Με αφετηρία την Ανν Σαίξπηρ, σύζυγο του μεγάλου θεατρικού συγγραφέα για την οποία ελάχιστα είναι γνωστά, η Ζερμέν Γκριρ μελετά την εικόνα και τη θέση της γυναίκας στην Αγγλία του 16ου αιώνα. Συνδυάζοντας τη λογοτεχνία με την ιστορική μεθοδολογία και τις μαρτυρίες για τη ζωή στο Στράτφορντ, τοποθετεί την ιστορία του γάμου του Σαίξπηρ στο κοινωνικό της πλαίσιο. Οι υποθέσεις για τη ζωή της κόρης του γεωργού που παντρεύτηκε τον σπουδαιότερο ποιητή της Μεγάλης Βρετανίας δεν είναι καθόλου κολακευτικές, παρόλο που εκείνη στάθηκε το πλευρό του. Εξάλλου η παράλειψη του ονόματός της από τη διαθήκη του Σαίξπηρ έχει ερμηνευτεί ως απόδειξη του ότι από την πλευρά του συγγραφέα ο γάμος αυτός ήταν ένα τρομερό λάθος. Ωστόσο, ο ίδιος ο Σαίξπηρ στα έργα του παρουσιάζει την ανεύρεση μιας άξιας συζύγου ως θριαμβευτική έκβαση. Με τη χρήση πολλών αποσπασμάτων από το έργο του καθώς και το έργο πολλών μελετητών του, η συγγραφέας ρίχνει φως στις ιδιαίτερες στιγμές της ζωής του Σαίξπηρ και ταυτόχρονα μας δίνει αναρίθμητες πληροφορίες για την κοινωνική ζωή της εποχής. Οι προτάσεις που διατυπώνονται στο βιβλίο είναι σαφώς τολμηρές, αλλά μέσα σε ένα προσεκτικά ερευνημένο πλαίσιο μοιάζουν λιγότερο απίθανες από τις διάφορες προκαταλήψεις των σαιξπηριστών.
Στη "Βραδύτητα" ο Μίλαν Κούντερα συγκρίνει τη γλυκύτητα της ανάμνησης μιας υπέροχης ερωτικής νύχτας στον 18ο αιώνα με τη στυφή γεύση μιας τραγελαφικής ερωτικής νύχτας σήμερα. Το βιβλίο αποδεικνύει ότι βραδύτητα είναι ο ρυθμός της απόλαυσης και της μνήμης και ταχύτητα ο ρυθμός της μη ικανοποίησης και της λήθης. Στη "Βραδύτητα" ο Κούντερα μας μιλάει κυρίως για την επικούρεια στάση απέναντι στη ζωή, εκφράζοντας παράλληλα τη βαθιά του αμφιβολία ότι είναι ποτέ δυνατόν να πραγματοποιηθεί το ηδονιστικό ιδεώδες.
Οι ήρωες του Κούντερα ονειρεύονται διαρκώς είτε ότι ανυψώνονται, είτε ότι πέφτουν, είτε ότι πεθαίνουν, γιατί αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να ζουν. Φυσικά, η φαντασία και το όνειρο, που είναι αδιαφιλονίκητα συνδεδεμένα με την ίδια την ανθρώπινη φύση, ενέχουν τον κίνδυνο του ιλίγγου ακριβώς γιατί ανυψώνουν τον άνθρωπο σε σφαίρες που δεν μπορεί να προβλέψει, ούτε καν να δει. Και στον ταλαντευόμενο άξονα ανάμεσα στην ύπαρξη ή στην ανυπαρξία, στην ψυχή ή στο σώμα, υπάρχει πάντα η έκπληξη που παραμονεύει τον συγγραφέα ή τον εραστή, η έκπληξη της δημιουργίας. «Όπως ξαναείπα, τα πρόσωπα ενός έργου δεν γεννιούνται από γυναικείο σώμα, όπως τα ζωντανά πλάσματα, αλλά από μια κατάσταση, μια φράση, μια μεταφορά, η οποία περιέχει εν σπέρματι μια βασική ανθρώπινη δυνατότητα που ο συγγραφέας φαντάζεται πως δεν έχει αποκαλυφθεί ακόμα ή πως δεν έχει ειπωθεί ακόμα γι' αυτήν τίποτα ουσιώδες». Ίσως γι' αυτό θα προτιμούσαμε το «Είναι» από την «Ύπαρξη», έναν πολύ πιο συγκεκριμένο και υπέρ το δέον ακριβή φιλοσοφικό όρο για τα σχετικά μέτρα του Κούντερα, πολύ πιο κοντά στα ενδεχόμενα από την κυριολεξία.
Ο Νιούλαντ Άρτσερ, ένας νεαρός φέρελπις δικηγόρος της υψηλής κοινωνίας, ετοιμάζεται να ανακοινώσει τον αρραβώνα του με την όμορφη και αθώα Μέι Γουέλαντ, όταν εμφανίζεται η ξαδέλφη της Μέι, κόμησσα Έλεν Ολένσκα, μια γοητευτική γυναίκα που επιστρέφει στην πατρίδα της μετά την απόφασή της να εγκαταλείψει και να χωρίσει με τον Ευρωπαίο σύζυγό της.
Η ομορφιά της, η αντισυμβατική προσωπικότητά της και ο ευρωπαϊκός της αέρας παρασύρουν τον Νιούλαντ Άρτσερ σε έναν παθιασμένο έρωτα κόντρα στους κανόνες και τους ηθικούς φραγμούς της συντηρητικής κοινωνίας της Νέας Υόρκης.
Όμως, η ευτυχία του υπονομεύει το μέλλον της Μέι και την κοινωνική του θέση. Κι ο ίδιος καλείται να επιλέξει ανάμεσα στο καθήκον και στην αληθινή αγάπη…
Η Edith Wharton στα Χρόνια της αθωότητας, το πρώτο βιβλίο χάρη στο οποίο απονεμήθηκε βραβείο Πούλιτζερ σε γυναίκα, δημιουργεί μια συγκινητική ερωτική ιστορία ασκώντας αυστηρή κριτική στα υποκριτικά κοινωνικά ήθη της εποχής. Ένας ύμνος στη γυναικεία δύναμη και στο μεγαλείο της αγάπης. Από τα σπουδαιότερα μυθιστορήματα του 20ού αιώνα.
Ένα από τα βιβλία που ευχαριστώ την τύχη μου που το διάβασα. Σίγουρα θα το ξαναδιαβάσω, όπως και άλλα του Χέμινγουέι. Αυτός ο λιτός, πολύ δύσκολος τρόπος του να λέει τεράστια πράγματα, (χωρίς σχεδόν να τα πει), με κέρδισε από την πρώτη σελίδα.
Εμπνευσμένος από έναν μεξικανικό μύθο, ο Στάινμπεκ αφηγείται στο "Μαργαριτάρι" την τραγική ιστορία ενός φτωχού αντρόγυνου, του Κίνο και της Χουάνα. Ο Κίνο βρίσκει το Μαργαριτάρι του Κόσμου και κάνει όνειρα για το μέλλον, που όμως όλα γκρεμίζονται.
Ένα από τα κορυφαία κλασσικά πλέον αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας! Ολοκληρωμένοι χαρακτήρες μοιραίων ηρώων, άρτια πλοκή και περιγραφές, όπως συμβαίνει σε όλα σχεδόν τα έργα του δεξιοτέχνη STEINBECK!
Ο Σάμι Μάουντζοϊ, γνωστός και πετυχημένος ζωγράφος, επιχειρεί έναν απολογισμό της ζωής του και προσπαθεί να εντοπίσει τις αιτίες που του στέρησαν τη δυνατότητα της ελεύθερης επιλογής. Επιχειρεί έτσι μια κατάδυση στο παρελθόν και το περιδιάβασμά του στα περασμένα γίνεται συνειρμικά χωρίς χρονολογική σειρά. Η αφήγηση κινείται άτακτα στη φτωχογειτονιά όπου αυτός γεννήθηκε, το Λονδίνο όπου ωρίμασε η τέχνη του, το γερμανικό στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου όπου τον οδήγησε ο πόλεμος και το τρελοκομείο όπου θα βρει την πρώτη του αγάπη.
Στην ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΤΩΣΗ, ο Γκόλντινγκ δημιουργεί ένα ποιητικό έργο και μια αλληγορία συγκινητική και αλησμόνητη.
Μία ψυχολόγος, μου είχε πει ότι, διαβάζοντας κανείς αυτό το βιβλίο, μαθαίνει τα πάντα για τον εφηβικό ψυχισμό. Και ίσως να είχε δίκιο. Με ενόχλησε κάπως η διαρκής αργκό, παρόλο που ταιριάζει στον τρόπο έκφρασης των νέων. Ένα πολύ όμορφο βιβλίο κατά τα άλλα, κλασικό και σπουδαίο, χωρίς καμιά ιδιαίτερη πλοκή, που συγκινεί και δεν σε αφήνει να το... αφήσεις!
Η ανά «Ανθολογία» αποτελεί μια θαυμάσια εισαγωγική μύηση στον ποιητικό κόσμο του Παλαμά. Όποιος δεν τολμήσει το επόμενο βήμα, που είναι η μελέτη των «Απάντων» του, ας είναι βέβαιος πως έχει πάρει μια ικανή γεύση παλαμικής ποίησης… ένα κατατοπιστικότατο εγχειρίδιο μελέτης
Η "Σικάστα", έχει για αφετηρία - όπως και πολλά άλλα βιβλία αυτού του είδους - την Παλαιά Διαθήκη. Συνηθίσαμε να απορρίπτουμε συλλήβδην την Παλαιά Διαθήκη, επειδή ο Ιεχωβάς δεν σκέπτεται, δεν συμπεριφέρεται σαν κοινωνικός λειτουργός. Ο Χ. Τζ. Ουέλς είπε πως όταν ο άνθρωπος φωνάζει κλαψιάρικα στο Θεό "δώσε μου, δώσε μου, δώσε μου", μοιάζει με λαγουδάκι που κουλουριάζεται δίπλα σ' ένα λιοντάρι για να ζεσταθεί. Ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Τα ιερά κείμενα όλων των λαών έχουν πολλά κοινά σημεία. Σχεδόν μπορούν να θεωρηθούν προϊόντα ενός και μόνου πνεύματος. Είναι πιθανό να κάνουμε λάθος όταν τις απορρίπτουμε σαν παράδοξα, απολιθώματα ενός νεκρού παρελθόντος. Ένα αριστουργηματικό βιβλίο που προτείνω από όλους να διαβαστεί…
Το Χρυσό Σημειωματάριο είναι ένα μυθιστόρημα χιλίων σελίδων: φιλόδοξο, πολυδιάστατο, πρωτοποριακό. Η αυστηρή δομή του, που κρύβει μέσα της το εσωτερικό χάος και τους λαβυρίνθους της σκέψης και των αισθημάτων της ηρωίδας του, χωρίζει το μυθιστόρημα σε δύο μεγάλα μέρη: Πέντε μέρη παραδοσιακής αφήγησης με πολλούς και ιδιαίτερα καλογραμμένους διαλόγους.
Τα μέρη αυτά, που τιτλοφορούνται «Ελεύθερες γυναίκες», θα μπορούσαν να είναι ένα μικρό μυθιστόρημα από μόνα τους (ή ένα μεγάλο θεατρικό έργο), γεμάτο πυκνούς διαλόγους και έξυπνες ατάκες, με πέντε ολοκληρωμένους και διακριτούς χαρακτήρες: Την Άννα, την κεντρική ηρωίδα, συγγραφέα ενός μυθιστορήματος και μητέρα της μικρής Τζάνετ· τη φίλη της Άννας, τη Μόλι, Εβραία και αριστερή και χωρισμένη όπως κι η Άννα· τον σύζυγο της Μόλι, τον μεγιστάνα Ρίτσαρντ, με τον οποίο έχει ένα παιδί, τον εικοσάχρονο Τόμι που πάσχει από έλλειψη ενδιαφέροντος για τη ζωή, έχοντας πέσει ανάμεσα στη ρωγμή που έχει ανοίξει τόσο ο χωρισμός όσο και οι τεράστιες ιδεολογικές και φιλοσοφικές διαφορές των γονιών του.
