Μια άγρια ερωτική ιστορία με απροσδόκητο (;;;) τέλος!
[...]- Και ποιο είναι για σας το βασικό ελάττωμα της αθωότητας;- Ότι παρέρχεται γρήγορα κι ότι μας μπολιάζει για το υπόλοιπο της ζωής μας με το σαράκι της νοσταλγίας.- Και το βασικό της προτέρημα;- Επίσης ότι παρέρχεται γρήγορα κι ότι κάθε προσπάθειά μας να την επανακτήσουμε, αντί να μας κάνει αθωότερους, μας βυθίζει αντιθέτως σε μεγαλύτερη ανεντιμότητα, μοχθηρία, ιδιοτέλεια, ανηθικότητα κι ακολασία. ¨όλα αυτά κι άλλα παρόμοια μαζί, συνιστούν την ενηλικίωση. [...]
"Άσε με να σε δέρνω κάπου κάπου" του Σπύρου Καρυδάκη λοιπόν... Ένα λατρεμένο και χιλιοδιαβασμένο βιβλίο. Μικρό πολύ αλλά πολύ δυνατό και ιδιαίτερο. Πάρα πολύ ιδιαίτερο, με θέμα που αγγίζει τα όρια της ανθρώπινης υπομονής και αντοχής. Αν έπρεπε να προειδοποιήσω τον επίδοξο αναγνώστη γι’ αυτό, θα του έλεγα «Διάβασέ το με δική σου ευθύνη»!
Η άγρια ερωτική του ιστορία αφορά στη σαδομαζοχιστική σχέση μιας πλούσιας και απείρως κακομαθημένης κοπέλας, με τον άντρα τον οποίο προσέλαβε για γελωτοποιό, να διασκεδάζει και να κάνει να γελούν την ίδια και την παρέα της, στις ανούσιες και βαρετές συναναστροφές τους.
Η ιστορία αρχικά επικεντρώνεται στο γελωτοποιό Γιάννη ο οποίος στέκεται και λειτουργεί σαν καταπέλτης ενάντια στην κοινωνία των βορείων προαστίων. Σιγά-σιγά όμως η βαρύτητα μετατοπίζεται και βλέπουμε να βγαίνει "μπροστά" η εργοδότρια/βαριεστημένο/πλουσιοκόριτσο Δωροθέα. Εν τέλει όμως, με μια συγκλονιστική ανατροπή, οι ισορροπίες επανέρχονται εκεί που ήταν πριν, αυτοί οι δυο άνθρωποι συναντηθούν. Στο σημείο Μηδέν.
Το βιβλίο είναι όλο παραβολικά γραμμένο, με λόγο οξύ και τραχύ και συμβολικό, γεμάτο μεταφορές, παραφράσεις και λογοπαίγνια. Προσωπικά θεωρώ ότι έχει καταφέρει επιτυχώς να καλύψει και τα δυο συνθετικά της λέξης «λογοτεχνία». Ειρωνικό και σαρκαστικό, μα συγχρόνως τρυφερό, με μια τρυφερότητα που κρύβεται περίτεχνα μέσα στα επικίνδυνα παιχνίδια της ηρωίδας με τον αγαπημένο της γελωτοποιό.
"Με ταξί άλλων έρχεται η ηδονή σ' εκείνους που συλλαμβάνουν το ειδεχθές ως λογική αναγκαιότητα, αλλά το ταξίμετρο γράφει κι αυτοί είναι που θα πληρώσουν στο τέλος την ταρίφα."
Έχοντας διαβάσει σχεδόν όλα τα επόμενα βιβλία του συγγραφέα, οπότε πλέον έχω κατανοήσει το στυλ γραφής του, μου είχε δοθεί αρχικά η εντύπωση ότι πρόκειται για αυτοβιογραφική διήγηση. Αυτή η αίσθηση ενδυναμώνει ακόμη περισσότερο την ένταση που βγάζει κυρίως με το ανατρεπτικό του τέλος, το οποίο κατά την ταπεινή μου άποψη δε θα μπορούσε να είναι διαφορετικό. Αν ήταν κάτι άλλο απλά θα "ξέφτιζε" πολύ το ανάγνωσμα και θα το έκανε σαν ένα από τα πολλά του είδους. Ωστόσο, όπως θα διαβάσετε και στην συνέντευξη που μας παραχώρησε ο συγγραφέας, το μόνο αυτοβιογραφικό που είχε η ιστορία, ήταν η απόγνωση του κυρίου Καρυδάκη, για το πού πάει η κοινωνία. Μέσω του παραβολικού του λόγου, έρχεται να «χτυπήσει» το σύγχρονο οικονομικό-κοινωνικό καθεστώς, το οποίο, όπως αναφέρει συγκεκριμένα «εμφυτεύει σαδομαζοχιστικά στοιχεία στις ψυχές» των ανθρώπων, εμποδίζοντάς τους να εκφράσουν τα ειλικρινή τους συναισθήματα.
"Είμαι πολύ γέρος. Η ηλικία μου είναι ο χρόνος των αισθημάτων μου"
Για να χρησιμοποιήσω μια ατάκα της νουβέλας "με ταξί άλλων" το συγκεκριμένο βιβλίο είναι "γροθιά στο στομάχι" και κάνει σαφή την έκταση της σήψης μιας ολόκληρης κοινωνίας. Αν το έντυνα με ένα τραγούδι, σαφέστατα αυτό θα ήταν το «Master and Servant» των Nouvelle Vague.
Και για να ολοκληρώσω την άποψή μου, θα ήθελα να πω για το πολύ πετυχημένο εξώφυλλο, του οποίου το ολόλευκο, παρθενικό φόντο, χαράζεται από δυο άλικες γραμμές που παραπέμπουν σε πληγές που ματώνουν. Τόσο λιτό κι απέριττο και συγχρόνως τόσο εύγλωττο. Επίσης, έχοντας διαβάσει και την προηγούμενη έκδοση, από τις εκδόσεις Καστανιώτη, διαπιστώνω ότι η νέα έκδοση, των εκδόσεων Πάπυρος, είναι βελτιωμένη, με κάποιες προσθαφαιρέσεις στο κείμενο, οι οποίες το κάνουν ακόμη καλύτερο.
Καλές αναγνώσεις!
Ο Jordi Llobregat δεν είναι μόνο συγγραφέας αλλά και διευθυντής και διοργανωτής του φεστιβάλ φαντασίας νουάρ «Valencia Negra». «Το μυστικό του Βεσάλιου» είναι το πρώτο του μυθιστόρημα, το οποίο μπορώ να σας πω εκ των προτέρων ότι το λάτρεψα. Είναι ένα υπέροχο ανάγνωσμα, το οποίο το είχα για πάρα πολύ καιρό να κάθεται στο ράφι της βιβλιοθήκης μου αδιάβαστο.
Βρισκόμαστε στη Βαρκελώνη στα τέλη του 19ου αιώνα, το Μάιο του 1888 για την ακρίβεια, τη χρονιά που θα πραγματοποιούνταν η Διεθνής Έκθεση στην πόλη. Ο Ντανιέλ Αμάτ, ένας νεαρός καθηγητής της Οξφόρδης, επιστρέφει στην πόλη μετά από χρόνια απουσίας για την κηδεία του πατέρα του. Χωρίς να το θέλει όμως εμπλέκεται σε μια υπόθεση δολοφονίας και βρίσκεται να αναζητά τον αδίστακτο δολοφόνο δύο νεαρών κοριτσιών και έρχεται αντιμέτωπος με πρόσωπα και γεγονότα που νόμιζε ότι είχε αφήσει πίσω του για πάντα. Στο πλευρό του, ο δημοσιογράφος Μπερνάτ Φλέιτσα και ο Πάου Γκιλμπέρτ ένας λαμπρός φοιτητής της ιατρικής. Οι τρεις μαζί αναζητούν το αρχαίο χειρόγραφο του Βεσάλιου για την ανατομία, στο οποίο φαίνεται να κρύβεται η λύση για το μυστήριο.
Τα ογδόντα κεφάλαια του βιβλίου περιγράφουν τι συνέβη στη Βαρκελώνη κατά τη διάρκεια των είκοσι τεσσάρων ημερών που προηγήθηκαν της Διεθνούς Έκθεσης του 1888 και για δύο εβδομάδες μετά. Τα κεφάλαια είναι αριθμημένα και τιτλοφορούνται σε άμεση σχέση με την ιστορία. Για παράδειγμα: "Επιστροφή - Είκοσι τέσσερις ημέρες από τα εγκαίνια της Έκθεσης".
Μια ιστορία που με τράβηξε από την πρώτη κιόλας σελίδα. Ο πανέμορφος τρόπος γραφής (με την εξαιρετική μετάφραση της Χριστίνας Θεοδωροπούλου) με ανατρίχιασε ουκ ολίγες φορές αφού, γιατί να το κρύψω άλλωστε, μου θύμισε αρκετά τον αγαπημένο μου Θαφόν, ενώ ένιωσα και μια μικρή επιρροή από τον "Τζακ τον αντεροβγάλτη" και τον "Φρανκενστάιν" της Mary Shelley. Αυτή η σκοτεινή ατμόσφαιρα, το σουλατσάρισμα στα σκοτεινά, ομιχλώδη κι υγρά πλακόστρωτα της Βαρκελώνης, δε σταμάτησαν να με μαγεύουν καθ’ όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης. Κι αυτές οι μεγαλειώδεις περιγραφές του, για όλα όσα συμβαίνουν στις σελίδες αυτού του βιβλίου… περιγραφές για μυστικά και μυστήρια, για μίση και προδοσίες αλλά κυρίως περιγραφές που αφορούσαν στην αγάπη. Για την ακρίβεια, ο ομφαλός της ιστορίας είναι η αγάπη. Από εκεί ξεκινάνε όλα κι εκεί όλα καταλήγουν. Στην αγάπη.
Με λίγα λόγια έχουμε ένα υπέροχο ανάγνωσμα στο οποίο πολλά γεγονότα μπλέκονται γύρω από το ίδιο μυστήριο και μας δίνουν ένα άρτιο και εξαιρετικό αποτέλεσμα. Υπέροχοι οι βασικοί χαρακτήρες, μα ακόμα πιο όμορφοι οι υποστηρικτικοί: κατά συρροή δολοφόνοι, διεφθαρμένοι αστυνομικοί, καλόκαρδες ιερόδουλες, έντιμοι φτωχοδιάβολοι και μυστηριώδεις κάτοικοι των υπονόμων, που σε κάνουν να θέλεις να τους γνωρίσεις περισσότερο. Φανταστική πλοκή, καλογραμμένη και συναρπαστική από την αρχή μέχρι το τέλος. Επιστήμη και δεισιδαιμονίες παλεύουν στήθος με στήθος σε μια πόλη γεμάτη αντιφάσεις. Ένα αρχαίο βιβλίο ανατομίας που κρατά το κλειδί για ένα μεγάλο μυστικό και που αναζητά απεγνωσμένα και ο δολοφόνος. Μυστήριο και αγωνία που ακολουθούν τον αναγνώστη σε κάθε γύρισμα της σελίδας.
Και για να καταλήξω, εάν σας αρέσουν αυτού του είδους τα μυθιστορήματα κι αν είστε ένας από τους φανατικούς αναγνώστες του Carlos Ruiz Zafón και δεν το έχετε διαβάσει ακόμη, δεν ξέρετε τι χάνετε. Αν είστε από τους «άλλους» δεν ξέρετε τι χάνετε γενικώς!
Trivia
- Η Διεθνής Έκθεση της Βαρκελώνης του 1888, ήταν η πρώτη Διεθνής Παγκόσμια Έκθεση της Ισπανίας και διεξήχθη από τις 8 Απριλίου έως τις 9 Δεκεμβρίου 1888. Ήταν επίσης η πρώτη από τις δύο που πραγματοποιήθηκαν στη Βαρκελώνη.
- Ο Andrés Vesalio (Ανδρέας Βεσάλιος) στο οποίο αναφέρεται ο τίτλος του βιβλίου, είναι υπαρκτό ιστορικό πρόσωπο. Ήταν γιατρός και ερευνητής, ο οποίος θεωρείται ο πατέρας της σύγχρονης ανατομίας.
- Ο Γαληνός θεωρείται ως δεύτερος σε σπουδαιότητα Ιατρός της αρχαιότητας, μετά τον Ιπποκράτη τον Κώο. - Το έργο του Γαληνού συμπλήρωσε και σε ορισμένες περιπτώσεις διόρθωσε ο Βεσάλιος
- Περισσότερα για το Βεσάλιο και το έργο του μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
- Καλές αναγνώσεις!
Η ιστορία μας ταξιδεύει στην πρωτεύουσα των Κυκλάδων, τη μαγευτική Σύρο, με τα νόστιμα λουκούμια της, τους απεγνωσμένους της έρωτες και τα φοβερά και τρομερά οικογενειακά της μυστικά. Ένας ντόπιος επιχειρηματίας βρίσκεται δολοφονημένος και κατηγορείται ο εραστής της γυναίκας του, ο οποίος σε μια προσπάθεια να αποδείξει την αθωότητά του, διεξάγει την δική του παράλληλη έρευνα με την αστυνομία. Οι ανακαλύψεις του θα τον οδηγήσουν στην Αθήνα και τον Πειραιά κι από εκεί στο Ντουμπάι και πάλι πίσω στην πλανεύτρα Σύρο.
Μέσα από το βιβλίο της, η Τέσση αντικατοπτρίζει τη στενή κοινωνία της Σύρου με όλα τα όμορφα και τα άσχημά της. Η γλώσσα που επέλεξε να το γράψει είναι καθημερινή, απλή κι αυτό που αγάπησα ιδιαιτέρως ήταν το γεγονός ότι δε φοβήθηκε διανθήσει το λόγο της με λέξεις από τη ναυτική ορολογία (μάινα/λάσκα τα πανιά, ρεμέτζο, εξάντας). Κόρη ναυτικού γαρ. Με αυτή λοιπόν την αβίαστη και γρήγορη γραφή, με τους στακάτους διαλόγους και τον γοργό και με συνοχή ρυθμό της πλοκής, καταφέρνει να μας βάλει πολύ σύντομα στο ζουμί της υπόθεσης, χωρίς να φέρνει την ιστορία γύρω-γύρω. Ένα πράγμα που επίσης εκτίμησα πολύ, ήταν το γεγονός ότι οι περιγραφές είναι ζωντανές μα κυρίως τόσες όσες χρειάζονται, χωρίς να ξεφεύγει και να κουράζει.
Οπωσδήποτε ως πρώτη προσπάθεια υπήρξαν κάποια μικρά ελαττώματα, τα οποία μου κλώτσησαν στο βιβλίο, αλλά όπως και να έχει, η «Λουκουμόσκονη» είναι μια έντιμη πρώτη προσπάθεια, που δείχνει ότι η Τέσση Παπαθανασίου έχει γερές βάσεις και την προοπτική για να γράψει κάτι πολύ δυνατό. Εύχομαι αυτό να είναι το επόμενο βιβλίο της, το οποίο ελπίζω να μην αργήσει πολύ ακόμα. Και τώρα σας αφήνω. Πάω να βρω λουκούμια με γεύση σοκολάτα!!!
Τι να πει κανείς για αυτό το βιβλίο που να μην έχει ειπωθεί ήδη! Ξεχωριστό, ευφυές, ιντριγκαδόρικο, παιχνιδιάρικο, ανατρεπτικό, δημιουργικό, φιλοσοφημένο, μοναδικό και πολλά, πολλά ακόμη! Ένα θρασίμι που σου καίει τα εγκεφαλικά κύτταρα!Φανταστικό! Το λάτρεψα!
Καταρχάς θέλω να μιλήσω για τη απίστευτη μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη, που όχι μόνο σεβάστηκε το αρχικό κείμενο αλλά το υποστήριξε και το ανέδειξε με μοναδικό τρόπο! Και σημειώστε ότι δεν πρόκειται για ένα απλό κείμενο, όσο ευκολοδιάβαστο κι αν είναι. Ο Γάλλος συγγραφέας και διακεκριμένος γλωσσολόγος Hervé Le Tellier, έχει καταφέρει κάτι που με την πρώτη ματιά φαίνεται σχεδόν ακατόρθωτο. Να συνδυάσει ευθαρσώς την φιλοσοφία, με τη θεολογία, την τεχνολογία, τα μαθηματικά και το παράδοξο. Και τι να σας πω… το αποτέλεσμα απλά «τινάζει τη μπάνκα στον αέρα»! Παραδοξότητα κι αληθοφάνεια, πολυμάθεια και άγνοια, σιγουριά κι αμφιβολία, κίνδυνος και σωτηρία και άλλα πολλά πρωταγωνιστούν σε αυτό το ανατρεπτικό μυθιστόρημα. Η πλοκή επιταχύνεται από τα μέσα του βιβλίου και μετά. Φέρνει τον αναγνώστη σε κατάσταση «κινούμενης άμμου»! Κάθε αράδα που διαβάζεις σε τραβάει όλο και πιο κάτω στα σκοτεινά της βάθη. Με την ανωμαλία ο Le Tellier παίζει άσχημα με το μυαλό μας κι εμείς γουστάρουμε!
Με ενθουσίασε ακόμη κι ο τρόπος που χωρίστηκαν τα κεφάλαια του βιβλίου. Στο πρώτο μισό γνωρίσαμε τους χαρακτήρες και στο δεύτερο μέρος έγινε η ανάλυση του προβλήματος και των συνεπειών του. Ήταν σα να παρακολουθείς ταινία όπου αρχικά γίνεται σε hightlights η γνωριμία με τους ήρωες και στη συνέχεια στήνεται η πλοκή που θα τους φέρει όλους μαζί αντιμέτωπους με το βασικό θέμα της ιστορίας. Ήταν απολαυστικότατο.
Ωστόσο, παρ’ όλ’ αυτά τα τόσα χαρακτηριστικά που εμένα προσωπικά με ενθουσίασαν, αναγνωρίζω ότι έχει κι ένα το οποίο το οποίο θα κάνει τον αναγνώστη του είτε να το λατρέψει, είτε να στραβομουτσουνιάσει με το βλέμμα γεμάτο αμφιβολίες. Το βιβλίο αυτό είναι ιδιαίτερο. Είναι παράξενο! Ακόμα όμως κι αν ανήκετε στην ομάδα εκείνη των αναγνωστών που τα «παράξενα» δεν είναι το φόρτε τους, εγώ σας παροτρύνω να το διαβάσετε, εν είδει λογοτεχνικής σπουδής. Πραγματικά είναι είδος προς μελέτη.
Ετοιμαστείτε για ένα συναρπαστικό ταξίδι στο άγνωστο. Το ταξίδι θα περιλαμβάνει πολλές αναταράξεις κι ίσως μια κάθετη πτώση στο κενό. Γι’ αυτό προσδεθείτε κι… ετοιμαστείτε…
Χαίρομαι πολύ γιατί κάθε τόσο ανακαλύπτω διαμάντια της ελληνικής πεζογραφίας και είναι πολύ λυπηρό που οι εκδοτικοί δεν τα επικοινωνούν όσο τους αξίζει. «Η λίστα του Λεπορέλο» του Φώτη Δούσου είναι ένα υπέροχο αστυνομικό μυθιστόρημα, το οποίο θα λατρέψουν όχι μόνο οι αναγνώστες αλλά και οι ίδιοι οι εκδότες, αφού αυτοί είναι που αποτελούν τη ραχοκοκκαλιά της ιστορίας.
Πολλοί από εμάς έχουμε πει κατά καιρούς ότι θα σκοτώσουμε κάποιον εκδότη ο οποίος καθυστερεί την έκδοση του επόμενου τόμου της αγαπημένης μας σειράς, ή δε φέρνει στην Ελλάδα τα βιβλία ενός πολύ αγαπημένου συγγραφέα του εξωτερικού. Ε λοιπόν, στη «Λίστα του Λεπορέλο» κάποιος κάνει την απειλή του πράξη. Προφανώς όχι για τους ίδιους λόγους που εμείς οι αναγνώστες προβάλουμε χαριτολογώντας, ωστόσο έχει βάλει στο στόχαστρό του τους Έλληνες εκδότες και ο ένας μετά τον άλλον πέφτουν νεκροί. Ο καθένας καταλήγει με διαφορετικό τρόπο αλλά όλα τα φονικά έχουν έναν κοινό παρανομαστή. Την υπογραφή του δολοφόνου.
Ο τίτλος του βιβλίου είναι σαφής αναφορά στην όπερα «Δον Τζοβάνι» του Μότσαρντ, όπου ο Λεπορέλο είναι ο παρατρεχάμενος του Δον Τζοβάνι. Ο Λεπορέλο είναι επιφορτισμένος με την υποχρέωση να καταγράφει αναλυτικά τις κατακτήσεις του κυρίου του μα και ανθρώπους οι οποίοι πρόκειται να συναντήσουν σύντομα (και βίαια) το δημιουργό τους. Αν και αστυνομικό μυθιστόρημα, «Η λίστα του Λεπορέλο» έχει χροιά παρωδίας, με μπόλικη σάτιρα και μαύρο χιούμορ που διαπερνάει κόκκαλα. Μέσα από την ιστορία του, ο κος Δούσος σχολιάζει και «κουτσομπολεύει» τα κακώς κείμενα του εκδοτικού χώρου, ενώ δε ξεχνάει πώς να μας προσφέρει ώρες αγωνίας και αδημονίας.
Σαν ιστορία, η Λίστα είναι ένα υπέροχα δομημένο βιβλίο, με αρχή μέση και τέλος. Η αστυνομική πλοκή ρέει άνετα, χωρίς κοιλιές, υπερβολική χρήση ανατροπών ή κλισσέ. Όλα είναι τόσο όσο. Παράλληλα, βλέπουμε να ξετυλίγεται και η προσωπική ιστορία των ηρώων, χωρίς όμως αυτό να λειτουργεί σε βάρος της αστυνομικής πλοκής. Αντίθετα, της δίνει «χώρο» να αναπτυχθεί και να εμπλουτιστεί με νέα στοιχεία. Η δουλειά δε που έχει γίνει με τους χαρακτήρες είναι εξαιρετική. Άψογη η σκιαγράφηση των προσωπικοτήτων τους και η αποτύπωση συναισθημάτων και σκέψεων. Η ατμόσφαιρα άλλοτε πνιγηρή και στενόχωρη κι άλλοτε φωτεινή και αισιόδοξη. Το τέλος αναπάντεχο, δεν το είδα ποτέ να έρχεται. Στο σύνολό του, ένα υπέροχο βιβλίο.
Εν κατακλείδι, «Η λίστα του Λεπορέλο» είναι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που το απόλαυσα από την αρχή έως το τέλος. Διαβάστε το!
«Η Τελευταία Πτήση» είναι η ιστορία της Εύας και της Κλερ, δύο γυναικών που κινδυνεύει η ζωή τους και βρίσκουν διέξοδο η μια στην άλλη. Αν και ψυχολογικό θρίλερ ήταν μια ιστορία με πολύ γρήγορο ρυθμό. Η γραφή ήταν εξαιρετική και η πλοκή της ιστορίας ήταν καλά μελετημένη και στα χρόνια του "Me too" άκρως επίκαιρη. Κάποιες φορές ίσως και να ήταν λίγο παράλογο και κάποιες άλλες κάπως υπερβολικό, ωστόσο, πρόκειται για μειονεκτήματα τα οποία στο πλαίσιο του χτισίματος της μυθοπλασίας «συγχωρούνται». Είναι ένα βιβλίο εθιστικό που δε μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου μέχρι να το τελειώσεις . Αν σας αρέσουν τα ψυχολογικά θρίλερ, διαβάστε το.
Ενώ έχει πολλά καλά στοιχεία το βιβλίο, δε μπόρεσα να το τελειώσω. Με κούρασε και το βαρέθηκα πολύ. Ίσως σε κάποια άλλη φάση να μπορέσω να το ολοκληρώσω αλλά προς το παρόν πάω γι' άλλα.
Το βρήκα καλύτερο από το πρώτο της σειράς. θεωρώ ότι η βασική του ιδέα είναι εξαιρετικά έξυπνη ενώ μου άρεσε και η πλοκή του μα και το πως διαχειρίστηκε την όλη ιστορία. Οι ήρωες είναι πολύ πιο ενδιαφέροντες με ουσιαστικά θέματα να τους ταλανίζουν στο υπόβαθρο. Με ικανοποίησε η εξέλιξή του μυθιστορήματος. Είναι μια ιστορία για την αγάπη, το νοιάξιμο, την έγνοια, τη μνήμη και την τραγικότητα της απώλειάς της. Σίγουρα αυτή η σειρά δεν είναι τα σούπερ ουάου μυθιστορήματα, αλλά διαβάζονται ευχάριστα και -τουλάχιστον για μένα- κατέληξαν σε θετικό πρόσιμο.
Αν και δεν πιστεύω στα θαύματα, το συγκεκριμένο βιβλιαράκι ήταν όντως ένα μικρό θαύμα. Εννοείται ότι και μόνο που είναι ένα βιβλίο το οποίο αφορά στα βιβλία, μπήκε αυτομάτως στο καλάθι μου και δε με απογοήτευσε καθόλου. «Το βιβλιοπωλείο των μικρών θαυμάτων» είναι μια μια όμορφη ιστορία που αποπνέει αγάπη για τα βιβλία όσο κι αγάπη για την ίδια τη ζωή. Ένα μάθημα φιλίας και μια σπουδή για αφοσίωση και την καλή πρόθεση των ανθρώπων.
Αν και πολύ γλυκό και τρυφερό το βιβλίο, δεν είναι ρομάντζο αλλά ούτε και δράμα. Ωστόσο και τα δύο είδη περιλαμβάνονται σε μικρές δόσεις στην πλοκή του. Και μιας κι ανέφερα την πλοκή, πρέπει να πω ότι αυτή δεν είναι κάτι σπουδαίο ή περίπλοκο. Είναι μια λιτή ιστορία για το πώς ένα βιβλιοπωλείο μπορεί να αλλάξει τις ζωές των ανθρώπων που το επισκέπτονται. Μια ιστορία που με έκανε να γελάσω πολλές φορές. Σε όλο το βιβλίο γίνονται αναφορές σε συγγραφείς και έργα σπουδαία, που σε σπρώχνουν να αναζητήσεις περισσότερες πληροφορίες για αυτά. Προσωπικά πρόσθεσα τουλάχιστον 3 νέα βιβλία στη μακροπρόθεσμη λίστα μου.
Οι χαρακτήρες είναι αξιολάτρευτοι, ιδίως αυτός του εκκεντρικού και γκρινιάρη βιβλιοπώλη, που μαζί με το μικρούλη Όλιβερ είναι οι αγαπημένοι μου. Οι διάλογοι επίσης, ατακαδόρικοι, διασκεδαστικοί και υπέροχοι. Η περιγραφή του βιβλιοπωλείου και οι σκηνές που διαδραματίζονται σε αυτό με έκαναν να τοποθετήσω τον εαυτό μου, σαν έναν επιπλέον χαρακτήρα, μέσα σε αυτό. Πραγματικά πολύ ζωντανές!
Ένα μειονέκτημα του καταλογίζω κι αυτό είναι ο κεραυνοβόλος έρωτας που χτύπησε ανηλεώς τους δυο από τους ήρωες, ο οποίος δε με έπεισε καθόλου. Φυσικά δεν είμαι το πλέον ρομαντικό άτομο, οπότε μη μου δίνετε και πολλή σημασία.
Εν κατακλείδι, ένα πολύ ευχάριστο και πολύ διασκεδαστικό ανάγνωσμα, με χιούμορ, τρυφερότητα και μερικούς ενδιαφέροντες προβληματισμούς. Προτείνεται βεβαίως βεβαίως!
Καλές αναγνώσεις!
"Κανείς δεν είναι μόνο κακός ή μόνο καλός. Απλώς κάποιοι πρέπει να προσπαθήσουν περισσότερο για να καταπνίξουν την κακή τους πλευρά."
Ξενύχτησα για να το τελειώσω. Μου πήρε μόλις μερικές ώρες. Το ξεκίνησα χωρίς να έχω ιδέα για τη συγγραφέα ή για το ίδιο το βιβλίο. Ήξερα μόνο ότι αφορά στην ενδοοικογενειακή βία. Δεν είχα διαβάσει κριτικές, δεν το είχα συζητήσει. Και τώρα ψάχνω να βρω και τα υπόλοιπα της συγγραφέα.
Η άποψη μου μάλλον μοιάζει διχασμένη αλλά δεν είναι. Το βιβλίο μου άρεσε πολύ, με άγγιξε και με πλημμύρισε συναίσθημα. Το μεγάλο μειονέκτημα του για μένα ήταν ότι περιστασιακά με έκανε να νιώθω ότι διαβάζω μια εναλλακτική εκδοχή των 50 αποχρώσεων του γκρι αλλά με τη βία αθέλητη. Νέο, όμορφο, ευκατάστατο και πετυχημένο αγόρι αγαπάει κορίτσι όμορφο, πληγωμένο αλλά με στόχους στη ζωή. Όλα πάνε υπέροχα μέχρι που εκείνος σηκώνει για πρώτη φορά το χέρι του. Λαβ στόρι πασπαλισμένο με ενδοοικογενειακή βία. Θεώρησα επίσης ότι το τέλος ήταν πολύ εξιδανικευμένο κι όχι απαραίτητα το σωστό. Βασικά εγώ θα το προτιμούσα διαφορετικό.
ΑΛΛΑ...!
Με απορρόφησε τόσο πολύ που δε μπορούσα να το αφήσω από το χέρι μου. Σας είπα, ξενύχτησα για να το τελειώσω. Οι εγγραφές του ημερολογίου ήταν σπαρακτικές, τόσο που δάκρυσα κάμποσες φορές. Οι σελίδες αυτές θα μπορούσαν να σταθούν και μόνες τους, ανεξάρτητα, σαν ένας εκ βαθέων μονόλογος. Με γέμισε συναισθήματα όλων των ειδών και σε διαφορετικές εντάσεις. Και με δεδομένο ότι βασίζεται σε προσωπικά βιώματα της συγγραφέα, είναι ακόμη πιο συγκλονιστικό.
"Δεκαπέντε δευτερόλεπτα. Τόσα χρειάζονται για να αλλάξει τελείως ένας άνθρωπος."
Αφαιρεί ένα-ένα τα στρώματα της προσωπικότητας των χαρακτήρων και των μεταξύ τους σχέσεων, ξεγυμνώνοντάς τους εντελώς, για να κάνει κάτι που τόσοι πολλοί άλλοι συγγραφείς προσπάθησαν και απέτυχαν. Να μας κάνει να κατανοήσουμε μια κατάσταση που για τους περισσότερους είναι αδιέξοδη και χωρίς νόημα. Δεν υπάρχει άσπρο και μαύρο στις ανθρώπινες σχέσεις. Υπάρχει και μια γκρίζα περιοχή όπου εκεί παίζονται τα μεγαλύτερα δράματα.
"Το να εμποδίσεις την καρδιά σου να συγχωρήσει κάποιον που αγαπάς είναι στην πραγματικότητα πολύ πιο δύσκολο από το να τον συγχωρήσεις απλά."
***Προσοχή! Ακολουθεί μίνι σπόιλερ***
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
Τρέφω τον μέγιστο σεβασμό για τις γυναίκες που αντιστέκονται σθεναρά στη βία κάθε μορφής και με το βιβλίο της, καθώς και με το σημείωμά της στο τέλος του, η συγγραφέας μου έδωσε την ελπίδα ότι κάθε μέρα οι γυναίκες αυτές θα γίνονται όλο και περισσότερες. Και κατά μία έννοια καταλαβαίνω γιατί εξιδανίκευσε τόσο πολύ τις όμορφες στιγμές του ζευγαριού καθώς και το τέλος του βιβλίου της. Έπρεπε προφανώς να βγει κάτι "καλό" από την κακοποίηση της μητέρας της. Ίσως και να εξιλεώσει μέσα της τον πατέρα της και πιθανό, μέσω αυτού του βιβλίου, να τον συγχωρέσει.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
***Τέλος σπόιλερ***
"Δεν είναι οι πράξεις που πονάνε περισσότερο. Είναι η αγάπη"
Ναι, μου άρεσε, με άγγιξε και με έβαλε σε σκέψεις. Το "Τελειώνει με εμάς είναι μια πολύ οδυνηρή και συνάμα εξαιρετικά ειλικρινής ιστορία. Η καρδιά μου πονούσε διαβάζοντάς το. Δε μπορώ να του δώσω το 10 το καλό λόγω του υπερβολικού, για μένα, ρομάντζου αλλά το 8,5 το παίρνει επάξια.
Καλές αναγνώσεις!
"Ο ρατσισμός είναι μια λεπίδα χωρίς λαβή. Κόβει αυτόν που την κρατάει το ίδιο βαθιά όσο και το θύμα."
Σε μια έρευνα φόνου οι ερευνητές ψάχνουν συνήθως ανάμεσα σε 4 βασικά κίνητρα να βρουν ποιο ήταν τελικά εκείνο που όπλισε το χέρι του δολοφόνου: Χρήμα, δύναμη, λαγνεία και φθόνος. Και τα τέσσερα είναι παρόντα στην υπόθεση πολλαπλών φονικών που καλείται να λύσει αυτή τη φορά ο Dave Gurney. Ωστόσο, καθώς φαίνεται υπάρχει ακόμη ένα κίνητρο κι αυτό, είναι το πιο ισχυρό απ’ όλα. Το μίσος!
Το υπόβαθρο της πλοκής του βιβλίου είναι οι διαφυλετικές συγκρούσεις, η βία και η αστυνομική αλαζονεία. Ως τόπος έκβασης των γεγονότων έχει επιλεγεί η κομητεία του White River, μια τυπική πόλη κάπου στα βόρεια της Νέας Υόρκης. Η πλοκή ξεκινάει μάλλον με αργή ταχύτητα και διατηρεί ένα μέσης ταχύτητας ρυθμό, μέχρι και λίγο μετά τη μέση του βιβλίου, οπότε ανεβάζει την ένταση και καταλήγει να φεύγουν οι σελίδες, η μία πίσω από την άλλη. Σε αυτό βέβαια συμβάλλει και η έλλειψη λογοτεχνικών αξιώσεων από την πλευρά του συγγραφέα, ο οποίος όπως πάντα γράφει με λιτές και ξεκάθαρες προτάσεις, αλλά συνάμα ιδιαίτερα ακριβείς. Ο Λευκός Ποταμός είναι ένα μετρημένο βιβλίο, με αρκετές ανατροπές ή/και εκπλήξεις σε ίσα χρονικά διαστήματα, κάτι που κρατάει τον αναγνώστη σε εγρήγορση και δεν τον αφήνει να βαρεθεί.
Όπως και στα προηγούμενα βιβλία του Verdon οι χαρακτήρες είναι λιτοί, χωρίς περίπλοκες προσωπικότητες, αποτελεσματικοί αλλά άκρως στερεοτυπικοί. Ανάμεσά τους βλέπουμε ακτιβιστές για τα δικαιώματα των μαύρων, ρατσιστές πολέμιους υπέρ της λευκής φυλής, διεφθαρμένους και χωρίς ευελιξία αστυνομικούς και γελοίους δημοσιογράφους στο κυνήγι της υψηλότερης τηλεθέασης. Και φυσικά ο Σούπερ Ντέιβ, πάντα ήρεμος και πολύ προσεκτικός (σε βαθμό κάποιες φορές να με εκνευρίζει), η σύζυγός του Μάντλιν πολύ λιγότερο γκρινιάρα και ενοχλητική αυτή τη φορά και φυσικά ο αγαπημένος μου Τζακ Χάρντγουικ, του οποίου τα πιπεράτα σχόλια και οι δεικτικές παρατηρήσεις με έχουν κάνει πολλές φορές να γελάσω με την καρδιά μου. Μια τεράστια παλέτα χαρακτήρων και προσωπικοτήτων που κάνουν πρισματική και πολύ ενδιαφέρουσα την ιστορία. Αν θέλω φυσικά να είμαι ειλικρινής πρέπει να πω ότι θα τους προτιμούσα λίγου διαφορετικούς, με περισσότερο νεύρο, χιούμορ ή ακόμα και ειρωνεία (ένα χαρακτηριστικό που κατά βάση απεχθάνομαι στη ζωή μου), ωστόσο καταλαβαίνω ότι έτσι εξυπηρετείται καλύτερα η πλοκή, γιατί, ας μην ξεχνάμε ότι χρειάζεται μια σοβαρή δόση θράσους και εξτρεμισμού για να «σερβίρεις» τόσους πολλούς θανάτους και μάλιστα χωρίς να χάσεις τη μπάλα, σε ένα και μόνο βιβλίο.
Σε γενικές γραμμές λοιπόν έχουμε μια πολύ καλοδουλεμένη κι ενδιαφέρουσα αστυνομική περιπέτεια, με κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις. Θα αφαιρέσω μερικούς πόντους μόνο, γιατί ενώ όλο το βιβλίο με ενθουσίασε και κράτησε την ένταση και την ίντριγκα μέχρι τέλους, τελικά η αποκάλυψη του δολοφόνου δε με ικανοποίησε και πολύ. Δεν κατάφερα να συνδέσω όλη αυτή την οργάνωση με το συγκεκριμένο άτομο. Παρ’ όλ’ αυτά ήταν ένα πολύ ευχάριστο ανάγνωσμα και σας το προτείνω. Στα αδιάβαστά μου με περιμένει το έβδομο της σειράς. Ανυπομονώ να το πιάσω.
Στην αρχή είχα τις αμφιβολίες μου, τελικά όμως με κέρδισε. Από μένα 3,5 αστεράκια! Θα του είχα δώσει περισσότερα εάν δε με ενοχλούσε τόσο ο τρόπος διαχείρισης των γυναικών. Κατανοώ αυτό που ήθελε να παρουσιάσει ο συγγραφέας, ωστόσο δεν παύει να είναι ενοχλητικό. Έχω στην αναμονή το δεύτερο της σειράς με ήρωα τον Βίντσε Κόρσο. Το πως θα πάει αυτή η ανάγνωση θα δείξει και το μέλλον μου με τον συγκεκριμένο συγγραφέα.
Ένα από τα καλύτερα αναγνώσματά μου για το 2021 κι από τα καλύτερα του αγαπημένου μου Leonardo Padura, που όπως πάντα, πατάει πάρα πολύ γερά στα ιστορικά γεγονότα και εξυφαίνει την μυθοπλασία του μέσα από την οπτική γωνία των τριών βασικών χαρακτήρων: Του Τρότσκι, του δολοφόνου του Ραμόν Μερκαντέρ και ενός Κουβανού συγγραφέα ονόματι Ιβάν. Υπέροχα γραμμένο και γεμάτο συμπόνια «Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά» σε κάνει να βάζεις τον εαυτό σου στη θέση των ηρώων του, μηδενός εξαιρουμένου. Αν υπήρχαν περισσότερα αστέρια για να βαθμολογήσω αυτό το μυθιστόρημα, θα τα έβαζα όλα.
0
Ο Μοντανάρι στα καλύτερά του!
Από τα καλύτερα του Montanari. Απολαυστική ιστορία και πλοκή που ρέει αβίαστα χωρίς να κουράζει, με αρκετά έντονη δράση και έξυπνες ανατροπές. Η πρώτη εμφάνιση του διδύμου Jessica Balzano και Kevin Byrne. Ένα δίδυμο που έχω λατρέψει.
Ένα σκοτεινό αλλά παράλληλα πανέμορφο πορτρέτο του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου μέσα από τη ματιά μιας γυναίκας!
«Ήξερε πως δεν ήμουν ακόμα έτοιμη να γυρίσω στο σπίτι και ότι αν δεν έμενα να δω κάποιες μάχες, θα με κυρίευαν για πάντα ο αντίλαλος της λύπης και η οδύνη των τύψεων.»
Είναι η πρώτη φορά που διαβάζω βιβλίο αυτού του είδους και μπορώ να σας πω με βεβαιότητα ότι το “Neverhome” είναι ένα ακατέργαστο διαμάντι. Βαθύ και αληθινό, με ωραία γλώσσα και υπέροχη πρόζα, που σε κάνει να σκέφτεσαι την ανθρώπινη φύση με διαφορετικό τρόπο. Όμορφα κι απλά γραμμένο, χωρίς φιοριτούρες, αποτυπώνει άψογα τους απάνθρωπους ρυθμούς του πολέμου. Ο Hunt αφηγείται υπέροχα την ιστορία μιας γυναίκας στρατιώτη, μέσα από την οπτική γωνία της οποίας, συνειδητοποιείς ότι άπαξ και φύγεις από το «σπίτι», δε θα επιστρέψεις ποτέ σε αυτό που άφησες πίσω και πώς αν, παρ’ όλ’ αυτά επιλέξεις να φύγεις για να γνωρίσεις τον εαυτό σου, μπορεί τελικά να χάσεις όλους τους άλλους. Αγάπησα τη γλώσσα και τη «φωνή» της Κόνστανς. Την κουβαλάω ακόμη μέσα μου. Ένα πραγματικά εξαίσιο βιβλίο, γεμάτο έμπνευση, ελπίδα, μα και θλίψη!
«Ο φόβος σε βρίσκει. Σε βρίσκει πάντα.»
Λυρικό, στοχαστικό και πένθιμο το “Neverhome” είναι ένα βιβλίο που κάθε βιβλιόφιλος θα ήθελε να έχει στη βιβλιοθήκη του. Μια ιστορία γεμάτη ψυχή, ιστορία, ζωή και θάνατο. Ένα βιβλίο που το κρατάς στην καρδιά σου και θες να συζητήσεις γι’ αυτό ξανά και ξανά. Σίγουρα ένα από τα κορυφαία μου για το 2022!
Έχοντας διαβάσει κι αγαπήσει το «Οι επτά θάνατοι της Έβελιν Χαρντκάστλ» είχαν δημιουργηθεί μέσα μου μεγάλες προσδοκίες για το νέο βιβλίο του Stuart Turton. Ωστόσο, «Ο διάβολος και τα σκοτεινά νερά» δεν τις ικανοποίησαν πλήρως κι εξηγώ παρακάτω γιατί.
Τα θετικά του στοιχεία αρκετά είναι η αλήθεια: Η ιστορία του ασυνήθιστη, η ατμόσφαιρα εκπληκτική, οι χαρακτήρες καλοσχεδιασμένοι κι είχε και αρκετό μυστήριο με μια αρκετά έξυπνη ανατροπή στο τέλος, την οποία αν και την είδα να έρχεται κατά το ήμισυ, με ικανοποίησε πλήρως. Επίσης μου άρεσε πολύ και το σκηνικό πάνω στο πλοίο. Πολύ θεατρικό. Θα γινόταν πολύ ωραία μίνι σειρά πιστεύω.
