίας είναι έννοιες άγνωστες σε όποιον δεν τις έχει ζήσει. Όσο και να προσπαθεί κάποιος να καταλάβει τι μπορεί να σημαίνουν όλα αυτά δεν θα φτάσει ποτέ τόσο κοντά, όσο κάποιος που τα έχει ζήσει. Γι’ αυτό είναι και τόσο εύκολο για τη νέα γενιά να απορρίπτει ή να μην αντιλαμβάνεται πολλές φορές το μέγεθος τέτοιων καταστάσεων.
Η Χίσλοπ δημιουργεί ένα χαρακτήρα που καταφέρνει να αποδώσει τα μέγιστα σε όλες αυτές τις έννοιες αλλά και στον προβληματισμό για την ορθότητα των πράξεών της. Η Θέμις είναι μια δυναμική γυναίκα όσο έχει να σκεφτεί τον εαυτό της και μόνο, γίνεται όμως πιο συνετή όταν οι αποφάσεις της πρόκειται να επηρεάσουν και άλλους ανθρώπους, ιδιαίτερα όσους αγαπάει. Πέρα όμως από τους χαρακτήρες της που ενσαρκώνουν το διχασμό μιας χώρας ολόκληρης, έχει κάνει και απίστευτη έρευνα τόσο στην ιστορία της χώρας όσο και σε αρχεία, στους τόπους εξορίας και στον πολιτισμό μιας χώρας που δεν είναι η δική της.
0
Το μαγικό περιδέραιο
Η Λεονί, μια υπέργηρη κυρία που κατοικεί σε ένα κόκκινο σπίτι θυμάται τις περιπέτειες της παιδικής της ηλικίας και τις εξιστορεί σε όποιον θέλει να τις διαβάσει. Είναι οι περιπέτειες που έζησε με τον αδερφό της τον Τεό και έναν σοφό της ιστορίας, τον Λεονάρντο Ντα Βίντσι.
Τα δυο αδέρφια παίζουν καθημερινά στη σοφίτα του σπιτιού τους, παρέα με τη γάτα τους τον Στράτους. Ο Τεό φαντάζεται πως πετάει με το αεροπλάνο του μπαμπά του που είναι πιλότος, όμως ο ίδιος φοβάται τα ύψη. Τα δυο αδέρφια ονειρεύονται πως ζουν σε μέρη φανταστικά με βασιλιάδες και δράκους. Όταν ο Στράτους μια μέρα ρίχνει κατά λάθος μια υδρόγειο σφαίρα, βγαίνουν από μέσα της διάφορα αντικείμενα. ένα από αυτά είναι ένα μενταγιόν που φέγγει και τραβάει την προσοχή του Τεό αλλά και ένα περιδέραιο που τραβάει την προσοχή της Λεονί. Όταν ο Τεό κουμπώνει το περιδέραιο στο λαιμό της αδερφής του κάτι μαγικό συμβαίνει. Χρυσόσκονη τους περικυκλώνει και τα αδέρφια μεταφέρονται πολλά χρόνια πίσω στο 1519 στο κάστρο του βασιλιά Φραγκίσκου Α’. Ακολουθώντας τον θα γνωρίσουν τον σοφό Λεονάρντο ντα Βίντσι και τις απίστευτες εφευρέσεις του. Θα τον βοηθήσουν να ολοκληρώσει το μεταλλικό δράκο που ετοιμάζει για τη γιορτή του βασιλιά και θα βρεθούν στο μέσο μιας σκευωρίας, αψηφώντας τον ίδιο το βασιλιά της Γαλλίας. Προσπαθώντας να ξεφύγουν από την οργή του αλλά και τους φρουρούς του θα χρησιμοποιήσουν το μαγικό περιδέραιο προσπαθώντας να γυρίσουν πίσω στο σπίτι.. Όμως δεν θα φτάσουν ακριβώς εκεί, αλλά πολύ πιο μακριά.
Πρόκειται για ένα βιβλίο με πολύ φαντασία και υπέροχα σχέδια που σκοπό έχει ακριβώς αυτό. Να εξάψει τη φαντασία των παιδιών και να τραβήξει την προσοχή τους σε μια περιπέτεια στα βάθη του χρόνου. Μέσα από το ταξίδι των δύο παιδιών, μαθαίνουμε λίγα λόγια για την εποχή της Αναγέννησης στη Γαλλία, το βασιλιά Φραγκίσκο Α’ αλλά και έναν από τους μεγάλους σοφούς της ιστορίας, τον Λεονάρντο ντα Βίντσι. Καθώς απευθύνεται σε παιδιά ηλικίας έξι ετών δεν δίνει τόσο πολύ βάση στα ιστορικά στοιχεία, αλλά σε στοιχεία που θα τραβήξουν την προσοχή τους. Στο τέλος του βιβλίου ωστόσο υπάρχουν αρκετά στοιχεία και για την εποχή της Αναγέννησης αλλά και για τον Λεονάρντο ντα Βίντσι. Στοιχεία που μπορεί να διαβάσει ο γονιός ή ο δάσκαλος μαζί με το παιδί και να του εξηγήσει ακόμα περισσότερα πράγματα και μαζί να ταξιδέψουν στο παρελθόν.
Οι περιπέτειες των Τεό και Λεονί επεκτείνονται και σε επόμενα βιβλία και άλλες εποχές της ιστορίας της γης, κάνοντας έτσι το ταξίδι στο παρελθόν διασκεδαστικό. Τα παιδιά μαθαίνουν ιστορικά στοιχεία μέσα από μια περιπετειώδη ιστορία που τους εξάπτει το ενδιαφέρον, βλέποντας όλο αυτό σαν παιχνίδι και όχι σαν μάθημα.
Υπάρχει ακόμα μια εφαρμογή για έξυπνα κινητά που μπορεί να χρησιμοποιηθεί μαζί με το βιβλίο κατά την ανάγνωση και που σε κάθε σελίδα δίνει κάποιες περισσότερες πληροφορίες για την ιστορία. Μπορεί όμως να διαβαστεί το ίδιο ευχάριστα με ή χωρίς την εφαρμογή.
Το συγκεκριμένο βιβλίο, δεν είναι μια συλλογή ιστοριών και περιπετειών του Γητευτή, αλλά βασίζεται στα γεγονότα και την κοσμοπλασία των προηγούμενων βιβλίων, για να μας δώσει μια ολοκληρωμένη ιστορία που έπεται να συνεχιστεί. Το μυθιστορηματικό πλέον πλαίσιο, δεν αποκλίνει πολύ από τη γραφή των προηγούμενων δύο βιβλίων, είναι όμως πιο μεστό και ολοκληρωμένο.
Μετά «Το σπαθί του πεπρωμένου» ο Γκέραλτ από τη Ρίβια, δεν είναι πλέον ένας μοναχικός Γητευτής που τρέχει όπου τον καλούν για να σκοτώσει τέρατα. Είναι πλέον ο προστάτης της Κύρι, της εγγονής της βασίλισσας Καλάνθης της Τσίντρα, ενός δωδεκάχρονου κοριτσιού που έζησε τη φωτιά στην καταστροφή της Τσίντρα και κατάφερε να γλυτώσει. Τώρα, το παιδί του πεπρωμένου προστατεύεται και εκπαιδεύεται από τους γητευτές στο Κάερ Μόρχεν όμως αυτό δεν αρκεί. Η Κύρι έχει ικανότητες που οι γητευτές δεν μπορούν να εκπαιδεύσουν. Αντίθετα, απαιτείται η συμβολή μιας μάγισσας, ή και δύο. Η Γενέφερ αναλαμβάνει το δύσκολο αυτό κομμάτι.
Όμως οι εφιάλτες που βλέπει η Κύρι, έχουν να κάνουν με το κακό που αντιμετώπισε προσπαθώντας να ξεφύγει από τον πόλεμο. Και δεν είναι μόνο αυτό. Οι Νιλφγκααρντιανοί συνεχίζουν να τους απειλούν. Ο ποταμός Γιαρούγκα είναι το μοναδικό διαχωριστικό που ελπίζουν ότι θα τους αποτρέψει από μια δεύτερη επίθεση. Τα ξωτικά έχουν επαναστατήσει και επιτίθενται σε ανθρώπους, ακόμα και σε μη ανθρώπους. Και ο ποιητής Γιάσκερ γυρίζει τις πόλεις και τραγουδάει ότι τόσο ο Γκέραλτ της Ρίβια όσο και το Λιονταράκι της Τσίντρα είναι νεκροί.
Είναι υπέροχο να ξαναβρίσκεις χαρακτήρες από τα προηγούμενα βιβλία και να τους βλέπεις να εξελίσσονται σε κάτι που πλέον έχει μια πιο συγκροτημένη μορφή. Το πρώτο μυθιστόρημα της σειράς, μιας και τα προηγούμενα δύο ήταν πιο πολύ συλλογές διηγημάτων και ιστοριών, δίνει το έναυσμα για την επική συνέχεια που προβλέπεται στα επόμενα βιβλία. Ο Sapkowski χειρίζεται το λόγο με τον ίδιο, μοναδικό τρόπο που το έκανε και στα προηγούμενα βιβλία. Από εκεί που ξεκινάει μια συζήτηση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερους εμπλεκόμενους, ο αναγνώστης παίρνει τα στοιχεία και τις πληροφορίες που χρειάζεται για να μεταφερθεί κι ο ίδιος στο μαγευτικό αυτό κόσμο και να νιώσει μέρος του. Δεν κουράζει καθόλου, αφού δεν έχει σελίδες επί σελίδων γεμάτες με όσες πληροφορίες χρειάζεται να δώσει για να εξηγήσει τη γεωγραφία ή την πολιτική σκηνή. Όλα αυτά γίνονται ευχάριστα μέσα από το διάλογο και σε μικρές δόσεις που απορροφούνται πιο εύκολα.
Οι σκηνές δράσεις είναι καταιγιστικές, χωρίς ωστόσο να περιορίζονται στο γητευτή και μόνο. Αναπτύσσεται η Κύρι αλλά και άλλοι χαρακτήρες και αυτό είναι ευχάριστο! Ο Γητευτής δεν είναι μόνος του μια σειρά βιβλίων. Δε θα είχε και νόημα άλλωστε! Φαίνεται πως πρόκειται να γίνει ακόμα πιο επικό στη συνέχεια! Ανυπομονώ για το επόμενο και ελπίζω να μην κάνει ένα χρόνο να βγει!!
Την άνοιξη διάβασα το πρώτο βιβλίο της Jane Harper με τίτλο «Η ξηρασία» και ενθουσιάστηκα! Τώρα διάβασα το δεύτερο βιβλίο της, με ήρωα και πάλι τον Άρον Φλακ και μπορώ να πω πως μου άρεσε εξίσου! Είναι ένα δυνατό μυθιστόρημα, που εκτυλίσσεται σε ένα περιβάλλον αρκετά αφιλόξενο για ανθρώπους της πόλης.
Πέντε γυναίκες και πέντε άντρες πηγαίνουν για πεζοπορία, για να ενισχύσουν την ομαδικότητα και τη συναδελφικότητα μεταξύ τους. Χωρίζονται σε δυο ομάδες, άντρες και γυναίκες, και ξεκινούν την περιπλάνηση στη φύση ακολουθώντας διαφορετικά μονοπάτια. Η ομάδα των αντρών θα επιστρέψει στο προκαθορισμένο σημείο λίγες ώρες νωρίτερα από το αναμενόμενο. Η ομάδα των γυναικών θα καθυστερήσει πολύ και θα επιστρέψουν μόνο τέσσερις από τις πέντε της παρέας. Αμέσως θα κινητοποιηθούν οι κατάλληλες υπηρεσίες και διασώστες θα αρχίσουν να χτενίζουν την περιοχή για να βρουν την αγνοούμενη γυναίκα. Το έργο τους είναι δύσκολο, καθώς η περιοχή είναι τεράστια και η βλάστηση αρκετά πυκνή, πράγμα που σημαίνει πως πρέπει να κινούνται με πολύ αργούς ρυθμούς και με το ενδεχόμενο να μη δουν κάτι ακόμα και έτσι.
Στην περιοχή καταφθάνει και ο ομοσπονδιακός πράκτορας Άρον Φαλκ μαζί με τη συνεργάτιδά του, Κάρμεν. Οι δυο τους γνωρίζουν την αγνοούμενη. Τους βοηθάει να ξεσκεπάσουν κάποιες καλά κρυμμένες εγκληματικές ενέργειες και αναρωτιούνται αν η συμμετοχή της έγινε γνωστή και το γεγονός ότι αγνοείται είναι αποτέλεσμα δικών τους ενεργειών. Συμμετέχουν λοιπόν όσο πιο ενεργά μπορούν χωρίς να εμποδίζουν τους διασώστες να κάνουν τη δουλειά τους. Το γεγονός ότι πριν τριάντα χρόνια δρούσε στην περιοχή ένας δολοφόνος γυναικών και πως ο γιος του αγνοείται εδώ και κάποια χρόνια, δε βοηθάει και πολύ την όλη κατάσταση.
Η Harper αυτή τη φορά, μετά την απίστευτη ξηρασία του προηγούμενου βιβλίου, μας μεταφέρει σε ένα τοπίο γεμάτο βλάστηση, καταρράκτες, δέντρα και πολύ πολύ βροχή. Καθώς αλλάζει τελείως το σκηνικό σε αυτό το βιβλίο, μπορεί κανείς να δει πόσο καλά προσαρμόζεται η συγγραφέας και με πόση άνεση μεταφέρει τον αναγνώστη στο καινούριο περιβάλλον. Η αίσθηση του να βρίσκεσαι μέσα σε ένα δάσος γεμάτο ψηλά δέντρα, πάνω σε ένα μονοπάτι που πότε φαίνεται και πότε χάνεται, με την αίσθηση του προσανατολισμού να έχει χαθεί εντελώς, είναι τόσο δυνατή στον αναγνώστη που πραγματικά καταλαβαίνει την ψυχοσύνθεση των γυναικών κατά τη διάρκεια της περιπλάνησής τους. Και σαν να μην έφτανε όλο αυτό, όσο προχωρά η διήγηση έρχονται στο φως διάφορες πτυχές της σχέσης που έχουν οι ηρωίδες μεταξύ τους που σε κάνει να αναρωτιέσαι τι πραγματικά συμβαίνει.
Οι ηρωίδες είναι τελείως ξεχωριστοί άνθρωποι και χαρακτήρες. Η καθεμιά τους δημιουργείται με προσοχή και σαν ξεχωριστή οντότητα, λαμβάνοντας υπόψη αρκετούς παράγοντες, όπως ποια είναι η θέση τους στην εταιρεία αλλά και πως βρέθηκαν εκεί, ποιες είναι οι βλέψεις τους για το μέλλον, τι γνώμη έχουν για τους συναδέλφους τους αλλά και τα προσωπικά τους προβλήματα και το περιβάλλον της καθεμιάς. Ο αναγνώστης δεν μπερδεύει ποτέ τη μία φωνή με κάποια άλλη, καθώς εύκολα αναγνωρίζει ποια είναι ποια ανάμεσα στις πέντε γυναίκες. Έτσι, παρόλο που οι χαρακτήρες είναι αρκετοί και μαζεμένοι σε ένα μέρος, δεν είναι επίπεδοι.
Η ιστορία περιγράφετε σε δύο χρόνους. Ξεκινάει με το παρόν, όταν η ομάδα των αντρών επιστρέφει στο σημείο συνάντησης και με τον Φαλκ να περιγράφει στην Κάρμεν πως ο άνθρωπος που ελπίζουν να τους φέρει τα στοιχεία που χρειάζονται, αγνοείται. Έπειτα, εναλλάσσεται ανάμεσα σε παρόν και παρελθόν, με πρώτο σημείο του παρελθόντος την άφιξη του βαν εκδρομών στο βουνό και την εκκίνηση της πεζοπορίας. Σε κάθε κεφάλαιο αλλάζει ο χρόνος και όπως προχωρούν οι έρευνες για τον εντοπισμό της γυναίκας, μαθαίνουμε είτε στοιχεία από την πεζοπορία, είτε στοιχεία που βοηθούν να σχηματίσουμε μια εικόνα. Επιπλέον, γνωρίζουμε λίγο περισσότερο τον Φαλκ και τη σχέση του με τον πατέρα του, αλλά και τα συναισθήματα που κρύβει ή δε γνώριζε ότι έτρεφε για εκείνον.
Με λίγα λόγια, αξίζει να δει κανείς την εξέλιξη τόσο της συγγραφέα όσο και του ήρωά της στο δεύτερο βιβλίο.
So, I finally finished book number two in the Outlander series, listening to it while ironing and working out. Yes, that’s when I listen to my audiobooks! You can do it under other circumstances, that’s up to you! Anyway, the case is that the story has progressed a lot since the first book.
This one starts twenty years after Claire’s return to present time and Frank. The child she gave birth to is a grown up woman with her father’s copper hair. The two of them return to Inverness in the Scottish Highlands to find out more of the past. More of Frank’s ancestors. Though Claire, has a whole different purpose for this trip. She is planning to reveal the whole truth about her past and Brianna’s father. She needs to make her daughter understand that Claire actually traveled back in time, met Jaimie, fell in love with him and at the most difficult of times, she traveled back to the future in order to give birth to her love’s child.
Convincing her daughter that her whole life is based on a lie is not an easy task. Claire goes to Roger MacKenzie to ask for his help researching the past, because of this experience as a historian and his family connection to Frank and his work. Claire has another good reason for that, but she waits for the last chapters in order to reveal it. The timing also of this adventure is important. It is the year that Geillis Duncan goes through the circling stones and into the past.
As the present story progresses, and Claire starts to remember again her past with Jamie, the reader is transposed to the 1744 France and the life of the couple there, in the Luis XV court, while in parallel getting in touch with Charles Edward Stuart, the eldest son of James Stuart. Bonny Prince Charles was the person Claire and Jamie were trying to learn more of, as their plan for going to France in the first place was to prevent his claiming of the throne of Scotland and eventually the battle of Culloden and what followed it. The Jacobite cause though was in full thrust and several side activities were running in order to provide the Bonny Prince with the needed support in money and army, to claim back Scotland.
That was also a strange part of the story, as if Claire and Jamie were successful in preventing the battle of Culloden from happening and hence saving thousands of Scottish lives, then this disturbance in the timeline so far in the past, could actually affect not only Claire’s existence, but the world that she met in her time. And this is the tricky part with time traveling. If one single thing changes, then it might be that an avalanche breaks out in the course of time.
Coming to Claire’s and Jamie’s relationship, I think it goes through a rough patch. They have their ups and downs, but while they are in France they experience the most difficult part of their relationship. They come to a point where they either betray or the think they are betrayed by each other. And just when their are about to go in different paths, they find their love again hidden in the depths of their hearts and they become one.
0
A really good start!
I have been reading, hearing ans seeing a lot about Victoria Schwab’s books, but I never had the chance to read one. I even have bookish merchandise from Shades of Magic; a pouch, a mug and an art print! Now the time has come for me to read them and I started with A Darker Shade of Magic. Poor me! Now I need to read the next ones in the trilogy!!!
Kell is one of the last Antari in the Universe. He is leaving in Red London, serving the MAresh Empire as an ambassador, traveling to White London, the one with the frequent changes of the regime and Grey London and the court of King George III. Red London is the most vivid of all. It embraces magic and most of its people have the gift to use it. It is Kell’s home, even though he stands out as he is part of the court and an Antari, the one that uses blood magic. White London wants to control all magic there is and uses it as a slave, as a servant in all the dark and ugly ways. Its people are pale, they are fading out and the most powerful magician is the one to take the throne. Gray London is the old plain London where magic is forgotten or feared. It is poor and the only part of magic they see is for the King’s eyes, when Kell brings him letters from Red London.
However, in White and Gray London there are few people that want to have artifacts from the other Londons, Kell is the only one that can smuggle this artifacts from one London to the other, when he travels as ambassador. Actually he is not the only one, as there is one more Antari in White London, Holland. But he is the only willing one to do it. When one of those deals doesn’t go as planned and he ends up with a dangerous artifact, he travels to Gray London only to be robbed out of the artifact itself. The thief is no other than a young woman, one that eventually saves him from a deadly enemy. The two of them will be chased by dark forces and will have to do their best to bring stability among the three Londons.
This new magic that Schwab portrays in the series is so much interesting and so much different than what I’ve read before. The whole idea of the parallel Londons that are interconnected by doors visible and open only to Antari is so fresh for me. The parallel universe idea is not new, but I like how she has built this world. For example the Londons are in a specific order so if you want to travel from one to the other, you would have to follow that order. On one end there is Gray London, then there comes Red London, which is followed by White London and on the other end, there is Black London which is forbidden land. Reason is that in Black London, magic overpowered people so eventually, the other Londons had to seal the gates to Black London and isolate it. No-one knows what is the situation in Black London and no-one really wants to know.
Lila is a bad-ass heroin. A girl that can survive in the streets of London, her London that was the only one she knew existed till she met Kell. She dreams of becoming a pirate and she looks after herself and doesn’t care about anyone else. Until she meets Kell and she saves his life and has no idea why she did it. She is not the one to take orders and she is used to taking risks. This is why she is so keen on getting in this adventure, which is also a mean for her to leave a place she always wanted to leave behind.
Kell was raised by the royal family and he loves Rhy, the prince, as a brother. But he doesn’t feel he truly belongs there. He feels he belongs to the royal family. Being among too many of Red Londoners is not his strong point. Rhy is far better with people. But when it comes to him using his power, he is a different person. He has no idea why he went back for that cutthroat and thief, but eventually he is glad he did it.
I enjoyed the first book very much, even though Kell and Lila are only my friends as they are between them, more or less. I really want to continue with the rest of the trilogy, as the story seams to unfold on the next books and becomes far more interesting!
Power Play is a political thriller that leaves you longing for more on every single page, of every single chapter. I didn’t know what I was getting into when I picked up this book, but now I’m so captivated of Kent’s writing, that I want to read everything he’s ever written! This action packed 496 pages contemporary thriller is full of conspiracy, not just theories, and a lot of different terrifying aspects that reminds the reader of everyday reality.
When a plain explodes over the Atlantic, carrying more than 500 innocent people and the controversial US presidential candidate Dale Viktor, the whole world believes this is an act or terror. The plane initiated its journey from Heathrow airport in London, heading back to the states. Therefore, all investigation is focused on those two countries to find out what happened and who is responsible for the death of all those people. In the course of events a Muslim man confess to planting a bomb on the plane, while on both sides of the Atlantic all evidence show otherwise.
Barrister Michael Devlin in London and intelligence agent Joe Dempsey in New York follow a different course of events and a totally different trail of evidence, all of which point up to the White House and the US government. This is a dangerous game they are both playing and now they both have someone on their tail, trying to stop them from finding out the truth and what lies behind the crime vale that has been drawn over the incident. Finding out who is pulling the strings is a tough race that could cost them their lives.
The story is captivating! It was the high profile story one would expect when the US government is involved as well as a good old mystery/thriller in the lovable London! It displays in a great way all those hidden part we all suspect about power and corruption, but no one can really prove. The hidden truths and the what ifs that will be crawling around your mind, making you think that this all could be true. This whole fiction, could be not just fiction but reality. And it doesn’t involve high tech technology that doesn’t yet exist, but it involves something that exists throughout our own existence. The hunger for power, for absolute power. The corruption and the greed that leads many people forward, through dark paths, that seem so distant and unlikely to happen, until, well, until shit hits the fan and all is out there for everyone to see or anyone to find out.
I really liked Tony Kent’s writing style. He is keeping his British identity true and he is bringing it forward and on the right parts of the book. His British characters are true to themselves and you can easily spot and recognize them. They have all the characteristics that will make them stand out in a crowd full of Americans. I have enjoyed so mane good books of this genre from US authors, but I have to say that I have a sweet tooth for UK authors when it comes this!
Read it and you will thank me!
I was missing the different Londons world that V.E. Schwab has created in “A Darker Shade Of Magic” so I chose to read the second installment in the series. Another reason was that I missed also Kell and Lila, the two main characters in the trilogy. So I took the book of the shelf and dove right into it.
It’s been four months since the events of the first book, when Kell met Lila and the two of them tried to keep the darkness away from Red London and the world they know. It’s been four months since they brought down the Dane twins in White London and since the dying Holland and the obsidian stone were cast away in Black London. Four months have passed and Kell is still waking up in the middle of the night by his nightmares. Four months now that he holds Rhys life into his hands, a reality that haunts every little step he takes each and every day.
Lila has managed to make her dream come true and was able to travel the seas of this world with a big ship. One that is not hers, she is not a captain, yet, but she is living it. She is aboard a pirate ship with a very respectable and powerful captain, one that wants to return to Red London and participate in the Elemental Games. Because this captain is a magician himself, just like most of the Red Londoners and he is going to participate in the international tournament of Elemental Magic aiming to win it this year!
None of them has any idea what is happening in the other Londons. Even Kell is not allowed to travel there any more. No messages are exchanged after the Black Night disaster. The King is being careful, but little does he know of the rising London and the force that comes with it.
My two beloved characters are now apart from one another. I really liked how Lila was developed in this book. We can see her full potential and in the same time her frivolity out in the open. She lives for today and a bit for her future dreams. She is reckless and fearless as if she has no notion of fear, but all she wants to do is live her life to the fullest and push herself until she sees her full potential. She has learned the hard life and loneliness of the Grey London streets so she is for her own self. She is afraid of commitment, afraid of bonding as it seems a weakness to her and not a strength. She prefers to rely on her own powers, instead of having to ask for help and when she does, she feels strange and doesn’t know how to handle it.
Kell is feeling so guilty and so responsible for everything that has happened, but he also knows that he is not the only one to blame. However he is the one that is on the receiving side of the punishment in the palace and also, many people in Red London hold him responsible for their beloved that were lost during the Black Night. The see him more like a monster than a God, as they used to see him in the past. This all situation has taken a toll on him and he has no idea how much more he can take. He was raised as a royal child, but he does not feel this way. It is now visible more than ever before.
I really enjoyed Lila at the sea. The relationships she has formed with the rest of the crew are towards one direction: do not get too attached, as you might need to flee. She is only close to captain Alucard Emery, who is also teaching her how to find her strength and her magic. My heart stayed with Kell throughout the whole book. His straggle was real. He is the orphan child that was raised by the royal family only because he is a rare Antari, a powerful possession and a great guard for the prince. His feelings are very clear and it is so easy to connect with him, as he leaves everything out in the open.
Holland’s story was not exactly what I had in mind when trying to consider what it would mean to throw him into Black London with the obsidian stone. But I did see some of it coming, even from the first book. The extend it went though was not what I imagined and therefore I was really happy to see it evolve.
The Elemental Games is a lovely addition to the story. It helps the reader understand how Elemental Magic works in Schwab’s world and how well it can be used in different circumstances. It also shows the potential of the characters and how far they could possibly reach. Lila’s impromptu decision to participate in the Games is a sign of how true she is to herself, as only a character like hers would take such a serious decision so lightheartedly.
What a blow minding book was that! I read it really quickly and I just managed to stop myself from going to the next book. I have a beta to read and a few more books as part of a readathon I’m doing this month. I will try to get to “Crooked Kingdom” though as soon as possible!
In the inspiring world of Grishaverse there is more than Ravka, Fjerda, Shu Han and Novyi Zem. There is Kerch and the city of Ketterdam. Ketterdam is a bustling hub of international trading, so close to Ravka and Shu Han, as well as the rest of the world. Thank’s to its harbors, it welcomes travelers from all over the world, many of them seeking the entertainment available in the Barrel, the pleasure district of Ketterdam. The Barrel is home to the criminal underworld and the rival gangs of the City. The Barrel is home to Kaz Brekker, Inej Ghafa, Nina Zenik and Jesper Fahey. This dangerous lot is out for a heist!
Kaz Brekker is clever thief, one known for not being afraid to get his hands dirty, therefore he is also known as Dirtyhands. He is a born leader and one that plans everything into the smallest detail and anticipates and plans for anything that may come up or go wrong. With his abilities he turned the Dregs into a gang to be watched out. Kaz always does things for a reason, as Inej also mentions in the book, so he has a really good reason for wanting to make this crazy and almost impossible heist and this is why he wants the best crew to help him with.
Inej the Wraith will be with him of course. He is used to having her on his side, either visible, or lurking in the shadows, she is always there to watch his back and feed him with secrets. Inej is a skillful spy that goes unseen and unheard and therefore she is so successful on what she does. They will need more than that to succeed this job. They will need a powerful Grisha, a Heartrender that can be a bit of a Tailor and a motivated woman. A sharpshooter and a friend is always welcome to such a crew. So Jesper might be a gambler but he is found suit for the job and he can be of great use in the course of it. Unfortunately they are not enough. They are going to Fjerda so they will need someone they can trust, even by using a leverage, and who knows very well their destination. This is where Matthias comes in the view. The former druskelle might be currently imprisoned in Hellgate, but he won’t stay there for long. He will have a few more obstacles to go over in the process though. Going on a dangerous territory, the crew will need a demolition expert. There are a couple of really good demo experts in the Dregs, but Wylan is the one chosen to join the crew. Kaz has selected him for his own reasons, and being a son to one of Ketterdam’s wealthiest families is just one of them.
The story is just great. I mean it does sound like something simple, something anyone could write about. It’s a heist and they are a a crew of six to work it out. This is the main plot on a huge number of films and a few books as well. How different could it be? Well Leigh Bardugo has outdone herself and my other authors and screen writers. This is more than just a heist story.
First of all the premise is so different and at the same time so familiar. If you have read The Grisha trilogy then you are somewhat familiar with the premise. There is no Darkling and no Nikolai in here. This story evolves few years after the trilogy events, so you won’t see much of The Grisha characters mixing in the story. Also, this is not all around The Grisha and their powers. We see them here, that’s for sure, but not as all mighty, all powerful players. In Ketterdam for example they work for wealthy people or for other facilities. But they are part of the story, a big one that is.
Secondly, the characters are amazing! They are so well developed and unique, there was no way one could mix them up. There is background story to each and every one of the, backing up their current actions and their personality. There is so much behind the mastermind of the heist, the cunning Kaz, which is revealed on little doses at different parts of the book, explaining all his actions, feelings and behavior. Same goes also for Inej, Nina and Matthias. We learn quite a bit for Jesper too, but there aren’t many skeletons in his closet. The same goes for Wylan, for which we learn a great deal at the last 50 pages.
These last 50 pages feel like a punch. Bardugo creates a cliffhanger at the end of this page turner that makes you want to scream! Most of the readers cannot help themselves from reading Crooked Kingdom the next moment! I had to behave myself, otherwise, I would be writing two reviews today! The whole book was full of interesting plots, action and adventure that kept me going and making me think of what might be coming next. I had no idea how this would end, but when it came to that, I was furious!
I you have already read the book or even the duology, then you know exactly what I am talking about. Those of you that haven’t read the books yet, what are you waiting for???
0
Cormoran Strike!
One very famous super model falls to her death from the balcony of her own luxurious apartment in Mayfair in the early hours of a January night. The press has only left their stands outside her place only minutes ago so they don’t have any photos of her suicidal jump. Because what else could it be? Lula Landry was a troubled young woman with loads of money and problems with her family. The police has concluded and prooved that this was nothing more than a suicide. Only her brother, John, doesn’t believe it was. Therefore he makes everything he can to find the truth.
Believing his sister’s death was a murder, he reaches out to private detective Cormoran Strike. Strike is a war veteran of the military police, he was part of Special Investigation Branch (SIB), wounded both physically and psychologically and John knows he is the right man to search for his sister’s killer. But Strike has his own problems right now. One of them being his current financial state, which hives him the motive to accept the job offer, even though in the begining he really thinks this is a suicide. Between his personal life drama and some threats on his life by an displeased customer, Strike finds the time and energy to investigate this case the way he used to when he was in SIB. His experience and the help of a temporary secretary is what helps him get a grip on what is written between the lines and find the end of the tunnel.
Cormoran Strike is a private detective in modern London. His pockets are not full of cash but he himself is not full of shit. He knows what he is doing and he is not playing any games. He takes his job seriously having justice in mind and not only his own profit. He is a person with a clear moral standard and he wants everything to be done methodically and in a way so as no one get;s hurt, and nothing is left unjustified. He still acts as if he was in SIB, which is very important for a man of his occupation to not be taken as a charlatan but as a respectable professional. The fact that he is still doing what he always wanted to “assisting police”, investigating cases and circumstances gives him credit.
Apart from Cormoran Strike, Robin, his temporary secretary is a character that we see a lot in the book and one that adds to the whole plot. Detective job was a dream that never came true for Robin and working for Strike, even as a temporary solution, has reminded her how much all of this excited her in a younger age. Now she has a chance to actually act in that role and have a first hand experience and she finds herself amazed with how much she likes it and how well she could fit. The two of them, make a very interesting duo, one you would like to see more of.
Besides the interesting characters I also really liked the story. It comes with a number of suspects and a list that the reader makes and has to revise every time a new lead comes up. Not all the clues are handed out in the open for the reader to use and try to find out who the killer was. Some of them are well hidden and one should be really careful going through the pages not to miss one. Thankfully, Strike makes a really good job holding his thoughts until the very last moment when he actually describes the events of the day and night of Lula Landry’s death.
I really enjoyed reading this book once more, and since it has been six years from the first time I read it, I was glad not to remember the actual killer. I remembered several key points of the investigation and the whole atmosphere of the book, the things I loved about detective Strike and what had me hooked in the first place. This time around, I enjoyed it even more!
It’s been months since Cormoran Strike solved the Lula Landry case and the office is now in a better shape than how we found it on The Cuckoo’s Calling. One day Strike has an unexpected client, one that didn’t have an appointment. The woman just wants him to find her husband and tell him to come back home. She just believes that it is a matter of a man talking to a man. All Strike has to do is to convince a writer to get back home to his family that needs him. How difficult or time consuming that might be?
The writer, Qwen Quine, has just finished his latest novel and he has gone missing along with his manuscript. He is nowhere to be found. His agent has no idea where he might be, and so does his publisher. The issue is that this brand new manuscript is one that has raised a lot of discussion all around the literary London as it seams that it is some kind of attack on many well known personalities around the writer. So, when Quine is found brutally murdered, it is a race of time for Strike to understand the motivation, means and opportunity and finally find his murderer. This case is the most complicated one that Strike has faced so far and he needs to make sense of every little piece of information, may it be official evidence or parts of discussion or interview he ever had with anyone that had been close to the writer.
In this second installment, Cormoran Strike is so much more active than he was in the first one. He is determined to bring justice and not let an innocent person be blamed for a not committed crime. We get to see more of his personality, as well as his past, without having to expect to see his ex fiance in every third chapter or so. We do get to see her, yes, as there is a new development that plays some part in the plot, and she has been a great part of Strike’s life for 16 years. Thankfully that part is over and Strike is now a person of his own. He is described as the typical man that likes football and forgets the ages of his nephews and godson, something that passes as a normal thing for someone like Strike. I don’t like the part that he is using a woman just to get information from her on his case, but I do appreciate the fact that the named woman realizes that and she treats him respectively.
Robin has a very good character development on this one as well. She is more visible, more hands on and more active than in the previous book. She loves investigative work and she does anything she can to help and support her boss, especially when he needs her the most. We also get to see a stereotype being crashed here, and I really like that part! Most men believe that women can’t drive, but guess what? Robin is an awesome driver! And there is also her relationship with Matthew. We have seen in the previous book how Matthew feels about Strike and his line of work and we see a bit more in this book as well. This has brought some friction in the couple, but as soon as Robin came clear on the reason she kept this job and not the human resources one, that would provide her with double the salary, then everything seems to fall in place, even if not so smoothly.
The plot and the characters of this new case where mostly enjoyable for me. I liked the fact that there were a number of suspects available and I was not able to guess early one who the killer might be. I had a few suspects in mind but I couldn’t decide among them. I really loved the trail of thinking the detective followed to get to the actual killer. It was a long shot and he had to try hard for evidence and all the while, I had no idea what was on his mind. I was trying to tie pieces of evidence together, without much of success on the final outcome. Things that might be of less importance to me, where actually of high importance for the case! When it was all out in the open, there were no loose ends.
It’s been months since Cormoran Strike solved the Lula Landry case and the office is now in a better shape than how we found it on The Cuckoo’s Calling. One day Strike has an unexpected client, one that didn’t have an appointment. The woman just wants him to find her husband and tell him to come back home. She just believes that it is a matter of a man talking to a man. All Strike has to do is to convince a writer to get back home to his family that needs him. How difficult or time consuming that might be?
The writer, Qwen Quine, has just finished his latest novel and he has gone missing along with his manuscript. He is nowhere to be found. His agent has no idea where he might be, and so does his publisher. The issue is that this brand new manuscript is one that has raised a lot of discussion all around the literary London as it seams that it is some kind of attack on many well known personalities around the writer. So, when Quine is found brutally murdered, it is a race of time for Strike to understand the motivation, means and opportunity and finally find his murderer. This case is the most complicated one that Strike has faced so far and he needs to make sense of every little piece of information, may it be official evidence or parts of discussion or interview he ever had with anyone that had been close to the writer.
In this second installment, Cormoran Strike is so much more active than he was in the first one. He is determined to bring justice and not let an innocent person be blamed for a not committed crime. We get to see more of his personality, as well as his past, without having to expect to see his ex fiance in every third chapter or so. We do get to see her, yes, as there is a new development that plays some part in the plot, and she has been a great part of Strike’s life for 16 years. Thankfully that part is over and Strike is now a person of his own. He is described as the typical man that likes football and forgets the ages of his nephews and godson, something that passes as a normal thing for someone like Strike. I don’t like the part that he is using a woman just to get information from her on his case, but I do appreciate the fact that the named woman realizes that and she treats him respectively.
Robin has a very good character development on this one as well. She is more visible, more hands on and more active than in the previous book. She loves investigative work and she does anything she can to help and support her boss, especially when he needs her the most. We also get to see a stereotype being crashed here, and I really like that part! Most men believe that women can’t drive, but guess what? Robin is an awesome driver! And there is also her relationship with Matthew. We have seen in the previous book how Matthew feels about Strike and his line of work and we see a bit more in this book as well. This has brought some friction in the couple, but as soon as Robin came clear on the reason she kept this job and not the human resources one, that would provide her with double the salary, then everything seems to fall in place, even if not so smoothly.