Ο Τόμι είναι ένας εξαιρετικά ενδιαφέρων και καλογραμμένος χαρακτήρας, όπως άλλωστε και η αλκοολική Μάριον, η δεύτερη σύζυγος του Ρίτσαρντ και μητέρα τριών παιδιών. Η σχέση του Τόμι με τη Μάριον είναι ένα από τα πολλά αναπάντεχα γυρίσματα σε αυτό το γαϊτανάκι σχέσεων, που περιλαμβάνει σε περίοπτη θέση τη λεγόμενη Μανούλα, την κοινή ψυχαναλύτρια της Άννας και της Μόλι, που είναι οιονεί παρούσα στις κουβέντες τους και αναφέρεται συχνά σε αυτές.
Το υπόλοιπο βιβλίο απαρτίζεται από τα τέσσερα Σημειωματάρια, διαφορετικού χρώματος το καθένα, όπου συγκεντρώνονται οι σκόρπιες σκέψεις και εξιστορήσεις της Άννας για μια σειρά από θέματα: από τον γάμο έως την πολιτική και τη γραφή, έως την καθημερινότητα. Το πέμπτο Σημειωματάριο, το «Χρυσό Σημειωματάριο», εμφανίζεται λίγο πριν από το τέλος, και με κάποιον τρόπο, μέσα από ονειρικές καταστάσεις και οριακά μυστικιστικές εμπειρίες, συνενώνει και συνέχει τρόπον τινά όλα τα άλλα. Το βιβλίο ολοκληρώνεται ήσυχα, με το πέμπτο μέρος από τις «Ελεύθερες Γυναίκες», με όλους τους ήρωες να έχουν βρει, προσώρας, μια μορφή γαλήνης – όσο αυτό είναι δυνατόν στον όλο κίνηση και μεταπτώσεις κόσμο της Ντόρις Λέσινγκ, που δεν είναι άλλος από τον ιλιγγιώδη δυτικό κόσμο στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα – στη μεσαία και ανώτερη τάξη.
Ένα από τα νήματα, στα γοητευτικά όσο και χαώδη σημειωματάρια, είναι η ανάγκη της Άννας να βρει έναν γνήσιο τρόπο έκφρασης και να ξεπεράσει το συγγραφικό μπλοκάρισμα στο οποίο έχει περιπέσει. Πολλές κι ενδιαφέρουσες σκέψεις για τη σύγχρονη τέχνη, γενικότερα, συμπεριλαμβάνονται σε αυτές τις μεγάλες παρενθέσεις, που φορτίζουν το μυθιστόρημα με μια ασθμαίνουσα στοχαστικότητα.
"Είχα ένα αγρόκτημα στην Αφρική, στους πρόποδες των λόφων Νγκονγκ. Ο ισημερινός περνά εκατόν εξήντα χιλιόμετρα βόρεια απ' αυτούς τους ορεινούς όγκους, και το αγρόκτημα απλώνεται σε υψόμετρο πάνω από χίλια οκτακόσια είκοσι μέτρα. Κατά τη διάρκεια της ημέρας ένιωθες ότι ανέβηκες ψηλά, ότι ηλησίασες τον ήλιο, νωρίς όμως το πρωί και το σούρουπο η ατμόσφαιρα ήταν διαυγής και γαλήνια, και οι νύχτες κρύες.
Γεωγραφική θέση και υψόμετρο συντελούσαν στη δημιουργία ενός τοπίου που όμοιο του δεν υπήρχε σε ολόκληρο τον κόσμο. Πλούτος και αφθονία πουθενά. Ήταν η Αφρική διυλισμένη στα χίλια οκτακόσια είκοσι μέτρα, σαν τη δυνατή και καθάρια ουσία μιας ηπείρου."
Το βιβλίο καταγράφει την αφρικανική εμπειρία της Κάρεν Μπλίξεν στη Βρετανική Ανατολική Αφρική πριν από το ξέσπασμα του Β' Παγκόσμιου Πολέμου. Πνεύμα αντισυμβατικό και ελεύθερο, η δανέζα Μπλίξεν καταφέρνει ξεπερνώντας τις αποικιοκρατικές και ρατσιστικές αντιλήψεις που επικρατούσαν την εποχή εκείνη, να διεισδύσει στον πυρήνα των πραγμάτων και να μας δώσει ένα απολαυστικό πορτρέτο ενός χαμένου παραδείσου.
Ταξιδιάρικο βιβλίο είτε πρόκειται για ταξίδι στην αχανή έρημο της Βόρειας Αφρικής είτε πρόκειται για ταξίδι εσωτερικής αναζήτησης. Γοητευτικό και ατμοσφαιρικό, όπως, εξάλλου και η ταινία, με υπαρξιακές ανησυχίες και φιλοσοφικές αναζητήσεις και με δύο ανικανοποίητους και με τάσεις φυγής ήρωες που θέλουν να ξεφύγουν από τον παρακμιακό κόσμο τους, αλλά δεν καταφέρνουν να φτάσουν στη λύτρωση. Γεμάτο ωραίες εικόνες, σε μαγεύει και σου δημιουργεί πολλά ερωτήματα φιλοσοφικού τύπου!
Ίσως είναι ένα από τα ομορφότερα μυθιστορήματα που έχω διαβάσει. Μυθιστόρημα; Χμ, ίσως όχι. Θεατρική κωμωδία. Μπα! Μάλλον υπερρεαλιστικό κατασκεύασμα. Και ο ρομαντισμός του; Η ευαισθησίες του; Όχι, όχι. Πρόκειται για ένα έργο βαθιά θρησκευτικό. Μα μιλάει για το Σατανά. Σχεδόν τον συμπαθείς! Όχι, όχι! είναι ένα ερωτικό βιβλίο. Μια ελεγεία στον αιώνιο έρωτα. Και ο Πόντιος Πιλάτος; Ο στυγνός επίτροπος της Ιερουσαλήμ που καταδίκασε τον Γεσουά; Ναι, είναι η λύτρωση και η ιστορική αποκατάσταση του Ρωμαίου αξιωματούχου. Και ο Μαιτρ, η Μαργαρίτα; Ένας συγγραφέας που ξεχωρίζει από το υπόλοιπο σινάφι. Μια γυναίκα, αντίστοιχη της Έμα Μποβαρύ, που σπάει τα δεσμά και πουλάει ευχάριστα και αμετάκλητα την ψυχή της στο διάβολο.
Τι είναι όλο το αυτό; Μια αλλοπρόσαλλη ιστορία. Μια πλοκή που δένει αρμονικά στο τέλος. Μια σπαρταριστή σάτιρα. Μια σκωπτική στηλίτευση του καθεστώτος. Η αδυναμία προσδιορισμού αυτού του βιβλίου τού δίνει την ομορφιά του. Μια υπέροχη σύλληψη με φανταστικό τέλος!
Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικότερα και πιο κλασικά δείγματα της Βρετανικής κουλτούρας και του φλεγματικού χιούμορ της Βικτωριανής εποχής (1889). Ο Τζερόουμ, έξυπνα, χρησιμοποιεί την εκδρομή τριών φίλων με βάρκα στον Τάμεση με τη συντροφιά του απολαυστικού σκύλου τους, Μονμόρενσυ για να σατυρίσει και να καυτηριάσει 'σκοτεινές' στιγμές της Βρετανικής Ιστορίας, αλλά καί ήθη και καταστάσεις της εποχής, όπως την αλαζονική αντίδραση στην ανάπτυξη της τεχνολογίας, τον εγκλωβισμό από τη ζωή στις μεγαλουπόλεις, τον υποχονδριασμό, τον ατομικισμό, τον σνομπισμό, την υποκρισία κτλ. Το 2ο μέρος του βιβλίου έχει πιο γρήγορη ροή, ενώ, στο σύνολό του, το μυθιστόρημα περιέχει και πολλά στοιχεία χιουμοριστικού διηγήματος καταστάσεων. Μοναδικό και πρωτότυπο!!!
Είναι εκπληκτικό πώς με τον «Αντώνιο και την Κλεοπάτρα» ο Σαίξπηρ δραματοποιεί την ιστορική πορεία την καταγραμμένη από τον Πλούταρχο, ακολουθώντας την. Πώς μας δίνει την ύψιστη αισθητική χαρά να ζούμε στο παρόν τη ζωή, τη δράση και τη συμπεριφορά αυτών των δύο υπέροχων εραστών. Στην ύστατη ώρα τους οι ήρωές μας ντύνονται με αθανασία και ευπρέπεια. Ο τραγικός λόγος, μάλιστα της Κλεοπάτρας, πλησιάζει τις καλύτερες στιγμές του «Άμλετ»:
«Πρόστυχο να ΄σαι Καίσαρας μην όντας ο ίδιος
η Τύχη είναι κοπέλι της, θεληματάρης της,
κι είναι μεγάλο εγώ να κάνω αυτή την πράξη
κοιμάσαι και ποτέ σου πια δε γεύεσαι κοπριά,
που τρέφει το ζητιάνο και τον Καίσαρα».
Ο συγγραφέας υπήρξε για χρόνια ο λυρικός αφηγητής της λογοτεχνίας του περιθωρίου. Ασυνήθιστα πνευματώδης και συχνά με έναν παραμυθένιο ρεαλισμό, επιθετικός και βωμολόχος, περιγράφει την άλλη πλευρά του αμερικάνικου τρόπου ζωής, αυτήν που οδηγεί από το Αμερικάνικο Όνειρο στον Αμερικάνικο Εφιάλτη. Τέλειο από κάθε άποψη αν δεν είστε σεμνότυφοι…
Πρόκειται για ένα πυκνό αφήγημα με γοητευτική γραφή γεμάτη τεχνάσματα και υπαινιγμούς που εξυπηρετούν τον εξομολογητικό του τόνο και το ειρωνικό έως αυτοσαρκαστικό του ύφος. Η ανάγνωσή του μαγνητίζει με την ευστροφία, την ποιητικότητα και τη συναισθηματική φόρτιση με την οποία έχει γραφεί. Η τέχνη του λόγου εδώ είναι ιδεώδης. Ο Σαρτρ αναφέρει: «Οι Λέξεις έχουν δουλευτεί πάρα πολύ. Οι φράσεις τους συγκαταλέγονται μεταξύ των πιο δουλεμένων φράσεων που έχω γράψει. Ήθελα να υπάρχει σε κάθε φράση ένα ή ακόμα και δύο υπονοούμενα. Η σύνθεση του βιβλίου τον απασχόλησε δέκα ολόκληρα χρόνια. Τελικά, εκδόθηκε το 1964 και μετά από αυτό του απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας, που όμως απέρριψε κι αρνήθηκε να παραλάβει. Πρόκειται για ένα αυτοβιογραφικό αφήγημα όπου ο Σαρτρ, ανασύροντας παιδικές αναμνήσεις και βιώματα, περιγράφει τις πρώτες του αναγνωστικές εμπειρίες και τη σύνδεση των λέξεων και της ανάγνωσης με την ανακάλυψη του κόσμου και της ύπαρξης, τη δόμηση της συνείδησης και του εαυτού του (είναι εμφανείς οι υπαινιγμοί του σχετικά με τις φιλοσοφικές του απόψεις για την έννοια του εαυτού) και τέλος τη λογοτεχνική νεύρωση στην οποία οδηγήθηκε ως γόνος της αστικής τάξης. Η ιστορία καλύπτει χρονικά την παιδική ηλικία του συγγραφέα από τη γέννησή του το 1905 μέχρι και το 1917. Η μητέρα του Αν-Μαρί μετά τον θάνατο του πατέρα του, το 1906, γυρίζει με τον μικρό Ζαν-Πολ στο πατρικό της σπίτι. Ο Σαρτρ μεγαλώνει σε ένα σπίτι γεμάτο από βιβλία, όπου ο παππούς του, Καρλ Σβάιτσερ, τον μυεί στην τέχνη της ανάγνωσης. Δεν τον στέλνουν σχολείο, αλλά εκπαιδεύεται στο σπίτι, καταλήγοντας ένα μοναχικό παιδί που μεγαλώνει ανάμεσα σε βιβλία και ενήλικες. Όλοι τον λατρεύουν, αφήνοντάς τον να πιστεύει ότι είναι παιδί-θαύμα: «Από εκεί προέρχεται, σίγουρα, η απίστευτη ελαφρότητά μου. Δε μου δίδαξαν την υπακοή», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ίδιος. Υποδυόταν, ωστόσο, το φρόνιμο παιδί, το οποίο σεβόταν την καθεστηκυία τάξη των ενηλίκων υπό τον όρο ότι εκείνοι θα τον λάτρευαν σαν έναν μικρό θεό: «Ξεπήδησα από το μηδέν και ντύθηκα με τη μεταμφίεση της παιδικότητας, για να τους δημιουργήσω την ψευδαίσθηση ότι είχαν γιο. Τρώω δημόσια σα βασιλιάς. Μοναδική αποστολή να αρέσω, τα πάντα για την επίδειξη. Μήπως είμαι νάρκισσος; Ούτε καν αυτό. Υπερβολικά απασχολημένος με το να γοητεύω, ξεχνώ τον εαυτό μου». Γιατί, όμως, ο Σαρτρ ένιωσε την ανάγκη να μιλήσει για τον εαυτό του; Μέσα από τη συγγραφή ο Σαρτρ ανακατασκεύασε τον εαυτό του, για να απαντήσει σε ερωτήματα που τον απασχολούσαν κατά την περίοδο της συγγραφής του βιβλίου. Η λογοτεχνική αυτοβιογραφία, που κατέθεσε, ήταν η προσπάθειά του να προσεγγίσει το ποιος ήταν και γιατί έκανε αυτό που έκανε, συσχετίζοντας τον εαυτό του με τους άλλους και συνδέοντας το παρελθόν του με το παρόν του σε μια κρίσιμη καμπή της ζωής του, κατά την οποία ένιωσε την ανάγκη να αξιολογήσει την μέχρι τότε –όπως ισχυρίζεται ο ίδιος– μικροαστική κατεύθυνση της ζωής του.