Το μεγάλο μειονέκτημά του; Θεωρώ ότι ήταν υπέρ το δέον φλύαρο και αχρείαστα περιγραφικό. Μιλάμε για ένα βιβλίο 600 και βάλε σελίδων που θα μπορούσε άνετα να είναι σχεδόν το μισό. Υπήρξαν σημεία που με κούρασε, σχεδόν το βαρέθηκα κι αν δεν ήταν το μυστήριο που κρεμόταν σαν δαμόκλειος σπάθη πάνω από το κεφάλι μου, πιθανόν να το είχα παρατήσει. Γι’ αυτό και μόνο, μείον 3 αστεράκια από μένα.
«Η θεία Μπέμπα»… και μόνο που λες το όνομα γλυκαίνει το στόμα κι ευφραίνεται η ψυχή σου. Ένα πρωτότυπο, ευφυές, πνευματώδες, αισιόδοξο και συγκινητικό ευθυμογράφημα που θυμίζει παλαιά ταινία της Φίνος Φιλμς αλλά σε επεξεργασία Techicolor.
Η ιστορία μας ταξιδεύει στο Ναύπλιο του 1930, σε ένα αρχοντικό όπου κατοικεί η μεγαλοαστή και πολύ ευκατάστατη οικογένεια του μεγαλοεμπόρου Βασίλη Ροδόπουλου και της συζύγου του Ελπινίκης. Στο αρχοντικό αυτό θα πιάσει σύντομα δουλειά ως οικονόμος τους σπιτιού η Μπέμπα, μια πανέξυπνη γυναίκα με μπρίο και εκρηκτικό ταπεραμέντο. Τίποτα δεν της ξεφεύγει της «λεγάμενης» και με τον απαράμιλλο τρόπο της καταφέρνει να σχολιάζει επί παντός επιστητού, σκορπώντας το γέλιο και την ευχαρίστηση.
Η ιστορία ρέει γοργά μέσα από τη διήγηση της Μπέμπας. Για όλους έχει κάτι να πει, κάτι να κρίνει και κάτι κοροϊδέψει. Και μέσα από τα σχόλια της ξετυλίγεται μια πανέμορφη και ρομαντική ιστορία που μας πάει πίσω στα χρόνια της αθωότητας. Πραγματεύεται θέματα κοινωνικά, ιστορικά και πολιτισμικά της εποχής ενώ είναι πλούσιο σε συναισθήματα. Μάλιστα σε σχέση με το συναίσθημα, έχουμε μια διαρκή παλινδρόμηση από το πικρό και στενάχωρο στο γλυκό και αστείο, μια πρακτική που πιστεύω ότι διογκώνει το εκάστοτε συναίσθημα, αφού δεν το αφήνει να καταλαγιάσει και αμέσως έρχεται να πάρει τη θέση του το επόμενο. Άλλωστε όπως αναφέρει κι η ίδια η Μπέμπα «κάθε λύπη θέλει μια μπουκιά χαρά για συνοδεία».
Όσον αφορά τη γραφή της κυρίας Μπαρακλή είναι εξαιρετική. Εκτίμησα ιδιαίτερα τη σοβαρότητα και το σεβασμό με τον οποίο προσέγγισε τα ιστορικά γεγονότα. Με μοναδική μαεστρία έστησε τις χιουμοριστικές σκηνές πάνω σε σωστό ιστορικό υπόβαθρο, χωρίς να «φθηναίνει» κανένα από τα δύο. Δεν είχε τύχει να διαβάσω ποτέ κάτι δικό της αλλά τώρα σίγουρα θα αναζητήσω και τα υπόλοιπα βιβλία της. Επίσης η ίδια η έκδοση ότι είναι εκπληκτική. Το εξώφυλλο ταιριάζει άψογα ενώ ο χρωματικός συνδυασμός υποστηρίζει το αίσθημα αισιοδοξίας και ολοκλήρωσης.
Τι κι αν έχουν περάσει μέρες από τη στιγμή που το ολοκλήρωσα. Ακόμα το σκέφτομαι και το νοσταλγώ, όπως σκέφτομαι και νοσταλγώ τα παιδικά μου χρόνια. Τότε που όλα ήταν απλά, ξεκάθαρα, αθώα και όμορφα. Όσοι είστε νοσταλγοί ή/και εραστές της ρομαντικής εποχής, είναι βέβαιο ότι η αξιολάτρευτη Θεία Μπέμπα θα σας κάνει να ξεχάσετε την ασχήμια της εποχής που ζούμε και θα χαρίσει ελπίδα και πολλά-πολλά χαμόγελα! Προτείνεται 100%!
Η πρώτη περιπέτεια με τον Επιθεωρητή Σαλγάδο με άφησε πλήρως ικανοποιημένη. Ένα πολύ καλό noir μυθιστόρημα, με καλοσχεδιασμένους χαρακτήρες, σφιχτή και καλογραμμένη πλοκή, αρκετές κι απροσδόκητες ανατροπές που λαμβάνουν χώρα σε μια αποπνικτική Βαρκελώνη. Ο συγγραφέας διαχειρίζεται άψογα όχι μία αλλά δύο ιστορίες που τρέχουν παράλληλα, χωρίς να αφήνει νοηματικά κενά ή να κάνει κοιλιές. Του λείπει ίσως λίγο η δράση αλλά δεν είναι κάτι που ενοχλεί ιδιαίτερα.
Ενώ στην αρχή ξεκίνησε αφήνοντάς μου αρκετά μεγάλες προσδοκίες, στην πορεία μου τα χάλασε μιας και ξαφνικά ένοιωθα ότι βρισκόμουν στη ρόδα του χάμστερ. Πήγαινα, πήγαινα και δεν έφτανα πουθενά. Αν δε μου έλεγε μια φίλη συνέχισέ το θα το είχα σίγουρα παρατήσει. Και ξαφνικά... στο παρά 1 κυριολεκτικά, κάνει μια ανατροπάρα που δεν ήξερα από που μου ήρθε! Κι είπα μέσα μου "ναι ρε φίλε" άξιζε! 4 αστεράκια για την ανατροπάρα!!!
Η κορυφαία στιγμή της Ειρήνης. Αυτό το κορίτσι δεν έχει ταλέντο, έχει χάρισμα! Κάθε επόμενο βιβλίο της είναι κι ένα σκαλί παραπάνω στην κλίμακα της επιτυχίας της. Όλα της τα έργα μέχρι τώρα είναι εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους. Διαφορετικοί ήρωες, ιδιαίτερη ιστορία, ξεχωριστή πλοκή. Ένα μόνο έχουν ως κοινό παρανομαστή: Την λυρική και γλαφυρή πένα της Ειρήνης. Τι να πω τώρα για το Μέντορα που δεν το είπαν ήδη όλοι οι άλλοι που έχουν γράψει για αυτό; Πολλά θα μπορούσα αλλά θα μείνω σε ένα: Διαβάστε το!
«Το κορίτσι του Μπρούκλιν» λοιπόν… ένα ακόμα βιβλίο του αγαπημένου Guillaume Musso. Ωστόσο, σε αντίθεση με το «Ένα διαμέρισμα στο Παρίσι», όχι από τα προτεινόμενά μου. Εδώ, έχουμε ένα ταξίδι Γαλλία-Αμερική με την ιστορία να εκτυλίσσεται κατά το ήμισυ στις ΗΠΑ. Δε βρίσκω κανένα ενδιαφέρον εδώ. Ποιος ο λόγος να διαβάζω ευρωπαϊκή λογοτεχνία αν είναι να βιώσω σκηνές Χόλυγουντ; Ακαδημαϊκό το ερώτημα φυσικά και δεν περιμένει απάντηση.
«Το κορίτσι του Μπρούκλιν» είναι για μένα ένα μέτριο μυθιστόρημα, το οποίο δε μπορώ να χαρακτηρίσω αμιγώς αστυνομικό, μιας και μεγάλο του κομμάτι το απασχόλησε το ρομαντικό στοιχείο κι η προσωπική ιστορία του πρωταγωνιστή. Τίποτα το ιδιαίτερο ή το πολύ ενδιαφέρον δηλαδή. Από τις ιστορίες που προσωπικά θα προτιμούσα να έχουν μείνει στο συρτάρι του συγγραφέα, τουλάχιστον μέχρι να βρει τον τρόπο να τη βελτιώσει. Διαβάζεται πανεύκολα βέβαια, σα νεράκι κι είχε ένα άκρως ανατρεπτικό τέλος, το οποίο για να είμαι ειλικρινής, δεν το είδα να έρχεται ποτέ. Ωστόσο είναι από τα βιβλία που, αν δεν ήταν του Musso, σίγουρα θα το είχα αφήσει στην άκρη.
Θεωρώ ότι η ιστορία που πραγματεύεται σε αυτό του το βιβλίο ο Musso δεν είναι σωστά δομημένη. Ήθελε να πει πολλά πράγματα αλλά το τελικό αποτέλεσμα ήταν χαοτικό, με πολλά κλισσέ και δεν τον δικαίωσε. Αρκετά σημαντικά γεγονότα αποκαλύφθηκαν πρόωρα, ενώ ήταν αρκετά προβλέψιμη η εξέλιξη πλην του τέλους που όπως προείπα, με εξέπληξε. Έχετε διαβάσει τη ρήση του Τσέχοφ ότι «εάν σε ένα βιβλίο αναφέρεται κάτι τότε δεν είναι τυχαίο»; Δηλαδή για παράδειγμα, εάν υπάρχει ένα μαχαίρι καρφωμένο πάνω σε ένα τραπέζι και γίνεται αναφορά σε αυτό, το σίγουρο είναι ότι κάποια στιγμή θα χρησιμοποιηθεί. Την πρακτική αυτή ο Musso τη χρησιμοποίησε πολλάκις και μάλιστα με το ίδιο αντικείμενο, με αποτέλεσμα όταν έσκασε η αλήθεια να μην κάνει καθόλου «θόρυβο». Οι χαρακτήρες επίσης… δε μου άρεσαν. Ένας ερωτοχτυπημένος τύπος που τα έκανε μαντάρα με την κοπέλα του και τώρα τρέχει και δε φτάνει κι ένας ολίγον παρανοϊκός πρώην μπάτσος που «φυτρώνει εκεί που δεν το σπέρνουν». Δε μπόρεσα να ταυτιστώ με κανέναν ή έστω να συμπονέσω κάποιον. Ούτε καν να εκνευριστώ βρε αδελφέ με κάποιον από αυτούς. Τίποτα… Νάδα! Μηδέν συναίσθημα.
Υπάρχουν κι άλλα πολλά θέματα για τα οποία θα ήθελα να σας μιλήσω, ώστε να μπορέσω να τεκμηριώσω πλήρως τη γνώμη μου, αλλά τα περισσότερα από αυτά αποτελούν σπόιλερ, οπότε λέω να το αποφύγω. Πιστεύω ότι το κεντρικό νόημα το πιάσατε.
Εν κατακλείδι το βιβλίο διαθέτει πολλά από τα χαρακτηριστικά που αγαπώ στη γραφή του Musso, όπως την ταξιδιάρικη και παιχνιδιάρικη διάθεση, το επιμελώς ατημέλητο ύφος κτλ. το απροσδόκητο τέλος, ωστόσο για μένα δεν πέτυχε το στόχο του. Φυσικά το προτείνω μόνο σε όσους αγαπούν τo συγγραφέα και παρακολουθούν την πορεία του. Για τους υπόλοιπους σας προτείνω να ξεκινήσετε με τα βιβλία που ανέφερα νωρίτερα, στην άποψή μου για το «Ένα διαμέρισμα στο Παρίσι». Προσωπικά συνεχίζω να τον ακολουθώ γιατί δεν παύει να είναι ένας από τους αγαπημένους μου Γάλλους. Επόμενο ταξίδι «Η μυστική ζωή των συγγραφέων».
Ξεκούραστο κι ευχάριστο στην ανάγνωση, αστυνομικό μυθιστόρημα
Έχω διαβάσει αρκετά βιβλία του Guillaume Musso και μπορώ να πω ότι τον έχω κατατάξει στους αγαπημένους μου Γάλλους συγγραφείς. Είναι από τους συγγραφείς εκείνους, των οποίων θα επιλέξω τα βιβλία, κάθε φορά που θέλω να ξεκουράσω το μυαλό μου.
Το «Ένα διαμέρισμα στο Παρίσι» είναι ένα πολύ ξεκούραστο κι ευχάριστο στην ανάγνωση, αστυνομικό μυθιστόρημα, με ψήγματα κοινωνικού και εσάνς ρομαντικού διηγήματος. Όμως δεν είναι μόνο αυτό. Μας παρέχει πολλές πληροφορίες για την τέχνη, τη μουσική ενώ αφθονεί σε αποσπάσματα και αναφορές σε άλλα βιβλία, πολλά από τα οποία είναι γνωστά και αγαπημένα. Επιπλέον, μας ταξιδεύει όμορφα στην Πόλη του Φωτός και μας γνωρίζει πανέμορφα μέρη για να επισκεφθούμε και υπέροχες γεύσεις για να γευτούμε.
Αν υπάρχει κάτι που μου αρέσει πολύ στη γραφή του Musso, είναι ότι έχει βάθος μεν αλλά είναι φρέσκια κι ανάλαφρη. Το ύφος του άλλοτε απλό κι άλλοτε επιτηδευμένο, δίνει διαφορετική υπόσταση κάθε φορά στα κείμενά του. Ενδιαφέροντες και πολύ καλοσχεδιασμένοι ήταν οι δυο βασικοί χαρακτήρες του βιβλίου. Αν και αταίριαστοι εντελώς η Μαντλίν κι ο Γκασπάρ έδεναν με ένα μοναδικό τρόπο, αποδεικνύοντας ότι τα ετερώνυμα έλκονται. Ο ένας αηδιασμένος από τη σκληρότητα και τη δυστυχία της ανθρωπότητας, η άλλη μοναχική κι απελπισμένη να γεμίσει το κενό στη ζωή της με κάτι που πραγματικά να μετράει. Η ιστορία των δύο, με ικανοποίησε αρκετά μπορώ να πω, γιατί χωρίς να μας οδηγήσει μέσα από γλυκανάλατα μονοπάτια, κατάφερε να μεταφέρει την ιδέα της ελπίδας και της αισιοδοξίας στο τέλος.
Ναι, σίγουρα έχει μειονεκτήματα και υπερβολές το βιβλίο, αλλά ακόμα κι αυτά πιστεύω είναι κομμάτια της γοητείας της γραφής του Musso. Είπα πολλές φορές μέσα μου «έλα τώρα… τέτοια λάθη στην εποχή του ίντερνετ;» ή «έλα τώρα… κόψε κάτι» αλλά στην τελική, ήταν όλα τόσο διασκεδαστικά, που μου χάρισαν χαμόγελα κι αυτό είναι που τελικά μετράει για μένα.
Εν κατακλείδι, θεωρώ πως αξίζει πραγματικά να διαβάσει κάποιος αυτό το βιβλίο για χάρη τόσο του ίδιου του μυστηρίου, όσο και του ταξιδιού που προσφέρει στα σοκάκια του Παρισιού! Ωστόσο, εάν για κάποιον είναι η πρώτη επαφή με το συγγραφέα, θα πρότεινα να ξεκινήσει με ένα από τα προηγούμενα μυθιστορήματά του, όπως το «Σέντραλ Παρκ» ή το «Όπου υπάρχει αγάπη δε νυχτώνει ποτέ».
0
Συμπαθητικό και με άρωμα καλοκαιριού
Συμπαθητικό με άρωμα καλοκαιριού, το συγκεκριμένο μυθιστόρημα της Ευτυχίας Γιαννάκη. Ξεφεύγει από τα όρια του αμιγώς αστυνομικού και μπαίνει αισθητά στα «χωράφια» του κοινωνικού. Οι χαρακτήρες του βιβλίου είναι αρκετά καλοσχηματισμένοι αν και θεωρώ ότι σε κάποιους από αυτούς λείπει το κάτι παραπάνω. Θα το ήθελα λίγο πιο γρήγορο στην εξέλιξη της πλοκής αλλά ακόμη κι έτσι διαβάζεται πάρα πολύ ευχάριστα. Θυμίζει έντονα παλαιά ελληνική αστυνομική ταινία θα έλεγα. Δε ξέρω αν είναι το καλύτερο της συγγραφέα, μιας κι έχω διαβάσει μόνο ένα ακόμη δικό της, ωστόσο είχε αρκετό μυστήριο και σασπένς και μου κράτησε καλή συντροφιά.
Η πόλη της καταχνιάς: Ο απόκρυφος χάρτης του Κοιμητηρίου των Λησμονημένων Βιβλίων
Ο Zafón είπε στo «Λαβύρινθο των πνευμάτων» ότι «μια ιστορία δεν έχει αρχή ή τέλος, παρά μόνο πόρτες εισόδου». «Η πόλη της καταχνιάς» λοιπόν είναι μια συλλογή από τέτοιες πύλες προς το αχανές σύμπαν του «Κοιμητηρίου των Λησμονημένων Βιβλίων» που τόσο αγαπήσαμε.
Το βιβλίο είναι το ύστατο αντίο κι η έκφραση της ευγνωμοσύνης του συγγραφέα προς τους αγαπημένους του αναγνώστες. Αποτελείται από 11 ιστορίες (εκ των οποίων οι 4 δημοσιεύονται για πρώτη φορά) που διαδραματίζονται σε διαφορετικούς χώρους και χρόνους. Ιστορίες με φαντάσματα, καταραμένα πλάσμα, όνειρα και ελπίδες, δαίμονες... Ο ίδιος ο Carlos Ruiz Zafón είχε στο μυαλό του αυτή τη συλλογή, από το 2016, όταν ολοκλήρωσε την τετραλογία δηλαδή. Και πράγματι, πέντε μήνες μετά το θάνατό του, τον Ιούνιο του 2020, η συλλογή δημοσιεύτηκε φέροντας τον πρωτότυπο τίτλο “La ciudad de vapor”.
Προσωπικά πιστεύω πως είναι απαραίτητο να έχει κάποιος διαβάσει τη σάγκα προηγουμένως, αφού αυτό το βιβλίο είναι γεμάτο περίεργους χαρακτήρες, ιδιαίτερα μέρη και διασυνδέσεις με τους ήρωες που εμφανίζονται μέσα στους 4 τίτλους της σειράς.
Είναι αλήθεια ότι όταν έχει να κάνει με διηγήματα, μερικές φορές βλέπουμε ότι ο συγγραφέας δε μπορεί σε κάθε ιστορία ή σε κάθε χαρακτήρα, όσο κι αν ο αναγνώστης το επιζητεί. Όμως, για μια φορά ακόμα, ο Zafón αποδεικνύει το τεράστιο ταλέντο του. Κάθε του πρόταση, κάθε παράγραφος είναι μαγική. Αυτός ο χαρακτηριστικός τρόπος, ο τόσο δικός του, που βάζει τις λέξεις τη μία δίπλα στην άλλη, δημιουργώντας έτσι ονειρικές εικόνες, που έχουν να πουν εκατομμύρια πράγματα σε λίγες μόλις σελίδες! Μέσα από τα 11 αυτά διηγήματά του, ο Carlos Ruiz Zafón, αναδημιουργεί τη Βαρκελώνη, προσδίδοντάς της την ομιχλώδη ατμόσφαιρα που ήδη γνωρίζουμε, μέσα από μπαρουτοκαπνισμένες καμινάδες, δαιδαλώδεις λαβύρινθους, άμαξες με απροσδιόριστους επιβάτες, δύσμορφα γκαργκόιλ, σκοτεινά αρχοντικά και παράξενους ανθρώπους. Δημιουργεί σκηνές που μένουν αξέχαστες, διανθίζοντάς τες με πινελιές μυστηρίου κι ενίοτε με χιούμορ. Διαβάζουμε για γυναίκες ντυμένες στα λευκά, για περιπέτειες στην Ιταλία με το Θερβάντες και ταξίδια στο Μανχάταν με το Γκαουντί. Γράφει για παιδικές αναμνήσεις σε μελαγχολικό τόνο και χριστουγεννιάτικες ιστορίες. Η ρευστή και πλούσια γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Zafón, αποδίδεται άψογα στα ελληνικά χάρη στην εκπληκτική δουλειά της κυρίας Μαρίας Παλαιολόγου, η οποία σεβάστηκε το πρωτότυπο κείμενο και το απέδωσε με τον καλύτερο τρόπο.
Κατά τη γνώμη μου, είναι τέσσερις οι ιστορίες που αποτελούν τον κορμό της συλλογής και που αξίζουν ιδιαίτερης προσοχής: Το "Πύρινο ρόδο", "Ο Πρίγκιπας του Παρνασσού", οι "Άντρες στα γκρίζα" και "Ο Γκαουντί στο Μανχάταν". Για μένα πρόκειται για αληθινά έργα τέχνης και σπουδή στο πώς να γράψεις μια ολοκληρωμένη ιστορία, έκτασης όσο ένας αναστεναγμός. Ο Zafón επιδεικνύει τη μαεστρία του σε κάθε γραμμή.
Με λίγα λόγια, αυτό το βιβλίο είναι το μοναδικό –πλέον- εισιτήριο για όλους όσους θέλουν να επιστρέψουν για μια ακόμη φορά, στην πόλη που λάτρεψε και τίμησε με την πένα του ο Carlos Ruíz Zafón… τη Βαρκελώνη… Την Πόλη της Καταχνιάς!
0
Μία ομολογουμένως δυνατή ιστορία
Ένα ακόμη μικρούλικο βιβλιαράκι 105 μόλις σελίδων, που διαβάζεται πάρα πολύ ευχάριστα σε 2 ωρίτσες το πολύ. Πρόκειται για μια πολύ καλογραμμένη –αλλοίμονο, νομπελίστας είναι ο άνθρωπος- αλλά ομολογουμένως δυνατή ιστορία. Μια κλεφτή ματιά στα απρόοπτα και την ανοησία της «εξέλιξης» της ανθρωπότητας. Μια ιστορία για «κλέφτες κι αστυνόμους», η οποία όμως μας σπρώχνει να σκεφτούμε την αστυνομία ως μια «εξωκρατική οντότητα», αυτόβουλη και αυτοκινούμενη. Την ανατροπή του τέλους –πόσο θλιβερή αλήθεια- την είδα να έρχεται αλλά κατά τα άλλα απόλαυσα το πώς η πλοκή στροβιλιζόταν σε ιλιγγιώδεις σπείρες αρχικά, προτού απογειωθεί δραματικά και μας οδηγήσει σε ένα υπέροχο τέλος!
«Ναι, η σιωπή είναι αλήθεια. Αλλά μια αλήθεια που σιωπά, και όσοι μιλάνε θα έχουν δίκιο».
Ήταν να μην ξεκινήσω να διαβάζω Νοτόμπ… έχω κολλήσει. Η γραφή της είναι εθιστική. Και παρόλο που «Το προνόμιο του πρίγκιπα» δεν είναι το καλύτερό της, απ’ όσα έχω διαβάσει μέχρι τώρα, το απόλαυσα μέχρι και την τελευταία του αράδα. Με μόλις 137 σελίδες η νουβέλα αυτή είναι ένα ελαφρύ και φωτεινό ανάγνωσμα που θα σας κάνει να χαμογελάσετε πολλές φορές. Ένα ηθικό ή και ανήθικο –αναλόγως από ποια πλευρά το βλέπει κανείς- παραμύθι για μεγάλους. Μέσα στις σελίδες του η Νοτόμπ πραγματεύεται παράδοξα, ισχυρισμούς και μισές αλήθειες και μοιράζεται μαζί μας την ουτοπία δυο ανθρώπων που η μοίρα έδωσε να συναντηθούν. Διαβάζοντάς το μου ήρθαν στο μυαλό σκηνές από τον «κυανοπώγωνα». Δε σας λέω περισσότερα για να μην κάνω σπόιλερ. Το τέλος μου φάνηκε «λίγο» για το βιβλίο αυτό αλλά ακόμη κι έτσι ήταν ικανοποιητικό. Και για να μη ξεχάσω... το βιβλίο το βρίσκετε μόνο στα παλαιοβιβλιοπωλεία και τις ομάδες αγοραπωλησιών μιας κι είναι εξαντλημένο από τον εκδοτικό.
Διάβασα διάφορες απόψεις για το συγκεκριμένο βιβλίο, άλλες θετικές άλλες αρνητικές. Αρκετές είχαν σαν κοινό παρανομαστή την παραδοχή ότι το συγκεκριμένο βιβλίο είναι υποδεέστερο των προηγούμενων της σειράς με πρωταγωνιστή τον Πάκο Μαρτίνεθ. Για μένα ήταν το πρώτο που διάβασα του συγγραφέα κι έτσι δεν έχω σφαιρική άποψη. Αυτό όμως που μπορώ να πω με βεβαιότητα όμως είναι ότι με ενθουσίασε! Κι αν πράγματι ισχύει ότι τα προηγούμενα είναι πολύ καλύτερα, χαίρομαι ιδιαίτερα, γιατί, ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ, έσπευσα να τα προμηθευτώ!
Ο Αττιά πλέκει την ιστορία του το 1978, με φόντο την απαγωγή και τη μετέπειτα δολοφονία από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, του πρώην πρωθυπουργού και προέδρου των Χριστιανοδημοκρατών της Ιταλίας Άλντο Μόρο. Πατώντας με βέβαιο βήμα πάνω στ’ αχνάρια των ιστορικών γεγονότων, ο Αττιά εμπλουτίζει την ιστορία του με το μυθοπλαστικό στοιχείο, προσφέροντάς μας μια ρεαλιστική πλοκή που δε «μπάζει» από πουθενά.
Η διήγηση στα 2 πρώτα μέρη –το κόκκινο και το φαιό- γίνεται εναλλάξ, από την πλευρά του Πάκο και από την πλευρά της Ιρέν, της συζύγου του, παρεμβάλλοντας ενδιάμεσα σελίδες του ημερολογίου που κρατούσε ο Μόρο κατά τη διάρκεια της απαγωγής τους. Οι σελίδες αυτές είναι βαθιά ανθρώπινες και συγκινητικές. Βλέπουμε πως ένας ισχυρός άντρας σπάει σιγά-σιγά κάτω από το βάρος της συνειδητοποίησης ότι ζει τις τελευταίες μέρες της ζωής του, αφού το ξέρει ότι η κυβέρνηση δε θα κάνει πίσω στις απαιτήσεις των απαγωγέων. Γράφει με απόγνωση τις σκέψεις του, αποχαιρετά την οικογένειά του, γράφει τη διαθήκη του. Σε αγγίζει κατάστηθα.
«Έχω αρχίσει να ασφυκτιώ• μια κρίση κλειστοφοβίας ή η έντονη επίγνωση πως δεν επρόκειτο παρά για την αρχή των περιπετειών μου…»
Στα δυο πρώτα μέρη λοιπόν έχουμε αφενός τις έρευνες του Πάκο προκειμένου να φέρει σε πέρας το ρεπορτάζ με το οποίο είναι επιφορτισμένος από την εφημερίδα που εργάζεται, τα συναπαντήματα του με πρόσωπα ενδιαφέροντος κι αφετέρου την αναδρομή της Ιρέν στο παρελθόν. Η ιστορία αυτή η ιστορία μας πάει πίσω στο Παρίσι του 1899, όπου η Γαλλία διχάζεται από την υπόθεση Ντρέιφους. Σε μια έρευνα στο σπίτι της μητέρας της, η Ιρέν ανακαλύπτει ένα χειρόγραφο μέσα από το οποίο καταγράφεται μυθιστορηματικά, η δράση κατά της αντισημιτικής οργάνωσης «Η μεγάλη δύση της Γαλλίας». Διαβάζοντας το χειρόγραφο αυτό, ή Ιρέν κατάφερε να δώσει απαντήσεις σε πολλά ερωτήματα σχετικά με την αυτοκτονία του πατέρα της. Μια υπέροχη ιδέα που αξιοποιήθηκε στο έπακρο κατά τη γνώμη μου.
Και βήμα το βήμα φτάνουμε τελικά στο τρίτο μέρος του βιβλίου, τη «Δυσωδία», όπου οι αποκαλύψεις βρωμάνε πιο πολύ κι από «αστικό βούρκο». Οι άνθρωποι έρχονται αντιμέτωποι ο ένας με τον άλλο δοκιμάζοντας τις αναμεταξύ τους σχέσεις. Εδώ κλείνουν όλα τα ανοιχτά μέτωπα και λύνονται όλες οι απορίες.
Δε ξέρω τι γίνεται στα πρώτα βιβλία της σειράς αλλά εγώ γνώρισα ένα εκπληκτικό συγγραφέα. Με συνεπήρε η ιστορία και το πώς έστησε την πλοκή του, όσο και το πώς απέδωσε τους χαρακτήρες μέσα σε αυτή την πλοκή. Θεωρώ ότι δεν ήταν εύκολο επίτευγμα, δεν είναι άλλωστε λίγες φορές, που ιστορίες βασισμένες σε πραγματικά γεγονότα έχουν σαθρό υπόβαθρο και ιστορικά ή αφηγηματικά κενά. Αντίθετα πιστεύω ότι ο Αττιά πέτυχε να δώσει ένα υπέροχο κοινωνικο-πολιτικό νουάρ μυθιστόρημα όπου συναίσθημα, αστυνομική έρευνα και ιστορική μυθοπλασία έδεσαν αρμονικότατα. Ανυπομονώ να πιάσω τα υπόλοιπα!
Καλές αναγνώσεις!
Ένας αδέσποτος γάτος ζει σε ένα πάρκιγκ στο σύγχρονο Τόκιο, λέει. Για τίποτα στον κόσμο δεν θα αντάλλασσε την ελευθερία του με την άνεση ενός διαμερίσματος, λέει. Αλλά αυτό που δε λέει είναι ότι, όπως όλα τα πλάσματα στον κόσμο, έτσι κι αυτός, βαθιά μέσα του αποζητά ένα «σπίτι». Όλοι μας αποζητάμε ένα σπίτι, κάπου όπου να «ανήκουμε». Όχι να είμαστε ιδιοκτησίες αλλά να έχουμε ρίζες. Να ξεκινάμε από κάπου και να έχουμε και κάπου να επιστρέψουμε. Στο πανέμορφο και πολύ συγκινητικό, αλληγορικό μυθιστόρημα λοιπόν, που τιτλοφορείται «Το χρονικό ενός πολυταξιδεμένου γάτου», η Hiro Arikawa πραγματεύεται αυτό ακριβώς. Την ανάγκη για αγάπη, στοργή, συντροφικότητα που κάθε πλάσμα κρύβει βαθιά μέσα του.
Αρχικά δεν είχα σκοπό να το διαβάσω, μιας και η ιαπωνική λογοτεχνία δεν είναι το φόρτε μου. Ωστόσο, μια αγαπημένη μου φίλη επέμενε πάρα πολύ, όπως κι εγώ επέμενα να διαβάσει εκείνη Θαφόν. Έτσι λοιπόν κάναμε ένα τσάλεντζ και διαβάσαμε παρέα η μια το βιβλίο που της πρότεινε η άλλη. Ξέρω ότι εκείνη δεν αγάπησε τον Θαφόν όπως τον αγαπώ εγώ, εγώ όμως λάτρεψα το μικρό μαύρο γατούλη, που τόσο πολύ με άγγιξε βαθιά μέσα μου. Να ακούτε παιδιά τους φίλους σας, που ξέρουν τα γούστα σας, όταν επιμένουν να διαβάσετε κάποιο βιβλίο. Να τους ακούτε!
Στα του βιβλίου τώρα... Με απλή πένα η συγγραφέας μας γράφει για την κοινή ζωή του γάτου Νάνα, που πήρε το όνομά του από το ιαπωνικό ιδεόγραμμα του αριθμού 7 και του κηδεμόνα του, Σατόρου. Διαβάζοντάς του μπορεί εύκολα κανείς να μαντέψει την εξέλιξη του βιβλίου αλλά αυτό σε τίποτα δεν του στερεί την βαθιά του γοητεία. Σπαρακτικό κάποιες φορές, αστείο κάποιες άλλες, «Το χρονικό ενός πολυταξιδεμένου γάτου» είναι ένα τρυφερό road trip, που αγγίζει και συγκινεί τους αναγνώστες τους. Και παρ’ όλες τις στεναχώριες, που όπως κάθε τέτοιο βιβλίο κρύβει στις σελίδες του, η αίσθηση που σου αφήνει τελειώνοντας, είναι η αίσθηση της ολοκλήρωσης και της δικαίωσης. Το προτείνω με το χέρι στην καρδιά για ηλικίες από 13-14 έως και 103-104!
Καλές αναγνώσεις!
Θα ξεκινήσω με το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι το βιβλίο μου άρεσε. Καλογραμμένο, όπως άλλωστε όλα τα βιβλία του συγγραφέα, ευκολοδιάβαστο και γοητευτικό. Όμορφοι ήρωες, με πλαστικότητα και «άποψη». Έξυπνη ιστορία και πλοκή που ξεδιπλώνεται ομαλά, πάντα με ανοδική πορεία χωρίς να κάνει κοιλιές. Γενικά ένα γοητευτικό και ιδιαίτερο μυθιστόρημα μυστηρίου που το απόλαυσα.
Αλλά… ναι, ναι, υπάρχει ένα «αλλά». Ενώ στο πρώτο μέρος της σειράς (Οι φόνοι της κίσσας) είχα ενθουσιαστεί με την πρακτική βιβλίο μέσα στο βιβλίο, βλέποντάς το να επαναλαμβάνεται και σε αυτό θορυβήθηκα είναι η αλήθεια. Κι ενώ μου άρεσε πάρα πολύ, πολύ φοβάμαι πως αν το πάει σκοινί-κορδόνι σε κάθε επόμενο τίτλο της σειράς, στο τέλος θα καταντήσει βαρετό και προβλέψιμο. Εύχομαι κι ελπίζω να κάνει την ανατροπή και στο επόμενο να δούμε κάτι διαφορετικό αλλά εξίσου ευρηματικό. Όπως και να έχει, σας προτείνω να διαβάσετε Horowitz ασυζητητί!
0
Έπος!
Ούτε λίγο ούτε πολύ δέκα ολόκληρα χρόνια πήρε στον Ildefonso Falcones να ολοκληρώσει την άτυπη* συνέχεια της «Παναγιάς της Θάλασσας», που κυκλοφορεί με τον εμβληματικό τίτλο «Οι κληρονόμοι της Γης». H αλήθεια είναι ότι μερικές φορές, οι συνέχειες ενός μεγάλου βιβλίου απογοητεύουν. Ιδίως εάν έχουμε να κάνουμε με οικογενειακά saga. Αυτό όμως, δε συμβαίνει εδώ.
Με τους «Κληρονόμους της γης» ο Falcones μας ταξιδεύει ακόμη μια φορά στο παρελθόν, στη μυστηριώδη Βαρκελώνη του μεσαίωνα και μας προσφέρει μια μεγαλειώδη ιστορία ενηλικίωσης, δεινών, αγάπης, φόβου, πάθους, μίσους, προδοσίας και κυριαρχίας. Πρόκειται για μια καθηλωτική ιστορία που έχουν λατρέψει εκατομμύρια αναγνώστες σε όλον τον κόσμο. Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου ξαναζωντανεύουν συνήθειες, ήθη, έθιμα, νόμοι και ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν όχι μόνο την Ισπανία αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη. Με λιτή γραφή, χωρίς ιδιαίτερα λογοτεχνικά στολίδια, πατάει πάνω σε αυτά τα γεγονότα και «χτίζει» σιγά-σιγά την πλοκή του, με τρόπο τέτοιο, που σχεδόν δεν είναι διακριτό που σταματά η ιστορία και που ξεκινά η μυθοπλασία.
Για κάποιον που έχει διαβάσει «Παναγιά της θάλασσας», είναι μάλλον αδύνατο να αποφύγει κάποιες συγκρίσεις μεταξύ των δύο βιβλίων. Όπως για παράδειγμα το ότι οι «Κληρονόμοι» είναι ένα πιο γκρίζο και θλιβερό βιβλίο, όπου η ελπίδα για ένα δίκαιο και ανταποδοτικό τέλος, για τους πολύπαθους χαρακτήρες, χάνεται καθώς προχωρά το διάβασμα (πράγμα το οποίο, από ιστορικής άποψης, ήταν μάλλον το πιο συνηθισμένο τον 14ο αιώνα). Αντίθετα με την «Παναγιά», όπου η ελπίδα και η δικαιοσύνη έμοιαζαν να είναι προσιτές σε όλους, ανεξάρτητα από την κοινωνική τους θέση ή την οικονομική τους κατάσταση (ευσεβής πόθος;). Όπως και να έχει όμως, σε όλη την έκταση του βιβλίου, ο αναγνώστης οδηγείται σε μια σειρά επεισοδίων, όπου η θλίψη, η αδικία και η έλλειψη ελπίδας για μια καλύτερη ζωή, είναι οι κυρίαρχες συνισταμένες. Μια ακόμη αντίθεση είναι ότι στο προηγούμενο μυθιστόρημα, ο συγγραφέας περιγράφει τους Εβραίους ως συμπονετικούς και ευεργέτες, ενώ σε αυτό τοποθετεί ένα συγκεκριμένο χαρακτήρα στο βάθρο του πολύ κακού, αχάριστου, ζηλόφθονου κι εμπαθούς ανθρώπου. Γενικά λοιπόν, τοποθετώντας δίπλα-δίπλα αυτά τα δυο βιβλία, μπορεί να εντοπίσει κανείς κάποιες αντιθέσεις. Αυτές οι αντιθέσεις λοιπόν είναι που κάνουν τους «Κληρονόμους της γης» να ξεχωρίζουν και να αποτελούν μια ολοκληρωμένη οντότητα.
Αν του καταλόγιζα δυο μειονεκτήματα αυτά θα ήταν: Α) οι πολλές και αχρείαστες περιγραφές κρασιών και παραγωγικών διαδικασιών. Δε μπορώ να φανταστώ σε τι θα μπορούσε να μου χρησιμεύσει, εκτός φυσικά κι αν αποφασίσω να μπω στο χώρο της οινοπαραγωγής. Και Β) τα εκατοντάδες ονόματα. Ονόματα εμπόρων, πολιτών, στρατιωτικών, βασιλιάδων, αυλικών… ονόματα… ονόματα… Κάποια στιγμή ούτε καν το σημειωματάριό μου δε μπορούσε να με βοηθήσει να τα συγκρατήσω. Και παρόλο που κατανοώ ότι η αναφορά σε ευγενείς και διάφορα άλλα ιστορικά πρόσωπα είναι απαραίτητη προκειμένου να στηριχθεί το ιστορικό πλαίσιο, εάν περνούσε από το χέρι μου, θα έβαζα το συγγραφέα να ξαναγράψει αρκετά σημεία προκειμένου να αποφύγει την χρήση τόσων ονομάτων.
Παρακάμπτοντας λοιπόν την προηγούμενη παράγραφο και κλείνοντας την άποψή μου, ομολογώ πως «Οι κληρονόμοι της γης» ήταν ένα από τα καλύτερα αναγνώσματά μου για το 2021. Είναι ένα πρωτότυπο ταξίδι στο χρόνο και την ιστορία, γεμάτο χρώμα, άρωμα και γεύση. Ένα μάθημα ιστορίας που θα μείνει αποτυπωμένο στη μνήμη μου! Μη σας τρομάζει ο όγκος του. Φεύγει σα νεράκι! Θα το λατρέψετε!
*Αναφέρω τη λέξη «άτυπη», γιατί τα δυο βιβλία διαβάζονται αυτόνομα, χωρίς το ένα να εξαρτάται από το άλλο. Απλά στο δεύτερο γίνεται αναφορά σε κάποιους από τους χαρακτήρες του πρώτου.
Οι “Ευγενείς Άγριοι” επέστρεψαν κυρίες και κύριοι, πολύ πιο ώριμοι και έμπειροι και σίγουρα έτοιμοι να βουτήξουν βαθειά σε μια υπόθεση, που από όποια πλευρά κι αν την κοιτάξεις, δείχνει ακατανόητη και χωρίς συνοχή.
Ένας άντρας συλλαμβάνεται πάνω από το πτώμα μιας ηλικιωμένης γυναίκας, βουτηγμένος στο αίμα και με ένα μαχαίρι στο χέρι του. Δυο κοπέλες από καλές οικογένειες πέφτουν θύματα απαγωγής στο πάρτι γενεθλίων της μιας από αυτές. Στο πάρτι έχει προσληφθεί ως υπεύθυνος ασφαλείας ο γνωστός μας πλέον, Ελληνοαμερικάνος ιδιωτικός ντετέκτιβ Τζορτζ Ντόρμερ. Η ανάμιξη του Ντόρμερ στο συμβάν, τον υποχρεώνει να συνεργαστεί με τους παλιούς του γνώριμους, στο τμήμα της Ειδικής Μονάδας Εξιχνίασης Κακουργημάτων, προκειμένου να ρίξουν φως στην υπόθεση. Η αποκάλυψη της ταυτότητας του δράστη και η αιτία που τον οδήγησε στο μακελειό αυτό, θα αφήσει άφωνο αλλά και απόλυτα ικανοποιημένο τον αναγνώστη. Και ένα ακόμα ελπιδοφόρο στοιχείο είναι ότι αχνοφαίνεται η υπόσχεση ότι θα ακολουθήσει, σύντομα ελπίζουμε, το «Ευγενείς Άγριοι #5»!
Δε μπορώ να φανταστώ τι έμπνευση είχε ο Γιώργος όταν συνέλαβε την ιδέα αυτού του βιβλίου. Μιλάμε για μια ιστορία τόσο μπερδεμένη…, κουβάρι σωστό. Παρ’ όλ’ αυτά, μαζί με την υπόθεση ο Γιώργος ξεδιπλώνει και το τεράστιο ταλέντο του, προσφέροντάς μας μια υπέροχη περιπέτεια, γεμάτη μυστήριο, ένταση και αγωνία, που κλιμακώνεται με κάθε κεφάλαιο που περνάει. Μικρές εκπλήξεις υπάρχουν σχεδόν σε όλα τα κεφάλαια, τα οποία καταλήγουν σε ένα μίνι cliffhanger, που σε κάνει απλά να μη μπορείς να σταματήσεις να διαβάζεις. Περιγράφει δε παραστατικότατα, καταστάσεις που δεν τις βάζει ο νους κι ανθρωποκυνηγητά στα στενά της Θεσσαλονίκης και στις ράχες της Χαλκιδικής. Οι χρονικές λούπες που για μια φορά ενσωματώνει στο κείμενό του, είναι τόσο δεμένες με την υπόθεση, που σχεδόν δεν διακρίνονται.