The plot and the characters of this new case where mostly enjoyable for me. I liked the fact that there were a number of suspects available and I was not able to guess early one who the killer might be. I had a few suspects in mind but I couldn’t decide among them. I really loved the trail of thinking the detective followed to get to the actual killer. It was a long shot and he had to try hard for evidence and all the while, I had no idea what was on his mind. I was trying to tie pieces of evidence together, without much of success on the final outcome. Things that might be of less importance to me, where actually of high importance for the case! When it was all out in the open, there were no loose ends.
The “Outlander” series is not one that I was ever so excited to read but rather one that has grown on me. This is the third installment and I have been following Claire and Jamie all the way through their rough journey to find each other, lose each other and then find each other again. This is a love story that has very strong grounds and is being fed and growing over the years, instead of weakening as someone might expect. It is so strong, that twenty years after Culloden, Claire decides to leave yer daughter in the present time and go back to find Jamie.
Strange as it may seem, Claire and her daughter Brianna, on their trip to Scotland, realize that Jamie Frazer did not die at Culloden. He is not buried with the rest of his men or with other Jacobites close by to Culloden field. It was so that all survivors from the battlefield in Culloden were gathered in a farm house waiting for their fate. John Randal is dead and Jamie is fatally wounded, but when it comes to writing down the name of each captured man, before executing him, Harold Grey, Earl of Melton who is in charge of all this, realizes that the man in front of him is ‘Red Jamie’, a wanted man, but also the man that spared his brother’s life. So instead of shooting him, he sends him home to die of his wounds.
Torn between her daughter and Jamie, Claire cannot take a decision lighthearted. Knowing that Bree is safe with Roger, she finally decides to go back to Jamie, a man she thought to have died in Culloden. But with the new data in light and the fact that he died many many years later, she has hope. Painful as it is to travel back in time, she makes the journey through the stones and goes to Edinburgh, to find Jamie twenty years older and worrying whether he may want her back. Of course he does, he never though he’d see her again, and this surprise is the best present he would hope for!
The two lovers are older now. They have spend a life away from each other, meeting people and doing so many more things in the course of those twenty years. Even so, their passion and love for each other never fainted. It was still there, even if they thought the other one dead. Claire is no longer a nurse. She has studied and has become a doctor now. She has an important position in the hospital she works and has much more experience with operations and illnesses. She even brought some penicillin with her on the trip to the past, which proves to be really helpful in the course of time.
Jamie has been through iron and fire all these twenty years. Having in mind that he may never see Claire or his unborn child, he has suffered a lot, but he was focused on his family and his people. He has done everything he could in order to protect them. He even went to jail to protect them and prison is never easy. But he made friends there, some loyal companions and some important friends. When he was free again, hiding as he was, he still tried to protect everyone depending on him, being himself all the time, taking risks he could take and turning a bit on the dark side. When he saw Claire in front of him, so out of the blue he knew that he was not the same man she left all those years before. So he was worried if she’d want him back, the new him.
Both characters were loyal to themselves, only a bit more mature now, given that they are at their forties now. Their choices are more mature now, but they are still driven by their love for each other and the people around them. It is therefore expected to have a bit of jealousy in there, from both sides. Only that Jamie knew exactly who he was jealous of, the same man he was in the previous books, but Claire finds herself jealous of much more people, people she never expected herself to be. Well, she couldn’t expect him to become a monk, could she?
Having that said, I’m not so crazy seeing everyone in this series wanting Jamie’s body. I get it. He is handsome. He is tall and fierce and kind to his people. He is brave and all, but please, not all English men are gay and want Jamie! That’s one part I cannot accept. Neither the fact that Jamie somehow responds to their love out of his own will. Especially not after what he went through with Randal and how he reacted to the whole situation. It just doesn’t fit.
Even so, I will continue reading the series, because I want to know what happens next! My OCD won’t let me drop on the series. I have to finish it. I have to know what happens next!
After the first two books and the fact that Robin has secured her position alongside Strike, doing what she loves, a mysterious package comes to disturb the waters at the detective agency. With the hours she puts in, Robin does not have a regular working time frame, so she started receiving packages for the wedding at work. So, when a package arrives, she receives it without much fuss. Only when she opens it she realizes this is not what she has been expecting. The content justifies the unexpected weight of the package, but it is something that no one would expect to receive. Robin is horrified to find a woman’s severed leg once she opens the package.
Strike is handling it all with all the professional experience he has from SIB. Police is summoned over and they go through questioning on who could be sending the package. Given that the package was initially addressed to Strike but afterwards addressed to Robin, it comes to everyone’s mind that the sender is someone that knows Strike. Someone that holds a grunge on Strike. Four suspects come into his mind and he shares them all with the police. So investigation starts.
This story is so much more personal than the previous two books. We get to know personal details upon both their lives. We even learn why Robin dropped out of college and that’s a detail she doesn’t share. So the two of them come closer and it becomes really clear how much Strike cares for Robin and he wants to protect her from any harm that could be caused to her, including a romantic relationship with someone that might hurt her. Even so, their relationship remains strictly professional and all we see of those two together is working as partners. To be honest, I like them most as partners. I just need a more understanding Matthew. It’s not all about him; Robin is a person too. One with real needs.
Cormoran Strike is not described as the most handsome man in the world, but he sees to have something that really beautiful women like. He is really big. A tall former boxer with a broken nose doesn’t seem attractive to me, but he always finds girlfriends that are model beautiful. I don’t know how he does that, but he is not treating his girlfriends in the best possible way. Like he’s being there only temporarily. Like he is still looking for something better.
Robin is definitely better. She may not be model beautiful, but she is very beautiful and a very kind person. She cares about the innocent and she always try to protect them. Sometimes jeopardizing her own safety. She can be a little stubborn, but she loves detective work and she is so happy with what she does at the agency. It’s where she feels free to be herself!
0
Drums of Automn!
Looks like I’m reading one of the “Outlander” series books every month or so lately! Not bad, given their length! “Drums of Autumn” is the fourth installment in the series and it all feels blare to me. Where one book finishes and where the next one starts! But I will try to make sure that events of this book alone are part of this review. So here it goes!
The Frasers are now in the New World and they try to make a life there. They find their own kinsmen and make new friends. But Jamie Fraser is a man of honor, so he won’t take his aunt’s offering on her estate. He will not take over the old woman’s property, ruling over a number of Scots and a number slaves. He would never put Claire through something as awful as this. Jamie has Fergus with him, as well as his nephew Ian so he will try to find as many more men as he can, men he fought with in Culloden or elsewhere, meh who are still alive and are in America. And he will ask them to join him and live all together in the land he has acquired. He may not have his children with him, but he is glad for the people he has around him.
Brianna is supposed to be safe in the US. Her feelings for Roger and Roger’s feelings for her, persuaded Claire that she’d be fine without her. She would have Roger and Jo Abernathy to look after her. And this is true, until one day, Bree finds something hidden in the historical information from the States’ past, that will send her in a journey back in time, in search of her parents. She needs to make sure that at least her beloved mother stays safe. She also has a curiosity of James Fraser, but she doesn’t know the man yet.
This fourth book is giving parts of Brianna’s and Roger’s present and huge parts of time spent back in the 18th century. We get a bit of man on the moon experience and a bit of savages in the dessert as well in the same book. Gabaldon is trying to show the big difference between the two eras. The past and the future that her time travelers experience. It doesn’t always work great, but still, it’s a beautiful story.
Jamie is such a jealous person in this book. He is jealous over Clair, over Brianna, over anything taht feels close to his heart. He hates Frank, we know that already from previous installments, but in this book he really demonstrates that hatred. Claire is pretty much herself, not taking much into account when there is someone in need and also, being so constantly and overpowering in love with that stubborn Scottish man, that she doesn’t want to spent one more hour away from him, if she can avoid it.
Overall, it is a lovely love story of familiar characters, showing in the best possible way tips of the past and how these affect the characters’ life. An, by all means, I will continue with the series!
“Nevernight”, gentlefriends, is a new favorite! I still cannot understand why it took me so long to read this book! I totally understand all the fuss around Mia Corvere and I totally agree! The girl is a bad ass assassin! But let’s take it from the beginning…
Mia Corvere is the daughter of Darius Corvere, the justicus of the Luminatii Legion and a failed revolutionary. He and his General Antonious raised an army and marched on their own capital, but both were captured on the eve of battle. The aftermath was that they both got hanged in front of the whole city of Godsgrave and Mia was forced by her mother to watch as her father left his last breath.
From this moment on, the ten year old girl sees her life being destroyed. Her mother and baby brother are taken to prison and she is doomed to drowning. But somehow, she survives that fate and she swears to revenge her father’s death and her mother’s imprisonment. She founds old Mercurio and she receives his training on becoming a candidate Blade for the Red Church, an academy for cold blood killers.
Mia makes it to the mountain and takes her place along the other candidates. Her origins makes her some enemies among the flock, but her ability to calls the shadows surely works on her side. She learns to hold the blade, to make and dissolve potions as well as the art of seduction. She makes friends, finds herself a lover boy, get’s betrayed and finally get’s on the path of her revenge, as she always wanted.
Godsgrave, the city Mia grew up, is one very similar to Venice and the political system installed there reminds a bit of the Ancient Rome’s one. However, not exactly. There are more myths and legends on how the city was created, what lies beneath the city’s spine as well as which are the Gods that Itreyan people believe in. The world building is amazing! I love how Kristoff based his city of the structure of Venice, with all the bridges and the canals around the city and how he completely transformed it to something different. The myth of the giant that fell on that spot, yet we don’t get to know exactly how this happened and how it will affect the course of the saga. The parts of the giant’s body that name the different parts of the city and that they have a special meaning to the city’s topology. The Ribs, the Spine and all.
The characters in the book are a masterpiece! They are unforgettable the least. First of all Mia Corvere, our protagonist, is a girl of rare capabilities. She was about to get drowned when she found a friend in the darkness, one that never left her. One that always had her back. One that made her stronger, feasting on her fear and making her braver than she ever would be. She found an old tutor when she lost her family. She didn’t find the warmth or comfort a mother could give, but she found someone she could count on, a person that made her believe on herself. On that taught her well, that made her stronger. Old Mercurio is a fine trainer, a fine Shahiid for Mia. He never told her what to expect, so she would be always alert, prepared for anything. The other Shahiids of the Red Church are also memorable and they are who they claim to be. Cold blooded murderers.
This is not a Young Adult story. There is no love story around which all the saga revolves. This is a story about revenge, murder and blood and Mia Corvere is a first class assassin, taught by the greatest Shahiids in the Church of Our Lady of Blessed Murder. And this, O gentlefriends, is a new favorite!
0
Amazing story!
This book! Why have I not read this earlier? I’m so mad at myself right now! Let me tell you why you need to read this book!
Ginny Moon is a fourteen year old girl. She is autistic. She is in foster care, because her birth mother could not take care of her. She is now in her fourth forever family, one that will love her! But Ginny has a secret, one that no other knows, so even though she knows that she should not go back to her mother’s apartment because her mother might hurt her, she really has to go back there. She needs to make things right.
So, she makes her big plan of escape and she keeps her mouth shut, so no one can find out. She has tried to escape from every forever family home she’s been, because of that secret. She really likes the Blue House but she needs to go back. So she tries to find ways to get back.
Benjamin Ludwig has done a wonderful job in creating Ginny’s character! It’s pretty clear that he understands how the mind of an autistic child works and what are the aspects this child, this person needs in their life to keep it smooth. Through his book we learn that children or teens like Ginny need to have stability in their lives. They need a routine that does not change unexpectedly. They need to have a schedule set up for each day and for the coming days, so as they know what is coming their way and they can be prepared. The morning routine must be the same. The breakfast must be the same and the one expected, because otherwise they will not be able to handle it. There have to be lists with everything that needs to be done. There have to be rules that must be followed. If there are no rules, things can go ugly pretty easily. Even for the simplest of things, like how much can a person eat.
One really important aspect of the life of an autistic person is their family or close environment. They need to be surrounded by people that love them and care for them, by people who understand how their mind works and how they respond to emotions. They need a stable and comforting environment, like the one Ginny seems to have in the Blue House, until the coming of a new baby made it all so unstable. The coming of the new baby triggered some reactions not only inside Ginny’s mind, but in the whole family. Her forever mum is about to have a baby and she never before had a baby, which makes her really anxious on how Ginny would react around the baby and what could possibly happen to their family. The whole new baby thing is new to her too and affects her reactions greatly. The author makes a terrific job of painting this all out for us to understand what it means for everyone in the Moon family.
I really liked the breakthrough that Ginny was able to make in the end. She has learned how to advocate for herself, which is something that may be the easiest thing for everyone else, but a big issue for a special child! At least something really good came out of all this and make a couple more!
You should all read this book because it is an emotional story that could be true, but thankfully it isn’t. You should all read this story because it will teach you to stop and listen to what other people have to say. To what your children have to say. You should read this book because I loved it and I want you to love it too!
0
WWI story
I love historical fiction set in the World War II, as it will be a means to display either man’s greatness or man’s monstrosity. It’s the time that reveals the best and worse in people, war, showing who they truly are! I always hope for the best, for the kindness and the bravery and altruism, but many a time I get the ugliness of this world, the greediness, the cheer that some people find in other people’s pain.
Noa is a sixteen year old girl that has been cast out in disgrace after becoming pregnant by a Nazi soldier. She is now living and working in a train station, after her born baby has been taken away from her and she has nowhere to turn. She is the only one of the train station employees that is living there. Everyone else has a home to return too, after the work is done. One day, during work, Noa discovers a boxcar full of infants. The guards that would normally be around cars carrying war prisoners are nowhere to be seen. The infants are left there all alone, some on top of others, only a few of them maybe still breathing. She cannot just leave them there, but she cannot save them all. She makes her mind in a second, snatches one of the babies and flees the scene. She hopes the snow will covers her tracks.
Noa finds unexpected shelter in a German circus. She is afraid of what might happen to her and the baby, especially since the baby is circumcised and there is no way to hide that he’s a Jew. Thankfully, the circus owner is a man of good heart and he will provide her the cover she needs. But she has to train herself on the flying trapeze and become part of the show. It’s the only way she can blend in with the circus folks and pass undetected. Her trainer is the lead aerialist of the circus. Astrid was born in the circus. She has been training on the trapeze since she was four years old. She does not think that Noa can succeed with only six weeks training. That’s the time they have until the first show of the season. But she must!
The trainer to trainee relationship between the two women starts as a rival competition. There is no trust in the beginning but it is being built as time goes by. Without trust, there is no way an aerialist to fly from the trapeze. Given the circumstances they meet each other and the things they have in common, the two women begin to bond and to understand each other more than they could ever imagine. They even confide to each other and this is what brings them closer. A friendship is being born in the middle of the war, between two women that are so different from one another.
It’s not so out of the blue that Noa manages it as an aerialist. She was training on gymnastics before she got pregnant so it all came back to her. She was accustomed to the discipline that is required. She just had to learn how to fly! Given her young age and the fact that her son was taken from her, it comes easily for her to try and save that baby and love it as her own, not giving a lot of thought to the consequences her action would have. Her kindness is one of the values very few people had in those times. Hers and the owner of the circus. He was brave and he was doing all in his power to protect his people! Skepticism was also found in large amounts, especially from those that were in danger. This is also visible in the book, in a way that fits in the story evenly.
I really like this book and I can’t wait to read more Pam Jenoff books!
Είναι γνωστό ότι η ποίηση δεν είναι το καλύτερό μου, όμως το συγκεκριμένο βιβλίο το διάβασα με ευχαρίστηση. Ίσως γιατί ήταν κι ο Πυθαγόρας ερωτευμένος κι έβγαζε από μέσα του τόσα συναισθήματα… Έρωτας και μαθηματικά. Αρμονία και φύση. Και μια γυναίκα μέσα και πάνω από όλα να θυμίζει τι μπορεί να κάνει ο άνθρωπος όταν ερωτευτεί!
I have started a bit strangely with this series, but I have come to love Detective Inspector Joona Linna and his way of thinking! The first book I read, was “The Sandman” which is actually the fourth installment in the series. I did love it, so I went back to read the rest! The first installment was “The Hypnotist” which makes the introduction of the Detective Inspector and is quite a read! Now, I’ve just finished the second installment, “The Nightmare” and I want to talk to you about this one!
A drowned young woman is discovered on an abandoned pleasure boat drifting by the Stockholm archipelago. As a twist of fate, her clothes are dry, without any trace of sea water, while her collarbone has a strange mark. The very next day, a man is found dead, hanging from a lamp hook inside his apartment. The man’s name is Carl Palmcrona and he is Director general of the Inspectorate for Strategic Products (ISP). He is the one that makes decisions about Swedish arms exports.
Is there even a connection between the two incidents? Detective Inspector Joona Linna is trying to solve the two mysteries and understand what pieces them together and what brings them apart. The one looks like a clear murder case, while the other one is a plain suicide. But something is really wrong with both of them. Why was the young woman dressed after murdered? Why would such a powerful and wealthy man commit suicide?
This story focuses on the arms business, the Swedish one in this case, and all the dangerous games that people involved can play. Being in an important position, making decisions that would affect hundreds, thousands of lives across the planet isn’t easy. Greediness though can make a good persuading game and you might not even understand the length of your involvement until it;s too late. Furthermore, more often than else, the people involved in such activities are ruthless criminals, caring only about profit and nothing else. Which leads us to what we have here. An interesting thriller!
The plot is amazing. It involves so many different aspects and different people, no one would ever think could be part of the same story. Music is tightly connected to the story, giving a different turn to the name of the famous Italian violinist, Niccolò Paganini. Criminal contracts that cannot be broken, that will not cease to exist even if one of the signing parties is dead, now bare the musician’s name and are signed under the spell of his music.
I really enjoyed Joona Linna in this story. His smart mind has come to life and has shown what can be hidden and what can be revealed and that we should look really hard to find all the missing pieces. He is an amazing character and one of my favorite detectives!
0
Great psychological thriller
Wow, just wow! This was not what I was expecting it to be!
When thirty year old Rachel marries David, a corporate lawyer, with a massive mansion of a house in Cornwall, she expects her life to be finally at ease! She is really fond of David’s son, Jamie, a wonderful eight year old boy, who seems to like her too! the two of them develop a very good relationship, which makes Rachel feel she took the right decision.
But then suddenly, Jamie’s behavior changes. There are times that he doesn’t talk to her, he doesn’t even spares a glance for her. With David gone most of the time, in London for business, Rachel’s life takes an unexpected turn. The boy starts to make some very disturbing predictions for Rachel’s future. He claims to have been communicating with his late mother. As times goes by and winter settle’s in, Rachel becomes suspicious of everything around her. Even her husband. She reaches a point to really fear that Jamie’s latest prediction may very well turn out to be true. She fears the words he said to her:
“You will be dead by Christmas.”
Cornwall is the best setting for this story. The old aristocratic area. The house that belonged to David’s family for one thousand years. the Cornish mines with all their dark past, the workers, the deep dark waters and the deaths. The shores and the sharp cliffs and all the rocks and wholes that the mines have dug in the pained land. This whole romantic and yet at the same time Gothic atmosphere build up momentum that is used cleverly in the story, ready to strike at the right time!
The story was a really good one. You have Jamie’s words, about the death by Christmas and you also have the claim that he communicates with his late mother. So you start to think that something isn’t right. Maybe the boy is evil. Maybe his mother never died. Maybe it was David that killed her and now is coming for Rachel. All these and even more scenarios and not knowing what might be the actual case! Only to think of all those possibilities and any other that comes in mind, needs you to invest so much in this book!
It really had me hooked until the end. At some point, I wasn’t even sure who was the villain in the story. I got to see different aspects of the characters’ personality that had me all thinking. Are they hiding something? What really happened in the past? Why something so simple and plain may have so much importance that the author actually spends time and words to mention it? Surely, I’m not missing something here, am I? All those questions were floating up my mind, until the beginning of the end. When every piece of the puzzle started to take it’s place. When I though I knew what was going on, until I realized that was not it.
The big twist at the end is superb! It comes out of the blue, completely! There were some hints, but it never really crossed my minds and that’s a win for the author! Especially the last chapter is one I didn’t see coming! I definitely recommend this book to anyone who loves a good psychological thriller.
0
A Descent story
Dave Robicheaux, a detective and Vietnam veteran, is battling alcoholism and is trying to get to grips with the sudden loss of his beloved wife, Molly. He makes living in a Louisiana town, dong his best to keep up with life and work and keep peace in the town he serves. As it happens, he finds himself to be a suspect in his own homicide investigation. The victim so happens to be the man that killed his wife. As he continues his own investigation on the matter, trying among others ti clear his own name and find the real killer, he comes across a number of different characters who very much describe the very dark and different part of america.
His boss, Sheriff Helen Soileau, is doing her best trying to figure out exactly what might have happened the night of the murder. At the same time, Dave and his best friend Clete Purcel, try to figure out Dave’s whereabouts on the time of murder. His anger about his wife’s loss is not small and the two men are wondering whether Dave’s melancholy could transform him to a person capable of such violence. His alcohol problem does not help, as at that night, Dave was not as sober as he would like to be.
So many different characters come up in this story and each one of them is representing one of the many different stiff characters one may find in one of those God forsaken towns at nowhere’s end. In many a cases, there are characters with a fair amount of good qualities, which tend to be outweighed by their flaws. It’s only what one would expect on the corrupt and damaged soul of Louisiana. A state full of poverty and inequality. A state that was hit by Katrina and it made thinks even worse that they once were. Katrina is also mentioned in the book, as a means to describe more of the current state of the towns mentioned in there.
“It’s a phenomenon that seems unique to South Louisiana, like a sea change, as if the natural world is reversing itself and correcting an oversight. The barometer will drop unexpectedly, the bayou will swell and remain placid at the same time, and suddenly, rain rings will dimple the surface from one bank to the other.”
Racism makes its way through the book. As well as faults of the past, from the times that the French occupants took the land from the Indians. What happened those days and how the ancestors of some of the characters were involved in all this. It’s a land with many wounds that are not easy to heal. The fact that many people are trying to recreate their history through novels or movies does not really help. It only stirs the waters that have never calmed down.
This book is part of a long series, but I was able to read it as a stand alone. It was not hard for me to become part of the story and understand the balances between the characters.
0
Loved it!
“Lethal White” is the fourth installment in the Cormoran Strike series and the lengthier so far! That being said, it is my favorite in the series and the reason is that even though this was such a complicated mystery, I managed to find the bad guy! Yeap, I did! And also, something else happened, that had me saying “it was about time”, but I’m not going to give you any spoilers!
The previous book, “Career of Evil” left us with a cliffhanger. Robin was getting married to Matthew when Strike swept in to the church, bringing the flowers down and catching everyone’s attention. Robin said “I do” to Matthew with a smile on her face, while she was looking at Strike. Matthew was not the only one to notice… Anyway, the wedding ceremony is over and after the new weds pose for photographs, everyone is heading to the venue that the celebration will take place. Strike is there to offer Robin her job back, but that’s not the only thing that happens that day.
The two partners are back in business and the agency is thriving! About a year after Robin’s wedding, the couple has moved to another house, because the previous one was so full of bad memories and the feeling of not being safe, after the last case that cost Robin her job and a nasty knife scar on her arm. Strike is on a long term relationship, even though he’s not feeling much, but at least that feels normal and comfortable to him. A new temp is at the office and another employee is at the streets helping out on surveillance job.
This is when Billy Knight, a mentally unstable young man comes to Strike’s office to ask him to investigate on a crime he witnessed when he was a boy. He cannot remember much and he is not sure that any of this actually happened, but he claims to have seen someone strangling a child and burying it. Strike is alarmed and he promises Billy that he will look into it. However, he doesn’t have that much time, because on top of his other cases, the Minister of Culture, Jasper Chiswell, hires him to investigate on the blackmail that takes place against the minister. As time goes by and the investigation proceeds, many new evidence comes to life, making visible that the Minister’s blackmail case and Billy’s presumable strangling eye witness are somehow interconnected.
Even though the relationship between the two partners is not the one they used to have two years ago, they are in kind of friendly terms but so much colder. Robin believes that she has to prove herself to Strike every single day, which adds to her anxiety. Matthew’s feelings about her job have not changed and this doesn’t make things any easier for Robin. So when she gets to work undercover on the minister’s working environment, she does her best to gather as much intel as she can for their case. Given that neither her nor Strike are made aware of the object of the blackmail, her job is even more difficult and it is addressed on two fronts. To do the job the minister has hired them for and to find out what this is all about. Only then will they be able to solve the mystery.
And as if this is not enough, on a morning meeting that Robin is sure they are going to get sacked by the Minister, she is the first to arrive at the Minister’s house, only to find him dead. After which point, when thing go pear-shaped, their main concern is to find who killed the Minister on top of their previous investigation. All the work they had done so far is connected and all the have to do is to find the end of the thread that will lead the to the beginning.
The plot is amazing, in case you haven’t noticed from what I’ve already written above! So many different characters get involved and create a story that could make a mess of your head. But if you pay attention to the details, you will be able to connect at least a few dots. This story is so representative of Galbraith’s writing style that creates so many loose threads that are eventually connected in a very specific way. It’s a puzzle for the strong players and it’s one I loved! Now I cannot wait long enough for the new book coming out on September!
Thank you Little, Brown Book for my gifted copy! I enjoyed this one most of all!
Σικάγο. Η Κάλι είναι είναι φωτογράφος. Είναι το ίδιο καλή στο να επιμελείται μια έκθεση φωτογραφίας, όσο στο να κάνει το στάιλινγκ και τη φωτογράφιση ενός πιάτου κάποιου σεφ ή you-tuber. Ζει μια ήσυχη, συνηθισμένη ζωή με τον από χρόνια σύντροφό της, δοσμένοι και οι δύο στις δουλειές και στις καριέρες τους. Όλα αυτά μέχρι τη στιγμή που θα παρατηρήσει έναν άγνωστο σε ένα καφέ. Δεν μπορεί να πάρει τα μάτια της από πάνω του και προσπαθεί να καταλάβει γιατί, αφού έχει ήδη την ιδανική σχέση. Μήπως όμως η σχέση αυτή έχει γίνει πλέον απλά μια συνήθεια; Ένα ταξίδι που θέλει να κάνει στο Βανκούβερ θα αλλάξει τα πάντα.
Ο Κέιν έχει μαζί με ένα καλό του φίλο ένα χώρο που φιλοξενεί μια γκαλερί και ένα καφέ. Ο ίδιος ζωγραφίζει και η γκαλερί είναι ο φυσικός του χώρος, όμως, όντας τελειομανής και θέλοντας πάντα να έχει τον έλεγχο σε ότι τον απασχολεί, γνωρίζει τα πάντα και για το καφέ, που είναι ευθύνη του συνεταίρου του. Ο Κέιν προσπαθεί να αποφεύγει τους ανθρώπους και δε δένεται εύκολα σε σχέσεις, γιατί ξέρει καλά πως τα συναισθήματα τον κάνουν να χάνει τον έλεγχο. Μια καστανομάλλα όμως θα μπει στη ζωή του από το πουθενά και εκεί που δεν το περιμένει, θα βρεθεί να μιλάει μαζί της στο τηλέφωνο πολύ συχνά και για ώρες. Το ταξίδι που θέλει εκείνη να κάνει, θα αλλάξει τη ροή των γεγονότων, καθώς βρίσκεται αποκλεισμένη στη Μινεσότα.
Το έκτο βιβλίο της Τατιάνας Τζινιώλη παραμένει στο ίδιο ύφος με τα προηγούμενα και μας αποζημιώνει για την αναμονή. Όχι ότι καθυστέρησε, βγήκε ακριβώς ένα χρόνο μετά το προηγούμενο! Τα contemporary romance είναι βιβλία που προτιμώ το χειμώνα για χουχούλιασμα, το καλοκαίρι για καλή παρέα στην παραλία, το φθινόπωρο που έξω βρέχει και θέλω καλή παρέα αλλά και την άνοιξη που ανοίγει ο καιρός και η αισιοδοξία επιστρέφει. Όπως καταλάβατε είναι παντός καιρού, άσχετα που δεν είναι η πλειοψηφία των βιβλίων που διαβάζω! Σου βγάζουν αυτό το κομμάτι του εαυτού σου που είτε δεν ήξερες ότι υπήρχε, είτε είναι η κάθε σου μέρα. Αυτό στην περίπτωση που είναι καλογραμμένα και της Τατιάνας τα βιβλία το καταφέρνουν με ευκολία.
Αυτή τη φορά το ταξίδι ξεκινάει σε μια άλλη πόλη της Αμερικής, το Σικάγο, που το γνωρίζουμε περισσότερο από τους ουρανοξύστες και από τους μαφιόζους της εποχής του Αλ Καπόνε. Στο συγκεκριμένο βιβλίο υπάρχουν μόνο οι ουρανοξύστες και αυτοί πάλι από μακριά σαν κομμάτια της πόλης. Αντίθετα, δίνεται περισσότερη βάση στο Millennium park και στη Λίμνη Μίσιγκαν, τα στοιχεία της πόλης με τα οποία ζουν οι κάτοικοι του Σικάγου και μέρη στα οποία θα μπορούσαμε να βρούμε τους ήρωες του βιβλίου. Κι αυτή τη φορά, όπως και στα προηγούμενα βιβλία, πρόκειται για ανθρώπους με τους οποίους μπορείς να ταυτιστείς. Ανθρώπους που πέρασαν δυσκολίες μικροί αλλά τις ξεπέρασαν, που έχουν φίλους και μια δουλειά και ζουν τη συνηθισμένη ήρεμη ζωή τους.
Η φιλία παίζει κι εδώ σημαντικό ρόλο. Ο Σάιμον, ο φίλος του Κέιν, του στάθηκε σε δύσκολες στιγμές και οι δυο τους έχουν δεθεί πιο πολύ και από αδέρφια. Μια φιλία που κρατάει στο χρόνο, που ο ένας ξέρει τι ενοχλεί τον άλλο αλλά και τι φοβάται ο καθένας τους. Μια φιλία που το μόνο που ζητάει ο ένας από τον άλλο είναι να είναι ευτυχισμένος και γι’ αυτό θα τον πιέσει ώστε να μην πετάξει την ευτυχία μακριά. Έπειτα είναι και οι φιλίες που έχουν πια ξεφτίσει γιατί μεγαλώνοντας περιμένει άλλα ο καθένας από τον άλλο. Η Αμάντα είναι φίλη της Κάλι από το σχολείο και από τότε δεν έχουν χωρίσει ποτέ οι δρόμοι τους. Μπορεί να διάλεξαν διαφορετικά επαγγέλματα, όμως δεν απομακρύνθηκαν. Όμως η Αμάντα περιμένει ότι η Κάλι θα έχει τις ίδιες ιδέες και απόψεις με αυτές που απέκτησε η ίδια όπως διαμορφώθηκε η προσωπικότητά της μεγαλώνοντας και σπουδάζοντας και συναναστρεφόμενη με συναδέλφους της. Και όχι απλά τα περιμένει όλα αυτά, αλλά προσπαθεί να της τα επιβάλει αλλά και απαξιεί για τη δουλειά της Κάλι, τη θεωρεί κατώτερη από τη δική της, κάτι που το κάνει ο οποιοσδήποτε. Είναι μια σχέση περίεργη που από τη μια έχει τα φιλικά αισθήματα της Κάλι και από την άλλη τη ζήλια της Αμάντα για όσα δεν μπορεί να έχει. Ευτυχώς στη ζωή της Κάλι έρχεται μια νέα φίλη που τη δέχεται όπως είναι και την ενθαρρύνει να ζήσει το όνειρό της και να είναι ευτυχισμένη.
Παράλληλα έρχεται το σοκ της συνήθειας και το γεγονός ότι, ενώ είναι με έναν άνθρωπο τα τελευταία πέντε χρόνια, έναν άνθρωπο που η ίδια τον έχει στη πρώτη θέση στη λίστα με τις προτεραιότητές της, εκείνος τη βάζει ακριβώς μετά τη δουλειά του. Δυστυχώς τέτοιες σχέσεις υπάρχουν πολλές και πολλοί θα ταυτιστούν με κάποιον από το συγκεκριμένο ζευγάρι. Αφενός είναι το θέμα της προτεραιότητας της δουλειάς και τι σημαίνει αυτό για τη σχέση τους. Όταν ξεκινούσαν, ήταν και οι δύο πολύ απορροφημένοι με τη δουλειά τους, μιας και οι δύο προσπαθούσαν να πετύχουν τα όνειρά τους. Όμως τότε, ο ένας σήμαινε πολλά για τον άλλο. Τώρα πλέον αυτό δεν ισχύει και φαίνεται όταν θα πρέπει να πάρουν μια σοβαρή απόφαση για το μέλλον τους. Είναι όμως και το θέμα της συνήθειας και το κομμάτι που ο έρωτας έχει φύγει προ πολλού από τη σχέση και το μόνο που έχει απομείνει είναι μια συνήθεια και μια απλή συγκατοίκηση. Και τότε το μόνο που απομένει είναι ένα άδειο σακί που μπορεί να τρυπήσει ανά πάσα στιγμή, αλλά δεν υπάρχει κάτι να χυθεί από μέσα.
Έπειτα είναι ο έρωτας και τα δυνατά συναισθήματα που σε κάνουν να χάνεις τον έλεγχο, να χάνεις τον εαυτό σου, να έχεις το αντικείμενο του πόθου σου συνεχώς στο μυαλό σου και να μην μπορείς να συγκεντρωθείς σε τίποτα και να φοβάσαι πως θα πληγωθείς ανεπανόρθωτα, γιατί κάτι τέτοιο έχει συμβεί και στο παρελθόν. Ο Κέιν, έχοντας ένα τέτοιο περιστατικό στο δικό του προσωπικό παρελθόν, όταν η μητέρα του τους παράτησε και ράγισε την καρδιά του, αλλά και αυτές του πατέρα του και της αδερφής του, φοβάται να αφεθεί στον έρωτα και να νιώσει δυνατά συναισθήματα γιατί δε θέλει να πληγωθεί. Γιατί είναι σίγουρος πως θα συμβεί. Δεν περιμένει να έχει ευτυχισμένο τέλος και θα πρέπει ανά πάσα στιγμή να είναι σε εγρήγορση για τον πόνο που θα έρθει. Έτσι προτιμά να τελειώνει αυτός τις όποιες σχέσεις κάνει νωρίς, ώστε να μην επενδύσει συναισθηματικά και πληγωθεί. Ώστε να φύγει πρώτος.
Απόλαυσα και τους δυο χαρακτήρες. Είναι και οι δυο τους τόσο ρεαλιστικοί, τόσο κοντά στους προβληματισμούς των νέων ανθρώπων όσον αφορά στις σχέσεις και τα συναισθήματα. Οι αντιδράσεις τους είναι απτές, και καθόλου υπερβολικές. Μπορείς να καταλάβεις την ψυχοσύνθεσή τους και που μπορεί να τους οδηγήσει με βάση όσα έχεις μάθει για αυτούς και τους καταλαβαίνεις πάντα, όμως αυτό δε σε εμποδίσει να διαφωνήσεις μαζί τους και να τους ωθήσεις με τη σκέψη σου στο μονοπάτι που πιστεύεις πως πρέπει να ακολουθήσουν. Όλα αυτά μέχρι να βρουν μόνοι τους την κίνηση που θα τους οδηγήσει στην ευτυχία και στο χαρούμενο τέλος που προσδοκάς.
0
Εξαιρετική συλλογή
Το βιβλίο του Μιχάλη Δαγκλή το είχα δει και μου είχε μείνει, γιατί πρόκειται για ένα βιβλίο τρόμου Έλληνα συγγραφέα, κατηγορία από την οποία δεν έχω διαβάσει πολλά βιβλία. Όταν λοιπόν βρέθηκε η ευκαιρία, δεν είπα όχι. Είχα μεγάλη περιέργεια να δω τι περιέχει.
Παρά την παραπλάνηση του οπισθόφυλλου, δεν πρόκειται για μια ανθολογία, αλλά για μια συλλογή πέντε διηγημάτων τρόμου του συγγραφέα. Το πρώτο εξ αυτών, του οποίου τον τίτλο φέρει και το βιβλίο, είναι μια ιστορία που εκτυλίσσεται στην Κρήτη του 1948. Μπορεί να μην τρέφω συμπάθεια για τους ανθρώπους του τζόγου, όμως ο Φώτης μπήκε στην καρδιά μου. Ο χαρακτήρας του, η αγάπη για τη μάνα του και η γενικότερη συμπεριφορά του τον καθιστούν ένα αγαπητό ήρωα. Πρόκειται για μια αρκετά ρεαλιστική ιστορία με δυνατές δόσεις τρόμου και αγωνίας για την έκβαση της διήγησης. Είναι αρκετά μεγάλη ώστε να καταφέρει να περικλείσει μέσα σε 100 σελίδες όλη την ατμόσφαιρα του νησιού και τις προσωπικότητες των ηρώων. Αυτή είναι και η αγαπημένη μου ιστορία από τις πέντε, που φαίνεται η πιο αυθεντική και πιο ευκολοδιάβαστη από όλους. Έπειτα, ο τρόμος προχωράει διαφορετικά.
Η επόμενη ιστορία, «Η νύχτα των νεογνών» αρχίζει να θυμίζει κάτι από τις κλασσικές ιστορίες τρόμου που διαβάζουμε από τους ξένους συγγραφείς, συνδυάζοντας και τις παλιές δοξασίες και τις φολκλορικές ιστορίες της Ελληνικής υπαίθρου. Σαφώς μικρότερη σε μήκος ιστορία από την προηγούμενη, εντούτοις δε χάνει κάτι από την αίγλη της πρώτης. Αν και πρόκειται για μεταγενέστερη εποχή από την πρώτη ιστορία, το πλαίσιο υπολογίζεται γύρω στην πρώτη δεκαετία του 2000, δε δυσκολεύεται ο αναγνώστης να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Άλλωστε αυτό που ενώνει τις ιστορίες, δεν είναι ο χρόνος ή ο τόπος, αλλά το θέμα. Ο τρόμος που κρύβουν μέσα τους. Καλογραμένη και με τα σωστά στοιχεία του μεταφυσικού προκαλεί τα συναισθήματα στα οποία αποσκοπεί, οπότε και κερδίζει το στοίχημα.