Είναι συγκλονιστικός ο προκλητικός τόνος και η ειρωνική διάθεση του συγγραφέα απέναντι στην παιδική του ηλικία και στα πρόσωπα του οικογενειακού του περιβάλλοντος. Η έλλειψη τρυφερότητας και η απόλυτη αυστηρότητα με την οποία αντιμετωπίζει την παιδική του ηλικία προκαλεί αναμφισβήτητα τη συμπάθειά μας. Με τις Λέξεις ο Σαρτρ αποκηρύσσει την αστική του καταγωγή αλλά και συνολικότερα την αστική ιδεολογία, αναλύοντας μέσα από την περιγραφή της οικογένειάς του και των πρακτικών της όλες τις πλευρές και πρακτικές της κυρίαρχης αστικής τάξης των αρχών του 20ού αιώνα. Επιπλέον, στηλιτεύει –χωρίς να καταδικάζει γενικότερα την αξία της γνώσης– την επικράτηση ενός ιδεαλισμού και μιας πνευματικότητας έναντι της απτής πραγματικότητας: «Επειδή είχα ανακαλύψει τον κόσμο μέσα από τη γλώσσα, θεωρούσα ότι ο κόσμος είναι η γλώσσα». «Είχα βρει τη θρησκεία μου: τίποτα δε μου φαινόταν σημαντικότερο από ένα βιβλίο».
Όταν, λοιπόν, αποφάσισε να γράψει τις Λέξεις, θέλησε με αυτόν τον τρόπο να ξεκαθαρίσει τους ιδεολογικούς του λογαριασμούς με το παρελθόν. Ήταν η περίοδος που αναδυόταν μέσα από την αχλή του βιωμένου σπιριτουαλισμού μια αγωνία υλισμού. Έτσι, ξεκίνησε η έντονη πολιτικοποίησή του και η απόφασή του να ταχθεί στο πλευρό των κομμουνιστών. Ο ίδιος σημειώνει σχετικά με τα παραπάνω: «Το διάστημα εκείνο συνέβησαν μέσα μου ένα σωρό μεταβολές και κυρίως διαπίστωσα πως από τη στιγμή που άρχισα να γράφω, και ίσως νωρίτερα ακόμη, από την ηλικία των εννέα ετών, μέχρι τα πενήντα μου, είχα βιώσει μία πραγματική νεύρωση. Η νεύρωση ήταν ότι θεωρούσα πως δεν υπήρχε τίποτα ωραιότερο και ανώτερο από το να γράφω. Το ‘53 κατάλαβα πως η άποψη αυτή ήταν απολύτως μικροαστική και πως υπήρχαν και άλλα πράγματα εκτός από το γράψιμο. Τότε ένιωσα την ανάγκη να την ερμηνεύσω, να καταλάβω τι είχε οδηγήσει ένα εννιάχρονο αγόρι σε αυτή τη λογοτεχνική νεύρωση. Όταν έγραψα τις Λέξεις, ήθελα να είναι το ωραιότερο δυνατό πεζογράφημα, διότι ήθελα να είναι ενοχλητικό. Ήθελα να είναι ένας αποχαιρετισμός στη λογοτεχνία και την ωραία λογοτεχνική γραφή. Ήθελα οι άνθρωποι που θα το διαβάσουν να βρεθούν παρασυρμένοι σε ένα είδος αμφισβήτησης της λογοτεχνίας από την ίδια τη λογοτεχνία».
Έτσι, το παιδί που γεννήθηκε και μεγάλωσε μέσα στα βιβλία, ο άνθρωπος-διανοούμενος που περιπλανήθηκε σε ατραπούς του πνεύματος επιχείρησε με αυτό τον τρόπο να επιλύσει τη βασικότερη σύγκρουση της ζωής του, τη διάσταση μεταξύ θεωρίας και πράξης: «Ήθελα να ζήσω στους αιθέρες ανάμεσα στα αέρινα ομοιώματα των πραγμάτων. Αργότερα έκανα κάθε προσπάθεια να βουλιάξω: χρειάστηκε να βάλω παπούτσια με μολύβδινες σόλες». Οι μολύβδινες σόλες πιθανόν να ήταν το είδος με το οποίο ήθελε να ασχοληθεί στη συνέχεια. Κι αυτό δεν ήταν άλλο από τη στρατευμένη και πολιτικοποιημένη λογοτεχνία. Έγραψε, λοιπόν, τις Λέξεις με απαράμιλλο λογοτεχνικό τρόπο, προσεκτικά και προσεγμένα στην κάθε λεπτομέρεια, στην κάθε ξεχωριστή λέξη με σκοπό να πείσει ότι η λογοτεχνικότητα πρέπει «να σβήσει»! Τελικά, κατάφερε το εντελώς αντίθετο, καθώς παρέδωσε ένα από τα ωραιότερα και δυνατότερα πεζογραφήματα, θέτοντας με αυτό σε νέα βάση –ακόμη και μέσω μιας κριτικής στάσης– τη σχέση ανάμεσα στη γλώσσα και την πραγματικότητα. Ο λογοτεχνικός και συγγραφικός του εαυτός, άλλωστε, είναι αυτό το στοιχείο που τον εξακόντισε στην αιωνιότητα! Ας σημειωθεί εδώ ότι ποτέ δεν απαρνήθηκε τη λειτουργία της ανάγνωσης ως ανάγνωση-απόλαυση, παρά μόνο στάθηκε κριτικά στην έτερη λειτουργία της, ως ανάγνωση-καταναγκασμός: «Με τον καιρό άρχισα να απολαμβάνω αυτό το μηχανισμό που με ξερίζωνε από τον εαυτό μου», αναφέρει χαρακτηριστικά στις Λέξεις. Κυρίως, όταν επέλεγε κρυφά κι άλλα αναγνώσματα από αυτά που του προμήθευε ο παππούς του, σίγουρα η ανάγνωση ήταν για αυτόν πηγή απόλαυσης: «Όταν τα άνοιγα, ξεχνούσα τα πάντα: άραγε αυτό σήμαινε “διαβάζω”; Όχι, σήμαινε “πεθαίνω από έκσταση”».
Με έξυπνο αλλά και ειλικρινή τρόπο κλείνει τις Λέξειςπροσπαθώντας έμμεσα να απολογηθεί για την αλαζονεία και τον αυτοθαυμασμό με τον οποίο τον τροφοδότησε από την παιδική του ηλικία το ενήλικο περιβάλλον του: «Αυτό που μου αρέσει στην τρέλα μου είναι ότι με προστάτεψε, από την πρώτη μέρα, από τα θέλγητρα της “ελίτ”: ποτέ δεν πίστεψα για τον εαυτό μου ότι είμαι ο ευτυχής κάτοχος ενός “ταλέντου”: το μοναδικό μου μέλημα ήταν να σωθώ –δίχως άσσους στο μανίκι μου– με τη δουλειά και την πίστη. Ξαφνικά η απόλυτη επιλογή μου δεν με ανύψωνε πάνω από κανέναν: δίχως εξοπλισμό, δίχως σύνεργα, ρίχτηκα ολόκληρος στη δουλειά για να σωθώ ολόκληρος. Αν κατατάξω την αδύνατη σωτηρία στα αχρείαστα, τι απομένει; Ένας άρτιος άνθρωπος, φτιαγμένος από όλους τους ανθρώπους, που αξίζει όσο όλοι, που αξίζει όσο και οποιοσδήποτε».
Ο Όουεν Μακένζι έχει περάσει τη ζωή του σε χωριά και κωμοπόλεις της επαρχίας. Καθώς η στατική πραγματικότητα δίνει τη θέση της σε ζωηρές αναμνήσεις, ο Όουεν αναπολεί τη διαδρομή του, από χαρισματικό φτωχόπαιδο σε αυτοδημιούργητο μεγαλοεπιχειρηματία, αλλά - κυρίως - από συνεσταλμένο παρθένο σε πολύπλαγκτο εραστή των αμερικανικών χωριών. Μέσα από μια υποδειγματικά ζωγραφισμένη ιστορία αισθηματικής - και σεξουαλικής - αγωγής, μέσα από αυτό το χρονικό προσωπικής πορνογραφίας και ανθρώπινης διάψευσης, με τα «Χωριά» ο μεγάλος αυτός ανατόμος της αμερικάνικης ψυχής καταπιάνεται με το αγαπημένο του θέμα: την αθωότητα και την ανωμαλία που κρύβει ο έρωτας των ανθρώπων. Υπέροχο από κάθε άποψη με συνεπήρε ολοκληρωτικά
Μετά από χρόνια πικρής διαμάχης τρεις γυναίκες - η Ντόρα Ντέβερο, η κόρη της Λίλι και η εγγονή της Έλεν - υποχρεώνονται από τα γεγονότα να κάνουν ανακωχή. Ο πολυαγαπημένος αδελφός της Έλεν, ο Ντέκλαν, πεθαίνει και τις θέλει και τις τρεις κοντά του. Η παρουσία των δύο φίλων του θα λειτουργήσει καταλυτικά για όλους στο σύντομο διάστημα που θα συνυπάρξουν στο σπίτι της γιαγιάς. Άτομα από διαφορετικές γενιές, με διαφορετικές εμπειρίες και πεποιθήσεις, γίνονται μάρτυρες μιας οδυνηρής για όλους πορείας, και για πρώτη φορά ακούνε με προσοχή τα όσα έχει να τους πει ο άλλος. Με πολλή κατανόηση και άφθονο χιούμορ ο Τομπίν δίνει στους ήρωές του την ευκαιρία να τα βρουν με τον εαυτό τους και με τον κόσμο. Υπέροχη γραφή, πλοκή μα πάνω απ’ όλα για την αλήθεια του!!!
Μια μυστηριώδης γέννηση, θαύματα και ιάσεις, ριζοσπαστικές διδασκαλίες, συγκρούσεις με τους θρησκευτικούς ηγέτες: όλα αυτά αποτελούν μέρος της ζωής του Ιησού. Αλλά ποιος είναι ακριβώς ο Ιησούς; Στην Παλαιστίνη του πρώτου αιώνα, αμέτρητες ελπίδες και όνειρα στηρίζονται πάνω Του. Μπορεί ένας άνθρωπος να οδηγήσει τον εβραϊκό λαό εναντίον του Ρωμαίου κατακτητή; Είναι πράγματι ο Μεσσίας, ο Σωτήρας σύμφωνα με τις Γραφές; Ο Ιησούς φαίνεται ήρεμος αλλά αποφασισμένος να ακολουθήσει τον δικό Του δρόμο. Η Μαρία φοβάται για το γιο Της αλλά Αυτός στρέφει το βλέμμα Του στην Ιερουσαλήμ και στο προδιαγεγραμμένο τέλος.
Μέσα από την πένα του συγγραφέα αποτυπώνεται με τρόπο συγκινητικό η αιώνια, η αξεπέραστη ιστορία του Ιησού της Ναζαρέτ, μια ιστορία γνωστή σε όλους αλλά πάντα συγκλονιστική και μεγαλειώδης. Δεν είναι καθόλου κουραστικό στις περιγραφές ωραία γραφή ένα βιβλίο που σου μένει!!!
Η Σκακιστική νουβέλα είναι το κορυφαίο έργο του Στέφαν Τσβάιχ, αλλά και το κύκνειο άσμα του. Ο Τσβάιχ την ολοκλήρωσε αυτοεξόριστος στη Βραζιλία, και την ταχυδρόμησε στον αμερικανό εκδότη του λίγες μέρες πριν αυτοκτονήσει, το 1942.