Οι σελίδες του βιβλίου είναι ποτισμένες από την προσωπικότητα του Γιώργου, όπως τον έχουμε γνωρίσει μέσα από τις συνεντεύξεις του. Χαμηλών τόνων αλλά πολύπλευρος και με ιδιαίτερο χιούμορ! Ένας «Ευγενής άγριος» κι ο ίδιος! Αυτό που είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό είναι ότι, αν και τα μυθιστορήματά του έχουν μια λογική συνέχεια, εν τούτοις είναι και πολύ-πολύ διαφορετικά. Συνδυάζει πολλά και διαφορετικά είδη. Το πρώτο, το «Σκοτεινό πέπλο» ήταν κατασκοπικό, το δεύτερο η «Εξημέρωση» καθαρή αστυνομική λογοτεχνία, το τρίτο «Κάθε μυστικό σου» είχε τη χροιά του ψυχολογικού θρίλερ και τώρα, το τέταρτο της σειράς, είναι μια δυνατή περιπέτεια με εσάνς αστυνομικού! Πέραν αυτού, η εναλλαγή μεταξύ των δύο βασικών ηρώων στο κάθε βιβλίο, είναι ένα έξυπνο τρικ και καινοτομία πιστεύω για το συγκεκριμένο είδος λογοτεχνίας. Δεν ξέρεις ποτέ ποιος θα είναι ο πρωταγωνιστής στο επόμενο βιβλίο του. Και το βασικότερο όλων, οι πρωταγωνιστές του δεν είναι σούπερ ήρωες, δεν έχουν μαγικές ικανότητες αλλά ρεαλιστικοί χαρακτήρες, με τους οποίους μπορεί να ταυτιστεί ο αναγνώσεις και να αναπτύξει συναισθήματα.
Ο Δάμτσιος είναι ένας άνθρωπος με ταλέντο κι όπως όλοι οι άνθρωποι που διαθέτουν αυτό το χάρισμα, κάποιες φορές παρασύρεται από την ίδια του την έμπνευση και πέφτει σε υπερβολές ίσως και σε κλισέ. Εν τούτοις, όταν ένα βιβλίο είναι τόσο καλογραμμένο, όσο είναι το «Ο κρυφός μας εαυτός», ε, θεωρώ ότι μπορούμε να του… συγχωρέσουμε, ένα μικρό ατόπημα!
Για να καταλήξω… «Ο κρυφός μας εαυτός» είναι μια υπέροχη περιπέτεια, γρήγορη, κινηματογραφική, ανατρεπτική, που κόβει τη ανάσα! Είναι η κορυφαία στιγμή του Δάμτσιου και αξίζει να διαβαστεί. Σας το προτείνω ολόψυχα!
Καλές αναγνώσεις!
Ένα από τα καλύτερα αστυνομικά των τελευταίων χρόνων!
Μετά από την κα-τα-πλη-κτι-κή «Κόκκινη Μαδρίτη», η Karmen Mola ξαναχτυπά με ένα εξ΄ίσου καθηλωτικό θρίλερ. Κι αν την πρώτη φορά μιλούσαμε για ένα σύγχρονο noir, εδώ έχουμε μια σκοτεινή αστυνομική ιστορία, που εκτυλίσσεται στα δαιδαλώδη «σοκάκια» του διαδικτύου. Προειδοποιώ εξ’ αρχής ότι αυτό ΔΕΝ είναι ένα βιβλίο για ευαίσθητα στομάχια!
Δε ξέρω τι μπορεί να περιμένει κανείς διαβάζοντας τον τίτλο, ωστόσο το «Πορφυρό δίκτυο» έχει το πιο ανατριχιαστικό, το πιο απεχθές και το πιο απάνθρωπο ίσως θέμα, στον κόσμο. Τις κτηνώδεις κι αποτρόπαιες πράξεις και συναλλαγές που λαμβάνουν χώρα μέσα στο deep web (σκοτεινό διαδίκτυο). Δε μπορεί ανθρώπου νους να διανοηθεί τις διαστροφές που κρύβονται εκεί. Βιασμοί, ακρωτηριασμοί, βασανισμοί και ξυλοδαρμοί μέχρι θανάτου, είναι κάποια από τα θέματα τα οποία πραγματεύεται το δεύτερο βιβλίο της σειράς με την Έλενα Μπλάνκο.
Το «Πορφυρό δίκτυο» λοιπόν είναι –όπως μαθαίνουμε πολύ νωρίς, δεν είναι spoiler- ένα από τα παρακλάδια του “Deep Web”, απ’ όπου διακινούνται βίντεο σε ζωντανή μετάδοση βασανισμών νέων παιδιών, ανεξαρτήτου φύλλου. Τα λεγόμενα snuff videos. Το δίκτυο αυτό προσπαθούν να εξαρθρώσουν η Έλενα Μπλάνκο και η ομάδα της. Εδώ η γραφή της Μόλα περνάει σε ένα άλλο επίπεδο. Γίνεται ακόμα σκληρότερη και οι περιγραφές της ωμότερες και χωρίς τίποτα να τις γλυκαίνει. Γράφει για τη σήψη μιας ολόκληρης κοινωνίας και τα λόγια που σκαλίζει στο χαρτί συνθλίβουν την ψυχή του αναγνώστη. Προσωπικά ανατρίχιαζα κάθε τόσο διαβάζοντας αυτές τις φρικαλεότητες, γιατί γνωρίζω ότι τίποτα από όλα αυτά δεν είναι υπερβολικό, ότι κτηνωδίες αυτού του είδους γίνονται κάθε μέρα, μερικές φορές στο διπλανό δωμάτιο κι εμείς δεν παίρνουμε χαμπάρι.
Αυτό που ξεχωρίζει στο συγκεκριμένο βιβλίο είναι το πώς ξεχωρίζει μα συνάμα ομογενοποιεί η συγγραφέας, την αστυνομική έρευνα με την προσωπική ζωή των ηρώων της. Όπως όταν σε ένα δοχείο ρίχνεις διαφορετικά χρώματα κι αυτά ανακατεύονται, φτιάχνοντας ένα νέο, ξεχωριστό κι αυτόνομο. Είναι απίστευτο το πώς πετυχαίνει την ανάμιξη όλων αυτών των διαφορετικών θεμάτων, χωρίς να πέσει σε λάθη, ασάφειες και νοηματικά κενά.
Αν λοιπόν θέλετε να διαβάσετε ένα θρίλερ το οποίο διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά του είδους, μα συνάμα θα σας συγκινήσει και θα σας κάνει να σκεφθείτε και να νιώσετε βαθιά, τότε πρέπει να διαβάσετε το «Πορφυρό δίκτυο». Είναι η ιδανικότερη επιλογή! Προσωπικά περιμένω στωικά την έκδοση του τρίτου μέρος της τριλογίας, που αναμένεται εξίσου συνταρακτική!
Εξτραδάκια που αγάπησα!
Η σημειολογία των εξώφυλλων. Το πρώτο ένα κόκκινο Χ με μια μύγα στο κέντρο του (X marks the spot…). Το δεύτερο ένας κύκλος που δεν κλείνει ποτέ και που ξεκινά από ένα πύρινο κόκκινο και καταλήγει σε ένα καυτό πορφυρό. Εδώ οι μύγες είναι δύο. Το τρίτο είναι ένας ρόμβος ή, ανάλογα από ποια σκοπιά θα το δει κανείς, ένα δωμάτιο χωρίς οροφή, που το κοιτάμε υπό γωνία. Ένα δωμάτιο χωρίς πόρτες και χωρίς παράθυρα. Τα χρώματα εδώ είναι το έντονο κόκκινο που καταλήγει σε off black γκρι και οι μύγες είναι τρεις αυτή τη φορά. Αφήνω τις επεξηγήσεις στη φαντασία σας.
Οι αναφορές στα αγαπημένα τραγούδια της ηρωίδας. Τραγούδια και δικά μου αγαπημένα τα περισσότερα. Έφτιαξα playlist με αυτά στο youtube.
Ένα από τα καλύτερα αστυνομικά που έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια!
Ο εκδοτικός οίκος προμοτάρει το πρώτο βιβλίο της Karmen Mola, ως «το πιο ανατρεπτικό αστυνομικό μυθιστόρημα της ισπανικής noir λογοτεχνίας». Δε ξέρω αν είναι το πιο ανατρεπτικό, σίγουρα όμως είναι ένα από τα καλύτερα που έχω διαβάσει από Ισπανό συγγραφέα τα τελευταία χρόνια! Κι από ανατροπές φυσικά, ουκ ολίγες! Πραγματικά, η «Κόκκινη Μαδρίτη» είναι μια αστυνομική περιπέτεια, πλούσια , δυναμική και ευφάνταστη!
Στο ράφι μου απ’ όταν κυκλοφόρησε, η «Κόκκινη Μαδρίτη» δε διαβάστηκε παρά μόνο όταν κυκλοφόρησε και το δεύτερο της σειράς, με τίτλο «Πορφυρό δίκτυο» (για το οποίο θα σας μιλήσω αμέσως μετά). Κι αυτό γιατί είχα μάθει από έγκυρες πηγές, ότι το άφηνε σε τέτοιο σημείο, που σίγουρα θα έτρωγα τα νύχια μου μέχρι την έκδοση του επόμενου. Οπότε, ούσα γέννημα θρέμμα φρονίμων, φρόντισα να προμηθευτώ πρώτα το δεύτερο και μετά ξεκίνησα το πρώτο. Εννοείται φυσικά ότι δεν το μετάνιωσα ούτε στιγμή. Ήταν όλα όπως μου τα περιέγραψαν οι φίλοι μου. Ενώ κλείνει ο κύκλος της αστυνομικής ιστορίας, σε σχέση με τα προσωπικά θέματα της κεντρικής ηρωίδας, της αστυνόμου Έλενας Μπλάνκο, μένει ένα τεράστιο ερωτηματικό. Πρακτική που προκαλεί σίγουρο εγκεφαλικό στον αναγνώστη που δεν έχει τη συνέχεια στα χέρια του!
Η Ισπανίδα συγγραφέας θεωρείται σπουδαία συγγραφέας στη χώρα της και απασχολεί τα media συχνά πυκνά, όχι μόνο για τις εκπληκτικές της ιστορίες, τη δυνατή της πένα, το μοναδικό στυλ και τις ανατρεπτικές πλοκές της αλλά και γιατί έχει επιλέξει να μένει στις σκιές, δεδομένου του ότι το Karmen Mola δεν είναι το αληθινό της όνομα αλλά ένα λογοτεχνικό ψευδώνυμο, με το οποίο επέλεξε να συστηθεί στους αναγνώστες της. Γενικά υπάρχει μεγάλο σούσουρο γύρω από το όνομά της, ενώ κατά καιρούς ακούγονται διάφορα γνωστά πρόσωπα, που οι φήμες θέλουν να είναι το άτομο που κρύβεται πίσω από το ψευδώνυμο. Λες και στην τελική έχει σημασία το όνομα…
Στο προκείμενο όμως: Η «Κόκκινη Μαδρίτη» είναι ένα εξαιρετικό σύγχρονο noir μυθιστόρημα, με χροιά ψυχοδράματος, που θα σας καθηλώσει. Διαβάζεται απνευστί -τα μικρά κεφάλαια βοηθούν πολύ σε αυτό- ενώ είναι άρτια γραμμένο από όποια σκοπιά κι αν το εξετάσεις. Έχει μεστή κι ανατρεπτική πλοκή κι η αφήγηση που ρέει αβίαστα, χωρίς κοιλιές ή/και φλυαρίες. Οι χαρακτήρες είναι καλοσχεδιασμένοι και ρεαλιστικοί και ο αναγνώστης μπορεί να ταυτιστεί μαζί τους και να ενστερνιστεί τις ανησυχίες και τους φόβους τους. Οι διάλογοι είναι στακάτοι κι εμποτισμένοι με το συναίσθημα που διακατέχει τους ήρωες την κάθε στιγμή. Μέσα από το βαθύ ερυθρό παραπέτασμα του χυμένου αίματος, η Mola ξεδιπλώνει τις αλήθειες της, χωρίς να ωραιοποιεί πράγματα και καταστάσεις, χωρίς να μας «χρυσώνει το χάπι».
Απ’ ότι μαθαίνω πρόκειται να γίνει σειρά σε δημοφιλή τηλεοπτική πλατφόρμα (αν δεν έχει ήδη γίνει). Ανυπομονώ όπως επίσης ανυπομονώ και για το τρίτο της σειράς, που φέρει τον τίτλο “La nena” (το κορίτσι). Σαφέστατα προτείνεται!
Εξτραδάκια που αγάπησα!
Η σημειολογία των εξώφυλλων. Το πρώτο ένα κόκκινο Χ με μια μύγα στο κέντρο του (X marks the spot…). Το δεύτερο ένας κύκλος που δεν κλείνει ποτέ και που ξεκινά από ένα πύρινο κόκκινο και καταλήγει σε ένα καυτό πορφυρό. Εδώ οι μύγες είναι δύο. Το τρίτο είναι ένας ρόμβος ή, ανάλογα από ποια σκοπιά θα το δει κανείς, ένα δωμάτιο χωρίς οροφή, που το κοιτάμε υπό γωνία. Ένα δωμάτιο χωρίς πόρτες και χωρίς παράθυρα. Τα χρώματα εδώ είναι το έντονο κόκκινο που καταλήγει σε off black γκρι και οι μύγες είναι τρεις αυτή τη φορά. Αφήνω τις επεξηγήσεις στη φαντασία σας.
Οι αναφορές στα αγαπημένα τραγούδια της ηρωίδας. Τραγούδια και δικά μου αγαπημένα τα περισσότερα. Έφτιαξα playlist με αυτά στο youtube.
Από τη στιγμή της κυκλοφορίας της «Πλεξούδας» διάβασα πολλά θετικά σχόλια και μάλιστα από άτομα με τα οποία ταιριάζουν οι απόψεις μας κι έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα για μένα. Διαβάζοντάς το διαπίστωσα ότι ήταν όλα σωστά. Η πλεξούδα της Laetitia Colombani είναι ένα τολμηρό, υπέροχα γραμμένο βιβλίο, το οποίο λάτρεψα και θα το κουβαλάω μέσα μου για καιρό .
«Η πλεξούδα» είναι ένα συγκινητικό και πραγματικά υπέροχο μυθιστόρημα, για τρεις πολύ διαφορετικές αλλά και πολύ εμπνευσμένες γυναίκες. Κάθε μία από τις ιστορίες με καθήλωσε και καταβρόχθισα το βιβλίο μέσα σε λιγότερο από δύο ημέρες. Μου άρεσε ιδιαίτερα το τέλος, όταν όλα τα νήματα ενώθηκαν και κατέληξαν σε μια συνολική εικόνα.
Λάτρεψα τις ηρωίδες που τόσο περίτεχνα ζωγράφισε με την πένα της η συγγραφέας. Με άγγιξε το θάρρος, η δύναμη του χαρακτήρα τους και η διάθεσή τους να μην το βάλουν κάτω. Με συνεπήρε η ανάγκη τους να πολεμήσουν για όλα αυτά που δικαιωματικά τους ανήκουν και να υπερπηδούν εμπόδια όπως η φτώχια, η ασθένεια και η μητρότητα, η οποία αποτελεί τροχοπέδη στην επαγγελματική τους εξέλιξη. Οι ευχές, οι ελπίδες, οι φόβοι και οι τύψεις τους συγκλίνουν σε ένα πεπρωμένο γεμάτο άπειρη σοφία και αισιοδοξία.
Μην περιμένετε ότι θα διαβάσετε ένα ιδιαίτερο ή πρωτοποριακό βιβλίο. Δεν είναι εξεζητημένο μυθιστόρημα «Η Πλεξούδα». Η γραφή της Colombani είναι απλή και συναισθηματική και το βασικότερο για μένα, δε χάνεται σε δαιδαλώδεις περιγραφές και αφηγήσεις. Δεν το χρειάζεται. Ξέρει πώς να μας καταδείξει τέλεια τον κοινωνικό αποκλεισμό, χωρίς περιττά στολίδια και λογοτεχνικά τερτίπια. Πρόκειται για ένα απολαυστικό βιβλίο, για το οποίο δεν είναι ανάγκη κάποιος να συγκεντρωθεί βαθιά. Διαβάζεται με άνεση, ξεκούραστα και ήταν ακριβώς το είδος αναγνώσματος, το οποίο θα αναζητούσα στις διακοπές μου.
Για το πρώτο μυθιστόρημα της Colombani, η «Πλεξούδα» είναι μια τεράστια επιτυχία! Είναι βάλσαμο στην καρδία! Συστήνεται ιδιαίτερα για νεαρά κορίτσια που τους αρέσει να στέκονται μπροστά στη ζωή δυναμικά και με σφρίγος και σαν τέτοιο που είμαι κι εγώ, ανυπομονώ να διαβάσω το επόμενό της!
Αγαπώ Φίτσεκ αλλά ο Αναλφάβητος για μένα έμεινε στην ίδια τάξη. Αργό στο μεγαλύτερό του μέρος, με έκανε και ψιλοβαρέθηκα μέχρι που καμιά 80ρια σελίδες πριν το τέλος γκάζωσε απότομα κι άρχισε να πετάει τη μια ανατροπή μετά την άλλη. Μας έχει συνηθίσει στα roller coaster αναγνώσματα αλλά αυτό ήταν το πιο υποτονικό και άνευρο απ' όλα του τα βιβλία. Εκτός από το τέλος όπως προείπα. Δεν έχει σημασία όμως. Φίτσεκ είναι αυτός και του συγχωρούμε μια-δυο κακές στιγμές. Αναμένω εναγωνίως το επόμενο...!
«Έτσι είναι οι αλήθειες που κρύβεις για χρόνια; Έρχονται σαν ξαφνικός θάνατος ή μάλλον, σαν πρόωρη γέννα; Πεθαίνουν κάποτε οι σιωπές;»
Ένα κοριτσάκι επέζησε από μια οικογενειακή τραγωδία. Mεγάλωσε, ανεξαρτητοποιήθηκε, δημιούργησε τη δική του ζωή αλλά τα τραύματα στην ψυχή της δεν λένε να κλείσουν. Έχει αμαρτήσει με ένα αμάρτημα ειδεχθές. Μισεί τον εαυτό της γι’ αυτό και το σέρνει πίσω της σε όλη της την ζωή. Μέχρι που έρχεται η στιγμή που βρίσκεται ξανά στο επίκεντρο της προσοχή, όταν μια μαθήτριά της δολοφονείται κι οι υποψίες πέφτουν πάνω της. Υπάρχουν ενδείξεις μα καμιά απόδειξη. Είναι ένοχη η κυρία Ρέμικ; Είναι αδικημένη ή μήπως είναι απλά ψυχασθενής;
Αυτή είναι εν ολίγοις η υπόθεση του νέου βιβλίου της Σόνιας Σαουλίδου και του πρώτου που διαβάζω εγώ. «Το αμάρτημα της κυρία Ρέμικ» είναι ένα πολύ καλό αστυνομικό/ψυχολογικό θρίλερ αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Έχει βαθιές κοινωνικές προεκτάσεις. Μιλάει για πρόσωπα τα οποία τα έχει στιγματίσει η παιδική τους ηλικία και που στην ενήλικη ζωή τους πέφτουν θύματα προκαταλήψεων, ρατσισμού και μπούλινγκ. Χρησιμοποιώντας λεπτοδουλεμένες τεχνικές, η Σόνια Σαουλίδου προσεγγίζει με σεβασμό τα θέματα αυτά και στηρίζει πάνω τους μια στρωτή και στιβαρή αστυνομική ιστορία.
«Είμαστε οι παλιές συνήθειες, είμαστε οι ιστορίες μας. Είμαστε αυτό που φθονούμε, αυτό που λατρεύουμε, οι συγνώμες και τα σ' αγαπώ που χρωστάμε. Είμαστε ο σκοπός μας, τα όνειρά μας, το κάρμα μας και οι στιγμές μας.»
Το βιβλίο είχε πολύ πρωτότυπο θέμα και μεστή αστυνομική πλοκή, με μερικές πολύ έξυπνες ανατροπές. Μου άρεσε πολύ η γραφή της Σόνιας και το πώς διαχειρίστηκε τους χαρακτήρες της. Εκτίμησα δεόντως το πώς συνέδεσε δυο ιστορίες, χωρίς να αφήσει πράγματα να αιωρούνται και χωρίς να «βγάλει λαγούς από το καπέλο της». Έξτρα πόντους και για την κλειστοφοβική ατμόσφαιρα στα κεφάλαια όπου «μιλούσε» η κυρία Ρέμικ! Το τέλος θα το ήθελα πιο δραματικό, μιας και όλη η ιστορία είναι κατά βάσει ένα δράμα αλλά ακόμη κι έτσι δε με απογοήτευσε.
«Το αμάρτημα της κυρίας Ρέμικ» είναι ένα δυνατό και πρωτότυπο θρίλερ, που διαβάζεται μονορούφι και δεν κουράζει καθόλου. Εννοείται ότι προτείνεται!
Καλές αναγνώσεις!
Ένα υπαρξιακό δράμα το οποίο πραγματεύεται την νεανική ανασφάλεια, την κοινωνική απομόνωση και την αντιζηλία μεταξύ δύο εφήβων κοριτσιών. Τα ασυγχώρητα λάθη των γονέων που οδηγεί τα κορίτσια σε έναν «πόλεμο», στον οποίο δεν είναι βέβαιο αν θα αναδείξει κάποιο νικητή, σίγουρα όμως έχει πολλούς χαμένους. Διαβάζεται μονορούφι και δίνει πολύ τροφή για σκέψη. Θα ήθελα το τέλος λίγο διαφορετικό αλλά περί ορέξεως...
Μια ακόμη «σαρκοβόρα» έκδοση βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα που αμφιταλαντεύεται μεταξύ φαντασμαγορίας και παράνοιας. Μια νουάρ ιστορία με δυνατές αναφορές στην ιστορία της Λατινικής Αμερικής και με αρκετά περιπλεγμένη πλοκή που στην αρχή δεν είναι εύκολο να παρακολουθήσει όποιος δεν έχει γνώση των γεγονότων. Ωστόσο, μια γρήγορη έρευνα στο ίντερνετ βοηθά πάρα πολύ στην κατανόηση τους. Στα υπέρ και το απίστευτα δυνατό φινάλε που δεν το περίμενα, Μόλις ανακάλυψα έναν εξαίρετο συγγραφέα!
0
Γρήγορο, ενδιαφέρον κι ανατρεπτικό
Το «Μυθιστόρημα με κλειδί» είναι η πρώτη μου επαφή με τη δουλειά του Χρήστου Μαρκογιαννάκη. Πρόκειται για ένα ευχάριστο και καλογραμμένο μυθιστόρημα «κλειδωμένου δωματίου» (όπου το δωμάτιο είναι ένα μικρό ψαρονήσι), το οποίο διαβάζεται άνετα και ξεκούραστα. Με εμφανείς τις επιρροές από το έργο της Άγκαθα Κρίστι, ο Μαρκογιαννάκης μας προσφέρει μια δροσερή whodunit ιστορία, που τα έχει όλα. Ένα ειδυλλιακό νησάκι του Αιγαίου, μια ντουζίνα ανθρώπους εντελώς ασύμβατους μεταξύ τους, πτώματα που αραδιάζονται το ένα μετά το άλλο και φυσικά έναν αστυνομικό που θα ζήλευε ακόμα κι η «Βασίλισσα του Εγκλήματος».
«Δεν υπάρχουν μυστικά στο νησί. Μόνο ωρολογιακές βόμβες έτοιμες να σκάσουν.»
Μέσα από τις σελίδες του μυθιστορήματός του ο συγγραφέας καταφέρνει να φέρει σε αντιπαράθεση τη ραστώνη του καλοκαιριού, με την ένταση και τη δράση που προκαλεί ένα έγκλημα σε μια μικρή νησιωτική κοινωνία. Όπως αναφέρει κι ο ίδιος «Η ιδέα μου ήλθε διαβάζοντας τις καλοκαιρινές περιπέτειες διάσημων λογοτεχνικών ντετέκτιβ, απ’ τον Poirot, στον Χαρίτο και τον Maigret, των οποίων οι διακοπές λαμβάνουν κατά καιρούς άδοξο τέλος εξαιτίας κάποιας δολοφονίας».
Τόσο οι σπουδές του στη νομική επιστήμη και την εγκληματολογία, όσο και η πολυετής ενασχόλησή του ως δικηγόρος, έχουν βάλει το λιθαράκι τους στη γραφή του Μαρκογιαννάκη. Την επιρροή αυτή την παρατηρούμε όχι μόνο στη δομή της ιστορίας αλλά και στο «χτίσιμο» της πλοκής καθώς και στη σκιαγράφηση των χαρακτήρων. Παρ’ όλ’ αυτά, θα χαρακτήριζα λιτή τη γραφή του, σχεδόν εφηβική, χωρίς να θεωρώ ότι αυτό είναι κάτι κακό. Αντίθετα, δίνει μια πολύ δροσερή και αθώα θα το πω, αύρα στην ιστορία του. Θα έλεγα όμως ότι, η χρήση των νησιωτικών ιδιωμάτων και η μεταφορά της ντοπιολαλιάς δεν προσδίδει κάτι παραπάνω στο βιβλίο, πέραν ίσως αυτής της «αθωότητας», της «φρεσκάδας» και της «δροσιάς» που προανέφερα. Τα μικρά κεφάλαια δε, βοηθούν να κυλάει ευχάριστα η ανάγνωση και κρατούν το ενδιαφέρον αμείωτο.
«Όλα τα μυστικά έρχονται στο φως, ακόμα και μετά από πολλά χρόνια. Και κανείς δε μπορεί να τα διαγράψει.»
Οι χαρακτήρες του Μαρκογιαννάκη έχουν πολύ τον… αέρα της «χρυσής εποχής» της αστυνομικής λογοτεχνίας. Ωστόσο, είναι ρεαλιστικοί και καλοσχεδιασμένοι. Κάποιοι συγκεκριμένοι έχουν και χαρακτηριστικά καρικατούρας. Χαρακτηριστικά που κάνουν τον αναγνώστη να χαμογελάσει. Στο σύνολό τους πάντως, οι ήρωες είναι αληθοφανείς και πολύ οικείοι. Σίγουρα μπορεί κανείς να εντοπίσει χαρακτηριστικά φίλων και γνωστών σε αυτούς.
Στα υπέρ του βιβλίου θα βάλω και το ότι έχει «ένα βιβλίο μέσα στο βιβλίο» ή μερικά κεφάλαια αυτού τέλος πάντων. Μια πρακτική που την είδα για πρώτη φορά στο «Οι φόνοι της κίσσας» του Anthony Horowitz. Μια πρακτική που κατέληξα να αγαπάω και να χαίρομαι όταν τη συναντώ.
Εν ολίγοις, με άρωμα Ελλάδας, γρήγορο, ενδιαφέρον κι ανατρεπτικό, το «Μυθιστόρημα με κλειδί» είναι η πιο δροσερή παρέα για τις καυτές μέρες του καλοκαιριού. Σας το προτείνω με την καρδιά μου!
Καλές αναγνώσεις!
Η ιστορία τους είναι απλή. Γνωρίστηκαν, ερωτεύτηκαν, παντρεύτηκαν, έκαναν δυο παιδιά. Μια ιστορία όπως εκατομμυρίων άλλων ζευγαριών στον κόσμο. Μέχρι που βαρέθηκαν, το γάμο, τη ζωή τους, ο ένας τον άλλο; Δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι αποφάσισαν να βρουν μια κοινή απασχόληση, ένα χόμπι που θα κρατήσει ζωντανό το γάμο τους. Ποιο είναι το χόμπι αυτό; Μα να παγιδεύουν, να βασανίζουν και να σκοτώνουν ανυποψίαστες γυναίκες!
Όσο ανατριχιαστικό κι αν ακούγεται αυτό, είναι η ιστορία που πραγματεύεται στο «Η υπέροχη γυναίκα μου» η Samantha Downing. Μια ιστορία που με έκανε να βλέπω τους γείτονές μου με άλλο μάτι. Η αφήγηση της ιστορίας γίνεται με τη «φωνή» του συζύγου, του οποίου το αληθινό όνομα δεν το μαθαίνουμε ποτέ. Μας εξιστορεί βήμα-βήμα το πώς η σύζυγός του Millicent κι ο ίδιος γνωρίστηκαν και πώς η σχέση τους εξελίχθηκε από κοινότυπος συζυγικός βίος, σε ένα δολοφονικό παιχνίδι.
Η πλοκή άκρως ανατρεπτική και γεμάτη συναρπαστικές σκηνές. Η αγωνία βαράει τα κόκκινα. Ο χαρακτήρες καλοσχεδιασμένοι, ευφυείς, χειριστικοί, σκοτεινοί κι αρκούντως ενοχλητικοί. Όλα εκείνα τα στοιχεία δηλαδή που χαρακτηρίζουν ένα πετυχημένο ψυχολογικό θρίλερ. Αν και η γραφή της είναι ακόμη ανώριμη κι απλοϊκή, η συγγραφέας έχει κάνει μια αξιόλογη δουλειά, η οποία ξεναγεί το μυαλό του αναγνώστη στην τρέλα μιας διαφορετικής αγάπης. Μια άγρια βόλτα στον ψυχισμό των ηρώων, με μικρά και μεγάλα μυστικά και σε ένα τέλος που δεν το είδα ποτέ να έρχεται. Η Downing επέλεξε ένα σκοτεινό και μακάβριο θέμα και κατάφερε να το μετατρέψει σε μια απολαυστική ιστορία, χωρίς να επικεντρωθεί σε τρομακτικές και φρικιαστικές λεπτομέρειες, τις οποίες όμως αφήνει να εννοηθούν. Τα κεφάλαια μικρά και περιεκτικά, έκλειναν τα περισσότερα σε ένα μικρό cliffhanger, αφήνοντας ερωτήματα τα οποία δε θα απαντηθούν παρά αρκετά κεφάλαια πιο κάτω.
Έξυπνο, έντονο, σκοτεινό, περίπλοκο αλλά σίγουρα πρωτότυπο και συναρπαστικό, το «Η υπέροχη γυναίκα μου» είναι ότι χρειάζεστε αυτό το καλοκαίρι για να περάσετε καλά! Σας το προτείνω.
Καλές αναγνώσεις!
Σε έναν από τους περιπάτους μου στην Πάρνηθα, είχα ένα αναπάντεχο συναπάντημα. Ξεχασμένο πάνω σε ένα βράχο, ήταν ένα βιβλιαράκι των εκδόσεων Άγρα! Το «Ένα φέρετρο για τη Σοφία». Δεν το γνώριζα, όπως δε γνώριζα και τους δυο δημιουργούς του. Θεώρησα λοιπόν «σημάδι», την εύρεσή του στη μέση του πουθενά και μάλιστα σε άψογη κατάσταση, οπότε αποφάσισα ότι ΠΡΕΠΕΙ, να το διαβάσω. Έτσι κι έκανα.
Ο Φίλιππος Φιλίππου σε άρθρο του στο ΒΗΜΑ αναφέρει για το βιβλίο: «Ένα υβρίδιο για μια ληστεία. Ένα ελληνικό μυστήριο με διεθνείς προεκτάσεις και πολλές λογοτεχνικές αναφορές που κλείνει ταυτόχρονα το μάτι στην παρωδία του είδους». Πραγματικά δε θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο. Το «Ένα φέρετρο για τη Σόφια» είναι ένα σύγχρονο νουάρ με εσάνς παλιομοδίτικου. Με πρισματικές λήψεις των σκηνών, από διαφορετικές… κάμερες, οι δυο λογοτέχνες μας προσφέρουν μια απολαυστική νουβέλα, που ενώ εκτυλίσσεται σε κοσμοπολίτικο φόντο, εν τούτοις αφήνει να αιωρείται η αίσθηση του σκοτεινού και του υποχθόνιου. Με μια πληθώρα τυπικών νουάρ χαρακτήρων όπως ληστές κοσμημάτων, διεφθαρμένοι δικηγόροι, γυναίκες αράχνες, αδέκαστοι και σκληροτράχηλοι μπάτσοι, τυχοδιώκτες κτλ, το «Ένα φέρετρο για τη Σοφία», προσφέρει μια ξεχωριστή πλοκή, που ενώ κατά βάση τηρεί τους κανόνες του κλασικού νουάρ, βαδίζει στους δρόμους του σήμερα, προσφέροντας στον αναγνώστη τη δέουσα σκοτεινή και μυστηριώδη ατμόσφαιρα που αναζητά στα βιβλία του είδους αυτού.
Ο ρυθμός της αφήγησης είναι καταιγιστικός, με τις εικόνες να εναλλάσσονται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, απορροφά τον αναγνώστη. Η γραφή είναι μεστή και σφριγηλή και οι διάλογοι στακάτοι κι ατακαδόρικοι. Μάλιστα, στο τέλος του βιβλίου υπάρχει γλωσσάρι με όλα εκείνα τα «καλούδια» που χρησιμοποιήθηκαν για τον εμπλουτισμό του κειμένου όπως τίτλοι τραγουδιών, τοπωνυμία, πρόσωπα, τίτλοι βιβλίων, λέξεις της αργκό, κτλ.
Θα παρατηρήσατε ίσως ότι κάθε φορά που αναφέρω τον τίτλο, μεταφέρω τον τόνο, πότε στο ο και πότε στο ι. Σοφία/Σόφια. Δεν είναι τυχαίο και δεν είναι λάθος. Είναι σκόπιμο κι αν το διαβάσετε θα καταλάβετε γιατί.
Συνοπτικό, με μόλις 170 σελίδες, το «Ένα φέρετρο για τη Σόφια» είναι μια υπέροχη συγγραφική κοινοπραξία. Ένα μικρό διαμαντάκι, σαν κι αυτά που αναφέρονται στις σελίδες του. Αν σας αρέσει η ελληνική νουάρ λογοτεχνία, θεωρώ ότι δεν πρέπει να το χάσετε!
Καλές αναγνώσεις!
0
Μια συνταρακτική ιστορία βασισμένη σε πραγματικές δικαστικές υποθέσεις
Ένας αθώος άνθρωπος κατηγορείται για τη δολοφονία μιας νεαρής. Δικάζεται και καταδικάζεται. Ποινή; Θάνατος με ένεση! Πόσο φρικτό ακούγεται αυτό; Πόσο απάνθρωπο ε; Κι αν συμπληρώσω ότι ο κατηγορούμενος ήταν μαύρος σε μια πολιτεία που έχει αλλεργία στο βαθύ φιμέ; Τι θα σας κάνει να σκεφτείτε αυτό; Κι αν τέλος προσθέσω ότι πριν θανατωθεί ο κατηγορούμενος, ο αληθινός δολοφόνος είχε ομολογήσει αλλά δεν τον άκουσε κανείς; Αυτό, πόσο φρικτό είναι; Πόσο; Αν ρωτάτε εμένα, ούτε καν να το διανοηθώ μπορώ.
Όπως καταλάβατε λοιπόν, η θανατική ποινή είναι το θέμα που πραγματεύεται στην «Ομολογία» του ο John Grisham. Ένα πολύ ιδιαίτερο και θλιβερό θέμα. Μια ιστορία που κατά τη διάρκεια της ανάγνωσής της, ένοιωσα να περνώ από δεκάδες ψυχολογικές και συναισθηματικές διακυμάνσεις: Θυμό, αγωνία, απόγνωση, στεναχώρια, άγχος, φρίκη, φόβο, αδικία, λαχτάρα, δικαίωση, στοργή και τρυφερότητα.
Πρέπει να ομολογήσω πως δεν είναι σίγουρα το καλύτερο μυθιστόρημα του Γκρίσαμ, τον οποίο υπεραγαπάω. Ένοιωσα ότι μου έλειψαν τα βασικά συστατικά για ένα επιτυχημένο δικαστικό δράμα. Βασικά δεν είναι τόσο μυθιστόρημα όσο μια πραγματεία κατά της θανατικής ποινής κι ιδιαίτερα κατά του ποινικού συστήματος της πολιτείας του Τέξας, στα όρια της οποίας εκτυλίσσεται η ιστορία. Ωστόσο διαβάζοντάς, γέμισα συναισθήματα, τις περισσότερες φορές αντιφατικά μεταξύ τους. Και συμφωνώ σε πολλά σημεία με το συγγραφέα, μιας και για μένα η θανατική ποινή είναι η πιο «άκυρη τιμωρία». Δεν αποθαρρύνει τους εγκληματίες. Δεν τους σταματά πριν προχωρήσουν στην αποτρόπαιη πράξη τους ούτε και διορθώνει κάτι αφού πραγματοποιήσουν το έγκλημα. Οι νεκροί δε θα ζωντανέψουν. Οι βιασμένοι δε θα αποκτήσουν ξανά τη χαμένη τους αθωότητα. Κι οι βασανισμένοι δε θα ξεχάσουν τον πόνο και τις φρικαλεότητες που έζησαν. Τέλος τα θύματα, νεκρά ή ζωντανά, δε θα δικαιωθούν. Όλοι οι εγκληματίες πιστεύουν ότι κάνουν το τέλειο έγκλημα. Σωστά; Ότι θα ξεφύγουν και θα γλιτώσουν το τιποτένιο τομάρι τους, έτσι δεν είναι; Όχι, η θανατική ποινή δεν είναι τιμωρία. Δεν είναι πράξη αποκατάστασης της δικαιοσύνης. Είναι πράξη εκδίκησης. Είναι η διέξοδος για αυτούς που μένουν πίσω, να μεταβιβάσουν την οδύνη και το μίσος σε κάποιο πρόσωπο. Είναι ο εύκολος τρόπος για να ξεφορτωθεί η πολιτεία το πρόβλημα. Ο εύκολος τρόπος οι Πολιτικοί να συνεχίσουν να είναι αρεστοί στους ψηφοφόρους τους για να τους ψηφίσουν ακόμη μια φορά. Ο εύκολος τρόπος… πόσο εύκολος όμως; Ιδίως όταν θανατώνονται αθώοι ελλείψει στοιχείων κι αποδείξεων ή άλλοθι και για λόγους συμφέροντος και βολής.
«Η ομολογία» είναι μια δυνατή ιστορία φυλετικού μίσους κι εκδίκησης. Ένας κόλαφος κατά του ρατσισμού και της αδικίας. Με τα όποια ελαττώματα μπορεί να έχει, αξίζει να διαβαστεί.
Το βιβλίο έχει εξαντληθεί από τις εκδόσεις αλλά το βρίσκετε εύκολα στα βιβλιοπαλαιοπωλεία και στις βιβλιομάδες του facebook.
Καλές αναγνώσεις!
Αν κάτι κάνει τη δουλειά του Δημήτρη Σίμου να ξεχωρίζει, αυτό είναι η εξέλιξή της. Από το πρώτο βιβλίο «Τα βατράχια», μέχρι και το τελευταίο του «Ο θάνατος του Οδυσσέα», ο Δημήτρης έρχεται σε κόντρα με τον ίδιο του τον εαυτό και μαντέψτε… βγαίνει πάντα νικητής!
Σε αυτή την τέταρτη περιπέτεια του αστυνόμου Καπετάνου, είναι εμφανής η συγγραφική ωριμότητα του Σίμου. Πλούσιο, μεστό, καλογραμμένο κι απόλυτα ισορροπημένο, «Ο θάνατος του Οδυσσέα», είναι αυτό ακριβώς που θέλει να διαβάσει ένας λάτρης της αστυνομικής λογοτεχνίας. Με σφριγηλή και ανατρεπτική πλοκή, που δεν κάνει «κοιλιές» αλλά ούτε «μπάζει» από πουθενά και ήρωες τόσο ρεαλιστικούς και οικείους που τους νιώθεις δικούς σου. Η Μινιόν, ο Ορέστης, ο Βαμβακάς… Συνάδελφοι, φίλοι, αδελφοί… Χωρίς αυτούς δε θα υπήρχε ιστορία κι ο Καπετάνος θα κολυμπούσε στα «σκοτεινά νερά» της μοναξιά του. Γι’ αυτό κι όταν συμβαίνει το απροσδόκητο η έκπληξη είναι μεγάλη. Η μεγαλύτερη ανατροπή ίσως, απ’ όλες. «Ο θάνατος του Οδυσσέα φτάνει στο τέλος του με έναν θρήνο. Μύθοι, δράματα, θλίψη, χαρά, μια απεικόνιση της ίδιας της ζωής. Τα «σκοτεινά νερά» σημάδεψαν τον πυρήνα των ιστοριών του αστυνόμου Καπετάνου, με έναν τρόπο που μόνο η απώλεια ξέρει να γεννά. Ένα τέλος για μια αρχή. Αυτό είναι το τίμημα που πληρώθηκε και το χτύπημα σε μια σκοτεινή πόρτα που άνοιξε μπροστά μας.», αναφέρει ο ίδιος ο συγγραφέας στις ευχαριστίες. Ένα τέλος για μια αρχή…
«Το παρελθόν, συχνά χάνεται στη λήθη και άπαξ και συμβεί, το παρόν διαταράσσεται σε μόνιμη βάση.»
Με φόντο την Ελλάδα του μνημονίου, της οικονομικής κρίσης και του επικείμενου Grexit, η ιστορία εκτυλίσσεται σε δυο παράλληλα χρονικά επίπεδα, παρόλο που οι αναφορές σε γεγονότα του παρελθόντος δε λείπουν. Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, ο Δημήτρης θίγει καυτά κοινωνικά ζητήματα, όπως η μετανάστευση, ο εθνικισμός και ο ρατσισμός. Μεταξύ άλλων γίνεται κι αναφορά στην εξαφάνιση του νεαρού Βαγγέλη Γιακουμάκη, μια τραγική υπόθεση που ακόμη και σήμερα προκαλεί ρίγη συγκίνησης.
Στον αντίποδα έχουμε τις σκηνές έντονης δράσης, με καταδιώξεις και πυροβολισμούς, εκρήξεις και ανθρωποκυνηγητά, που δίνουν μια σχεδόν κινηματογραφική χροιά στο βιβλίο. «Ο θάνατος του Οδυσσέα» θα γινόταν μια εξαίσια τηλεοπτική σειρά που θα «έσπαγε ταμεία».
«Όταν κοιτάς το θηρίο και δεν φοβάσαι, είναι γιατί αρχίζεις και του μοιάζεις.»
Για το προηγούμενο βιβλίο του, το «Σώσε με», είχα διαπιστώσει ότι η γραφή του Δημήτρη είχε περάσει σε άλλο επίπεδο. Πιο πλούσια, πιο λογοτεχνική, σε σχέση με τα πρώτα. Στον «Οδυσσέα» λοιπόν το έχει πάει ακόμη παραπέρα. Έχει αποκτήσει μια βαθιά ανθρωπιά κι ένα λυρισμό, τα οποία ξαφνιάζουν τον αναγνώστη ευχάριστα και του ζεσταίνουν την καρδιά. Κάτι που συναντάμε για πρώτη φορά στο έργο του Δημήτρη, είναι τα λιλιπούτεια κεφάλαια, έκτασης μερικών αράδων το καθένα, που με ελάχιστες λέξεις λένε πάρα πολλά. Τέλος, οι διάλογοι μεταξύ των χαρακτήρων είναι στακάτοι, έχουν συνέπεια και τη δυναμική του προφορικού λόγου. Μπορείς σχεδόν να τους δεις να μορφάζουν ή να σηκώνουν το φρύδι με επίκριση. «Ο θάνατος του Οδυσσέα» είναι μακράν το καλύτερο, αρτιότερο και ωριμότερο βιβλίο του, απ’ όποια πλευρά κι αν το εξετάσει κανείς!
