[O Σον Μπάιτελ είναι ο ιδιοκτήτης του Βιβλιοπωλείου του Ουίγκταουν, του δεύτερου μεγαλύτερου παλαιοβιβλιοπωλείου της Σκοτίας. Στους στριφογυριστούς διαδρόμους του υπάρχουν 100.000 βιβλία, τα οποία απλώνονται σε ράφια συνολικού μήκους 1,5 χμ., και όλα αυτά σε μια μικρή επαρχιακή πόλη δίπλα στη θάλασσα. Ο επίγειος παράδεισος για κάθε βιβλιόφιλο; Όχι ακριβώς. . .
Σε αυτό το έξυπνο και ξεκαρδιστικό ημερολόγιο, ο Σον προσφέρει με καυστικό τρόπο μία εκ των έσω ματιά στον κόσμο ενός πραγματικού βιβλιοπωλείου]
«Μία ακόμα όμορφη μέρα χάλασε πριν καλά καλά ξεκινήσει, εξαιτίας ενός πελάτη με σορτσάκι και μάλλινες κάλτσες ώς το γόνατο, ο οποίος έριξε μία στοίβα βιβλία και τα άφησε πεσμένα στο πάτωμα. Λίγο αργότερα, ένας πελάτης με αλογοουρά και καπέλο που μόνο κλεμμένο από κλόουν μπορούσε να είναι μπήκε σφυρίζοντας και αγόρασε τον “Αλχημιστή” του Πάουλο Κοέλιο. Υποπτεύομαι ότι το έκανε σκόπιμα για να με κάνει να χάσω την πίστη μου στην ανθρωπότητα και να μου ρίξει το ηθικό ακόμα περισσότερο».
[Βρισκόμαστε στο Λονδίνο του 1850, και λίγο πριν τα εγκαίνια της Μεγάλης Έκθεσης τέχνης, μια έκθεση στην οποία συρρέει πλήθος κόσμου. Πρωταγωνίστρια σε αυτήν την ιστορία, η όμορφη και γεμάτη όνειρα Άϊρις, η οποία εργάζεται στο κουκλομάγαζο της κυρίας Σόλτερ. Η ζώη της όμως σύντομα θα αλλάξει, όταν στο δρόμο της θα βρεθεί ένας νεαρός ζωγράφος, που θα μαγευτεί από την ομορφιά της, και θα της προτείνει να γίνει το μοντέλο του. Η Άϊρις έπειτα από λίγη σκέψη θα δεχτεί, αλλά σαν αντάλλαγμα ζητάει να της μάθει να ζωγραφίζει. Σύντομα, ένα ειδύλλιο θα αναπτυχθεί μεταξύ τους, που ένας περίεργος άντρας θα προσπαθήσει να διαλύσει, όταν συναντάει τυχαία την Άϊρις για μια στιγμή, αλλά δε θα την ξεχάσει ποτέ. Θα πάθει εμμονή μαζί της, και δε θα αργήσει να δείξει τον σκοτεινό του εαυτό]
Διαβάζεται πολύ γρήγορα, και σε ταξιδεύει στο Λονδίνο εκείνης της εποχής, μέσω ατμοσφαιρικών εικόνων και δυνατών περιγραφών.
[Από το ρομαντισμό των κλασικών όπως η Ραπουνζέλ, η Χιονάτη και η Σταχτοπούτα μέχρι το μαύρο χιούμορ των λιγότερο γνωστών όπως Τα τρία φύλλα του φιδιού, Ο λαγός και ο σκαντζόχοιρος και Ο θάνατος νονός, ο Πούλμαν αποδίδει με τον δικό του μοναδικό τρόπο τη γοητεία που ασκούν εδώ και αιώνες στους αναγνώστες τα παραμύθια των αδελφών Γκριμ, παραθέτοντας μετά από το καθένα ένα σύντομο σχόλιο για την ιστορία του]
[Η Φέι μοιάζει να τα έχει όλα: έναν τέλειο σύζυγο, μια πολυαγαπημένη κόρη και ένα πολυτελές διαμέρισμα στην καλύτερη περιοχή της Στοκχόλμης. Όμως σκοτεινές αναμνήσεις από την παιδική της ηλικία τη στοιχειώνουν και νιώθει όλο και περισσότερο σαν φυλακισμένη σε χρυσό κλουβί.
Κάποτε ήταν μια δυνατή και φιλόδοξη γυναίκα, πριν τα παρατήσει όλα για τον σύζυγό της τον Τζακ. Όταν διαπιστώνει πως εκείνος την απατά, ο κόσμος της Φέι γκρεμίζεται και μένει εντελώς ξεκρέμαστη, ώσπου αποφασίζει να πληρώσει τον Τζακ με το ακριβές αντίτιμο της προδοσίας του, με τη δίκαιη εκδίκησή της]
Δεκτό και σεβαστό να θέλει η συγγραφέας να πειραματιστεί και σε άλλα είδη γραφής, πέραν εκείνου που την καταξίωσε. Στο συγκεκριμένο δεν της βγήκε. Ίσως μια άλλη φορά, ίσως κάτι διαφορετικό.