Σ’ ένα πλοίο που ταξιδεύει από τη Νέα Υόρκη για το Μπουένος Άιρες, οι επιβάτες –που φεύγουν από τη φρίκη του ναζισμού στην Ευρώπη– ανακαλύπτουν πως ανάμεσά τους βρίσκεται ο Μίρκο Τσέντοβιτς, ο μέγας και πολύς παγκόσμιος πρωταθλητής στο σκάκι. Όσες προσπάθειες κι αν κάνουν για να τον αντιμετωπίσουν στη σκακιέρα, καταλήγουν σε παταγώδεις ήττες. Τότε ακριβώς, ένας συνταξιδιώτης τους, ο Δόκτωρ Μπ., αναλαμβάνει να τους καθοδηγήσει, και όλα αλλάζουν. Ποιος είναι όμως αυτός ο μυστηριώδης Δόκτωρ Μπ., πώς έμαθε τόσο καλό σκάκι, και πόσο ακριβά έχει πληρώσει αυτή τη γνώση; Ένα βιβλίο που θα σε συνοδεύει για όλη σου την ζωη!!!
Στο «Τρυφερή είναι η νύχτα» Φιτζέραλντ καταγράφει εμμέσως, μέσα από τα βλέμματα τρίτων, τη σταδιακή φθορά της σχέσης του ψυχίατρου Ντικ Ντάιβερ και της χαρισματικής σχιζοφρενούς συζύγου του Νικόλ, χωρίς να τηρεί χρονολογικές συμβάσεις. Ξεκινάει τη μυθιστορηματική του σύνθεση μέσα σ’ ένα κλίμα ευφορίας και ανεμελιάς, συνεχίζει μ’ ένα τεράστιο φλας μπακ και επιστρέφει στο παρόν με ισχυρές δόσεις απελπισίας.
Όμορφοι ευκατάστατοι και ευφυείς οι Ντάιβερ και τα δυο τους παιδιά, ξεκαλοκαιριάζουν μεταξύ ιταλικών συνόρων και Μασσαλίας. Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος έχει τελειώσει, τα γαλλικά παράλια είναι της μόδας και ένας συρφετός από αργόσχολους κοσμικούς συναγωνίζονται μεταξύ τους στην επίδειξη υλικής ευδαιμονίας.
Ωστόσο, μια υποψία πλανιέται στον αέρα: πίσω από την ειδυλλιακή εικόνα των Ντάιβερ κρύβεται κάποιο μυστικό. Και παράλληλα, ανθίζει ένα φλερτ: ο Ντικ είναι έτοιμος να παραδοθεί στην αγκαλιά μιας άλλης γυναίκας, μιας νεαρής ηθοποιού που έχει μόλις ξεκινήσει την καριέρα της στο Χόλιγουντ.
Κατά την αποκαλυπτική αναδρομή στο παρελθόν, ο αναγνώστης μαθαίνει όλα όσα έχουν προηγηθεί: για την αιμομικτική σχέση της Νικόλ με τον πατέρα της που την έχει οδηγήσει σε ελβετική κλινική, για το πώς ο γάμος της με τον Ντάιβερ έγινε δεκτός με ανακούφιση από την οικογένειά της –αν δεν υπήρχε ο Ντικ κάποιος άλλος γιατρός θα έπρεπε ν' «αγοραστεί»–, για το πέρασμα του ζευγαριού από την συνωμοτική ευτυχία στην αποξένωση, τη μοναξιά και την προδοσία.
Εκπρόσωπος ενός απερχόμενου κόσμου γεμάτου ιδανικά, ο Ντικ Ντάιβερ απομυθοποιεί σταδιακά τον απαστράπτοντα εσμό που τον περιβάλλει. Και καθώς η Νικόλ είναι έτοιμη ν’ απαγκιστρωθεί από αυτόν, επειδή ουσιαστικά δεν τον έχει ανάγκη πια, ο ίδιος βυθίζεται όλο και περισσότερο στο αλκοόλ.
Αυτός που κάποια στιγμή, παρασυρμένος από τον ίλιγγο, ονειρευόταν «πάρτι με καβγάδες και ξελογιάσματα», πάρτι «με ανθρώπους που θα γυρίσουν σπίτι τους με πληγωμένα αισθήματα», εγκαταλείπει ηττημένος τη γιορτή. Επιστρέφει από την Ευρώπη στην Αμερική αλλά είναι ανήμπορος να ολοκληρώσει τη φοβερή πραγματεία που ονειρευόταν από νέος. Η μεγαλύτερή του ιατρική επιτυχία, η γιατρειά της Νικόλ, ήταν μοιραίο να προκαλέσει και το δικό του τέλος…
Σε μια εποχή όπου –αλίμονο– οτιδήποτε ανάλαφρο εξακολουθεί να εκθειάζεται κι όπου το χρήμα, ως αξία, εξακολουθεί να κρατάει τα σκήπτρα, το υπόγειο βάσανο, ο σαρκασμός και η ειρωνεία που απλώνονται στο μυθιστόρημα του Φιτζέραλντ λειτουργούν παραδόξως ανακουφιστικά. Πίσω από τις τρυφερές μας νύχτες μπορεί να κρύβεται μεγάλος πόνος, άλλο αν κανείς δεν θέλει να το παραδεχτεί ανοιχτά.
Στα σαράντα οκτώ της η Ελοΐζ Μακάλιστερ λατρεύει τη ζωή της: τη μοναξιά και την αδρεναλίνη στη δουλειά της. Το μοναδικό άγχος της είναι η μητέρα της Τζόαν, ταλαντούχος πιανίστρια, που είναι πλέον καταβεβλημένη από τα αρθριτικά και τα γεράματα. Η Ελοΐζ δε θέλει να εμπιστευτεί σε ξένους τη φροντίδα της, αλλά δεν μπορεί να κάνει αλλιώς και της εξασφαλίζει μια θέση σ' ένα γηροκομείο που στεγάζεται σε ένα βικτοριανό αρχοντικό. Λίγο πριν η Τζόαν μετακομίσει, η Ελοΐζ τη συντροφεύει σ' ένα τελευταίο ταξίδι στη Νότια Αφρική, τη χώρα των προγόνων της, όπου ένα εμπορικό κέντρο είναι ό,τι έχει απομείνει από το αγρόκτημα όπου είναι θαμμένος ο αδελφός της Τζόαν. Μέσα από τη σκόνη και τη ζέστη της αφρικανικής γης, θα αναδυθούν αναμνήσεις του παρελθόντος και θα ζωντανέψουν σκηνές οδυνηρές από τον πόλεμο των Μπόερς, που θα κάνουν μάνα και κόρη να αναθεωρήσουν για πάντα τη σχέση τους.
Ένα ενδιαφέρον βιβλίο,με ανατροπές και με έναν ήρωα τόσο αμοραλιστή, κυνικό και εγωπαθή όσο ιδεαλιστής και ευαίσθητος είναι κατά βάθος ο Χάρι Χόλε που δημιουργήθηκε από τον ίδιο συγγραφέα. Παρά τον αντιπαθητικό χαρακτήρα του ήρωα, καταλήγει κανείς να τον συμπαθήσει λίγο, καθώς προσπαθεί να επιβιώσει σ’ έναν κόσμο όπου υπάρχουν άνθρωποι ακόμα χειρότεροι από τον ίδιο.
Ένα ρεπορτάζ για έναν καινούργιο, ανερχόμενο συνεταιρισμό αμπελοκαλλιεργητών φέρνει τον Γερμανό δημοσιογράφο Χένρι Μεγιενμπέκερ στη Ριόχα, την πιο γνωστή οινοπαραγωγική περιοχή της Ισπανίας.
Προτού όμως προλάβει να πατήσει το πόδι του στη Ριόχα, ο διευθυντής του συνεταιρισμού σκοτώνεται σε ένα τραγικό αυτοκινητικό δυστύχημα. Ο Μεγιενμπέκερ μπαίνει σε κατάσταση συναγερμού...
Ο άνθρωπος, το κρασί - και το Κακό. Μ’ άρεσε είχε ενδιαφέρον
Ο συγγραφέας μας εισάγει στον κόσμο των πραγματευτάδων, των εμπόρων, των δικηγόρων, των τοκογλύφων και λοιπών σπεκουλαδόρων την εποχή κατά την οποία πρωτοδιαμορφώνεται η αστική τάξη. Περιγράφει με οξυδέρκεια και θεατρικότητα τον τρόπο με τον οποίο ο «παντοδύναμος παράς» διαποτίζει σιγά-σιγά το πλέγμα των ανθρωπίνων σχέσεων και δραστηριοτήτων στη Γαλλία της Παλινόρθωσης.
Στην πλήρη υποδούλωση του Γκραντέ στον κόσμο του χρήματος αντιτάσσεται με τη στάση της η θυγατέρα του Ευγενία. Χάρη στην αθωότητα της νιότης, την ψυχική ευγένεια και την καλοσύνη που τη διακρίνουν αλλά και στην άγνοια που συνεπάγεται η περίκλειστη, εντός της οικογενειακής εστίας, ζωή της, βρίσκει τη δύναμη να αποστασιοποιηθεί από ένα περιβάλλον που έχει πλήρως διαβρωθεί από την τυφλή επιθυμία του πλουτισμού και της κοινωνικής ανόδου.
Κάποια άτομα της υψηλής γαλλικής κοινωνίας συναντιούνται σ' έναν συγκεκριμένο χώρο, με σκοπό ν' ανταλλάξουν απόψεις αλλά και για να χαρούν, από κοινού, τις χαρές του έρωτα. Καταφτάνει, επίσης, εκεί και μια νέα κοπέλα, η Ευγενία, την οποία οι αριστοκράτες θα θελήσουν να διδάξουν και να νουθετήσουν, αλλά και να μυήσουν στα μυστήρια της ερωτικής απόλαυσης - πράγμα που γίνεται.
Αφού κυλήσει το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου μέσω σεξουαλικών οργίων και εστετίστικων συζητήσεων -στο μεγαλύτερο μέρος τους συνιστούν νουθεσίες και συμβουλές προς την νεαρή Ευγενία- ο Ντε Σαντ παραθέτει ένα εκτενές κείμενο, το οποίο τιτλοφορεί "Αλλη μια προσπάθεια, Γάλλοι, για να γίνετε δημοκράτες". Το κείμενο αυτό συνιστά προκήρυξη επιδεξιότατα γραμμένη, η οποία καταφέρεται ενάντια στις κεντρικές αξίες που θεμελιώνουν τον δυτικό πολιτισμό -όπως είναι η απαγόρευση του φόνου, της κλοπής ή της βιαιοπραγίας- από τη σκοπιά του ηδονισμού και, φαινομενικά τουλάχιστον, του αμοραλισμού.
Τούτο το ευφυέστατο κείμενο ακολουθεί η κορύφωση του σεξουαλικού οργίου των αριστοκρατών, σε συνδυασμό με μια πράξη ακραίας βιαιότητας απέναντι στη μητέρα της νεαρής Ευγενίας, η οποία έχει έλθει για να βρει την κόρη της.
Ο Ντε Σαντ μαζί με τον Νίτσε παρουσιάζουν ανάγλυφα στον σύγχρονο άνθρωπο το γεγονός πως δεν διαθέτουμε ούτε ένα αξιόπιστο ορθολογικό επιχείρημα ενάντια στον φόνο - το καλό και το κακό καθώς και η ηθική στο σύνολό της συνιστούν κοινωνικά μορφώματα - κάτι που η Εκκλησία πάντα ξεχνούσε.