Ο Δημήτρης Σίμος δε γράφει για να γράψει. Αγαπά να γράφει κι αυτό φαίνεται κάθε φορά. Πλάθει απολαυστικές ιστορίες, με κοινωνικό/πολιτισμικό/οικολογικό υπόβαθρο. Ιστορίες του σήμερα, που ο καθένας από εμάς μπορεί να τις νιώσει στο πετσί του. Έχει σίγουρα να δώσει πολλά ακόμα στην ελληνική αστυνομική λογοτεχνία κι εμείς το μόνο που μπορούμε να κάνουμε, είναι να περιμένουμε! Go #teamkapetanos!
Καλές αναγνώσεις!
Στα χρόνια της τεχνολογικής επανάστασης οι εκδόσεις Κόκκινη Κλωστή Δεμένη μας φέρνουν ένα βιβλίο το οποίο μιλάει για την (κατά)χρηση από τα παιδιά, συσκευών προηγμένης τεχνολογίας. Πρόκειται για το εκπαιδευτικό παραμύθι «Ένα τάμπλετ μια φορά», της Γλυκερίας Γκρέκου, σε μια φανταστική εικονογράφηση της Carla Cartagena.
Μέσα από τη ιστορία της η κυρία Γκρέκου πραγματεύεται ένα θέμα που σε όλους μας θα φανεί οικείο, γιατί όλοι έχουμε παιδιά, εγγόνια ή ανίψια που τα βλέπουμε να καταναλώνουν πολύ από τον ελεύθερο χρόνο τους, μπροστά σε μια οθόνη. Αν και το παραμύθι έχει διδακτικό χαρακτήρα, η συγγραφέας κατορθώνει να μη σηκώνει το δάχτυλο αλλά αντίθετα οδηγεί το παιδί στην κατανόηση ότι η υπερβολική χρήση κινητών συσκευών δεν είναι καλή γι’ αυτό και για τους ανθρώπους που αγαπά. Με μαεστρία τα καθοδηγεί να έχουν τα ίδια τον έλεγχο της τεχνολογίας και όχι το αντίθετο.
Τα κείμενα είναι έμμετρα γραμμένα, σε πρωτοπρόσωπη γραφή, όπου ο αφηγητής είναι ο Ταμπλετάκος, ένα τάμπλετ. Μικρά χαριτωμένα ποιήματα που περνούν τα νοήματά τους χαριτωμένα και διασκεδαστικά χωρίς τον αυστηρό διδακτισμό που θα περίμενε ίσως κάποιος, από ένα βιβλίο με αυτό το θέμα. Επιπροσθέτως, η πολύ καλή επιμέλεια του κειμένου βοηθά τα παιδιά να αγαπήσουν την ποίηση και να εμπλουτίσουν το λεξιλόγιό τους.
Στα υπέρ του βιβλίου είναι η θαυμάσια εικονογράφηση της Carla Cartagena, με τα ζωηρά χρώματα και τις εμφατικές απεικονίσεις. Ξεκάθαρες και εύγλωττες εικόνες, που ενισχύουν τα μηνύματα της ιστορίας και παράλληλα διασκεδάζουν και ψυχαγωγούν το παιδί.
Θεωρώ ότι το «Ένα τάμπλετ μια φορά» δεν πρέπει να λείπει από καμιά βιβλιοθήκη παιδιού ηλικίας 5-7 ετών. Διαβάζοντάς το με την ανιψιά μου, μπορώ να σας πω ότι έβαλε ακόμα κι εμένα την ίδια σε σκέψεις για την υπερβολική χρήση των τεχνολογικών μέσων. Αναζητήστε το! Σας το προτείνω ανεπιφύλακτα!
Ο ερχομός ενός νέου μωρού σε μια οικογένεια είναι σίγουρα ένα από τα πιο όμορφα μαντάτα. Τι γίνεται όμως όταν στην οικογένεια υπάρχει ήδη ένα πολύ μικρό παιδάκι; Πως θα του μεταφέρουμε τα νέα; Πως θα το βοηθήσουμε να καταλάβει τις αλλαγές που επίκεινται; Σε αυτά τα ερωτήματα έρχεται να απαντήσει το νέο βιβλίο των εκδόσεων Κόκκινη Κλωστή Δεμένη, με τίτλο «Τι είναι αυτή η κοιλιά μαμά;».
Πρόκειται για ένα σκληρόδετο βιβλίο, χωρίς λόγια, με πολύ εύγλωττες εικόνες όμως, που θα βοηθήσουν το παιδί να καταλάβει για πoιο λόγο η κοιλίτσα της μαμάς του όλο και μεγαλώνει. Είναι ένα πανέμορφο και πολύτιμο βιβλιαράκι, εργαλείο για τους νέους ιδίως γονείς. Με οδηγό την υπέροχη εικονογράφηση της Rocio Bonilla και το λεπτό χιούμορ, το παιδί μοιράζεται την καθημερινότητα του και προετοιμάζεται για τον ερχομό του νέου μέλους.
Το «Τι είναι αυτή η κοιλιά μαμά;» κυκλοφόρησε παράλληλα με το «Ώρα για ύπνο», το οποίο παρακολουθεί την καθημερινή ρουτίνα των παιδιών (μπάνιο, πλύσιμο δοντιών κτλ) και τα βοηθά να ταυτιστούν, να χαλαρώσουν και εν τέλει να κοιμηθούν.
Αν έχετε παιδάκια στην ηλικία των 2 ετών περίπου, είναι σίγουρο ότι τα δυο αυτά παραμυθάκια θα βοηθήσουν κι εσάς τους γονείς να περάσετε τα μηνύματα που θέλετε στα παιδιά σας και αυτά να τα ενστερνιστούν ευκολότερα.
Είναι αλήθεια αυτό που γράφει στο οπισθόφυλλο «Καμιά φορά, είναι καλύτερο η αλήθεια να μένει για πάντα κρυμμένη». Θα προσθέσω όσο πιο βαθιά γίνεται. Εκεί που το φως της μέρας δε φτάνει κι η σκέψη δεν ακολουθεί.
Η ιστορία ακολουθεί πέντε ανθρώπους. Δεν είναι φίλοι αλλά τους δένουν κάποια κοινά στοιχεία. Όλα άρχισαν όταν βρέθηκε σε ένα δάσος, το μενταγιόν ενός 12χρονου κοριτσιού, το οποίο εξαφανίστηκε πριν από 35 χρόνια. Με την ανακάλυψη του μενταγιόν, ανοίγουν οι «ασκοί του Αιόλου» μα αντί να ξεπεταχτούν αέρηδες, βγαίνουν στην επιφάνεια σκοτεινές μορφές, δαίμονες και πνεύματα, τα οποία κατατρέχουν τους ήρωές μας. Όσα συμβαίνουν είναι τρομακτικά κι όσο κι αν μοιάζουν άσχετα μεταξύ τους, υπάρχει από πίσω κάτι που τα συνδέει.
Αν κι ολιγοσέλιδο, το βιβλίο είναι μια πολύ δυνατή ιστορία μεταφυσικού τρόμου, με πολύ αγωνία και ένταση. Μέσα από κάθε του σελίδα, οι σκιές αρχίζουν να παίρνουν σάρκα και οστά και η εικόνα να σχηματίζεται. Είναι εντυπωσιακή η δουλειά που έχει κάνει ο Ηλίας. Η πλοκή ξεδιπλώνεται μέσα από μικρά κεφάλαια, τα οποία έχουν να κάνουν κάθε φορά με κάποιο από τα πέντε πρόσωπα. Όλα μαζί δε, σχηματίζουν τη συνολική εικόνα, η οποία είναι αρκούντως ζοφερή και τρομακτική, χωρίς τις υπερβολές, που πολύ συχνά συναντάμε σε βιβλία του είδους αυτού.
Πέρα από αυτό, οι χαρακτήρες που έπλασε με την πένα του ο Ηλίας Στεργίου είναι αληθοφανείς και διαθέτουν πλαστικότητα. Σε κάποιους από εμάς θα θυμίσουν ίσως ένα γείτονα ή ένα φίλο. Ίσως υστερούν λίγο από πλευράς εμβάθυνσης στη ψυχοσύνθεσή και στο παρελθόν τους. Δεν τους γνωρίζουμε όσο θα ήθελα είναι η αλήθεια, ωστόσο αυτό δε μειώνει την επιτυχία του πονήματος.
Κάτι το οποίο με ενόχλησε πολύ είναι η -καθολική να πω;- έλλειψη διόρθωσης κι επιμέλειας. Δεν είναι κάτι που μπορώ να το καταλογίσω στον Ηλία φυσικά, γιατί η δουλειά του συγγραφέα είναι να γράφει. Η δουλειά του διορθωτή/επιμελητή είναι να επιμελείται, να χτενίζει και να ομορφαίνει το κείμενο. Δυστυχώς, στην περίπτωση αυτή είναι μεγάλη η παράλειψη των εκδόσεων (Εξ' ου και τα 7 αστέρια). Απαξίωσαν ένα εξαιρετικό βιβλίο. Πολύ κρίμα. Θέλω να πιστεύω ότι το νέο του εκδοτικό σπίτι, επιδεικνύει περισσότερη αγάπη στα βιβλία του.
Έχω πει πολλές φορές και θα το πω άλλες τόσες: Εκτιμώ ιδιαίτερα τους συγγραφείς που με λίγα λόγια, μπορούν να πουν τόσα πολλά! Τα «Μικρά ένοχα μυστικά» αξίζουν την προσοχή όλων. Τη δική μου πάντως την κέρδισαν με το σπαθί τους! Διαβάζοντας το διαπίστωσα ότι ο Ηλίας Στεργίου είναι ένας χαρισματικός άνθρωπος, με μεγάλο ταλέντο σε αυτό που κάνει. Και σκέφτομαι: Αν αυτό είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Ηλία, παρακάτω τι γίνεται;
Καλές αναγνώσεις!
Αστείο! Διασκεδαστικό! Eυφυές! Μοναδικό! Καταπληκτικό! Υπέροχο! Ευφάνταστο! Αυτοί είναι μερικά από τα επίθετα με τα οποία έχουν χαρακτηρίσει αναγνώστες απ’ όλο τον κόσμο, το βιβλίο του Richard Osman, με τίτλο «Η λέσχη φόνων της Πέμπτης», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Και είναι από τις ελάχιστες φορές που θα συμφωνήσω 100% με αυτά! H Λέσχη είναι ένα έξυπνο, στοχαστικό, συναρπαστικό, διασκεδαστικό και πέρα από τα τετριμμένα μυστήριο!
Συστατικά για μια πετυχημένη συνταγή:
- 4 παππούδια που δουλειά δεν έχουν, ασχολούνται με φόνους
- 1 φόνο που θα ταράξει τη μικρή κοινότητα με το βίαιο χαρακτήρα του
- 1 προφανή (ή μήπως όχι;) ένοχο, που έχει πολλά να κερδίσει από θάνατο του
- 1 αστυνομικό, που βλέπει πιο μακριά από τη μύτη της
- Μπόλικες ενδείξεις και
- Μια πρέζα αποδείξεις
Η παρασκευή είναι πανεύκολη και δε χρειάζεσαι πολλά σκεύη. Ανακατεύεις όλα αυτά τα συστατικά μαζί και πετυχαίνεις το τέλειο αποτέλεσμα. Μπορεί να συνοδέψει άριστα τα βράδια και τα μεσημέρια σας, τα πρωινά και τα απογευματινά σας. Ταιριάζει άριστα με τη θάλασσα, ενώ θα αποτελέσει άριστη προσθήκη στο βουνό. Αποφύγετε το κόκκινο κρασί που μπορεί να σας λεκιάσει σε ένα πιθανό ξέσπασμα γέλιου.
Προτείνεται σε όσους:
- Δε φοβούνται να διαβάσουν αστυνομική λογοτεχνία αλλιώς
- Αγαπούν τους αντι-ήρωες
- Πιστεύουν ότι το γέλιο μακραίνει τη ζωή
- Διάβασαν και γέλασαν μέχρι δακρύων με τον Εκατοντάχρονο που πήδηξε από το παράθυρο κτλ κτλ κτλ
- Έχουν κάνει φίλο κολλητό το Ραφαήλ Ιγνάτιο Φίνιξ και το Χάπι του
- Θεώρησαν πανέξυπνη τη λογική της Αναλφάβητης που ήξερε να μετράει
Προσοχή! Το συγκεκριμένο βιβλίο ΔΕΝ προτείνεται για:
- Μουντρούχους
- Φανατικούς της «ποιοτικής» λογοτεχνίας
- Στενόμυαλους
Αν αναζητάτε λοιπόν κάτι διασκεδαστικό, με το οποίο θα αδειάσει το κεφάλι σας και θα γεμίσει η ψυχή σας, αυτό είναι «Η λέσχη φόνων της Πέμπτης». Οι εγγραφές άνοιξαν. Τρέξτε! ;-)
Αν το έντυνα με ένα τραγούδι αυτό δεν θα ήταν άλλο από το “Old timer” του Waylon Jennings.
«Η νύχτα ράγισε σαν αστραπή. Στη γειτονιά κάποιος πέθαινε. Ήταν το Κίτο. Ήταν το 1983.»
Τριάντα πέντε λεπτά! Τόσο ακριβώς μου πήρε να ολοκληρώσω τη μίνι νουβέλα, του Αμπδόν Ουμπίδια «Σιωπηλή σαν το Θάνατο». Πρόκειται μια δυνατή νουάρ ιστορία. Ένα σκοτεινό ψυχολογικό θρίλερ, που εκτυλίσσεται στο Κίτο, μια πόλη της Ν.Αμερικής, το 1983, ενώ αρκετά χιλιόμετρα νοτιότερα, η δικτατορία της Αργεντινής κλείνει την αιματοβαμμένη πορεία της, αφήνοντας πίσω της χιλιάδες θύματα κι εξαφανισμένους κι επιτρέποντας να διαφύγουν όλοι εκείνοι, που ήταν οι υπαίτιοι των φρικτών πράξεων.
«…Στον πόλεμο, όποιος σκοτώνει μπορεί να σκοτωθεί. Κι όποιος είναι διατεθειμένος να πεθάνει έχει δικαίωμα να σκοτώνει…»
Αν και φαινομενικά λιτά κι απλοϊκά γραμμένη, η νουβέλα είναι πλούσια σε νοήματα, σκέψεις κι ανησυχίες της ανθρώπινης ψυχής. Η δικτατορία, η βία, τα βασανιστήρια, ο θάνατος, η βία, η αμφιβολία, η ενοχή, η προδοσία, η ατιμωρησία αλλά και η αγάπη, η συντροφικότητα, η πίστη είναι μερικές από τις έννοιες που πραγματεύεται αυτό το «τεράστιο» μικρό!
Που μπορούμε να φτάσουμε; Ποια είναι τα όριά μας ; Πόσο μπορούμε να υποκριθούμε για να ταιριάξουμε στον κόσμο; Αυτά και πολλά άλλα ερωτήματα ξεπηδούν μέσα από τις σελίδες του βιβλίου. Η γραφή του Ουμπίδια είναι μαγευτική. Η πλοκή είναι συναρπαστική και προκαλεί πληθώρα συναισθημάτων. Και παρ’ όλο που στην αρχή το πάει κάπως αργά, όσο προχωράει έχει να μας προσφέρει αρκετές ανατροπές και ενδιαφέροντες μονολόγους.
Το «Σιωπηλή σαν το Θάνατο» είναι μια υπέροχη ιστορία μυστηρίου κι αγωνίας! Αξίζει να το διαβάσετε!
Τι να γράψω για το βιβλίο αυτό που να είναι αρκετό; Το είχα τόσο καιρό στο πλάνο και δεν το αποφάσιζα κι όταν τελικά το έπιασα, τότε μόνο κατάλαβα πόσο λάθος έκανα που το άφησα να περιμένει τόσους μήνες. Επτακόσιες και σελίδες, που όμως έφυγαν σαν νερό μέσα σε τέσσερις νύχτες! Κι όταν αυτές τελείωσαν, με άφησαν με το βιβλίο αγκαλιά να προσπαθώ να συνέλθω από αυτή τη συγκλονιστική εμπειρία!
Η ιστορία με δυο λόγια: Η Μπιττόρι χάνει το σύζυγο της Τσάτο, τον οποίο σκότωσαν άντρες της Ε.Τ.Α. Την ημέρα που η Οργάνωση (20/10/2011) ανακοινώνει την αναστολή του ένοπλου αγώνα της, η Μπιττόρι ενάντια στη θέληση των παιδιών της, αποφασίζει να γυρίσει στο σπίτι όπου ζούσε με τον Τσάτο. Η παρουσία της εκεί δημιουργεί ένα τσουνάμι αντιδράσεων κυρίως από τη γειτόνισσα και πάλαι ποτέ φίλη της Μπιττόρι, Μίρεν. Οι δυο οικογένειες που κάποτε ήταν στενά δεμένες, τώρα βρίσκονται αντιμέτωπες, κυριευμένες από το μίσος και την προκατάληψη. Τι είναι όμως αυτό που τις χωρίζει; Τι συνέβη και άναψε τη φλόγα του μίσους ανάμεσα στις δυο γυναίκες; Τι είναι αυτό που δηλητηριάζει τις ψυχές τους;
Με τη μαγική του πένα, ο Φερνάντο σχεδιάζει μια μαγευτική κι ακριβή απεικόνιση της Ισπανίας των αρχών της δεκαετίας του ’80, όταν η αυτονομιστική οργάνωση Ε.Τ.Α. βρίσκεται στο απόγειο της δράσης της. Σε αυτό το σκηνικό στήνει την ιστορία του, η οποία είναι πάρα πολύ δυνατή, γεμάτη πάθη, ανομολόγητα μυστικά, μίσος, φόβο, συγγνώμες που δεν ειπώθηκαν ποτέ. Αν και γίνονται πολλές αναφορές σε πραγματικά γεγονότα, όπως ονόματα θυμάτων και χρονολογίες ορόσημα, οι δύο οικογένειες καθώς και το βασκικό χωριό όπου ξετυλίγεται το δράμα, παραμένουν στα πλαίσια της μυθοπλασίας. Η πλοκή εκτυλίσσεται μέσα από τη διήγηση των μελών των δύο οικογενειών, τα οποία μιλούν εναλλάξ σε κάθε κεφάλαιο. Η χρήση σύντομων και κοφτών κεφαλαίων δημιουργεί μια ψευδαίσθηση του χρόνου και ευνοούν τη γρήγορη ανάγνωση. Κινούμαστε μπρος και πίσω χρονικά ενώ οι αναμνήσεις ξεδιπλώνονται σε μια ατέρμονη λούπα. Είναι πολύ ενδιαφέρουσα αυτή η διαρκής εναλλαγή απόψεων, χρονικών στιγμών κι αφηγηματικών φωνών. Το ενδιαφέρον δε σε αυτή την τεχνική ήταν ότι, ενώ δεν υπήρχε κάποιος τίτλος ή χαρακτηριστικό που να προδιαθέτει ποιος από τους χαρακτήρες μιλάει τη συγκεκριμένη στιγμή, αυτό γινόταν απολύτως κατανοητό από τις πρώτες κιόλας λέξεις. Και παρ’ όλες τις χρονικές μεταφορές, τις αναφορές στις πολιτικές πεποιθήσεις των χαρακτήρων και τις περιγραφές της πολιτικής κατάστασης που επικρατούσε, δεν κούρασε καθόλου. Αντίθετα, ο συγγραφέας κατόρθωσε να τα κρατήσει στο παρασκήνιο αλλά εν τούτοις να τα βλέπουμε να παίζουν ένα από τους πρωταγωνιστικούς ρόλους στο έργο.
Παρ’ όλ’ αυτά όμως, εκείνο που υπήρξε η ραχοκοκαλιά της ιστορίας, είναι οι δυο οικογένειες και η μεταξύ τους σχέση. Οι χαρακτήρες του βιβλίου είναι όλοι απίστευτα καλοσχηματισμένοι. Ιδίως οι δυο βασικοί θηλυκοί χαρακτήρες της ιστορίας είναι αξιοσημείωτοι. Διαθέτουν αποφασιστικότητα και δυναμισμό κι οδηγούν την ιστορία στο συνταρακτικό της φινάλε. Εν κατακλείδι, με μοναδική μαεστρία ο Αραμπούρου κατορθώνει να σχεδιάσει το συναισθηματικό χάρτη εννέα ατόμων και να μας προσφέρει μια εξαιρετική ψυχογραφία.
Ολοκληρώνοντας την άποψή μου, θέλω να πω ότι ο Αραμπούρου με την «Πατρίδα» μας προσφέρει ένα πραγματικά αξιόλογο βιβλίο. Όσα σχόλια κι αν έχω διαβάσει γι’ αυτό ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Η σαρωτική δύναμη της βίας, του μίσους και της διχόνοιας, τα δεινά κι η απώλεια αγαπημένων προσώπων, έρχονται αντιμέτωπα με την αγάπη, την ελπίδα και την επιβίωση. Ο Αραμπούρου τολμά και πετυχαίνει μια βουτιά στα κατάβαθα της ψυχής των ηρώων του και ανασκαλεύει την ανάγκη τους να αφήσουν πίσω ότι τους πονά και να συγχωρέσουν. Σίγουρα από τα κορυφαία μου για το 2021! Ισχυρό μα πολύ, πολύ ανθρώπινο. Σας το προτείνω ανεπιφύλακτα!
Καλές αναγνώσεις!
«Όταν υπηρετείς στο Τμήμα Ανθρωποκτονιών δε ρωτάς τι θα πάρεις, αναρωτιέσαι τι είσαι ικανός να δώσεις. Πόσα είσαι διατεθειμένος να θυσιάσεις και τι ικανότητες θα καταφέρεις να αναπτύξεις και να διαθέσεις στον αγώνα απέναντι στο σκληρότερο έγκλημα που μπορεί να διαπράξει ο άνθρωπος.» Κωνσταντίνος Χασιώτης, Αστυνομικός Υποδιευθυντής, Τμηματάρχης του Τμήματος Εγκλημάτων Κατά Ζωής και Προσωπικής Ελευθερίας
Πρώτα με τη «Γυναίκα του Ίσνταλ» και τώρα με το νέο του βιβλίο, ο Βαγγέλης Γιαννίσης έρχεται για να ανεβάσει την true crime λογοτεχνία σε άλλα επίπεδα. Κι αν στο «Η γυναίκα του Ίσνταλ» έπρεπε να μηχανευτεί τη λύση του εγκλήματος -μιας και ακόμη και σήμερα, η συγκεκριμένη υπόθεση παραμένει στα συρτάρια της νορβηγικής αστυνομίας ως μια ακόμη cold case (άλυτη υπόθεση)- στο «Λεωφόρος Αλεξάνδρας 173», μας δίνει τις λύσεις σε πέντε ειδεχθή εγκλήματα, ακριβώς όπως αυτές προκύπτουν από τα αρχεία του Τμήματος Εγκλημάτων Κατά Ζωής και Προσωπικής Ελευθερίας της Ελληνικής Αστυνομίας.
Η σταύρωση ενός τοξικομανή στο δάσος
Ένας ομοφυλόφιλος εισοδηματίας βρίσκει βίαιο θάνατο μέσα στο σπίτι του
Ένας Ολλανδός πέφτει νεκρός από τις σφαίρες αγνώστων, μέσα στο κέντρο της Αθήνας
Η κορούλα ενός αστυνομικού εξαφανίζεται μυστηριωδώς από το σπίτι της
Ένα πτώμα βρίσκεται δεμένο κι απανθρακωμένο μετά από πυρκαγιά σε ένα δώμα
Κάποιες από αυτές τις ιστορίες μπορεί και να τις θυμάστε κάποιες άλλες ίσως όχι. Ωστόσο, πρόκειται για πέντε αληθινά εγκλήματα, που την εποχή που διαπράχθηκαν συγκλόνισαν το πανελλήνιο. Τις ιστορίες εξιστορούν με τη σειρά τους, οι πέντε αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. που είχαν αναλάβει τότε, την κάθε υπόθεση. Για τη συγγραφή του συγκεκριμένου βιβλίου, ο συγγραφέας πέρασες πολλούς μήνες, στον 11ο όροφο της ΓΑΔΑ, να συζητά με τους αξιωματικούς, να καταγράφει τα λεγόμενά τους να παρακολουθεί τον τρόπο που εργάζονται. Κατέγραψε με σεβασμό και προσήλωση κάθε τι που μοιράστηκαν μαζί του κι επιπλέον κατόρθωσε να προσεγγίσει με άριστο τρόπο τη ψυχοσύνθεση τους. Άνθρωποι αληθινοί όλοι, άνθρωποι υπαρκτοί, γονείς, γείτονες, φίλοι. Αυτοί είναι οι ερευνητές του Τμήματος Εγκλημάτων Κατά Ζωής και Προσωπικής Ελευθερίας κι εμείς καλούμαστε να τους γνωρίσουμε μέσα από τις σελίδες του νέου βιβλίου του Βαγγέλης Γιαννίση.
Αρχικά με ξένισαν κάποια πράγματα και δεν ήμουν σίγουρη για το βιβλίο. Οι πέντε ιστορίες ξεδιπλώνονταν με λιτό, σχεδόν λακωνικό τρόπο και με γραφή, η οποία ελάχιστα μου θύμισε αυτή του Βαγγέλη. Ωστόσο, ολοκληρώνοντας το βιβλίο διαπίστωσα ότι ο τρόπος που προσέγγισε το όλο εγχείρημα ο Βαγγέλης ήταν το σωστότερος. Οποιαδήποτε προσπάθεια ωραιοποίησης ή εντυπωσιασμού, απλά θα το υποβάθμιζε. Θεωρώ ότι πρόκειται για μια πολύ καλή προσπάθεια, η οποία όσο προχωράει τόσο κρατά το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Κάθε ιστορία ανεβαίνει στην κλίμακα της αγωνίας, η ατμόσφαιρα γίνεται ολοένα και πιο σκοτεινή και οι σελίδες γυρίζουν ασταμάτητα.
Αν περιμένετε ότι θα διαβάσετε ένα αστυνομικό μυθιστόρημα θα απογοητευτείτε. Επίσης αν είστε άνθρωποι της έντονης δράσης και της περιπέτειας θα απογοητευτείτε. Δε θα τα βρείτε σε αυτό το βιβλίο. Αυτό όμως που θα βρείτε είναι μια εκ βαθέων καταγραφή αληθινών εγκλημάτων και των διαδικασιών που οδήγησαν στη διαλεύκανση τους. Θα διαβάσετε για αληθινά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι αστυνομικοί, όπως η έλλειψη εξοπλισμού:
«Κάθε αστυνομικός φέρει εξοπλισμό τον οποίο έχει αγοράσει ο ίδιος, με δικά του έξοδα. Η υπηρεσία παρέχει τα στοιχειώδη, ωστόσο κανείς δεν θέλει να χρησιμοποιεί ένα αλεξίσφαιρο που δεν εφαρμόζει γάντι, κανείς δεν θέλει να κρατάει ένα όπλο που το νιώθει ξένο στο χέρι του.»
Ή η δυσκολία ανεύρεσης σημείου εκκίνησης στην έρευνα. Η αδυναμία τους μπροστά σε ένα μυστήριο που στοιχειώνει τις νύχτες τους. Και το πώς νέες υποθέσεις, νέα εγκλήματα έρχονται να πάρουν τη θέση των παλαιών, αναγκάζοντας την ομάδα να διασκορπιστεί ανάμεσά τους:
«Σιγά σιγά η ένταση των ερευνών άρχισε να σβήνει, σαν τα κύματα που προκαλεί μια πέτρα στο νερό• οι ρυτιδώσεις στην επιφάνεια είναι ευδιάκριτες και ορμητικές κοντά στο σημείο όπου έπεσε η πέτρα, όσο όμως τα κύματα απομακρύνονται, τόσο ελαττώνεται το ύψος τους, μέχρι που εξαφανίζονται εντελώς. Νέα θύματα απαίτησαν την προσοχή των αξιωματικών του Τμήματος, η οποία κάθε τόσο αναγκάζεται να διχοτομηθεί σαν αμοιβάδα.»
Θα βιώσετε τη ομιχλώδη ατμόσφαιρα και το αίσθημα φόβου κι ανασφάλειας που αφήνει πίσω του ένας δολοφόνος:
«Καθώς η ώρα περνάει, ο κόσμος χάνει το ενδιαφέρον του. Οι μάρτυρες έχουν ανέβει στα διαμερίσματά τους. Στα παράθυρα δεν διακρίνονται πια τα σκούρα περιγράμματα κεφαλιών, λουσμένα σε μια άλω φωτός από λάμπες φθορισμού. Τα παντζούρια κατεβαίνουν. Οι τηλεοράσεις σιωπούν. Οι κάτοικοι της γειτονιάς προσπαθούν να κοιμηθούν, γνωρίζοντας πως από δω και στο εξής ένα πτώμα θα στοιχειώνει την περιοχή τους, ενώ έξω αστυνομικοί χτενίζουν το παρκάκι, προσπαθώντας να ανακαλύψουν ποιος ξέρει τι. Βάζουν πολλά με το νου τους. Η φύση του ανθρώπου. Απόψε ζευγάρια θα κοιμηθούν λίγα εκατοστά πιο κοντά σε σύγκριση με χθες. Πρόσωπο με πρόσωπο. Βλέφαρα θα σφαλίσουν μονάχα για μερικές στιγμές, για να ανοίξουν και να αντικρίσουν απέναντί τους ένα ζευγάρι ανήσυχα μάτια, που δεν τους κολλάει ύπνος. Θα συζητήσουν ψιθυριστά, για να μην ακούσουν κάτι τα παιδιά που κοιμούνται. Άραγε, θα καθαρίσουν τα αίματα μέχρι αύριο ή θα τα δουν τα παιδιά το πρωί, πηγαίνοντας σχολείο; Κάποιοι σερφάρουν στο ίντερνετ απ’ το κινητό, ψάχνοντας περισσότερες λεπτομέρειες για το περιστατικό. Όλο και κάποια ιστοσελίδα θα έχει προλάβει να ανεβάσει την είδηση. Αναστεναγμοί.»
Το «Λεωφόρος Αλεξάνδρας 173» είναι ένα βιβλίο που ξεχωρίζει. Πρωτότυπο και πάρα πολύ ενδιαφέρον. Ένα δύσκολο εγχείρημα που ευτυχώς, πέτυχε. Κατά τη γνώμη μου, αξίζει να διαβαστεί από όλους!
Κι αισίως, με τους «Άρχοντες του χρόνου», ολοκληρώθηκε η «Τριλογία της Λευκής Πόλης» της Εύα Γκαρθία Σάενθ ντε Ουρτούρι. Είχα μεγάλες προσδοκίες και για αυτό το βιβλίο αλλά και πάλι δεν ικανοποιήθηκαν πλήρως. Ωστόσο, σίγουρα το βρήκα πολύ πιο ενδιαφέρον από τις «Τελετουργίες του Νερού», το οποίο ίσως θυμάστε όσοι με παρακολουθείτε, με είχε απογοητεύει οικτρά. Παρ’ όλ’ αυτά, δε μπορώ να μην αναγνωρίσω στη συγγραφέα το τεράστιο έργο ιστορικής τεκμηρίωσης, που έχει πραγματοποιήσει. Αυτό ήταν για μένα το πιο δυνατό του σημείο.
Η Ντε Ουρτούρι ξεδιπλώνει την ιστορία της με δυο τρόπους. Ο ένας είναι η εξιστόρηση των ερευνών κάποιων περίεργων φόνων από τον Κράκεν (τον κατά κόσμον αστυνόμο Ουνάι Λόπεθ ντε Αγιάλα) και των συνεργατών του, ενώ παράλληλα τρέχει και η προσωπική του ιστορία. Το δεύτερο σκέλος της ιστορίας, είναι ένα επικό ιστορικό μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται τον 12 μ.Χ. αιώνα, μέσα από το οποίο μαθαίνουμε για τη ζωή και τις περιπέτειες του θρυλικού δον Ντιάγο Βέλα. Καθώς φαίνεται, τα εγκλήματα που ερευνά ο Ουνάι, έχουν άμεση σχέση με το μυθιστόρημα αυτό. Βρήκα εξαιρετικά ευφυή τη σύνδεση της τρέχουσας ιστορίας με το βιβλίο. Γενικά αγαπώ την πρακτική «βιβλίο μέσα στο βιβλίο».
Η ιστορία του κόμη Βέλα προκάλεσε το ενδιαφέρον μου στο 100% ενώ η πλοκή που αναφέρεται στο παρόν και στον Κράκεν, μου άφησε χλιαρά συναισθήματα. Αυτό που έχω να παρατηρήσω είναι ότι, τα κεφάλαια δεν προχωρούσαν όπως έπρεπε και οι δυο παράλληλες ιστορίες ούτε εξελίσσονταν, ούτε τέμνονταν όπως θα περίμενα, κάνοντάς με να αναρωτιέμαι αν και που θα γίνει η μεγάλη ανατροπή. Για να είμαι ειλικρινής, η ανατροπή για μένα δεν ήρθε ποτέ, μιας και σύντομα κατάλαβα μόνο τον ένοχο αλλά και, πάνω-κάτω, τι είχε συμβεί.
Από τις ευχαριστίες στο πίσω μέρος του βιβλίου μα και από κουβέντες στις βιβλιομάδες, έμαθα ότι πριν από τη «Τριλογία της Λευκή πόλης» η Ντε Ουρτούρι έχει γράψει και μια διλογία στην οποία εμφανίζονται κάποιοι από τους μεσαιωνικούς χαρακτήρες που γνωρίσαμε εδώ. Σκέφτομαι λοιπόν πως ίσως «Οι Άρχοντες του Χρόνου» ήταν τελικά, μια αφορμή για να εισαγάγει η συγγραφέας τους χαρακτήρες από τα άλλα βιβλία της και να μπορέσει να «παίξει» με αυτά. Δεδομένου ότι δεν έχω διαβάσει τη διλογία, δε μπορώ να γνωρίζω κατά πόσων αυτή η σύνδεση είχε επιτυχία.
Στα διάφορα σχόλια που διαβάζω σε διάφορα βιβλιοφιλικά blogs, υπάρχει διάχυτη η αίσθηση ότι η τριλογία έχει φθίνουσα πορεία, ότι ξεφουσκώνει σαν μπαλόνι και ότι αυτό το τρίτο και τελευταίο μέρος, είναι το πιο αδύναμο από όλα. Προσωπικά δε συμφωνώ. Για μένα είχε περισσότερο ενδιαφέρον από το δεύτερο, το οποίο έπαιξε αρκετά με τις συγκυρίες. Οπωσδήποτε όμως, κανένα από τα δυο αυτά, δε φτάνει τη «Σιωπή της Λευκής Πόλης» το οποίο ήταν για μένα κορυφαίο!
Πριν κλείσω θα ήθελα να πω, χαριτολογώντας πάντα, ότι δε θα ήθελα να έχω τον Ουνάι Λόπεθ ντε Αγιάλα όχι συγγενή αλλά ούτε γείτονα. Ούτε φίλο. Ούτε καν γνωστό μέσω των social media! Ο άνθρωπος είναι δημόσιος κίνδυνος!
Κι ολοκληρώνοντας κι αυτή μου την άποψη, συνειδητοποιώ ότι οι δρόμοι μας με την Εύα Γκαρθία Σάενθ ντε Ουρτούρι σίγουρα δε χωρίζουν εδώ, μιας και κάτι έχει στη γραφή της που μου αρέσει και θέλω να τη ξαναδιαβάσω. Πόσο μάλλον δε, που από το επόμενο φαίνεται ότι θα έχουμε μια νέα αρχή, με νέα πρόσωπα.
Καλές αναγνώσεις!
0
Μια ιστορία που σε αγγίζει κατάκαρδα!
Στο συγγραφικό της ντεμπούτο, η Ashley Audrain εμφανίζεται πολύ σκληρή απέναντι στους αναγνώστες της, γράφοντας ένα ψυχολογικό δράμα, με στοιχεία θρίλερ, το οποίο θα ενοχλήσει πολύ όσους είναι γονείς κι ιδιαιτέρως ίσως τις μητέρες. Καταπιάνεται με ένα πολύ ιδιαίτερο θέμα, το οποίο αναπτύσσει όχι με λεπτούς και προσεκτικούς χειρισμούς αλλά με τρόπο αμείλικτο, σχεδόν ανελέητο θα έλεγα.
Η ιστορία έχει συνοπτικά ως εξής: Η Μπλάιθ είχε πολύ άσχημα παιδικά χρόνια σε αντίθεση με το σύζυγό της Φοξ, ο οποίος μεγάλωσε σε μια πολύ αγαπημένη και στοργική οικογένεια. Η Μπλάιθ μη θέλοντας τα δικά της τα παιδιά να έχουν τις δικές της άσχημες εμπειρίες, ορκίζεται να γίνει μια σωστή μάνα. Ωστόσο, όταν γεννιέται η κόρη της Βάιολετ, η Μπλάιθ διαπιστώνει ότι ο χαρακτήρας της κόρης της δε μοιάζει με των άλλων παιδιών της ηλικίας της. Ένα φρικτό ατύχημα στο πάρκο κι ο θάνατος του δεύτερου παιδιού τους, του μικρού Σαμ, πείθουν τη Μπλάιθ ότι η ψυχή της κόρης της είναι σκοτεινή. Ο Φοξ από τη μεριά του είναι μαγεμένος από τη Βάιολετ και δε συμμερίζεται τους φόβους της γυναίκας του. Ωστόσο, λένε ότι το ένστικτο της μάνας είναι αλάθητο…
Με «Το ένστικο» η Audrain τοποθετεί μια μητέρα αντιμέτωπη με την αληθινή φύση της κόρης της, θέτοντας στο αναγνωστικό της κοινό διλλήματα και σκέψεις που σοκάρουν. Τσαλακώνει τον όρο «μάνα», τον κάνει να φαντάζει παρεξηγημένος κι ενίοτε «ανίερος». Μιλάει για τη τη μητρότητα και το άγχος και την «παράνοιά» της. Αν και πρόκειται για ένα θέμα που το έχουμε ξανασυναντήσει και σε άλλα έργα, όπως η «Υπόθεση Τζέικομπ», «Η σύζυγος ανάμεσά μας» και το «Πρέπει να μιλήσουμε για τον Κέβιν», δεν παύει να είναι γροθιά στο στομάχι. Παρατηρούμε δε, ότι η συγγραφέας στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων και δε μιμήθηκε αλλά ούτε αντέγραψε τους συναδέλφους της αλλά δημιούργησε μια πρωτότυπη, μεστή και καλοδουλεμένη ιστορία, που δεν έχει σε τίποτα να ζηλέψει αυτές των W. Landay, Gr. Hendricks & S. Pekkanen και L. Shriver.
Αρχικά και μέχρι τη μέση του βιβλίου κατάλαβα ότι δεν πρόκειται για τη σκληροπυρινική περιπέτεια που νόμιζα και μάλιστα «τρόμαξα» λίγο, γιατί μέχρι τότε το βρήκα αρκετά επίπεδο. Στη συνέχεια όμως διαπίστωσα ότι ναι μεν πρόκειται για δράμα, διαθέτει όμως αρκετά από τα στοιχειά εκείνα που καθορίζουν ένα καθαρόαιμο ψυχολογικό θρίλερ, εκτός ίσως από μια εντυπωσιακή ανατροπή. Ανατροπή δεν είχε καμία. Ωστόσο ήταν μυστηριώδες, με αγωνία και νεύρο, ενώ τα σύντομα και κοφτά του κεφάλαια, με κρατούσαν σε εγρήγορση. Όσο προχωρούσαν οι σελίδες, τόσο πιο σκληρό γινόταν, τόσο πιο πολύ χανόμουν στις αράδες του. Η αλήθεια ήταν ότι δεν περίμενα να με πονέσει τόσο πολύ. Ίσως γιατί αρχικά το είχα υποτιμήσει... Εν τέλει, κατέληξα να διαβάσω μια από τις πιο συγκλονιστικές απεικονίσεις της θλίψης που έχω συναντήσει ποτέ στα αναγνωστικά μου ταξίδια.
«Το ένστικτο» είναι μια βαθιά ψυχολογική μελέτη διαφορετικών γενεών ανθρώπων, το πολύπλοκο πορτρέτο μιας μητέρας θύμα (;) και θύτη (;). Μιας μητέρας που ο χειρότερος εχθρός της είναι ο ίδιος της ο εαυτός. Η συγγραφέας καταβυθίζεται στα εσώψυχα μιας γυναίκας με μεταγεννητική κατάθλιψη, που ο περίγυρός της την απορρίπτει ως φαντασιόπληκτη και υστερική και που δε βρίσκει τη δικαίωσή της, παρά μόνο στην τελευταία πρόταση του βιβλίου.
Η Ashley Audrain κατάφερε να μας προσφέρει ένα πλούσιο, συναισθηματικό και πολυεπίπεδο μυθιστόρημα αποφεύγοντας όμως να γίνει υπερβολικά μελοδραματική. Θα το θυμάμαι για πολύ καιρό. Ήταν εξαίρετο! Φυσικά και προτείνεται!
Καλές αναγνώσεις!
Συζητώντας προ καιρού με μια φίλη για -τι άλλο- βιβλία, με ρώτησε για το «Άρωμα» του Πάτρικ Ζισκίντ. Της απάντησα λοιπόν ότι διαβάζοντάς το, ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου, που διαπίστωσα ότι υπάρχει τρόπος να περιγράψει κάποιος με λέξεις ένα άρωμα, μια μυρωδιά. Όλοι όσοι το έχουμε διαβάσει, υποθέτω ότι θυμόμαστε ακόμη τη θανατερή οσμή του βυρσοδεψείου, κολλημένη για μέρες στα ρουθούνια μας.
Η επόμενη φορά λοιπόν που έζησα την εμπειρία αυτή, ήταν στο δεύτερο βιβλίο της Ιζαμπέλ Αλιέντε, που κυκλοφόρησε στα ελληνικά με τον τίτλο «Του Έρωτα και της Σκιάς». Πρόκειται για μια ιστορία αγάπης, σε μια εποχή κατοχής, διχόνοιας, φόβου και κατατρεγμού. Πολύ επίκαιρη θα μου πείτε και πράγματι είναι. Δεν είναι αστυνομικό αλλά εμπεριέχει αρκετά από τα χαρακτηριστικά που χαρακτηρίζουν την αστυνομική λογοτεχνία. Φόνοι, ανθρωποκυνηγητό, ίντριγκες, ανατροπές, μυστήριο, αγωνία να μάθεις την αλήθεια του αλλά και έρωτα, τρυφερότητα, αγάπη, στοργή. Κι όλα αυτά στημένα έντεχνα, με φόντο μια από τις πιο σκοτεινές στιγμές της παγκόσμιας, σύγχρονης ιστορίας.