Η τρίτη κατά σειρά ιστορία «Ζητείται Φαροφύλακας» που είναι σε έκταση λιγάκι μεγαλύτερη από την πρώτη, δεν δείχνει στοιχεία τρόμου από την αρχή. Πέρα δηλαδή από το φάρο που είναι αποκομμένος σε ένα μικρό μοναχικό νησάκι που η μόνη του επαφή με τη στεριά είναι ο βαρκάρης που το επισκέπτεται πότε πότε για προμήθειες. Ίσως λίγο και η φιγούρα του δύστροπου αλλά καλόψυχου γέρου φαροφύλακα. Ωστόσο, κανένα από τα δύο αυτά στοιχεία δεν προϊδεάζει για το εμπνευσμένο από τον Λάβκραφτ κομμάτι που έρχεται στη συνέχεια και οδηγεί την ιστορία σε τελείως διαφορετικό επίπεδο τρόμου από τις δύο προηγούμενες. Μου αρέσει ο Λαβκραφτ, πάντα με γνώμονα την εποχή που έγραψε τα έργα του και την πρωτοτυπία τους. Εδώ, από ένα σημείο και μετά είχε περάσει σε άλλη διάσταση, που όμως ταίριαζε στο ύφος της ιστορίας και πιστεύω πως το τέλος ήταν το πιο ταιριαστό που θα μπορούσε να έχει.
Η τέταρτη ιστορία με πήγε κοντά στην πόλη που γεννήθηκα και μεγάλωσα, αν και όχι ακριβώς εκεί. Ο Θεσσαλικός κάμπος και τα ζώα του μου είναι γνωστά, καθώς επίσης και το τι σημαίνουν αυτά τα ζώα για τους μικρούς κτηνοτρόφους. Το σενάριο που δομεί το διήγημα είναι κατά ένα μέρος ρεαλιστικό, καθώς οι ασθένειες αυτές υπήρχαν την εποχή που περιγράφονται, αλλά και τώρα, και ήταν όντως ο φόβος και ο τρόμος όλων των ανθρώπων της υπαίθρου αλλά και πολλών άλλων που έτρωγαν μοσχαρίσιο κρέας μη γνωρίζοντας από που μπορεί να προέρχεται. Αν κάποιος είχε μόνο 2-3 «ζωντανά», μπορούσε από αυτά να ζει μια μικρή οικογένεια, συνδυάζοντας και άλλες δουλειές, όπως κάποιο χωράφι ή κήπο με ζαρζαβατικά. Το να χάσει ένα και μόνο ζώο και να πρέπει να το αναπληρώσει ήταν οικονομικός θάνατος για πολλούς, μιας και το κόστος ήταν δυσβάσταχτο και δύσκολα προχωρούσε κάποιος σε μια τέτοια ενέργεια. Όλα αυτά τα συναισθήματα δίνονται συμπυκνωμένα στις λίγες σελίδες του διηγήματος ωθώντας την εξέλιξη στα κατάλληλα σημεία.
Τέλος «Μια κρυμμένη αλήθεια» στο Πασαλιμάνι του Πειραιά που θυμίζει και πάλι τα λαβκραφτικά κείμενα και την επίδρασή τους στο συγγραφέα. Το μεταφυσικό κάνει την εμφάνισή του κι εδώ, μέσα από ένα θέμα που θυμίζει μάγισσες των αδερφών Γκριμ, εκείνες που έτρωγαν παιδάκια σαν τον Χάνσελ και τη Γκρέτελ. Ένας συνδυασμός από τα πολύ πρώιμα παιδικά διαβάσματα και από τα κλασσικά γραπτά τρόμου που έρχεται και δένει στον Πειραιά του σήμερα και στη σκιά της νύχτας. Η νύχτα είναι πάντα σύμμαχος του τρόμου και φαίνεται και σχεδόν σε όλες τις προηγούμενες ιστορίες. Εκτός ίσως από την πρώτη, αλλά κι εκεί τα σκοτάδια της θάλασσας παίζουν το ρόλο τους.
Ο Μιχάλης Δαγκλής δίνει ένα εξαιρετικό πρώτο δείγμα δουλειάς και μια υπόσχεση για ακόμα περισσότερα. Χαίρομαι που έχουμε ανθρώπους που προσπαθούν να κάνουν το όνειρό τους πραγματικότητα και ανθρώπους που τους στηρίζουν σε αυτή την προσπάθεια. Χαίρομαι επίσης που έχουμε Έλληνες συγγραφείς τρόμου, που γράφουν ιστορίες εμπνευσμένες από τον τόπο μας, ώστε να γίνονται και πιο κατανοητές και πιο εύκολα αποδεκτές από το Ελληνικό κοινό και να μην απορρίπτονται σαν αντιγραφές των ξένων!
0
Ταξίδι στην αρχή του χρόνου!
Μετά το ταξίδι τους στην εποχή της Αναγέννησης και τη γνωριμία τους με τον Λεονάρντο ντα Βίντσι, ο Τεό και η Λεονί, ελπίζουν να βρεθούν πίσω στο σπίτι τους. Με τη βοήθεια του σοφού Λεονάρντο, αλλάζουν τα κοκαλάκια στο μαγικό περιδέραιο στο συνδυασμό που πιστεύουν πως θα τους γυρίσει πίσω στην εποχή τους. Όμως κάνουν ένα τρομερό λάθος και καταλήγουν εκατομμύρια χρόνια μακριά από τον προορισμό τους, στην εποχή των δεινοσαύρων. Όχι μόνο δεν έχουν καταφέρει να επιστρέψουν σπίτι τους, αλλά έχουν απομακρυνθεί ακόμα περισσότερο.
Στην μακρινή και εχθρική αυτή εποχή, θα τα βάλουν με τεράστιους δεινόσαυρους και θα έχουν έναν ανέλπιστο σύμμαχο! Θα κάνουν όμως και ένα καινούριο φίλο, ένα προϊστορικό λεμούριο. Χάρις σ’ αυτόν θα ανακαλύψουν τα ερείπια του αρχαιότερου πολιτισμού της γης. Κι ενώ μια βροχή μετεωριτών απειλεί να αλλάξει τη μορφή της γης όπως τη γνώριζαν οι δεινόσαυροι, τα παιδιά και ο Λεονάρντο θα ανακαλύψουν πολύτιμα μυστικά για το ταξίδι στο χρόνο και θα προσπαθήσουν για άλλη μια φορά να επιστρέψουν σπίτι τους. Αλίμονο όμως, αντί για αυτό, θα βρεθούν κάπου αλλού και οι περιπέτειές τους θα συνεχιστούν.
Η υπέροχη ιστορία των δυο παιδιών και του διάσημου ζωγράφου, επιστήμονα και εφευρέτη συνεχίζεται με τον ίδιο ρυθμό, τον ίδιο ενθουσιασμό και την ίδια εφευρετικότητα. Οι μικροί ήρωες απογοητεύονται όταν δεν μεταφέρονται πίσω στο σπίτι τους, όμως δεν το βάζουν κάτω και προσπαθούν να κάνουν ότι μπορούν για να βρεθούν και πάλι πίσω στο σπίτι τους. Παρόλο που είναι τόσο μικροί και οι δυο τους, δεν πτοούνται αλλά προσπαθούν να βοηθήσουν στην επιδιόρθωση του σκάφους που ελπίζουν να τους πάει πίσω στο σπίτι. Καθώς όμως είναι παιδιά, είναι λογικό να παρασυρθούν από το καινούριο και να θέλουν να το εξερευνήσουν, με κίνδυνο ίσως τη ζωή τους. Άλλωστε, τα παιδιά στην ηλικία του Τεό, έχουν μια σχετική άγνοια κινδύνου που δεν τους περιορίζει, ούτε τους προειδοποιεί για το κακό που ελοχεύει. Είναι όμως και πιο ανοιχτά σε νέες περιπέτειες και νέους φίλους, οπότε εκεί που μπορεί να κινδυνεύουν, μπορούν πολύ εύκολα να εμπιστευτούν και κάποιον που θα τους οδηγήσει μακριά από τον κίνδυνο. Μερικές φορές και το αντίθετο, αλλά δεν είναι η τροπή που παίρνει η ιστορία μας.
Αγαπήσαμε και αυτή την ιστορία του Τεό και της Λεονί και μάθαμε για τους δεινόσαυρους και την εποχή στην οποία έζησαν. Είδαμε και διαβάσαμε για τα είδη των δεινοσαύρων που υπήρχαν σε κάθε εποχή και πόσο μοιάζουν ή πόσο διαφορετικά είναι μεταξύ τους, αλλά και με τα ζώα που υπάρχουν και κατοικούν πλέον στη γη! Πιο συγκεκριμένα διαβάσαμε για την Κρητιδική περίοδο, την εποχή πριν το τέλος των δεινοσαύρων, αλλά και για τους γεωλόγους, τους επιστήμονες που μελετούν τη γη και τη σύνθεσή της!
Είχα χρόνια να διαβάσω βιβλίο της Βίκυς Στουφή, όμως όταν διάβασα το «Μια μελωδία για την Εύα» θυμήθηκα τη γνωστή γραφή της, Τα βιβλία της έχουν συνήθως μια ηρωίδα, η οποία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο προσπαθεί να ζήσει μια ήρεμη ζωή, όμως κάτι της τυχαίνει. Στην προκειμένη περίπτωση, η Εύα Βάρναλη είναι μια σοπράνο της όπερας, η οποία ζει και εργάζεται στη Ρώμη, παρέα με τη μητέρα και την αδερφή της. Φαινομενικά, έχουν μια ήσυχη ζωή, όμως αυτό που δείχνει η ίδια στην αρχή είναι πως πιστεύει ότι η μητέρα και η αδερφή της την εκμεταλλεύονται. Κάπου εκεί, η Εύα φεύγει μακριά από τη Ρώμη, χωρίς να αφήσει στοιχεία πίσω της. Θέλει να απομακρυνθεί από όλους. Το γεγονός πως ο αρραβωνιαστικός της Νικολά Ντε Λούκα, ένας αριστοκράτης πολιτικός, την απατά, της δίνει το έναυσμα που χρειάζεται.
Πιστεύει ότι κρύβει καλά τα ίχνη της πηγαίνοντας στο Τρούρο της Κορνουάλης, όμως σύντομα την ακολουθούν εκεί και οι τρεις άνθρωποι από τους οποίους θέλει τόσο πολύ να απομακρυνθεί. Περνώντας χρόνο μακριά τους, γνωρίζει τον Μπεν Άστον, έναν γοητευτικό κύριο που θα της τραβήξει την προσοχή και θα τη βοηθήσει να ξεπεράσει την απογοήτευσή της. Όμως ένας φόνος θα ταράξει τα νερά που με τόσο κόπο κατάφερε να ηρεμήσει και κρυμμένα μυστικά θα βγουν στην επιφάνεια. Ο Ελληνικής καταγωγής επιθεωρητής Θάνος Δαρνέζης θα ρίξει φως στην υπόθεση και όλα θα πάρουν το δρόμο τους.
Η ιστορία περιπλέκει το μυστήριο και το τρόπον τινά αστυνομικό μυθιστόρημα με το ρομαντισμό, σε δόσεις όμως που του ταιριάζουν αρκετά και που είναι ούτως ή άλλως το είδος που γράφει η συγγραφέας. Και αυτή τη φορά αποδίδει αυτό που πιστεύω ότι θέλει να αποδώσει και οι αναγνώστες της θα το ευχαριστηθούν. Η ηρωίδα φαίνεται πως είανι ένας ευαίσθητος άνθρωπος που έχει μάθει και προτιμά την ασφάλεια της οικογένειας. Παρόλο που έχει πικραθεί και από τον αρραβωνιαστικό αλλά και από την αδερφή της πολύ, εντούτοις, όταν η δεύτερη δολοφονείται, οι ισορροπίες μέσα της καταρρέουν και οι όποιες αποφάσεις είχε πάρει, περνάνε πλέον μέσα από ένα άλλο πρίσμα. Όλος ο δυναμισμός που είχε συσσωρευτεί από τις σκέψεις της και τις πράξεις που την είχαν ωθήσει να μεταμορφωθεί σε ένα πιο ανεξάρτητο και αυτόβουλο πλάσμα, αρχίζει να καταλαγιάζει και όταν ένα ακόμα γεγονός έρχεται να προστεθεί στα δυσάρεστα γεγονότα των ημερών, τότε αφήνεται ακόμη πιο ευαίσθητη και ευάλωτη από πριν.
Είναι λογικό, όταν έχουμε χάσει δικούς μας ανθρώπους να είμαστε ευάλωτοι, να δούμε πως η ζωή είναι εφήμερη και να χαλαρώσουμε τις άμυνές μας, ή να προσπαθήσουμε να βρούμε τι είναι αυτό που θα μας επιτρέψει να ζήσουμε τη ζωή μας στο έπακρο. Για την ηρωίδα, αυτό είναι η συγχώρεση και η μετάνοια. Ναι, είναι λογικό να συγχωρέσει την απιστία του αρραβωνιαστικού της όντας ευάλωτη και έχοντας χτυπηθεί τόσο συναισθηματικά, όμως μια τέτοια απιστία πιστεύω πως θα έπαιρνε τόσο εύκολα συγχωροχάρτι και πάσο ελευθέρας. Το συγκεκριμένο σημείο μου φάνηκε υπερβολικό, αν και πιστεύω πως εξυπηρετούσε πολύ την πλοκή στη συνέχεια. Ίσως να χρειαζόταν καλύτερη δικαιολόγηση για να γίνει πιο πιστευτό.
Πέρα από αυτό όμως, κι ενώ πρόκειται για ένα βιβλίο 700 σελίδων, η αφήγηση κυλάει πολύ γρήγορα, σα νερό και διαβάζεται πολύ πολύ εύκολα. Σίγουρα κρατάει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, και η προσπάθεια να διανθίσει διάφορες πτυχές του χαρακτήρα των ηρώων και να δώσει περισσότερα στοιχεία για όλους είναι πολύ καλή.
Το μήνυμα που θέλει να περάσει η συγγραφέας είναι πως πρέπει να προσφεύγουμε στη συγχώρεση και στη μετάνοια και όχι στην οργή και την εκδίκηση. Τα πρώτα θα μας φέρουν γαλήνη και ηρεμία ενώ τα δεύτερα θα μας κατατρέχουν για πάντα και δε θα μας αφήσουν ποτέ να βρούμε την ψυχική ηρεμία που χρειαζόμαστε. Πιο πιθανό είναι δε να χάσουμε τον εαυτό μας.
«Ο Φίλος του Πέδρο» είναι σαν φθινοπωρινό απόγευμα. Ξεκινάει με έναν Ελληνικό Σεπτεμβριάτικο ήλιο και μπορεί να καταλήξει σε μια νεροποντή άνευ προηγουμένου. Ο Φίλος του Πέδρο είναι ο ήρωας του ήρωα συγγραφέα του βιβλίου. Ένα βιβλίο μέσα σε ένα βιβλίο και ένας ήρωας που γράφει για έναν άλλο ήρωα. Οι σκέψεις τους ταυτίζονται, χωρίζουν μονοπάτια και ξαναβρίσκονται και πάλι στο ίδιο σημείο, προσπαθώντας να διεκδικήσουν καθένας για τον εαυτό του την πηγαία σκέψη και την αυθεντικότητα.
Ο Κώστας Καλημέρης γράφει για όλα αυτά που θέλει να μιλήσει, για όλα αυτά που θέλει να ακούσει, για να απομυθοποιήσει το σήμερα αλλά και το χθες, αλλά και για να ταξιδέψει σε ένα άλλο ουρανό. Με φόντο πότε την Αθήνα και πότε τη Βαρκελώνη, ο ήρωας αλλά και ο ήρωας του ήρωα, θα βρεθούν σε ένα καφενείο ή σε ένα μπαρ, μέρη και τα δύο στα οποία μπορούν να γίνουν συζητήσεις απρογραμμάτιστες και ελεύθερες. Μέρη στα οποία μπορεί να γνωρίζουν μια γυναίκα. Μέρη στα οποία θα βρεθούν με φίλους, θα θυμηθούν τα παλιά ή θα εμπιστευτούν ο ένας στον άλλο τα νέα.
Η αφήγηση περνάει από πολλά στάδια και είδη. Υπάρχει το μυθιστόρημα και η νουβέλα, ακόμα κι αυτή που γράφει ο ήρωας. Υπάρχει η μαρτυρία και το οδοιπορικό μιας ψυχής. Λόγια βαθιά και βαθιά θαμμένα μυστικά, αλλά και σκέψεις που ταλανίζουν το συγγραφέα. Ο Κώστας Καλημέρης μοιράζεται με τον αναγνώστη όλα αυτά που μέχρι τώρα γνωρίζει μόνο ο εαυτός του και όσοι τον ακούν να μιλά κρυμμένος στα σκοτάδια, με μια σκιά που του επιτρέπει να πει όσα δε θα έλεγε φανερά.
Τον Αύγουστο διάβασα τη νουβέλα «Ο καρπός της αμαρτίας» που κάνει μια εισαγωγή για το τρίτο βιβλίο της σειράς «Θεοί και Δαίμονες», που το περίμενα να κυκλοφορήσει τέλος Σεπτέμβρη με αρχές Οκτώβρη. Τελικά, καθυστέρησα να το πιάσω στα χέρια μου, λόγω έλλειψης χρόνου. Όμως με ευκαιρία την παρουσίαση του βιβλίου που έγινε πριν λίγες μέρες, το πήρα και το διάβασα.
Στη νουβέλα βρισκόμαστε στις φυλακές Πρίζνοβ και γνωρίζουμε μια νέα Λερόιλ τη Σάρα, αλλά και μία ακόμα τη Χάνα. Η νουβέλα είναι κατά βάση από την πλευρά της Σάρα επικεντρώνεται σε εκείνη. Μου άρεσε πολύ σαν χαρακτήρας, τη συμπάθησα και περίμενα να τη δω περισσότερο στο τρίτο βιβλίο, όπως και έγινε. Η «Κυριαρχία» λοιπόν, ξεκινά από το σημείο που μας αφήνει η νουβέλα. Η Μέγκαν και ο Μέισον, ο καθένας για τους δικούς τους λόγους, βρίσκονται σε ένα αερόπλοιο με προορισμό τις φυλακές Πρίζνοβ. Η Μέγκαν πιστεύει πως εκεί θα βρει τον αναστημένο Κορβίνιους, που θα της δείξει με ποιον τρόπο θα φέρει πίσω τον αδερφό της και ο Μέισον ψάχνει για τη μητέρα του.
Φτάνοντας στις φυλακές βρίσκουν ένα πανδαιμόνιο μιας και υπάρχει ήδη μια εξέγερση σε εξέλιξη. Και όχι μόνο αυτό, αλλά εκτός από τους φυλακισμένους Λερόιλ που προσπαθούν να ελευθερωθούν, έχει ελευθερωθεί και ένα μεγαλύτερο κακό, όπως είδαμε και στη νουβέλα. Και αυτό, δεν είναι εύκολο να τεθεί υπό έλεγχο από τους φρουρούς. Όσο δυνατοί και αν είναι οι Ρεμόρ, υστερούν μπροστά στο πλάσμα αυτό λόγω της φύσης τους.
Η Μέγκαν και ο Μέισον, σύμμαχοι από ανάγκη, κάνουν τα αδύνατα δυνατά ώστε να πετύχουν το σχέδιό τους. Καταφέρνουν να εισχωρήσουν στις φυλακές με ένα τρόπο που δε γίνεται κατανοητός στην αρχή αλλά αρκετά αργότερα, όταν θα γίνει αντιληπτός από τη Μέγκαν και όσο η ιστορία θα αφηγείται από τη μεριά της. Πέρα από αυτή τη συμμαχία, έχουμε και άλλη μια νέα συμμαχία από ανάγκη. Όταν πια στη συνέχεια της ιστορίας περισσότεροι από τους ήρωες της σειράς θα βρεθούν στις φυλακές, ο Τζέσε θα έρθει πολύ κοντά με τις δύο θηλυκές Λερόιλ που γνωρίσαμε στη νουβέλα. Οι τρεις τους θα αποκοπούν και θα δεθούν μεταξύ τους από ανάγκη στην αρχή, όμως το είδος της ανάγκης θα αλλάξει στη συνέχεια.
Μια από τις αποκαλύψεις του βιβλίου είναι ο Τζέσε. Στο τρίτο βιβλίο μαθαίνουμε την ιστορία και από τη δική του πλευρά. Ο ρόλος του είναι να προστατεύσει τη Μέγκαν, γι’ αυτό και βρίσκεται εκεί. Από την πρώτη στιγμή άλλωστε το δείχνει. Αυτό που δεν περίμενα όμως ήταν να τον δούμε σε τόσο προσωπικές στιγμές και μάλιστα με τόσο ωμό τρόπο. Ο Τζέσε μπορεί να είναι κάφρος και μπορεί η συγγραφέας να ήθελε να δείξει πόσο πολύ τον επηρεάζει η κατάσταση στην οποία βρίσκεται (όταν το διαβάσετε θα καταλάβετε), αλλά θα περίμενα να γίνει με έναν άλλο τρόπο. Η αίσθηση που ξυπνάει μέσα του έχει πολλούς τρόπους να δείξει πόσο τον επηρεάζει και ως ένα βαθμό αυτό φαίνεται στο βιβλίο, μιας και οι περιγραφές της αίσθησης αυτές καθ’ εαυτές είναι πανέμορφες. Ο τρόπος που επιλέγει όμως να δώσει έμφαση η συγγραφέας μεταφέρει το βιβλίο έξω από τη σφαίρα του young adult, στην οποία είχαμε συνηθίσει τα προηγούμενα βιβλία της σειράς και την οποία προτιμούσα για να πω την αλήθεια, και το μεταφέρει στην κατηγορία του new adult.
Μου άρεσε πολύ η πλευρά της Σάρας και χάρηκα πολύ που είδαμε και τη δική της οπτική γωνία. Είναι πολύ συμπαθητικός χαρακτήρας και φαίνεται ότι παλεύει ανάμεσα σε αυτά που θέλει και σε αυτά που με κάποιο τρόπο της επιβάλλονται. Άλλη μια δυναμική παρουσία, σε αντίθεση με τη Χάνα που είναι πιο ήπια και πιο αδύναμη. Η κάθε μία αντιδρά με διαφορετικό τρόπο στις καταστάσεις και έτσι δεν υπάρχει περίπτωση να τις μπερδέψεις. Και σίγουρα συμβαίνουν πολλά μέχρι το τέλος του βιβλίου. Στις τελευταίες 60 σελίδες η δράση είναι καταιγιστική, όπως και στην αρχή και η μία σκηνή ακολουθεί την άλλη σχεδόν χωρίς ανάσα!
Καθώς οι ήρωες και οι οπτικές αυξάνονται, καταλαβαίνει κανείς πως δεν περιπλέκονται όλα γύρω από τη Μέγκαν και μόνο και περιμένουμε να δούμε τι μας επιφυλάσσει η συνέχεια. Άλλωστε με τέτοιο τέλος, περιμένουμε πλέον να δούμε τα πάντα!
Το «Εκεί που κοιμάται το φεγγάρι» είναι ένα βιβλίο με υπέροχη εικονογράφηση και μια ιστορία αναζήτησης, μαγείας και καλής συνεργασίας.
Το φεγγάρι έχει πέσει για ύπνο και δεν έχει ξυπνήσει εδώ και εκατό νύχτες. Όμως μαζί με το φεγγάρι, απουσιάζουν και τα όνειρα και ποιος μπορεί να ζήσει χωρίς όνειρα; Οι κάτοικοι του πλανήτη Ουράνια έχουν συγκεντρωθεί προσπαθώντας να βρουν μια λύση για να ξυπνήσουν το φεγγάρι. Ο Σίλβερ, μια μικρή ιδιοφυΐα έχει βρει τη λύση, όμως θα πρέπει να ταξιδέψει μακριά. Έτσι ξεκινάει άμεσα το ταξίδι του με το ειδικό του αερόστατο.
Στη Γη, η Μαρτίνα δεν μπορεί να πιστέψει πως το φεγγάρι θα συνεχίσει να απουσιάζει. Μα δεν είναι δυνατόν να συνεχιστεί άλλο αυτή η κατάσταση. Αποφασισμένη, ανεβαίνει στη σοφίτα του σπιτιού της, όπου υπάρχουν πολλά παιχνίδια αλλά και όλα τα εργαλεία που χρειάζεται. Έχει μια ιδέα για το πως θα διορθώσει τα πράγματα και αμέσως επιδίδεται στην υλοποίησή της, Όμως η ηλεκτρομαγνητική καταιγίδα που θα προκαλέσει άθελά της, θα τραβήξει και το σκάφος του Σίλβερ.
Μιας και οι δυο τους, αν και άγνωστοι μεταξύ τους, προσπαθούν για τον ίδιο σκοπό, θα ενώσουν τις δυνάμεις τους, τη σοφίτα, τα παιχνίδια και το αερόστατο και θα ξεχυθούν στο διάστημα για να βρουν αυτό που μπορεί να ξυπνήσει το φεγγάρι. Θα τα καταφέρουν άραγε;
Μια έξυπνη ιστορία φαντασίας κατάλληλη για παιδιά από πέντε χρονών και πάνω, που τους μυεί στα φανταστικά ταξίδια του διαστήματος με ένα πολύ διαφορετικό, αλλά όμορφο τρόπο. Ένα σύμπαν το οποίο δεν ξέρουμε πως μπορεί να είναι, αλλά κάπου εκεί μέσα θα πρέπει να είναι και το φεγγάρι αφού είναι ψηλά στον ουρανό. Είναι όμως και όλοι οι κάτοικοί τους, που μπορεί να μην ξέρουμε πως είναι, αλλά τους φανταζόμαστε. Και τα παιδιά διαθέτουν μεγάλη φαντασία και δε θα τους φανούν παράξενα τα πλάσματα που θα δουν στο βιβλίο, αλλά ευφάνταστα.
Μιλώντας για τα πλάσματα του διαστήματος, θέλω να αναφερθώ στην εικονογράφιση του βιβλίου η οποία έγινε από την ίδια τη συγγραφέα και είναι υπέροχη. Δυναμικά χρώματα που τραβούν το μάτι του μικρού αναγνώστη, όπως το πράσινο που κυριαρχεί στο εξώφυλλο, αλλά και σε αρκετά άλλα σημεία μέσα στο βιβλίο, αλλά και το γαλάζιο του ουρανού και του φεγγαριού. Υπέροχες, μοναδικές ιδέες που μεταμορφώνονται στα εργαλεία της μικρής ηρωίδας ή στα παιχνίδια που έχει στη σοφίτα της. Τα σχέδια της Grazia La Padula είναι μοναδικά και χαρακτηριστικά δικά της σχέδια. Δεν είναι κάτι που θα θυμίζει ένα άλλο εικονογραφημένο ή κάποιον άλλο καλλιτέχνη. Το μόνο που μπορεί να σου θυμίσουν, είναι άλλα βιβλία της και εικονογραφήσεις που έχει κάνει. Έχει τη δική της καλλιτεχνική ταυτότητα και φόρμα και είναι πλέον αναγνωρίσιμη.
Πέρα όμως από τα υπέροχα σχέδια που θα ενθουσιάσουν τα μικρά παιδιά, είναι και τα μηνύματα που θέλει να περάσει. Η συνεργασία για ένα κοινό σκοπό είναι ένα από τα βασικά κομμάτια του βιβλίου, αφού ο Σίλβερ με τη Μαρτίνα, θα κάνουν αυτό που θεωρείται πολύ πιο δύσκολο, ίσως και ακατόρθωτο για μερικούς. Το να συνεργαστούν δηλαδή δύο άνθρωποι που έχουν τον ίδιο στόχο και να μην προσπαθήσει ο καθένας να επιβάλει την άποψή του στον άλλο. Οι ενήλικες δύσκολα καταφέρνουν να συνεργαστούν ειδικά όταν έχουν διαφορετικές λύσεις να προτείνουν στο ίδιο πρόβλημα. Θα πρέπει να είναι καλοί φίλοι ή κάποιος να είναι πιο υποχωρητικός. Όμως στα παιδιά αυτό βγαίνει πολύ πιο εύκολα. Παραμερίζουν εγωισμούς και ισχυρογνωμοσύνες και πιάνονται από το χέρι για να καταφέρουν μαζί αυτό που θέλουν.
Είχα την τύχη να διαβάσω ένα βιβλίο που αγάπησα τόσο, που δεν ήθελα με τίποτα να το αφήσω από τα χέρια μου. Ότι κι αν έκανα, γύριζα πάλι πίσω όλο χαρά και προσμονή να το ξαναπιάσω στα χέρια μου. Γι’ αυτό άλλωστε δεν άργησα να το τελειώσω, παρά το μέγεθός του. Πρόκειται για ένα πανέμορφο ταξίδι που ξεκινάει με το «Θησαυρό της Δαμασκού».
Η ιστορία μας πάει πίσω στο 674 μ.Χ, όταν τα πλοία του χαλίφη Μωαβία Α’ έχουν περικυκλώσει την Κωνσταντινούπολη και απειλούν με πολιορκία. Ο Κωνσταντίνος Δ’ χρειάζεται χρήματα για να μπορέσει να αμυνθεί με επιτυχία, οπότε και στέλνει έναν έμπιστο στρατιώτη στη Δαμασκό. Αποστολή του είναι να βρει έναν καλά κρυμμένο θησαυρό και να τον φέρει πίσω στην Πόλη. Ο Αστέριος, μαζί με τον μουγκό ξάδερφό του Σπανό, θα ταξιδέψουν στην Αραβοκρατούμενη Δαμασκό και θα προσπαθήσουν να ολοκληρώσουν την αποστολή τους. Για καλή τους τύχη, θα έχουν σύμμαχο την κόρη του χαλίφη, Ααζίν, η οποία εκτός του ότι γνωρίζει την περιοχή, διαθέτει και κάποιες δυνάμεις που της έχουν δοθεί άνωθεν, μια κληρονομιά των Ομεϋαδών από τον προφήτη τους, που όμως θα τους φανεί πολύ χρήσιμη στην αναζήτηση του θησαυρού.
Το ταξίδι τους θα φέρει εκπλήξεις, όχι μόνο στους ίδιους αλλά και στο παλάτι του χαλίφη. Οι δοκιμασίες που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν, θα τους βοηθήσουν να γνωριστούν καλύτερα μεταξύ τους αλλά και τους ίδιους τους εαυτούς τους. Οι δυο θρησκείες θα τους χωρίσουν και θα τους ενώσουν με τρόπο που δεν περίμεναν μέχρι η αναζήτησή τους να φτάσει στο τέλος της.
Η Δανάη Ιμπραχήμ, εμπνευσμένη από τη διττή κληρονομιά της, γράφει μια ιστορία που ενώνει δύο πολιτισμούς και δυο θρησκείες. Το Βυζάντιο του Χριστιανισμού συναντά τον Αραβικό κόσμο σε ένα μυθιστόρημα που ταξιδεύει τον αναγνώστη στα βάθη της Ανατολής αλλά και της Ιστορίας. Βασισμένη στον ναυτικό αποκλεισμό της Κωνσταντινούπολης από το Αραβικό χαλιφάτο, την πρώτη πολιορκία που δέχτηκε η πόλη από τους Άραβες, σκαρφίζεται μια ιστορία με πρόφαση την ανάγκη του Κωνσταντίνου Δ’ να διασφαλίσει την άμυνα της πόλης. Ένας θησαυρός καλά κρυμμένος στη Δαμασκό, από τον καιρό που οι Χριστιανοί ζούσαν σε αυτούς τους τόπους είναι ο κατάλληλος λόγος για να ταξιδέψουν δυο Χριστιανοί στα μέρη αυτά. Και μάλιστα, για να μην τον έχουν ήδη ανακαλύψει οι Άραβες, τότε σημαίνει πως φυλάσσεται πολύ καλά.
Το ταξίδι στη Δαμασκό ήταν φανταστικό. Έχοντας διαβάσει πολλά βιβλία που είτε γράφτηκαν από Μουσουλμάνους συγγραφείς, είτε μιλούσαν για τον Αραβικό κόσμο και τους Μουσουλμάνους, έχω έρθει πολύ κοντά στον πολιτισμό και της θρησκεία τους και οι διαφορές ή οι ιδιαιτερότητες που έχουν, όπως θα τις έβλεπε ένας Δυτικός ή ένας Χριστιανός, δε μου είναι άγνωστες. Γι’ αυτό ούτε με ξένισε, αλλά ούτε και με παραξένεψε κάτι από όσα διάβασα. Αντίθετα, το ευχαριστήθηκα πολύ, καθώς πιστεύω πως απέκτησα περισσότερες γνώσεις στον τομέα αυτό μέσα από το βιβλίο. Η αλήθεια είναι ότι είναι πολλές οι εικόνες που δημιούργησα στο μυαλό μου με βάση τα όσα διάβαζα και έτσι ήταν πολύ εύκολο για μένα να χαθώ στον κόσμο του.
Στο πρώτο αυτό βιβλίο με τις ιστορίες του «Θησαυρού της Δαμασκού» γνωρίζουμε πολύ καλά τους χαρακτήρες, που φαίνεται ότι θα παίξουν πρωταρχικό ρόλο και στην συνέχεια. Αφενός έχουμε τους τρεις κύριους χαρακτήρες που αναζητούν το θησαυρό. Τον Αστέριο, το Σπανό και την Ααζίν.
Ο Αστέριος είναι ένας Χριστιανός στρατιώτης του θεματικού στρατού, πιστός στον αυτοκράτορα και στη θρησκεία του, θεωρεί εχθρούς τους Άραβες και Μουσουλμάνους και τους μισεί με βάση όσα έχει ακούσει και φαντάζεται αλλά και όσα έχει δει στον πόλεμο. Μέσα από αυτό το ταξίδι όμως, θα ανακαλύψει πολλά περισσότερα από την πραγματική φύση των Μουσουλμάνων. Θα μάθει πως δεν πρέπει να πιστεύει τυφλά κάποιον, να κρίνει από τις εμπειρίες του και να είναι πιο διαλλακτικός. Ο Σπανός είναι ένας υπέροχος άνθρωπος. Όσα του στέρησε η φύση θα έρθει να του τα δώσει τώρα αυτό το ταξίδι. Νόμιζε πως απλά θα πήγαινε για να κάνει παρέα στον ξάδερφό του, όμως τελικά έκανε νέους φίλους και βρήκε κι αυτός ένα θησαυρό. Η Ααζίν από την άλλη έχει μάθει από μικρή να αγαπάει και να βοηθάει τους ανθρώπους. Μεγαλωμένη μέσα στο παλάτι, έχει αναμειχθεί θέλει δε θέλει σε διαμάχες, όμως βλέπει τι είναι καλό για όλους και για αυτό προσπαθεί. Είναι ο φύλακας άγγελος της παρέας κατά κάποιο τρόπο, είναι όμως και αυτή που τους ενώνει όλους.
Αλλά και οι υπόλοιποι χαρακτήρες είναι πολύ ενδιαφέροντες και συμβάλλουν στο να δημιουργηθεί η κατάλληλη ατμόσφαιρα που είχε στο νου της η συγγραφέας. Αγάπησα την Ιστάρ, το Γιαζίντ και τη Ζαχρά και περιμένω να δω και τους υπόλοιπους χαρακτήρες στο επόμενο βιβλίο ακόμα περισσότερο. Μου έλειψε λιγάκι ο Ιμπραχήμ, αλλά φαντάζομαι πως είχε κι αυτό τη σκοπιμότητά του. Ίσως στο επόμενο βιβλίο τον δούμε περισσότερο, μιας και σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο, θα πρέπει να πάρει τη σκυτάλη από την αδερφή του.
Διαβάστε το!
Ένα από τα στοιχεία που με εξιτάρουν σαν αναγνώστρια είναι οι δόσεις αλήθειας που υπάρχουν στα βιβλία, ειδικά όταν πρόκειται για κρυμμένες αλήθειες του παρελθόντος που πονάνε. Αυτό το στοιχείο υπάρχει έντονο στο βιβλίου του Antonio Ferrari με τίτλο «Το μυστικό».
Μία ή περισσότερες αλήθειες είναι κρυμμένες πίσω από την απαγωγή και τελικά τη δολοφονία του Άλντο Μόρο, πρώην πρωθυπουργού της Ιταλίας και γραμματέα του κόμματος της Χριστιανικής Δημοκρατίας, το 1978. Ο δημοσιογράφος της Corriere della Sera μιλά μυθιστορηματικά για τα γεγονότα που έπληξαν την Ιταλία και συγκλόνισαν τον πολιτικό κόσμο. Μια εποχή που η τρομοκρατία δρούσε με καταιγιστικούς ρυθμούς και πάλευε για όσα θεωρούσε σωστά, ο Ιταλικός λαός θρηνούσε νεκρούς κάθε λίγο, μέχρι που ήρθε η ώρα να θρηνήσει και έναν από τους πιο γνωστούς και σημαντικούς πολιτικούς της χώρας.