Το πνευματικό ταξίδι μιας ανήσυχης ψυχής που έρχεται αντιμέτωπη με τους εσωτερικούς της δαίμονες και τις κοινωνικές νόρμες .. Σκοντάφτει, πληγωνεται αλλά σχεδόν αρτιμελής κόβει το νήμα του '' τερματισμού'' .. η γραφή του είναι τόσο άφθαρτη στον χρόνο και όχι άδικα…
Ένας έφηβος μεγαλώνει στα σκιερά δάση του Μέλανα Δρυμού. Η πρόωρη μεγαλοφυΐα του τον βγάζει από πολύ νωρίς έξω απ' τον οικείο κύκλο των συμμαθητών του, που 'ναι προορισμένοι, όπως όλα τ' αγόρια της γερμανικής επαρχίας, να ενταχθούν χωρίς αντίσταση σ' ένα σύστημα που τους θέλει πειθήνιους, πουριτανούς και καλούς οικογενειάρχες. Το σύστημα, με τους εκπρόσωπούς του στην παιδεία και τη θρησκευτική αγωγή, γρήγορα θα εντοπίσει τον υποψήφιο εκλεκτό του και θ' αναλάβει να τον αναδείξει σε στυλοβάτη του, παρέχοντάς του μια αυστηρή ανώτερη κατάρτιση σ' ένα αυστηρότατο κολέγιο ευφυών παιδιών. Όμως ο έφηβος θ' αντιταχθεί στην ισοπεδωτική μηχανή μιας αμφισβητήσιμης πνευματικής αγωγής, στην προσπάθειά του να μείνει αυτό το ιδιαίτερο και μοναδικό ανθρώπινο όν που διαισθάνεται ασυνείδητα πως είναι…
Το Κάτω από τον τροχό είναι ένα μυθιστόρημα πάνω στην εφηβεία, με λεπτότατες ψυχικές φωτοσκιάσεις και μ' ένα λυρισμό καθαρά ποιητικό. Από τα πρώτα μυθιστορήματα του Έρμαν Έσσε, το Κάτω από τον τροχό, με υποδειγματική δομή και συνεχώς κορυφούμενη ένταση, είναι μια απόλαυση ανάγνωσης και γόνιμου προβληματισμού πάνω στο αιώνιο πρόβλημα του διαφορετικού παιδιού που μεγαλώνει ολομόναχο σ' ένα εχθρικό κι απάνθρωπο περιβάλλον.
ο Λονδίνο της Ζέιντι Σμιθ
Στα προάστια του βορειοδυτικού και του νότιου Λονδίνου, οι πορείες τεσσάρων ανθρώπων διασταυρώνονται μία ή περισσότερες φορές εξαιτίας ασήμαντων ή τραγικών γεγονότων. Οι τρεις έχουν την τύχη να περιτριγυρίζονται από αγαπημένους ανθρώπους, όμως σκοτεινά μυστικά και ανείπωτες σκέψεις τούς εμποδίζουν να επικοινωνήσουν σε βάθος. Ο τέταρτος έχει από καιρό εγκαταλείψει την ασφάλεια της «κανονικότητας» και αγωνίζεται μόνο για την προσωπική του, καθημερινή επιβίωση. Ολοι τους βασανίζονται από μια βαθιά, υπαρξιακή μοναξιά, την οποία αδυνατούν να εκφράσουν και όλοι τους προσπαθούν να ξεφύγουν από το πρόσφατο ή πιο μακρινό παρελθόν. Το μυθιστόρημα της Ζέιντι Σμιθ εκτυλίσσεται, όπως και πολλές από τις ιστορίες της, στην πόλη όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε η Αγγλίδα συγγραφέας. Το δικό της Λονδίνο είναι η πολύβουη μητρόπολη της πολυπολιτισμικότητας, του χάσματος μεταξύ φτωχών και πλουσίων, που ζουν σχεδόν ο ένας δίπλα στον άλλο, και της άλλοτε απελευθερωτικής και άλλοτε αφόρητης ανωνυμίας. Ο αγγλικός τίτλος του βιβλίου, «NW», προέρχεται από τον ταχυδρομικό κώδικα των βορειοδυτικών προαστίων της πόλης, αν και η υπόθεση εκτυλίσσεται ως επί το πλείστον στην περιοχή του Willesden του νότιου Λονδίνου.
Η ιρλανδικής καταγωγής Λία Χάνγουελ έχει συμβιβαστεί με μια δουλειά που δεν τη γεμίζει και μια καθημερινότητα με ελάχιστες απολαύσεις, ενώ δέχεται δριμεία κριτική από τον κοινωνικό της περίγυρο όταν πείθεται να δώσει χρήματα στη Σαρ, μια νεαρή τοξικομανή. Μολονότι είναι ακόμη ερωτευμένη με τον Γάλλο, μαύρο σύζυγό της, Μισέλ, εκείνος ονειρεύεται οικογένεια κι εκείνη δυσκολεύεται να του αποκαλύψει την αλήθεια, ότι δηλαδή θεωρεί πως τα παιδιά θα διατάρασσαν ανεπανόρθωτα τη γαλήνη της σχέσης τους. Η παιδική της φίλη της Λία, η Κέισα, με καταγωγή από την Καραϊβική, έχει πια αλλάξει το όνομά της σε Νάταλι και έχει κατορθώσει να κάνει τον γάμο που σχεδίαζε από μικρή, εξασφαλίζοντας την κοινωνική ανέλιξη. Ωστόσο, στον ελεύθερο χρόνο της αναζητεί διέξοδο σε συνευρέσεις με αγνώστους που γνωρίζει στο Διαδίκτυο. Ο Φίλιξ έχει καταφέρει να αφήσει πίσω του τις καταχρήσεις, τα τραύματα και τα λάθη του παρελθόντος και είναι αποφασισμένος να γυρίσει σελίδα, όμως η ζωή τού επιφυλάσσει κάτι εντελώς διαφορετικό. Ο κάποτε εξαιρετικά γοητευτικός Νέιθαν είναι σήμερα ένα ερείπιο, που περιφέρεται άσκοπα στους δρόμους. Κανένας τους δεν είναι απόλυτα έντιμος με τον εαυτό του και τους γύρω του, όμως στο τέλος όλοι καταφέρουν να κερδίσουν τη συμπάθεια του αναγνώστη χάρη στη διεισδυτική ικανότητα της Σμιθ, η οποία εναλλάσσει οπτικές γωνίες, πλησιάζοντας πολύ κοντά στους χαρακτήρες της ή παρακολουθώντας τους από ασφαλή απόσταση.
Αν και το αινιγματικό τέλος του βιβλίου δεν προσφέρει ακριβώς την κάθαρση, αφήνει τον αναγνώστη με την αδιόρατη ελπίδα πως η συμφιλίωση –εσωτερική και εξωτερική– δεν είναι ανέφικτη και πως η μοναξιά δεν είναι μόνο ένας τοίχος που υψώνεται μεταξύ των ανθρώπων, δυσχεραίνοντας την επικοινωνία, αλλά και η κοινή μοίρα που μας συνδέει όλους.
Στο πρώτο πλάνο ο έρωτας. Στο φόντο δύο μικρόκοσμοι, δυο οικογένειες που αντικατοπτρίζουν τις ιδεολογικές διαφορές Ευρώπης-ΗΠΑ. Το χρώμα, η κουλτούρα, η θρησκεία, τα νιάτα και τα γεράματα, αλλά κυρίως ο έρωτας, περιπλέκονται στην ιστορία τους δημιουργώντας απίστευτες καταστάσεις. Οι ήρωες ψάχνονται, βρίσκονται και χάνονται από λεπτό σε λεπτό, ώσπου να αντιληφθούν ότι το μόνο που μετράει είναι η αγάπη. Μέχρι να πάρουν όμως το μάθημά τους, γελοιοποιούνται, καταρρέουν, προδίδουν και προδίδονται. Κι όλ' αυτά ενώ το μόνο που λαχταρούν είναι κάποιος να τους πει πόσο τους αγαπάει. Γιατί κάθε οικογένεια μοιάζει με εμπόλεμη ζώνη; Γιατί φοβόμαστε να αγαπήσουμε; Γιατί η τέχνη μπήκε στις γκαλερί; Γιατί κυνηγάει ο σκύλος την ουρά του; Χιλιάδες «γιατί» που μόνο η ζωή μπορεί να απαντήσει.
Αυτό το βιβλίο είναι το πιο διασκεδαστικό ψυχολογικό θρίλερ που θα διαβάσετε φέτος. Πανέξυπνο, γρήγορο, με ανατροπές που δεν γίνεται να τις έχεις σκεφτεί μόνος σου από πριν και, κυρίως, κυνικό: εξ ου και τόσο διασκεδαστικό. Δεν ηθικολογεί πουθενά, δεν προτείνει στους ήρωές του τρόπους να ξεφύγουν από το έγκλημα, δεν είναι καν καλό μαζί τους, δεν τους χαϊδεύει και δεν τους χαρίζεται πουθενά. Και θα πω για τρίτη φορά τη λέξη «διασκεδαστικό», για να τονίσω πως δεν πρόκειται για κωμωδία, κάθε άλλο. Ούτε είναι όμως σε καμία περίπτωση ζοφερό και καταθλιπτικό. Είναι αστείο επειδή ακριβώς δεν παίρνει τίποτε στα σοβαρά. Ούτε τα κίνητρα των φόνων, ούτε τους ίδιους τους φόνους, ούτε το ψυχολογικό μπακγκράουντ των πρωταγωνιστών: τίποτε. Απλώς αφηγείται μία απίθανη (φυσικά) και εντελώς εξωπραγματική υπόθεση, στην οποία εμπλέκονται καλοί και κακοί, αθώοι και μη, για να αποδειχτεί, και μάλιστα όχι στο τέλος, πως κανείς δεν είναι ακριβώς αθώος – κανείς δεν είναι αθώος του αίματος. Και ότι σε κάποιους αξίζει, όχι ο θάνατος βέβαια, αλλά να είναι θύματα. Σχεδόν το επέλεξαν.
Μολονότι μοντέρνο, γρήγορο και δροσερό, το «Σε κάποιους αξίζει ο θάνατος» είναι περισσότερο νουάρ, έχει μια «παλαιικότητα», μια πατίνα που το κάνει να θυμίζει μεγάλες στιγμές του είδους, και ίσως ακόμη-ακόμη και να τις παρωδεί.
Αν σκοτώσεις τη γυναίκα σου, απλώς θα επισπεύσεις κάτι που θα συμβεί έτσι κι αλλιώς. Ταυτόχρονα, θα σώσεις κι άλλους ανθρώπους από τα νύχια της. Αυτή η γυναίκα είναι μείον. Έχει αρνητικό πρόσημο. Ο κόσμος μας είναι χειρότερος όσο ζει, αλλά και ό,τι έκανε σ' εσένα είναι χειρότερο από θάνατο. [...] Μόνη της έσκαψε τον λάκκο της
Ο τίτλος περιέχει βέβαια αρκετή δόση ειρωνείας, γιατί στα κείμενα αυτά ό έρωτας, όταν καί όπου υπάρχει, δε βιώνεται ποτέ σαν τέτοιος αλλά χάνεται πάντα πίσω από ένα αξεπέραστο τείχος μεγάλων ή μικρών δυσκολιών. Το κοινό στοιχείο πού χαρακτηρίζει, αντίθετα, όλες αυτές τίς ιστορίες, είναι ή δυσκολία της επικοινωνίας, αυτή ή ζώνη σιωπής πού καλύπτει τίς ανθρώπινες σχέσεις.. «Καί στην καρδιά αύτοϋ του ήλιου υπήρχε μονάχα ή σιωπή» γράφει ό Καλβίνο στην “Περιπέτεια ενός ποιητή”, όπου όταν ό συγγραφέας αναφέρεται στίς ομορφιές της φύσης καί την αναζήτηση της ευτυχίας γίνεται λακωνικός καί συγκρατημένος, ενώ όταν θέλει να περιγράψει τίς δυσκολίες της ζωής, το υφός του γίνεται πυκνό καί βασανιστικό, γεμάτο οδυνηρές καί μη λεπτομέρειες.
Η ευφυΐα και η διάθεση για παιχνίδι· αυτά είναι τα δύο χαρακτηριστικά της γραφής του που περισσότερο αγαπώ.
Ο Trollope δεν μπαίνει στο θεωρητικό ζήτημα αν πρέπει ή δεν πρέπει οι έγγαμοι να χειροτονούνται επίσκοποι. Περιγράφει όμως, ξεκάθαρα, κάποιους από τους λόγους για τους οποίους η χριστιανική παράδοση, τουλάχιστον στην καθ’ ημάς Ανατολή, αποφάσισε έτσι. Δεν σε κάνει ο γάμος προσωπικότητα που μπορείς να διαχειριστείς με επίγνωση της ευθύνης που ανέλαβες τα της Εκκλησίας, όπως και τα της οικογένειας. Αυτό βεβαίως δεν συνεπάγεται ότι η αγαμία από μόνη της είναι αρκετή για να λύσει όλα τα προβλήματα. Κι εδώ η προσωπικότητα του ανθρώπου διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο. Ωστόσο, η Εκκλησία καλώς αποφάσισε να μην έχουν οι επίσκοποι έναν επιπλέον πειρασμό: αυτόν της εξασφάλισης της κατά σάρκα οικογένειάς τους.