Η Ιζαμπέλ Αλιέντε (ανιψιά του προέδρου της Χιλής Σαλβαδόρ Αλιέντε), γεννήθηκε το 1942 στη Λίμα και σε πολύ μικρή ηλικία, έχασε τον πατέρα της, αφού αυτός εξαφανίστηκε χωρίς να αφήσει ίχνος πίσω του. Έκτοτε, η Ιζαμπέλ μεγάλωσε κάτω από τις «φτερούγες» της μητέρα της, την οποία καθώς φαίνεται κι από τα βιβλία της, τη θαυμάζει και την έχει ως πρότυπο. Όπως λέει κι η ίδια «Η μητέρα μου ήταν ο φάρος της ζωής μου, ίσως γι’ αυτό μου είναι πιο εύκολο να γράψω για γυναίκες». Στο έργο της «Του έρωτα και της σκιάς», η συγγραφέας έχει «μεταγγίσει» αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία και είναι εμφανές το «σημάδι» που έχει αφήσει στην ψυχή της, η μυστηριώδης εξαφάνιση του πατέρα της.
Το αγαπώ, το σέβομαι και το υπολήπτομαι αυτό το βιβλίο. Πραγματεύεται αξίες όπως η αγάπη, ο έρωτας, ο σεβασμός στον άνθρωπο, η ελπίδα και ο αγώνας για επιβίωση σε καιρούς χαλεπούς και η αξιοπρέπεια στο θάνατο. Περιγράφει με τρόπο γλαφυρό την ωμή κι άσχημη πραγματικότητα της δικτατορίας Πινοσέτ. Το φόβο που «ποτίζει» ακόμα και τις πέτρες. Τις δεισιδαιμονίες που ταλανίζουν τις ψυχές των πολιτών και τους κρατάνε έρμαιο, τους χιλιάδες αγνοούμενος και τα σπίτια που ερήμωσαν.
Παρακολουθούμε τους ήρωες, ψυχές ελεύθερες, μαχητές της Ζωής, να κινούνται στις σκιές, προκειμένου να δώσουν απάντηση στα ερωτήματά τους. Να κλείσουν τα ανοιχτά «κεφάλαια» στη ζωή τη δική τους μα και τρίτων. Και κάπου εκεί, έρχονται με την πιο τραγική ανακάλυψη. Και ξάφνου τα ερωτήματα βρίσκουν την απάντησή τους κι οι νεκροί τη δικαίωσή τους.
Αγαπώ πολύ την Αλιέντε και μπορώ να σας πω ότι έχω διαβάσει σχεδόν όλα της τα βιβλία αλλά στη ψυχή και το μυαλό μου έχει ξεχωρίσει μακράν το «Του έρωτα και της σκιάς». Νομίζω ότι ήταν και το πρώτο της που είχα διαβάσει, οπότε ο αντίκτυπος ήταν μεγαλύτερος. Και μπορεί το «Σπίτι των πνευμάτων» να θεωρήθηκε best seller και να έγινε παγκοσμίως γνωστό μέσω της κινηματογραφικής μεταφοράς του, με τους Τζέρεμι Άιρονς, Γκλεν Κλόους, Μέριλ Στριπ, Γουινόνα Ράιντερ και Αντόνιο Μπαντέρας, στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, για μένα όμως η «Σκιά», είναι το κορυφαίο της. Φυσικά προτείνεται σε όλους!
1
Πολύ ενδιαφέρον ξεκίνημα!
Στο ντεμπούτο της η Alex Barclay ακολουθεί ένα συγκεκριμένο -και δύσκολο θα έλεγα για πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα- συγγραφικό μοντέλο, χωρίς να ξεφεύγει από τα όρια που η ίδια έθεσε στον εαυτό της. Αυτό ίσως να ήταν το μοναδικό σημείο στο οποίο φάνηκε η «απειρία» της, γιατί σε γενικές γραμμές μας προσέφερε μια εξαιρετική προσπάθεια. Η αλήθεια είναι ότι η ανάγνωση των πρώτων κεφαλαίων του βιβλίου, δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Υπήρχαν αρκετά πρόσωπα που έπρεπε να θυμάμαι κι επίσης, η τεχνική της να πηδάει από το ένα θέμα στο άλλο, κάποιες φορές μου δημιούργησε σύγχυση. Ωστόσο, σύντομα μπήκα στο πνεύμα και παρακολούθησα άνετα την ιστορία η οποία ρέει όμορφα και χωρίς κοιλιές σε όλη της την έκταση. Διαθέτει ρεαλιστικούς και τρισδιάστατους χαρακτήρες και μια πλοκή που, αν και μπερδεμένη σαν κουβάρι ιδίως στο αποκορύφωμα της, τελικά ξεκαθάρισε στα πάντα.
Στο σύνολο του ο «Σβησμένος φάρος» ήταν ένα πολύ καλογραμμένο κι ενδιαφέρον αστυνομικό θρίλερ, το οποίο, αν με ρωτάτε, δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι είναι το πρώτο της Barclay. Θα ήθελα να έχω την ευκαιρία να διαβάσω κάτι ακόμα της συγγραφέα, γιατί αν το πρώτο της ήταν σε αυτό το επίπεδο, μόνο να φανταστώ μπορώ, το που βρίσκονται τα επόμενα. Φυσικά και προτείνεται.
Ενώ ξεκίνησα να διαβάζω το βιβλίο με πολύ μεγάλη όρεξη, μιας και αγαπώ πολύ τον συγκεκριμένο συγγραφέα, με κάθε σελίδα που γύρναγα, συνειδητοποιούσα ότι το συγκεκριμένο δεν ήταν για μένα τόσο επιτυχημένο, όσο τα προηγούμενα της σειράς. Παρ' όλ' αυτά, είχε κάποια δυνατά στοιχεία που έσωσαν την κατάσταση. Πιο συγκεκριμένα:
➕ Στα θετικά...
✒️ Το dream team των μελών του Τομέα Q
✒️ Αρκετές κι ενδιαφέρουσες ανατροπές
✒️ Δραματική κορύφωση με πολύ ικανοποιητική κατάληξη
✒️ Εξηγεί τα πάντα και δεν αφήνει αναπάντητα ερωτήματα
✒️ Πολυδιάστατο κείμενο το οποίο εξελίσσεται μέσα από χρονικές αλληλουχίες
➖ Στα αρνητικά
✒️ Δαιδαλώδης πλοκή
✒️ Αχρείαστα μακροσκελείς περιγραφές των ερευνών
✒️ Ψυχοπαθείς και εγωκεντρικοί βοηθητικοί χαρακτήρες που σου είναι αδύνατον να τους συμπαθήσεις
Σκέφτομαι ότι αυτοί ακριβώς οι λόγοι για τους οποίους δε μου άρεσε το βιβλίο, σε κάποιον άλλο αναγνώστη, πιθανόν να αρέσουν πολύ. Αυτή άλλωστε είναι η μαγεία της «πολυφωνίας».
«Το κορίτσι στο δέντρο» μπορεί να διαβαστεί ως αυτόνομο αλλά οι αναγνώστες που δεν είναι εξοικειωμένοι με τα προηγούμενα βιβλία της σειράς, μπορεί να τα βρουν «μπαστούνια» σχετικά με ορισμένους χαρακτήρες και καταστάσεις. Προτείνεται σε αναγνώστες που τους αρέσουν τα βιβλία με μυστήριο και ιδίως στους λάτρεις του Jussi Adler-Olsen.
Λοιπόν... δεν ξέρω πως να ξεκινήσω να περιγράφω αυτά που ένοιωσα διαβάζοντάς το... Καταρχήν να πω ότι μου άρεσε πάρα πολύ. Πάρα πολύ όμως! Ωστόσο, υπήρχαν κάνα-δυο θεματάκια τα οποία με ξένισαν. Βασικά, κάπως ξεκούδουνα ήταν. Δυστυχώς δεν μπορώ να πω πολλά χωρίς να κάνω σπόιλερ.
Τέλος πάντων, θα πω τα θετικά του και τα αρνητικά του τα αφήνω σε εσάς να τα ανακαλύψετε. :-)
Οι ήρωες είναι πολύ καλοί. Αληθοφανείς και καλοσχηματισμένοι. Η πλοκή είναι σφικτή και με καλή ροή. Η ιστορία έξυπνη και ευρηματική με μπόλικες ανατροπές που τόσο πολύ μας αρέσουν. Με μικρά κεφάλαια, διαβάζεται γρήγορα και ξεκούραστα, χωρίς να κουράζει. Το μόνο σίγουρο είναι ότι όποιος το πιάσει, δεν θα το αφήσει αν δεν το τελειώσει.
"Η σιωπηλή ασθενής" είναι το πρώτο βιβλίο του συγγραφέα, οπότε θεωρητικά σε κάθε επόμενο θα γίνεται καλύτερος. Τα πρώτα σημάδια όμως που δείχνει είναι πάρα πολύ καλά!
Το «Ο φόνος της συζύγου» είναι το τέταρτο και τελευταίο βιβλίο του Henry Kuttner, με ήρωα τον Δρα Michael Gray, του ερευνητή ψυχαναλυτή από το San Francisco, που ερευνά εγκλήματα, χρησιμοποιώντας περισσότερο ψυχολογικές μεθόδους, παρά αστυνομικές.
Σε αυτή του την περιπέτεια, ο δόκτορας Γκρέι καλείται να διαλευκάνει μια μυστηριώδη υπόθεση, στην οποία τον ενέπλεξε, η Κάρεν Τσάμπιον. Η Τσάμπιον είναι μια παθολογική ψεύτρα, η οποία δεν έτυχε να ακούσει ποτέ την «ιστορία του βοσκού με τον λύκο». Ως εκ τούτου, μη μπορώντας να καταφύγει στην αστυνομία, η οποία δεν πιστεύει πια τα ψέματά της, στρέφεται για βοήθεια στον Μάικλ Γκρέι, λέγοντάς του πως ο άντρας της σκοπεύει να τη βγάλει από τη μέση. Εκείνος αναλαμβάνει την υπόθεση και κατά τη διάρκεια των ερευνών του, έρχεται αντιμέτωπος με έναν τσαρλατάνο γιατρό, ένα δολοφόνο κι έναν αμφιβόλου ηθικής ιδιωτικό ερευνητή. Για μια ακόμη φορά λοιπόν, παρακολουθούμε τον Γκρέι, να διυλίζει κυριολεκτικά τον «κώνωπα», ν’ αναλύει σε βάθος τα λόγια και τις συμπεριφορές αυτού του, τόσο παράξενου, σμαριού ανθρώπων και να βρίσκει την άκρη σ' αυτό το κουβάρι.
«Ο φόνος της συζύγου» είναι για μένα το καλύτερο από τα τέσσερα της σειράς. Το βρήκα πιο μεστό και πιο «ζουμερό», πιο ώριμο θα έλεγα, παρόλο που σε κάποια σημεία κατάλαβα τι έμελλε να συμβεί. Το στυλ και το ύφος του βιβλίου παραμένει το ίδιο με τα άλλα τρία. Παλαιάς κοπής αλλά με αέρα διαχρονικό. Χωρίς περιγραφές σκληρής βίας και χωρίς αιματοβαμμένες σκηνές, ο Kuttner επιλέγει τον δύσκολο δρόμο, εκείνον που απαιτεί από το αναγνωστικό του κοινό να βάλει το μυαλό σε λειτουργία και να εμβαθύνει στα νοήματα. Οι σπουδές άλλωστε του συγγραφέα στην κλινική ψυχολογία, συνδράμουν στη δημιουργία μιας άψογης ψυχογραφίας, την οποία απολαμβάνω κάθε φορά. Περνάει από λεπτό «κόσκινο» κάθε μικρή ή μεγάλη παρέκκλιση στη συμπεριφορά των ηρώων του, χρησιμοποιώντας πραγματικές ψυχαναλυτικές μεθόδους της εποχής. Έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια, για να υιοθετηθούν επίσημα πλέον, από την αστυνομία, οι μέθοδοι που περιγράφει ο Χένρυ Κάτνερ στα βιβλία του. Όπως έχω ξαναπεί, τόσο ο Κάτνερ και το άλλο του μισό, ο Δρ. Μάικλ Γκρέι, είναι σύγχρονοι profilers που μας έρχονται από το παρελθόν!
Αν είσαι λοιπόν φαν της noir μυθιστοριογραφίας, τότε μην παραλήψεις να αναζητήσεις τα βιβλία του Henry Kuttner και ιδίως αυτά των εκδόσεων Αλεξάνδρεια, που είναι πολύ προσεγμένα τόσο σε ποιότητα έκδοσης όσο και από πλευράς μετάφρασης και επιμέλειας. Είμαι σίγουρη πως θα τα αγαπήσεις.
Με το ντεμπούτο του, ο συγγραφέας του «Η τύχη ευνοεί τους νεκρούς, Stephen Spotswood, δηλώνει απερίφραστα ότι ήρθε για να μείνει. Πρόκειται για ένα πολύ όμορφο ταξίδι στη Νέα Υόρκη του 1946, το οποίο μας προσφέρει την ακριβή απεικόνιση της ατμόσφαιρας της μεταπολεμικής Αμερικής.
Αυτό όμως που καθιστά το πρώτο έργο του Spotswood μοναδικό, δεν είναι ούτε η ιστορία του, ούτε η χρονική του τοποθέτηση. Είναι οι δυο αντισυμβατικές και πολύ πρωτοποριακές για την εποχή τους, πρωταγωνίστριες. Ο λόγος για τη Λίλιαν Πέντεκοστ, πασίγνωστη ιδωτική ερευνήτρια, με μυαλό ξυράφι αλλά με κορμί που καταρρέει αργά και σταθερά από ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας και τη Γουίλοουτζιν Πάρκερ, αγοροκόριτσο και πρώην μέλος περιοδεύοντος τσίρκου, η οποία όχι μόνο είναι τετραπέρατη αλλά διαθέτει και ιδιαίτερα ταλέντα που θα φανούν χρήσιμα στην καριέρα της ως P.I. Οι δυο τους καλούνται να δώσουν λύση στο μυστήριο ενός φόνου ή και παραπάνω. Συγχρόνως όμως, πρέπει να φυλάνε και τα νώτα τους, γιατί υπάρχουν κάποιοι που δε βλέπουν με καλό «μάτι» τις έρευνές τους…
Χαρακτήρισα πριν το βιβλίο «ατμοσφαιρικό» κι εξηγώ ευθύς αμέσως το γιατί. Σαφέστατα πρόκειται για μια αστυνομική ιστορία, ωστόσο είναι πολύ διαφορετική από τα συνηθισμένα. Όσοι αγαπούν την Agatha Christie και τους αρέσει να διαβάζουν τα βιβλία του Anthony Horowitz, είναι σίγουρο ότι θα απολαύσουν το πρώτο αυτό βιβλίο του Spotswood. Είναι ελαφρύ ανάγνωσμα, ρέει σαν το νεράκι, διαθέτει εύστοχο και μπόλικο χιούμορ, κάμποσες σκηνές δράσεις και γλαφυρές περιγραφές. Πρόκειται για ένα βιβλίο που από τη μια διαθέτει την "τσαχπινιά" ενός χαμινιού του λιμανιού κι από την άλλη πραγματεύεται και σοβαρά κοινωνικά θέματα/ταμπού της εποχής, όπως η ομοφοβία και ο ρατσισμός. Θέματα που ακόμα και σήμερα εξακολουθούν να υφίστανται.
Η ιστορία πλέκεται γύρω από τους παρακάτω άξονες:
[7-1]+[ 6Χ2]+[5+3] Μαθαίνοντας αριθμητική με τον ARNE DAHL
Τα μαθηματικά δεν ήταν ποτέ το δυνατό μου σημείο. Εξ’ ου και τα βρήκα μπαστούνια με τη νέα τριλογία του Arne Dahl. Τρία βιβλία αλλά μία ιστορία. Τα βιβλία δε διαβάζονται ξεχωριστά, ούτε και ανακατεμένα γιατί είναι άρρηκτα δεμένα το ένα με το άλλο.
[7-1]+[ 6Χ2]+[5+3] Μαθαίνοντας αριθμητική με τον ARNE DAHL!
Τα μαθηματικά δεν ήταν ποτέ το δυνατό μου σημείο. Εξ’ ου και τα βρήκα μπαστούνια με τη νέα τριλογία του Arne Dahl. Τρία βιβλία αλλά μία ιστορία. Τα βιβλία δε διαβάζονται ξεχωριστά, ούτε και ανακατεμένα γιατί είναι άρρηκτα δεμένα το ένα με το άλλο.
Ένα τρυφερό μυθιστόρημα για την αγάπη και την βιβλιοφιλία
"«Ο αφηγητής του πρωινού τρένου» είναι από τα βιβλία εκείνα που τελειώνοντάς τα χαμογελάς. Σε κάθε του σελίδα μας υπενθυμίζει ότι η ζωή είναι ωραία και πως πρέπει να χαιρόμαστε κάθε της στιγμή.
Διαβάζεται απνευστί και όταν τελειώνει θες κι άλλο τόσο. Αυτή η ολιγοσέλιδη νουβέλα, τα έχει όλα στις σωστές δόσεις: Αισιοδοξία, ρομαντισμό, χιούμορ, εκκεντρικότητα των χαρακτήρων, πικρία και σαρκασμό.
Είναι ένα ευαίσθητο και ξεχωριστό βιβλίο που θα το απολαύσεις σίγουρα."
Πόσο πιο «διαβολικός» μπορεί να γίνει ένας συγγραφέας άμα θέλει; Η απάντηση είναι ΠΟΛΥ! Στο νέο του λοιπόν βιβλίο, ο αγαπημένος Chris Carter αποδεικνύει πως η ανθρώπινη διαστροφή είναι απύθμενη. Κι αν λάβει κανείς υπόψη του ότι η ιστορία αυτή είναι βασισμένη σε αληθινά γεγονότα, τότε καταλαβαίνει πως αυτό που πρόκειται να διαβάσει, τουλάχιστον από ψυχολογικής πίεσης, είναι το πιο σκληρό βιβλίο του απ’ όλα, όσα έχουμε διαβάσει μέχρι σήμερα.
Στην έκτη λοιπόν υπόθεση του Robert Hunter, έχουμε να κάνουμε με τον πιο παρανοϊκό δράστη, των μέχρι τώρα ιστοριών του Κάρτερ. Δε ψάχνουμε τον δολοφόνο, τον ξέρουμε από την αρχή κιόλας! Αυτό που ψάχνουμε είναι το «γιατί» καθώς και τα απομεινάρια των θυμάτων του serial killer, από τη φονική δραστηριότητα 25 ετών. Ο δράσης βρίσκεται ήδη στα χέρια του FBI, κλεισμένος σε ένα ανήλιαγο κελί, ωστόσο δε διστάζει να παίξει με το μυαλό και την ψυχολογία των πρακτόρων και κυρίως του Χάντερ, ο οποίος, κατά μία έννοια ή πολλές, εμπλέκεται προσωπικά στην υπόθεση. Η ανάκριση του κρατούμενου θα φέρει στην επιφάνεια πολλά και φρικιαστικά μυστικά. Μυστικά αδιανόητα. Μαζί όμως με τα κρυμμένα μυστικά αποκαλύπτονται και στοιχεία και λεπτομέρειες, από την προσωπική ζωή του Χάντερ, που μέχρι τώρα μας ήταν άγνωστα. Έτσι μας βοηθάει να τον γνωρίσουμε καλύτερα και να κατανοήσουμε κάποιες από τις συμπεριφορές του.
Η γραφή του Κάρτερ είναι πάντα αυτή που ξέρουμε κι αγαπάμε. Απλή, χωρίς λογοτεχνικές φιοριτούρες και η πλοκή να τρέχει με τρελές ταχύτητες. Τα μικρούτσικα κεφάλαια, τα οποία πάντα, μα πάντα όμως σε αφήνουν σε ένα μίνι cliffhanger, βοηθούν στην ταχύτατη ανάγνωση, με αποτέλεσμα το βιβλίο να τελειώνει σε χρόνο dt. Επιπλέον, παίζει με το χρόνο, ταξιδεύοντάς μας στο παρελθόν, μόνο και μονό για να μας επιστρέψει στο σήμερα και τούμπαλιν. Τα χρονικά αυτά σούρτα-φέρτα, δεν είναι καθόλου κουραστικά, αντίθετα, βοηθούν στην ευκολότερη κατανόηση της ιστορίας. Γενικότερα, το έχω ξαναπεί άλλωστε, τα βιβλία του Κάρτερ είναι η επιτομή του “page turner”.
Δε μπόρεσα να μη διακρίνω κάποιες ομοιότητες με τη «Σιωπή των αμνών» και τα υπόλοιπα βιβλία του Thomas Harris, ωστόσο αυτό δε με ενόχλησε και ιδιαίτερα, καταρχάς γιατί έχουν περάσει αιώνες από τότε που τα διάβασα και που είδα τις ταινίες και επειδή όπως προείπα, οι ταχύτητες ήταν τόσο ιλιγγιώδεις, που ούτε καν πρόλαβα να «διυλίσω τον κώνωπα». Κάποιοι ανέφεραν ομοιότητες και με την ταινία «Seven”, ωστόσο εγώ αυτές δεν τις εντόπισα, για τον ίδιο λόγο που ανέφερα παραπάνω. Εν τέλει όμως, στην τέχνη, όπως όλοι ξέρουμε, δεν υπάρχει παρθενογένεση.
Κάτι που παρατήρησα σχετικά με τα ονόματα των πρωταγωνιστών, προς μεγάλη μου τέρψη δηλαδή, μιας και η επιστήμη της σημειολογίας αλλά και η προέλευση των ονομάτων είναι πράγματα που πάντοτε τραβούσαν το ενδιαφέρον μου, είναι το εξής: Το όνομα Lucien είναι λατινογενής λέξη και σημαίνει «φως», ωστόσο έχει χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν, τόσο στη λογοτεχνία όσο και στον κινηματογράφο, ως ένα από τα ονόματα του Διαβόλου. Επίσης, το όνομα Ρόμπερτ έχει τις ρίζες του στην αρχαία γερμανική γλώσσα και είναι σύνθετη, με τα δυο συνθετικά της να σημαίνουν δόξα (glory) και φωτεινός (bright). Σε ελεύθερη μετάφραση ο «Δοξασμένος». Από την άλλη, το Χάντερ, Hunter στα αγγλικά, σημαίνει κυνηγός. Τι έχουμε λοιπόν εδώ; Το «Δοξασμένο κυνηγό του Φωτός» ή το «Δοξασμένο κυνηγό του Διαβόλου»; Αυτό μένει να το αποφασίσεις εσύ, που θα διαβάσεις αυτό το βιβλίο! Προσωπικά, στο προτείνω ανεπιφύλακτα! ;-)
«Η ιστορία ενός σκύλου που τον έλεγαν Πιστό» είναι το τέταρτο παιδικό βιβλίο του, αδικοχαμένου στη μάχη με τον κορωνοϊό, Luis Sepúlveda. Αν και χαρακτηρίζεται παιδική, η ιστορία του Πιστού στην πραγματικότητα απευθύνεται σε ανθρώπους κάθε ηλικίας.
Αφηγητής σε αυτό το πόνημα είναι, τι έκπληξη αλήθεια, ένα γερμανικό ποιμενικό, ο Afmau, που στη γλώσσα φυλής των Mapuche, σημαίνει «Πιστός».
Μέσα από τις 73 σελίδες του βιβλίου του, ο Sepúlveda μεταλαμπαδεύει τη Σοφία, την κουλτούρα και τον τρόπο του ζειν του Λαού των Mapuche, των Ανθρώπων της Γης, απ’ όπου κατάγεται και ο ίδιος ο συγγραφέας.
Είναι το ιδανικό δώρο για ένα παιδί. Ένας εξαιρετικός τρόπος για να τα διδάξουμε αρετές όπως η αγνή και ανιδιοτελής φιλία, η πίστη στα ιδανικά, η δύναμη των αναμνήσεων και ο σεβασμός για τη Μάνα Γη.
✔️ Αλήθεια, πως θα σου φαίνονταν εάν οι λέξεις έχαναν τη σημασία τους; Εάν εξαφανίζονταν τα νοήματα και χανόταν η αξία τους; Πως θα σου φαινόταν αν τα συναισθήματά σου δεν έβρισκαν τρόπο να αποδοθούν, αφού δε θα υπήρχαν λέξεις να τα ντύσουν; Τα ρητορικά αυτά αν και απίθανα ερωτήματα, πραγματεύεται στη, μόλις 124 σελίδων, συμβολική του νουβέλα, ο Roberto Vecchioni.
✔️ Πρόκειται για ένα αλληγορικό παραμύθι γραμμένο με απαράμιλλη λυρικότητα, όπως και τα υπέροχα τραγούδια που για πάνω από μισό αιώνα μας έχει χαρίσει ο συγγραφέας. Ποιητής και τραγουδοποιός, δε θα μπορούσε να ξέρει καλύτερα τη δύναμη και την αξία των λέξεων.
✔️ Μέσα από τις σελίδες του, βλέπουμε να συνυπάρχουν άφθονα όλα τα ανθρώπινα συναισθήματα. Χαρά, λύπη, απογοήτευση, αγωνία, φόβος. Αυτό που λείπει όμως είναι η δυναμική των λέξεων. Αυτή που δίνει νόημα στις φράσεις μας και δικαιολογεί τα συναισθήματά μας.
✔️ Ο "Βιβλιοπώλης" του Βεκιόνι, είναι ένα δυστοπικό παραμύθι που μας θυμίζει ότι οι λέξεις είναι παραπάνω από ένας προσυμφωνημένος κώδικας επικοινωνίας των ανθρώπων. Είναι η ζωφόρος των πάντων. Από τις λέξεις ξεκινάνε όλα και σε αυτές σταματάνε. Οι λέξεις δίνουν υπόσταση στα πράγματα, στα συναισθήματα, στις σκέψεις...
✔️ Το λάτρεψα και γνωρίζω πολύ καλά, πως θα βρίσκεται στη σκέψη μου κάθε φορά που πιθανόν, θα δυσκολεύομαι να εκφράσω αυτό που νιώθω.
Επτά μέρες μετά που ολοκλήρωσα το «Κάτι αστραφτερό» της Jacqueline Woodson και ακόμα να κατασταλάξει πλήρως μέσα μου. Η σκέψη μου εξακολουθεί να «παίρνει στο κατόπι», τις λέξεις, που τόσο όμορφα τοποθέτησε η Woodson, τη μία δίπλα στην άλλη. Πρόκειται για την ιστορία μιας αφροαμερικανικής οικογένειας και των γεγονότων που σημάδεψαν τη ζωή των μελών της. Εξετάζει θέματα και θεσμούς όπως η οικογένεια, η πανεπιστημιακή και κοινωνική μόρφωση, η κοινωνική θέση, ο ρατσισμός, ο αυτοπροσδιορισμός, η σεξουαλική ταυτότητα και η ερωτική επιθυμία, οι επιλογές στη ζωή και το τίμημα τους. Θεμελιώδη ζητήματα που έχει αντιμετωπίσει κάποια στιγμή στη ζωή του, ο καθένας από εμάς.
«Μερικές φορές το σώμα θέλει να αποτινάξει την ανάμνηση»
Με την υποβλητική της πένα, η Woodsoon περιγράφει μια απλή και συνηθισμένη, κατά τα φαινόμενα οικογένεια και δημιουργεί ολοζώντανα πορτρέτα. Με έντεχνες μεταβάσεις μπρος και πίσω στο χρόνο, δημιουργεί ένα σπουδαίο χρονογράφημα, ξεδιπλώνοντας τις πτυχές της κατακερματισμένης μνήμης των πρωταγωνιστών, φέρνοντας στην επιφάνεια θύμισες κι αναμνήσεις θολές και πυκνές σαν την πρωινή ομίχλη. Εμποτίζει κάθε σελίδα του βιβλίου με ενσυναίσθηση και συμπόνια και καθιστά τον αναγνώστη κοινωνό του πόνου των ηρώων της. Θεωρώ ότι η μεγάλη επιτυχία της Woodson σε αυτό το μυθιστόρημα, είναι ότι καταφέρνει να επικεντρωθεί στην ουσία και να καταγράψει με ακρίβεια τις διάφορες εμπειρίες των χαρακτήρων, συναισθηματικές και άλλες, αποφεύγοντας το δράμα και τη στασιμότητα, μεταβάλλοντας διαρκώς την προοπτική.
Το λιγότερο που θα μπορούσα να πω για τη συγγραφέα είναι ότι είναι μια ταλαντούχα μυθιστοριογράφος. Μου άρεσαν τα πάντα σε αυτό το βιβλίο. Η πανέμορφη πεζογραφία. Ο σεβασμός με τον οποίο προσεγγίζει το τραγικό γεγονός της 9/11. Η αφήγηση που ζωντανεύει υπέροχα και μας παίρνει από το χέρι, για να μας οδηγήσει εκεί που βρίσκεται ο πόνος και η απελπισμένη επιθυμία, για κάτι που μοιάζει αδύνατο να κατακτηθεί. Ο τρόπος που σε λίγες μόνο σελίδες, η Woodsοn κατάφερε να ολοκληρώσει τους χαρακτήρες της, δημιουργώντας ρεαλιστικούς ανθρώπους. Ο κάθε χαρακτήρας μιλά απευθείας στην ψυχή του αναγνώστη. Ζητάει κατανόηση ή ακόμα και συγχώρεση.
«Ήμουν τεσσάρων μηνών έγκυος και δεν είχα ιδέα πως στην αντίπερα όχθη της εγκυμοσύνης βρισκόταν η Μητρότητα»
Εν κατακλείδι, το νέο βιβλίο της Jacqueline Woodson, ήταν μια οδυνηρά συγκινητική ιστορία. Ένα μικρό βιβλίο, με τεράστια προοπτική. Συμπαγές και πολύ πλούσιο, το «Κάτι αστραφτερό» είναι ένα όμορφο και έντονα συναισθηματικό ταξίδι. Το αγάπησα γιατί το ένοιωσα αυθεντικό. Αληθινό. Θεωρώ ότι θα είναι ένα από τα καλύτερα της φετινής χρονιάς. Εννοείται ότι προτείνεται ασυζητητί.
Το δεύτερο μυθιστόρημα με τον Τζος Σίρμαν, που μας προσφέρει ο Λαπίντ, είναι πιο ατμοσφαιρικό και πιο δυνατό από πλευράς συναισθηματικού φορτίου, μιας και αφορά σε εξαφάνιση και δολοφονίες παιδιών. Το κοινωνικό στοιχείο είναι ακόμη πιο έντονο, χωρίς όμως να χάνει όλα αυτά που μας χάρισε τόσο απλόχερα στο πρώτο του: Ήρωες με προσωπικότητα, κίνητρα κι αδυναμίες, βιτριολικό χιούμορ, πολυδιάστατη και σαρωτική δράση κι ανατρεπτική πλοκή.
Και τα δυο βιβλία του Γιαίρ Λαπίντ είναι ευφυέστατα και καλοδουλεμένα και προσφέρουν απέραντη απόλαυση και αξίζουν την προσοχή σας. Πλέον αυτών, εξοικονομούν πολύ από τον πολύτιμο χρόνο στον αναγνώστη, λένε αυτό που θέλουν να πουν σε μικρή έκταση, χωρίς περιττά λόγια, για να γεμίζουν οι σελίδες.
Όσον αφορά στον κεντρικό ήρωα, είναι από τους πλέον αγαπημένους μου. Τον έχω στο μυαλό μου με τη μορφή του επίσης αγαπημένου Hugh Laurie, με τα μανίκια σηκωμένα, τα πουκάμισα να κρέμονται έξω από τα παντελόνια και το πρόσωπο ιδρωμένο, να αγκυλώνει από τα γένια κάμποσων ημερών. Ήρωας ή αντί-ήρωας, ο Τζος Σίρμαν είναι μια ολοκληρωμένη περσόνα, με αρκετά από τα χαρακτηριστικά του να αποτελούν κλισέ. Ωστόσο, θα χαιρόμουν πολύ αν τον ξανασυναντούσα στις αναγνωστικές μου διαδρομές.
Ο Yair Lapid είναι δημοσιογράφος, πολιτικός και συγγραφέας νουάρ μυθιστορημάτων από το Ισραήλ (όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά). Στη χώρα μας έχουν κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Πόλις, δύο μόνο από τα πολλά του μυθιστορήματα, το «Διπλό παιχνίδι» και το «Έκτο αίνιγμα». Τον γνώρισα εντελώς τυχαία, όταν βρήκα μέσα σε ταξί ξεχασμένο το δεύτερο βιβλίο του, το «Έκτο αίνιγμα». Μέχρι να φτάσω στον προορισμό μου, είχε και κίνηση, είχα διαβάσει ήδη το 1/3 του βιβλίου! Ο Λαπίντ είναι πολύ χαρισματικός άνθρωπος κι αυτό φαίνεται από τον τρόπο που γράφει. Αστείος, είρων, αθυρόστομος, αυτοσαρκαστικός, πολιτικοποιημένος, ευθύς και ενίοτε αλαζόνας. Η σαρωτική προσωπικότητά του αντικατοπτρίζεται ξεκάθαρα στα μυθιστορήματά του.
0
Must read μυθιστόρημα made in Israel!
Απλά και χωρίς φιοριτούρες γραμμένο, το «Διπλό παιχνίδι» μας γεμίζει με καθαρές εικόνες και διαλόγους που ρέουν αβίαστα. Με φόντο τις θρησκευτικές, πολιτικές και πολιτιστικές αντιφάσεις του σύγχρονου Ισραήλ, ο Λαπίντ μας ταξιδεύει στις γειτονιές του Τελ Αβίβ με ακριβή τρόπο και καταγράφει έξυπνα τα χρώματα και τις αντιθέσεις της πόλης και των κατοίκων της. Το «Διπλό παιχνίδι, είναι ένα μικρό διαμαντάκι που χωρίς να βασίζεται σε εντυπωσιακά μακελέματα και σκηνές πνιγμένες στο αίμα, είναι σίγουρο ότι θα ικανοποιήσει τους λάτρεις της νουάρ λογοτεχνίας!
Και τα δυο βιβλία του Γιαίρ Λαπίντ είναι ευφυέστατα και καλοδουλεμένα και προσφέρουν απέραντη απόλαυση και αξίζουν την προσοχή σας. Πλέον αυτών, εξοικονομούν πολύ από τον πολύτιμο χρόνο στον αναγνώστη, λένε αυτό που θέλουν να πουν σε μικρή έκταση, χωρίς περιττά λόγια, για να γεμίζουν οι σελίδες.
Όσον αφορά στον κεντρικό ήρωα, είναι από τους πλέον αγαπημένους μου. Τον έχω στο μυαλό μου με τη μορφή του επίσης αγαπημένου Hugh Laurie, με τα μανίκια σηκωμένα, τα πουκάμισα να κρέμονται έξω από τα παντελόνια και το πρόσωπο ιδρωμένο, να αγκυλώνει από τα γένια κάμποσων ημερών. Ήρωας ή αντί-ήρωας, ο Τζος Σίρμαν είναι μια ολοκληρωμένη περσόνα, με αρκετά από τα χαρακτηριστικά του να αποτελούν κλισέ. Ωστόσο, θα χαιρόμουν πολύ αν τον ξανασυναντούσα στις αναγνωστικές μου διαδρομές.
Ο Yair Lapid είναι δημοσιογράφος, πολιτικός και συγγραφέας νουάρ μυθιστορημάτων από το Ισραήλ (όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά). Στη χώρα μας έχουν κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Πόλις, δύο μόνο από τα πολλά του μυθιστορήματα, το «Διπλό παιχνίδι» και το «Έκτο αίνιγμα». Τον γνώρισα εντελώς τυχαία, όταν βρήκα μέσα σε ταξί ξεχασμένο το δεύτερο βιβλίο του, το «Έκτο αίνιγμα». Μέχρι να φτάσω στον προορισμό μου, είχε και κίνηση, είχα διαβάσει ήδη το 1/3 του βιβλίου! Ο Λαπίντ είναι πολύ χαρισματικός άνθρωπος κι αυτό φαίνεται από τον τρόπο που γράφει. Αστείος, είρων, αθυρόστομος, αυτοσαρκαστικός, πολιτικοποιημένος, ευθύς και ενίοτε αλαζόνας. Η σαρωτική προσωπικότητά του αντικατοπτρίζεται ξεκάθαρα στα μυθιστορήματά του.
Πολλοί από εμάς το γνωρίζουμε ως το βραβευμένο σκηνοθέτη και σεναριογράφο ταινιών όπως «Οι τρείς ταφές του Μελκιάδες Εστράδα (καλύτερο σενάριο, φεστιβάλ Καννών/2005), τα «21 Γραμμάρια» (Χρυσή Σφαίρα, φεστιβάλ Βενετίας/2003) και οι «Χαμένες αγάπες» (καλύτερη ταινία, φεστιβάλ Καννών/2000). Κάποιοι άλλοι σαν το συγγραφέα των «Ρετόρνο 201» και «Μια γλυκιά μυρωδιά θανάτου». Ο λόγος φυσικά, για το Μεξικανό συγγραφέα, καθηγητή πανεπιστημίου και σκηνοθέτη Guillermo Arriaga.
Στο βιβλίο του λοιπόν με τίτλο «Μια γλυκιά μυρωδιά θανάτου», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος, ο Arriaga πραγματεύεται το χρονικό ενός προαναγγελθέντος εγκλήματος με ηθικούς αυτουργούς τους κατοίκους ενός χωριού. Ένα φονικό, σε μια λιλιπούτεια κοινωνία ανθρώπων, τη Loma Grande, όπου τα προσχήματα και οι προκαταλήψεις κρατούν τον πρώτο ρόλο και η αλήθεια το ρόλο του κομπάρσου. Μια γλαφυρή αποτύπωση της αγροτικής κοινωνίας, με τις ίντριγκες, τα ψέματα και τη βία να καιροφυλακτούν ρητά και σιωπηρά και σε καθημερινή βάση. Κατάδυση στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση, όταν αυτή βρίσκεται σε συνθήκες πένθους και πίεσης. Οι κανόνες και η ηθική που θα περιμέναμε να διέπουν τις ανθρώπινες σχέσεις, είναι σχεδόν ανύπαρκτα ενώ η αστυνομία, διεφθαρμένη μέχρι το κόκκαλο, γυρνά το πρόσωπο αλλού, πυροδοτώντας ανεξέλεγκτες παρανοήσεις και φήμες που, αφού δε βρίσκουν τον πραγματικό ένοχο, τον εφευρίσκουν, στο πρόσωπο του πλέον άσχετου ανθρώπου. Και στο τέλος της μέρας, η αποκάλυψη της ταυτότητας του δολοφόνου δε φαίνεται να έχει πλέον κανένα νόημα, αφού το μόνο που έχει σημασία είναι ότι πρέπει να αποδοθεί η δικαιοσύνη, όπως την καταλαβαίνουν οι κάτοικοι αυτού του μικρόκοσμου.
Η αφηγητική δεινότητα του Arriaga είναι απολαυστική και το βιβλίο διαβάζεται σχεδόν σα να βλέπεις ταινία. Είναι τόσο εύκολο να κάνει ο αναγνώστης εικόνα την κάθε σκηνή. Είναι σκέτη μαγεία το πώς κατορθώνει ο συγγραφέας να μεταφέρει τη ζέστη και τη σκόνη του χωριού, τον ιδρώτα που κολλά στα καυτά κορμιά, τη γλυκερή μυρωδιά του θανάτου που τυλίγει το σώμα της άτυχης κοπέλας. Μου άρεσε κι ο τρόπος που χειρίστηκε και διαχειρίστηκε τους χαρακτήρες του. Διαθέτουν πλαστικότητα κι αληθοφάνεια, ενώ οι λεπτομερείς περιγραφές κάποιων από αυτούς, μας κάνουν να τους βλέπουμε ζωντανούς, μπροστά μας.
Κάτι που δε μου άρεσε στο βιβλίο, ήταν ότι υπήρχαν αρκετές αναφορές σε μάρκες προϊόντων λες και ήταν οι χορηγοί στο έργο. Αυτή η πρακτική δε μου αρέσει γενικά, όταν τη συναντώ σε βιβλία. Σα διάλειμμα για διαφημίσεις.
Για να καταλήξω, το βιβλίο διαβάζεται εν ριπή οφθαλμού. Είναι μια από τις καλύτερες νουάρ ιστορίες, που έχω διαβάσει φέτος και σας το προτείνω ανεπιφύλακτα! Θέλω να δω και την ταινία!
1
Η νέα περιπέτεια του 007!
Ο Anthony Horowitz είναι ένας από τους πιο παραγωγικούς και επιτυχημένους συγγραφείς του Ηνωμένου Βασιλείου. Πρόκειται για έναν πολύμαθο και πολυπράγμων άνθρωπο. Στο ενεργητικό του καταγράφονται πάνω από 40 βιβλία για μικρούς και μεγάλους καθώς επίσης σενάρια τηλεοπτικών σειρών και ταινιών, θεατρικές παραστάσεις μα και πλούσια αρθρογραφία. Δεν είναι τυχαίο ότι το 2011, το ίδρυμα Arthur Conan Doyle ανέθεσε στον συγγραφέα να γράψει τα μυθιστορήματα «Ο οίκος του μεταξιού» και «Μοριάρτι» (κυκλοφορούν από εκδόσεις Anubis), με ήρωα τον Σέρλοκ Χολμς. Και τα δυο μυθιστορήματα γνώρισαν τεράστια επιτυχία, σε παγκόσμιο επίπεδο. Ομοίως, το 2015, του ανατέθηκε από το ίδρυμα Ian Fleming αυτή τη φορά, να γράψει τα μυθιστορήματα «Παγωμένη σκανδάλη» και «Ο θάνατος του 007. Και για τα δυο αυτά μυθιστορήματα, η επιτυχία είναι μονόδρομος. Μάλιστα, τον Ιανουάριο του 2014, ο Anthony Horowitz τιμήθηκε με το βραβείο ΟΒΕ, για τις υπηρεσίες του στη Λογοτεχνία.
Το ιδιαίτερο ταλέντο του Horowitz είναι διάχυτο σε κάθε του νέο πόνημα. Πρόσφατα διάβασα τα δυο του νέα βιβλία, με τον Τζέιμς Μποντ κι έχω να πω ότι δεν έχουν σε τίποτα να ζηλέψουν από τα βιβλία του μεγάλου Ian Flemming. Σε αντίθεση με το Flemming, η γραφή του οποίου είναι πιο τετράγωνη, πιο επίπεδη, ο Horowitz τολμά να διανθίσει το λόγο του με λογοτεχνικές φιοριτούρες, χωρίς ωστόσο να το παρακάνει και εν τέλει να μας προσφέρει ένα πολύπλευρο κι άκρως ενδιαφέρον ανάγνωσμα. Η αλήθεια είναι ότι για μένα, ο Anthony Horowitz έχει πάει τις ιστορίες του Πράκτορα 007 ένα επίπεδο παραπάνω!