Το Μάρτιο του 1978, στο ξενοδοχείο Μάριοτ της Ουάσινγκτον, μια μεγάλη συνωμοσία είναι στα σκαριά. Τέτοια που εξαπλώνεται σε αρκετές χώρες και θυμίζει πολύ από τα πολιτικά και επιχειρηματικά παιχνίδια της σημερινής εποχής. Αμερικανοί, Γάλλοι και Ιταλοί παίζουν τον κύριο ρόλο. Μέσα στο παιχνίδι όμως μπλέκονται ακόμα ένας Τσεχοσλοβάκος με τη γυναίκα του, ένας Ρουμάνος και τουλάχιστον ένας Ισραηλινός. Τα διεθνή συμφέροντα είναι τόσο μπλεγμένα και οι εκβιασμοί κρατούν γερό χαρτί στο τραπέζι που στήθηκε η παρτίδα. Όταν δεν έχεις τίποτα να χάσεις, δεν μπορεί να σε αγγίξει κανένας. Όταν όμως έχεις πολλά, τότε πρέπει να κάνεις ότι σου ζητηθεί.
Κάπως έτσι ο Αμερικανός Ρον Τ. Στιούαρτ, πρώην πράκτορας της CIA, μεταβαίνει στο Παρίσι, τη Γένοβα και το Μιλάνο ακολουθώντας οδηγίες και εκτελώντας διαταγές. Όλες οι αποφάσεις έχουν παρθεί και δεν μπορεί να κάνει πίσω. Τα νήματα κινούν άλλοι, που δε γνωρίζει και δεν μπορεί να αντιληφθεί τα συμφέροντα που τα υποκινούν. Όμως ξέρει πολύ καλά πως δεν μπορεί να κάνει πίσω, γι’ αυτό και βοηθάει τις Ερυθρές Ταξιαρχίες να αποκτήσουν τα όπλα που χρειάζονται για τον αγώνα τους, αλλά και για την επίτευξη του μεγάλου στόχου τους. Την απαγωγή του γραμματέα της Χριστιανικής Δημοκρατίας.
Το βιβλίο αυτό, όπως μας γνωστοποιεί ο ίδιος ο συγγραφέας, έμεινε κρυμμένο βαθιά σε σκοτεινά συρτάρια για τριάντα πέντε ολόκληρα χρόνια. Όταν γράφτηκε, ήταν πολύ νωρίς για να θιχτεί το συγκεκριμένο θέμα και άλλωστε, εκείνη την εποχή, τα περισσότερα που περιγράφονται είναι εικασίες του Ferrari. Μετά από τόσα χρόνια όμως, πολλά έχουν έρθει στο φως και πολλές από τις εικασίες επιβεβαιώθηκαν. Πλέον, είναι ένα κομμάτι της μεταπολεμικής ιστορίας της Ιταλίας και έχει φύγει από τη σφαίρα των θεμάτων ταμπού. Με μια λογοτεχνική λοιπόν ματιά, ο συγγραφέας επιχειρεί να ρίξει φως στην υπόθεση Μόρο, μέσα από μια ατμόσφαιρα που αντικατοπτρίζει τη σημερινή εποχή. Τόσο προφητικός ήταν στην εκδοχή του, που με τη σημερινή σκέψη ο αναγνώστης μπορεί άνετα να δεχτεί την συγκεκριμένη εκδοχή σαν πραγματικότητα.
«Το μυστικό» είναι στην ουσία ένα πολιτικό θρίλερ, με έντονα τα κομμάτια της τρομοκρατίας, δεδομένου και του θέματος που πραγματεύεται και που το κάνει τόσο ζωντανό, ειδικά σε όσους έχουν ασχοληθεί με τη συγκεκριμένη εποχή ή την ίδια την οργάνωση των Ερυθρών Ταξιαρχιών. Επηρεασμένος από την αποκάλυψη της μεγάλης μασονικής στοάς της Ιταλίας (Propaganda Due ή P2) το Μάρτιο του 1981, δημιούργησε μια διεθνή οργάνωση που κατάφερε να διεισδύσει και να ελέγξει τουλάχιστον κάποιους από τους πυρήνες των Ερυθρών Ταξιαρχιών. Κανείς δεν μπορεί να βεβαιώσει ή να διαψεύσει ένα τέτοιο σενάριο. Άλλωστε για την κοινή γνώμη, υπεύθυνοι για το θάνατο του Μόρο είναι οι τρομοκράτες. Το τρομακτικό είναι, ξαναλέω, πόσο προφητικός είναι ο συγγραφέας για την κατάσταση που πλέον επικρατεί. Οι διεθνείς συνωμοσίες πλέον είναι γεγονός και όσο και να θέλουν κάποιοι να τις καλύψουν, πολλές από αυτές πλέον αποκαλύπτονται.
Η διήγηση κυλάει σαν νερό και παρόλο που έχει γραφτεί από δημοσιογράφο, δεν θυμίζει καθόλου δημοσιογραφικό κείμενο. Είναι ένα μυθιστόρημα με πολλά ψήγματα αλήθειας και ιστορικά στοιχεία που πλέον έχουν επαληθευτεί. Η συμβολή των Γαλλικών αρχών στη διαλεύκανση της υπόθεσης έχει πια αποδειχτεί. Όπως και το γεγονός ότι οι παρακολουθήσεις συνέβαιναν και συνεχίζουν να συμβαίνουν. Δεν είναι προτέρημα των μυθιστορημάτων ή των κινηματογραφικών ταινιών μόνο, αλλά δυστυχώς μέρος της πραγματικότητας.
Μετά το «Χρυσό κλουβί» η Lackberg επανέρχεται με μια νουβέλα που πραγματεύεται την κακοποίηση των γυναικών στη χώρα της, τη Σουηδία και την αντίδραση κάποιων από αυτών. Μέσα στο πλαίσιο του είδους των βιβλίων που έγραφε μέχρι πρότινος και με σκοπό να αναδείξει τα προβλήματα των γυναικών αλλά και όσα είναι ικανές να κάνουν, συμπυκνώνει σε μια νουβέλα 168 όσα θα μπορούσε να πει σε ένα πολύ μεγαλύτερο βιβλίο.
Η πολλά υποσχόμενη δημοσιογράφος Ίνγκριντ, εγκατέλειψε την καριέρα της για χάρη του άντρα της και του παιδιού της. Όταν εκείνος ανέλαβε μια υπεύθυνη θέση που τους εξασφάλιζε τα προς το ζην, αποφάσισαν από κοινού να αφήσει εκείνη τη δουλειά της. Τώρα η Ίνγκριντ ανακαλύπτει πως ο αγαπημένος της σύζυγος την απατά. Ξανά.
Η Μπιργίτα είναι δασκάλα εδώ και πολλά χρόνια. Σύντομα όμως θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει την τάξη της, αφού μόλις έμαθε πως πάσχει από καρκίνο του μαστού. Θα το είχε ανακαλύψει νωρίτερα αν πήγαινε να κάνει τις εξετάσεις της. Δυστυχώς όμως το ανέβαλε καθώς προσπαθούσε να κρύψει ο γεγονός πως ο άντρας της την κακοποιεί.
Η νεαρή Βικτόρια από τη Ρωσία ήρθε στη Σουηδία για να παντρευτεί έναν καλό και ήσυχο αγρότη που γνώρισε στο διαδίκτυο. Σκοπός της ήταν να ζήσει μια ήσυχη και ήρεμη ζωή, μακριά από όσα την ταλαιπωρούσαν στην πατρίδα της. Στην πορεία ανακαλύπτει πως ο Μάλκε δεν είναι ο καλοκάγαθος γεματούλης που νόμιζε, αλλά κάποιος που την αντιμετωπίζει σαν ζώο.
Τρεις γυναίκες. Τρεις διαφορετικές ιστορίες, που όμως με κάποιο τρόπο θα μπλεχτούν μεταξύ τους, μιας και έχουν κάποια κοινά. Και οι τρεις έχουν παράπονα από τους άντρες τους. Και οι τρεις δέχονται μια συμπεριφορά μη αποδεκτή. Και οι τρεις θα προσπαθήσουν να βρουν ένα τρόπο να φύγουν από το τέλμα στο οποίο βρίσκονται. Ο σκοπός δεν είναι όμως μόνο να ξεφύγουν, αλλά να πάρουν και την εκδίκησή τους. Και θα το κάνουν με τον πιο σίγουρο τρόπο, ώστε να μην πέσουν πάνω τους ποτέ οι υποψίες.
Η Lackberg έχει κάνει ξεκάθαρη την υποστήριξή της τόσο στις γυναίκες που κακοποιούνται, που δέχονται ρατσιστική ή υποτιμητική συμπεριφορά λόγω του φύλου τους, που πληρώνονται λιγότερα από ότι οι άντρες συνάδελφοί τους για την ίδια δουλειά, τόσο μέσα από την επενδυτική εταιρεία Invest In Her, όσο και από τα βιβλία της. Τα τελευταία χρόνια δείχνει πιο ενεργά την υποστήριξή της στις γυναίκες και προσπαθεί να τονίσει, να βροντοφωνάξει πως δεν είναι λίγα αυτά που περνάνε πολλές γυναίκες ανά την υφήλιο σε καθημερινή βάση. Έχοντας σαν αφετηρία τη χώρα της που τη γνωρίζει καλύτερα, δημιουργεί μια υπερβολική νουβέλα ακριβώς με αυτό το σκοπό. Να πει με λίγα λόγια όσα όλοι γνωρίζουμε και προτιμούμε να μη λέμε με πολλά.
Οι τρεις ηρωίδες της αντιπροσωπεύουν μια μεγάλη μερίδα γυναικών. Πολλές γυναίκες κακοποιούνται καθημερινά και το κρύβουν για χρόνια, προσπαθώντας να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα, ρίχνοντας το φταίξιμο στον εαυτό τους και γενικά κάνοντας την κατάσταση χειρότερη για τις ίδιες. Φοβούνται αλλά και ντρέπονται να ζητήσουν βοήθεια. Τι θα πει ο κόσμος ή τι μπορεί να πάθουν από τον σύζυγο ή φίλο που τις κακοποιεί είναι συνήθως οι αιτίες που τις αποτρέπουν από το να ζητήσουν βοήθεια. Πολλές γυναίκες βλέπουν τις ζωές τους να υποβαθμίζονται. Βλέπουν τον άνθρωπο που τις παντρεύτηκε ή τον άνθρωπο που ίσως κάποτε αγαπούσαν να τους φέρεται χειρότερα από ότι θα φερόταν σε σκουπίδι. Βλέπουν να τις μεταχειρίζονται σαν ένα κομμάτι κρέας που όμως κάνει και δουλειές στο σπίτι και μαγειρεύει και ένα φαγητό. Τις βλέπουν σαν άβουλα όντα και τις φυλακίζουν σε ένα απομονωμένο περιβάλλον, μην τυχόν και τους ανοίξει κάποιος τα μάτια. Πολλές γυναίκες θυσιάζουν τα δικά τους θέλω, την καριέρα και τη ζωή τους, βάζοντας τις ανάγκες του συντρόφου τους πάνω από τις ίδιες, πιστεύοντας πως πρόκειται για μια κοινή απόφαση, για μια απόφαση που τη βλέπουν και οι δύο από την ίδια σκοπιά, μόνο και μόνο για να ανακαλύψουν αργότερα πως όλο αυτό δεν είναι τίποτε άλλο από έναν καλά σχεδιασμένο παροπλισμό, ένα τέχνασμα για να μπορεί εκείνος να δρα ανενόχλητος σε όποιο πεδίο θέλει, γνωρίζοντας πως πίσω θα υπάρχει μια καλή σύζυγος που θα φροντίζει το παιδί του.
Η συγγραφέας βάζει και τις τρεις ηρωίδες την να φτάνουν, πολύ γρήγορα για τα μάτια του αναγνώστη, στη μοιραία απόφαση να αφαιρέσουν μια ζωή. Αυτό που λείπει από το βιβλίο και το οποίο θα πρέπει να επεξεργαστεί ο ίδιος ο αναγνώστης στο μυαλό του είναι πόσα προηγήθηκαν ώστε να φτάσουν και οι τρεις ηρωίδες σε αυτό το σημείο. Αν δεν φανταστεί το υπόβαθρο και τις κρυμμένες σκέψεις, τα σημάδια και τις πράξεις που δεν μας περιγράφει ή δε μας εξηγεί ποτέ η συγγραφέας, τότε θα πιστέψει πως πρόκειται για ένα γρήγορο βιβλίο, όσο περνάει η φάση του Me too, μια αρπαχτή εν ολίγοις για να βγάλει η συγγραφέας περισσότερα χρήματα.
Υπό αυτό το πρίσμα, δεν υπάρχει αρκετή δικαιολόγηση για να φτάσει κάποιος στο φόνο. Δεν υπάρχει γερά εδραιωμένος ο ψυχισμός αυτών των γυναικών. Έτσι μπορεί πολύ εύκολα να φανταστεί κάποιος ότι είναι τρελοί αυτοί οι βορειοευρωπαίοι. Αν απατήσει κάποιος τη γυναίκα του για δεύτερη φορά, εκείνη θα βάλει να τον σκοτώσουν. Είμαι σίγουρη πως η Lackberg περίμενε να διαβάσουμε μέσα από τις γραμμές, να δούμε τα κρυμμένα νοήματα και να καταλάβουμε όλα όσα ήθελε να μας πει.
Έξι διηγήματα μας δίνει την ευκαιρία να διαβάσουμε το βιβλίο της Ελεάννας Βλαστού με τίτλο «Εξαφανίσεις». Και τα έξι αναφέρονται σε κάποια εξαφάνιση, είτε πρόκειται για εξαφάνιση ανθρώπου, είτε για άλλου είδους εξαφάνιση.
Το κάθε ένα από αυτά λέει μια δική του ιστορία. Ένας σύντροφος που εξαφανίστηκε όταν άφησε τα εγκόσμια και μαζί άφησε πίσω του έναν άνθρωπο μόνο με τις αναμνήσεις. Έναν άνθρωπο που θα προτιμούσε να χάνεται στο χρόνο και να αναθυμάται τα περασμένα. Αλίμονο όμως, δεν μπορεί να μένει κολλημένη στο παρελθόν γιατί τόκε κινδυνεύει να χάσει το παρόν. Ένας νεαρός άντρας, ένας δότης που δε θα έπρεπε να είναι επί πληρωμή. Ένας άντρας που μάλλον έχει γίνει πατέρας αλλά είναι εξαφανισμένος από τη ζωή των παιδιών του κι εκείνος από τη δική τους. Ένα αγόρι που προσπαθεί να συνδεθεί με την εξαφανισμένη μητέρα του, μια εξαφάνιση που του στοίχισε πολύ όσο κι αν θέλει να πιστεύει το αντίθετο. Ένας θάνατος που προκαλεί τον απολογισμό μιας ζωής και τα χαμένα χρόνια, τις χαμένες λάθος αποφάσεις και τις χαμένες ευκαιρίες. Τρεις άνθρωποι που συναντούνται έμμεσα στο ίδιο μέρος, ένα μέρος που δεν πίστευαν πως θα πήγαιναν ποτέ γιατί αλλιώς τα είχαν υπολογίσει. Οι σκοτεινές αναμνήσεις που μακάρι να χαθούν για πάντα από όλο τον κόσμο και μαζί να χαθεί και το πέπλο που σκιάζει τα μάτια αυτών που πρέπει να δουν.
Μέσα από αυτά τα έξι διηγήματα, η συγγραφέας προσπαθεί να αγγίξει πολλές και σημαντικές πτυχές της κοινωνίας μας και των προβλημάτων της. Ένα βασικό κομμάτι είναι η κρίση που βασανίζει τους Έλληνες αλλά και άλλους λαούς και ήταν πολύ έντονη την περίοδο που εκδόθηκε το βιβλίο, αλλά συνεχίζει να υφίσταται και σήμερα, οπότε και μπορεί κάποιος να συνδεθεί. Την κρίση αυτή, αλλά και το πως συμπεριφερόμαστε ενώπιόν της, προσπαθεί να παρουσιάσει από διαφορετικά σημεία. Μιλάει για την αδιαφορία που έχουμε σαν λαός. Για το βόλεμα που μας εκφράζει. Για το καλύτερα μια θέση στο δημόσιο με ένα πτυχίο, αλλά με σίγουρη και χαλαρή δουλειά, παρά η αβεβαιότητα του ιδιωτικού τομέα, τα πολλά χρόνια σπουδών και το όνειρο μιας καριέρας. Αυτή ήταν η συμπεριφορά που επικρατούσε για χρόνια πριν ξεσπάσει η κρίση, γι’ αυτό και για κάποιους ήταν πολύ σκούρα τα πράγματα όταν κόπηκαν τα επιδόματα, οι έξτρα απολαβές αλλά και όταν ζητήθηκαν ή άρχισαν να ζητούνται περισσότερα προσόντα, περισσότερα πτυχία. Όσοι έλεγαν «να πάρω ένα πτυχίο και να μπω στο δημόσιο» και μετά χρεώθηκαν μέχρι το λαιμό πιστεύοντας πως έτσι θα είναι η ζωή για πάντα, γελάστηκαν οικτρά όταν ξέσπασε η κρίση. Όταν έσκασε η φούσκα του «όλα είναι ρόδινα» πολλοί ένιωσαν τη γη να φεύγει κάτω από τα πόδια τους. Άλλοι αναγκάστηκαν να δώσουν οικογενειακά κειμήλια για να πάρουν λίγα χρήματα στα χέρια τους, είτε για να κλείσουν τρύπες, είτε για να βοηθήσουν τα παιδιά τους που κι εκείνα δυσκολεύονται εν μέσω κρίσης.
Αυτός ο ωχαδερφισμός και η αδιαφορία που μας χαρακτηρίζει σαν λαό επεκτείνετε σε πολλές πτυχές της ζωής μας. Πολλοί ψάχνουν τρόπο να μεταφράσουν αλλιώς μια παρανομία που κάνουν ή να κρύψουν κάτι που δε θα έπρεπε. Πολλοί πράττουν χωρίς να σκέφτονται τις συνέπειες και το αύριο, μόνο το τώρα και το κέρδος, ότι κι αν σημαίνει αυτό. Έπειτα είναι κι εκείνη η μοναξιά και η αποξένωση. Ο άνθρωπος που μένει μόνος του. Που δε βλέπει πέρα από τα μάτια του, ακόμα κι αν πρόκειται για κάτι που συμβαίνει μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Είναι πολλά τα προβλήματα της κοινωνίας μας και δε φτάνουν μόνο κάποια διηγήματα για να τα δούμε. Ούτε βιβλία φτάνουν. Ούτε καν βιβλιοθήκες ολόκληρες. Πρέπει να ανοίξουμε τα μάτια μας και να σκεφτούμε.
Πόσο μου αρέσουν τα παιδικά βιβλία, δε λέγεται! Χαίρομαι πολύ που έχω την ευκαιρία και τη δικαιολογία να τα διαβάσω, σαν μητέρα πλέον, στην κόρη μου. Έτσι κάθε φορά που πέφτει ένα στα χέρια μας, κάνουμε τρελή χαρά και οι δύο! Αυτή τη φορά ήταν «Ο μικρός Κοπέρνικος και ο Πόλεμος των Άσπρων», ένα βιβλίο που από τον τίτλο και μόνο περιμένει κανείς να έχει χιούμορ.
Ο Κοπέρνικος και η παρέα του, ο Φοίβος, ο Μιχαήλ και η Δάφνη, έχουν αναλάβει να βάψουν το σπίτι του Θείου του Κοπέρνικου. Ο λόγος είναι ότι ο θείος Παντελής είναι αναποφάσιστος και δεν έχει βάλει χρώμα στο σπίτι του. Έτσι είναι όλα άσπρα. Τα παιδιά σίγουρα θα καταφέρουν να βγάλουν το θείο Παντελή από τη δύσκολη θέση, διαλέγοντας ωραία χρώματα για κάθε επιφάνεια.
Αυτό που δεν έχουν υπολογίσει όμως, είναι πως μπορεί εκεί γύρω να βρίσκονται οι Πιλάφηδες, μια άλλα παρέα παιδιών που συνεχώς τσακώνονται με τον Κοπέρνικο και την παρέα του, κάνουν αταξίες και φέρονται γενικά άσχημα σε όλους. Οι Πιλάφηδες δε θα χάσουν ευκαιρία να καταστρέψουν ό,τι με κόπο κατάφεραν τα τέσσερα παιδιά στο σπίτι του θείου Παντελή. Ανάμεσα στις δύο παρέες θα ξεσπάσει ο πόλεμος των άσπρων, ένας πόλεμος γεμάτος μπογιά και πρωτότυπα όπλα!
Ο Άγγελος Αγγέλου και η Έμη Σίμη δημιουργούν μια έξυπνη ιστορία με ήρωες τέσσερα παιδιά, μια παρέα που μπορεί να μην είναι αυτή που κερδίζει όλες τις μάχες, είναι όμως αυτή που θα βάλει τα δυνατά της και θα προσπαθήσει, αυτή που θα ήθελες να έχεις γύρω σου. Τρία αγόρια και ένα κορίτσι είναι έτοιμα να βοηθήσουν έναν μεγάλο, ειδικά όταν τους ζητάει να κάνουν κάτι που συνήθως τους το απαγορεύουν οι μεγάλοι, όπως το να ζωγραφίσουν στους τοίχους. Δε θα τους νοιάξει αν θα κουραστούν ή αν θα τους πάρει ώρα, αρκεί να μείνουν όλοι ευχαριστημένοι.
Οι τέσσερις φίλοι θα το διασκεδάσουν όσο βάφουν το σπίτι, αλλά και όσο διαρκεί ο πόλεμος των άσπρων. Άλλωστε, δεν έχουν κάθε μέρα την ευκαιρία να πολεμούν με τόσο ευφάνταστα όπλα! Τι κι αν στο τέλος όλοι οι κόποι τους εξαφανιστούν! Το σημαντικό είναι ότι θα καταφέρουν να ευχαριστήσουν το θείο Παντελή, να κάνουν ότι τους είχε ζητήσει και παράλληλα να περάσουν μια υπέροχη μέρα! Και μπορεί να μην ξέρουν αν τελικά κέρδισαν ή έχασαν σε αυτόν τον πρωτότυπο πόλεμο, όμως στο τέλος της ημέρας όλοι έμειναν ευχαριστημένοι.
Το βιβλίο απευθύνεται σε παιδιά από 5 χρονών και πάνω.
Ο Αντώνης Παπαθεοδούλου παίρνει την κλασσική ιστορία του Λιούις Κάρολ και τη μεταμορφώνει σε μια ιστορία προσιτή στα παιδιά.
Η Αλίκη και η αδερφή της είναι έξω στον κήπο. Η αδερφή της κάθεται στην πολυθρόνα που είναι κρεμασμένη από το κλαδί ενός δέντρου ενώ η Αλίκη είναι ξαπλωμένη σε ένα χαλάκι κι έχει τη γάτα της στα πόδια της. Αυτό το απόγευμα βαριέται πολύ και σκέφτεται τι θα μπορούσε να κάνει για να πάψει να βαριέται. Ξαφνικά, περνάει από μπροστά της ένα άσπρο κουνέλι που μιλάει! Κοιτάει το ρολόι του και λέει ότι έχει αργήσει! Ευθύς αμέσως, η Αλίκη το ακολουθεί χωρίς δισταγμό και σε λίγο χώνεται στην κουνελότρυπα που μπήκε κι εκείνο. Και τότε αρχίζει η περιπέτειά της.
Όταν μπήκε στην κουνελότρυπα, η Αλίκη μεταφέρθηκε σε ένα κόσμο περίεργο. Εκεί θα μεγαλώσει πολύ αλλά και θα μικρύνει κιόλας. Θα φάει κάτι περίεργα κέικ και θα πιει από μπουκαλάκια που θα την προσκαλούν να κάνει ακριβώς αυτό. Θα μπερδευτεί και θα χάσει για λίγο τον εαυτό της, όμως θα γνωρίσει και άλλα ζώα που μιλάνε. Θα πιει τσάι με τον Τρελοκαπελά και θα παίξει κροκέ με την Κόκκινη Βασίλισσα κούπα, μόνο που αντί για μπαστούνι θα παίξουν με φλαμίνγκο και αντί για μπάλες θα έχουν σκαντζόχοιρους! Μια τρελή ιστορία θα ακολουθήσει την πτώση της στην κουνελότρυπα!
Ο Αντώνης Παπαθεοδούλου έχει βάλει όλη του τη μαεστρία και το χιούμορ του για να δημιουργήσει μια τρελή, μια περίεργη ιστορία βασισμένη στο κλασσικό βιβλίο του Κάρολ, αλλά που να απευθύνεται σε μικρά παιδιά. Κρατάει τα βασικά στοιχεία της ιστορίας και τα αποδίδει μέσα από την καθημερινότητα των παιδιών, θέτοντας ερωτήματα όπως «τι γίνεται όταν λερωθούν όλα τα σερβίτσια;» αφού ο Τρελοκαπελάς και ο Μαρτιάτικος Λαγός δεν έχουν χρόνο να πάνε να τα πλύνουν. Παράλληλα, τονίζει την αντίληψη του παιδιού στο σωστό και στο λάθος, αφού η Αλίκη καταλαβαίνει ότι το παιχνίδι κροκέ είναι στημένο για να κερδίζει πάντοτε η Κόκκινη Βασίλισσα. Όπως επίσης τονίζεται και η τάση προς το δίκαιο και το σωστό, όταν υπό τις απειλές της Κόκκινης Βασίλισσας ότι θα της κόψει το κεφάλι, η Αλίκη δεν λέει ψέμματα στο δικαστήριο και δεν κατηγορεί άδικα τον Βαλέ αλλά τονίζει την αλήθεια και ξεμπροστιάζει το Βασιλιά.
Πανέμορφη είναι και η εικονογράφηση της Ίρις Σαμαρτζή, η οποία βοηθάει περισσότερο από ποτέ, να αποδοθούν οι εικόνες και να καταλάβει ο μικρός αλλά και ο μεγάλος αναγνώστης τι ακριβώς συμβαίνει. Κάθε στοιχείο της ιστορίας αποτυπώνεται με όμορφα σχέδια και έντονα χρώματα, δίνοντας βάση ακριβώς εκεί που πρέπει και δένοντας την αφήγηση με μια αρκετά εύγλωττη εικόνα!
Το βιβλίο «Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων ή η παραξενοπεριεργοτερότερη ιστορία» απευθύνεται σε παιδιά από 6 χρονών και πάνω.
Μου αρέσει να ανακαλύπτω νέους συγγραφείς και ειδικότερα, νέους Έλληνες συγγραφείς. Από ότι φαίνεται το ίδιο κάνουν και οι Εκδοτικοί οίκοι, ευτυχώς, και έτσι έπεσε στα χέρια μου το πρώτο βιβλίο ενός δικηγόρου. Παρά το επάγγελμά του, η γραφή του δε θυμίζει αγόρευση, στοιχείο θετικό για ένα μυθιστόρημα. Το βιβλίο «Τρεις Βαθμοί Μυωπίας: Χριστίνα» είναι το πρώτο μιας νουάρ τριλογίας με τον ίδιο παρανομαστή. Τη θολή όραση, αυτή που δεν είναι καθαρή, αυτή που έχει κάποιος με τρεις βαθμούς μυωπίας.
Στο πρώτο αυτό βιβλίο, κεντρικός χαρακτήρας είναι η Χριστίνα, η οποία έχει τρεις βαθμούς μυωπίας, αλλά επιλέγει να μη φορά γυαλιά. Όταν βγαίνει από το σπίτι προτιμάει να φοράει φακούς επαφής, αλλά όταν είναι στο σπίτι τους βγάζει, αφού οι αποστάσεις που θα κληθεί να δει είναι μικρές και έτσι πιστεύει πως δεν τα χρειάζεται.
Γύρω από τη Χριστίνα θα γνωρίσουμε μερικές ακόμα γυναίκες. Τη μητέρα της, Λυδία, μια διάσημη σοπράνο, την Έμμα, τη Μάιρα και τη φίλη της και ψυχολόγο Στεφανία. Κάθε μία από αυτές τις γυναίκες βλέπει τον κόσμο από τη δική της οπτική γωνία και από τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τη ζωή. Υπό το πρίσμα των σκέψεών της αλλά και υπό αυτό των αντιδράσεων που έχει σχηματίσει στο μυαλό της, κινείται στη ζωή και παίρνει τις αντίστοιχες αποφάσεις. Άλλωστε έτσι δεν κάνουν όλοι οι άνθρωποι;
Θα γνωρίσουμε όμως και τρεις άντρες. Τον Ηριδανό, που είναι δικηγόρος, το Μάριο, που είναι διαρρήκτης και τον Βασδέκη που είναι ερευνητής μιας ασφαλιστικής εταιρείας. Ο καθένας τους έχει επίσης το δικό του τρόπο που βλέπει τα πράγματα και άλλα τα προλαβαίνει, ενώ άλλα τον προλαβαίνουν. Κάπως έτσι είναι όμως και το ταξίδι της ζωής και πρέπει κανείς να αφεθεί για να το ζήσει.
Το μυστήριο που έχει προσδώσει ο συγγραφέας στην ιστορία του βιβλίου είναι το νουάρ στοιχείο του. Ο διαρρήκτης που μπαίνει κρυφά στο σπίτι αλλά και όλες οι μικρές λεπτομέρειες που συνιστούν σε αυτό. Ένα σκηνοθετημένο έγκλημα, αλλά έγκλημα ωστόσο, ένας δικηγόρος, ένας ερευνητής, είναι βασικά στοιχεία του βιβλίου. Ο δικηγόρος δε, παίζει πολύ σημαντικό ρόλο σε όλο το βιβλίο και ο συγγραφέας φαίνεται να αποδίδει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία στον ήρωά του.
Παράλληλα του δίνει και πολλά χαρίσματα αλλά και πολλά κάλλη. Βέβαια, για να στηρίξει την ιστορία του, θα πρέπει ο ήρωάς του να είναι ένας γοητευτικός με όλους τους ανθρώπους ήρωας, πανέξυπνος και ταλαντούχος. Μήπως όμως πολλές φορές δε χτίζουμε τους ήρωές μας καθ’ εικόνα μας ή καθ’ εικόνα του εαυτού που ονειρευόμαστε; Δεν ξέρω ποιο από τα δύο ισχύει στη συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά αν έπρεπε να επιλέξω, θα έλεγα ότι είναι λίγο και από τα δύο. Η εξωτερική εμφάνιση του ήρωα, τείνει να περιγράφει τον ίδιο το συγγραφέα, όμως πέρα από αυτό δεν έχω ιδέα ποια άλλα κοινά χαρακτηριστά μπορεί να έχουν.
Πέρα όμως από το μυστήριο, υπάρχει και μια φιλοσοφική διάθεση στο βιβλίο. Ο Ηριδανός είναι ένας ιδιαίτερος χαρακτήρας που βλέπει με πολύ συγκεκριμένο τρόπο τα πράγματα αλλά και τους ανθρώπους. Προσπαθεί να τα εξηγήσει στην κοπέλα του τη Μάιρα, όμως εκείνη φαίνεται να μην τον καταλαβαίνει και να έχει μια πιο υλιστική άποψη για τη ζωή και την καθημερινότητα. Οι δύο βασικές ηρωίδες, η Μάιρα και η Χριστίνα αποδίδονται με τρόπο όχι και τόσο κολακευτικό για τη γυναικεία φύση. Και οι δύο είναι υπολογίστριες και δίνουν βάση στα υλικά αγαθά και σε αυτά που θέλουν οι ίδιες και όχι σε οτιδήποτε άλλο είναι γύρω τους. Η δε Χριστίνα είναι ένας άνθρωπος που εκμεταλλεύεται τους άλλους με το χειρότερο τρόπο. Ήταν καθώς φαίνεται οι καταλληλότεροι χαρακτήρες για τη συγκεκριμένη ιστορία.
«Κοίτα μαμά, ένας τεράστιος μπαμπάς!» είπε η κόρη μου όταν είδε το βιβλίο «Ο Μπαμπάς μου». «Και μια μικρούλα ξαπλωμένη στην πλάτη του» της απάντησα όλο χαμόγελο. «Ναι είδες που χωράει;» μου είπε ενθουσιασμένη και άνοιξε ανυπόμονη το βιβλίο για να το διαβάσουμε. Βέβαια εγώ ήξερα λίγο πολύ τι να περιμένω, γιατί είχα δει τη δουλειά της Soosh στο διαδίκτυο και είχα ενθουσιαστεί. Όταν είδα ότι το Φουρφούρι, που έχει γίνει από τους αγαπημένους μας εκδοτικούς παιδικών βιβλίων τελευταία, θα κυκλοφορήσει το βιβλίο της στα Ελληνικά, αμέσως έσπευσα. Ήμουν σίγουρη ότι η μικρή μου θα ενθουσιαστεί και δεν έπεσα έξω.
Για όσους δεν γνωρίζουν, η Soosh είναι μια πολύ γνωστή καλλιτέχνης. Στο διαδίκτυο θα βρει κανείς πολλά από τα σχέδιά της. Αυτά που σχεδίασε για τον μπαμπά και την κόρη είναι τα πιο γνωστά της παγκοσμίως και όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο με τα συγκεκριμένα σχέδια στο εξωτερικό το 2018, έγινε ανάρπαστο! Ελπίζω το ίδιο να γίνει και εδώ, γιατί πρόκειται για εξαιρετικό βιβλίο.
Ο μπαμπάς είναι ένας ήρωας προστάτης. Ο ήρωας της αγαπημένης του μικρής κόρης, τόσο κυριολεκτικά, όσο και μεταφορικά. Είναι εκείνος που θα βρει πάντα χρόνο να παίξει μαζί της, να ασχοληθεί με τα προβλήματά της, να δοκιμάσουν μαζί κάτι νέο ή και κάτι παλιό. Να μάθουν ο ένας στον άλλο πράγματα αλλά και να θυμηθεί ο μπαμπάς κομμάτια από τη δική του παιδική ηλικία.
Η σχέση πατέρα και κόρης είναι ιδιαίτερη. Η αγάπη που υπάρχει μεταξύ τους είναι ένα πολύ δυνατό συναίσθημα. Ίσως στην εποχή μας, που όλοι τρέχουν να προλάβουν το χρόνο που καλπάζει, να μην μπορούμε να κάνουμε όσα θέλουμε ή να περάσουμε το χρόνο που θέλουμε με τα παιδιά μας, όμως το συγκεκριμένο βιβλίο μας θυμίζει πως θα έπρεπε να είναι αυτή η σχέση και πως την εκλαμβάνουν τα παιδιά. Ακόμα και το μικρότερο, το λιγότερο που τους δίνουμε, εκείνα το εκτιμούν και για εκείνα σημαίνει πολλά.
Αυτό το βιβλίο μας θυμίζει να μην συγκρατούμε τον εαυτό μας μπροστά στα παιδιά μας αλλά να αφηνόμαστε ελεύθεροι να δοκιμάσουμε κάτι μαζί τους, να πιούμε τσάι με τις κούκλες τους ή να κάνουμε κάτι που θα μπορούσε να μας γελοιοποιήσει στα μάτια ενός μεγάλου, σε εκείνα του παιδιού όμως θα δείξει ότι δοκιμάζουμε, ότι προσπαθούμε ότι θέλουμε να κάνουμε ό,τι κι εκείνα.
Πάντα ο μπαμπάς στα σχέδια της Soosh μου θύμιζε τον Χάγκριντ, τον αγαπημένο ήρωα των βιβλίων Χάρυ Πότερ. Ο λόγος είναι ότι έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά αλλά και γνωρίσματα. Καταρχήν είναι και οι δύο τεράστιοι σαν γίγαντες, έχουν μούσια και είναι και είναι καλοί και ευγενικοί. Αγαπούν τα παιδιά και τα προστατεύουν σαν κόρη οφθαλμού. τους αρέσει να περνούν χρόνο μαζί τους και να δοκιμάζουν πράγματα. Τους αρέσει να μαθαίνουν νέα πράγματα στα παιδιά, γνωρίζοντας ότι μπορούν να τα καταφέρουν.
Με λίγα λόγια τόσο εγώ και η κόρη μου, όσο και ο μπαμπάς μας ενθουσιαστήκαμε με το βιβλίο και θέλουμε κι άλλο!
Μια ιστορία για τη δύναμη που κρύβουν οι λέξεις μας εξιστορεί με πολύ ωραίο και ενδιαφέρον τρόπο η Μαρία Λοϊζίδου μέσα από το βιβλίο της «Ο πόλεμος των λέξεων». Η συγγραφέας μας μεταφέρει σε ένα τόπο όπου υπάρχει ένας βασιλιάς με επεκτατικές βλέψεις. Ένας βασιλιάς που θέλει να κατακτήσει όλα τα διπλανά βασίλεια και κάθε βράδυ πριν πέσει να κοιμηθεί, κοιτάζει το χάρτη και κάνει σχέδια για το επόμενο βασίλειο που θα κατακτήσει ή μουτζουρώνει αυτό που κατέκτησε κείνη την ημέρα. Δεν τον λες και πολύ συμπαθητικό τύπο, αφού επιτίθεται στους γείτονές του και τους πολεμάει με κίνητρο την απληστία του.
Μια μέρα λοιπόν κάνει συμβούλιο και ζητάει από όλους τους συμβούλους και τους στρατηγούς του να του προτείνουν ένα νέο τρόπο για τις επόμενες κατακτήσεις του. Θέλει όλα να γίνονται όλα πλέον με ένα καινούριο τρόπο, όμως δεν ακούει νέες ιδέες που να του κινούν το ενδιαφέρον. Οι περισσότερες είναι της λογικής του να φτιάξουν νέα, πιο δυνατά όπλα. Μέχρι που ακούγεται μια φωνή διαφορετική από τις άλλες. Μια σκοτεινή φιγούρα προτείνει να χρησιμοποιήσουν τη δύναμη των λέξεων για να κατατροπώνουν τους εχθρούς τους. Μετά μάλιστα από μια επίδειξη στο βασιλιά Εκφόβιο, έτσι είναι το όνομα του βασιλιά, τον πείθει πως τα αποτελέσματα είναι άμεσα και μόνιμα.