Ο αναγνώστης που για πρώτη φορά διαβάζει τις ιστορίες του Πόε, παρατηρεί αμέσως την πρωτοτυπία και την ευφυία τους. Ο Πόε ήταν ένας εξαιρετικά έξυπνος άνθρωπος. Η ταχύτητα με την οποία μπορούσε να καταλάβει φιλοσοφικές και μεταφυσικές ιδέες ήταν τόσο αξιοσημείωτη όσο και η ικανότητα του να αφομοιώνει θεωρίες της γραμματικής, νέες τυπογραφικές μεθόδους και πρόσφατες επιστημονικές ανακαλύψεις.
Κι όμως, η πρωτοτυπία και η ευφυία είναι το λιγότερο απ' αυτά που προσφέρει ο Πόεστόν αναγνώστη. Οι καλύτερες ιστορίες του ξεπηδούν χωρίς αμφοβολία από μια ψυχοπαθή πλευρά της προσωπικότητας του, αλλά κι αυτό είναι λίγο, γιατί κανένας άλλος ψυχοπαθής διανοούμενος δεν έγραψε σάν τον Πόε.
Ο Κίρκεγκωρ θεωρείται πρόδρομος του Υπαρξισμού.
«Το ημερολόγιο ενός διαφθορέα» είναι ένα είδος εξομολογητικού βιβλίου που εκφράζει τις αισθητικές και ηθικές κοσμοθεωρίες του. Ο ήρωάς του, ένας διανοητικός Δον Ζουάν, με τέλεια επίγνωση του ρόλου του, βασικά μένει μόνος και σε τραγική αντίθεση με το περιβάλλον του. Στο βάθος μέσα από αυτές τις σελίδες, διαγράφεται ο δραματικός αγώνας για την εσωτερική απελευθέρωση του ατόμου και την επιδίωξη του χριστιανικού ιδεώδους.
Όταν η διάσημη δικηγόρος Βενέτσια Όλντριτζ αναλαμβάνει να υπερασπίσει τον Γκάρυ Ας, που κατηγορείται για το φόνο της θείας του, όλοι πιστεύουν ότι θα προσθέσει ακόμα μια επιτυχία στο ενεργητικό της. Τέσσερις εβδομάδες όμως αργότερα η Όλντριτζ θα βρεθεί δολοφονημένη και η αστυνομία, έκπληκτη, θα ανακαλύψει ότι οι ύποπτοι για το φόνο της δικηγόρου είναι πολλοί: πελάτες, συνάδελφοι, η οικογένειά της - ακόμα και ο εραστής της. Στο μεταξύ ένας δεύτερος άγριος φόνος περιπλέκει ακόμα περισσότερο τα πράγματα. Συγκλονιστικόοοο!!!!
H Camilla ειναι καταπληκτικη στην αστυνομικη λογοτεχνια. Ολα τα βιβλια της σειρας με την ερικα και τον πατρικ εξελίσσουν μια ιστορια με τόσο ωραιο τρόπο, που νιώθεις σαν να βλεπεις σειρα και ανυπομονεις για το επομενο επεισόδιο!!! Εξαιρετικά καλογραμμένο. Από τα πιο ενδιαφέροντα βιβλία που έχω διαβάσει. Οι χαρακτήρες δένουν αρμονικά. Καλη πλοκη, μη αναμενομενο τελος, κραταει το ενδιαφερον. Προσωπικα μου αρεσει που θιγει θεματα οπως η κακοποιηση των γυναικων και δειχνει μια αλλη η εικονα για την Σουηδια,που εγω δεν την ηξερα. Θα ηθελα να επισημανω οτι εχει γινει πολυ καλη μεταφραση. Πολύ καλό βιβλίο. Δεν σε κουράζει καθόλου, οι αναφορές γίνονται όπως πρέπει και όσο πρέπει, θα τολμούσα να την κατατάξω ισάξια με τον Νεσμπο.
. «ΝΑ ΕΙΜΑΙ ΚΡΥΜΜΕΝΟΣ, ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΜΕΝΟΣ, περιφρουρημένος, μόνο αυτό λαχταρούσα ανέκαθεν, να σκάψω ένα λαγούμι που θα μου παρείχε τη θερμότητα της μήτρας και να έμενα εκεί, μακριά από το αδιάφορο βλέμμα του ουρανού και τα καταστροφικά περάσματα του αέρα. Γι’ αυτό το λόγο το παρελθόν αποτελεί το τέλειο λημέρι για μένα, επιστρέφω σ’ αυτό ανυπόμονα, τρίβοντας τα χέρια και τινάζοντας από πάνω μου το κρύο παρόν και το ακόμα πιο κρύο μέλλον». Το τέλειο λημέρι του Μαξ Μόρντεν, του ηλικιωμένου κριτικού τέχνης που κρατά τον ρόλο του αφηγητή στο βραβευμένο με Booker μυθιστόρημα του Ιρλανδού Τζον Μπάνβιλ «Η θάλασσα» δεν είναι άλλο από το παραθαλάσσιο χωριουδάκι όπου περνούσε, παιδί, τα καλοκαίρια του. Σ’ αυτό καταφεύγει και τώρα, προσπαθώντας να ξεπεράσει τον θάνατο της γυναίκας του, ανακαλώντας μνήμες που καθόρισαν και την ενήλικη ζωή του.
Επιστρέφει έπειτα από μισό αιώνα και καθώς εισέρχεται στην πανσιόν που θα τον φιλοξενήσει –το σπίτι που στο μυαλό του ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με την οικογένεια που παραθέριζε κάποτε σ’ αυτό, τους Γκρέις– εκπλήσσεται, αηδιάζει σχεδόν, από το πόσα λίγα έχουν αλλάξει έκτοτε. «Γιατί να επιθυμώ αλλαγές εγώ, που επέστρεψα για να ζήσω μέσα στα ερείπια του παρελθόντος;» αναρωτιέται.
Ωστόσο, στην πανσιόν –φαινομενικά τουλάχιστον– δεν υπάρχει ίχνος από το κομμάτι εκείνο που βίωσε ο ίδιος, ούτε καν «μια ξεθωριασμένη φωτογραφία σ’ ένα συρτάρι, μια μπούκλα μαλλιών ή ακόμα κι ένα τσιμπιδάκι, σφηνωμένο στις σανίδες του πατώματος»…Στη «Θάλασσα» ο Τζον Μπάνβιλ δίνει φωνή σ’ έναν άνθρωπο που βιάζεται να καυχηθεί ότι είναι απόλυτα συμφιλιωμένος με το ριζικό του. Ο Μαξ ισχυρίζεται πως εξελίχθηκε σε ό,τι ακριβώς ονειρευόταν: σε κάποιον με βολικά ενδιαφέροντα και ελάχιστη φιλοδοξία. Η εκδοχή του μέλλοντος που λαχταρούσε καλυπτόταν από μια «παλιομοδίτικη πατίνα» ενισχυμένη με ισχυρές δόσεις αριστοκρατικότητας, σαν ένα «παρατεταμένο εύκρατο φθινόπωρο» στον αντίποδα της γεμάτης γρίφους παιδικής του ηλικίας. Να όμως, που τώρα, αυτός που πέρασε τη ζωή του οχυρωμένος μέσα στον κόσμο των βιβλίων του αντικρίζοντας τους γύρω του σαν μοντέλα του Βερμέερ ή του Μπονάρ, απογοητευμένος από τη δοτική αλλά άχαρη κόρη του επειδή διέψευσε τις υψηλές προσδοκίες του και στερημένος από τη στιβαρή παρουσία της εύπορης συζύγου του που έφυγε ξαφνικά χτυπημένη από καρκίνο, να λοιπόν που αναγκάζεται να σκάψει λίγο βαθύτερα μέσα του, καθώς και ο δικός του θάνατος δεν είναι πολύ μακριά. Αναπόφευκτα ο δεξιοτέχνης της γραφής Μπάνβιλ οδηγεί τον ήρωά του να θυμηθεί το φτωχόπαιδο που υπήρξε κάποτε, το θαμπωμένο από τον αέρα της πλούσιας και ανέμελης οικογένειας Γκρέις, των αστών που φύτεψαν μέσα του τον πόθο για ταξική μεταγραφή. Μέσα από τον μακρύ, γεμάτο συνειρμούς μονόλογο του Μαξ Μόρντεν ξεπροβάλλουν οι φιγούρες των δίδυμων τέκνων των Γκρέις (του βουβού Μάιλς με τ’ αλλόκοτα πέλματα και της χαρούμενης όσο και προκλητικής Χλόης), η αισθησιακή μορφή της μητέρας τους και το αινιγματικό πρόσωπο της γκουβερνάντας τους, κι αντιλαμβάνεσαι πως πρέπει να διαβάζεις προσεκτικά, καθώς όλα δείχνουν πως, πέρα από την ερωτική και ταξική αφύπνιση του μικρού παραθεριστή, εκείνο το καλοκαίρι ήταν και γι’ άλλους λόγους μοιραίο. Ο συγγραφέας της «Θάλασσας» πεζογράφος αλλά και κριτικός, υπηρετεί μια λογοτεχνία που ούτε ιδιαίτερο βάρος δίνει στην πλοκή ούτε εμπιστεύεται τους διαλόγους. Ο Μπάνβιλ επενδύει στην ακρίβεια της έκφρασης και στις λεπτομέρειες των περιγραφών, στους ήχους και τις εικόνες που κρύβονται πίσω από τις λέξεις. Ιστορία συμφιλίωσης με τον θάνατο, με όχημα μια έστω και καθυστερημένη διάθεση αυτογνωσίας, η «Θάλασσα» είναι από αυτά τα δύσκολα αλλά γοητευτικά μυθιστορήματα που, τελειώνοντάς τα, νιώθεις την ανάγκη να τα πιάσεις από την αρχή. Όχι για να τα κατανοήσεις καλύτερα, αλλά για ν’ αντλήσεις από τον πλούτο τους ξανά.
Πολυ καλο μυθιστορημα. Προκειται για ενα υπεροχο ταξιδι στην Ουαλια του 19ου αιωνα. Η θεση της γυναικας και οι ταξικες διαφορες στο επικεντρο και στο φοντο η ομορφια του τοπιου. Ειναι ενα δυνατο βιβλιο γεματο φως και ελπιδα που αξιζει να διαβαστει!!!!
Οι (φανατικοί) αναγνώστες της συγγραφέως, αλλά κυρίως οι (φανατικοί) αναγνώστες της Ιαπωνικής Λογοτεχνίας θα το λατρέψουν!!! Η φαντασία δημιουργεί ένα περιβάλλον παράξενο που κρατα το ενδιαφέρον του αναγνώστη αμείωτο!!!
Μ’ άρεσε πολύ!!! Ένας παλιός νομοθέτης των γαλλικών αποικιών της Σαγκάης. Ένας ιησουίτης που άλλοτε ανήκε στο εκστρατευτικό σώμα για τη διάδοση της πίστης σε δύσκολους τόπους όπως η Κίνα. Μια Κινέζα ντίβα που πέθανε στη Χιροσίμα. Δυο αδελφές που χάνονται και ξαναβρίσκονται, που ξεσκίζονται, που συμφιλιώνονται: η μία είναι διάσημη συγγραφέας, η άλλη εκδίδεται σε Κινέζους στο Παρίσι. Ένα γαμήλιο γεύμα όπου τρώνε ζωντανά ποντίκια. Ιδεογράμματα σχεδιασμένα κατάσαρκα, ιδίως εκείνο που σημαίνει «γράφω» και αποτελείται από μια στέγη, δυο χέρια και το σύμβολο «αλλάξτε την τάξη των πραγμάτων». . . Η απρόβλεπτη και γεμάτη άλματα γραφή της Λίζας Μπρεσνέρ πολιορκεί το μυστικό μιας Κίνας μυθικής, απόμακρης, επικίνδυνης: μιας Κίνας ενδόμυχης.
Ηρωίδα μια γυναίκα. Η κόρη τoυ τελευταίoυ εμίρη της Γρανάδας και μιας
χριστιανής πριγκίπισσας. Χρόνoς, oι τελευταίες ημέρες της μoυσoυλμανικής
Iσπανίας: oι κήπoι της Aλάμπρα με τα νερά και τα υπέρoχα τριαντάφυλλά τoυς, τα
κάστρα και η συνύπαρξη των χριστιανών, των εβραίων και των μoυσoυλμάνων, των
oνειρoπόλων, των εγκληματιών και των αθώων θυμάτων, θα απoτελέσoυν τo πλαίσιo
για μια συναρπαστική ιστoρία πoυ ακρoβατεί ανάμεσα στην αλήθεια και στo μύθo.