Περιπέτεια, γρήγορα αυτοκίνητα, ωραίες γυναίκες, αδίστακτους δολοφόνους, ανατροπές που δεν τις βλέπεις να’ρχονται... Όλα τα έχει ο «μπαξές» του Βρετανού συγγραφέα. Η πλοκή και στα δύο βιβλία είναι καταιγιστική. Με εξαιρετικά προσεγμένες και ρεαλιστικές σκηνές, μας προσφέρει την απόλυτη κινηματογραφική απόλαυση, μέσα από τις σελίδες των βιβλίων του. Αυτό που έχει καταφέρει με πολύ μεγάλη επιτυχία να κάνει ο συγγραφέας, είναι να ενστερνιστεί τον τρόπο γραφής του «προκατόχου» του. Συνάμα όμως, έχει αφήσει να προσχωρήσουν στη γραφή του και στοιχεία της δικής του προσωπικότητας, προσδίδοντας εν τέλει στα βιβλία του, έναν πρισματικό χαρακτήρα. Τέλος, έχει πετύχει να «μπει στο πετσί του ρόλου» του 007 κι αποδίδει άψογα, αυτόν τον τόσο δημοφιλή χαρακτήρα.
Να πω εδώ ότι, το «Ο θάνατος του 007» -μα πόσο πιασάρικος τίτλος;- βασίστηκε σε σημειώσεις του ίδιου του Ίαν Φλέμινγκ, για την τηλεοπτική σειρά με τίτλο «Russian Rulette”, η οποία όμως δεν γυρίστηκε ποτέ. Σε αυτό το βιβλίο μαθαίνουμε και το πώς ο Τζέιμς Μποντ απέκτησε την κωδική ονομασία 007 και την «άδεια να σκοτώνει», ενώ μας λύνει την απορία γιατί προτιμά το μαρτίνι του «shaken, not stirred» (χτυπημένο κι όχι ανακατεμένο).
Από την άλλη, στην «Παγωμένη σκανδάλη» μέσα από τις ιλιγγιώδεις διαδρομές του Grand Prix του Νίρμπουργκρινγκ, συναντάμε μια παλιά γνώριμη… την εκρηκτική Πούσι Γκαλόρ (Goldfinger)! Σε αυτή του την περιπέτεια, ο 007 έρχεται αντιμέτωπος με τον αρχηγό της ρωσικής υπηρεσίας κατασκοπείας (SMERSH) και τον Τζ.Σιν, έναν Κορεάτη πολυεκατομμυριούχο, που μόνο στόχο τους έχουν να πλήξουν ανεπανόρθωτα την Αμερική. «Ο Μποντ ήξερε ότι θα ερχόταν η ώρα, μια στιγμή σε κάποια αποστολή που η τύχη του θα στέρευε. Ήταν μαθηματική βεβαιότητα. Κανένας πράκτορας δεν επιβίωνε για πολύ στον κλάδο των πρακτόρων Μηδέν- Μηδέν, και κάποια μέρα, κάποιος, κάπου θα έκλεβε το πλεονέκτημα και θα ήταν εκείνος που θα κειτόταν νεκρός, κοιτάζοντας απλανώς τη βροχή. Αλλά όχι σήμερα.». Γιατί σήμερα έχει στο πλευρό του την «από μηχανής Θεά» του, που ακούει στο πολλά υποσχόμενο όνομα, Τζέπαρντι Λέιν.
Το έχω ξαναπεί και το ξαναλέω… ο Anthony Horowitz είναι δεξιοτέχνης. Αν αγαπάτε τον 007 και τις περιπέτειές του, τότε φτιάξτε ένα μαρτίνι, ξαπλώστε αναπαυτικά στον καναπέ σας και αφεθείτε στην γοητεία του πιο αγαπητού πράκτορα. Προτείνεται ανεπιφύλακτα!
Ο Anthony Horowitz είναι ένας από τους πιο παραγωγικούς και επιτυχημένους συγγραφείς του Ηνωμένου Βασιλείου. Πρόκειται για έναν πολύμαθο και πολυπράγμων άνθρωπο. Στο ενεργητικό του καταγράφονται πάνω από 40 βιβλία για μικρούς και μεγάλους καθώς επίσης σενάρια τηλεοπτικών σειρών και ταινιών, θεατρικές παραστάσεις μα και πλούσια αρθρογραφία. Δεν είναι τυχαίο ότι το 2011, το ίδρυμα Arthur Conan Doyle ανέθεσε στον συγγραφέα να γράψει τα μυθιστορήματα «Ο οίκος του μεταξιού» και «Μοριάρτι» (κυκλοφορούν από εκδόσεις Anubis), με ήρωα τον Σέρλοκ Χολμς. Και τα δυο μυθιστορήματα γνώρισαν τεράστια επιτυχία, σε παγκόσμιο επίπεδο. Ομοίως, το 2015, του ανατέθηκε από το ίδρυμα Ian Fleming αυτή τη φορά, να γράψει τα μυθιστορήματα «Παγωμένη σκανδάλη» και «Ο θάνατος του 007. Και για τα δυο αυτά μυθιστορήματα, η επιτυχία είναι μονόδρομος. Μάλιστα, τον Ιανουάριο του 2014, ο Anthony Horowitz τιμήθηκε με το βραβείο ΟΒΕ, για τις υπηρεσίες του στη Λογοτεχνία.
Το ιδιαίτερο ταλέντο του Horowitz είναι διάχυτο σε κάθε του νέο πόνημα. Πρόσφατα διάβασα τα δυο του νέα βιβλία, με τον Τζέιμς Μποντ κι έχω να πω ότι δεν έχουν σε τίποτα να ζηλέψουν από τα βιβλία του μεγάλου Ian Flemming. Σε αντίθεση με το Flemming, η γραφή του οποίου είναι πιο τετράγωνη, πιο επίπεδη, ο Horowitz τολμά να διανθίσει το λόγο του με λογοτεχνικές φιοριτούρες, χωρίς ωστόσο να το παρακάνει και εν τέλει να μας προσφέρει ένα πολύπλευρο κι άκρως ενδιαφέρον ανάγνωσμα. Η αλήθεια είναι ότι για μένα, ο Anthony Horowitz έχει πάει τις ιστορίες του Πράκτορα 007 ένα επίπεδο παραπάνω!
Περιπέτεια, γρήγορα αυτοκίνητα, ωραίες γυναίκες, αδίστακτους δολοφόνους, ανατροπές που δεν τις βλέπεις να’ρχονται... Όλα τα έχει ο «μπαξές» του Βρετανού συγγραφέα. Η πλοκή και στα δύο βιβλία είναι καταιγιστική. Με εξαιρετικά προσεγμένες και ρεαλιστικές σκηνές, μας προσφέρει την απόλυτη κινηματογραφική απόλαυση, μέσα από τις σελίδες των βιβλίων του. Αυτό που έχει καταφέρει με πολύ μεγάλη επιτυχία να κάνει ο συγγραφέας, είναι να ενστερνιστεί τον τρόπο γραφής του «προκατόχου» του. Συνάμα όμως, έχει αφήσει να προσχωρήσουν στη γραφή του και στοιχεία της δικής του προσωπικότητας, προσδίδοντας εν τέλει στα βιβλία του, έναν πρισματικό χαρακτήρα. Τέλος, έχει πετύχει να «μπει στο πετσί του ρόλου» του 007 κι αποδίδει άψογα, αυτόν τον τόσο δημοφιλή χαρακτήρα.
Να πω εδώ ότι, το «Ο θάνατος του 007» -μα πόσο πιασάρικος τίτλος;- βασίστηκε σε σημειώσεις του ίδιου του Ίαν Φλέμινγκ, για την τηλεοπτική σειρά με τίτλο «Russian Rulette”, η οποία όμως δεν γυρίστηκε ποτέ. Σε αυτό το βιβλίο μαθαίνουμε και το πώς ο Τζέιμς Μποντ απέκτησε την κωδική ονομασία 007 και την «άδεια να σκοτώνει», ενώ μας λύνει την απορία γιατί προτιμά το μαρτίνι του «shaken, not stirred» (χτυπημένο κι όχι ανακατεμένο).
Από την άλλη, στην «Παγωμένη σκανδάλη» μέσα από τις ιλιγγιώδεις διαδρομές του Grand Prix του Νίρμπουργκρινγκ, συναντάμε μια παλιά γνώριμη… την εκρηκτική Πούσι Γκαλόρ (Goldfinger)! Σε αυτή του την περιπέτεια, ο 007 έρχεται αντιμέτωπος με τον αρχηγό της ρωσικής υπηρεσίας κατασκοπείας (SMERSH) και τον Τζ.Σιν, έναν Κορεάτη πολυεκατομμυριούχο, που μόνο στόχο τους έχουν να πλήξουν ανεπανόρθωτα την Αμερική. «Ο Μποντ ήξερε ότι θα ερχόταν η ώρα, μια στιγμή σε κάποια αποστολή που η τύχη του θα στέρευε. Ήταν μαθηματική βεβαιότητα. Κανένας πράκτορας δεν επιβίωνε για πολύ στον κλάδο των πρακτόρων Μηδέν- Μηδέν, και κάποια μέρα, κάποιος, κάπου θα έκλεβε το πλεονέκτημα και θα ήταν εκείνος που θα κειτόταν νεκρός, κοιτάζοντας απλανώς τη βροχή. Αλλά όχι σήμερα.». Γιατί σήμερα έχει στο πλευρό του την «από μηχανής Θεά» του, που ακούει στο πολλά υποσχόμενο όνομα, Τζέπαρντι Λέιν.
Το έχω ξαναπεί και το ξαναλέω… ο Anthony Horowitz είναι δεξιοτέχνης. Αν αγαπάτε τον 007 και τις περιπέτειές του, τότε φτιάξτε ένα μαρτίνι, ξαπλώστε αναπαυτικά στον καναπέ σας και αφεθείτε στην γοητεία του πιο αγαπητού πράκτορα. Προτείνεται ανεπιφύλακτα!
0
Ενδιαφέρουσα αστυνομική ιστορία με κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις
«Πόσα δέντρα χρειάζονται για να φτιαχτεί ένα δάσος;»
Γνώρισα τον Αρναλντούρ Ιντρίντασον μέσα από το βιβλίο του «Φορμόλη» και πραγματικά τον λάτρεψα. Έκτοτε έχω διαβάσει, ανάκατα είναι η αλήθεια, κάποια από τα βιβλία της σειράς με τον επιθεωρητή Έτλεντουρ. Αν και μην παίρνοντάς τα με τη σειρά έχασα την ευκαιρία να παρακολουθήσω την εξέλιξη των χαρακτήρων, δεν αποτέλεσε τροχοπέδη στην απόλαυσή μου. Τον αγαπώ τον Ιντρίντασον και τον παρακολουθώ.
Όσον αφορά τώρα, στο 4ο βιβλίο της σειράς, ο συγγραφέας δε μας έδωσε πιστεύω τον καλύτερό του εαυτό. Σίγουρα πρόκειται για μια πολύ καλή προσπάθεια, ωστόσο έχω την αίσθηση ότι δεν κατάφερε να αποδώσει με επιτυχία, την υπέροχη ατμόσφαιρα που συνάντησα στα υπόλοιπα βιβλία του. Το θέμα του δεν ήταν αμιγώς αστυνομικό, όπως άλλωστε όλα τα προηγούμενα. Είχε πολλές κοινωνικοπολιτιστικές προεκτάσεις. Με μια βραδύκαυστη, δραματική ιστορία, ο Indridason ασχολείται με τη μετανάστευση, τη ξενοφοβία και το ρατσισμό, την κακοποίηση ανηλίκων μα και την παιδική παραβατικότητα και το bulling ενώ παράλληλα, πλέκει την αστυνομική του πλοκή και αναπτύσσει τα γεγονότα.
Έχοντας στα χέρια του ένα τόσο δυνατό «χαρτί» και με την «προϋπηρεσία» που έχει σε αυτού του είδους τη λογοτεχνία, σίγουρα περίμενα κάτι περισσότερο από αυτόν. Θεωρώ ότι άγγιξε επιφανειακά τα «καυτά» ζητήματα τα οποία πραγματεύεται κι επίσης δεν εμβάθυνε αρκετά στην αστυνομική ιστορία. Γενικότερα κι ενώ το διάβασα με ευχαρίστηση και το ολοκλήρωσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, δε μου έδωσε όλα εκείνα που περίμενα. Σίγουρα προβληματίζει και δημιουργεί αγωνία για το τι θα συμβεί τελικά στους ήρωες, ωστόσο, δεν καλύπτει τις ανάγκες ενός λάτρη της αστυνομικής λογοτεχνίας.
Παρόλ’ αυτά, αν δεν το έχεις ήδη διαβάσει, θα σου πρότεινα να το κάνεις, γιατί, αν και δεν έχουμε ν κάνουμε με τον «κλασσικό» Arnaldur Indridason, έχουμε μια ενδιαφέρουσα, δραματική ιστορία, με καλοφτιαγμένους ήρωες και μεστό και καθαρό λόγο, που δεν κουράζει. Κι επιπλέον έχουμε να κάνουμε με το συγγραφέα της καρδιάς μας. ;-)
Καλές αναγνώσεις!
Όλοι έχουμε διαβάσει σε διάφορες κριτικές και σχολιασμούς ότι "Οι φόνοι της κίσσας" είναι ένα βιβλίο φόρος τιμής στην βασίλισσα του σασπένς την Αγκάθα Κρίστι. Αυτό είναι απολύτως αληθές, αφού αν δεν διάβαζε κάποιος το όνομα του Anthony Horowitz στο εξώφυλλο θα πίστευε, ίσως πάρα πολύ άνετα, ότι το έχει γράψει πράγματι η Κρίστι.
Το καταπληκτικό που συμβαίνει, με αυτό το βιβλίο του Χόροουιτζ, είναι ότι πρόκειται για ένα βιβλίο μέσα σε ένα άλλο βιβλίο! Φαντάζομαι οι περισσότεροι από εσάς θα έχετε διαβάσει σχετικά με αυτό.
Επίσης να πω ότι, κάτι που εντείνει την αίσθηση του "βιβλίου μέσα στο βιβλίο" είναι η διαφοροποίηση της αρίθμησης των σελίδων η οποία αλλάζει μεταξύ των δύο ιστοριών. Αρίθμηση μέσα στην αρίθμηση... Μη με ρωτήσετε δηλαδή σε ποια σελίδα είμαι... Χιχιχι!
Αρχικά λοιπόν έχουμε την υπεύθυνη έκδοσης Σουζάνα Ράιλαντ, να διαβάζει το χειρόγραφο ενός από τους συγγραφείς της, ο οποίος έχει εξαφανιστεί. Μαζί με την Σουζαν, διαβάζουμε κι εμείς σε real time (περίπου δηλαδή) την ιστορία. Φτάνοντας στο τέλος της, η Σούζαν (μαζί κι εμείς), διαπιστώνει ότι λείπουν 2-3 κεφάλαια με την λύση του μυστηρίου. Και κάπου εκεί ανακαλύπτεται και το πτώμα του συγγραφέα. Με την γνώση του θανάτου του δημιουργού της ιστορίας, η Σούζαν καταλαβαίνει ότι θα πρέπει να πάρει η ίδια τον ρόλο του ντετέκτιβ και να μάθει τι ακριβώς έχει συμβεί.
Η ιστορία της ιστορίας (;;;!!!), τοποθετείται λίγο μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο στο Σάκσμπι-ον-Έιβον της Αγγλίας κι έχει τον "αέρα" και τα αρώματα της βρετανικής εξοχής, που έχουμε γνωρίσει στο παρελθόν, στις ιστορίες της Αγκάθα με την Μις Μαρπλ.
Ως κεντρικούς ήρωες έχουμε έναν τετραπέρατο ιδιωτικό ερευνητή, τον Αττικους Πυντ, μαζί με τον αδαή αλλά φιλότιμο βοηθό του Τζέιμς Φρέιζερ καθώς κι έναν επιθεωρητη της αστυνομίας, τον Τσαμπ, ο οποίος ομως είναι αρκετά υποτονικός ως χαρακτήρας (προφανώς εσκεμμένα). Αυτός ο Τσαμπ λοιπόν, παρότι φαίνεται να αντιτίθεται στην ιδέα οτι πρωτοστατεί στις έρευνες ο ιδιωτικός ερευνητής, εν τούτοις, αυτός υποστηρίζει τις προσπάθειες του και ακολουθεί τις συμβουλές του. Να ήξερε και τι θέλει τελικά...
Τα θύματα ειναι ο πλούσιος ευγενής Σερ Μαγκνους Πάι κι η οικονόμος του Μαίρη Μπλάκιστον. Έχουν κι οι δυο πολλά να κρύψουν κι από πολλά να κρυφτούν.
Οι υποψήφιοι και εν δυνάμει δολοφόνοι είναι πολλοί και με πολλούς "σκελετούς", ο καθένας από αυτούς στην ντουλάπα του. Ο Χοροουιτζ ξεδιπλώνει με άνεση και μαεστρία το γαϊτανάκι των υπόπτων, καθιστώντας κάθε έναν ικανό για το έγκλημα αυτό... ή και κάποιο άλλο...
Ποιος όμως σκότωσε τον Σερ Μάγκνους και την Μαίρη πραγματικά; Είναι όντως ένας ο δολοφόνος ή εμπλέκονται περισσότεροι; Αυτό μέλλει να το μάθετε διαβάζοντας για τους Φόνους της Κίσσας. Αυτό που εγώ μπορώ να σας πω είναι ότι ο Anthony Horowitz έχει γράψει μια υπέροχη ιστορία, με σφιχτοπλεγμενη πλοκή, που δεν αφήνει κενά και απορίες.
0
Έξαιρετική πλοκή και λαμπροί χαρακτήρες
Η αλήθεια είναι ότι ο Anthony Horowitz μας έχει συνηθίσει σε ιδιαιτέρως έξυπνα και καλογραμμένα μυθιστορήματα, οπότε κάθε φορά που κυκλοφορεί ένα νέο του βιβλίο, οι προσδοκίες βρίσκονται πολύ ψηλά. Ωστόσο, με το «Η ποινή είναι θάνατος», δεν έφτασε τον πήχη, που ο ίδιος έχει θέσει με τα προηγούμενα μυθιστορήματά του. Παρ’ όλ’ αυτά όμως, πάλι μας προσέφερε ένα ευφυές και ενδιαφέρον μυθιστόρημα που το απόλαυσα σε όλη του την έκταση.
Το «Η ποινή είναι θάνατος» είναι το δεύτερο βιβλίο της τριλογίας με τον ντετέκτιβ Χόθορν. Πρόκειται για ένα παλαιού τύπου, καλό μυστήριο μετά φόνου κι αυτό είναι που το καθιστά τόσο ξεχωριστό. Όπως πάντα, η γραφή του έχει κάτι από Agatha Christie, με κεντρικό ήρωα ένα σύγχρονο Sherlock Holmes. H ιστορία που πραγματεύεται αυτή τη φορά ο Horowitz, έχει να κάνει με τη δολοφονία ενός μεγαλοδικηγόρου διαζυγίων. O τόπος του εγκλήματος προσφέρει πληθώρα στοιχείων κι ευρημάτων, που όμως μοιάζει να μην οδηγούν πουθενά. Με μια ομάδα υπόπτων όπου ο καθένας έχει και το μέσο, το κίνητρο και την ευκαιρία για να διαπράξει το έγκλημα, ο εντοπισμός του δολοφόνου δεν είναι εύκολη. Πολλά στοιχεία, πολλοί ύποπτοι. Λαβύρινθος κανονικός!
Η πλοκή είναι έξυπνη, γρήγορη, ανατρεπτική μα κυρίως, άκρως απολαυστική. Διαβάζεται δε σε χρόνο Dt. Οι ήρωες καλοσχεδιασμένοι και αληθοφανείς, ενώ ιδιαιτέρως συμπαθής γίνεται για μια ακόμη φορά, το alter ego του Horrowitz και βοηθός του Χόθορν στην αναζήτηση του ενόχου. Ο Χόθορν από την άλλη, είναι πανέξυπνος, πονηρός, επιφυλακτικός, καχύποπτος, αγενής, ρατσιστής και γενικότερα ένας τύπος που κάνει ότι περνά από το χέρι του για να γίνει αντιπαθής. Ωστόσο, όσον αφορά εμένα, δεν τα καταφέρνει θα έλεγα.
Συνολικά, το «Η ποινή είναι θάνατος» είναι ένα συναρπαστικό και διασκεδαστικό βιβλίο. Και μπορεί να είναι υποδεέστερο των προηγούμενων, ωστόσο έχει μια εξαιρετική πλοκή, λαμπρούς χαρακτήρες και πολλές εκπλήξεις κρυμμένες στις σελίδες του. Προτείνεται βεβαίως στους λάτρεις του αστυνομικού και όχι μόνο!
Στο πρώτο βιβλίο της τριλογίας του με τον ιδιωτικό ερευνητή Ντάνιελ Χόθορν, ο συγγραφέας του best seller “Οι φόνοι της κίσσας» δικαιώνει την αγάπη που του έχουν οι αναγνώστες του ανά τον κόσμο. Με το "Η λέξη είναι φόνος", ο Horowitz καταφέρνει να μπλέξει αριστοτεχνικά την πραγματικότητα με τη μυθοπλασία και το Τώρα με το Τότε, αφού μας προσφέρει ένα σύγχρονο μυστήριο φόνου με εσάνς παρελθόντος. Τοποθετεί δε τον εαυτό του στη θέση του συμπρωταγωνιστή/αφηγητή κι εξυφαίνει ένα πανέξυπνο λογοτεχνικό γαϊτανάκι.
Σε αυτή του την προσπάθεια ο συγγραφέας έχει καταφέρει να συνδυάσει τη φαντασία με την πραγματικότητα, εμπλέκοντας ακόμα και ονόματα διάσημων ηθοποιών και σημαντικών σκηνοθετών αλλά και σειρές της τηλεόρασης, εκπομπές, ταινίες και θεατρικές παραστάσεις. Πραγματικά δεν μπορώ να φανταστώ κανέναν άλλο που να μπορούσε να πετύχει αυτό ακριβώς το αποτέλεσμα, καλύτερα από τον Anthony Horowitz!
Από πλευράς ιστορίας, έχουμε τον αντιπαθέστατο μεν, ευφυέστατο δε, πρώην επιθεωρητή της αστυνομίας, ονόματι Daniel Hothorn, παρέα με τον βοηθό του και alter ego του συγγραφέα, οι οποίοι καλούνται να εξιχνιάσουν από τη μια τη δολοφονία μιας ηλικιωμένης κι από την άλλη, να συγκεντρώσουν υλικό, έτσι ώστε η εξιχνίαση του εγκλήματος να γίνει ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, με βασικό ήρωα τον πρώτο. Οι δυο τους, αποτελούν αυτό που θα λέγαμε χαριτολογώντας "ζευγαράκι της Αγ. Παρασκευής". Εντελώς αταίριαστοι, βαδίζουν πλάι-πλάι στην ιστορία και ξετυλίγουν το νήμα της ζωής και του θανάτου της εκλιπούσας και ερευνούν τον κύκλου της, προκειμένου να εντοπίσουν τον ένοχο.
Με μια γρήγορη πλοκή, η οποία δεν κάνει κοιλιά πουθενά και με χαρακτήρες τόσο γοητευτικούς κι αληθινούς που τους νιώθεις σχεδόν οικείους, ο συγγραφέας μας οδηγεί στο απολύτως ανατρεπτικό τέλος. Η αλήθεια είναι, ότι αν και καθ' όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης του βιβλίου, μου δόθηκαν αρκετά στοιχεία για να καταλάβω την ταυτότητα του δολοφόνου, εν τούτοις, δεν το κατάλαβα, παρά μόνο όταν ο συγγραφέας το άφησε να φανεί! Και τι χαρά ήταν αυτή! Δεν υπάρχει χειρότερη απογοήτευση από το να σου στερεί το ίδιο σου το μυαλό, τη χαρά της αποκάλυψης του δολοφόνου!
Το "Η λέξη είναι φόνος" είναι ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα το οποίο τα έχει όλα: Ένταση, ανατροπές και μυστήριο. Ωστόσο, με κάποιο τρόπο μαγικό, καταφέρνει να κρατήσει την αληθοφάνειά του και να μην κουράσει καθόλου. Αν αγαπήσατε τους «Φόνους της Κίσσας», είναι σίγουρο ότι θα λατρέψετε τη Λέξη!
Ildefonso Falcones de Sierra λοιπόν! Ισπανός στην καταγωγή και δικηγόρος στο επάγγελμα. Αρχικά τουλάχιστον, γιατί πλέον μπορεί να συστήνεται ως συγγραφέας πλήρους απασχόλησης. «Η Παναγιά της Θάλασσας» είναι το πρώτο του μυθιστόρημα, το οποίο του πήρε ούτε λίγο ούτε πολύ, πέντε ολόκληρα χρόνια για να το ολοκληρώσει, λόγω του ότι μοίραζε το χρόνο του μεταξύ της συγγραφής και της εργασίας του, από την οποία έβγαζε τα προς το ζην. Με την πρώτη έκδοση όμως, δικαιώθηκαν οι κόποι του, αφού το βίβλιο αμέσως λατρεύτηκε από το κοινό και μεταφράστηκε σε πάνω από 35 γλώσσες.
Το πρώτο αυτό έργο του Ildefonso Falcones, ανήκει στην κατηγορία της ιστορικής μυθοπλασίας (historical fiction) και ακολουθεί στενά τα ιστορικά γεγονότα στην Καταλονία του 1300, υπό τη βασιλεία του Πέτρου Γ’. Παράλληλα διαθέτει μια γρήγορη και πολύ ελκυστική πλοκή. Με την πένα του ο Falcones ζωγραφίζει μαγευτικές εικόνες και μας προσφέρει μια θαυμάσια θέα της ακμάζουσας Βαρκελώνης του Μεσαίωνα ενώ μας προσφέρει πληθώρα ιστορικών πληροφοριών για την εποχή, τον τόπο και τους ανθρώπους της ιστορίας. Με μια πανέμορφη γλώσσα, που δεν κουράζει, μας προσφέρει εντυπωσιακές περιγραφές του καθεδρικού ναού, Santa Maria de la Mar και της Βαρκελώνης του 14ου αιώνα.
Η κινηματογραφική και άκρως ατμοσφαιρική πλοκή του έργου, ακολουθεί τη ζωή του Αρνάου Εστανιόλ, ενός δουλοπάροικου που αντιστέκεται στο κατεστημένο και στο φεουδάρχη αφέντη του και καταφεύγει από την επαρχία της Καταλονίας, στη Βαρκελώνη. Εκεί, με πολύ κόπο κι ιδρώτα αλλά και τη βοήθεια ανθρώπων που στην πορεία της ζωής του ευεργέτησε, κατορθώνει να αποκτήσει αυτονομία και ελευθερία, ενώ παράλληλα δραστηριοποιείται στο εμπόριο και πλουτίζει. Ποτέ όμως δε ξεχνά την καταγωγή του και τους ανθρώπους που τον βοήθησαν.
Στο σύνολό του το βιβλίο καλύπτει πολλά πραγματικά γεγονότα όπως τους νόμους των αρχόντων, την καταπάτηση των δικαιωμάτων των δουλοπάροικων, την πείνα και την εξαθλίωση των φτωχών, τις πρακτικές των συντεχνιών, τη μεταχείριση των γυναικών και των Εβραίων, πολέμους, τη βουβωνική πανώλη, την Ιερά Εξέταση και γενικά, όλες τις πτυχές της ζωής στη Βαρκελώνη του Μεσαίωνα. Αυτό το βιβλίο είναι ένα τέλειο παράδειγμα για το πώς η ιστορική μυθοπλασία μπορεί να διδάξει με ευχάριστο, συναρπαστικό τρόπο. Στο τέλος του βιβλίου μάλιστα, υπάρχει το σημείωμα του συγγραφέα, όπου εξηγεί με σαφήνεια ποιο γεγονός είναι πραγματικό και ποιο ανήκει στη σφαίρα της φαντασίας του. Και αυτό που ξαφνιάζει πραγματικά, είναι ότι γεγονότα που νομίζει κανείς ότι ήταν μυθοπλασία, ήταν πέρα για πέρα αληθινά.
Πέρα από τη δυναμική πλοκή, ο Φαλκόνες έχει κάνει και πανέμορφη δουλεία από πλευράς ανάλυσης χαρακτήρων. Κάθε χαρακτήρας παίζει σημαντικό ρόλο. δεν υπάρχει κανένας που θα μπορούσε να παραλειφθεί, χωρίς να δημιουργηθεί κενό στην ιστορία. Κάθε χαρακτήρας ήταν στιβαρός και καλά μελετημένος, ίσως μάλιστα και περισσότερο απ’ όσο πραγματικά χρειαζόταν. Σε κάνα δυο περιπτώσεις ένοιωσα ότι εξιδανικεύει κάποιους ενώ παρουσιάζει περισσότερο κακούς κάποιους άλλους. Ωστόσο, αυτή ήταν η δική μου αίσθηση κι όχι απαραίτητα σωστή.
«Η Παναγιά της Θάλασσας» είναι ένα επικό έργο. Ένα λογοτεχνικό διαμάντι τεραστίων διαστάσεων, το οποίο έχει αποσπάσει διθυραμβικές κριτικές σε παγκόσμιο επίπεδο. Μέσα από τις 734 σελίδες του, ο αναγνώστης ζει σε απίστευτα γρήγορες ταχύτητες, σκηνές βίας, έρωτα, πολέμου, εκδίκησης, ατίμωσης, αδικίας, αγάπης και δικαίωσης. Εμπιστέψου με όταν σου λέω, ότι όποιος το διαβάσει θα ζήσει ένα φανταστικό αναγνωστικό ταξίδι, στο χώρο και το χρόνο! ΔΙΑΒΑΣΕ ΤΟ!
Καλές αναγνώσεις!
Trivia:
- O καθεδρικός ναός Santa Maria de la Mar, ο επονομαζόμενος και Καθεδρικός του Λαού, χτίστηκε από και για τους κατοίκους της Βαρκελώνης, στη θέση ενός παλαιότερου ναού, ενώ στα θεμέλιά του βρίσκεται ένα αρχαίο ρωμαϊκό νεκροταφείο.
- Η Σάντα Μαρία ήταν τόσο σπουδαία για το Λαό της Βαρκελώνης, που ο βασιλιάς Πέτρος επέλεξε την πλατεία της για να καλέσει τους πολίτες στον πόλεμο κατά της Σαρδηνίας.
- Την εποχή του Μεσαίωνα, ένα από τα πιο επικερδή επαγγέλματα ήταν η αγοραπωλησία διαφορετικών νομισμάτων.
- Η Καταλονία ήταν από τις πρώτες περιοχές όπου δραστηριοποιήθηκε η Ιερά Εξέταση
- Όταν παντρεύονταν δυο δουλοπάροικοι, ο φεουδάρχης διατηρούσε το «δικαίωμα» να κοιμηθεί πρώτα εκείνος με τη νύφη και μάλιστα τη βραδιά του γάμου του ζευγαριού (δικαίωμα της πρώτης νύχτας)
- Εάν κάποιος βίαζε μια γυναίκα, μπορούσε αν ήθελε να τη νυμφευτεί, ακόμα κι αν πριν το βιασμό είχε υπάρξει βία ή και απαγωγή.
- Υπάρχει σειρά σε τηλεοπτική πλατφόρμα, η οποία αποτελεί μια άριστη μεταφορά του βιβλίου στη μικρή οθόνη. Να τη δείτε, αφού έχετε διαβάσει το βιβλίο. Θα εκπλαγείτε όταν διαπιστώσετε το πόσο καλή προσαρμογή έχουν κάνει οι δημιουργοί του σήριαλ!
Ξεκίνησα να διαβάζω το νέο βιβλίο του Alex North, κρατώντας μικρό καλάθι, μιας και με την πρώτη του προσπάθεια δεν είχα ενθουσιαστεί ιδιαίτερα. Καλό μεν αλλά όχι κάτι το ξεχωριστό, με εξαίρεση φυσικά την απίστευτα όμορφη έκδοση. Έτσι λοιπόν και παρόλο που το ξεκίνησα σε μια περίοδο που η συγκέντρωσή μου είχε πάρει την κάτω βόλτα, όταν διαπίστωσα ότι έχω να κάνω με μια προσπάθεια πολύ καλύτερη από το Ψιθυριστή, με χαροποίησε ιδιαίτερα. Και πράγματι, μπορώ να πω με σιγουριά ότι μου άρεσε πολύ περισσότερο!
Ενδιαφέρον θέμα, περιγραφές που ιντριγκάρουν, ατμοσφαιρικό πολύ, ανατριχιαστικό κάποιες φορές. Η ιστορία αν κι εξελίχθηκε αργά και με χαμηλούς παλμούς, μας οδήγησε, μέσα από αρκετά flash backs, σε ένα τέλος ανατρεπτικό. Μάλιστα θα έλεγα ότι οι πολλαπλές ανατροπές προς το τέλος του βιβλίου, είναι και το χαρτί που κρατάει ο North στο μανίκι του. Αν κι έχει αρκετά έντονο το αστυνομικό στοιχείο, πάλι δε θα μπορούσα να το χαρακτηρίσω αστυνομικό. Καταπιάνεται, όπως άλλωστε και στο Ψιθυριστή, με την εκ βαθών έρευνα της ψυχοσύνθεσης των ηρώων του και το πώς κατανοεί ο καθένας από αυτούς, τα γεγονότα. Η δομή των χαρακτήρων που δημιούργησε ο North μου άρεσε πολύ. Τους βρήκα ενδιαφέροντες και συναρπαστικούς, ιδίως τον Τσάρλι. Επιπλέον, ακροβατεί και πάλι μεταξύ του πραγματικού και του υπερφυσικού, πράγμα που εγώ προσωπικά απολαμβάνω ιδιαίτερα.
Θα ήθελα λίγη περισσότερη ένταση είναι η αλήθεια, ιδίως κάποιες σκηνές, τις ένοιωσα «λίγες». Μπορούσε να δώσει παραπάνω νεύρο. Επίσης, υπήρξαν στιγμές που ένοιωσα ότι κάποια στοιχεία της πλοκής δεν αναπτύχθηκαν, ούτε εξηγήθηκαν επαρκώς αλλά στο τέλος της ανάγνωσης αυτό που μου έμεινε ήταν ότι μόλις τελείωσα ένα καλό βιβλίο.
Ναι, “Οι σκιές” του Alex North ήταν ένα πραγματικά καλό βιβλίο. Το ευχαριστήθηκα και σίγουρα θα αναζητήσω και το τρίτο του, όταν με το καλό κυκλοφορήσει. Βλέποντας την εξέλιξή του, είμαι σίγουρη πως μόνο ωραία πράγματα μπορούμε να περιμένουμε από αυτόν.
Τα τελευταία χρόνια έχουμε διαβάσει πολλά βιβλία για πολλά κορίτσια που εξαφανίστηκαν, σφαγιάστηκαν ή/και κακοποιήθηκαν. Ωστόσο, τα «Όμορφα κορίτσια» της Slaughter είναι πολλά περισσότερα από το χρονικό μιας εξαφάνισης ή μια αστυνομική ιστορία. Είναι η εκ βαθέων χαρτογράφηση της ψυχοσύνθεσης μιας οικογένειας που έρχεται αντιμέτωπη με το χαμό ενός μέλους της.
To 1991 η Τζούλια εξαφανίστηκε. Κανείς δε ξέρει αν είναι νεκρή ή ζωντανή αφού δε βρέθηκε πουθενά, έστω κάποιο στοιχείο για το τι της συνέβη. Η οικογένειά της αντιμετωπίζει την απώλεια αυτή με διαφορετικό τρόπο. Η μητέρα λειώνει μέρα τη μέρα, μέσα από ένα σιωπηρό θρήνο ενώ ο πατέρας δεν εγκατέλειψε ποτέ την ελπίδα και συνεχίζει την αναζήτηση. Οι δυο αδελφές της, Λύντια και Κλερ, διαμετρικά αντίθετες σαν χαρακτήρες, άφησαν τον πόνο για την εξαφάνιση της αδερφής τους να τις απομακρύνει τη μια από την άλλη. Και να, που 21 χρόνια μετά, μια νέα εξαφάνιση ενός έφηβου κοριτσιού και η δολοφονία ενός μεσήλικα αναγκάζει τις δυο αδελφές να ξαναέρθουν κοντά. Και κάπως έτσι, ξεκινά η Karin Slaughter να ξετυλίγει το κουβάρι της ιστορίας των «Όμορφων Κοριτσιών»!
Τα «Όμορφα κορίτσια είναι ένα πολυδιάστατο κι ευφυές αστυνομικό θρίλερ όπου, από την αρχή του κιόλας, συναντάμε πολλές εκπλήξεις. Οι ανατροπές ξεκινούν σχεδόν με το «καλημέρα». Η συγγραφέας με μοναδικό τρόπο κατορθώνει να αποδώσει άψογα το πώς ένα τραγικό συμβάν μπορεί να επηρεάσει τους εμπλεκόμενους. Τον τρόπο που το αντιμετωπίζει ο καθένας και το πώς μπορεί κάποιος, με τις ενέργειές σου να εξαπολύσει μια αλυσιδωτή αντίδραση, να διαμορφώσει τις ενέργειες ή ακόμη και το μέλλον των υπολοίπων. Κάτι σαν το «φαινόμενο της πεταλούδας» θα μπορούσαμε να πούμε.
Η πλοκή ξεδιπλώνεται με σωστό, για τον όγκο του βιβλίου ρυθμό κι εξελίσσεται σταδιακά, χωρίς κραυγαλέες διακυμάνσεις. Σελίδα τη σελίδα αυξάνει την αγωνία ενώ οι ανατροπές δεν αφήνουν τον αναγνώστη να πάρει ανάσα. Η γραφή και η περιγραφική δεινότητα της Slaughter μόνο ως δεξιοτεχνικές μπορούν να χαρακτηριστούν. Εναλλάσσεται τεχνηέντως από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, από πρωτοπρόσωπη σε τριτοπρόσωπη, αναλόγως το πρόσωπο το οποίο διηγείται την ιστορία. Με αυτόν τον τρόπο κατορθώνει να μας κάνει από τη μια κοινωνούς του πόνου του πατέρα κι από την άλλη μας βοηθά να απορροφήσουμε, να ενστερνιστούμε τα συναισθήματα και τις σκέψεις των αδελφών. Καταδύεται βαθιά στο ψυχικό κόσμο των ηρώων της και ξεδιπλώνει και τις πιο απόκρυφες πτυχές των χαρακτήρων της. Οι περιγραφές της σκληρές, ωμές κι ανατριχιαστικές αλλά άκρως αληθοφανείς, μας υπενθυμίζουν την ασχήμια του κόσμου που ζούμε.
Δεν ήταν εύκολο βιβλίο για διάφορους λόγους. Ο ένας ήταν ότι εμπλέκονταν πολλά άτομα με πολλές και διαφορετικές ιστορίες, οι οποίες όμως συνδέθηκαν αριστοτεχνικά, στο τέλος της ιστορίας. Ήθελε ωστόσο αρκετή συγκέντρωση και προσοχή, ώστε να καταφέρεις να φέρεις βόλτα όλες αυτές τις απόψεις, τα συναισθήματα και τις σκέψεις των ηρώων. Επιπλέον, ήταν πολύ ζόρι, για μένα τουλάχιστον, οι τόσο γλαφυρές περιγραφές. Με βάρυναν πολύ, με στρέσαραν και με στεναχώρησαν. Σκηνές snuff, βασανιστήρια, σαδισμός, σκοτεινό διαδίκτυο και διάφορες τέτοιες ανατριχιαστικές λεπτομέρειες με έκαναν να θέλω να φωνάξω στις ηρωίδες να σταματήσουν! Να τις αποτρέψω από το να κάνουν το επόμενο βήμα. Ήταν πάρα πολύ όλα αυτά για μένα και η αλήθεια είναι ότι πέρασα κάποιες από τις περιγραφές με διαγώνια ανάγνωση και στο fast forward (Slaughter όνομα και πράγμα*).
Ζόρικη ήταν επίσης η ανάγνωση του βιβλίου αυτού καθ’ αυτού ανεξάρτητα από την όποια δυσκολία της ιστορίας. Η μικρή γραμματοσειρά και το πυκνά τυπωμένο κείμενο με ταλαιπώρησαν πολύ είναι η αλήθεια και κούρασαν τα μάτια μου. Επιπλέον, ο μεγάλος όγκος του βιβλίου, το σχετικά μαλακό του εξώφυλλο και η εύκαμπτη ράχη, με γέμισαν άγχος ότι θα του κάνω ζημιά, μιας κι ήταν δανεικό από φίλη και η ευθύνη μου μεγάλη. Γενικά η σειρά Aldina των εκδόσεων Gutenberg, ενώ σαν τίτλοι είναι όλα ένα κι ένα, έχει αυτά τα θέματα κι ίσως θα ήταν καλό να επανεξεταστούν.
Παρ'όλη όμως τη στενόχωρη κατάσταση που με έριξαν, τα «Όμορφα κορίτσια» ήταν ένα εξαιρετικό βιβλίο από πάρα πολλές απόψεις και χαίρομαι που άντεξα να το φτάσω έως το πολύ συγκινητικό και λυτρωτικό του τέλος. Έχω ένα ακόμα βιβλίο της Karin Slaughter στη βιβλιοθήκη μου να με περιμένει, αλλά για να είμαι ειλικρινής δε ξέρω αν θα το πιάσω ποτέ. Η πρώτη μου εμπειρία μαζί της ήταν μεν δυνατή κι άξιζε μα συνάμα ήταν και τραυματική. Θέλει γερό στομάχι, γι’ αυτό το διαβάζεις με δική σου ευθύνη.
Του αφαιρώ ένα αστεράκι για τα μικρά γράμματα και πυκνή σελιδοποίηση που έκαναν τα ματάκια μου να πονέσουν. Κατά τα άλλα εξαιρετικό.
*Slaughter (αγγλικά) = Σφαγή, αιματοκύλισμα, σφάζω, φονεύω
«Το κουκλόσπιτο» είναι το συγγραφικό ντεμπούτο της Αγγλίδας ηθοποιού και συγγραφέα Jessie Burton. Πρόκειται για ένα διεθνές best seller, με πωλήσεις πάνω από 1 εκατομμύριο αντίτυπα και με τις γνώμες του κοινού να διίστανται. Μάλιστα, απ’ ότι φαίνεται, αποτέλεσε «την πέτρα του σκανδάλου» ανάμεσα στους βιβλιοκριτικούς, στην Έκθεση Βιβλίου του Λονδίνου το 2013, με κάποιους να το εγκωμιάζουν ενώ κάποιοι άλλοι το χαρακτήρισαν «ρηχό», χωρίς σπουδαία ψυχογράφηση των χαρακτήρων. Προσωπικά με γοήτευσε και δε μπορούσα να το αφήσω από τα χέρια μου.