Ο βασιλιάς Εκφόβιος ενθουσιάζεται με τη νέα πρόταση. Ευθύς αμέσως διατάζει τους ακόλουθούς του να συγκεντρώσουν τις πιο τρομακτικές λέξεις, αυτές που θα κάνουν τους εχθρούς τους να χάσουν το θάρρος τους και να τους χαρίσουν τη νίκη και να ετοιμάσουν να νέα τους όπλα. Σύντομα τα χρησιμοποιούν ενάντια σε όλα τα γειτονικά βασίλεια που δεν έχουν ακόμα κατακτήσει και το ένα μετά το άλλο υποκύπτουν στη δύναμη των λέξεων. Ο χάρτης με τα κατακτημένε βασίλεια γεμίζει μουντζούρες και ο βασιλιάς Εκφόβιος όλο χαρά τον επιδεικνύει στο συμβούλιό του. Όμως η σκοτεινή φιγούρα που υπέδειξε το όπλο των λέξεων του λέει πως του έχει μείνει ένα ακόμα βασίλειο. Δεν είναι παρά ένα πολύ μικρό βασίλειο στο δάσος, που οι περισσότεροι ούτε καν το προσέχουν και οι βασιλείς το παραβλέπουν γιατί έτσι όπως είναι χωμένο βαθιά στο δάσος, μακριά από το δρόμο, είναι μεγάλος κόπος για εκείνους. Όμως ο βασιλιάς Εκφόβιος θέλει να το κατακτήσει και αυτό, για να μην υπάρχουν αμφιβολίες. Δεν έχει υπολογίσει όμως το βασιλιά Συνετό σε αυτή του την προσπάθεια.
Σε αυτή την έξυπνη ιστορία, η συγγραφέας βοηθάει το μικρό αναγνώστη να καταλάβει πόση δύναμη μπορεί να έχουν οι λέξεις. Πως μια τόση δα λεξούλα, αν είναι αρνητική, μπορεί να αποδυναμώσει κάποιον, να τον κάνει να χάσει την αυτοπεποίθησή του, να τον γεμίσει θλίψη και αρνητικά συναισθήματα. αν όμως αυτή η λέξη είναι θετική, τότε μπορεί να φτιάξει τη διάθεση κάποιου, να τον κάνει να δει τον κόσμο πιο φωτεινό και χαρούμενο και να του δώσει τη δύναμη και την αυτοπεποίθηση που ίσως χρειάζεται.
Έτσι το παιδί καταλαβαίνει πόσο άσχημη είναι μια τέτοια συμπεριφορά και πως θα έπρεπε να την αποφύγει και να μην πληγώνει τους άλλους. Ακόμα όμως και αν βρίσκεται στην άλλη πλευρά, σε αυτή δηλαδή που δέχεται τα κακόβουλα σχόλια, τώρα πλέον ξέρει πως μπορεί να μιλήσει σε κάποιον που το αγαπάει και να περιμένει να ακούσει λόγια ενθαρρυντικά, λέξεις που θα τονώσουν την αυτοπεποίθησή του και θα το κάνουν να νιώσει καλύτερα.
Το βιβλίο ανήκει στη σειρά «Βατόμουρο» που απευθύνεται σε παιδιά ηλικίας 7 – 8 χρονών.
Αυτό που μου αρέσει στη Μαρία είναι ότι εξελίσσεται και κάθε φορά είναι και πιο καλή. Δε μένει σε αυτά που ξέρει, διαβάζει πολύ, κάνει έρευνα και προσπαθεί να γίνει καλύτερη συγγραφέας. Αυτό είναι κάτι που φυσικά και θα εκτιμήσει ένας αναγνώστης, γιατί βλέπει ότι η συγγραφέας δεν εφησυχάζει στα γνωστά μονοπάτια, αλλά προσπαθεί να πάει παραπέρα.
Η Νατάσα Αλεξίεβιτς, κόρη της Έλενας Αλεξίεβιτς και αγνώστου πατρός, έχει δει πολλές φορές τα βλέμματα των ανθρώπων όταν τους λέει ότι έχει το επώνυμο της μητέρας της. Όλοι σκέφτονται το ίδιο, που όμως δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα, όμως εκείνη δεν πρόκειται να κάτσει να το εξηγήσει σε κανέναν. Ας πιστεύουν ότι θέλουν. Άλλωστε οι πελάτες της δεν ενδιαφέρονται για την καταγωγή της, γιατί την προσλαμβάνουν για να ερευνά τις ζωές των άλλων, όχι τη δική της, αφού η Νατάσα είναι ιδιωτική ντετέκτιβ.
Όλα κυλούν ομαλά στη ζωή και τη δουλειά της, μέχρι που μια μέρα, η σύζυγος ενός γνωστού επιχειρηματία την προσλαμβάνει για να ανακαλύψει τα ίχνη της εξαφανισμένης της κόρης. Το περίεργο είναι ότι ενώ δεν φαίνεται για χαρακτήρας κακομαθημένου πλουσιοκόριτσου, τα αρχικά στοιχεία δείχνουν πως απλά έφυγε για ένα ταξίδι στην Ευρώπη, γι’ αυτό και ο πατέρας της έχει θυμώσει με το καπρίτσιο που πιστεύει ότι είναι η εξαφάνιση της νεαρής γυναίκας. Σύντομα όμως η Νατάσα θα ανακαλύψει πως τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως φαίνονται και αλλά πολύ πιο σκοτεινά. Ευτυχώς θα είναι μαζί της και ο Άρης, ένας συνάδελφός της που κάνει τη δική του έρευνα, για άλλη υπόθεση. Οι δυο τους θα συνεργαστούν και μαζί θα ξετυλίξουν το κουβάρι της περίεργης αυτής ιστορίας, μέχρι που θα ανακαλύψουν πως πραγματικά υπάρχουν άνθρωποι πρόθυμοι να πουλήσουν την ψυχή τους σε δαίμονες για να πάρουν αυτό που θέλουν.
Μια ιστορία πραγματικά πολύ καλογραμμένη που δείχνει πόση πρόοδο έχει κάνει η γραφή της συγγραφέως και πόσο την ωφελεί να συνεχίζει να δουλεύει τα βιβλία της αλλά και να διαβάζει ανελλιπώς. Στο δεύτερο προσωπικό της βιβλίο, η γραφή της είναι πιο ώριμη, πιο συγκροτημένη και με πολύ ωραία απόδοση της ιστορίας. Φαίνεται και η έρευνα που έχει κάνει για τους δαίμονες αλλά και η αγάπη της για την τέχνη. Το πλάνο του βιβλίου είναι ξεκάθαρο από την αρχή και αν σε κάποια σημεία γίνονται ίσως αντιληπτά όσα μέλει να αποκαλυφθούν αργότερα, αυτό δεν επηρεάζει στο ελάχιστο τον αναγνώστη να απολαύσει την ιστορία και την πλοκή. Ίσα ίσα που βοηθάει να καταλάβει ο αναγνώστης προς τα που κινείται, αφήνοντας όμως κάποιες λεπτομέρειες για αργότερα.
Οι χαρακτήρες είναι πολύ καλά δομημένη. Η βασική ηρωίδα είναι μια πολύ δυναμική γυναίκα που έχει πολύ συγκροτημένη σκέψη και αντιδρά με προσοχή και χωρίς επιπολαιότητα. Μου άρεσε πολύ ο τρόπος σκέψης της και η γενικότερη κίνησή της μέσα στην ιστορία. Όπως κάθε άνθρωπος, έτσι και η Νατάσα επηρεάζεται συναισθηματικά από καταστάσεις και γεγονότα που είναι πολύ σημαντικά για εκείνη, όμως δεν έχει ξεσπάσματα χωρίς λόγο και αιτία ούτε αντιδρά υπερβολικά. Είναι μια ήρεμη δύναμη, πολύ αυτόνομη, που όμως εκτιμά τη βοήθεια όταν τη χρειάζεται ή όταν έρχεται καλοπροαίρετα. Από την άλλη ο Άρης είναι ένας άντρας για τη ζωή του οποίου μαθαίνουμε λίγα, εκτός από όσα φαίνονται μέσα από τις πράξεις του. Και αυτές είναι ικανές να κάνουν ένα μεγάλο ποσοστό από τις αναγνώστριές του να τον ερωτευθούν. Βοηθάει και η εμφάνισή του βέβαια.
Το θέμα που αγγίζει η συγγραφέας δεν είναι καινούριο. Η απληστία του ανθρώπου, τον εξωθεί να κινηθεί πέρα από τα όρια, ηθικά αλλά και υλικά. Φτάνει σε σημείο να επικοινωνήσει με δαίμονες και να πουλήσει την ψυχή του, αλλά και τις ψυχές άλλων, γιατί όχι, για να έχει για πάντα αυτό που θέλει. Ο δαίμονας φυσικά δεν είναι άξιος εμπιστοσύνης, αφού δαίμονας είναι άλλωστε. Όμως το βασικό είναι πως ο άνθρωπος φταίει για όσα του συμβαίνουν. Δε θα παρασυρόταν σε ένα πονηρό παιχνίδι αν δεν ήθελε να παρασυρθεί. Και παράλληλα, ένας άπληστος άνθρωπος, αποφασισμένος να φτάσει ως το τέρμα, δεν νοιάζεται για το τι θα αφήσει πίσω του ή πόσους θα πληγώσει για να κάνει αυτό που θέλει, γιατί το ζητούμενο είναι αυτός και όχι οι άλλοι.
Η Σεραφίνα είναι ένα κορίτσι που κατοικεί κρυφά στο υπόγειο της έπαυλης Μπίλτμορ, μαζί με τον πατέρα της. Εκείνος επιδιορθώνει τις μηχανές κι εκείνη φροντίζει να μένει κρυμμένη και να περνάει απαρατήρητη, καθώς κανείς δεν γνωρίζει την ύπαρξή της. Τα βράδια, όταν η έπαυλη κοιμάται, η Σεραφίνα κυνηγά αρουραίους, αφού αυτή είναι η δουλειά της. Ο τίτλος που της έχει δώσει ο μπαμπάς της είναι Α.Κ.Α, δηλαδή Αρχηγός Κυνηγός Αρουραίων. Αν και δεν είναι σίγουρη ότι υπάρχει αυτός ο τίτλος. Είναι όμως απολύτως σίγουρη ότι είναι διαφορετική από τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας της. Κάποια χαρακτηριστικά της την κάνουν να ξεχωρίζει, ή έτσι πιστεύει η ίδια, όπως για παράδειγμα το γεγονός ότι έχει τέσσερα δάχτυλα σε κάθε πόδι αντί για πέντε, ή ότι βλέπει στο σκοτάδι όπως κανένας άλλος.
Παρόλο που κυνηγάει τους αρουραίους στο υπόγειο, αποφεύγει να απομακρύνεται πολύ και να κατεβαίνει στα πιο βαθιά του επίπεδα. Ένα βράδυ όμως αναγκάζεται να το κάνει καθώς βλέπει τον Άνδρα με τον Μαύρο Μανδύα να κυνηγά ένα κοριτσάκι με κίτρινο φόρεμα ακριβώς εκεί. Η Σεραφίνα πρέπει να το βοηθήσει, όμως δεν μπορεί καν να διανοηθεί το κακό που κρύβεται πίσω από τον Άνδρα με τον Μαύρο Μανδύα.
Το βιβλίο ξεκινάει δυναμικά με τη Σεραφίνα να κυνηγάει αρουραίους και έτσι μαθαίνουμε για τον επίσημο τίτλο της αλλά και για τον μπαμπά της. Και σύντομα έχουμε την πρώτη της συνάντηση με τον Άνδρα με τον Μαύρο Μανδύα. Μέχρι εκείνη τη συνάντηση έχουμε ήδη μάθει αρκετά για τη μικρή ηρωίδα και καταλαβαίνουμε πόσο σκοτεινή είναι αυτή η συνάντηση. Γρήγορα βλέπουμε τον προβληματισμό της για τη διαφορετικότητα που νιώθει ότι την κάνει να ξεχωρίζει αλλά και τη μοναξιά στην οποία την έχει οδηγήσει τόσο η διαφορετικότητα όσο και η κρυφή ζωή στο υπόγειο της έπαυλης Μπίλτμορ. Σίγουρα πολύ μικροί αναγνώστες που νιώθουν διαφορετικοί, ή που νιώθουν ότι δεν ταιριάζουν στο περιβάλλον τους, θα ταυτιστούν μαζί της. Όπως η Σεραφίνα, έτσι και τα παιδιά αυτά δεν έχουν φίλους ή έστω δεν έχουν πραγματικούς φίλους και αναγνωρίζουν το ένα το άλλο. Αργότερα θα μάθουν πως μπορούν να ταιριάξουν με άλλα παιδιά που αισθάνονται το ίδιο διαφορετικά με εκείνα. Αν ενώσουν τις μοναξιές τους όπως έκανε η Σεραφίνα με τον Μπρέινταν, θα αποκτήσουν και τα ίδια ένα καλό φίλο.
Το άλλο στοιχείο που δίνει ζωή στην αφήγηση και κρατάει το ενδιαφέρον του αναγνώστη είναι το μυστήριο που καλούνται να λύσουν τα παιδιά. Αυτό του Άνδρα με τον Μαύρο Μανδύα. Στην αρχή όλοι είναι ύποπτοι για τη Σεραφίνα. Τουλάχιστον όλοι όσοι έχουν παπούτσια που κάνουν τον ίδιο ήχο με αυτόν που είχε ακούσει το κορίτσι στο υπόγειο. Έπειτα, σιγά σιγά συλλέγοντας στοιχεία θα αρχίσει να αποκλείει κάποιους και να υποπτεύεται κάποιους άλλους και μαζί της το ίδιο θα κάνει και ο αναγνώστης. Η τόλμη της και η αψηφισιά που δείχνει για τον κίνδυνο, θα κάνει τον αναγνώστη να τη θαυμάσει. Όμως θα πρέπει να προσέξει γιατί η Σεραφίνα παίρνει πολύ μεγάλα ρίσκα, όμως έχει και ικανότητες που τα συνηθισμένα παιδιά δεν έχουν.
Κάθε βόλτα στα μαγαζιά με την κόρη μου προϋποθέτει και μια βόλτα από ένα βιβλιοπωλείο για να δούμε τι νέο υπάρχει και τι θα προσθέσουμε στις βιβλιοθήκες μας. Συνήθως αποφεύγω να παίρνω βιβλία για εμένα και καταλήγουμε να αγοράζουμε τουλάχιστον ένα παιδικό βιβλίο. Αυτή τη φορά πήραμε δύο. Ένα εκ των οποίων ήταν «Η μαγική πυξίδα» του Πολ Μακάρτνεϊ από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο. Δεν είχα ιδέα ότι ο Πολ Μακάρτνεϊ γράφει παιδικά βιβλία!
Πρόκειται για μια υπέροχη ιστορία, ενός παππού που έχει τέσσερα εγγόνια και μια μαγική πυξίδα! Τα παιδιά, δυο αγόρια και δυο κορίτσια, περνούν το Σαββατοκύριακο στο σπίτι του παππού. Είναι όμως ένα από εκείνα τα Σαββατοκύριακα που πρέπει να το περάσουν μέσα στο σπίτι αφού ο ουρανός είναι μουντός και βροχερός και τα παιδιά κακόκεφα. Όμως ο παππούς έχει τη λύση για να κάνει το Σαββατοκύριακο χαρούμενο και ευτυχισμένο, άσχετα με τον καιρό που κάνει. Μπορεί έξω από το παράθυρο να έχει βροχή και σκοτεινιά, όμως στις καρτ ποστάλ του παππού έχει υπέροχα, ηλιόλουστα τοπία, τα οποία μπορούν να επισκεφτούν χρησιμοποιώντας τη μαγική πυξίδα.
Τα παιδιά διαλέγουν μια καρτ ποστάλ που δείχνει ένα ηλιόλουστο παραλιακό μέρος και ο παππούς κουνάει τη μαγική πυξίδα πάνω από την καρτ ποστάλ. Την επόμενη στιγμή έχουν μεταφερθεί εκεί και μπορούν να απολαύσουν τη θάλασσα και τον ήλιο. Λίγο πριν ξεχυθούν στα γαλανά νερά, ένα κοπάδι ιπτάμενα δελφίνια χαιρετούν τον παππού που φαίνεται να τον γνωρίζουν καλά! Πριν καλά καλά το καταλάβουν, έχουν ανέβει στη ράχη των δελφινιών και περνούν υπέροχα ταξιδεύοντας στην εξωτική θάλασσα! Από εκεί θα βρεθούν σε μια άνυδρη κοιλάδα και θα γνωρίσουν ένα καουμπόι αλλά και πολλά βουβάλια, από τα οποία θα γλιτώσουν την τελευταία στιγμή. Μαζί θα ζήσουν πολλές περιπέτειες, ταξιδεύοντας με τις καρτ ποστάλ και τη μαγική πυξίδα του παππού, μέχρι κουρασμένοι όλοι πια να επιστρέψουν στο σπίτι του παππού και στα κρεβάτια τους για ύπνο.
Το θρυλικό σκαθάρι εμπνεύστηκε αρχικά το χαρακτήρα του παππού από τον ίδιο του τον εαυτό. Ο ίδιος έχει οχτώ εγγόνια και μια μέρα, ένα από αυτά τον φώναξε «Αρχηγέ!» και του άρεσε. Από τότε τα εγγόνια του τον φωνάζουν «Αρχηγό». Από το περιστατικό αυτό εμπνεύστηκε το χαρακτήρα του παππού που τα εγγόνια του τον φωνάζουν «Αρχηγό» και ο ίδιος τα φωνάζει «Μάγκες» και μαζί ζουν υπέροχες περιπέτειες. Τονίζει έτσι την υπέροχη σχέση ενός παππού με τα εγγόνια του, αυτή που τους δίνει λίγη περισσότερη ελευθερία από ότι δίνουν ή επιτρέπουν συνήθως οι γονείς, αυτή που είναι γεμάτη παιχνίδια και περιπέτειες, φανταστικές και μη, αυτή που είναι γεμάτη με την αγάπη ενός παππού για τα εγγόνια του. Σκοπός του ήταν αυτό να είναι ένα βιβλίο που θα διαβάζουν οι παππούδες στα εγγόνια τους πριν πάνε για ύπνο, όπως θα έκανε ο ίδιος με τα δικά του εγγόνια.
Όταν λοιπόν κάνουμε τη βόλτα μας στο βιβλιοπωλείο, φυσικά και ρίχνουμε πάντα μια ματιά στην εικονογράφηση πριν καταλήξουμε στα βιβλία που θα πάρουμε. Οπότε και το συγκεκριμένο το ξεφύλλισε η ειδικός επί της εικονογράφησης στο βιβλιοπωλείο και απεφάνθη θετικά. Και πως να μην το κάνει άλλωστε αφού η εικονογράφηση της Κάθριν Ντερστ είναι πραγματικά υπέροχη! Οι μικροί αναγνώστες μεταφέρονται τόσο στο σπίτι του παππού και βλέπουν την απογοήτευση των παιδιών στην αρχή, λόγω του καιρού, και τη βαρεμάρα τους, όπως βλέπουν αργότερα τη χαρά και τον ενθουσιασμό ζωγραφισμένα στο πρόσωπό τους όταν μεταφέρονται στα υπέροχα μέρη που ταξιδεύουν όλοι μαζί. Η Εικονογράφηση παίζει πολύ σημαντικό ρόλο σε ένα βιβλίο που απευθύνεται σε μικρά παιδιά, γιατί εφόσον δεν μπορούν ακόμα να διαβάσουν, οι εικόνες είναι αυτές που θα τους τραβήξουν αρχικά την προσοχή.
Λατρέψαμε αυτό το βιβλίο κι ας το διάβασα εγώ στην κόρη μου και όχι κάποιος από τους παππούδες της. Είμαι σίγουρη πως μόλις κάποιος από τους δύο έρθει στο σπίτι, θα του το δώσει να της το διαβάσει! Θα είναι μια πραγματικά ωραία εμπειρία!
Έχω καταλήξει ότι τα βιβλία των Εκδόσεων Οξύ με τα άσπρα εξώφυλλα, αυτά που ανήκουν στην κατηγορία «Δυστοπία», θα είναι βιβλία που θα μου αρέσουν! Έχω διαβάσει τρία από αυτά μέχρι στιγμής, με τη «Δύναμη» να είναι το τρίτο, και περιμένω να δω ποιο θα είναι το επόμενο!!
Στο βραβευμένο με Baileys (2017) «Η δύναμη», οι γυναίκες ανακαλύπτουν ξαφνικά πως έχουν τη Δύναμη. Μπορούν με μια απλή επαφή να προκαλέσουν ηλεκτροπληξία και να προκαλέσουν αφόρητο πόνο ή ακόμα και το θάνατο σε όποιον εκείνες επιθυμήσουν. Εμφανίζεται αρχικά σε νεαρές κοπέλες μικρής ηλικίας, οι οποίες μπορούν να την «ξυπνήσουν» στις μεγαλύτερες. Καμία γυναίκα δε μένει χωρίς έστω και ένα ελάχιστο ψήγμα δύναμης, αν το έχει κάποια άλλη κοντά της. Οι άντρες σε όλο τον πλανήτη συνειδητοποιούν πως έχουν πλέον χάσει κάθε έλεγχο. Η ώρα των κοριτσιών έχει φτάσει και κανείς δεν ξέρει που μπορεί να οδηγήσει όλο αυτό. Ένας νέος πόλεμος αναγεννιέται ανάμεσα στα δύο φύλα, ποιο δυνατός και πιο έντονος από ποτέ. Πλέον πολλά μπορούν να συμβούν. Πολλά περισσότερα από όσα έγιναν ποτέ στο παρελθόν. Ήρθε η ώρα της εκδίκησης.
“You have been taught that you are unclean, that you are not holy, that your body is impure and could never harbour the divine. You have been taught to despise everything you are and to long only to be a man. But you have been taught lies.”
― Naomi Alderman, The Power
Επί τόσους αιώνες οι γυναίκες ζουν σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία που δεν τους φέρεται πάντα με τον καλύτερο τρόπο. Στα περισσότερα μέρη της γης, η γυναίκα θεωρείται κατώτερο ον και αντιμετωπίζεται ως τέτοιο. Σε άλλα πάλι θεωρείται απλά ένα ακόμη αντικείμενο, ή ένα βραβείο. Όσα πιο πολλά τέτοια βραβεία έχει κάποιος τόσο πιο σημαντικός ή τόσο πιο άντρας θεωρείται ή νιώθει. Δεν ξέρω ποιο είναι χειρότερο. Ένας τεράστιος αριθμός γυναικών κακοποιείται καθημερινά και δεν τολμάει να μιλήσει. Τις περισσότερες φορές αυτή η κακοποίηση συμβαίνει μέσα στο ίδιο της το σπίτι, πολλές φορές συμβαίνει στο χώρο εργασίας. Άλλες πάλι, σε ακραίες περιπτώσεις ή ίσως όχι και τόσο ακραίες, γυναίκες πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης. Χάνουν την προσωπικότητα και την ελευθερία τους και γίνονται σκλάβες.
Πως θα αντιδρούσαν άραγε όλες αυτές οι καταπιεσμένες, κακοποιημένες γυναίκες αν αποκτούσαν ξαφνικά μια τέτοια δύναμη; Θα ήταν μεγαλόψυχες ή εκδικητικές; Πόσα πράγματα θα έκαναν καλύτερα από ότι οι άντρες; Θα έφτιαχναν έναν καλύτερο κόσμο για όλους ή μόνο για γυναίκες; Θα φέρονταν με τον καλύτερο τρόπο, τον αγνό, αυτόν που προστάζει ο Θεός στον οποίο πιστεύουν ή θα πήγαιναν κατευθείαν πίσω στο Θεό της Παλαιάς Διαθήκης, τον εκδικητή Θεό και θα ακολουθούσαν αυτό το παράδειγμα; Θα υπήρχε χάος τελικά ή τάξη σε όλο τον κόσμο;
“The shape of power is always the same: it is infinite, it is complex, it is forever branching. While it is alive like a tree, it is growing; while it contains itself, it is a multitude. Its directions are unpredictable; it obeys its own laws. No one can observe the acorn and extrapolate each vein in each leaf of the oak crown. The closer you look, the more various it becomes. However complex you think it is, it is more complex than that. Like the rivers to the ocean, like the lightning strike, it is obscene and uncontained.”
― Naomi Alderman, The Power
Όπως κάθε καταπιεσμένος λαός, δεν πιστεύω πως σε μια τέτοια περίπτωση οι γυναίκες θα αντιδρούσαν διαφορετικά από ότι οι άντρες. Ναι είναι πιο συναισθηματικά όντα, είναι όμως και πιο εκδικητικά. Δεν είναι τυχαίο που όλοι οι κωμικοί του κόσμου, στα νούμερά τους έχουν πάντα και ένα κομμάτι για το πόσο καλά θυμούνται οι γυναίκες όσα τις έχουν πληγώσει, όσα τις έχουν ταπεινώσει και όσα τις έχουν θυμώσει. Είμαι απολύτως σίγουρη πως όλα αυτά που θυμούνται θα ήθελαν να τα βάλουν σε τάξη και η μεγαλοψυχία δεν βγαίνει εύκολα στον άνθρωπο.
Η Alderman δίνει τη δική της εκδοχή στη συγκεκριμένη περίπτωση. Χρησιμοποιεί τρεις ηρωίδες και έναν ήρωα και προσπαθεί μέσα από τα μάτια τους, τις αποφάσεις και τις αντιδράσεις τους να συνοψίσει ολόκληρο τον κόσμο. Προσθέτει σκίτσα ή εικόνες από υποτιθέμενες ανασκαφές και ευρήματα που υποστηρίζουν τη θεωρία της ύπαρξης της δύναμης από αρχαιοτάτων χρόνων. Προσπαθεί να το κάνει πιο ρεαλιστικό. Αυτό που θέλει να μας θυμίσει είναι πως η δύναμη είναι μεθυστική, όποιος και αν την έχει και πως ο άνθρωπος δεν αλλάζει. Αν το κάνει θα είναι κατά πάσα πιθανότητα προς το χειρότερο.
Είχα πολύ καιρό να διαβάσω ένα ρομαντικό βιβλίο εποχής γι’ αυτό μόλις βρήκα ευκαιρία είπα να ξεκινήσω μια από τις σειρές της Johanna Lindsey που κυκλοφορούν στα Ελληνικά από τις εκδόσεις Elxis. Είχα διαβάσει και άλλα βιβλία της παλαιότερα και μου είχαν αρέσει πολύ! Το συγκεκριμένο δεν έχει το άσβεστο πάθος που θα περίμενε κανείς από ένα Σκοτσέζο αλλά είναι ότι πρέπει για να περάσει ευχάριστα η ώρα!
Η Σαμπρίνα είναι μια συνηθισμένη κοπέλα η οποία παίρνει μέρος για πρώτη φορά στη σεζόν του Λονδίνου, το γνωστό νυφοπάζαρο, όπου παρουσιάζονται για πρώτη φορά όλες οι νέες κοπέλες και όπου ψάχνουν όλες τους για γαμπρό. Εκτός του ότι είναι η πρώτη της εμφάνιση εκεί, η Σαμπρίνα έχει ένα λόγο παραπάνω να χρειάζεται κάποιον στο πλάι της, καθώς μένει πολύ μακριά από το Λονδίνο. Ευτυχώς για εκείνη η θεία της έχει μια φίλη με κόρη στην ηλικία της Σαμπρίνας περίπου, μια πανέμορφη κοπέλα που ήδη γνωρίζει καλά το Λονδίνο και περιμένει τη σεζόν πως και πως.
Η Οφηλία Ράιτ δεν έχει άλλη επιλογή από το να συστήσει τη Σαμπρίνα στις φίλες της. Δεν της είναι καθόλου δύσκολο, μιας και η Σαμπρίνα την ακούει πάντα και συμφωνεί μαζί της κάθε φορά. Αυτή τη χρονιά η Οφηλία περιμένει να στεφθεί βασίλισσα της σεζόν. Είναι πανέμορφη, κυριολεκτικά λάμπει με τα ξανθά μαλλιά της και τα όμορφα χαρακτηριστικά της και έχει πάρα πολλούς θαυμαστές. Έχει ήδη δεχθεί άπειρες προτάσεις γάμου όμως οι γονείς της την αρραβώνιασαν με έναν άντρα που δεν έχει δει ποτέ της, αλλά που είναι όμως εγγονός μαρκησίου και κληρονόμος του. Σίγουρα είναι ένας μεγάλος τίτλος και ένας που η Οφηλία θα ήθελε πολύ, αν ο εν λόγω νεαρός δεν ήταν μισός Σκοτζέσος και κάποιος που δεν έχει δει ποτέ στη ζωή της.
Ο Ντάνκαν ΜακΤράβις είναι ένας γοητευτικός Σκοτσέζος από τα Χάιλαντς που έμαθε ξαφνικά πως πρέπει να πάει στην Αγγλία, να αναλάβει καθήκοντα κοντά στον μαρκήσιο παππού του, του οποίου τον τίτλο θα κληρονομήσει και να παντρευτεί μια Αγγλίδα. Όλα αυτά του έπεσαν λίγο βαριά και απότομα και ακόμα προσπαθεί να τα χωνέψει. Ευτυχώς γνωρίζει τη Σαμπρίνα, μια κοπέλα που τον κάνει να γελάει και να ξεχνάει ότι είναι αρραβωνιασμένος με μια κοπέλα που τον προσβάλει λόγω της καταγωγής του. Η φιλία τους είναι πολύ σημαντική για εκείνον, όμως δε θα μπορούσε ποτέ να προχωρήσει σε κάτι παραπάνω. Η κοινωνική τους θέση και ένα παλιό σκάνδαλο μπαίνουν εμπόδια.
Το συγκεκριμένο βιβλίο φαίνεται πιο πολύ σαν εισαγωγικό για να γνωρίσουμε τους χαρακτήρες της σειράς που είναι η Οικογένεια Ράιτ. Η ιστορία εστιάζει πάρα πολύ στο χαρακτήρα της Οφηλία και στον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρεται στους ανθρώπους. Είναι ένα κακομαθημένο κορίτσι που πιστεύει ότι ο κόσμος περιστρέφεται γύρω της και ότι όλοι πρέπει να θαυμάζουν εκείνη και να κάνουν ότι τους λέει. Στην περίπτωση δε που κάποιος δεν την βλέπει σαν Θεά, ή που θεωρήσει ότι κάποιος την προσβάλει με τον οποιονδήποτε τρόπο, τότε βγάζει όλη τη μοχθηρία που κρύβει μέσα της και εκδικείται με το χειρότερο τρόπο. Τι πιο τρομακτικό είναι πως δεν καταλαβαίνει ότι γίνεται κακιά, αλλά το θεωρεί απολύτως φυσιολογικό να συμπεριφερθεί με τον τρόπο που συμπεριφέρεται!
Στη γνωριμία μας με την Οφηλία βοηθάνε πολύ οι άλλοι δύο βασικοί χαρακτήρες του βιβλίου, Ο Ντάνκαν και η Σαμπρίνα. Εκεί φαίνεται πάρα πολύ ξακάθαρα ο άσχημος χαρακτήρας της σε όλο του το μεγαλείο! Παράλληλα με όλο αυτό όμως δημιουργείται και μια σχέση ανάμεσα σε αυτούς τους δύο που τελικά έχει ρομαντικό χαρακτήρα. Όμως δεν έχει αυτό το πάθος που θα περίμενε κανείς από τα βιβλία της Lindsey. Επιφυλάσσομαι για το επόμενο βιβλίο της σειράς που εστιάζει περισσότερο στην Οφηλία και ένα χαρακτήρα που γνωρίσαμε σε αυτό το βιβλίο, τον Ραφαέλ Λοκ.
Μία από τις ιστορίες που λάτρευα σαν παιδί ήταν αυτή της Χάιντι! Το γλυκό κοριτσάκι που αναγκάζεται να πάει να ζήσει με έναν παππού που μέχρι πριν δεν ήξερε. Και σαν να μην έφτανε αυτό, θα πρέπει να φύγει μακριά από τη θεία της και να μετακομίσει στις Άλπεις! Σε ένα μέρος που δεν υπάρχουν και τόσα πολλά να κάνει ούτε πολλοί άνθρωποι για να γνωρίσει και να κάνει νέους φίλους! Η καημενούλα δεν αισθάνεται καθόλου άνετα με όλο αυτό!
Σύντομα όμως, θα αλλάξει γνώμη. Μόλις βρεθεί στο υπέροχο τοπίο των Άλπεων θα αγαπήσει το βουνό με τον καθαρό αέρα του και τη φύση. Θα γνωρίσει καλύτερα τον παππού της και θα τον αγαπήσει! Θα κάνει ακόμα και έναν φίλο, τον Πέτερ με τον οποίο θα δεθεί πολύ!
Η θεία Ντέτε είχα μαζί της τη Χάιντι για έναν ολόκληρο χρόνο από τότε που το κοριτσάκι έχασε τους γονείς της. Τώρα που η μικρή έγινε πέντε χρονών, η θεία Ντέτε βρήκε δουλειά στη Φρανκφούρτη αλλά δεν μπορεί να πάρει μαζί της τη Χάιντι, αφού δε θα μπορεί να τη φροντίζει όσο εκείνη θα είναι στη δουλειά! Γι’ αυτό και αποφάσισε να την παέι στο χωριό, στον παππού της για να είναι κοντά σε κάποιον που ξέρει πως την αγαπά και θα τη φροντίζει. Μπορεί ο παππούς να μην έχει συνηθίσει να φροντίζει παιδιά, όμως τελικά οι δυο τους θα τη βρουν την άκρη και θα γίνουν οι καλύτεροι φίλοι!
Μερικά χρόνια αργότερα, η θεία Ντέτε έρχεται στο βουνό για να πάρει τη Χάιντι μαζί της. Της έχει βρει ένα σπίτι όπου χρειάζονται ένα κοριτσάκι για να κάνει παρέα στο κορίτσι της οικογένειας, την Κλάρα. Η Κλάρα δεν μπορεί να περπατήσει και είναι καθηλωμένη σε μια πολυθρόνα. Έτσι δεν μπορεί να βγει από το σπίτι και να κάνει φίλους. Ο πατέρας της Κλάρας λείπει συχνά σε μακρινά ταξίδια οπότε το κορίτσι είναι σχεδόν μονίμως παρέα με την οικονόμο. Έτσι η Χάιντι μετακομίζει στη Φρανκφούρτη, όχι για να είναι κοντά στη θεία Ντέτε αλλά για να είναι κοντά στην Κλάρα. Η Χάιντι είναι δυστυχισμένη εκεί, παρόλο που η Κλάρα είναι πολύ ευγενικό κορίτσι και περνούν ωραία μαζί. Της λείπει το βουνό, ο παππούς της και ο Πέτερ!
Είναι μια ιστορία συγκινητική που θυμίζει στις μαμάδες την παιδική τους ηλικία, τότε που παρακολουθούσαν και την κλασσική πια σειρά. Μαθαίνει όμως και στα παιδιά πως εκπλήξεις μπορεί να έρθουν πολλές στη ζωή τους. Πρέπει να τις αντιμετωπίζουν με θάρρος και να εκφράζουν πάντα αυτό που θέλουν, αυτό που τους ενοχλεί και τα συναισθήματά τους!
Μετά την ανάγνωση του πρώτου βιβλίου της σειράς, «Η Σεραφίνα και ο Μαύρος Μανδύας» δεν μπορούσα να μη συνεχίσω με το δεύτερο βιβλίο. Η μικρή ηρωίδα είναι ένα κορίτσι με πολλές ανασφάλειες και πολλές κρυμμένες δυνάμεις, όπως είναι και τα περισσότερα δωδεκάχρονα κορίτσια.
Τρεις εβδομάδες μετά τη συντριβή του Άνδρα με τον Μαύρο Μανδύα., η Σεραφίνα συνεχίζει να ζει στο υπόγειο της έπαυλης Μπίλτμορ μαζί με τον πατέρα της. Μόνο που τώρα δε χρειάζεται να κρύβεται. Αντίθετα, της ζητείται να παραστεί σε μια συνάντηση με έναν άνθρωπο που ερευνά μια εξαφάνιση σχετική με τον Άνδρα με τον Μαύρο Μανδύα. Εκείνη και ο Μπρέινταν ανησυχούν για το λόγο της συνάντησης, όμως δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά. Τουλάχιστον έχουν ακόμα ο ένας τον άλλον και τη φιλία τους!
Κι ενώ τα δύο παιδιά πίστευαν πως ο κίνδυνος είχε εξαφανιστεί μετά τα τελευταία γεγονότα, ένας νέος θανάσιμος κίνδυνος έρχεται να ταράξει τα νερά και να αναστατώσει τη ζωή στο δάσος αλλά και στην έπαυλη. Μπορεί όσα συνέβησαν πριν από λίγες εβδομάδες να αφορούσαν παιδιά που φιλοξενούνταν στην έπαυλη Μπίλτμορ, αυτή τη φορά όμως αυτό που κινδυνεύει φαίνεται πως είναι το δάσος που ανήκη στην έκταση των Βάντερμπιλτ αλλά και ολόκληρο το Μπίλτμορ. Η Σεραφίνα θα κάνει ότι μπορεί για να σώσει το Μπίλτμορ και τους ανθρώπους του, όμως θα χρειαστεί να πληρώσει και κάποιο τίμημα για αυτό.
Η Σεραφίνα, έχοντας μάθει πλέον την καταγωγή της, προσπαθεί να κατανοήσει ποια είναι και πως μπορεί να ζήσει ανάμεσα σε δύο κόσμους. Αυτόν της μητέρας της και αυτόν του Μπίλτμορ. Τη συναντάει πολύ συχνά και προσπαθεί να μάθει από εκείνη, όμως υπάρχουν κάποια πράγματα που ακόμα δεν τα έχει καταφέρει, όμως συνεχίζει να προσπαθεί. Ακόμα και πριν μάθει για τη μητέρα της, το δάσος ήταν κάτι οικείο σε εκείνη. Ένα μέρος που φιλοξενεί τόσα ζώα άλλωστε δε θα μπορούσε να είναι κάτι που την αφήνει αδιάφορη. Όμως όταν βλέπει πως τα ζώα το εγκαταλείπουν, αρχίζει να ανησυχεί. Είναι μέρος της ζωής της και θα κάνει ότι μπορεί για να το προστατεύσει, όπως ακριβώς και το Μπίλτμορ.