Η Άλεξ Πελιέ αγαπάει με πάθος τη δουλειά της στο Μουσείο Κλυνί του Παρισιού. Και έχει έναν κρυφό πόθο, να ανακαλύψει κάποτε και η ίδια ένα μεσαιωνικό καλλιτεχνικό θησαυρό. Ώσπου μια επίσκεψή της στη Μονή της Αγίας Μπλαντίν, έξω από τη Λυών, ίσως κάνει τα όνειρά της πραγματικότητα. . . Φυλλομετρώντας κάποια από τα βιβλία της Μονής, η Άλεξ βρίσκει τυχαία ένα δυσανάγνωστο ποίημα και κάποια σχέδια, που θυμίζουν εκπληκτικά τη φημισμένη συλλογή «Η κυρία και ο Μονόκερος». Υποδεικνύουν ότι, εκτός από τις έξι γνωστές ταπισερί της συλλογής υπάρχει και μια έβδομη, που κανείς ως τότε δεν έχει ξαναδεί. Και ίσως μπορούν να οδηγήσουν στην ανακάλυψή της. . . Το εύρημα της Άλεξ τη φέρνει κοντά στην πιο μεγάλη στιγμή της καριέρας της -και αναπάντεχα κοντά σ’ έναν άντρα που νόμιζε πως είχε χάσει για πάντα. Με τη βοήθειά του, αρχίζει να ξετυλίγει το μυστήριο των ταπισερί. Και ανακαλύπτει πως τα μεγάλα έργα τέχνης είναι σαν τις μεγάλες αγάπες: έχουν πάντα μια συγκλονιστική ιστορία.
Ο επιθεωρητής Τζον Ρέμπους επιστρέφει στην Αστυνομία του Εδιμβούργου, αν και με χαμηλότερο βαθμό απ’ αυτόν με τον οποίο αποστρατεύτηκε και ελαφρώς πικραμένος. Μια υπόθεση τριάντα χρόνων ξανανοίγει, και υποψίες για κακό χειρισμό της πέφτουν στον Ρέμπους και στην τότε ομάδα του. Ο Μάλκολμ Φοξ είναι ο αξιωματικός επικεφαλής της νέας αυτής έρευνας και το πρόσωπο που θα βρεθεί στο επίκεντρο της σύγκρουσης του παρελθόντος με το παρόν. Έχει ο Ρέμπους τίποτα να κρύψει; Είναι άγιος ή αμαρτωλός;
Ο επιθεωρητής Χάρι Χόλε αποσπάται από τη Δίωξη Εγκλημάτων του Όσλο στο Σίδνεϊ για να παρακολουθήσει την έρευνα που διεξάγουν οι τοπικές αρχές για την εξιχνίαση ενός φόνου. Ο Χάρι μπορεί να προσφέρει τη βοήθειά του αλλά έχει ρητές οδηγίες να μην μπλέξει. Το θύμα είναι μια εικοσιτριάχρονη Νορβηγίδα που είναι διάσημη στην πατρίδα της. Φυσικά, ο Χάρι δεν μπορεί να μείνει απλός παρατηρητής και συνδέεται φιλικά με τον επιθεωρητή που είναι επικεφαλής της έρευνας καθώς και με έναν από τους μάρτυρες, με αποτέλεσμα να βρεθεί αναμεμειγμένος με την έρευνα. Οι τρεις αυτοί άνθρωποι θα ανακαλύψουν πως η δολοφονία της κοπέλας είναι μόνο ο τελευταίος κρίκος μιας αλυσίδας ανεξιχνίαστων φόνων. Έχουν λοιπόν να αντιμετωπίσουν έναν ψυχοπαθή που δρα σε όλη την Αυστραλία. Καθώς ο κλοιός αρχίζει να κλείνει γύρω από τον δράστη, ο Χάρι φοβάται ότι κανείς δεν είναι πια ασφαλής – ούτε καν αυτοί που ερευνούν την υπόθεση.
Πολύ καλή πλοκή, τα γεγονότα σε καθηλώνουν και εναλλάσσονται γρήγορα η αγωνία σε κάνει να διαβάζεις το βιβλίο με απίστευτη ταχύτητα για να φτάσεις έως το τέλος…Καλογραμμένο και εξαιρετική η μετάφραση του Κορτώ
Τι να πω γι’ αυτό το βιβλίο, ίσως είναι ότι καλύτερο έχει γραφτεί στον τομέα του από την κα. Χατζηχρήστου. Χρήσιμο για εκπαιδευτικούς και όχι μόνο θα έλεγα και λάτρεις της Ψυχολογίας γενικά…
Αχχχ τι να πω γι’ αυτό το βιβλίο δύσκολο και απαιτητικό απαιτεί την απόλυτη συγκέντρωση σου γιατί είναι μια μελέτη σε γεμίζει όμως γνώση!!!Είναι ο πρώτος τόμος αυτός και υπάρχει η συνέχεια του
Ένα εξαιρετικό βιβλίο με την γνωστή μεστή γραφή του Πελεγρίνη σε μυεί στον κόσμο της Φιλοσοφίας μοναδικά για γνώστες και μη…Αν σ’ αρέσει ο κόσμος του σίγουρα θα γοητευθείς και θα σε παρασύρει…
Υπέροχο και ευρηματικό όλα εκτυλίσσονται γύρω από μια παρτίδα σκακιού, ο Ρεβερτε έχει μια μεστή γραφή. Θα έλεγα ότι είναι ιδανική επιλογή για να ξεκινήσει κανεις απ’ αυτό το βιβλίο να τον γνωρίσει. Σίγουρα θα τον συνεπάρει με το απίστευτο σασπένς που έχει σε κάθε του σελίδα!!!
Τα πολυάριθμα και με δεινό αφηγηματικό τρόπο σχεδιασμένα ρεαλιστικά σκηνικά, αρκετά με συμβολικά σημαινόμενα, διεισδύουν σε θέματα και καταστάσεις ζωής που απασχολούν τον άνθρωπο και τις κινήσεις του στην ιστορία. Καταληκτικά: Τα αληθινά σπαράγματα του 20ού αιώνα, στα διηγήματα της Αλεξίου, αναδύονται μέσα από την απλότητα της έκφρασης, τον αλληγορικό και συμβολικό τόνο εμβληματικών στιγμών, τον βαθύ και δυναμικό ρεαλισμό του ατόμου που αναζητά αυθεντικές αξίες και που προέρχεται από τη σύνθεση του προσωπικού και του κοινωνικού ως ένα νέο όραμα για τον κόσμο. Κι είναι αυτά στοιχεία που προσδίδουν στο έργο της μέγιστη λογοτεχνική αξία και διαχρονικότητα.
Ο Κ. καταφθάνει σ’ ένα χωριό οι τύχες του οποίου διαφεντεύονται από τον Πύργο, ισχυριζόμενος πως έχει προσκληθεί για να κάνει καταμέτρηση της γης. Ωστόσο, δεν γίνεται δεκτός. Κανείς δεν χρειάζεται χωρομέτρη, του μηνύουν. Όπως θα του εξηγήσει ο δήμαρχος, όλα στηρίζονται σε μια παρεξήγηση. Όντως πριν από δέκα χρόνια είχε φτάσει από τον Πύργο μια πρόταση στο δημαρχείο για πρόσληψη χωρομέτρη, αλλά η έγγραφη απάντηση του δημάρχου ήταν αρνητική. Το έγγραφο χάθηκε μέσα στον λαβύρινθο της γραφειοκρατίας. Κι έτσι, τη στιγμή ακριβώς που όλα τα ενδιαφερόμενα γραφεία ασχολούνταν με την παραγραφή αυτής της παλιάς πρότασης, ο Κ. γίνεται αποδέκτης μιας πρόσκλησης που, λογικά, δεν έπρεπε να λάβει ποτέ. Μόνο που τώρα, δεν υπάρχει άλλος κόσμος για τον Κ. πέρα από εκείνον του Πύργου. Όλη του η ύπαρξη είναι συνδεδεμένη μ’ ένα σφάλμα. Κι όλες οι αποφασιστικές ευκαιρίες που θα μπορούσαν να προωθήσουν την υπόθεσή του χάνονται. Στον «Πύργο» ο Κάφκα αποτύπωσε: τον αγώνα του Κ. να πλησιάσει μια εξουσία επίσης απρόσωπη και απόρθητη.
Η αλήθεια είναι ότι το βιβλίο είναι χρόνια στο ράφι και είχα προκατάληψη λόγω του συγγραφέα, ο οποίος δεν είναι και η αγαπημένη μου περσονα. Τελικώς είναι ένα ωραίο βιβλίο, που τσουλησε πολύ γρήγορα. Έχει αυτοβιογραφική γραφή, οι χαρακτήρες του είναι/ήταν υπαρκτά πρόσωπα και κάποια πολύ αγαπημένα (όπως ο Μάνος Ζαχαρίας και η Άλκη Ζέη).
Ο Π. Τατσόπουλος ξεδιπλώνει στις περίπου 300 σελίδες του τη διαδρομή της υιοθεσίας του δίνοντας παράλληλα το κοινωνικό πλαίσιο της περιόδου, ενώ παρουσιάζει και κάποια ενδιαφέρονται ιστορικά στοιχεία
Δεν ξέρω αν τα άλλα βιβλία του Π. Τατσόπουλου έχουν το ίδιο ενδιαφέρον, αλλά αυτό θα το πρότεινα.
Ένας φιλόλογος, ένας γιατρός, ένας επιχειρηματίας, ένας ηθοποιός και ένας δικηγόρος, από σαράντα έως εξήντα χρόνων, αφηγούνται ερωτικές ιστορίες - ένα μωσαϊκό "νόμιμων" και "παράνομων" σχέσεων, παράλληλα με την αναζήτηση, μέσα από το πολυπρόσωπο, της μοναδικής γυναίκας. Περί έρωτος, το αφήγημα του Δημήτρη Γκιώνη με ιστορίες χαρακτηριστικές των ραγδαίων εξελίξεων των ερωτικών σχέσεων τα τελευταία χρόνια στον τόπο μας. Ένα βιβλίο γραμμένο με την ευαισθησία και το χιούμορ του συγγραφέα του Τώρα θα δεις, του Περίπτερου και του "Ετσι κι αλλιώς...
Το 1912, η Έλσα Πέντλετον, μια νεαρή Αγγλίδα, ακολουθεί τον άντρα της, ανθρωπολόγο της Βασιλικής Γεωγραφικής Εταιρείας, στο Νησί του Πάσχα. Αποστολή του να μελετήσει τα κολοσσιαία αγάλματα μοάι. Μαζί τους είναι και η μικρότερη αδελφή της. Αυτό που ξεκινά για την Έλσα ως οικογενειακό καθήκον εξελίσσεται σε μεγάλη περιπέτεια, μια περιπέτεια που θα την οδηγήσει να βρει τον αληθινό της εαυτό. Εκείνο που δεν ξέρει, όμως, είναι ότι ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος μόλις έχει ξεσπάσει και ότι μέρος του γερμανικού στόλου κατευθύνεται στο νησί που τώρα θεωρεί σπίτι της. Εξήντα χρόνια αργότερα, η Αμερικανίδα βοτανολόγος Γκριρ Φαραντέι ταξιδεύει στο Νησί του Πάσχα και προσπαθεί να συνδέσει τα κομμάτια του παζλ της δικής της ζωής. Μια σειρά από αποκαλύψεις θα φέρουν στο φως τις αλληλένδετες ιστορίες δύο γυναικών που ήρθαν αντιμέτωπες με τον έρωτα και τον πόνο.