Η ιστορία είναι τοποθετημένη στην Ολλανδίας, του 17ο αιώνα και πιο συγκεκριμένα στα τέλη του 1686 με αρχές του 1687. Αν και η συγγραφέας εμπνεύστηκε την ιστορία της από το μοναδικής ομορφιάς κουκλόσπιτο της Petronella Oortman, το οποίο εκτίθεται στο Κρατικό Μουσείο του Άμστερνταμ, δεν πρόκειται για βιογραφικό μυθιστόρημα. Η Burton απλώς «δανείστηκε» το όνομα της Petronella και «βάφτισε» έτσι τη βασική πρωταγωνίστρια του έργου της. Εδώ να σημειώσω ότι, τα κουκλόσπιτα, από το 17ο μέχρι και το 19ο αιώνα, στις χώρες της βόρειας και κεντρικής Ευρώπης, λογίζονταν όχι μόνο ως παιδικά παιχνίδια αλλά ως δείγμα υψηλής κοινωνικής θέσης, οικονομικής ευμάρειας και λεπτού γούστου.
«Το κουκλόσπιτο» είναι πολύ ιδιαίτερο βιβλίο, μια ιστορία ενηλικίωσης, με ενδιαφέρουσα πλοκή και υποβλητική ατμόσφαιρα. Αν κι αρκετά ογκώδες, οι σχεδόν 600 σελίδες τους «πέταξαν» ανάμεσα στα δάχτυλά μου. Με μάγεψε και δε μπορούσα να το αφήσω από τα χέρια μου. Ούσα λοιπόν κάτω από το «ξόρκι» της Burton και της μινιατουροποιού της, μου πήρε αρκετές μέρες μέχρι να μπορέσω να γράψω για αυτό. Αγάπησα πολύ τρόπο που γράφει η συγγραφέας. Άλλοτε ομαλά και γλυκά κι άλλοτε άγρια, με ένταση, οι λέξεις της να γδέρνουν το χαρτί. Αποτελεί δε, μια πολύ καλή μεταφορά της κοινωνικής ζωής των κατοίκων, όλων των κοινωνικών στρωμάτων του Άμστερνταμ κατά τη Χρυσή εποχή της Ολλανδίας, παρουσιάζοντάς μας με πολύ γλαφυρό τρόπο τις συνθήκες της ζωής, το εμπόριο, τις συνήθειες, τα ήθη και τα έθιμα. Μάλιστα, στο τέλος του βιβλίου παρατίθενται ενδιαφέροντα ιστορικά και οικονομικά στοιχεία, όπως η συγκριτική εικόνα των μισθών του 17ου αιώνα και το κόστος του νοικοκυριού μιας εύπορης οικογένειας του Άμστερνταμ στα τέλη του 1600. Παράλληλα, η συγγραφέας καταδεικνύει μισάνθρωπες αντιλήψεις όπως ο πουριτανισμός, ο ρατσισμός αλλά και η ομοφοβία, θυμίζοντάς μας ότι, στο πέρασμα των αιώνων, τα μεγαλύτερα εγκλήματα έχουν γίνει στο όνομα του Θεού!
"Όσοι δεν έχουν τους δικούς του Ορίζοντες προσπαθούν να καταρρίψουν τους ορίζοντές των άλλων!"
Ο χαρακτήρες της Burton έχουν αποδοθεί όμορφα και με αληθοφάνεια αν και δεν εμβάθυνε σε αυτούς όσο θα ήθελα εγώ. Κι ενώ βρήκα πολύ ενδιαφέρουσα την απόδοση των μύχιων σκέψεων και των συναισθημάτων της βασικής ηρωίδας, της Νέλλα, άγγιξε ελάχιστα τους υπόλοιπους χαρακτήρες του σπιτιού, οι οποίοι σημειωτέων, έπαιζαν όλοι πολύ σημαντικό ρόλο στη εξέλιξη της ιστορίας. Βασικά θεωρώ ότι σπατάλησε πολύ μελάνι σε περιττές περιγραφές και κενούς διαλόγους, περνώντας στα «ψιλά γράμματα» σημαντικά θέματα, τα οποία θα μπορούσαν να απογειώσουν την προσπάθεια. Αυτό συν το γεγονός ότι το τέλος του με άφησε ανικανοποίητη, ως προς τη λύση του μυστηρίου, αφού δεν ανέπτυξε, όσο θα περίμενε κανείς, την ιδέα της, είναι τα μόνα αρνητικά που καταλογίζω σε αυτή την πρώτη προσπάθεια της Jessie Burton. Ακόμα κι έτσι όμως, υπήρξαν κάνα δυο ανατροπές κι εκπλήξεις, οι οποίες έφερα τα πάνω κάτω στην πλοκή και με χαροποίησαν ιδιαίτερα.
Τέλος, όπως πάντα, θα ήθελα να αναφερθώ στην ίδια την έκδοση με το υπέροχο εξώφυλλο και την εξαίρετη δουλειά στη μετάφραση της Μυρτώς Καλοφωλιά. Το φρόντισε ιδιαιτέρως το βιβλίο, με σεβασμό και αγάπη. Τολμώ να πω ότι, αν δεν είναι η καλύτερη, σίγουρα είναι από τις καλύτερες μεταφράσεις που έχω συναντήσει σε βιβλία του είδους, τα τελευταία χρόνια. Υπέροχη χρήση της γλώσσας, πανέμορφο λεξιλόγιο και λυρικότητα που μαγεύει. Πολλά συγχαρητήρια!
Εν κατακλείδι, «Το κουκλόσπιτο» είναι ένα βιβλίο που παρόλα τα όποια «μειονεκτήματά» του, το αγάπησα και κυριολεκτικά το ρούφηξα σε ώρες. Σου το προτείνω για την υποβλητική του ατμόσφαιρα, την υπέροχη γραφή και την πληθώρα των ιστορικών πληροφοριών που απλόχερα προσφέρει.
Καλές αναγνώσεις!
Το βιβλίο που πρέπει να διαβάσει όποιος ονειρεύεται να γίνει βιβλιοπώλης
Πάντα τα είχα στο μυαλό μου όλα τόσο ρομαντικά κι ιδανικά πλασμένα... να έχω ένα βιβλιοπωλείο... να βρίσκομαι περιτριγυρισμένη από εκατοντάδες βιβλία όλων των θεματολογιών... να κερνάω μυρωδάτο καφέ και να συζητώ με τους σεβαστούς μου πελάτες για τους αγαπημένους μας τίτλους... Να μυρίζω το άρωμα του χαρτιού... Να μου φαγουρίζει τη μύτη η σκόνη των βιβλίων... Τι όμορφα... Πόσο ρόδινα ε; Αμ δε! Μόνο ρόδινη δεν είναι η ζωή ενός βιβλιοπώλη κι αυτό αποδεικνύεται περίτρανα και ξεκαρδιστικά, μέσα από τις σελίδες του βιβλίου αυτού.
"Το ημερολόγιο ενός βιβλιοπώλη" είναι αυτό ακριβώς που μαρτυράει ο τίτλος του: Το ημερολόγιο ενός βιβλιοπώλη! Η εκ των έσω ματιά του συγγραφέα του βιβλίου και βιβλιοπώλη στο επάγγελμα, Shaun Bythell! Η λεπτομερής καταγραφή της κάθε ημέρας, του ιδιοκτήτη του δεύτερου μεγαλύτερου παλαιοβιβλιοπωλείου στο Wigtown της Σκωτίας, με το όνομα "The Book Shop". Μέσα λοιπόν από αυτή την καταγραφή, ο Μπάιτελ μας περιγράφει με τον πιο ευφάνταστο τρόπο την καθημερινότητά του, από τη στιγμή που θα βάλει το κλειδί το πρωί στην πόρτα του μαγαζιού του, μέχρι τη στιγμή που θα σβήσει τα φώτα το βράδυ. Χρονικά η αφήγηση καλύπτει ένα έτος, το 2014 και μέσα από την κάθε μέρα που περιγράφει, μας φέρνει ακόμη πιο κοντά στο αγαπημένο μας είδος, τα βιβλία!
Με γλώσσα απλή και καθημερινή, διάστικτη από τις ιδιομορφίες της Σκωτσέζικης κουλτούρας, ο Μπάιτελ μας μιλάει για τον καθημερινό του αγώνα να τα φέρει βόλτα με τις παραγγελίες, τις πωλήσεις, το προσωπικό και τις κόντρες του μαζί τους, τους πελάτες με τις πάμπολλες ιδιοτροπίες κι απαιτήσεις αλλά και για τη μεγαλύτερη "πληγή" που ταλανίζει τα βιβλιοπωλεία παγκοσμίως, το Amazon. Μας δίνει πολλές πληροφορίες για βιβλία και συγγραφείς που δεν έχουμε γνωρίσει στην Ελλάδα κι ίσως και να μην γνωρίσουμε ποτέ. Οι ιστορίες που μοιράζεται μαζί μας ο συγγραφέας είναι αληθινές, συγκινητικές αλλά και πολλές φορές σπαρταριστές. Δεν είναι λίγες οι φορές όπου γέλασα δυνατά, με την καρδιά μου. "Το ημερολόγιο ενός βιβλιοπώλη" είναι ένα απολαυστικό βιβλίο, το οποίο πρέπει να διαβάσει κάθε εραστής της λογοτεχνίας και όχι μόνο.
Και μπορεί με τα γραφόμενά του, ο Μπάιτελ να με προσγείωσε ανώμαλα και να απομυθοποίησα την ιδέα "ιδιοκτήτρια βιβλιοπωλείου", ωστόσο ενίσχυσε ακόμη περισσότερο την αγάπη μου γι' αυτά και την πεποίθησή μου ότι πρέπει να στηρίζουμε όσο μπορούμε τα βιβλιοπωλεία της γειτονιάς μας.
Καλές αναγνώσεις!
Με το διαβήτη να απειλεί σοβαρά τη σωματική του ακεραιότητα, ο John Fante έγραψε τη νουβέλα του «Ο σκύλος μου ο Ηλίθιος», στα τέλη της δεκαετίας του ’60, ωστόσο, αυτή δε δημοσιεύτηκε παρά μόνο 20 χρόνια μετά, το 1985, μετά το θάνατο του συγγραφέα. Τι σχέση όμως, μπορεί να έχει, ένας σκύλος με τα καρότα και ένα ξεπεσμένο συγγραφέα/σεναριογράφο ιταλικής καταγωγής; Αν η απάντηση σας είναι ότι ο συγγραφέας έχει ένα σκύλο, στον οποίο αρέσουν τα καρότα, θα σας έλεγα ότι έχετε δίκιο, μόνο όμως για το πρώτο σκέλος.
Τι έχουμε όμως εδώ; Πρόκειται για μια κωμική νουβέλα, η οποία αναπαράγει την καθημερινότητα του Χένρι Μολίσε, ενός μεσήλικα, αποτυχημένου σεναριογράφου, ο οποίος κατοικεί μαζί με την εξαμελή οικογένειά του σε κάποιο τυποποιημένο προάστιο της Καλιφόρνια. Ο Μολίσε βλέπει το «αμερικάνικο όνειρο» να ξεμακραίνει μέρα τη μέρα από το κατώφλι του, μιας και δεν έχει καταφέρει ακόμα να πραγματώσει το δίπολο «επιτυχημένη καριέρα» και «τέλεια προσωπική/οικογενειακή ζωή». Την πραγματικότητά του όμως, έρχεται να ταράξει ένας τετράποδος εισβολέας. Ένα σκυλί ράτσας Ακίτα, ημίαιμο (ή και καθαρόαιμο… ποτέ δε μάθαμε), το οποίο δε μπορεί να κρύψει την… προτίμησή του στους άντρες και τα άλλα αρσενικά σκυλιά!!! Ονομάζουν το σκυλί Ηλίθιο! Ο Ηλίθιος γίνεται ο «φόβος κι ο τρόμος» της γειτονιάς, αφού «χτυπάει ότι κινείται», εάν αυτό είναι γένους αρσενικού.
Το χιούμορ του Φαντέ είναι πικρόχολο και μερικές φορές χαιρέκακο. Αποτυπώνει ανάλαφρα μεν, με σκληρότητα δε, βαθιές σκέψεις και συναισθήματα. Οι περιγραφές των «ροζ» επιθέσεων του σκύλου, αν και πραγματικά ξεκαρδιστικές, δεν παύουν να είναι κι ανησυχητικές, αφού φαίνεται πως προβάλουν με σαφήνεια, τις ανασφάλειες και την κρίση ταυτότητας που περνά ένας μεσήλικος άντρας.
Αυτό όμως που ξεκίνησε πολύ χιουμοριστικά, γίνεται στη συνέχεια συγκινητικό και σε κάποια σημεία ιδιαίτερα λυπηρό. Τη «ραχοκοκκαλιά» του έργου διατρέχει οξύς κυνισμός και διαπεραστική ειρωνεία. Διαπιστώσουμε ότι, μέσα από τις εκρήξεις γέλιου που μας προκαλεί, φέρνει στην επιφάνεια σοβαρά θέματα, όπως είναι η εθνική και σεξουαλική ταυτότητα, η διαφορετικότητα, η κρίση της μέσης ηλικίας, η αρρενωπότητα, η αυτοπραγμάτωση, η αυτοεκτίμηση κτλ. Ο Fante καταγράφει με μεγάλη οξύνοια την αναπόφευκτη απώλεια της αθωότητας, η οποία προκύπτει μέσα από τη ξαφνική συνειδητοποίηση.
Το «Ο σκύλος μου ο Ηλίθιος» είναι ένα γρήγορο και ευχάριστο ανάγνωσμα, μια δραματική κομεντί και Ο Χένρι Μολίσε, ένας από τους πιο σφριγηλούς λογοτεχνικούς χαρακτήρες που έχω γνωρίσει τα τελευταία χρόνια. Μια υπέροχη παρέα! Είναι ένα μικρό διαμάντι το οποίο θα συνιστούσα ανεπιφύλακτα σε όλους.
Υ.Γ. Ξέρω ότι δε σας μίλησα καθόλου για καρότα. Δε σας εξήγησα. Ούτε και πρόκειται όμως. Σας αφήνω να το ανακαλύψετε μόνοι σας. Και πιστέψτε με όταν σας λέω, θα γελάσετε πολύ όταν κατανοήσετε το συνειρμό!
0
Απογοήτευση
Είχα μεγάλες προσδοκίες για το συγκεκριμένο βιβλίο, μετά τα τρία πρώτα της σειράς με τον Έντι Φλυν που έχω διαβάσει (τα 2 πρώτα στα αγγλικά). Δυστυχώς όμως δε δικαιώθηκαν με την ανάγνωση του «Χωρίς όνομα». Με το χέρι στην καρδιά θα σας πω ότι αν δεν ήταν τόσο καταιγιστικά γρήγορο και με όμορφη και στρωτή γραφή, το πιθανότερο, θα το είχα αφήσει στην άκρη.
Μια ιστορία τραβηγμένη από τα μαλλιά, δοσμένη από την πλευρά του δολοφόνου, με πολύ μπλέξιμο, πολλούς θύτες και πολλά θύματα. Επιπλέον, διαθέτει πολλές ανατροπές, που για κάποιον μπορεί να είναι ατού, προσωπικά όμως τις βρήκα ανούσιες κι ένα κίνητρο το οποίο αν όχι κλισέ, το χαρακτηρίζεις άνετα συνηθισμένο. Το τέλος του ήταν ενδιαφέρον. Κάπως διφορούμενο αν κι όχι τόσο κραυγαλέα διφορούμενο. Δε μας αφήνει σε cliffhanger αλλά εγώ ένιωσα ότι υπάρχει κάτι πίσω από αυτό. Μια τελευταία ανατροπή, σα να σου λέει ότι όσα έχεις καταλάβει μέχρι τώρα είναι όλα λάθος!
Συνοψίζοντας, βάζω στα υπέρ:
- Ωραία και στρωτή γραφή
- Γρήγορος ρυθμός με εξίσου γρήγορες εναλλαγές
- Έξυπνο σενάριο με δυναμικές σκηνές, χωρίς προσπάθεια εντυπωσιασμού με αιματοβαμμένα σκηνικά
- Καλοσχεδιασμένοι χαρακτήρες (με εξαίρεση τη Μαρία – δε με έπεισε)
- Ενδιαφέρον τέλος
Στα κατά βάζω τα ακόλουθα:
- Υπόθεση παρατραβηγμένη και καθόλου πρωτότυπη
- Νοηματικά κενά στα χρονικά σούρτα-φέρτα
- Έλλειψη της αγωνίας που ένιωσα στα προηγούμενά του
- Καλύπτει ένα τεράστιο φάσμα «κακών». Κλέφτες, απατεώνες, εκβιαστές, δολοφόνους. Σκέτη ζαλάδα
- Για μένα ένα θρίλερ σημαίνει ότι με κρατάει thrilled. Ε, αυτό δεν το ένοιωσα ποτέ
Και το χειρότερο;
- Έλλειπε ο Έντι Φλυν!!!
Γνωρίζοντας τον Cavanagh ξέρω ότι μπορεί πολύ-πολύ καλύτερα απ’ όσο μας έδωσε με το «Χωρίς όνομα», οπότε θα συνεχίσω να το διαβάζω και να περιμένω με αγωνία κάθε επόμενο βιβλίο του. Αυτό πάντως δε μου ταίριαξε.
Η σχέση μου με το Μισέλ Μπισί ξεκίνησε με κάμποσα σκαμπανεβάσματα και με πολλά «κενά αέρος», με «Το κορίτσι της πτήσης 5403». Παρ' όλες τις διθυραμβικές κριτικές που είχα διαβάσει τότε, εμένα δε με κέρδισε. Αν και το είχα διαβάσει σε σύντομο χρονικό διάστημα, ένοιωσα να με χάνει κάποιες φορές. Η ιστορία έμοιαζε να είναι στημένη σε σαθρό υπόβαθρο, που στην παραμικρή δόνηση θα σωριαστεί κάτω σαν χάρτινος πύργος, ενώ η αποκάλυψη δεν αποτέλεσε καμία απολύτως έκπληξη για μένα. Έτσι λοιπόν, όταν έλαβα ως δώρο το τρίτο κατά σειρά βιβλίο του, το «Η μαμά έχει άδικο» ήμουν αρκετά διστακτική για το αν θα το πιάσω. Εξ’ ου και πέρασαν τρία χρόνια, μέχρι να έρθει η στιγμή να το διαβάσω. Τελικά, αυτό που έχω να πω είναι πως το άδικο ήταν όλο δικό μου. Κι αυτό γιατί με αυτή την προσπάθεια, ο Μπισί πέρασε σε άλλο επίπεδο τη γραφή του, αποδεικνύοντας περίτρανα πόσο χαρισματικός συγγραφέας είναι. Κοντολογίς το λάτρεψα!
Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από το αναμφισβήτητο γεγονός ότι, δεν υπάρχει τίποτα πιο εφήμερο από τη μνήμη ενός παιδιού. Έχοντας αυτό ως κεντρικό άξονα, ο Μπισί πλέκει μια αξιοθαύμαστη κι απόλυτα πρωτότυπη ιστορία, προκαλώντας το μυαλό και το συναίσθημα του αναγνώστη. Μια ιστορία γρίφων, που προκύπτουν μέσα από άλλους γρίφους και που παίζουν απίστευτα με το νου μας. Μπορώ να σας βεβαιώσω μάλιστα, δεν το έχει σε τίποτα, να μας φέρει στα άκρα παίζοντας με τα νεύρα μας και δημιουργώντας μια τεταμένη ατμόσφαιρα που ηλεκτρίζει.
Έχοντας διαβάσει πάρα πολλά βιβλία όπου πρωταγωνιστεί κάποιο μικρό παιδάκι, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι είναι δύσκολο να στηθεί μια ενδιαφέρουσα και στιβαρή πλοκή γύρω από ένα παιδί, εκτός κι αν αυτό παίζει το ρόλο του θύματος. Αλλά όχι εδώ. Όχι με το Μπισί και όχι με το «Η μαμά έχει άδικο». Εδώ, αν και άνετα θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος πως το παιδί ήταν το θύμα, έχουμε ένα μικρό μαχητή. Ένα παιδί που βροντοφωνάζει όπου σταθεί κι όπου βρεθεί ότι η μητέρα του δεν είναι η μαμά του. Ένα παιδί, 3 μόλις ετών, που αντιστέκεται σθεναρά, σε αυτό που βαθιά μέσα του, ξέρει ότι είναι λάθος. Ειλικρινά, αν συναντούσα ποτέ το συγγραφέα θα ρωτούσα: «Πως; Πως σκέφτηκες να γράψεις γι’ αυτό; Τι ήταν αυτό που έθεσε σε λειτουργία το μηχανισμό. Τι, πες μου!» Δεν είναι μόνο το ευφυές κι ασυνήθιστο θέμα με το οποίο καταπιάνεται. Είναι και το πώς διαχειρίζεται τους ήρωές του, πως ελίσσεται μέσα από τα δαιδαλώδη μονοπάτια της σκέψης του, πώς πειραματίζεται με νέες φόρμες και ιδέες και εν τέλει, πως οδηγεί την ιστορία από παράπλευρα δρομάκια στον τελικό της προορισμό.
Με το «Η μαμά έχει άδικο» ο Μισέλ Μπισί μας χαρίζει ένα κορυφαίο και γεμάτο νεύρο αστυνομικό μυθιστόρημα, ένα παραμύθι για μεγάλα παιδιά, όπου τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται και τίποτα δεν καταλήγει όπως νομίζει ο αναγνώστης ότι θα καταλήξει. Ένα παραμύθι όπου πρωταγωνιστής είναι το ψέμα και γκεστ σταρ η διπροσωπία. Τόπος που εκτυλίσσεται η ιστορία είναι μια κοινωνία αλλοτριωμένη. Μια κοινωνία που έχει μάθει να δέχεται, να ανέχεται και να μη μιλάει. Να μην αντιδρά. Με την πένα του ο συγγραφέας κατορθώνει να παντρέψει την πραγματικότητα με τη μυθοπλασία, αποφεύγοντας έντεχνα, να πέσει ο ίδιος μέσα στις «παγίδες» της ιστορίας του.
Με ρέουσα και σταθερή γραφή αρχικά, το «Η μαμά έχει άδικο» με άρπαξε από την πρώτη αράδα. Από ένα σημείο και μετά δε, ο μέχρι τότε σταθερός ρυθμός μετατρέπεται σε ένα φρενήρες ανθρωποκυνηγητό. Πραγματικά καθηλωτικό! Το λάτρεψα και σας το προτείνω ολόψυχα! Εννοείται ότι ακολουθεί η θέαση της τηλεοπτικής σειράς και η ανάγνωση του δεύτερου βιβλίου, με τίτλο «Τρία μαύρα νούφαρα», το οποίο και αυτό, κάθεται στο ράφι εδώ και πάνω από τρία χρόνια.
0
Από τα βιβλία που τα θυμάσαι!
Ο Αλεχάντρο Μ. Γκάγιο, εκτός από συγγραφές του περίφημου neo-polar αστυνομικού μυθιστορήματος «Θρυλική ζωή, πεζός θάνατος», είναι και παρασημοφορημένος διοικητής της αστυνομίας της πόλης Jijon, στην Ισπανία. Είναι πολυγραφότατος και μάλιστα, το πρώτο του μυθιστόρημα «Asesinato de un trotskista», βρέθηκε μεταξύ των τριών επικρατέστερων, για το διεθνές βραβείο Umbriel. Το «Θρυλική ζωή, πεζός θάνατος» είναι το πρώτο βιβλίο του που εκδίδεται στην χώρα μας κι ειλικρινά ελπίζω, όχι το τελευταίο!
«ΓΑΜΩ ΤΗΝ ΑΤΥΧΙΑ ΜΟΥ! Μία συνέντευξη για την βελτίωση της εικόνας του Σώματος, είπε ο παρλαπίπας ο αρχηγός». Όταν ένα βιβλίο ξεκινάει με τέτοιο θράσος, σε υποψιάζει ότι κάτι καλό ακολουθεί. Η ιστορία του Γκάγιο διαρκεί όσο μια μεταμεσονύκτια ραδιοφωνική εκπομπή, Παρασκευή βράδυ. Όλη τη νύχτα δηλαδή. Ο ήρωάς μας, φέροντας το γελοίο όνομα Γοργόνιο Γιανέθα, διατάσσεται από τον ανώτερό του, να παρουσιάσει μια ωραιοποιημένη εικόνα της αστυνομίας, στους ακροατές μιας ραδιοφωνικής εκπομπής. Ανάμεσα λοιπόν σε απολαυστικές μπουκιές τυριού από την Θαμόρα και πικάντικο χαμόν από το Γκιχουέλο και με τη γλώσσα να «λύνεται» από το εξαίσιο κρασί της Ριόχα, ο Γοργόνιο μας μεταφέρει πίσω στο 1972, την περίοδο όπου το Φρανκικό καθεστώς προσπαθεί να διορθώσει την εικόνα του προς τα έξω, επιτρέποντας σε Ισπανούς εξόριστους να επαναπατριστούν. Έχοντας μπει, κυριολεκτικά από σπόντα στην αστυνομία, την πρώτη του κιόλας μέρα υπηρεσίας, στην επαρχία του Καστεγιόν (κάτι σαν την Άνω Ραχούλα τη δική μας…), ο υπαρχιφύλακας Γιανέθα δέχεται την εντολή να πάει να καταγράψει ένα θανατηφόρο αυτοκινητικό δυστύχημα. Εύκολη δουλειά και γρήγορη. Ότι πρέπει για ένα… στραβάδι σαν το Γοργόνιο. Έλα όμως που αλλιώς τα σχεδίαζαν οι ανώτεροί του κι αλλιώς τους τα έφερε, αφού ο Γοργόνιο έφυγε για ένα τροχαίο και γύρισε με ένα έγκλημα! Δεν θα πάω παρακάτω στην υπόθεση του έργου, γιατί σε ένα τόσο ολιγοσέλιδο βιβλίο, οτιδήποτε περισσότερο πω, μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίων μου. ;-)
ΓΑΜΩ ΤΗΝ ΑΤΥΧΙΑ ΜΟΥ! Μία συνέντευξη για την βελτίωση της εικόνας του Σώματος, είπε ο παρλαπίπας ο αρχηγός. […]
Η αλήθεια είναι ότι είμαι ενθουσιασμένη με αυτό το βιβλιαράκι. Το σκέφτομαι συνέχεια, παρόλο που έχουν περάσει κοντά 15 ημέρες από τότε που το διάβασα. Είναι ακριβώς το στυλ και το ύφος που λατρεύω. Πρόκειται για μια αντιφασιστική νουβέλα, μια απολαυστική μίξη από μυστήριο, αστυνομική έρευνα, ενδιαφέροντες και πολυδιάστατους χαρακτήρες, σαρκαστικούς και στακάτους διαλόγους και έξυπνο κι ενίοτε βιτριολικό χιούμορ. Αφηγείται την ιστορία του με γλαφυρότητα και σε πρώτο πρόσωπο, μέσα από σύντομες παραγράφους και κοντά κεφάλαια. Περιγράφει έντεχνα τις πρακτικές που ακολουθούσε η αστυνομία και μας δίνει μια μόνο ιδέα αλλά πολύ περιεκτική, από τα βασανιστήρια «υπόπτων» από την Κοινωνική Υπηρεσία -τίτλος/καμουφλάζ για τους ακόλουθους της χούντας του Φράνκο. Μια κατά μέτωπο κριτική της ισπανικής Αστυνομίας. Πόσο σπάνια συναντάμε κάτι τέτοιο; «Σήμερα, αυτό που προέχει είναι η υποκρισία. Ζούμε σε μια εποχή και σε μια πραγματικότητα όπου η υποκρισία κυριαρχεί στη ζωή μας», γράφει σε κάποιο σημείο και σκέφτομαι πόσο επίκαιρο εξακολουθεί κι ακούγεται αυτό.
[…] Σήμερα, αυτό που προέχει είναι η υποκρισία. Ζούμε σε μια εποχή και σε μια πραγματικότητα όπου η υποκρισία κυριαρχεί στη ζωή μας […]
Όπως έχουμε συναντήσει και στο παρελθόν, σε ανάλογα μυθιστορήματα, έτσι κι εδώ γίνεται αναφορά στο κυνήγι των Ισπανών Κομμουνιστών και των αντιεξουσιαστών και την εθελοντική τους εξορία, στη γείτονα χώρα, Γαλλία. Έχουμε δηλαδή για μιαν ακόμη φορά, την σύμπραξη Γαλλίας-Ισπανίας, τονίζοντας τη σχέση των δυο Λαών, σε περιόδους πολέμου ή αντίστασης, όπως η Επανάσταση στην Ισπανία και η Γαλλική Αντίσταση του Β.Π.Π. Με λιτό και σεμνό λόγο, ο Γκάγιο κάνει τις αναφορές του στα γεγονότα και τα πρόσωπα, περιγράφοντας τα πολιτικοκοινωνικά παρασκήνια. Δείχνει το δέοντα σεβασμό στην ιστορική μνήμη.
Κάτι που λάτρεψα μεταξύ άλλων, είναι το πώς εναλλάσσει o συγγραφέας την χρονική τοποθέτηση. Από την αφήγηση των ιστορικών γεγονότων και των περιπετειών του Γοργόνιο, στο σήμερα και στη ραδιοφωνική εκπομπή με τίτλο “Black Friday Night”. Εκπληκτική η εικονοπλαστική δυνότητα και το ταλέντο του Γκάγιο. Σα να παρακολουθείς νουάρ ταινία στον κινηματογράφο. Η αναφορά στα τραγούδια που παίζει ενδιάμεσα ο σταθμός... Τα λάτρεψα. Έφτιαξα play list με αυτά και την ακούω συχνά έκτοτε. Και με δεδομένο ότι ο ίδιος ήταν ο διοικητής της αστυνομίας του Χιχόν (έχει συνταξιοδοτηθεί πλέον), θεωρώ ότι τα γραφόμενά του έχουν πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα, αφενός γιατί γνωρίζει εκ των έσω την μεθοδολογία και τις πρακτικές της ισπανικής αστυνομίας, τότε και σήμερα κι αφετέρου γιατί δε μασάει τα λόγια του και δε φοβάται να προβεί σε αποκαλύψεις. Το δικό του το κρασί, ο Γκάγιο δεν λέει να το νερώσει!
Κάπου εδώ θα κλείσω την άποψή μου. Όχι όμως χωρίς να πω ότι ο Αλεχάνδρο Μαρτίνεθ Γκάγιο και ο ήρωάς του, ο υπαρχιφύλακας Γοργόνιο Γιανέθα ήταν μια αποκάλυψη για μένα. Στις μόλις 200 σελίδες της νουβέλας κατάφεραν να τα πουν όλα και να με συναρπάσουν. Τους αγαπώ πολύ και τους δύο. Είμαι σίγουρη πως οι λάτρεις της neo-polar σχολής θα το εκτιμήσετε δεόντος, εξ ού και σας το προτείνω χωρίς δεύτερη σκέψη!
Με το νέο του βιβλίο ο M.W.Craven απέδειξε περίτρανα ότι, η επιτυχία του με τις «Μαριονέτες» δεν ήταν τυχαία. Με το «Μαύρο καλοκαίρι» ο συγγραφέας μας προσφέρει μια καλογραμμένη και πρωτότυπη περιπέτεια. Και μπορεί αυτό το δεύτερο πόνημα να μην έχει την ταχύτητα ή τη δράση που είχε το πρώτο, ωστόσο, παρατηρούμε σημαντική εξέλιξη στη γραφή του ενώ κάποια highlights στην πλοκή του χαρίζουν την ένταση που αναζητά ο αναγνώστης.
Με το «Μαύρο Καλοκαίρι» ο Craven φέρνει μαζί του ξανά και το σούπερ δίδυμο Πόου και Τίλι. Αχ, πόσο τους αγαπώ… Αυτή τη φορά, γνωρίζουμε λίγο καλύτερα τον Πόου ενώ παρατηρούμε ότι η Τίλι έχει αποκτήσει μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, τόσο που βγάζει μέχρι και «γλώσσα».* Οι δυο τους έχουν φοβερή χημεία και η συνεργασία τους είναι γοητευτική.
*Φλιν: Τίλι, εσύ αναλαμβάνεις τον υπολογιστή. Τίλι: Εμ, ποιος άλλος; Μήπως να βάζαμε τον Πόου να τον χειριστεί; (Πόου = Άνθρωπος των σπηλαίων τεχνολογικά)
Οι διάλογοί είναι απολαυστικοί. Διακρίνονται τόσο από φιλοσοφική διάθεση** όσο κι από εύστοχο αν και λεπτό σαν πάχνη χιούμορ: «Οι ιατροδικαστές έχουν τους πιο κουλ*** ασθενείς».
**«Κανένας δεν πιστεύει ότι έχει προδιάθεση για την επιβεβαίωση, το πιο αποτελεσματικό από τα εμπόδια του επαγωγικού συλλογισμό.»
Στο δεύτερο βιβλίο του ο Craven, μας προσφέρει γνώση απλόχερα, πάνω σε ιατροδικαστικά θέματα, θέματα των υπηρεσιών του νόμου, ακόμα και πάνω σε συνταγές της υψηλής γαστρονομίας. Ίσως βέβαια και το παράκανε λίγο με τα ακρωνύμια των υπηρεσιών του νόμου και τις συνταγές μαγειρικής, ωστόσο προσωπικά δεν ένοιωσα να με ενοχλεί αυτή του η υπερβολή.
Η πλοκή είναι στιβαρή κι ενδιαφέρουσα και παρόλο που αρχικά δε βγαίνει άκρη από την ιστορία, σιγά-σιγά όλα παίρνουν τη θέση τους, θα ερωτήματα βρίσκουν απαντήσεις και οι γρίφοι τη λύση τους. Δε μένει τίποτα σε εκκρεμότητα. Τέλος, το βιβλίο είναι γεμάτο όμορφες και ζωντανές περιγραφές που βοηθούν τον αναγνώστη να πλάσει εικόνες στο μυαλό του.
Εδώ πρέπει να πω ότι, η ζωντάνια στις περιγραφές, κάπου στην αρχή του βιβλίου, λειτούργησε λίγο αντίστροφα για μένα, μιας και μια συγκεκριμένη σκηνή με αρρώστησε. Ευτυχώς ήταν σύντομη και δεν επαναλήφθηκε στην πορεία.
Για να ολοκληρώσω, το Μαύρο Καλοκαίρι ήταν αυτό ακριβώς που περίμενα. Ένα εξαιρετικό crime procedural μυθιστόρημα για… γκουρμέ αναγνώσεις. Το απόλαυσα στο έπακρο. Ανυπομονώ για το επόμενο!
_____________________________
*** Κουλ = Cool στα αγγλικά. Σημαίνει ψυχρός/παγωμένος. Μεταφορικά το χρησιμοποιούμε για να εκφράσουμε ενθουσιασμό για κάτι που μας αρέσει.
‘Ένα εντεκάχρονο κοριτσάκι με τεράστιο ταλέντο στη ζωγραφική, μια πανέμορφη δασκάλα που αναζητά το μεγάλο έρωτα και μια ιδιόρρυθμη ηλικιωμένη που ξέρει πολλά και δε μιλάει. Τρεις γυναίκες η κάθε μία με τα δικά της όνειρα, τις δικές της αλήθειες, τους δικούς της φόβους, μα κυρίως, τα δικά της ανομολόγητα μυστικά. Αυτές είναι οι τρεις βασικές ηρωίδες του δεύτερου κατά σειρά μυθιστορήματος του Μισέλ Μπισί, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος. Και είναι αυτές οι τρεις γυναίκες, τα «Τρία μαύρα νούφαρα» του Μπισί, που εγώ θα θυμάμαι και θα αναπολώ για πολύ καιρό ακόμα.
«Το έγκλημα του ονείρου συμφωνώ να θεσπίσουμε»
Τα νούφαρα είναι το δεύτερο κατά σειρά βιβλίο του συγγραφέα αλλά το τρίτο που διάβασα εγώ. Και μετά από αυτό τον κατατάσσω με βεβαιότητα στους αγαπημένους μου συγγραφείς. Η ανάγνωση του συγκεκριμένου βιβλίου ήταν πραγματική εμπειρία για μένα. Ένα πραγματικό ταξίδι στο παρελθόν, στα χρόνια που έζησε και μεγαλούργησε ο μεγάλος ιμπρεσιονιστής ζωγράφος Κλωντ Μονέ. Ως τόπο όπου διαδραματίζεται έχουμε το Ζιβερνί του Βερνόν, στη Γαλλία. Ειδυλλιακό σκηνικό για μια αριστουργηματική ιστορία. Σχήματα, χρώματα, μυρωδιές, όλα μεταφέρονται στο χαρτί με ένα μαγικό τρόπο, από την πένα του Γάλλου συγγραφέα.
Σε αυτό του το έργο ο Μπισί, επιλέγει να εναλλάσσει τη διήγηση από πρωτοπρόσωπη στο τρίτο πρόσωπο, βάζοντάς τον αναγνώστη του πότε στη θέση του ήρωα και πότε σε αυτή του θεατή. Επιπροσθέτως, κόβει τα κεφάλαια πάντα σε πολύ νευραλγικό σημείο, θέτοντάς μας σε κατάσταση συναγερμού και νοσηρής περιέργειας για το τι θα συμβεί παρακάτω. Η πλοκή είναι σφιχτοδεμένη, ρέουσα και με εξέλιξη μέτριας ταχύτητας. Σε αντίθεση με το «Η μαμά έχει άδικο», εδώ δεν ένοιωσα τα γεγονότα να με προλαβαίνουν. Αντίθετα, έπαιρνα το χρόνο μου, έτσι ώστε να πραγματοποιήσω κι εγώ τη δική μου, προσωπική έρευνα. Να δω με τα μάτια μου τα έργα του Μονέ, να μάθω για τον ίδιο και κυρίως να γνωρίσω το μαγευτικό χωριό του Ζιβερνί. Γι’ αυτό και πέρασαν αρκετές μέρες μέχρι να το τελειώσω.
Οι διάλογοι… τι να πω για τους διαλόγους; Σχεδόν θεατρικοί. Διέθεταν πλαστικότητα και ζωντάνια. Σα να τους άκουγα πραγματικά. Κι οι μονόλογοι της ηλικιωμένης γυναίκας, επίσης πολύ δυνατοί. Σε ανάγκαζε να την προσέξεις. Να την «ακούσεις». Και οι ήρωες που «ζωγράφισε» ο Μπισί, είναι εξαίσιοι. Πραγματικά μπορούσα να τους δω να περνούν μπροστά μου… Ο αστυνομικός με τη βίντατζ μηχανή και το δερμάτινο μπουφάν, να διασχίζει με ταχύτητα τη λεωφόρο, η γοητευτική γυναίκα, με το λεπτό λουλουδάτο της φόρεμα που περπατά στον επαρχιακό δρόμο αιχμαλωτίζοντας τα βλέμματα. Το κοριτσάκι με τα λερωμένα με χρώματα δάχτυλα και τα κοκκινισμένα μάγουλα που στέκεται μπροστά σε έναν πολύχρωμο καμβά… την υπέργηρη κυρία, που περπατά παραπαίοντας στα χωράφια του Ζιβερνί, στηριγμένη στο μπαστούνι της και σφυρίζοντας στο σκύλο της. Πανέμορφες εικόνες που τις λάτρεψα.
Είχα γράψει στην άποψή μου για το «Η μαμά έχει άδικο» ότι ο Μπισί χρησιμοποιεί νέες φόρμες στη γραφή του. Θα το ξαναπώ κι εδώ. Αυτό που καταλαβαίνω είναι ότι του αρέσει να πειραματίζεται σε κάθε του έργο. Δεν είναι να απορεί λοιπόν κανείς, πως και τα τρία του βιβλία είναι τόσο διαφορετικά μεταξύ τους. Τα νούφαρα δε, είναι ένα έργο που ξεφεύγει από τα στερεότυπα του είδους. Φέρνει τα πάνω κάτω σε αυτά που ξέρουμε και αφήνει πίσω του την πεπατημένη. Δυστυχώς δε μπορώ να γράψω πολλά, χωρίς να προβώ σε αποκαλύψεις, ωστόσο μόνο όποιος το διαβάσει θα καταλάβει τι εννοώ. Το πώς καταλήγει η υπόθεση είναι πραγματικά ευρηματικό. Όσον αφορά εμένα, παρ' όλη την πολύ ζωηρή μου φαντασία, δεν πέρασε ούτε μια στιγμή από το μυαλό μου, το τι πραγματικά συμβαίνει και η έκπληξή έσκασε μέσα μου σαν ηφαίστειο.
Θα μπορούσα να γράψω πολλά ακόμα αλλά δε θέλω να σας κουράσω. Κλείνω λοιπόν λέγοντας ότι το «Τρία μαύρα νούφαρα» είναι ένα βιβλίο που πρέπει οπωσδήποτε να διαβάσετε. Ακόμα κι αν είστε λάτρεις της περιπέτειες ή του σκληροπυρηνικού αστυνομικού, δώστε του μια ευκαιρία. Το αξίζει 100%
Από την πρώτη στιγμή που είδα στο διαδίκτυο την φωτογραφία του εξωφύλλου του «Η σιωπή της Λευκής Πόλης», ήξερα ότι πρέπει να το κάνω δικό μου. Πανέμορφο εξώφυλλο, ένας τίτλος που ταιριάζει άψογα με την εικόνα που θωρούν τα μάτια σου και μια σύνοψη τόσο ιντριγκαδόρικη, που δεν υπάρχει περίπτωση να μην σου τραβήξει το ενδιαφέρον. Όλα αυτά μαζί με έπεισαν ότι πρόκειται για ένα πολύ δυνατό βιβλίο και το αγόρασα. Και ειλικρινά, το καταχάρηκα.
“Η σιωπή της λευκής πόλης” ανήκει κατά την προσωπική μου άποψη, στην κατηγορία των βιβλίων τα οποία σε διχάζουν/τρελαίνουν και από την μια θες να διαβάσεις κι άλλο κι άλλο για να μάθεις τι συμβαίνει παρακάτω κι από την άλλη θες να το αφήσεις από τα χέρια σου, μόνο και μόνο για να μην τελειώσει γρήγορα. Εγώ τουλάχιστον αυτό έπαθα. Κι όταν αυτό τελείωσε, ένοιωσα σα να με εγκατέλειψε ένας επιστήθιος φίλος. Ένα κενό μέσα μου απροσδιόριστο.