Στην προσπάθειά της αυτή, θα αναρωτηθεί αν συνεχίζει να έχει τη φιλία του νεαρού Μπρέινατν, του πρώτου και μοναδικού φίλου της. Θα κάνει όμως και νέες φιλίες που δεν τις περίμενε. Όμως, δεδομένων των συνθηκών, θα αμφισβητήσει πολλά, ακόμα και τον ίδιο της τον εαυτό. Όταν όμως θα πιστέψει ότι μπορεί να τα καταφέρει, όταν πιστέψει στον εαυτό της και αποφασίσει τι είναι αυτό που θέλει, όλα θα μπουν σε μια σειρά και θα πάρουν το δρόμο τους.
Πέρα λοιπόν από την φανταστική ιστορία της Σεραφίνας και της περιπέτειάς της, ο αναγνώστης παίρνει και μερικά μαθήματα. Χρειάζεται να έχουμε πίστη στον εαυτό μας. Μόνο έτσι θα καταφέρουμε όσα θέλουμε και ακόμα παραπάνω. Οι φιλίες χρειάζονται υπομονή, επιμονή, πίστη και εμπιστοσύνη. Μπορεί να έχουμε αμφιβολίες για το αν κάποιος θέλει ακόμα να είναι φίλος μας γιατί έχει μέρες να μας μιλήσει, μήπως πρέπει να αναρωτηθούμε αν θα ήταν πιο ξεκάθαρο αν του μιλούσαμε εμείς; Μην περιμένουμε από τους άλλους να μας αναζητήσουν, μπορούμε να το κάνουμε κι εμείς το ίδιο εύκολα. Κι επίσης, καλό θα ήταν να έχουμε ξεκάθαρα στο μυαλό μας το στόχο μας, γιατί μόνο έτσι θα φτάσουμε εκεί και δε θα παρασυρθούμε σε άλλα μονοπάτια.
Μια ενδιαφέρουσα εκδοχή του μέλλοντος παρουσιάζει ο Γιώργος Νυκταράκης μέσα από το δυστοπικό μυθιστόρημά του με τίτλο «Ελεύθεροι Άνθρωποι».
Βρισκόμαστε στο έτος 2084. Η Όναρ είναι η μοναδική πόλη που κατοικείται, ή τουλάχιστον έτσι πιστεύουν οι κάτοικοί της, αφού αυτό τους έχει [ει η Διοίκηση και αφού δεν έχουν επαφή με κανέναν άλλον εκτός της Όναρ. Η ζωή των κατοίκων είναι τακτοποιημένη. Ομοιόμορφα σπίτια, ίδια ρούχα για όλους, ξακάθαρη και στοχευμένη μόρφωση και μονογονεϊκές οικογένειες, όπου το παιδί και ο γονιός είναι του ίδιου φύλου. Όλα τακτοποιημένα και πειθαρχημένα.
Μόνο ο δεκαπεντάχρονος Τόνι δε φαίνεται τόσο πειθαρχημένος όσο οι υπόλοιποι. Δεν καταλαβαίνει γιατί τα κτήρια είναι ομοιόμορφα, γιατί πρέπει να φοράει τα ίδια ρούχα κάθε μέρα, αν και διαφορετικά κάθε φορά και γιατί πρέπει να υπακούν τυφλά στη Διοίκηση και να μην έχουν αμφιβολίες. Στο δρόμο του θα βρεθεί κάποιος που θα του δώσει μια άλλη οπτική γωνία της ιστορίας και των πραγμάτων γενικότερα. Κάποιος που θα δώσει διαφορετικό νόημα στη φράση «Είστε άνθρωποι, όχι ζώα», που είναι και το μότο της Όναρ.
Ο συγγραφέας φαίνεται να έχει επηρεαστεί από τον Όργουελ, αφού τοποθετεί την ιστορία του 100 χρόνια μετά το πασίγνωστο «1984». Ίσως και να το κάνει επί τούτου, για να δείξει πως όπως και το προφητικό «1984» περιέγραψε όλα αυτά που ήρθαν χρόνια μετά από την εποχή που το έγραψε ο Όργουελ, έτσι και όσα μας περιγράφει ο ίδιος δεν απέχουν πολύ από το να γίνουν πραγματικότητα. Και δεν μπορεί να πει κανείς πως ανήκουν όλα στη σφαίρα της φαντασίας.
Ο Νυκταράκης μιλάει τον άνθρωπο και τον παρουσιάζει σαν άβουλο ον, που τρώει μασημένη τροφή. Ότι του σερβίρουν το μασάει χωρίς αμφιβολία. Στην περίπτωση του βιβλίου, αυτός που κρατάει το πιρούνι και το μαχαίρι είναι η Διοίκηση. Στη σημερινή πραγματικότητα, σε θέση ισχύος είναι τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, οι ισχυροί επιχειρηματίες και αρχηγοί κρατών που τα ελέγχουν και μαζί με αυτά ελέγχουν και τις μάζες, εμάς δηλαδή. Εμάς που πιστεύουμε ότι δούμε στην τηλεόραση, ότι γράφει ο όποιος να ‘ναι στο ιντερνέτ και ότι πουν και υποστηρίξουν οι πολλοί. Ο άνθρωπος πλέον δεν έχει γνώμη, δεν έχει θέληση, δεν έχει ιδανικά για τα οποία θα πολεμήσει. Θα κάνει ότι του πουν και θα είναι ευχαριστημένος. Θέλει να είναι ευχαριστημένος και να μην κουραστεί. Να τα βρει όλα έτοιμα και στρωμένα, να έχει φροντίσει κάποιος άλλος για αυτόν και να έχει ένα σίγουρο και βέβαιο μέλλον. Μπορεί να μην είναι αυτό που θα επέλεγε ο ίδιος, αν έμπαινε στη διαδικασία, είναι όμως ο πιο απλός, ο πιο εύκολος τρόπος. Κάποιος άλλος παίρνει την απόφαση και είναι όλοι ευχαριστημένοι.
Έτσι βλέπω και κατανοώ το βιβλίο του Νυκταράκη, σαν μια αλληγορία. Σαν τον αντικατοπτρισμό του κόσμου μας όπως είναι, πάνω σε ένα πλέγμα που θα μπορούσε ίσως να μας κάνει να δούμε τα πράγματα διαφορετικά. Να ανοίξουμε τα μάτια και τα αυτιά μας και να δούμε που πραγματικά ζούμε, σε ποιο κόσμο και να καταλάβουμε τι μπορούμε να κάνουμε για να αλλάξουμε αυτή την πραγματικότητα. Πως μπορούμε να ξυπνήσουμε από το όμορφο και βολικό μας όνειρο.
Αν το δει κανείς σαν ένα δυστοπικό μυθιστόρημα και μόνο, δε θα του φανεί κάτι καινούριο, κάτι πρωτόγνωρο ή μοναδικό. Θυμίζει την τριλογία της «Απόκλισης» ή «Το βιβλίο της Άιβι». Όμως διαφέρει από τα προηγούμενα αφενός γιατί έχει γραφτεί από Έλληνα συγγραφέα, νέο σε ηλικία, και άρα όλα τα καλά του βιβλίου μπορούν να αποδοθούν στον ίδιο. Πρόκειται για μια καλογραμμένη ιστορία με εξαιρετική χρήση της Ελληνικής γλώσσας, πράγμα που του δίνει πολλούς πόντους για πρώτο βιβλίο!
«Η Ιστορία της Θεραπαινίδας» είναι ένα βιβλίο που έχει συζητηθεί πολύ και συζητιέται εδώ και πολλά χρόνια. Αν σκεφτεί κανείς πως κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στα Αγγλικά το 1985 και στα Ελληνικά το 1989 και ακόμα συνεχίζει να είναι ανάμεσα στα βιβλία που όλοι θέλουν να διαβάσουν, τότε μάλλον είναι πολύ καλό. Η πρώτη του κυκλοφορία από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας ήρθε στα χέρια μου πριν μερικά χρόνια, αλλά δεν μπήκα στον κόπο να το διαβάσω. Τώρα που κυκλοφόρησε και η συνέχειά του με τίτλο «Οι Διαθήκες», το βιβλίο που χάρισε στην Άτγουντ το Βραβείο Booker για το 2019, πήρα και το συγκεκριμένο στην ανανεωμένη του έκδοση και με το εξώφυλλο που ταιριάζει με τις «Διαθήκες». Κάποιοι από εμάς που αγαπάμε τα βιβλία, έχουμε τα κολλήματά μας με όλα αυτά!
Η ιστορία που διαβάζουμε είναι η αφήγηση μιας Θεραπαινίδας, της Τουφρέντ, μιας κατοίκου της Γαλαάδ. Η Γαλαάδ βρίσκεται εκεί που παλιά υπήρχαν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, μόνο που πλέον το καθεστώς αυτό έχει καταλυθεί και τη θέση του έχει πάρει ένα δικτατορικό ανδροκρατούμενο και θρησκευτικό καθεστώς. Δεν υπάρχουν πολλές ελευθερίες, στις γυναίκες ουσιαστικά καμία. Οι γυναίκες στη Γαλαάδ δεν έχουν καμία ιδιοκτησία. Αντίθετα, θα έλεγε κανείς πως οι ίδιες είναι ιδιοκτησίες των αντρών.
Υπάρχουν οι Σύζυγοι, που είναι αυτό ακριβώς που λέει η λέξη, οι σύζυγοι των αντρών της Γαλαάδ. Οι Μάρθες, που είναι ουσιαστικά οι υπηρέτριες του σπιτιού και φροντίζουν για το φαγητό και το σπίτι ή την οικογένεια γενικότερα. Οι Θεραπαινίδες, που είναι κι αυτές ουσιαστικά υπηρέτριες, μόνο που ο σκοπός της ύπαρξής τους είναι να δώσουν παιδιά στις άτεκνες οικογένειες και υπάρχουν και οι Θείες, οι οποίες φροντίζουν να εκπαιδεύουν και να χειρίζονται ή να τιμωρούν τις Θεραπαινίδες. Πρόκειται για ένα καθεστώς που τρομάζει.
Η Άγουντ έγραψε το βιβλίο το 1985, βλέποντας την παρακμή στην οποία είχε πέσει ο άνθρωπος και η οποία συνεχίζει και μας ακολουθεί σαν γένος μέχρι και σήμερα. Τα ήθη έχουν εκτροχιαστεί, αν και από ότι μπορώ να καταλάβω, ένα από τα μεγάλα θέματα της εποχής ήταν οι εκτρώσεις, οι οποίες μπορεί και να έδωσαν το έναυσμα για τη συγκεκριμένη ιστορία. Η ελευθερία που έχει μια γυναίκα όσον αφορά στο σώμα της είναι κάτι που ακόμα συζητιέται, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο. Ακόμα και σήμερα υπάρχουν πολιτείες στην Αμερική που θεωρούν την έκτρωση έγκλημα και αναφέρομαι στη συγκεκριμένη χώρα ως δείγμα του Δυτικού πολιτισμού, ως ανεπτυγμένη χώρα. Σε άλλες αναπτυσσόμενες ή υποανάπτυκτες χώρες, τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα. Οι ελευθερίες είναι μηδαμινές, πράγμα που μας φέρνει πολύ κοντά στο δημιούργημα της Άτγουντ. Πολύ φοβάμαι πως το συγκεκριμένο βιβλίο θα παραμείνει επίκαιρο για πολλά χρόνια ακόμα.
Τη βάση του καθεστώτος την έχει στηρίξει στη Θρησκεία, και δη σε ένα είδος θρησκείας που τηρεί τις γραφές και τη Βίβλο. Από ολόκληρη τη Βίβλο, αυτό που κατάλαβαν αυτοί που έχουν πλέον την εξουσία είναι πως οι γυναίκες υπάρχουν μόνο για να υπηρετούν τους άντρες. Εφόσον οι γεννήσεις μειώθηκαν και τα παιδιά άρχισαν να εκλείπουν, αποφάσισαν να ακολουθήσουν το παράδειγμα του Ιακώβ και της Ραχήλ, θεωρώντας ότι υπεύθυνες ήταν μόνο οι γυναίκες, οι μόνες που θα μπορούσαν να είναι στείρες, ενώ οι άντρες δεν έφεραν καμία ευθύνη που δεν μπορούσαν να αποκτήσουν παιδιά με τις συζύγους τους. Μια καθαρά αντρική αντίληψη και μετάφραση της Βίβλου που καθιστά τις γυναίκες αντικείμενα και έρμαια των αντρών, ανάξιες ακόμα και να γνωρίζουν γραφή και ανάγνωση. Μια κοινωνία που τρομάζει από το πόσο κοντά της μπορεί ήδη να βρισκόμαστε, παρά τα τόσο μεγάλα βήματα που έχουν επιτευχθεί σχετικά με την ισότητα των φύλων και τα δικαιώματα των γυναικών.
Δε θα θυμίσω τι σκέφτονται οι περισσότεροι κάθε φορά που τίθεται ένα ζήτημα που αφορά γυναίκα. Αν αξίζει τα χρήματα που πληρώνεται. Αν πήρε τη θέση με την αξία της ή με τα θέλγητρά της. Αν έφταιγε η ίδια για όσα της συνέβησαν. Αν προκάλεσε αυτή το βιασμό της με τα ρούχα που φορούσε ή με την ομορφιά της. Αν θα κατάφερνε τα ίδια επιτεύγματα αν ήταν άσχημη ή αν ήταν άντρας. Αν κανείς καταλαβαίνει πόσα πρέπει να αποδείξει μια γυναίκα στον εαυτό της και στους άλλους για να γίνει αποδεκτή από την κοινωνία στην οποία ζει. Αν και με ποιον τρόπο καταφέρνει να είναι εργαζόμενη γυναίκα, σύζυγος, νοικοκυρά και μητέρα ταυτόχρονα. Αν έχει χρόνο για τον εαυτό της ή αν πρέπει να ζητήσει αυτό το χρόνο από κάποιον άλλο.
Όλα αυτά τα αιώνια ερωτήματα έρχεται να μας θυμίσει η Άτγουντ και να ταράξει τα νερά και τα μυαλά μας. Δυστυχώς 35 χρόνια μετά είναι το ίδιο επίκαιρο όσο ποτέ!
Τελευταία έχω ανακαλύψει την αγάπη που έχω για τα middle grade βιβλία και τις ιστορίες που απευθύνονται περισσότερο σε παιδιά. Έτσι λοιπόν όταν είδα ότι οι Εκδόσεις Διόπτρα εξέδωσαν το βιβλίο «Μια στάλα μαγεία» έσπευσα να το διαβάσω, αφού το είχα ήδη βάλει στο μάτι από καιρό! Το βιβλίο κυκλοφόρησε στα Αγγλικά μόλις την προηγούμενη χρονιά και ήδη το Γενάρη μπήκε στα ράφια των βιβλιοπωλείων της χώρας μας και ελπίζω και σε αρκετά σπίτια! Αν έχετε παιδί ή είστε οι ίδιοι από 9 ετών και πάνω, ή αν και σε εσάς αρέσει να διαβάζεται ιστορίες για αυτές τις ηλικίες, δώστε του μια ευκαιρία. Είναι φανταστικό!
Ποιο παιδί δεν ονειρεύεται να ταξιδέψει; Είτε σε μέρη πραγματικά, είτε σε μέρη φανταστικά. Οι αδερφές Γουίντερσινς θέλουν να κάνουν ακριβώς αυτό! όμως μια αρχέγονη κατάρα τις κρατάει δέσμιες στο Κροουστόουν, ένα σκοτεινό νησί περιτριγυρισμένο από τους Ομιχλώδεις Βάλτους. Ένα νησί από το οποίο δεν μπορούν να απομακρυνθούν, γιατί αν το κάνουν δε θα ζήσουν μετά το επόμενο ξημέρωμα. Αυτή τη γνώση την έμαθαν με τον απότομο τρόπο ενώ προσπαθούσαν να ζήσουν σαν φυσιολογικά παιδιά και να χαρούν ένα πανηγύρι.
Τα τρία κορίτσια ζουν με τη γιαγιά τους από την οποία δεν μπορούν να ξεφύγουν με τίποτε. Κάθε φορά που πάνε να της κρυφτούν ή να κάνουν μια αταξία, η γιαγιά τις καταλαβαίνει και εμφανίζεται κοντά τους από το πουθενά σχεδόν, στο άψε σβήσε. Όμως η γιαγιά τις αγαπάει και τις φροντίζει και θέλει πάντα το καλύτερο για αυτές, έχοντας την ευθύνη τους από όταν έχασαν τη μητέρα τους και ειδικά τώρα που ο πατέρας τους είναι στη φυλακή. Όμως για να τις προστατέψει, πρέπει να τους φανερώσει όσα τους κρύβει τόσα χρόνια και να τους δώσει τα οικογενειακά κειμήλια που είναι προορισμένα για τις τρεις τους. Μια παλιά ταξιδιωτική τσάντα που επιτρέπει στην κάτοχό της να ταξιδεύει, τέσσερις ξύλινες κούκλες για να γίνονται αόρατες και έναν καθρέφτη με γοργόνες για να μιλούν μέσα από αυτόν. Με τα κειμήλια στα χέρια τους οι τρεις αδερφές θα προσπαθήσουν να σπάσουν την κατάρα και να ελευθερωθούν για πάντα.
Αυτή η ιστορία είναι γεμάτη από περιπέτεια. Μια περιπέτεια όχι ακριβώς όπως την ονειρευόταν η Μπέτι, η μεσαία αδερφή. Στα δεκατρία της η Μπέτι έχει βαρεθεί το Κροουστόουν και θέλει να ταξιδέψει και να γνωρίσει τον κόσμο. Οι χάρτες που έχει γεμίσει το δωμάτιό της φανερώνουν αυτή της τη λαχτάρα. Όμως η Μπέτι δεν ονειροπολεί απλώς, είναι πρακτικός χαρακτήρας. Θέλει να ξεκινήσει να βάζει τα σχέδιά της σε εφαρμογή και ξεκινάει με αφορμή τη γιορτή του Χαλογουίν και το πανηγύρι στο Μάρσφουτ, το πιο κοντινό μέρος στο Κροουστόουν που όμως φαίνεται να ξέρει πως να διασκεδάσει τα παιδιά σε μια τέτοια γιορτή. Αυτό θέλει να ζήσει και η Μπέτι και να το χαρίσει και στη μικρή αδερφή της, την εξάχρονη Τσάρλι. Και κάπως έτσι ξεκινούν οι περιπέτειες των κοριτσιών.
Λάτρεψα την ωριμότητα της Μπέτι. Για ένα παιδί στην ηλικία της, σκέφτεται πολύ πρακτικά και με αρκετή λογική. Ναι, έχει άγνοια κινδύνου, μέχρι ενός σημείου μόνο. Όπως και όλα τα παιδιά της ηλικίας της πιστεύει ότι είναι άτρωτη. Τον πραγματικό κίνδυνο όμως τον αναγνωρίζει και προσπαθεί να προφυλαχτεί. Ενθουσιάστηκα με την μικρή Τσάρλι! Έχει την ηλικία της κόρης μου, η οποία παρεμπιπτόντως περιμένει να μεγαλώσει για να μπορέσει και η ίδια να διαβάσει το βιβλίο, οπότε μπορώ πολύ καλά να φανταστώ πως σκέφτεται το μυαλουδάκι της. Το φαγητό είναι κινητήρια δύναμη για πολλά πράγματα! Η Φλις, η μεγαλύτερη από τις τρεις αδερφές είναι και αυτή που πλησιάζει στην ενηλικίωση. Όπως τα περισσότερα κορίτσια στην ηλικία της, είναι ματαιόδοξη και ίσως λίγο επιφανειακή. Η εξαιρετική της ομορφιά της βοηθά προς αυτή την κατεύθυνση όσο να ‘ναι. Στην πορεία όμως την ιστορίας ο χαρακτήρας της εξελίσσεται θετικά, καθώς διδάσκεται μέσα από την περιπέτεια στην οποία εισέρχονται και καθώς αναθυμάται την αγάπη που έχει για τις αδερφές της, ειδικά τώρα που μοιράζονται όλες το ίδιο μυστικό και την ίδια κατάρα.
Με λίγα λόγια είναι ένα βιβλίο γεμάτο αδελφική αγάπη, περιπέτεια και μια στάλα μαγεία!
Το «Χειμερινό ηλιοστάσιο» είναι ένα βιβλίο που φέρνει κοντά τρεις γενιές ανθρώπων που γνωρίζονται ελάχιστα μεταξύ τους, κι όμως καταφέρουν να δεθούν τόσο πολύ και να τα πάνε τόσο καλά, όσο δε θα τα κατάφερνε μια παρέα καλών φίλων.
Αρχικά γνωρίζουμε την Ελφρίντα, μια κυρία προχωρημένης ηλικίας, μια παλιά ηθοποιό του θεάτρου, που δεν είχε καμιά τεράστια επιτυχία, αλλά που όμως έζησε το όνειρό της, γνώρισε πολλούς ανθρώπους, αγάπησε και αγαπήθηκε. Τώρα πλέον, έχει εγκαταλείψει το Λονδίνο για να εγκατασταθεί σε μια επαρχία. Εκεί γνωρίζει τον Όσκαρ και γίνονται καλοί φίλοι. Γι’ αυτό και στην πιο δύσκολη στιγμή της ζωής του δεν τον αφήνει μόνο του, αλλά μένει δίπλα του και τον βοηθάει και του συμπαραστέκεται με όποιον τρόπο μπορεί καλύτερα. Οι δυο τους λοιπόν θα ταξιδέψουν στη Σκοτία για να μεταβούν στο σπίτι στο Κρίγκαν.
Η Κάρι, μια κοπέλα τριάντα χρονών επιστρέφει ξαφνικά στο Λονδίνο από την Αυστρία όπου ζούσε τα τελευταία χρόνια. Η επιστροφή της ήταν ξαφνική και στο βήμα αυτό την ώθησε το τέλος μιας σχέσης που είχε. Φτάνοντας στο Λονδίνο, καταλαβαίνει πως η ανιψιά της Λούσι τη χρειάζεται. Η αδερφή της Κάρι και μητέρα της Λούσι φεύγει για ένα μακρινό ταξίδι και έτσι η Κάρι αναλαμβάνει να προσέχει το δεκατετράχρονο κορίτσι.
Ο Σαμ επιστρέφει κι αυτός στο Λονδίνο, αλλά από λιγάκι πιο μακριά. Τα τελευταία χρόνια ζούσε στη Νέα Υόρκη όπου είχε μετακομίσει λόγω της δουλειάς του. Δυστυχώς όμως, ακριβώς λόγω της δουλειάς του αλλά και ενός άλλου άντρα, η γυναίκα του τον εγκατέλειψε, έτσι κι αυτός γυρίζει στην πατρίδα. Μια πρόταση για δουλειά τον οδηγεί στο Βορρά, όπου ερωτεύεται το Κρίγκαν και ένα συγκεκριμένο σπίτι. Σε αυτό το σπίτι, αυτοί οι πέντε άνθρωποι θα βρεθούν και οι ζωές του θα αλλάξουν για πάντα.
Είναι το πρώτο βιβλίο της Πίλτσερ που διαβάζω και καταλαβαίνω πως είναι ένα από τα ώριμα βιβλία της. Μπορεί να μην εκτυλίσσεται στην Κορνουάλη όπως ακούω πως γίνεται με τα περισσότερα βιβλία της, όμως κατάφερα να γνωρίσω και να αγαπήσω ένα ακόμα κομμάτι της Σκοτίας. Οι περιγραφές των τοπίων της, μεταφέρουν τον αναγνώστη ακριβώς στη μέση του λιβαδιού, ή πάνω στο λόφο που ατενίζει την παγωμένη θάλασσα του Βορρά, ή δίπλα ακριβώς στη λίμνη με τους κορμοράνους και τα άλλα πουλιά. Μέσα από την αφήγηση κατάφερα να σχηματίσω την εικόνα του Κρίγκεν αλλά και τόσο άλλων τοποθεσιών που περιγράφονται στο βιβλίο.
Χάρη στην ωριμότητα της ηλικίας της, η συγγραφέας μπορεί να κατανοήσει και να αποδώσει με αριστοτεχνικό τρόπο αρκετές διαφορετικές ηλικίες. Ειδικά η Ελφρίντα και ο Όσκαρ, που είναι πλέον αρκετά μεγάλοι σε ηλικία, φαίνονται αληθινοί και αυθόρμητοι. Κανένας χαρακτήρας δεν είναι βεβιασμένος και όλοι τους είναι αυθεντικοί και πιστοί στην αρχική τους εικόνα. Κάποια στοιχεία μπορεί να παραξενέψουν, αν όμως ληφθούν υπόψη όλα τα στοιχεία του χαρακτήρα που έχουν δοθεί ήδη, τότε όλες οι συμπεριφορές είναι αποδεκτές και αναμενόμενες, πιστές στο χαρακτήρα.
Στο βιβλίο αυτό η Πίλτσερ μιλάει για την αγάπη, την πίστη και τη δύναμη να ξεκινάς από την αρχή. Η αγάπη που δεν έχει ηλικία ή χρόνο. Αυτή που θα έρθει και θα σου χτυπήσει την πόρτα και που καλά θα κάνεις να της ανοίξεις, γιατί αλλιώς θα μπει από το παράθυρο. Και όταν λέω αγάπη, δεν εννοώ μόνο την αγάπη με την ερωτική έννοια, αλλά και αυτή που αναπτύσσει κανείς για τον συνάνθρωπο, τον αδελφό, τον φίλο. Αυτή που υπάρχει στις δυνατές φιλίες και είναι εκεί για να δίνει λύσεις και να ξεπερνάει τις δυσκολίες.
Διαβάζοντας το «Χειμερινό ηλιοστάσιο» έζησα όμορφες στιγμές. Χάρηκα και στενοχωρήθηκα αλλά και συγκινήθηκα εκεί προς το τέλος, σε σημείο να κλάψω. Δέθηκα με τους ήρωές του, τους αγάπησα και τους συμπόνεσα και χάρηκα για εκείνους όταν όλες οι δυσκολίες λύθηκαν και μπήκαν όλα σε μια σειρά!
«Οι Επτά θάνατοι της Έβελιν Χαρντκάστλ» είναι ένα από τα βιβλία που έχω δει να διαβάζονται από πάρα πολλούς αναγνώστες κυρίως στο εξωτερικό αλλά πλέον και στην Ελλάδα μετά την κυκλοφορία του στα Ελληνικά από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο, σε μετάφραση Θοδωρή Τσαπακίδη.
Στην έπαυλη Μπλάκχιθ διοργανώνεται ένας χορός μεταμφιεσμένων. Το χορό διοργανώνουν ο λόρδος και η Λαίδη Χαρντκάστλ για να γιορτάσουν την επιστροφή της κόρης τους Έβελιν από το Παρίσι. Είναι μια μέρα γιορτής, μια μέρα χαράς που θα επισκιαστεί από ένα φόνο που δεν φαίνεται σαν φόνος και γι’ αυτό θα μείνει ατιμώρητος. Μέχρι να εξιχνιαστεί το μυστήριο και να βρεθεί ο δολοφόνος με στοιχεία αδιάλειπτα, η μέρα θα επαναλαμβάνεται, μιας και όλοι όσοι βρίσκονται στο Μπλάκχιθ βρίσκονται μέσα σε έναν ατέρμονο βρόγχο.
Ο Έιντεν Μπίσοπ είναι ο άνθρωπος που ακολουθούμε σε αυτή την ιστορία και είναι ένας από αυτούς που καλούνται να λύσουν το μυστήριο. Όταν ένα πρωί ξυπνάει μέσα στο δάσος σε άσχημη κατάσταση με μόνη του ανάμνηση ένα γυναικείο όνομα, Άννα, και καμία άλλη μνήμη από τον εαυτό του, πιστεύει πως κάτι πολύ σοβαρό του συνέβη και πως αυτή η Άννα κινδυνεύει θανάσιμα, αν δεν την έχουν ήδη σκοτώσει. Ο Έιντεν Μπίσοπ εκείνο το πρωί ξυπνάει μέσα στο σώμα του δόκτωρα Μπελ, όμως αυτό δεν το γνωρίζει αρχικά, αλλά το συμπεραίνει στη συνέχεια. Όταν ο Γιατρός της Πανούκλας, ο καθοδηγητής του σε όλη αυτή την ιστορία, του εξηγήσει την πραγματικότητα στην οποία βρίσκεται, αρχικά δεν θα τον πιστέψει, όμως όταν αρχίσουν να συμβαίνουν κάποια περίεργα συμβάντα, θα αναγκαστεί να δώσει βάση σε όσα του λέει. Στην περιπέτειά του αυτή ο Μπίσοπ δεν είναι μόνος. Είναι κι άλλοι που έχουν παγιδευτεί στο βρόγχο με τον ίδιο σκοπό όπως κι αυτός. Να βρουν το δολοφόνο και να ελευθερωθούν για πάντα. Μόνο που οι αντίπαλοί του δεν είναι καλοπροαίρετοι και θα κάνουν ότι περνάει από το χέρι τους για να κερδίσουν την ελευθερία, θέτοντας ακόμα και τη ζωή του Μπίσοπ σε κίνδυνο.
Ένα βιβλίο μυστηρίου που θυμίζει τις παλιές καλές ιστορίες και την ατμόσφαιρα που επικρατεί στα βιβλία της Αγκάθα Κρίστι είναι μόνο ένας επιεικής χαρακτηρισμός για το βιβλίο που κέρδισε το Costa Book Award πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα για το 2018 στη Βρετανία. Πανέξυπνο και ευρηματικό, γεμάτο κρυμμένα στοιχεία και μια έκπληξη στο τέλος που κανείς δεν περίμενε. Όταν διάβασα πως η μέρα θα επαναλαμβάνεται μέχρι να λυθεί το μυστήριο, μου ήρθε αμέσως στο νου η ταινία «Η μέρα της μαρμότας» με τον Μπιλ Μάρεϊ και είχα μεγάλη περιέργεια να δω πως θα εξελιχθεί. Πέρα όμως από αυτή την επανάληψη της μέρας, η ταινία και το συγκεκριμένο βιβλίο δεν είχαν κανένα άλλο κοινό στοιχείο.
Το μυστήριο που πλανάται πάνω από το Μπλάκχιθ είναι καλά κρυμμένο και γεμάτο μυστικά του παρελθόντος. Η ίδια η έπαυλη προσφέρεται γι’ αυτό καθώς έτσι τεράστια που είναι, με τα πολλά της δωμάτια, τους χώρους για το προσωπικό, την κοντινή λίμνη και το τεράστιο δάσος που την περιβάλει, αποτελεί το καταλληλότερο σκηνικό για ένα μυστήριο. Όλο αυτό το σκηνικό που δημιούργησε ο συγγραφέας το εκμεταλλεύεται στο έπακρο στην ιστορία του. Η μία πτέρυγα της έπαυλης διατηρείται σε σχετικά καλή κατάσταση, αν και όχι στη χλιδή που θα περίμενε κανείς να έχει. Η άλλη πτέρυγα της έπαυλης έχει τα κακά της τα χάλια και θυμίζει κτήριο υπό κατάρρευση. Όλα αυτά συνηγορούν στην κακή διαχείριση και κακή οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι ιδιοκτήτες της, ένα ακόμα στοιχεί που προσθέτει στην περιπλοκότητα του μυστηρίου. Σε αυτή συμβάλλει και ο αριθμός των χαρακτήρων του βιβλίου καθώς είναι αρκετά τα κρυμμένα μυστικά που ξεπροβάλλουν εδώ κι εκεί και δίνουν κάθε φορά κι από ένα ή περισσότερα στοιχεία στον ήρωα και στον αναγνώστη παράλληλα.
Πανέξυπνο, μυστηριώδες και συναρπαστικό, το βιβλίο «Οι Επτά θάνατοι της Έβελιν Χαρντκάστλ» θα σας κρατήσει συντροφιά και θα σας μεταφέρει σε μια ομιχλώδης ατμόσφαιρα που έχει καιρό να φανεί στο χώρο. Ανυπομονώ για το επόμενο βιβλίο του συγγραφέα.
Συνήθως δεν ενθουσιάζομαι να διαβάζω βιβλία με γνωστούς και αγαπημένους ήρωες που όμως είναι γραμμένα από κάποιον άλλο συγγραφέα. Αυτή η τακτική χρησιμοποιείται αρκετά είναι η αλήθεια τα τελευταία χρόνια και προσπαθώ να αποφεύγω τέτοιες προσπάθειες γιατί είμαι ίσως λιγάκι προκατειλημμένη. Έχοντας όμως ακούσει πολύ καλά λόγια για τη δουλειά του Lovegrove είπα να αφήσω τις προκαταλήψεις μου στην άκρη και να του δώσω μια ευκαιρία. Άλλωστε ο Χολμς είναι από τους αγαπημένους μου ήρωες. Διάβασα το βιβλίο του «Οι Θεοί του πολέμου» και δεν το μετάνιωσα καθόλου.
Βρισκόμαστε στην Αγγλία του 1913, πράγμα που σημαίνει ότι ο Χολμς δεν είναι πια παλικαράκι. αντίθετα έχει αποσυρθεί από το Λονδίνο και την ενεργό δράση. Έχει μετακομίσει στο Σάσεξ ελπίζοντας σε μια πιο ήρεμη ζωή. Εκεί τον επισκέπτεται ο αγαπητός του φίλος και συνοδοιπόρος σε πολλές υποθέσεις και επιτυχίες του παρελθόντος, ο δόκτωρ Γουάτσον. Σε μια πρωινή τους βόλτα βρίσκονται μπροστά σε ένα πτώμα. Ένας νεαρός άντρας που φαίνεται να έχει πέσει από το ακρωτήρι Μπίτσι Χεντ, αυτοκτονώντας ίσως μετά από μια ερωτική απογοήτευση. Τα χαρίσματα του Χολμς δεν τον έχουν εγκαταλείψει, έτσι χωρίς καν να προσπαθήσει θα δει κάποια στοιχεία πάνω στο πτώμα που δε συνηγορούν ακριβώς με αυτή την εξήγηση. Μην έχοντας όμως κάποια επίσημη σχέση με την υπόθεση, θα κάνει πίσω και θα αφήσει τη Σκότλαντ Γιαρντ να κάνει τη δουλειά της.
Μέχρι που ο πατέρας του νεαρού άντρα θα έρθει να του ζητήσει να ερευνήσει την υπόθεση και να αποδείξει ότι όντως πρόκειται για αυτοκτονία. Ήταν το χειρότερο που θα μπορούσε να κάνει, καθώς με αυτό του το αίτημα έπεισε τον Χολμς πως πρόκειται για εγκληματική ενέργεια. Παρέα με τον αγαπητό Γουάτσον, θα μπλεχτούν σε μια σκοτεινή υπόθεση και θα προσπαθήσουν να ξετυλίξουν το κουβάρι που έπεσε στα χέρια τους.
Οι δύο αγαπημένοι ήρωες είναι πλέον αρκετά μεγάλοι για να μπλέκουν σε επικίνδυνες υποθέσεις, αλλά η φύση του δαιμόνιου Χολμς δεν μπορεί να τον κρατήσει μακριά από τέτοιες ευκαιρίες. Έστω όμως και σε αυτή την ηλικία, στα 59 του Χολμς και στα 61 του Γουάτσον, ο νους τους παραμένει οξυδερκής στο βαθμό που ήταν και στη νιότη τους. Φαίνεται άλλωστε ο Χολμς σαν να αποζητάει αυτή την άσκηση, σαν να του έχει λείψει. Σίγουρα δεν μπορεί να της αντισταθεί όπως δεν μπορούσε και όταν ήταν νέος.
Ο Lovegrove καταφέρνει να αποδώσει πολύ πιστά τον γνωστό και αγαπημένο ήρωα με το κοφτερό μυαλό, την πίπα του καπνού και την κλίση στις μεταμφιέσεις. Ο ίδιος Χολμς που γνωρίζουμε και έχουμε αγαπήσει βρίσκεται κι εδώ, κρατώντας τα στοιχεία για τον εαυτό του, μέχρι την ώρα που θα κάνει τη μεγάλη αποκάλυψη, παρακινώντας τον Γουάτσον να δει όσα βλέπει κι εκείνος και να προσπαθήσει να ενώσει τα ίδια κομμάτια και παίρνοντας ρίσκα που κατά την άποψή του, θα του βγουν.
Διαβάζοντας το βιβλίο, ήρθαν στο νου μου εικόνες του Χολμς όπως τον υποδύθηκε ο Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ, ένας από τους αγαπημένους μου Χολμς της μικρής και μεγάλης οθόνης, που έφτασε τον ήρωα σε όρια που τον έχουμε δει μέσα από τα βιβλία του Ντόιλ. Ενώ οι εικόνες που είχα για τον Γουάτσον ήταν αυτές από την ερμηνεία του Μάρτιν Φρίμαν από την τηλεοπτική σειρά του 2010. Ποτέ δεν μπόρεσα να συμπαθήσω τον Τζουντ Λόου σαν δόκτωρ Γουάτσον. Ήταν σαν να έκλεβε από την αίγλη του Χολμς.
Ένα από τα πιο πολυσυζητημένα βιβλία της περσινής χρονιάς είναι «Οι Διαθήκες» μιας και κέρδισαν για την Άτγουντ το βραβείο Booker 2019, μαζί με την Μπερναρντίν Εβαρίστο πρώτη έγχρωμη γυναίκα που κερδίζει το βραβείο. Και αναρωτιέμαι γιατί; Δεν έχω διαβάσει το βιβλίο της Εβαρίστο, που αναμένεται να κυκλοφορήσει φέτος στα Ελληνικά από τις Εκδόσεις Gutenberg, όμως «Η Ιστορία της Θεραπαινίδας» ήταν κλάσεις ανώτερο από τις «Διαθήκες». Και θα εξηγήσω παρακάτω τι εννοώ.