[Η Ρέιτσελ παίρνει το ίδιο τρένο κάθε πρωί. Ξέρει ότι θα σταματήσει στον ίδιο σηματοδότη, την ίδια ώρα, και θα αντικρίσει τα ίδια σπίτια δίπλα στις ράγες. Αρχίζει, μάλιστα, να νιώθει οικεία με το ζευγάρι που ζει σ' ένα από αυτά. Η ζωή τους, στα δικά της μάτια, είναι τέλεια. Μακάρι να μπορούσε και η Ρέιτσελ να είναι τόσο ευτυχισμένη.
Και ένα πρωί βλέπει κάτι που τη σοκάρει.]
Το βιβλίο σε κρατάει σε εγρήγορση, και αυτό είναι κάτι που κρατάει μέχρι το τέλος.
Η ιστορία του βιβλίου περιστρέφεται γύρω από την έφηβη Τζοβάνα που μεγαλώνει στη Νάπολη των 90s, σε μια οικογένεια αριστερών πεποιθήσεων. Κομβική στιγμή της ζωής της είναι αυτή που ακούει κατά λάθος τον πατέρα της να τη χαρακτηρίζει «πολύ άσχημη» και να τη συγκρίνει με τη μισητή θεία Βιτόρια. Άραγε έτσι έχουν στ’ αλήθεια τα πράγματα;
Στο σύνολό του το βιβλίο δεν απογοητεύει. Κινείται μεν στον δρόμο που έχει χαράξει η ίδια η συγγραφέας, διαφοροποιείται ωστόσο στην ανάπτυξή του.
[Το όνομά μου είναι Άμπερ Ρένολντς. Υπάρχουν τρία πράγματα που πρέπει να ξέρετε για μένα: 1. Βρίσκομαι σε κώμα. 2. Ο άντρας μου δε μ' αγαπάει πια. 3. Μερικές φορές λέω ψέματα.]
[Κάποιοι άνθρωποι φαίνονται ευτυχισμένοι αν τους κρίνεις μόνο εξωτερικά και μόνο αν τους αφουγκραστείς και δεν αρκεστείς στην όψη τους καταλαβαίνεις πόσο συντετριμμένοι είναι μέσα τους]
Χανς Σνηρ, γόνος πλούσιας και ισχυρής οικογένειας, εγκαταλείπει το πατρικό του σπίτι και διαλέγει το μόνο επάγγελμα που τον αντιπροσωπεύει: γίνεται κλόουν, δίνει παραστάσεις από πόλη σε πόλη, κι έχει μαζί του τη Μαρί, την πρώτη και μοναδική του αγάπη. Έπειτα από έξι χρόνια δύσκολης συμβίωσης, η Μαρί τον εγκαταλείπει για να παντρευτεί έναν σπουδαίο παράγοντα του γερμανικού καθολικισμού,
[-Αφήστε τις ανοησίες, κύριε Σνηρ. Τι σας έπιασε, τέλος πάντων.
-Οι καθολικοί μού δίνουν στα νεύρα, του λέω, γιατί είναι άδικοι.
-Και οι προτεστάντες; με ρώτησε γελώντας.
-Αυτοί με αηδιάζουν με τα συνειδησιακά τους φούμαρα.
-Και οι άθεοι; Γέλασε πάλι.
-Τους βαριέμαι, γιατί όλο για το Θεό μιλάνε.
-Τελικά εσείς τι είστε;
-Εγώ είμαι κλόουν, του λέω, και μάλιστα καλός, παρά την τωρινή μου φήμη. Και υπάρχει ένα καθολικό πλάσμα που το χρειάζομαι επιτακτικά: η Μαρί -αλλά μου την κλέψατε.]
Στην περίοδο της γερμανικής κατοχής στην Αθήνα, εκτός απ' τον ίδιο τον κατακτητή, οι ήρωες των δέκα ιστοριών αντιμετωπίζουν κι έναν διαφορετικό εχθρό: Κάτω απ' το κράτος της πείνας και του τρόμου, απειλείται η συλλογική ηθική υπόσταση.
[Δεν βγάλαμε μιλιά σ' όλο τον δρόμο γιατί ένα πράγμα μόνο ήταν να πούμε κι αυτό δεν θα το λέγαμε ποτέ ο ένας στον άλλον, ποτέ πια όσο ζούσαμε, και πράγματι, ποτέ δεν το 'παμε. Μας έφτανε που, όταν θα ξημέρωνε η μέρα και θα πηγαίναμε στον μπακάλη με το δελτίο, θα παίρναμε τρεις μερίδες ψωμί κι όχι δύο
Τίποτ' άλλο δεν θυμάμαι από κει και πέρα.
Ζήσαμε.]