Ας τα δούμε όμως αναλυτικά:
«Η σιωπή της Λευκής Πόλης» αποτελεί το πρώτο μέρος μιας σειράς βιβλίων με ήρωα τον Κράκεν, κατά κόσμον Ουνάι Λόπεθ ντε Αγιάλα. Η ιστορία ερευνά μια σειρά διπλών τελετουργικών φόνων, οι οποίοι πραγματοποιούνται κατά την διάρκεια εορταστικών εκδηλώσεων ιστορικού, θρησκευτικού ή παγανιστικού χαρακτήρα και σε ιστορικούς τόπους της Βιτόρια, την επονομαζόμενη και Λευκή Πόλη. Οι φόνοι ξεκίνησαν πριν 2 δεκαετίες και διακόπηκαν όταν έγινε η σύλληψη του υποτιθέμενου δολοφόνου, μόνο και μόνο για να ξαναρχίσουν δριμύτεροι, 20 χρόνια μετά και λίγες μόλις μέρες πριν την έξοδό του από την φυλακή με άδεια. Οι φόνοι γίνονται κατά ζεύγη, με τα σώματα, ένα γυναικείο κι ένα αντρικό να κείτονται δίπλα-δίπλα και με τα χέρια τους να αγγίζουν το ένα το πρόσωπο του άλλου εν είδει ενός μακάβριου χαδιού. Η φονική αυτή αλυσίδα έχει σπείρει τον πανικό στην Λευκή Πόλη και τους κατοίκους της, μιας και κανένας δεν νοιώθει πλέον ασφαλής. Ιδίως αν ανήκει στο εκάστοτε ηλικιακό target group του δολοφόνου. Τους φόνους αυτούς καλείται να εξιχνιάσει ο αστυνόμος Αγιάλα, με –εν τέλει- μεγάλο προσωπικό κόστος.
Αυτό που ξεχωρίζει σε αυτή την πρώτη προσπάθεια της Σάενθ Ντε Ουρτούρι, είναι η ατμόσφαιρα που απλόχερα μας χαρίζει. Όπως και η πλειοψηφία των Ισπανών συναδέλφων της, έτσι κι αυτή δίνει πολλή σημασία στο περιβάλλον τόσο σαν απτό χώρο, ως και προς την αίσθηση που αφήνει. Την διάθεση που υπάρχει. Η διάθεση λοιπόν στο συγκεκριμένο πόνημα, είναι άκρως ατμοσφαιρική, κλειστοφοβική και με τον φόβο του κακού που καραδοκεί στις σκιές. Δεν θα υπερβάλλω εάν πω ότι οι περιγραφές των τοπίων και των γειτονιών της Βιτόρια είναι από τις πιο όμορφες που έχω διαβάσει ποτέ. Επιπλέον, η αντικειμενική και εμπεριστατωμένη καταγραφή των ιστορικών γεγονότων, όπως αυτά παρουσιάζονται μέσα σ το κείμενο της Γκαρθία Σάενθ, είναι το επιστέγασμα σε αυτή την προσπάθεια της. Προσωπικά, νοιώθω έντονη την επιθυμία να βρεθώ χειμώνα καιρό, στους υγρούς και παγωμένους δρόμους της πρωτεύουσας των Βάσκων, να ξεναγηθώ στα μεγαλοπρεπή κτήρια, να μάθω την ιστορία τους και να θαυμάσω τα υπέροχα γκράφιτι στους δρόμους.
Δράττομαι της ευκαιρίας αυτή, θέλω να πω για την μετάφραση της κυρίας Αγγελικής Βασιλάκου, η οποία είναι εξαιρετική. Σεβάστηκε απόλυτα θεωρό το αρχικό κείμενο και με πανέμορφο αλλά λιτό λόγο, χωρίς αυθαίρετη κοπτοραπτική και φαμφαρονισμούς, κατάφερε να αποδώσει άριστα την ιστορία. Η αλήθεια είναι ότι οι εκδόσεις Ψυχογιός δεν μας έχουν συνηθίσει σε κάτι λιγότερο αλλά όπως και να έχει, θεωρώ ότι οφείλουμε να επικροτούμε τις καλές προσπάθειες.
Κι επειδή πάντα ένα καλό βιβλίο χαρακτηρίζεται και από τα αρνητικά στοιχεία που το διέπουν, έχω να πω ότι, στον αντίποδα όλων των προαναφερόμενων, έρχεται κάτι για να με ενοχλήσει σαν «το μπιζέλι κάτω από το στρώμα». Κατά την διάρκεια της ανάγνωσης και μέσα από τις χρονικές λούπες που εκτυλίσσεται η ιστορία, η συγγραφέας αφήνει αιχμές που αποκαλύπτουν την συνέχεια, αφαιρώντας από τον αναγνώστη το στοιχείο της έκπληξης και μάλιστα σχετικά νωρίς. Αυτό και μόνο αυτό του στέρησε το "τέλειο 10άρι". Ωστόσο όμως, ακόμα κι αυτό το σημαντικό για μένα θέμα, ήταν εύκολο τελικά να προσπεράσω, μιας κι η μαγευτική ατμόσφαιρα, η πρωτότυπη κι ευφυής ιστορία αλλά και η συναρπαστική πλοκή με συνεπήραν.
Καταλήγοντας λοιπόν, «Η σιωπή της Λευκής Πόλης» είναι ένα υπέροχο νουάρ μυθιστόρημα, με πλοκή και υπόθεση που ξεχωρίζουν, δράση, αγωνία και κυνηγητό, πολυδιάστατους χαρακτήρες, άριστα δομημένους και επαρκείς ανατροπές που το καθιστούν άκρως ενδιαφέρον. Πλέον αυτών, διαθέτει στοιχεία ηθογραφικά και ψυχογραφικά, τα οποία προσθέτουν στην λογοτεχνική «παλέτα». Διαβάζεται μονορούφι. Αναμένω με αγωνία το επόμενο!
0
Δεν ήταν αυτό που περίμενα
Πολλές φορές, διαβάζοντας βιβλία του ίδιου συγγραφέα, οι περισσότεροι από εμάς, μπαίνουμε στη διαδικασία της σύγκρισης. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για δυο βιβλία από την ίδια σειρά. Όσο και να προσπάθησα λοιπόν να αποστασιοποιηθώ, δεν τα κατάφερα. Νοιώθω ότι σε αυτή τη δεύτερη προσπάθειά της, η Eva García Sáenz de Urturi δε μου έδωσε αυτά που διακαώς περίμενα.
Θα ξεκινήσω από τα πολύ θετικά του βιβλίου, τα οποία δεν είναι άλλα από την υπέροχη κι επιβλητική ατμόσφαιρα, τις μαγευτικές περιγραφές των ιερών τοποθεσιών και τις λεπτομέρειες της Κέλτικης μυθολογίας και των εθίμων που η συγγραφέας μοιράζεται μαζί μας. Πέρασα πολλές ώρες στο διαδίκτυο αναζητώντας τους τόπους, τις γιορτές και τα λατρευτικά έθιμα που μας περιγράφει. Πραγματικά θεωρώ ότι έχει κάνει έξοχη δουλειά σε αυτό το κομμάτι.
Με τα μικρά του κεφάλαια, τα οποία μας ταξιδεύουν πίσω-μπρος στο χρόνο, «Οι τελετουργίες του νερού» διαβάζονται πάρα πολύ γρήγορα και ξεκούραστα. Η πλοκή είναι καλοστημένη κι εξελίσσεται ομαλά, ακριβώς όπως και στο πρώτο βιβλίο της τριλογίας, με αρκετές ανατροπές στο ενδιάμεσο. Ως εκ τούτου, για έναν αναγνώστη ο οποίος θα γνωρίσει τη συγγραφέα με αυτό της το βιβλίο, θα ενθουσιαστεί πιστεύω.
Θεωρώ πως αν δεν είχα διαβάσει το πρώτο μέρος, το πιθανότερο είναι ότι θα μου άρεσε πολύ. Τώρα όμως, το βρήκα άνευρο και χλιαρό, τουλάχιστον μέχρι τη σελίδα 400, οπότε άρχισε να έχει ενδιαφέρον. Με κούρασε πολύ με τις συχνές αναφορές στην αφασία του Ουνάι και με τις διακυμάνσεις στις διαπροσωπικές σχέσεις των ηρώων. Άσε που μου προέκυψε το εύλογο, πιστεύω ερώτημα: Μα καλά, όλα σε αυτόν τον άνθρωπο συμβαίνουν;
Μιλώντας μας για το παρελθόν του Κράκεν και των φίλων του, από όταν ήταν στη μεταεφηβική ηλικία, διαπίστωσα ότι δεν έχουν αλλάξει ή εξελιχθεί, στην πορεία της ζωής τους, πράγμα το οποίο έρχεται σε σύγκρουση με αυτό που πραγματικά συμβαίνει σε όλους μας. Μεγαλώνοντας αλλάζουμε, άλλοι προς το καλύτερο άλλοι προς το χειρότερο. Σε αντίθεση, οι δευτερεύοντες ήρωες της de Urturi μεγαλώνοντας έγιναν χάρτινοι. Επίπεδοι και χωρίς πλαστικότητα.
Τέλος, κάτι που με μπέρδεψε ήταν το πώς αποδίδεται ο χρόνος. Παρόλο που κάθε κεφάλαιο ξεκινά με μια ημερομηνία, κάπου δεν υπάρχει συνοχή ή λογική. Είναι κάπως σουρεαλιστικό όλο αυτό. Για παράδειγμα, μιλάει για κάτι που συνέβη μόλις μερικούς μήνες πριν αλλά το περιγράφει σα να συνέβη χρόνια πίσω. Προσωπικά κάποια στιγμή ένοιωσα να ζαλίζομαι στην προσπάθεια να συνδέσω χρονικά τα γεγονότα.
Κλείνοντας θα πω ότι αν και δεν ήταν αυτό που περίμενα, τουλάχιστον δε μου στέρησε την επιθυμία να διαβάσω και το τρίτο μέρος. Θα το περιμένω αλλά όχι με την αγωνία που περίμενα αυτό.
Μια συνταρακτική ιστορία βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα
Μια ιστορία αφιέρωμα, στις αφανείς ηρωίδες της SOE (Special Operations Executive)*
«Σε καιρό πολέμου, η αλήθεια είναι τόσο πολύτιμη, που θα πρέπει πάντοτε να συνοδεύεται από μια σωματοφυλακή ψεμάτων» Ουίνστον Τσόρτσιλ
Η αυλαία ανοίγει με φόντο τη Νέα Υόρκη του 1946. Η Γκρέις Χίλι, αργοπορημένη για τη δουλειά της κι αντιμετωπίζοντας ένα τροχαίο που έχει κλείσει το δρόμο, αποφασίζει να κάνει παράκαμψη μέσα από το Γκράντ Σέντραλ, τον κεντρικό σταθμό της πόλης, προκειμένου να κερδίσει χρόνο. Η παράκαμψη αυτή θα φέρει στο δρόμο της μια ξεχασμένη βαλίτσα. Η ανθρώπινη περιέργεια ωθεί τη Γκρέις να την ανοίξει. Ανοίγοντάς την αποσκευή είναι σα ν΄ανοίγει το Κουτί της Πανδώρας, απ’ όπου ξεπετάγεται μια απίστευτη και συνάμα συναρπαστική ιστορία. Στις σελίδες που θα ακολουθήσουν θα γνωρίσουμε τρεις γυναίκες απλές και καθημερινές, που η ζωή τις έφερε τη μία στο δρόμο της άλλης.
Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου της, η Jenoff μας δίνει πολλές και πολύτιμες πληροφορίες για τις γυναίκες κατασκόπους της SOE και το έργο τους. Περιγράφει με λεπτομέρειες τη στρατολόγηση των κοριτσιών, την αμείλικτη εκπαίδευσή τους και τις σχέσεις αδελφικής φιλίας που τα ένωνε. Απ’ ότι προκύπτει από την ιστορία, λόγω του ότι οι άντρες κατάσκοποι είχαν ως επί το πλείστον είτε αποκαλυφθεί, είτε κινούσαν τις υποψίες των Ναζί, οι νέες αυτές κοπέλες, όλες έχουσες πάρα πολύ καλή γνώση της γαλλικής γλώσσας, επιστρατεύονταν από τη SOE, και μετά από την εκπαίδευσή τους, έπαιρναν «φύλλο πορείας» για τη Β.Γαλλία, όπου θα έπαιζαν το δικό τους, νευραλγικό ρόλο, στην Αγγλογαλλική Αντίσταση.
«Δημιούργησε μια ιστορία, για την οποία θα είσαι περήφανη»
Οι χαρακτήρες που έπλασε με την πένα της η συγγραφέας έχουν νεύρο, είναι μεστοί και αληθοφανείς. Έχουν πλαστικότητα και μια δυναμική που προσωπικά την απόλαυσα. Ο τρόπος που τους διαχειρίζεται δε, είναι ευφυής και προφέρει στην ιστορία. Σημαντικό είναι να καταλάβουμε ότι δεν έχουμε να κάνουμε με στρατιώτες που έχουν δώσει όρκο στον αγώνα αλλά για απλά καθημερινά κορίτσια, που κατάφεραν να υπερβάλλουν εαυτόν, να θέσουν σε έλεγχο αρχέγονα συναισθήματα όπως είναι ο φόβος, ο πόνος, η δειλία και να υπερπηδήσουν ασύλληπτα εμπόδια, με δύναμη ψυχής που, μέχρι χθες, ούτε οι ίδιες γνώριζαν ότι κατέχουν.
Aπλά καθημερινά κορίτσια, που κατάφεραν να υπερβάλλουν εαυτόν
Είναι πολύ συγκινητικές οι περιγραφές της Μαρί, μια από τις εκπαιδευόμενες πράκτορες, γονέα ενός μικρού κοριτσιού και σκληρά εργαζόμενης. Βλέπουμε τη θυσία που κάνει, αφήνοντας πίσω την κορούλα της και τη μάχη που δίνει για να μπορέσει να ανταπεξέλθει στις τρομακτικές απαιτήσεις του εγχειρήματος. Μας εξιστορεί την αγωνία, τον πόνο, το φόβο αλλά και την αλληλεγγύη μεταξύ των κοριτσιών/πρακτόρων. Ρισκάρει τη ζωή της κι αγωνίζεται να φέρει εις πέρας το δύσκολο έργο που της έχει ανατεθεί. Είναι ένα από τα βασικότερα πρόσωπα της ιστορίας και για μένα αυτό με το οποίο δέθηκα περισσότερο.
«Στρίμωχναν κομματάκια χαρτί στη στενή χαραμάδα των παραθύρων του κελιού και τα έσπρωχναν να πέσουν στο έδαφος σαν χαρτοπόλεμος. Ήταν σημειώματα, ορνιθοσκαλίσματα πάνω σε ό,τι μπορούσαν να βρουν, γραμμένα με κάρβουνο ή μερικές φορές με αίμα, στα οποία ρωτούσαν για συγγενείς ή προσπαθούσαν να στείλουν νέα τους. Ή ήταν απλώς ένα “Je suis la”, είμαι εδώ και μετά ένα όνομα γιατί σύντομα θα σταματούσαν να υπάρχουν και κάποιος έπρεπε να τις θυμάται.»
Η γραφή και το ύφος της Pam Jenoff είναι λιτά και προσιτά. Μέσα από την τριτοπρόσωπη αφήγηση, μας μεταφέρει μπρος-πίσω στο χρόνο, ξετυλίγοντας σαν κουβάρι την πλοκή και χωρίς να κουράζει αλλά ούτε να δυσκολεύει τον αναγνώστη που παρακολουθεί από κοντά τα γεγονότα. Αντίθετα, το βιβλίο διαβάζεται άνετα και ευχάριστα. Αν μπορώ να πω ότι κάτι με «ενόχλησε», αυτό θα ήταν το γεγονός ότι δε δόθηκε η ένταση που εγώ θα επιθυμούσα, σε σχέση με το ιστορικό πλαίσιο. Μιλάμε για την πιο σκοτεινή στιγμή της ανθρώπινης υπόστασης. Θα ήθελα με κάποιο τρόπο, να αποδώσει αυτή την «ασχήμια» η συγγραφέας. Ωστόσο, κατανοώ ότι δεν έχουμε να κάνουμε με ένα ντοκουμέντο αλλά με ένα μυθιστόρημα, που κύριο θέμα του είναι οι ηρωίδες και τα επιτεύγματά τους και όχι οι κτηνωδίες των Ναζιστικών δυνάμεων.
Πριν κλείσω θα ήθελα να αναφερθώ στη μετάφραση του έργου. Η προσωπική μου άποψη είναι ότι, η σωστή μετάφραση και η καλή επιμέλεια, είναι σημεία κλειδιά για την έκδοση ενός βιβλίου. Η κυρία Αναστασία Δεληγιάννη έχει κάνει λοιπόν, άριστη δουλειά. Με πολύ καλή χρήση της ελληνικής γλώσσας και όμορφο λεξιλόγιο, χωρίς –ας μου επιτραπεί η έκφραση- «φρου-γρού κι αρώματα», κατόρθωσε να αποδώσει στο μέγιστο βαθμό το πρωτότυπο κείμενο.
Εν κατακλείδι, «Τα εξαφανισμένα κορίτσια του Παρισιού» είναι μια συναρπαστική ιστορία για την αγάπη, την ανθρωπιά, την αυτοθυσία, τη θέληση, τη δύναμη ψυχής, την τόλμη και τον ηρωισμό. Μια ιστορία βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα, που συγκινεί και καθηλώνει. Είναι ένα βιβλίο που φωτίζει σκοτεινές γωνιές της ιστορίας και που σίγουρα θα λατρέψουν οι λάτρεις του είδους. Αν είσαι ένας από αυτούς, στο προτείνω με το χέρι στην καρδιά!
Καλές αναγνώσεις!
*Η S.O.E. (Special Operations Executive) ήταν η μυστική υπηρεσία Επιχειρήσεων Ειδικών Αποστολών, στους κόλπους της οποίας εκπαιδεύονταν κατάσκοποι, κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Στόχων των κατασκόπων ήταν η αποδυνάμωση και ει δυνατόν, η καταστροφή των δυνάμεων του Χίτλερ στη Γαλλία. Η Jenoff βάσισε την ιστορία του βιβλίου της, πάνω στην πραγματική ιστορία της Vera Atkins, η οποία υπήρξε πράκτορας και σημαίνων πρόσωπο στη SOE. Εργάστηκε στο τμήμα F Section, το οποίο έστειλε συνολικά 470 πράκτορες στη Γαλλία, εκ των οποίων οι 39 ήταν γυναίκες.
«Κάθε μαύρος στην Αμερική γεννήθηκε στην οδό Μπιλ. Η οδός Μπιλ είναι η κληρονομιά μας»
«Αν η Beale Street μπορούσε να μιλήσει», θα ήθελα να έχω τη ψυχή και το σθένος να ακούσω τι έχει να μου πει. Γιατί στο δρόμο αυτό έχει γραφτεί –με αίμα πολλές φορές- η ιστορία πολλών γενεών Αφροαμερικανών.
Τοποθετημένη στο Χάρλεμ, μια γειτονιά άρρηκτα δεμένη με τους Αφροαμερικανούς, τη τζαζ μουσική και τα μπλουζ, μα και περιβόητη για τη φτώχια, την εγκληματικότητα, τη βία και τα ναρκωτικά, ο James Baldwin συνθέτει μια πανέμορφη και συγκινητική ιστορία αγάπης. Πρόκειται για μια διαφορετική ιστορία αγάπης. Μια ιστορία αγάπης η οποία αντί να χαρακτηρίζεται από μαγευτικά χρώματα, ταξιδιάρικες μουσικές και νοσταλγικές εικόνες, ξεχειλίζει από μελαγχολία, αμφιβολία κι ανασφάλεια. Είναι μια ανθρωποκεντρική ιστορία για τη σχέση δυο νέων, που προσπαθούν να ανθίσουν μέσα από πολύ αντίξοες συνθήκες και με το ρατσισμό και τις φυλετικές διακρίσεις να δηλητηριάζουν τον αέρα γύρω τους.
Η ιστορία παρακολουθεί από κοντά ένα δεκαεννιάχρονο κορίτσι και ένα εικοσιδιάχρονο αγόρι, την Τις και το Φόνι. Πολύ ερωτευμένοι οι δυο τους, ζουν στο Χάρλεμ στις αρχές της δεκαετίας του ‘70. Ο κόσμος τους γκρεμίζεται όταν ο Φόνι κατηγορείται αδίκως, για το βιασμό μιας γυναίκας και φυλακίζεται. Το χρώμα της επιδερμίδας του, τού στερεί το δικαίωμα σε μια δίκαιη αντιμετώπιση στη «λευκή» κοινωνία όπου ζει. Έξω από τους ψηλούς τοίχους της φυλακής, η Τις ανεβαίνει το δικό της Γολγοθά, ούσα σε ενδιαφέρουσα, προσπαθώντας, με σύμμαχο τις δυο τους οικογένειες, να βρει αποδείξεις για την αθωότητα του Φόνι και να τον βγάλει από τη φυλακή.
«Ελπίζω να μην αναγκάστηκε ποτέ κανείς να κοιτάξει κάποιον που αγαπάει μέσα από ένα τζάμι».
Αν και γραμμένο το 1974, το μυθιστόρημα αυτό του James Baldwin, είναι απόλυτα διαχρονικό. Θα μπορούσε κάλλιστα να μιλάει για το σήμερα, αφού κοντά πέντε 10ετίες μετά, λίγα πράγματα έχουν αλλάξει ως προς την αντιμετώπιση των Μαύρων στην Αμερική, μια χώρα που έχει χτίσει τις βάσεις της πάνω στο μισανθρωπισμό, το ρατσισμό και τη μισαλλοδοξία. Είναι ένα από τα κορυφαία και πιο γνωστά έργα του συγγραφέα, μαζί με τα «Δεν είμαι ο νέγρος σου» και «Το κουαρτέτο του Χάρλεμ», τα οποία αναδεικνύουν με τον πιο γλαφυρό τρόπο την πολυσύνθετη πραγματικότητα των μειονοτήτων στις Ηνωμένες Πολιτείες, συμβάλλοντας δυναμικά στη διεκδίκηση των καταπιεσμένων δικαιωμάτων τους.
[…] «Δεν ήταν ο αράπης κανενός. Και αυτό είναι έγκλημα σε αυτή τη γαμημένη , ελεύθερη χώρα. Έχεις το καθήκον να είσαι ο αράπης κάποιου. Αν δεν είσαι ο αράπης κανενός, είσαι κακός αράπης» […]
Η γραφή του Baldwin διακρίνεται από έναν υπέροχο λυρισμό και «ζωγραφίζει» για τον αναγνώστη του εικόνες απαράμιλλης ομορφιάς. Η πλοκή ξεδιπλώνεται ομαλά, οδηγώντας μας, μέσα από αρκετές ψυχολογικές διακυμάνσεις, σε ένα λυτρωτικό τέλος.
Οι ήρωες που δημιούργησε με την πένα του ο Baldwin είναι έξοχοι. Τόσο οι πρωτεύοντες, όσο κι οι δευτερεύοντες χαρακτήρες είναι πανέμορφοι. Καθένας από αυτούς συμβάλλει στην αποτύπωση της περιρρέουσας ατμόσφαιρας και βοηθούν στη δημιουργία ενός ρεαλιστικού background στην εξέλιξη της ιστορίας. Ιδίως οι θηλυκοί χαρακτήρες είναι απίστευτα δυναμικοί και κρατούν το τέμπο στην πλοκή. Μάλιστα, θα έλεγα ότι η τοποθέτηση των γυναικών στον προμαχώνα της αντιρατσιστικής αντίστασης, δίνει μια ακόμη πιο βαθιά κοινωνική-πολιτική διάσταση στο έργο. Και είναι απόλυτα πραγματικά τα πρόσωπα που συμμετέχουν σ’ αυτό το αριστούργημα, όσο κι αν ανήκουν στο φάσμα της φαντασίας του συγγραφέα. Γιατί καθένας από εμάς, μπορεί να καταλάβει ότι, κάπου σε αυτόν τον κόσμο, υπάρχουν πολλές Τις και ακόμα περισσότεροι Φόνι.
«Είδες το Φόνι σήμερα;»
«Ναι».
«Και πως ήταν;»
«Πανέμορφος. Τον έχουν πλακώσει στο ξύλο, αλλά δεν τον λύγισαν – αν καταλαβαίνεις τι εννοώ. Είναι πανέμορφος».
Όσον αφορά στην έκδοση, οι εκδόσεις Πόλις μας προσφέρουν για μια ακόμη φορά, ένα πολύ περιποιημένο αποτέλεσμα. Όμορφο κι εξαιρετικά εύγλωττο εξώφυλλο, μια εξαιρετική μετάφραση από την κυρία Άλκηστη Τριμπέρη, μια μετάφραση που σέβεται το πρωτότυπο κείμενο και τον αναγνώστη. Ένα βιβλίο που χαίρεσαι να το κρατάς στα χέρια σου κι απολαμβάνεις να το διαβάζεις.
Καταλήγοντας θέλω να πω ότι, το βιβλίο του James Baldwin είναι πολλά παραπάνω από μια σπαρακτική ιστορία αγάπης. Είναι η αποτύπωση μιας ολόκληρης εποχής. Ένα ηχηρό κοινωνικό-πολιτικό μήνυμα για το ρατσισμό και τις φυλετικές διακρίσεις, σήμερα πιο επίκαιρο από ποτέ. Το «Αν η Beale Street μπορούσε να μιλήσει», είναι ένα ουμανιστικό βιβλίο που μιλάει για τη διεκδίκηση θεμελειωδών δικαιωμάτων όπως η ελευθερία, η ισότοτητα, ο αυτοπροσδιορισμός και η διεκδίκηση της Ευτυχίας. Είναι η ελπίδα κι η αισιοδοξία που πηγάζουν μέσα από μια αθώα ψυχή. Ο καθένας από εμάς πρέπει όχι μόνο να διαβάσει το «Αν η Beale Street μπορούσε να μιλήσει», αλλά και να διαδώσει το κραυγαλέο του μήνυμα! Βιβλία σαν κι αυτό είναι το μέσον προς την εξάλειψη των διακρίσεων κάθε είδους! Το προτείνω ανεπιφύλακτα σε όλους!
Ξύπνησε. Ο Ένα. Ανακαλύπτει ότι βρίσκεται σε άγνωστο χώρο. Τον βλέπουμε να παρατηρεί σπονδυλωτά τα επιμέρους στοιχεία του χώρου. Σα να πυροβολεί: Μπαμ, μπαμ, μπαμ! Ξύπνησε. Ο Ένα. Η συνειδητοποίηση έρχεται με μια έκρηξη μέσα στο μυαλό του… ΜΠΑΜ!!! Ένα κελί. ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΕ ΕΝΑ ΚΛΟΥΒΙ! Και δεν είναι μοναχός του. Γύρω του υπάρχουν άλλοι 5 άνθρωποι, μέσα σε παρόμοια κελιά. Τρεις γυναίκες και τρεις άντρες. Διαφορετικών ηλικιών και όψης. Έξι άνθρωποι φαινομενικά άσχετοι μεταξύ τους. Ή μήπως όχι;
Το Γιώργο Δάμτσιο το γνώρισα συγγραφικά μέσα από το πρώτο βιβλίο (Σκοτεινό πέπλο) της σειράς «Ευγενείς άγριοι», το οποίο δε μπορώ να πω ότι με είχε ικανοποιήσει. Είπα να δώσω μια δεύτερη ευκαιρία, όπως άλλωστε κάνω κάθε φορά, με το "Κάθε μυστικό σου". Και δικαιώθηκα. Και να’ μαι τώρα να θέλω να διαβάσω και την "Εξημέρωση", το δεύτερο βιβλίο της σειράς :-D.
Το «Κάθε μυστικό σου» δεν ανήκει ξεκάθαρα σε κάποια κατηγορία. Ενώ ξεκινάει σαν θρίλερ τρόμου/φρίκης (τύπου Saw, The cube κτλ), στην πορεία αποκτά χαρακτηριστικά κυρίως ψυχολογικού θρίλερ με προεκτάσεις αστυνομικής λογοτεχνίας. Είναι όμως ένα καθηλωτικό μυθιστόρημα που το ξεπέταξα σε μόλις μερικές ώρες, μη μπορώντας να το αφήσω λεπτό από τα χέρια μου.
Οι ιστορίες που τρέχουν παράλληλα είναι δυο. Από τη μια οι έξι άγνωστοι που βρίσκονται κλειδωμένοι σε σιδερένια κλουβιά σε ένα υπόγειο, με κάποιον παρανοϊκό, ο οποίος αποφάσισε να τους εξαγνίσει από τα αμαρτήματά τους κι από την άλλη, η έρευνα για εκβιασμό που πραγματοποιεί ένας ιδιωτικός ερευνητής. Οι δυο ιστορίες αυτές θα έρθουν να συναντηθούν στην πορεία, με μία μεγαλοπρεπή ανατροπή, ενώ στις τελευταίες αράδες μας κερνάει και μια… πικάντικη μπουκίτσα.
Στο «Κάθε μυστικό σου», η αλήθεια είναι έχουμε θέμα που έχει ξαναπαίξει πολλάκις στο παρελθόν. Το έχουμε δει ακόμη και σε ταινίες. Ωστόσο, διορθώστε με εάν κάνω λάθος, είναι η πρώτη φορά που διαβάζουμε κάτι τέτοιο στα ελληνικά εκδοτικά χρονικά. Πλέον αυτού η απόδοση της ιστορίας είναι άρτια και η πλοκή ξετυλίγεται όμορφα, ομαλά και, κυρίως, με ιλιγγιώδεις ρυθμούς! Μέσα από πολύ σύντομα κεφάλαια, μερικά μόλις μερικών αράδων μας ταξιδεύει μπρος πίσω στο χρόνο. Οι χρονικές αυτές λούπες, δεν κουράζουν καθόλου, αντίθετα αφήνουν το χρόνο στον αναγνώστη να «αναπνεύσει», μετά από έντονες σκηνές. Τον Δάμτσιο διακρίνει και εικονοπλαστική δεινότητα. Με τις λέξεις του δημιουργεί εικόνες για τον αναγνώστη. Διαβάζουμε σα να παρακολουθούσαμε ταινία. Ιδίως στις σκηνές του μπουντρουμιού, ακόμα κι εκείνες όπου δεν γίνεται τίποτα το συνταρακτικό, τις ευχαριστήθηκα πολύ. Κατά τη γνώμη μου είναι πολύ πιο δυνατές από αυτές της αστυνομικής έρευνας.
Η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη, βάζοντάς μας στην «πρώτη γραμμή του πυρός». Να βλέπουμε τα πράγματα όπως τα βλέπει ο αφηγητής. Με τα δικά του μάτια. Παρακολουθούμε τις σκέψεις να τρέχουν. Ακούμε τα γρανάζια του μυαλού του να γυρίζουν τρίζοντας και να αναπηδάνε κάθε φορά που δύο σκωροφαγωμένα δόντια συναντώνται. Ακούμε τους νοητούς διαλόγους. Νιώθουμε το φόβο που του δηλητηριάζει το αίμα, να εξουδετερώνεται αυτοστιγμεί από ψήγματα ελπίδας. Τον βλέπουμε να φτάνει στα όρια της ανθρωπιάς και της υπομονής. Κάποιες φορές να τα ξεπερνάει και μετά να σιχαίνεται τον εαυτό του. Να μην τον αναγνωρίζει καν. Να μην αναγνωρίζει το «τέρας» που στέκεται μπροστά του.
[…] Αυτό που με είχε αναστατώσει περισσότερο, όμως, ήτα ο τρόπος που με κοιτούσαν όλοι. Είχαν βάλει το κεφάλι τους ανάμεσα σε δυο κάγκελα ενώ έπιαναν σφιχτά τα αμέσως επόμενα. Ήταν σαν να με περίμεναν να συνέλθω με την ελπίδα ότι θα τους έλυνα όλες τους τις απορίες. Η κατάστασή μου όμως δε διέφερε από τη δική τους. Είχα μόνο ερωτήσεις […]
Στα υπέρ του βιβλίου και το χιούμορ. Γέλασα μόλις διάβασα το ευφάνταστο όνομα του δικηγόρου. Πολύ πετυχημένο πραγματικά! Και γενικά συναντάμε πολύ από το χιούμορ του Γιώργου, στις σελίδες του βιβλίου. Ίσως όμως, κάποιες φορές να του ξεφεύγει λίγο και να γίνεται κοινότυπο. Αλλά ακόμα κι έτσι, δεν παύει να είναι χιούμορ, κάτι που προσωπικά εκτιμώ ιδιαιτέρως, σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής μου.
Αγάπησα πολύ και το συμβολικό εξώφυλλο, που μας διηγείται μια ιστορία από μόνο του. Η πεταλούδα Μονάρχης (τυχαίο;), με το μαύρο σώμα και τα χρυσοκίτρινα φτερά, που προσπαθεί να αποδράσει από το καγκελόφρακτο παράθυρο. Απ' έξω ένας δυσοίωνος, σκοτεινός ουρανός, δεν προμηνύει τίποτα καλό. Στο άγγιγμα του ψυχρού μετάλλου, τα λεπτεπίλεπτα φτερά γίνονται στάχτη.
Πριν κλείσω θα ήθελα να σχολιάσω κάτι το οποίο συναντάμε συχνά στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία όλων των ειδών . Δεν κατανοώ ακριβώς το λόγο για τον οποίο επιλέγει ένας συγγραφέας να κάνει τους βασικούς του πρωταγωνιστές Ελληνοαμερικανούς, Ελληνοϊταλούς κτλ κι όχι σκέτους Έλληνες. Προσωπικά δε μου δίνει το κάτι παραπάνω αλλά αντίθετα με κάνει και νιώθω σαν οι αμιγώς Έλληνες να μην είναι «άξιοι» να συνδράμουν σημαντικά στην πλοκή μιας ιστορίας και μόνο η επιμειξία τους με άλλους λαούς τους καθιστά ικανούς. Ποια είναι αλήθεια, η δική σας γνώμη επ’ αυτού;
Ανεξάρτητα όμως από την παραπάνω γενική παρατήρηση, το «Κάθε μυστικό σου» είναι μια περιπέτεια γεμάτη εκπλήξεις κι αγωνία, που θα κρατήσει το ενδιαφέρον σας αμείωτο, μέχρι την τελευταία αράδα. Θα περάσετε καλά μαζί του!
Καλή ανάγνωση!
0
Ο Σίμος στα καλύτερά του!
Έχω πει και παλαιότερα ότι εκτιμώ πάρα πολύ, δυο πράγματα σε κάποιους συγγραφείς: Το ένα είναι η ικανότητά τους να πουν πολλά πράγματα σε λίγες σελίδες και το δεύτερο, η εξέλιξή τους ως λογοτέχνες. Το Δημήτρη Σίμο τον εκτιμώ και το θαυμάζω τόσο γι’ αυτούς τους δυο λόγους, όσο και για την ικανότητά του να εμβαθύνει στην ανθρώπινη ψυχολογία, σε σχεδόν «διαστροφικό» βαθμό! Αυτό αποδεικνύεται περίτρανα μέσα από το νέο του πόνημα, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, με τίτλο «Σώσε με»!
Μέσα από το «Σώσε με» βλέπουμε το Δημήτρη Σίμο στα καλύτερά του. Είναι μακράν η πιο ώριμη δουλειά του! Μέχρις ώρας τουλάχιστον. Εντελώς διαφορετική αλλά συνάμα τόσο γνώριμη γραφή. Όπως έχει πει κι ο ίδιος κάποια στιγμή: «Σίγουρα θα με αναγνωρίσετε. Αυτό είναι και το στοίχημα μου. Όποιος με διαβάζει, να λέει αυτός είναι "Σίμος". Να αντιλαμβάνεται την οπτική μου, ανεξάρτητα αν διαβάζει αστυνόμο Καπετάνο ή την ιστορία της οικογένειας Πομάνου.»
Στο «Σώσε με» έχουμε να κάνουμε με την οικογένεια τεσσάρων γυναικών. Τη μητέρα και τις τρεις κόρες της. Εντελώς διαφορετικές προσωπικότητες και συμπεριφορές. Οι σχέσεις τους μοιάζουν να είναι διαταραγμένες και το γιατί το μαθαίνουμε με την πορεία της ιστορίας. Αγαπημένη μου φιγούρα, η ανατρεπτική Νικόλ, η μεσαία κόρη. Βεβαίως, η ιστορία δεν αποτελείται μόνο από τις τέσσερις αυτές γυναίκες. Υπάρχουν κι άλλοι χαρακτήρες, όλοι αληθοφανείς και καλοσχηματισμένοι. Και θέλω να σχολιάσω την αστυνόμο Λουκίδη, η οποία, παρά τις όποιες αδυναμίες και κακές συνήθειες έχει, αλλά και λόγω αυτών, είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα περσόνα. Μου αρέσει που ο Δημήτρης επέλεξε γυναίκα για το ρόλο αυτό και όχι έναν ακόμα αρσενικό χαρακτήρα.
Η ανάλυση των χαρακτήρων είναι εξαιρετική. Πραγματικά με έχει ενθουσιάσει η καταβύθιση στη γυναικεία ψυχοσύνθεση! Θεωρώ ότι είναι σπουδαίο επίτευγμα για έναν συγγραφέα, άντρα, να προσεγγίσει τόσο άρτια και με τόσο σεβασμό το ψυχισμό και τον τρόπο σκέψης της γυναίκας.
Ο τόπος όπου τοποθετείται η ιστορία, είναι το κρύο και αφιλόξενο χωριό Κρυφό, κάπου έξω από την Κομοτηνή. Ένα χωριό που όπως λέει και το όνομά του, έχει πολλά μυστικά θαμμένα στο παγωμένο χώμα του. Μυστικά που κανείς από το χωριό δε θέλει να δει να βγαίνουν στη επιφάνεια. Παραδίπλα στο Κρυφό, βρίσκεται το Δάσος των Μανιταριών, όπου βρήκαν βασανιστικό θάνατο τρεις γυναίκες.
Από πλευράς αφήγησης και πλοκής, η δουλειά που έχει κάνει είναι άριστη. Βλέπουμε το αστυνομικό με το ψυχολογικό στοιχείο να ανταλλάζουν «μπαλιές» σε ένα σκληρό ματς, «καταδικασμένο» από την αρχή, να έρθει ισοπαλία. Τέλεια η ισορροπία των δυο «συστατικών»! Η ιστορία ρέει όμορφα, ομαλά, με ανοδική πάντα πορεία και με αυξανόμενη ταχύτητα. Δεν κάνει κοιλιά πουθενά. Ακόμα και σε σημεία που θα περίμενε κανείς να «κόψει ταχύτητα», ο Δημήτρης το πάει στο «ρελαντί», μόνο και μόνο για «να πατήσει τέρμα το γκάζι», μετά την επόμενη «στροφή». Επιπροσθέτως, δίνει κάθε φορά τόσα στοιχεία όσα χρειάζεται ο αναγνώστης για να πάει παρακάτω στην ιστορία. Δε στερεί πληροφορία ώστε να δημιουργούνται νοηματικά κενά και δε μοιράζει αφειδώς «μυστικά» που θα χαλάσουν την απόλαυση της έκπληξης.
Κάτι που είναι πολύ σημαντικό να αναφέρουμε είναι ότι, μέσα από τις σελίδες του «Σώσε με» θίγονται με σοβαρότητα κι αξιοπρέπεια, πολύ σοβαρά θέματα και προβλήματα, όπως αυτό της παιδικής και γυναικείας κακοποίησης, στοιχεία που ταλανίζουν οικογένειες όπως η ζήλια μεταξύ των παιδιών κι η απιστία των συζύγων καθώς και θέματα διαβίωσης των μεικτών κοινωνιών (χριστιανική/μουσουλμανική κτλ). Ωστόσο, θεωρώ ότι, ιδίως τα θέματα της κοινωνικής περιθωριοποίησης κι απομόνωσης, τα άγγιξε μόνο επιδερμικά ο Δημήτρης. Αν και δεν είναι αυτό το θέμα του βιβλίου, θα ήθελα να εμβαθύνει λίγο περισσότερο. Αυτό ήταν κάτι που μου έλειψε. Αυτό που επίσης βρήκα «λίγο» ήταν το ερωτικό στοιχείο. Αν και κάποια στιγμή κάτι πάει να γίνει κι ενώ υπήρξε μια ιδιαίτερη δυναμική ανάμεσα σε δυο άτομα, αυτό έληξε πριν καν ξεκινήσει. Δε ξέρω φυσικά κατά πόσον θα πρόσθετε κάτι στην ιστορία, εάν το συνέχιζε, σίγουρα όμως θα την έκανε πιο… πικάντικη. ;-)
Θέλω να μιλήσω για το τέλος του βιβλίου… Το βιβλίο φαινομενικά τελειώνει, ωστόσο συνεχίζει για μερικά μικρά κεφάλαια ακόμα. Με παραξένεψε αυτό και η αλήθεια είναι ότι με ενόχλησε κιόλας. Δε μπορούσα να καταλάβω γιατί πλατειάζει έτσι. Κι έρχεται η ανατροπή σε μία μόνη λέξη! Κι όλα βρήκαν το νόημά τους!
Κλείνοντας, θα ήθελα να πω ότι είναι εμφανής η δουλειά που έχει ρίξει για το συγκεκριμένο έργο ο Δημήτρης Σίμος! Δεν έχει αφήσει τίποτα στην τύχη. Τίποτα να μην το έχει περάσει από «κόσκινο». Έχει καταφέρει να διεισδύσει στα κατάβαθα του μυαλού και της ψυχής των ηρώων του. Έχει καταφέρει να αποδώσει άριστα το περιβάλλον και την ατμόσφαιρα και τέλος, έχει βρει τις ισορροπίες του μεταξύ αστυνομικού και ψυχολογικού θρίλερ. Έχει αποδώσει τη σωστή διάσταση, σχήμα και χρώμα στην ιστορία του, χωρίς υπερβολές. Μέσα από τα εξαίρετα ψυχογραφήματα, τους άψογα δομημένους ήρωες και το ζοφερό σκηνικό, παράλληλα με τον άριστο καταμερισμό μεταξύ αφήγησης και διαλόγων, το σωστό χειρισμό της ελληνικής γλώσσας αλλά και των λίγων, πλην καλοδουλεμένων, ανατροπών, λαμβάνουμε ένα άρτιο αποτέλεσμα. Το αγαπά αυτό που κάνει ο Δημήτρης κι αυτό φαίνεται!
Το λάτρεψα το «Σώσε με» και σας το προτείνω με το χέρι στην καρδιά! Διαβάστε το και θα με θυμηθείτε! Εγώ το μόνο που μπορώ να κάνω, είναι να περιμένω με αγωνία το επόμενο…