35 χρόνια μετά την έκδοση της «Ιστορίας της Θεραπαινίδας» εκδίδονται «Οι Διαθήκες» που περιγράφουν γεγονότα στη Γαλαάδ αλλά και στον Καναδά που συνέβησαν 15 χρόνια μετά την πρώτη ιστορία. Το Θεοκρατικό, ανδροκρατούμενο, δικτατορικό καθεστώς της Γαλαάδ καλά κρατεί, όμως φαίνεται πως τα πρώτα σημάδια φθοράς έχουν επέλθει. Όχι ότι δεν ήταν φανερά και στο προηγούμενο βιβλίο, όπως σε όλα αυτά τα περίεργα καθεστώτα, η φθορά κρύβεται στα πιο απίθανα μέρη.
Στη δεύτερη αυτή ιστορία, έχουμε τις αφηγήσεις τριών γυναικών. Δύο γυναικών που βρίσκονται στη Γαλαάδ και μιας που μιλάει από τη σχετική ασφάλεια του Καναδά. Οι γυναίκες έχουν διαφορετικές ηλικίες. Η μία είδε την εγκαθίδρυση του καθεστώτος και με τον τρόπο της συνέβαλε σε αυτό αλλά και το υπηρετεί μέσα από τις τάξεις των ελάχιστων γυναικών με αξίωμα στη Γαλαάδ. Η Θεία Λίντια είναι μία από τις θεμελιώτριες και στην κορυφή της ιεραρχίας. Η δεύτερη κάτοικος της Γαλαάδ μεγάλωσε μαζί με τη Γαλαάδ σε μια σχετική ασφάλεια. Έχει όμως δει όσα μπορεί να κάνει η Δημοκρατία της Γαλαάδ στις γυναίκες. Σε τι μπορεί να τις μετατρέψει. Η τρίτη γυναίκα είναι και η μικρότερη σε ηλικία και η πιο αποστασιοποιημένη από τις τρεις. Όμως με κάποιον τρόπο θα μπλεχτεί κι εκείνη σε αυτό το χάος που ονομάζεται Γαλαάδ.
Διαβάζοντας το ένα βιβλίο αρκετά κοντά στο άλλο, ήταν πολύ πρόσφατη η εντύπωση που μου είχε αφήσει «Η Ιστορία της Θεραπαινίδας». Τόσο η ιστορία η ίδια, όσο και η γραφή της Άτγουντ ήταν πολύ δυνατές. Οι αναμνήσεις και τα συναισθήματα καθώς το διάβαζα ήταν πολύ πρόσφατα. Το βιβλίο ήταν γραμμένο με πολύ πάθος που ήταν φανερό σε κάθε του σελίδα, σε κάθε γεγονός και σε κάθε απόφαση της ηρωίδας του. Διαβάζοντάς το ο αναγνώστης νιώθει σε μεγάλο βαθμό όσα περνάει η ηρωίδα, τις σκέψεις και τις αποφάσεις της, καθώς και όλα όσα μπορεί να την οδήγησαν σε αυτές τις αποφάσεις. Διαβάζοντας τις «Διαθήκες» δεν ένιωσα το ίδιο πάθος. Ήταν μια πολύ ωραία ιστορία και μια καλή εξήγηση ίσως για το τι συνέβη στη συνέχεια, έστω και δεκαπέντε χρόνια μετά την αρχική ιστορία, όμως δεν είχε την ίδια θέρμη, ούτε ομως και την ίδια γραφή. Ήταν πολύ πιο απλό. Όπως και με το «Βάλε ένα φύλακα» της Harper Lee δεν πήρα όσα περίμενα μετά από το «Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια», που κι εκείνα τα βιβλία είχαν μια τεράστια διαφορά ετών, έτσι κι εδώ είχα μάλλον πολλές προσδοκίες.
Πέρα από τις προσδοκίες μου όμως και το τελικό αποτέλεσμα, ήταν μια ωραία και ευκολοδιάβαστη ιστορία. Μπορεί να μη θύμιζε Άτγουντ, όμως ήταν μια δυστοπική ιστορία με πάρα πολλά στοιχεία που υποστήριζαν τη δυστοπία, η οποία βέβαια είχε δημιουργηθεί σε προηγούμενο χρόνο, δεν την εξηγούσε από την αρχή και ούτε θα περίμενε κανείς να το κάνει σε ένα βιβλίο συνέχεια του πρώτου. Το διάβασα ευχάριστα και πιο ανάλαφρα όταν αποδέχθηκα ότι δεν μπορώ να περιμένω την ίδια γραφή μετά από 35 ολόκληρα χρόνια από το πρώτο βιβλίο. Ήταν φανερό πως η συγγραφέας είχε επηρεαστεί από πολλά γεγονότα όλα αυτά τα χρόνια καθώς και από το πολιτικό κλίμα στη γείτονα που άλλαξε πολλές φορές και προς διαφορετικές κατευθύνσεις.
Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω παρακολουθήσει την τηλεοπτική σειρά που δημιουργήθηκε με βάση το πρώτο βιβλίο. Οπότε όταν ξεκίνησα να διαβάζω τις «Διαθήκες» δεν ήξερα ποια είναι η Θεία Λίντια, ούτε πως την είχαν παρουσιάσει στη σειρά. Ήξερα μόνο όσα γράφτηκαν στο βιβλίο και μου ήταν αρκετά να κατανοήσω ποια είναι η ίδια και ποια τα κίνητρά της. Ως προς αυτό, η Άτγουντ υπήρξε σαφής και περιγραφική. Η Θεία Λίντια είχε τη δική της φωνή και έδειξε πόση ισχύ είχε μέσα σε όλο αυτό το οικοδόμημα, όπως έδειξε και πόσο εύκολο θα ήταν να χάσει την ισχύ της. Ποια ήταν τα όπλα της και ποιες οι ενέργειές της για να παραμείνει στη θέση της.
Αυτό που με ξένισε λιγάκι ήταν το σχόλιο της συγγραφέως στο τέλος του βιβλίου που είπε ότι «οι Διαθήκες είχαν εν μέρη γραφτεί στο μυαλό των αναγνωστών του προγονικού βιβλίου -της Ιστορίας της Θεραπαινίδας-, που ρωτούσαν συνεχώς τι συνέβαινε μετά το τέλος του πρώτου μυθιστορήματος». Δεν είμαι σίγουρη αν το έγραψε για να ευχαριστήσει τους αναγνώστες της, για να δώσει λίγα ακόμα σε όσους είδαν τη σειρά ή αν το έκανε καθαρά για εμπορικούς λόγους, δεδομένης της επιτυχίας της σειράς. Σίγουρα είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται πολύ γρήγορα, παρά τον όγκο του, που διαβάζεται πολύ ευχάριστα αλλά που όμως δεν δημιουργεί τους προβληματισμούς του πρώτου βιβλίου, δεν έχει την ίδια διαχρονικότητα. Τουλάχιστον έχει το ίδιο hype, κάτι είναι κι αυτό.
Η πέμπτη ιστορία με ήρωα τον επιθεωρητή Άντερς Οικονομίδη είναι γεγονός και όλοι οι φαν του σπεύδουν να τη διαβάσουν. Όχι δεν είναι αστείο, ο Άντερς έχει φαν κλαμπ, για το Γιαννίση δεν ορκίζομαι!
Εν μέσω απεργιακών κινητοποιήσεων της Αστυνομίας της Σουηδίας, μια γυναίκα βρίσκεται απαγχονισμένη στο σπίτι της από ένα γείτονά της. Ο γιος της λείπει. Ένα σημείωμα υπάρχει μόνο που γράφει «ΑΘΩΟΣ». Τι να σημαίνει άραγε και τι μπορεί να οδήγησε τη γυναίκα στην αποτρόπαια αυτή πράξη;
Δώδεκα χρόνια πριν, ο Φαϊζάλ Αμπντί συνελήφθει για τη δολοφονία μιας δεκαεξάχρονης μαθήτριας στο σχολείο που δούλευε ως επιστάτης. Η ομολογία του και η περιγραφή του εγκλήματος που διέπραξε δεν άφησε καμία αμφιβολία στους αστυνομικούς, ούτε όμως και στη δίκη που ακολούθησε. Ο Αμπντί καταδικάστηκε σε ισόβεια φυλάκιση.
Η γυναίκα που αυτοκτόνησε, ήταν η γυναίκα του Φαϊζάλ Αμπντί. Χωρίς κάποιο άλλο πιθανό και ορατό κίνητρο για την αυτοχειρία, η αστυνομία επικεντρώνεται στο σημείωμα και προσπαθεί να καταλάβει γιατί η γυναίκα έφτασε μέχρι αυτό το σημείο. Ο επιθεωρητής Άντερς Οικονομίδης, θέλει να μάθει περισσότερα για την παλιά εκείνη υπόθεση που έκλεισε πριν δώδεκα χρόνια, στέλνοντας τον Φαϊζάλ στη φυλακή. Είναι όντως αθώος όπως ισχυρίζεται η οικογένειά του; Ή μήπως ήταν ένοχος τελικά; Μήπως υπήρχε συνεργός ή ηθικός αυτουργός; Ο Οικονομίδης θα αρχίσει να σκαλίζει το παρελθόν και τα αρχεία της Αστυνομίας μέχρι να βγάλει άκρη, μέχρι να έχει μια εξήγηση για το τι συνέβη με ατράνταχτα στοιχεία.
Ένα από τα στοιχεία που είναι παρόντα στα βιβλία του Γιαννίση άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο είναι ο ρατσισμός. Έτσι και αυτή τη φορά, έχουμε άλλον ένα «μαυροκέφαλο» σύμφωνα με κάποιους από τους χαρακτήρες της ιστορίας που πήρε αυτό που του άξιζε. Ο Φαϊζάλ είναι από τη Σομαλία, που σημαίνει ότι αφενός έχει ζήσει πολύ δύσκολες στιγμές στην πατρίδα του και αφετέρου, είναι πολύ εύκολο να στοχοποιηθεί σαν θύμα ρατσισμού. Ένας άνθρωπος που δεν γνωρίζει καλά τη γλώσσα και που υπάρχει κατά γενικό κανόνα μια κάποια προκατάληψη απέναντί του, σε κάνει να αναρωτιέσαι αν πέρασε από δίκαιη δίκη. Και το ίδιο φαίνεται πως αναρωτιέται και ο Οικονομίδης. Και είναι πολύ εύκολο να ακολουθήσει ένα τέτοιο ίχνος, λαμβάνοντας υπόψιν τα λάθη και τις παραλήψεις που έγιναν στη δίκη, αλλά και άλλους τους υπόπτους για την υπόθεση. Όταν έχεις ένα Σομαλό επιστάτη απέναντι από μια παρέα δεκαεξάχρονων κοριτσιών, φαίνεται πως η πλάστιγγα θα γύρει κατά του Σομαλού, κατά του μαυροκέφαλου, του ξένου. Δυστυχώς είναι πολλοί που θα σκεφτούν με τον ίδιο τρόπο, και ειδικότερα όταν πρόκειται για το φόνο ενός κοριτσιού και ο Γιαννίσης μας παρουσιάζει με τον πιο εφευρετικό τρόπο πόσο εύκολο είναι να πέσουμε στην παγίδα και να πιστέψουμε αυτό που θέλουμε, αυτό που βλέπουμε ξεκάθαρο μπροστά μας.
Ένα άλλο στοιχείο που επίσης διαφαίνεται στα βιβλία του Βαγγέλη, αν και όχι πάντα ευδιάκριτα, είναι η διαφθορά και δη η διαφθορά που υπάρχει στο αστυνομικό σώμα. Όταν κάποιος βρίσκεται σε θέση ισχύος, θα την εκμεταλλευτεί προς ίδιον όφελος. Όμως να μην ξεχνάμε ότι και οι μπάτσοι έχουν το μπάτσο τους και ευχαριστώ πολύ το Βαγγέλη που το έκανε φανερό. Δε χρειάζεται να δουλεύεις για τις Εσωτερικές Υποθέσεις, ή όπως αλλιώς το λένε. Αρκεί να υποστηρίζεις το δίκαιο όπου υπάρχει, να μην αφήνεις την αδικία να περνάει απαρατήρητη και να μην την καλύπτεις, αλλά και να μην εκφοβίζεσαι από ανθρώπους που έχουν λερωμένη τη φωλιά τους. Δυστυχώς αυτό με την εξουσία δεν περιορίζεται μόνο στους αστυνομικούς αλλά και σε όλους τους τομείς. Ένα μικρό ψήγμα του δίνει ο συγγραφέας και σε άλλα σημεία του βιβλίου. Ένα εξ αυτών σε μια πρόταση, που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη γιατί πολύ απλά έρχεται σαν γροθιά από το πουθενά. Άλλο περίμενες να λέει και άλλο λέει τελικά!
Μεγάλο μέρος του βιβλίου έχει αφιερωθεί είτε φανερά είτε όχι και τόσο στο bullying. Μία ακόμα μάστιγα της εποχής που δε θα πρέπει να την παίρνει κανείς αψήφιστα. Τα σημερινά παιδιά έχουν απίστευτα πολλά και πολλές φορές λάθος ερεθίσματα. Για κάποιο λόγο, που προσωπικά πιστεύω πως έγκειται στην ανατροφή του παιδιού και το στενό του οικογενειακό περιβάλλον, πολλά νέα παιδιά δεν νοιάζονται για το τι είναι σωστό και τι λάθος, τι είναι ηθικό και τι όχι, αλλά ούτε και νοιάζονται για τα συναισθήματα των συνανθρώπων τους. Η απόλυτη προσοχή τους είναι στραμμένη στον ίδιο τους τον εαυτό και η απληστία, σε κάθε τομέα της ζωής τους, έχει τον πρώτο ρόλο. Τέτοιοι χαρακτήρες βέβαια είναι ότι πρέπει για Αστυνομικό μυθιστόρημα οπότε και ο συγγραφέας αξιοποιεί στο μέγιστο τα εργαλεία που του παρέχονται και κάνει και τον αναγνώστη να σκεφτεί λίγο παραπάνω. Και πριν βιαστούμε να πούμε ότι «τέτοια πράγματα δε συμβαίνουν στην Ελλάδα» ή ότι «φταίει που δεν έχουν καθόλου ήλιο εκεί πάνω» ας αναλογιστούμε λίγο τι βλέπουμε στα δελτία ειδήσεων, τι ακούμε από τα παιδιά μας, που μακάρι να κάνουν τέτοιες συζητήσεις μαζί μας, ή από φίλους ή τα παιδιά φίλων. Δεν είμαστε μακριά από ακραίες συμπεριφορές, ούτε εμείς ούτε τα παιδιά. Το αντίθετο μάλιστα, τώρα που υπάρχει πλέον πρόσβαση σε ιστορίες κάθε είδους από τον προσωπικό υπολογιστή ή το κινητό του καθενός.
Εν κατακλείδι, όχι δεν είναι ένα κοινωνικό βιβλίο. Είναι ένα αστυνομικό με έντονα κοινωνικά στοιχεία, τα οποία όμως είναι αναπόσπαστα μέρη της πλοκής και δίνουν τα ίχνη που χρειάζεται ο αναγνώστης ώστε να φτάσει μέχρι τον πραγματικό ένοχο. Αν τον φτάσει. Πότε βγαίνει το επόμενο βιβλίο είπαμε;;;
Το συγκεκριμένο βιβλίο με έκανε να κλάψω και τις δυο φορές που το διάβασα και δεν μετάνιωσα για καμία από τις δύο! Είναι ένα βιβλίο που πρέπει να διαβάσουν όλοι, τόσο για να δουν πόσο δύσκολη μπορεί να είναι μια απόφαση, όσο και για να καταλάβουν ότι μια σχέση δυνατή, με σωστά θεμέλια, όσο και αν τρανταχτεί μπορεί να αντέξει, διαφορετικά θα σκορπιστεί στους πέντε ανέμους.
Ο Μαξ και η Πιπ έχουν μια πολύ δυνατή σχέση, από αυτές που αποτελούν παράδειγμα για τους φίλους τους. Μια σχέση που τίποτε δεν θα μπορούσε να την κλονίσει. Όταν όμως ο γιος τους Ντίλαν αρρωσταίνει βαριά, οι δυο τους θα πρέπει να πάρουν μια απόφαση για τη ζωή του. Μια απόφαση που κανένας γονιός δεν θα έπρεπε να μπει στη διαδικασία να πάρει. Για πρώτη φορά οι απόψεις τους διίστανται. Ο καθένας τους βλέπει με διαφορετικό τρόπο το μέλλον του Ντίλαν. Τι θα γινόταν αν και οι δύο επιλογές μπορούσαν να πραγματοποιηθούν;
Και ποια από τις δύο είναι η σωστή; Σε τέτοιες περιπτώσεις, όπως αυτή του μικρού Ντίλαν, δεν υπάρχει σωστό και λάθος. Υπάρχει μόνο αυτό που θα ακολουθήσει όταν η απόφαση παρθεί. Η συγγραφέας, έχοντας περάσει και η ίδια από μια τέτοια δύσκολη θέση και γνωρίζοντας όλα όσα μπορεί να νιώσει, να δει, να ακούσει, να αισθανθεί ή να ζήσει ένας γονιός σε αυτή τη θέση, θέλησε να θυμίσει στους αναγνώστες της ποιες είναι οι πραγματικές δυσκολίες της ζωής αλλά και να τους διδάξει πως κάθε φορά που πρέπει να παρθεί μια απόφαση, είναι σαν κάποιος να βρίσκεται μπροστά σε ένα σταυροδρόμι, χωρίς να ξέρει ποια απόφαση θα πάρει, αφού δεν μπορεί να γνωρίζει που ακριβώς οδηγεί ο κάθε δρόμος αλλά ούτε και ποια είναι η διαδρομή. Ο δρόμος που θα πρέπει τότε να ακολουθήσει, θα είναι αυτός που επέλεξε για τους λόγους που τον επέλεξε, γνωρίζοντας ότι πάει τυφλά και με πίστη στην επιλογή του.
Μακάρι να μπορούσαμε να ακολουθήσουμε και τις δύο επιλογές παράλληλα και εν τέλει να επιλέξουμε την καλύτερη για όλους. Δυστυχώς δεν μπορούμε. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε όμως είναι να δούμε όλα τα στοιχεία και να πάρουμε την απόφαση που εκείνη τη στιγμή θεωρούμε την πιο σωστή. Μπορεί να είναι, μπορεί όμως και να μην είναι.
Η συγγραφέας δίνει τα γεγονότα του βιβλίου από τρεις οπτικές γωνίες. Αυτή της Πιπ, της μητέρας, του Μαξ, του πατέρα και της Δρ. Καλίλι, της γιατρού του Ντίλαν. Οι τρεις άνθρωποι που νοιάζονται για το μικρό αγόρι. Μπορεί κανείς να θεωρήσει ότι ένας γιατρός δεν έχει την ίδια αγάπη για έναν ασθενή με τους δικούς τους ανθρώπους, όμως όταν οι ασθενείς είναι παιδιά με όγκο στον εγκέφαλο, υπάρχουν πολλοί γιατροί όπως η Δρ. Καλίλι που τα θεωρούν δικά τους και τα νοιάζονται πραγματικά. Γιατί αυτά τα παιδιά είναι μαχητές μιας άνισης μάχης που δεν θα έπρεπε να δίνουν. Και ευτυχώς που υπάρχουν αυτοί οι γιατροί, που είναι πάνω από όλα άνθρωποι.
Είναι ένα από τα λίγα βιβλία που έχω διαβάσει δεύτερη φορά, λόγω του όγκου των βιβλίων που περιμένουν υπομονετικά τη σειρά τους για μια πρώτη ανάγνωση. Είναι όμως από τα βιβλία που απόλαυσα και τις δύο φορές και χαίρομαι πολύ γι’ αυτό. Η μετάφραση της Βάσιας Τζανακάρη μεταφέρει όλα τα συναισθήματα και όλη την ατμόσφαιρα του πρωτότυπου χωρίς να υστερεί σε τίποτα. Μπορώ μόνο να φανταστώ πόσο δύσκολη δουλειά θα ήταν, ειδικά αφού το συγκεκριμένο βιβλίο της Mackintosh δεν έχει καμία σχέση με τα θρίλερ στα οποία μας είχε συνηθίσει.
Ακόμα και γράφοντας αυτές τις γραμμές τα μάτια μου δακρύζουν, γιατί σαν γονιός δεν μπορώ να δεχτώ ότι κάτι τόσο άσχημο μπορεί να συμβεί σε μια αθώα μικρή ψυχή. Όμως αυτό το βιβλίο δε μιλάει τόσο για την αρρώστια του Ντίλαν, όσο για το τι γίνεται «Μετά». Τι γίνεται όταν πρέπει οι δύστυχοι αυτοί γονείς να πάρουν μια απόφαση και τι γίνεται αφού η απόφαση παρθεί. Μόνο που, στην περίπτωση του βιβλίου, βλέπουμε την εξέλιξη της ιστορίας σε κάθε περίπτωση. Βλέπουμε αυτό που δεν μπορούμε να έχουμε στην πραγματικότητα, δηλαδή, τι γίνεται στην περίπτωση που απόφαση που παίρνεται είναι αυτή που υποστηρίζει η Πιπ και τι όταν η απόφαση είναι υπέρ του Μαξ. Τα δύο αυτά παράλληλα μονοπάτια, μας δείχνουν δύο παράλληλες εκδοχές του μέλλοντος εστιάζοντας στη σχέση του ζευγαριού.
Άραγε αυτή η τόσο δυνατή σχέση που είχαν η Πιπ με τον Μαξ, θα συνεχίσει να υπάρχει και «Μετά το τέλος»; Όποιο κι αν είναι αυτό; Η αγάπη, η αληθινή, πραγματική, βαθιά αγάπη νικάει όντως τα πάντα; Διαβάστε το και θα καταλάβετε και μόνοι σας τι εννοώ και για τι μιλάω.
Είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που μπορείς να διαβάσεις λίγο λίγο, καθώς κάθε διήγημα δεν κρατάει πολύ, όταν θέλεις κάτι διαφορετικό μέσα στη μέρα σου. Ή μπορείς να το διαβάσεις ολόκληρο πολύ πολύ γρήγορα, με μια ανάσα!
Κανένα διήγημα δεν είναι ίδιο με το προηγούμενο και όλα έχουν κάτι διαφορετικό να σου πουν. Μην περιμένεις να βρεις το κρυμμένο θέμα πίσω από όλα αυτά. Δεν υπάρχει κάτι κοινό, ή τουλάχιστον εγώ δεν το βρήκα, πέρα από τα μηνύματα που θέλει να περάσει η συγγραφέας με το κάθε διήγημα. Θα ταξιδέψεις κάπου ανάμεσα στο ρεαλισμό και την ακραία μυθοπλασία, αν μπορώ να χρησιμοποιήσω αυτόν τον ορισμό. Σε κάποια θα αναγνωρίσεις το αλληγορικό τους μήνυμα και σε κάποια μπορεί να μην καταφέρεις να το βρεις, όμως αυτό δεν είναι πρόβλημα. Δε θα σε δυσκολέψει να συνεχίσεις την ανάγνωση.
Τα διηγήματα που περιέχονται στη συγκεκριμένη συλλογή είναι τα παρακάτω:
Η Στρουμφίτα
Οι ανέγγιχτες
Ο φαντομάς
Η εργάτρια των δακρύων
Το τζάκι τους
Μια λίμνη χρυσή
Τα παγοπέδιλα
Το ψαροντούφεκο
Η παιδική χαρά
Πουλόβερ μπλε ελεκτρίκ
Σοκολατάκια Τζοκόντα
Κούκλο θα σε κάνω
Το διήγημα που μου άρεσε πιο πολύ ήταν «Η εργάτρια των δακρύων» που έκρυβε κι αυτό ένα συμβολισμό. Ήταν η πιο καλή εργάτρια, η βραβευμένη, αυτή που πάντα ακολουθούσε τους κανόνες στο εργοστάσιο δακρύων, που ποτέ δεν αμφισβητούσε τα αφεντικά της και που έδινε το καλό παράδειγμα. Αυτή που οι υπόλοιπες εργάτριες έπρεπε να έχουν ως πρότυπο, όμως στην πραγματικότητα ζήλευαν και φθονούσαν. Έτσι κι εκείνη, ενώ είχε όλα αυτά τα βραβεία και την εκτίμηση των αφεντικών της, δεν είχε φίλους, αλλά ζούσε μια μοναχική ζωή. Μέχρι που κάποια μέρα αψήφησε τους κανόνες και από τότε δεν την είδε κανείς. Αν σας αρέσουν τα διηγήματα, δώστε του μια ευκαιρία!
Η «Νυχτερινή Αφροδίτη» είναι ένα υπέροχο ταξίδι στις γραφικές Σπέτσες του παρελθόντος αλλά και του σήμερα. Μια πορεία γεμάτη χρώμα και έρωτα σε έναν τόπο γεμάτο από το γαλάζιο του ουρανού και της θάλασσας!
Στις Σπέτσες, στο ιστορικό αρχοντικό του Γιαννάκη Μπόκαρη, ετοιμάζονται να γιορτάσουν τα 57α γενέθλια του διάσημου ζωγράφου Μιχαήλ Μπόκαρη. Η οικογένεια βρίσκεται όλη εκεί και καλεσμένες τους είναι πέντε γυναίκες. Τρεις νεαρές κοπέλες, υποψήφιες για την υποτροφία «Ευανθία Βενέζη». Τρεις κοπέλες με ταλέντο στη ζωγραφική που χαίρονται που θα γνωρίσουν το μεγάλο ζωγράφο και είναι ενθουσιασμένες που θα δουν από κοντά το παγκοσμίως γνωστό έργο του «Νυχτερινή Αφροδίτη», αυτό που του έδωσε τη φήμη που πλέον απολαμβάνει και του άνοιξε πόρτες σε μουσεία και γκαλερί σε ολόκληρο τον κόσμο. Δεν είναι όμως οι μόνες καλεσμένες.
Στην παρέα τους είναι και δύο μεγαλύτερες σε ηλικία γυναίκες, παλιές γνώριμες του Μιχαήλ Μπόκαρη. Η Τζίνα Τσιπριάνη, κόρη της Ευανθίας Βενέζη της οποίας το όνομα φέρει η υποτροφία και διάσημη τραγουδίστρια της Ιταλίας. Αλλά και η Στέλλα Σάντι, η διάσημη ηθοποιός του Χόλιγουντ. Οι δύο γυναίκες είναι παλιές γνώριμες του Μπόκαρη και έχουν χρόνια να βρεθούν στο νησί. Ο κόσμος πιστεύει πως κάποια από τις δύο θα αποτελέσει έμπνευση για την αποτύπωση μιας νέας «Νυχτερινής Αφροδίτης» αφού ο ζωγράφος αποδέχτηκε την πρόκληση ενός συναδέλφου του να επαναλάβει το θαύμα του πίνακα που τον έκανε διάσημο.
Όμως την πρώτη βραδιά όλων τους στο αρχοντικό, ο πίνακας εξαφανίζεται. Κάποιος τον έχει κλέψει και πλέον όλοι θεωρούνται ύποπτοι. Την έρευνα αναλαμβάνει ο υπεύθυνος της ασφάλειας του πίνακα, ο οποίος είχε ζητήσει πρόσθετα μέτρα ασφαλείας για όσο είναι ο πίνακας στο νησί, αλλά δεν εισακούστηκε. Ξαφνιασμένος θα διαπιστώσει πως ανάμεσα στους παρόντες είναι και μια γυναίκα που τον πλήγωσε πολύ. Όμως θα κάνει ξεκάθαρο πως τίποτε δε θα επηρεάσει τη δουλειά του και θα ξεκινήσει ένα κυνήγι θησαυρού με τελικό σταθμό το δράστη.
Το νέο μυθιστόρημα της Δήμητρας Ιωάννου ξεχειλίζει από ερωτισμό και γεννά πρωτόγνωρα συναισθήματα τόσο στους ήρωές της όσο και στους αναγνώστες της. Αγάπησα τον Μιχαήλ Μπόκαρη, γνωρίζοντάς τον από το σήμερα, πηγαίνοντας πίσω στα νεανικά του χρόνια και ακολουθώντας μαζί του την πορεία της ζωής του. Ένας υπέροχος ευγενικός άνθρωπος. Μια ευαίσθητη και δίκαιη ψυχή, που ναι μεν έχει αδυναμίες όπως κάθε άνθρωπος, προσπαθεί όμως να μη βλάψει κανένα με τις πράξεις του, αλλά να κάνει το σωστό και το δίκαιο στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό. Βέβαια, όπως και κάθε άνθρωπος, κάθε κοινός θνητός, έτσι και ο Μιχαήλ Μπόκαρης κάνει λάθη και παίρνει αποφάσεις που ίσως του στοιχίσουν αργότερα, όμως έτσι παίζεται το παιχνίδι της ζωής και εκείνος είναι έτοιμος να δεχτεί τις συνέπειες των πράξεών του.
Η αφήγηση ξεκινάει με το παρόν, την άφιξη όλων στις Σπέτσες και την κλοπή του πίνακα. Γνωρίζουμε όλους τους παρευρισκομένους και έπειτα, ταξιδεύουμε πίσω στο παρελθόν, στην απαρχή όλων. Γνωρίζουμε το παρελθόν του Μπόκαρη και τη δημιουργία του πίνακα. Το πως ο ίδιος έγινε κοινωνός της μαγείας που ονομάζεται ζωγραφική και πως ερωτεύτηκε την τέχνη του τόσο παθιασμένα όσο κανείς δε θα περίμενε από εκείνος. Όταν όλοι πίστευαν πως η ζωγραφική ήταν απλά ένα καπρίτσιο του καλοκαιριού, ο Μιχαήλ απέδειξε σε όλους πως το πάθος του ήταν βαθύ και δυνατό και ήταν αυτό που του έδινε πνοή. Το λάθος του να δεχτεί ένα δώρο που το νόμιζε αλτρουιστικό τον κατέτρεχε σε όλη του τη ζωή, όμως οι έρωτες που έζησε κατάφεραν να του αποσπάσουν το μυαλό και να τον κάνουν να αγγίξει την ευτυχία.
Η υπέροχη, ρομαντική, ονειρική γραφή της Δήμητρας Ιωάννου ταξιδεύει τον αναγνώστη μέσα από γαλάζια πέλαγα και ανταριασμένες θάλασσες για να φτάσει στη λύτρωση και την ηρεμία. Θα έκανα αυτό το ταξίδι ξανά και ξανά!
Στα γεγονότα που συμβαίνουν στο βιβλίο «Σκοτεινά Βήματα» βλέπουμε τη Λίλιαν να επιστρέφει μετά τη Μάχη των Πυλών με μια αποστολή από τη Θεά Θέλις. στην «Πλειάδα» βλέπουμε την ιστορία πριν τη Μάχη των Πυλών. Τι έγινε και πως οδηγήθηκαν όλα εκεί. Ποια ήταν αυτή η μάχη. Ποιος πήρε μέρος και ποιος πολέμησε εναντίον ποιανού. Θα μπορούσε δηλαδή να θεωρηθεί ένα πρίκουελ και όχι άδικα.
Στην «Πλειάδα» τα ξωτικά ζουν ακόμα και έχουν μάλιστα σημαντικές θέσεις στον κόσμο των ανθρώπων, αλλά και στον πόλεμο των Θεών. Βρίσκονται στο πλευρό της Θεάς Θέλις και μάλιστα πολεμούν για εκείνη και έχουν τη διοίκηση των Πλειάδων της. Η αντίθετη πλευρά, αυτή του Θεού Νέστις, θέλει τα ξωτικά να εξαφανιστούν, οπότε είναι μονόδρομος για όλα τα ξωτικά η πλευρά της Θεάς Θέλις.
Η 32η Πλειάδα, αυτή με την οποία θα ασχοληθούμε, έχει στρατηγό τον Νταλξ, τον πρώτο των ξωτικών και δύο διοικητές που είναι επίσης ξωτικά. Μαζί τους είναι ξωτικά και άνθρωποι. Εκπαιδεύονται και πολεμούν πλάι πλάι κάθε μέρα, έστω και αν κάτω από άλλες συνθήκες δε θα πλησίαζαν ο ένας τον άλλο. Ο Ζεθ και η Κελαίνη, δύο άνθρωποι, είναι τα πιο πρόσφατα μέλη της Πλειάδας. Ο Ζεθ θέλει να γίνει ήρωας ενώ η Κελαίνη είναι μια κοπέλα που ζούσε απομονωμένη στο δάσος των ξωτικών. Οι δυο τους θα γνωριστούν κάποια στιγμή και θα δεθούν με μια σχέση φιλίας. Τελικά θα καταλήξουν στην 32η Πλειάδα και θα πάρουν μέρος σε έναν πόλεμο που δεν είναι δικός τους.
Δυνατές φιλίες αναπτύσσονται σε αυτή την ιστορία και αυτό είναι ένα πολύ ωραίο στοιχείο του βιβλίου. Οι σχέσεις μεταξύ των διαφορετικών φυκών, αλλά και μεταξύ των αντίθετων πλευρών του πολέμου φαίνονται ξεκάθαρα και έτσι μπορεί ο αναγνώστης να σχηματίσει μια ιδέα του τι μπορεί να συμβαίνει σε αυτόν τον κόσμο.
Πολλά στοιχεία για τον κόσμο γίνονται επίσης γνωστά, μιας και βρισκόμαστε στον τελευταίο χρόνο του πολέμου και η Μάχη των Πυλών πλησιάζει από στιγμή σε στιγμή. Βλέπουμε τον κόσμο πως ήταν πριν επιστρέψει η Λίλιαν αλλά και τι ήταν αυτό που τον οδήγησε, τον μετέτρεψε σε αυτό που γίνεται μετά τη Μάχη των Πυλών. Βλέπουμε τους Θεούς και πως επηρεάζουν τους θνητούς. Τις σχέσεις τους με τους θνητούς και τα ξωτικά αλλά και μεταξύ τους. Είναι λιγάκι πιο εύκολο να κατανοήσει κανείς τη θνητότητα των Θεών. Αν πάψει η πίστη των θνητών, οι Θεοί χάνονται. Το έχουμε δει και σε άλλα βιβλία, όπως στο «American Gods» του Γκέιμαν για παράδειγμα, και είναι απολύτως φυσιολογικό. Όμως φαίνεται πως κάποιοι δε χάθηκαν. Όπως η Θεά Θέλις.
Η γραφή του Ζησιμόπουλου είναι αρκετά απλή αλλά και άρτια παράλληλα. Σωστά Ελληνικά, καλά γραμμένα, χωρίς λάθη στις εκφράσεις, αλλά και χωρίς φιοριτούρες. Δε βλέπω μεγάλη διαφορά από το προηγούμενο βιβλίο στο συγκεκριμένο τομέα, αλλά σίγουρα θυμίζει Ζησιμόπουλο.
Η Κωνσταντίνα Κοράκη, δημιουργεί έναν κόσμο όπου το φανταστικό μπλέκεται με το ονειρικό. Τα όνειρα με την πραγματικότητα και η πραγματικότητα με τη φαντασία. Ένα παραμύθι με τη μορφή μυθιστορήματος ή ένα μυθιστόρημα σαν παραμύθι. Διαλέξτε και πάρτε.
Η Ανταριασμένη είναι ένα κορίτσι που στα όνειρά της ταξιδεύει και συναντάει ανθρώπους ή ζώα που μιλάνε αλλά και αλλόκοτα πλάσματα, που όμως όλοι και όλα της φέρονται με τον καλύτερο τρόπο. Τα πλάσματα γίνονται φίλοι της και της υπόσχονται πως αν ποτέ χρειαστεί βοήθεια, εκείνα θα έρθουν στο πλευρό της και θα τη βοηθήσουν. Θα το κάνουν όμως;
Γιατί όταν η Ανταριασμένη ξυπνάει και επιστρέφει στην πραγματικότητα, βρίσκεται σε ένα κόσμο άσχημο. Στην πόλη της υπάρχουν κτήρια ψηλά και άσχημα. Κτήρια που είναι κακόβουλα, που τρέφονται από τα άσχημα συναισθήματα των ανθρώπων, γι’ αυτό και προσπαθούν να του προξενήσουν όσα περισσότερα αρνητικά συναισθήματα μπορούν. Όμως η Ανταριασμένη δεν είναι σαν τους άλλους ανθρώπους της πόλης και δε θέλει να υποταχθεί στα κτήρια.
Η ιστορία αυτή είναι γεμάτη από κρυφά νοήματα και πολλά πολλά μηνύματα που προσπαθεί να τα περάσει στον αναγνώστη, Μιλάει για την ελευθερία σκέψης, αλλά και για την υποταγή στην οποία έχει αφεθεί ο περισσότερος πλανήτης, σε ότι κι αν είναι αυτό που τον υποτάσσει. Οι πολιτικοί, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και ό,τι αυτά θέλουν να περάσουν στον πολίτη. Μιλάει για την ανάγκη να ξεπεράσουμε τους φόβους μας, να ξεφύγουμε από τη συνήθεια και την ευκολία να ακολουθούμε τη μάζα. Μας προτρέπει να χαράξουμε μόνοι μας νέους δρόμους, να παλέψουμε για ότι θεωρούμε σωστό και δίκαιο και να προσπαθήσουμε να μην είμαστε άβουλα όντα, αλλά να πιστέψουμε στη δύναμη του λόγου μας, στη δύναμη των πράξεών μας, όσο μικρές και να είναι.
Μας προτρέπει να είμαστε άνθρωποι με όλη τη σημασία της έννοιας άνθρωπος. Να νοιαζόμαστε για τους άλλους και να βοηθάμε όσο, όπου και όταν μπορούμε.
Σε μια δεκαετία από τώρα, ο κόσμος μας οδεύει με ταχύτατους ρυθμούς προς τη δυστοπία. Ένας λιμός έχει αφανίσει σχεδόν όλες τις καλλιέργειες σιτηρών και άλλων βασικών αγαθών, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει επαρκής τροφή για όλο τον πλανήτη. Ο κόσμος αρχίζει να πεινάει και φυσικά να πεθαίνει. Πρώτα οι φτωχοί, που έχουν γίνει πλέον φτωχότεροι. Και φυσικά οι φτωχότερες αλλά και οι πιο πολυπληθέστερες χώρες είναι αυτές που πλήττονται πρώτες. Η Ελλάδα δεν γλιτώνει και η Αθήνα έχει γεμίσει με περισσότερους άστεγους και επαίτες από ποτέ, ενώ ταυτόχρονα αδειάζει από κόσμο. Ο πληθωρισμός έχει φτάσει στα ύψη και το να αγοράσεις ή ακόμα και να βρεις τρόφιμα σε σούπερ μάρκετ είναι άθλος.
Ο Ιάσονας, ένας νεαρός εικοσιπεντάρης με την παρέα του προσπαθούν να βρουν τροφή ένα βράδυ σε ένα εγκαταλελειμμένο μίνι μάρκετ. Δυστυχώς πέφτουν σε ενέδρα με αποτέλεσμα να σκοτωθούν όλοι εκτός από τον Ιάσονα, που καταφέρνει με κόπο να ξεφύγει. Από τότε, και αφού έχει περάσει κάποιες μέρες θαμμένος στη θλίψη, παίρνει τη δύσκολη απόφαση να επιστρέψει στην καθημερινότητα. Όχι όμως χωρίς να ορκιστεί πως θα πάρει εκδίκηση για το χαμό των φίλων του. Στην πορεία θα γνωριστεί με μια διασημότητα, έναν μυστηριώδη πλούσιο ξένο και τον έρωτα.
Το βιβλίο ξεκινάει πολύ δυναμικά με τον ήρωα, την κοπέλα του και την υπόλοιπη παρέα τους να προσπαθούν να μπουν σε ένα μίνι μάρκετ. Ήδη από το πρώτο κεφάλαιο φαίνεται πόσο απεγνωσμένοι είναι για να βρουν τροφή, διανέμοντας τις δουλειές και τους διαδρόμους ώστε να μπορέσουν να βρουν και να πάρουν όσο το δυνατό περισσότερα τρόφιμα. Οι πρώτες άσχημες εικόνες είναι το ίδιο δυνατές και δίνουν την εικόνα που επικρατεί σε μια χώρα που πεινάει. Το επόμενο κεφάλαιο δίνει τα στοιχεία που οδήγησαν εκεί. Πως χάθηκαν τα σπαρτά και οι καλλιέργειες και πως έφτασε ο πλανήτης στην κατάσταση που βρίσκεται τη δεδομένη στιγμή που εκτυλίσσεται η ιστορία του βιβλίου, αυτό που στα βιβλία του φανταστικού ονομάζουμε world building. Η υπόλοιπη ιστορία βασίζεται πάνω σε αυτά αλλά και στο παρελθόν.
Ο ήρωας έχει ζήσει ένα ταραγμένο παρελθόν. Δεν ήταν ποτέ «το καλό παιδί», ούτε και έχει μεγαλώσει στην ασφάλεια και την αγάπη μιας κανονικής οικογένειας. Αν και βρήκε εν τέλει μια οικογένεια που τον αποδέχθηκε κάποια στιγμή στη ζωή του. Όλα αυτά τα μαθαίνουμε αποσπασματικά σε διάφορα σημεία του βιβλίου, όταν ο συγγραφέας κρίνει απαραίτητο να δώσει πληροφορίες για το παρελθόν του ήρωά του. Θα μπορούσαν τα συγκεκριμένα κεφάλαια να έχουν μια επισήμανση για τη μεταφορά πίσω στο χρόνο, ώστε να είναι εύκολο και για τον αναγνώστη να καταλάβει ότι πρόκειται για τον ίδιο ήρωα αλλά αναφέρεται σε κάποια χρόνια πίσω.
Πολλές από τις εικόνες που δίνει ο συγγραφέας στη δυστοπική Αθήνα δε διαφέρουν πολύ από την τωρινή Αθήνα. Το κέντρο είναι σε άσχημη κατάσταση ούτως ή άλλως και κάποιες περιοχές είναι επικίνδυνο να τις περιδιαβεί κανείς τη νύχτα, ειδικά όταν πρόκειται για νέες κοπέλες.
Στο κείμενο φαίνεται η απέχθεια του ήρωα για του λίγους έχοντες, όμως δε διστάζει να συνάψει σχέση με μια γυναίκα που ανήκει σε αυτή την κατηγορία, ενώ παράλληλα βγάζει πολύ πικρία απέναντί της για όσα έχει και για τα πως τα απέκτησε. Όλη η αγανάκτηση και η καταπίεση και το άγχος του να προσπαθείς κάθε μέρα για να έχεις να φας την επόμενη αλλά και οι συμπεριφορές των κερδοσκόπων, τονισμένων λιγάκι λόγω του περιβάλλοντος, θυμίζουν σε πολλά την καθημερινότητα πολλών συνανθρώπων μας στην Ελλάδα του σήμερα.
Αυτό που με ξένισε στο βιβλίο ήταν το εξεζητημένο λεξιλόγιο. Έχει πολύ ωραία Ελληνικά, που δύσκολα βλέπεις πλέον σε βιβλία νέων συγγραφέων, όμως κάποιες εκφράσεις ή λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν δεν νομίζω ότι ταίριαζαν με το είδος του βιβλίου. Σε κάποιο άλλο είδος θα ήταν απόλυτα φυσικές, όχι όμως σε ένα δυστοπικό μυθιστόρημα.
Το σίγουρο πάντως είναι ότι θα ακούσετε καλή μουσική διαβάζοντας το βιβλίο. Έχει πολλά ωραία κομμάτια σπαρμένα στις σελίδες του.
Ο Υδροχόος είναι ο Κάλντερ, ένα νεαρό αγόρι που ζει σε ένα μέρος στη σύγχρονη Αμερική όπου δεν υπάρχουν οι σύγχρονες ανέσεις, όπως η ύδρευση και ο ηλεκτρισμός. Ο Κάλντερ λοιπόν είναι επιφορτισμένος με το καθήκον να μεταφέρει ιερό νερό στους κατοίκους της Ακαδίας για τις καθημερινές τους ανάγκες. Στην Ακαδία ζουν αρκετές οικογένειες με τον ίδιο τρόπο. Αρκούνται σε όσα τους προσφέρουν οι Θεοί και απαρνούνται την τεχνολογία και όλα όσα έχει η μεγάλη αλλά αμαρτωλή κοινωνία. Όπως καταλάβατε η Ακαδία φιλοξενεί μια αίρεση.
Όλοι οι κάτοικοι της Ακαδίας είναι πιστοί στον Έκτορ, τον Πατέρα και ποιμένα τους. Ο Έκτορ φροντίζει ώστε όλοι τους να παραμένουν πιστοί και άσπιλοι για να μπορέσουν, όταν εκπληρωθεί η προφητεία, να περάσουν στα Ηλύσια Πεδία. Η προφητεία θα εκπληρωθεί από την εκλεκτή των Θεών, την οποία ο Έκτορ έψαξε και βρήκε για το καλό των ανθρώπων του, στο πρόσωπο της Ίντεν.
Η Ίντεν, η εκλεκτή, είναι η προσωποποίηση της τελειότητας. Είναι υπάκουη και καρτερική και έχει στα χέρια της τη μοίρα των ανθρώπων της Ακαδίας. Είναι αυτή που θα τους οδηγήσει στα Ηλύσια Πεδία. Είναι όμως και ένα νέο κορίτσι που τολμά να θελήσει όσα της έχουν πει ότι δεν μπορεί να έχει. Τολμά να ερωτευτεί και να ονειρευτεί πως θα ήταν να ζήσει ελεύθερη με τον άνθρωπο που αγαπάει. Μακριά από όλα αυτά. Μακριά από τον Έκτορ και την Ακαδία και όλα όσα η κοινότητα αυτή αντιπροσωπεύει. Όλα όσα την έμαθαν να πιστεύει.
Οι δυο νέοι θα έρθουν κοντά, πράγμα αναπόφευκτο όταν ο έρωτας τους χτυπήσει με τα βέλη του. Όποια κι αν είναι τα σχέδια των ανθρώπων, ο θεός Έρωτας δεν τα ακούει, μόνο ταιριάζει τα ζευγάρια κατά πως του αρέσει και στην περίπτωση αυτή πρόκειται για πολύ ταιριαστό ζευγάρι. Πολύ πιο όμορφο, πολύ πιο θεμιτό, δυο νέοι να ερωτευτούν, παρά ένας εξηντάχρονος να ενωθεί με μια δεκαοχτάχρονη κοπέλα. Ναι, μα φυσικά και η προφητεία την οποία άκουσε ο Πατέρας της κοινότητας από τους Θεούς, να θέλει τον ίδιο να ενώνεται με ένα νεαρό κορίτσι σαν τα κρύα τα νερά! Πόσο κλισέ αλλά και πόσο ταιριαστό όταν μιλάμε για αιρέσεις.
Ένα από τα πράγματα που μου θύμισε το βιβλίο είναι η ανθρώπινη βλακεία. Μπορεί να είναι πολύ «χοντροκομμένο» αυτό που είπα, όμως η ευκολία με την οποία ο άνθρωπος πιστεύει σε ότι του πλασάρουν ή ίσως η ανάγκη του να πιστέψει πως ανήκει κάπου τον οδηγεί αν πιστέψει σε ανθρώπους όπως ο Έκτορ, τόσο τυφλά και τόσο απόλυτα που με κάνει να αναρωτιέμαι πόσο εύκολα θα έπεφτα εγώ σε μια τέτοια παγίδα και αν θα κατάφερνα ποτέ να δω καθαρά και πέρα από την ομίχλη που θα υπήρχε γύρω μου σε μια τέτοια περίπτωση. Δυστυχώς, αιρέσεις όπως αυτή, υπάρχουν ή γεννιούνται πολλές στην Αμερική, τη χώρα των ευκαιριών. Ευτυχώς για μένα, όλα αυτά είναι τόσο μακριά από το δικό μου κόσμο. Κρίμα όμως για τους ανθρώπους που πέφτουν στην παγίδα και δεν το καταλαβαίνουν καν.
Πέρα όμως από τα λυπηρά του θέματος, η ιστορία μας έχει να κάνει με την αιώνια μάχη ανάμεσα στο καλό και το κακό. Το αγνό και το αμαρτωλό. Και μπορεί στο βιβλίο να παρουσιάζεται ο Κάλντερ ως ο κακός της υπόθεσης, εμείς όμως ξέρουμε πως εκείνος είναι που αντιπροσωπεύει το καλό.
Άλλωστε οι ήρωες των ρομαντικών ιστοριών δεν μπορεί να είναι οι κακοί της υπόθεσης. Και αυτή είναι μια ρομαντική ιστορία με κοινωνικές προεκτάσεις, αφού φέρνει στο φως ευαίσθητα θέματα. Αν τη δει όμως κανείς σαν μια ιστορία αγάπης, θα θαυμάσει την αγάπη που θέριεψε ανάμεσα στους ήρωες με το πέρασμα των χρόνων. Μου άρεσε πολύ η αγάπη τους και η πίστη του ενός στον άλλο. Η προσπάθεια που έκαναν για να είναι μαζί και η εμπιστοσύνη ότι θα τα καταφέρουν, ότι η αγάπη όλα τα νικά.
Το τέλος ήταν πολύ συναισθηματικό. Ένα τέλος που ίσως θα περίμενε κανείς όταν πρόκειται για κάτι τόσο ιδιαίτερο, όσο μια αίρεση. Το περίμενα κι ας μην ήθελα να το παραδεχτώ. Ευτυχώς όμως οι τελευταίες σελίδες με έκαναν να αναθαρρήσω και τώρα περιμένω πως και πως το επόμενο βιβλίο για να δω που οδηγείται η ιστορία του Υδροχόου.
0
Συγκλονιστικό!
Κάθε χρόνο, με αφορμή το μνημόσυνο του πατέρα της, η Νικόλ Πομάνου, μια καλλιτέχνις που τον τελευταία χρόνια ασχολείται με την ξυλογλυπτική, ανεβαίνει στο χωριό που μεγάλωσε στην Κομοτηνή για να συναντηθεί με τη μητέρα της και τις αδερφές της. Το Κρυφό, όπως λένε το χωριό, είναι κοντά στο Δάσος των Μανιταριών, ένα μέρος που επισκέπτονταν παλιά με τον πατέρα της και από το οποίο έχει πολλές αναμνήσεις.
Το άτυπο μνημόσυνο της οικογένειας Πομάνου, είναι ένα δείπνο, στο οποίο όμως δεν εμφανίζεται η μικρή αδερφή, η Άλκηστη. Η εξαφάνιση της Άλκηστης ταράζει τις ισορροπίες της οικογένειας και αναστατώνει όχι μόνο το χωριό, αλλά και ολόκληρη την πόλη της Κομοτηνής. Γιατί, ενώ η Άλκηστη αγνοείται, μια γυναίκα βρίσκεται νεκρή στον υγροβιότοπο του Εθνικού Πάρκου Θράκης.
Η Αστυνόμος Λουκίδη, παλιά συμμαθήτρια της Νικόλ, έχει αναλάβει και τις δύο υποθέσεις. Και την εξαφάνιση της Άλκηστης αλλά και τη δολοφονία της γυναίκας που βρέθηκε με παραμορφωμένο το πρόσωπό της. Η δουλειά της είναι δύσκολη, καθώς η κοινωνία είναι μικρή και έχει ταραχτεί, αλλά και λόγω της ιδιομορφίας της περιοχής. Οι χειρισμοί θα πρέπει να είναι λεπτοί ώστε να μη δημιουργηθεί θέμα με τη μουσουλμανική μειονότητα της Κομοτηνής και γενικότερα της Θράκης.
Ο Δημήτρης Σίμος καταφέρνει για άλλη μια φορά να θίξει προβλήματα της Ελληνικής κοινωνίας και τομείς όπου αυτή χωλαίνει. Θίγει την αδερφική ζήλια αλλά ταυτόχρονα εκθειάζει την αδερφική αγάπη. Φέρνει στο επίκεντρο τα προβλήματα της επαρχίας, της μικρής κοινωνίας που τόσο αρέσκεται να τονίζει, ενώ παράλληλα θυμίζει σε όσους είναι μακριά από τέτοιες τοπικές κοινωνίες, πόσο εύθραυστες είναι οι ισορροπίες όταν υπάρχουν μειονότητες, όπως αυτή των μουσουλμάνων στη Θράκη.
Το «Σώσε με» έχει τρεις αδερφές και είναι μοιραίο, αλλά και βασικό στοιχείο της πλοκής, να ασχοληθεί ο συγγραφέας με τις σχέσεις μεταξύ των τριών αδερφών. Συνήθως υπάρχει μια αδυναμία είτε στο μικρότερο παιδί, είτε στο μεγαλύτερο, σε μια οικογένεια. Όταν όμως υπάρχουν τρία παιδιά, το μεσαίο αισθάνεται κατά βάση παραγκωνισμένο. Στην περίπτωση των αδερφών Πομάνου βέβαια δεν ήταν έτσι. Ένα θέμα υγείας διατάραξε τις αναμενόμενες σχέσεις και δημιούργησε διαφορετικούς δεσμούς. Δεν μπόρεσε όμως να απαλείψει κάποια συναισθήματα και συμπεριφορές που έδωσαν το έναυσμα για την ιστορία που διαβάζουμε.
Οι μικρές τοπικές κοινωνίες παρουσιάζουν πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον όταν πρόκειται για ιστορίες όπως αυτή. Το γεγονός ότι οι περισσότεροι γνωρίζονται μεταξύ τους και δύσκολα μπορεί κάποιος να παρανομήσει και να κρυφτεί, είναι ένα από τα στοιχεία της μικρής κοινωνίας. Οι απιστίες είναι από τα πιο συνήθη παραπτώματα και από τα πιο αγαπημένα θέματα συζήτησης στις αυλές. Οι άνθρωποι προτιμούν να συζητούν για απατημένες συζύγους σε άλλα σπιτικά, αρκεί το δικό τους να μην συμπεριληφθεί ποτέ σε αυτή τη λίστα. Κάπως έτσι όλα έρχονται στο φως και τίποτα δε μένει κρυφό. Παράλληλα όμως και με τον ίδιο γνώμονα, τα πιο άσχημα, τα πιο θηριώδη εγκλήματα κρύβονται πιο αριστοτεχνικά, είτε είναι λίγοι αυτοί που τα γνωρίζουν είτε είναι πολλοί. Και ενώ κανείς θα πίστευε πως είναι ασφαλής από τερατώδεις συμπεριφορές σε μια μικρή κοινωνία, εντούτοις η ζωή έχει δείξει πως εκεί είναι που ανθίζουν αυτές οι πράξεις. Ένα στοιχείο που καλά κάνει και μας θυμίζει ο Σίμος μέσα από το βιβλίο του.
Διαβάζοντας το «Σώσε με» έμεινα έκπληκτη από τον τρόπο που ο συγγραφέας έχει αποδώσει τους γυναικείους χαρακτήρες, οι οποίοι και κυριαρχούν στο βιβλίο. Τα συναισθήματα, οι σκέψεις, οι πράξεις και οι αντιδράσεις τους δε θυμίζουν σε τίποτα πως το βιβλίο έχει γραφτεί από άντρα συγγραφέα. Όσα περιγράφει, όσα ζουν, έζησαν, θυμούνται οι ηρωίδες του, φαίνεται σαν να τα ζει ή να τα αναθυμάται κι ο ίδιος μαζί τους. Τόσο ρεαλιστική είναι η απόδοσή τους. Πρόκειται για σωστά δομημένους και ψυχογραφημένους χαρακτήρες που κάνουν τη διαφορά καθώς τα προσωπικά βιώματα και τα κρυμμένα μυστικά τους είναι αυτά που οδηγούν την πλοκή.
Ένα από τα χαρακτηριστικά που εκτιμώ στο Δημήτρη Σίμο είναι η εξέλιξη στη γραφή του. Αγαπάει αυτό που κάνει και προσπαθεί να το κάνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ακούει τις συμβουλές που του δίνουν όσοι τυχόν ξέρουν περισσότερα είτε για τη συγγραφή είτε για το θέμα με το οποίο καταπιάνεται. Διαβάζει τις κριτικές των αναγνωστών και μαθαίνει μέσα από αυτές πως να γίνει καλύτερος. Ποια είναι τα στοιχεία που πρέπει να βελτιώσει και τα κάνει πράξη. Το τέταρτο αυτό βιβλίο του Σίμου είναι και το πιο ώριμό του συγγραφικά. Μέχρι στιγμής τουλάχιστον!
Στα μέσα του 8ου μ.Χ. αιώνα στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, αυτή που πλέον ονομάζουμε Βυζάντιο, μαίνεται η εικονομαχία, ο πόλεμος για τις εικόνες. Ο Λέων Γ’ έχει κηρύξει πόλεμο κατά των εικόνων και των μοναχών που τάσσονται υπέρ τους. Οι πολίτες έχουν μοιραστεί στα δύο, σε αυτούς που μάχονται τις εικόνες, όπως ο αυτοκράτορας και σε αυτούς που τάσσονται υπέρ τους, με το φόβο να τους καταδώσουν και συνήθως κρυφά. Τα μοναστήρια έχουν μοιραστεί και όσα δεν έχουν ασπαστεί τις ιδέες του αυτοκράτορα, κυνηγιούνται, αδειάζουν και καίγονται. Οι μοναχοί και οι μοναχές γίνονται θέαμα στον Ιππόδρομο και παντρεύονται ομαδικά και κατά τύχη, νέοι με γριές και γέροι με νεαρές. Η Λυγινή και ο Υάκινθος είναι από τα ταιριαστά ζευγάρια, μιας και δεν έχουν πολλά χρόνια διαφορά, όμως δεν ήταν δική τους η απόφαση αυτός ο γάμος. Είναι λίγα αυτά που τους ενώνουν και πολλά εκείνα που τους χωρίζουν, όπως τα μυστικά του παρελθόντος.
Ο Ροδανός ανήκει σε μια ομάδα πατριωτών της Κωσνταντινούπολης που δρα υπό τις οδηγίες του πατρίκιου Φωκά. Οι Λέοντες, όπως ονομάζονται, αναλαμβάνουν αποστολές εντός και εκτός των τειχών της Πόλης, που σκοπό έχουν να προστατέψουν την πίστη, την αυτοκρατορία αλλά και τον αυτοκράτορα τον ίδιο. Σε μια τέτοια αποστολή ο Ροδανός θα βρεθεί στο σπίτι που διαμένει ο Υάκινθος με τη Λυγινή και οι δρόμοι τους θα δεθούν για πάντα. Πρόκειται για άνθρωπο που βάζει το καθήκον του πιο πάνω από όλα, που εκτιμά όσα του προσφέρονται για δεν πατά τους όρκους του. Όμως πολλά θα συμβούν και όπως λέει και ο τίτλος του βιβλίου, ο έρωτας θα φέρει πολλά αμαρτήματα.
Το νέο βιβλίο του Γιάννη Καλπούζου είναι ένα ταξίδι στο χρόνο, σε εποχές που δεν τις γνωρίζουμε καλά, παρά μόνο μέσα από τα βιβλία της ιστορίας στο σχολείο, κι αυτό σε μικρό βαθμό. Η γραφή του αποδίδει όλο το μεγαλείο της Κωνσταντινούπολης εκείνη την εποχή, αλλά και αυτό της Αθήνας. Οι δύο πόλεις είναι οι βασικοί σταθμοί στους οποίους θα βρεθούν οι ήρωες του βιβλίου. Εκεί όπου θα πονέσουν, θα αγαπήσουν, θα κάνουν φίλους και θα προδοθούν. Εκεί όπου θα βρεθούν με την αλήθεια και το ψέμα. Ο κόσμος του Βυζαντίου ήταν γεμάτος ίντριγκες, όπως άλλωστε ήταν και είναι κάθε βασιλική και αυτοκρατορική αυλή ανά τους αιώνες αλλά και σε φανταστικά αναγνώσματα. Αυτό είναι που δίνει το βασικό κορμό της ιστορίας που όμως ενισχύεται από τον έρωτα και τα δυνατά συναισθήματα.
Όλος ο παλμός της εποχής μεταφέρεται στον αναγνώστη μέσα από το κείμενο. Από τις περιγραφές των τόπων και των κτηρίων. Από τις γιορτές και τις συναθροίσεις που κάνουν τον αναγνώστη να πιστεύει ότι βρίσκεται κάπου εκεί μέσα και ο ίδιος. Αλλά και από τη λαλιά που δίνει ο συγγραφέας στο κείμενό του. Η αφήγηση γίνεται σε μια γλώσσα που σκοπό έχει να ενισχύσει την αίσθηση του κόσμου του βιβλίου. Ένα κράμα αρχαΐζουσα και καθημερινής γλώσσας, με μεσαιωνικά ιδιώματα, προσδίδουν μια μοναδικότητα στο κείμενο και μια αυθεντικότητα. Δε θα μπορούσε να μιλάει διαφορετικά ένας καλόγερος σαν τον Υάκινθο, ένας άγιος άνθρωπος που έχει αφιερωθεί στο Χριστό. Είναι μεγάλη η συμβολή της γλώσσας αυτής στην όλη εμπειρία της ανάγνωσης.
Το «Εράν. Βυζαντινά αμαρτήματα» είναι το πρώτο βιβλίο του Γιάννη Καλπούζου που διαβάζω, καταλαβαίνω όμως γιατί έχει πλέον φανατικούς αναγνώστες. Είναι που θέλει να τους μεταφέρει στην ιστορία που αφηγείται και το καταφέρνει!
0
Ευχάριστο και χαλαρό! Η καλύτερη παρέα για την παραλία!
Τα ιστορικά ρομάντζα των Εκδόσεων Elxis είναι ότι πρέπει τώρα το καλοκαιράκι! Είτε είσαι στην παραλία, είτε χαλαρώνεις στο μπαλκόνι του σπιτιού σου μετά από μια μέρα γεμάτη δουλειά, παίρνεις στα χέρια σου ένα Elxis και αφήνεσαι σε κάτι που δεν απαιτεί πολλά από εσένα, αλλά αντίθετα σου δίνει λίγες στιγμές χαλάρωσης και ηρεμίας μέσα στη μέρα.
Η Μίλισαντ Κρίσπιν είναι ένα κορίτσι που έχει μάθει να κάνει αυτό που θέλει χωρίς να μπορεί κανείς να τη συμμορφώσει στα πρέπει της κοινωνίας, αλλά παρακινούμενη από τα δικά της και μόνο θέλω. Σε όλο αυτό συνέβαλλε και το γεγονός ότι η μητέρα της πέθανε όταν η Μίλισαντ και η αδερφή της η Τζόαν ήταν μικρές. Ο θάνατος της μητέρας τους κατέβαλε τον πατέρα των κοριτσιών, Νάιτζελ Κρίσπιν, μιας και ο έρωτάς του για τη γυναίκα του ήταν αληθινός και η αγάπη τους βαθιά. Έτσι άρχισε να πίνει και πέρναγε πολύ καιρό με μυαλό θολωμένο, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να δώσει στις κόρες του τη διαπαιδαγώγηση που θα ήθελε. Είχε όμως ήδη αρραβωνιάσει τη Μίλισαντ με το γιο του καλύτερού του φίλου, από τη μέρα της γέννησής τους.
Τα δυο παιδιά συναντήθηκαν μόνο μια φορά, κατά την οποία αποκόμισε ο καθένας τις χειρότερες εντυπώσεις από τον άλλο. Από τότε ο Γούλφρικ ντε Θορπ, μελλοντικός κόμης του Σέφορντ, απέφευγε όσο πιο πολύ μπορούσε τη μνηστή του. Σαν ιππότης, υπηρέτησε το βασιλιά του σε πολλούς πολέμους, καθυστερώντας έτσι το γάμο του με ένα ατίθασο πλάσμα, όμως αν τον καθυστερήσει λίγο ακόμα, θα φανεί προσβλητικό και δε θα ήθελε ποτέ να φέρει σε δύσκολη θέση τον πατέρα του. Άλλωστε, έχουν περάσει πλέον τόσα χρόνια από εκείνη τη μία και μοναδική συνάντηση και έχει την ελπίδα πως η μέλλουσα γυναίκα του θα έχει αλλάξει προς το καλύτερο.
Κι ενώ δεν είναι πολύ χαρούμενος με αυτό το γάμο, τα αισθήματά του αλλάζουν σιγά σιγά και όσο περισσότερο γνωρίζει τη Μίλισαντ. Εκείνη όμως ψάχνει απελπισμένα ένα τρόπο να ακυρώσει τη συμφωνία και το γάμο που βλέπει να πλησιάζει. Πρέπει όμως να βρει ένα τρόπο που να μην προκαλέσει δυσάρεστες συνέπειες στην οικογένειά της. Την ίδια στιγμή, είναι και άλλοι που δεν επιθυμούν να γίνει αυτός ο γάμος και με κάποιο τρόπο εμπλέκεται ακόμη και ο Βασιλιάς της Αγγλίας, ενώ η ζωή της Μίλισαντ βρίσκεται σε κίνδυνο. Το ερώτημα είναι αν τελικά οι δύο νέοι θα καταφέρουν να βρουν την ευτυχία.
Αγγλική ύπαιθρος κάπου στο μεσαίωνα. Κάστρα, ιππότες, άνθρωποι με τιμή που πολεμούν για αυτή και προτιμούν να πεθάνουν γενναίοι. Ότι καλύτερο για να μεταφερθείς σε μια άλλη εποχή, όπου κυριαρχεί ο ρομαντισμός και οι ιππότες πάνω στα άλογα. Ένας γενναίος ιππότης που θέλει και προσπαθεί να προστατεύσει μια γυναίκα, πόσο μάλλον τη μνηστή του. Και μια γυναίκα που δεν μπορεί να συμφωνήσει με τις επιταγές της εποχής, που λένε ότι οι άντρες έχουν ισχύ πάνω στις γυναίκες τους.
Έχοντας διαβάσει την «Ξηρασία» και την «Άγρια Φύση» έχω καταλάβει ότι μου αρέσει απίστευτα η γραφή της ταλαντούχας Jane Harper. Οπότε, δε θα μπορούσα να μη διαβάσω το επόμενο βιβλίο της που κυκλοφόρησε στα Ελληνικά, ακόμα κι αν δεν είχε σαν ήρωα τον Άρον Φλακ και χαίρομαι απίστευτα που είχα αυτή την ευκαιρία!
Στην αχανή ενδοχώρα της Αυστραλίας, δυο αδέρφια, ο Νέιθαν και ο Μπαμπ, συναντούνται στα όρια των αγροκτημάτων τους κάτω από τον καυτό ήλιο του Κουίνσλαντ. Κοντεύει Χριστούγεννα και ο μεσαίος αδερφός της οικογένειας, Κάμερον Μπράιτ, κείτεται νεκρός στην έρημο, πολύ κοντά στον τάφο του κτηνοτρόφου, ένα μνημείο της περιοχής, τόσο παλιό που ο καθένας έχει διαφορετική άποψη για το ποιος είναι θαμμένος εκεί. Ο θάνατος του Κάμερον δεν έχει λογική. Ένας τόσο έμπειρος άνθρωπος δε θα βρισκόταν ποτέ σε μια τέτοια κατάσταση.
Ο Κάμερον πάντα έφευγε από το σπίτι γεμάτος προμήθειες. Αυτή τη φορά, θα πήγαινε να επιδιορθώσει μια κεραία ασυρμάτου και είχε πάρει από το σπίτι ότι θα μπορούσε να χρειαστεί ώστε να κατασκηνλωσει μέσα στον καυτό ήλιο, να κάνει την επιδιόρθωση και να επιστρέψει. Η οικογένειά του, τα αδέρφια του, η μητέρα του, αλλά και η γυναίκα με τις δύο κόρες του ανησυχούν για το τι μπορεί να συνέβη. Τι πήγε στραβά; Δεν πιστεύουν ότι ήταν επιλογή του, αν και δεν υπάρχουν σημάδια βίας επάνω στο σώμα του. Όμως είναι ένας πολύ επώδυνος τρόπος να πεθάνει κανείς, για να επιλέξει ο ίδιος ο Κάμερον να βάλει τέλος στη ζωή του με αυτό τον τρόπο. Γι’ αυτό και ο Νέιθαν, ο μεγαλύτερος αδερφός, προσπαθεί να βγάλει όποια άκρη μπορεί, έχοντας κι ο ίδιος τις δικές του έγνοιες και τα δικά του προβλήματα. Μένοντας μόνος στο δικό του αγρόκτημα που απέχει καμιά ώρα οδήγησης από αυτό του αδερφού του, δεν είναι σε θέση να γνωρίζει τα πάντα για τη ζωή του αδερφού του, ή για τα προβλήματα που μπορεί να είχε ο ίδιος ή το κτήμα του.
Στη μικρή πόλη που είναι κάμποσα χιλιόμετρα μακριά από τα αγροκτήματα των τριών αδερφών τίποτα δε μένει κρυφό και τίποτα δε συγχωρείται εύκολα. Σε μια απομονωμένη περιοχή όπως αυτή, πρέπει όλοι να τηρούν κάποιους κανόνες αν θέλουν να επιβιώσουν. Πρέπει να έχουν καλή σχέση με όλους τους γείτονές τους, ακόμα κι αν ο κοντινότερος είναι 100 χιλιόμετρα μακριά, είναι αυτός που θα έρθει πιο γρήγορα όταν τον χρειαστείς. Για να καταλάβει κανείς για τι μέγεθος εκτάσεων μιλάμε, να σας πω μόνο πως το κοπάδιασμα των αγελάδων δε γίνεται πλέον με άλογα, όπως παλιά, γιατί θα έπαιρνε εβδομάδες, αλλά με ελικόπτερα!
Η Harper δίνει με ένα μοναδικό τρόπο την εικόνα της Αυστραλίας που εκείνη θέλει να γνωρίσουμε. Αυτή που δεν έχει καμία σχέση με την πανέμορφη όπερα του Σίδνεϊ ή ότι άλλο έχουμε μέχρι τώρα δει στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο. Τα αχανή τοπία και ο απίστευτα δύσκολος και επικίνδυνος τρόπος ζωής των κατοίκων της περιοχής, δεν έχει καμία σχέση με τα όμορφα καγκουρό και τα κοάλα που μας έρχονται στο νου όταν ακούμε τη λέξη «Αυστραλία».
Οι διαπροσωπικές σχέσεις και οι διαφορετικές προσωπικότητες είναι πολύ πιο έντονες και αυτό γίνεται ξεκάθαρο μέσα από τις περιγραφές της Harper. Γνωρίζοντας για το παρελθόν της οικογένειας με έναυσμα κάποια περιστατικά ή αναμνήσεις των ηρώων, ο αναγνώστης μπορεί να αντιληφθεί πως μια μικρή αθώα σκέψη μπορεί να επηρεάσει τις ζωές πολλών ανθρώπων.
Η Δάφνη είναι η μεγαλύτερη κόρη της οικογένειας και το τέταρτο από οκτώ παιδιά! Τέσσερα αγόρια και τέσσερα κορίτσια μαζί με τη μητέρα τους αποτελούν την οικογένεια Μπρίτζερτον. Η Δάφνη έκανε το ντεμπούτο της στην υψηλή κοινωνία πριν δυο χρόνια όμως δεν έχει καταφέρει μέχρι σήμερα να βρει τον κατάλληλο σύζυγο. Ευτυχώς ο αδερφός της Άντονι, που είναι πλέον η κεφαλή της οικογένειας, της έχει επιτρέψει να απορρίψει μία δύο προτάσεις γάμου που της έγιναν. Ο Άντονι είναι λογικός άνθρωπος και θέλει να δει την αδερφή του ευτυχισμένη. Γι’ αυτό και δεν χαίρεται όταν ο πολύ καλός του φίλος και διαβόητος δούκας Σάιμον Μπάσετ, φαίνεται να είναι έτοιμος να της κάνει πρόταση γάμου.
Ο Σάιμον έχει μόλις επιστρέψει στο Λονδίνο μετά τα ταξίδια του σε ολόκληρο σχεδόν τον κόσμο. Την τελευταία φορά ήταν στην Αφρική. Μαθαίνοντας πως ο λόγος που τον κρατούσε μακριά από την Αγγλία, μετά τις σπουδές του στην Οξφόρδη, έπαψε να υπάρχει, αποφάσισε να γυρίσει πίσω και να αναλάβει τα καθήκοντά του. Αυτό που δεν περίμενε να αντιμετωπίσει όμως ήτα οι «ορδές» των Φιλόδοξων Μητέρων, των γυναικών εκείνων δηλαδή που έχουν κόρες σε ηλικία γάμου και είναι αποφασισμένες να τους βρουν ένα καλό σύζυγο. Είχε ξεχάσει πως είναι η «σεζόν» στο Λονδίνο και δεν περίμενε με τίποτα αυτό που αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει. Βέβαια, δεν υπήρχε περίπτωση κάποια μητέρα με κόρη της παντρειάς να αφήσει να χαθεί μέσα από τα χέρια της ένας Δούκας, όποια κι αν ήταν η φήμη του.
Μπορεί να μας φαίνεται λιγάκι περίεργο, αν και όσοι έχουμε διαβάσει αρκετά μυθιστορήματα αυτής της εποχής δεν μας είναι καθόλου, όμως οι νεαρές κοπέλες της αριστοκρατίας του Λονδίνου, όταν έφταναν σε ηλικία γάμου, έκαναν το ντεμπούτο τους στην υψηλή κοινωνία. Ήταν αυτός ο τρόπος των οικογενειών τους να δηλώσουν πως υπάρχει μια κόρη έτοιμη για παντρειά και πως πλέον μπορούσαν να δεχτούν προτάσεις για γάμο ή για φλερτ. Την απόφαση συνήθως έπαιρνε η κεφαλή της οικογένειας, τις περισσότερες φορές χωρίς να λάβει υπόψη την άποψη της εν λόγω κοπέλας. Εντάξει, θα μου πείτε, κάπως έτσι ήταν και τα προξενιά στην Ελλάδα παλιότερα, απλά χωρίς τους χορούς και τα όμορφα φορέματα! Εδώ να προσθέσω ότι, δυστυχώς, αυτή η πρακτική ακολουθείται ακόμα και σήμερα, στις μικρές, κλειστές κοινωνίες των πλουσίων ανά τον κόσμο. Μπορώ να σκεφτώ κάποια παρόμοια σκηνή στη σειρά «Gossip Girl» με μια νέα ντεμπιταντ.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως, έχουμε μια νεαρή κοπέλα, τη Δάφνη, η οποία έχοντας μεγάλωσε με τρεις μεγαλύτερους αδερφούς, έχει μάθει να υπερασπίζεται τον εαυτό της και αυτά που θέλει και να μην υποκύπτει σε οτιδήποτε της σερβίρουν. Ευτυχώς βέβαια και η οικογένειά της δεν είναι άνθρωποι χωρίς κατανόηση. Όμως μπορεί κάποιος να κατανοήσει μια μητέρα με 8 παιδιά, τα τέσσερα από αυτά σε ηλικία γάμου. Οι ευθύνες της είναι πολλές και η αγάπη της για τα παιδιά της την ωθεί να θέλει το καλύτερο για κάθε ένα από αυτά.
Μέσα από όλα αυτά τα πρέπει της καλής κοινωνίας και την ανάγκη για μια κάποια ελευθερία, προκύπτει ένα ρομαντικό ειδύλλιο που χτίζεται σιγά σιγά και χωρίς να το αντιληφθούν εξαρχής οι δύο ενδιαφερόμενοι. Περνούν από το στάδιο της φιλίας και γνωρίζουν ο ένας τον άλλο καλά μέχρι που τελικά έρχεται το χαρούμενο τέλος, έστω κι αν κάποια σκοτάδια ρίχνουν τη σκιά τους στην ένωση των δύο νέων. Δε θα σας πω φυσικά ποια είναι αυτά! Διαβάστε τα μόνοι σας!