Φυσικός, τιμημένος με το βραβείο Νόμπελ, ο πενηντάρης Μάικλ Μπίαρντ έχει από καιρό χάσει τη νεανική του φλόγα και έχει εγκαταλείψει το ερευνητικό πεδίο, στερημένος από ιδέες και όρεξη για δουλειά. Ωστόσο εξαργυρώνει τη φήμη του, απαιτώντας υπερβολικές αμοιβές για τις διαλέξεις του, δανείζοντας το όνομα του σε επιστημονικά ιδρύματα και διευθύνοντας, με μισή καρδιά, ένα κυβερνητικά επιχορηγούμενο εργαστήριο που ασχολείται με την υπερθέρμανση του πλανήτη
Το βιβλίο «Νέμεσις» του Νορβηγού συγγραφέα JO NESBO, αφηγείται ιστορίες ληστειών, φόνων, ιστορίες ανθρώπων που συγκυρίες τους οδήγησαν σε παραβατικές συμπεριφορές και στο έσχατο όριο βίας και αυτοκαταστροφής. Κάτω από το άγρυπνο μάτι της αστυνομίας, στο κέντρο του Όσλο, γίνεται μια ληστεία σε τράπεζα και ο ληστής , που δεν παίρνει τα χρήματα στον καθορισμένο χρόνο, σκοτώνει την υπάλληλο Στίνε Γκρέτε και εξαφανίζεται με δύο εκατομμύρια Νορβηγικές κορώνες. βλέπει στο σπίτι του τις σκηνές της ληστείας στο βίντεο, όταν χτυπάει το τηλέφωνο και στην γραμμή ακούει τη φωνή της Άννας με την οποία είχε μια σύντομη σχέση στο παρελθόν και τώρα του ζητάει να συναντηθούν στο καφέ Μ .Ύστερα τον καλεί στο σπίτι της. Ο Χάρι, ανταποκρίνεται και μετά τη συνάντησή τους βρίσκεται με κενό μνήμης και με πονοκέφαλο στο σπίτι του,χωρίς το κινητό του και πληροφορείται τη δολοφονία-αυτοκτονία της Άννας Μπέτσεν,τσιγγάνικης καταγωγής, ζωγράφου, πρώην φίλης του, λίγο μετά την αποχώρησή του από το σπίτι της. Από τη στιγμή εκείνη κινητοποιείται ο μηχανισμός του νόμου και η αστυνομική δράση γραφειοκρατική και δυσκίνητη αναλαμβάνει να εξιχνιάσει τη ληστεία και το έγκλημα. Η Μπέτε Λεν είναι η βοηθός του Χάρι Χόλε και γύρω τους ο Χάλβορσεν, ο Βέμπερ, ο Τομ Βόλερ, ο δικαστής Βαλντερχάουγκ, ο Ίβαρσον ο επικεφαλής του τμήματος ληστειών, ο Μπγιάρνε Μέλερ, επικεφαλής του τμήματος ανθρωποκτονιών και προστάτης του αλκοολικού Χάρι οι ανορθόδοξες, πλην συστηματικές, μέθοδοι του οποίου προκαλούν αρνητικά τις διαθέσεις των ματαιόδοξων αναρριχητών στα εξουσιαστικά γρανάζια της ιεραρχίας.Ο Χάρι ερευνά, πολύ καιρό, τη δολοφονία της Έλεν Γέλτεν,συναδέλφου και αγαπημένης του ενώ σχεδόν ο φάκελλος της υπόθεσης έχει κλείσει, χωρίς να εντοπιστεί αυτός που έδωσε την εντολή της δολοφονίας. Οι τρεις υποθέσεις ανοίγουν έναν μεγάλο κύκλο υπόπτων που θα στενέψει αργά,γύρω από τον Τροντ Γκρέτε, σύζυγο, στην περίπτωση της Στίνε,γύρω από τον Άρνε Άλμπου, τον Αλφ Γκούνερουντ και τον Χάρι Χόλερ στην περίπτωση της Άννας ως τη διερεύνηση της αυτοκτονίας και του Τομ Βόλερ στην περίπτωση της Έλεν. Ύστερα από λεπτομερειακή έρευνα κατορθώνει με τη βοήθεια της νεαρής βοηθού του να εντοπίσει τους δολοφόνους, τα κίνητρα των οποίων συνεχώς αναλύει με τη βοήθεια της επιστήμης της ψυχολογίας , δια του Στούλε Άουνε, ενός ειδικού, στη γνωμάτευση του οποίου η αστυνομία καταφεύγει σαν σε συνάδελφο και ο ίδιος σαν σε φίλο. Παράλληλα ο Χάρι, έχει μια σχέση με τη Ράκελ το γιο της οποίας διεκδικεί ο πατέρας στη Μόσχα.Ο μικρός Όλεγκ τελικά θα μείνει με τη μητέρα του Ράκελ, ύστερα από την απόφαση του δικαστηρίου στη Μόσχα , σύμφωνα με την οποία η κηδεμονία ανατίθεται στη μητέρα.Το βιβλίο τελειώνει με την περιγραφή της Χριστουγεννιάτικης γιορτής ,στην οικογενειακή ατμόσφαιρα της θαλπωρής, των δώρων και των ευχών, του χιονιού και μιας ερώτησης, που περίμενε πολύ καιρό όσο να απαντηθεί από τον Ρόι Κνίσβικ,στον ήσυχο-λόγω Χριστουγγένων- όροφο του γραφείου του Χάρι, πάνω στη φωτογραφία του Τομ Βόλερ. Το βιβλίο «Νέμεσις»κρατάει τον αναγνώστη σε εγρήγορση, τα πολλά πρόσωπα μπλέκονται σταδιακά στον ιστό της τριτοπρόσωπης αφήγησης, δημιουργώντας καινούργιους γρίφους, ανατροπές και προσδοκίες λύσης του αινίγματος. Οικογενειακές ιστορίες έρωτα, μίσους, φθόνου, προσδοκίες, προδοσίες, η εκδίκηση ως κίνητρο και ως φιλοσοφικό πρόβλημα, στο σκηνικό μιας πόλης,στο πλέγμα της καθημερινότητας του επιθεωρητή της αστυνομίας που είναι ευάλωτος αλλά και ευέλικτος, επίμονος και αποτελεσματικός παρά τις χαοτικές διαδρομές επίλυσης των υποθέσεων.Ο συγγραφέας δημιουργεί μια ατμόσφαιρα μυστηρίου και έντασης, η ιστορία του είναι πολύπλοκη και τα νήματά της αφορούν τις ζωές πολλών ανθρώπων που η μοίρα, η τύχη, η συγκυρία τα φέρνει κοντά σε αναμέτρηση ζωής και θανάτου. Οι διάλογοι είναι ζωντανοί, κοφτοί, η αφήγηση διακόπτεται από άσχετους διαλόγους και καταστάσεις που επιβραδύνουν την εξέλιξη με τρόπο πρωτότυπο και δυναμικό. Η μουσική κυρίαρχη δίνει ρυθμό στην ασθματική, γρήγορη,τεμπέλικα ειρωνική- σε σημεία- αφήγηση. Το μυστήριο, η δράση, ο κόσμος της φυλακής, η ηθική των τσιγγάνων,η τεχνολογία, η πόλη και οι δρόμοι της, το ψιλόβροχο, ο αέρας,κρωξίματα γλάρων,σειρήνες αστυνομίας, συσκέψεις και καθημερινές συνήθειες, ύποπτοι και γεγονότα φαινομενικά ασύνδετα είναι στο χάρτη της αφήγησης ένα δυνατό χαρτί στο αστυνομικό πλέγμα της παραβατικότητας.Στα 51 κεφάλαια του βιβλίου, πρωτότυποι τίτλοι, γρήγορη και αργή δράση, πρόσωπα που απαιτούν την προσοχή του αναγνώστη στις λεπτομέρειες, αποκαλύπτουν έναν δυνατό συγγραφέα με νεανικό και σύγχρονο πνεύμα,τολμηρό και διεισδυτικό.Ελληνικοί μύθοι,συγγραφείς,ρήσεις αποκαλύπτουν ευρυμάθεια και μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς και των κινήτρων τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη της ζωής και των βιβλίων. Κωδικοί,η Νέμεσις ως θεά εκδίκησης,ως πίνακας ζωγραφικής ,αποκαλύπτει υποσυνείδητες διεκδικήσεις, ματαιώσεις που οδηγούν στην αυτοκτονία, τη δολοφονία από εκδίκηση και φόβο..
Για μένα το αριστούργημα του Νέσμπο. Τρομερή αρχιτεκτονική της πλοκής, μυστηριώδης ατμόσφαιρα, δημιουργικό χτίσιμο χαρακτήρων, απίστευτες ανατροπές. Καθηλωτικο, σου κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον και η ποιότητα διατηρείται σε όλη τη διάρκεια, δεν υπάρχει κάτι το περιττό. Στα καλύτερα αστυνομικά μυθιστορήματα όλων των εποχών. Ο συγγραφέας παίζει ξεκάθαρα με το μυαλό μας και το ευχαριστιέται σίγουρα!!!
Ομολόγησα στη Ματίλντ πόσο υποχρεωμένη ένιωθα που είχε γίνει συνένοχος στις αποκαλύψεις μου και, ακόμα, πόσο είχα την ανάγκη της. Εκείνη μου απάντησε ότι η ίδια δεν ήταν παρά η αφορμή κι ότι αυτές τις ανακαλύψεις θα τις έκανα έτσι κι αλλιώς, γιατί μέσα μου ξυπνούσε η επιθυμία.
"Είσαι γεννημένη για τις απολαύσεις, Ανιές μου, όπως άλλοι είναι γεννημένοι για τη μουσική ή για τον πόλεμο". Αυτή είναι η όμορφη Ανιές Σ., ένα κορίτσι δεκαεννιά χρονών, που κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών δεν θα της λείψουν οι ευκαιρίες για διασκέδαση και απολαύσεις. Το άσεμνο ημερολόγιο μιας νεαράς δεσποινίδος, γραμμένο πριν από το 1900, αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα των ερωτικών μυθιστορημάτων που κυκλοφορούσαν από γνωστούς ή άγνωστους συγγραφείς της εποχής εκείνης, που προτιμούσαν βέβαια την ανωνυμία, και σίγουρα είναι ένα από τα πιο τολμηρά ερωτογραφήματα, ένα μικρό λογοτεχνικό αριστούργημα.
Λολίτα, φως της ζωής μου, φλόγα των λαγόνων μου. Αμαρτία μου, ψυχή μου. Λο-λί-τα: της γλώσσας η άκρη τρέχει τρεις φορές στον ουρανίσκο, για να χτυπήσει με την τρίτη απαλά πάνω στα δόντια. Λο. Λι. Τα. Ήταν Λο, απλή Λο το πρωινό, τέσσερα πόδια και δέκα ίντσες, ορθή με το ένα της σοσόνι. Ήταν Λόλα φορώντας παντελόνια. Ήταν Ντόλλυ στο σχολείο, Ντολόρες στο ληξιαρχείο. Όμως στη δική μου αγκαλιά ήταν πάντα, κάθε φορά, Λολίτα. Στη «Λολίτα» γονιμοποιείται ο συνδυασμός δύο στοιχείων, από τα οποία το ένα είναι αφηγηματικό ενώ το άλλο έχει αφηγηματική διάσταση. Το πρώτο είναι το σύνθετο θέμα «παιδοφιλία-αιμομιξία-ολέθριο πάθος» και το δεύτερο ο μύθος της «μεταμόρφωσης-χρυσαλλίδας-νύμφης». Αυτός ο συνδυασμός αντιστοιχεί στις δύο ιδιότητες του πρωταγωνιστή: νυμφόληπτος αλλά και λεπιδοπτερολόγος, δηλαδή εραστής της ωραίας μεταβατικής μορφής του κοριτσιού και της πεταλούδας, πριν αυτή ολοκληρωθεί βιολογικά υπηρετώντας το αναπαραγωγικό πρόγραμμα της φύσης. Η μεταμόρφωση σημαίνει μετάβαση από μια ατελή προς μια εντελή εικόνα. Η μεταμόρφωση της Λολίτας ολοκληρώνεται με τη μητρότητα, γι' αυτό παρουσιάζεται να πεθαίνει την ώρα της γέννας, δηλαδή ακριβώς τη στιγμή που αγγίζει την εντελή της εικόνα. Η μεταμόρφωση του Χάμπερτ ολοκληρώνεται ηθικά με τον καθαρτήριο φόνο του σωσία του (δηλαδή εκείνου που διαθέτει τις ίδιες ηθικές ιδιότητες αλλά σε απόλυτο βαθμό), και γι' αυτό πεθαίνει αφού έχει συλληφθεί, έχοντας στο μεταξύ προλάβει να ολοκληρωθεί και αισθητικά με την αφήγησή του. Ακόμη και το θέμα, δηλαδή το νόημα που υπόγεια διαρρέει την πλοκή, μεταμορφώνεται, και από ιστορία αποπλάνησης γίνεται απόδοση της διαδικασίας της καλλιτεχνικής δημιουργίας: η αισθησιακή επιθυμία γίνεται αισθητική απόλαυση και το σεξ υπηρετεί την τέχνη. Στο κλείσιμο του μυθιστορήματος, ο Χάμπερτ ανάγει το πάθος του για το νυμφίδιο σε ύψιστη ποιητική εμπειρία και, με τη συναίρεση της ερωτικής με την ποιητική επιθυμία, το πάθος δείχνει ικανό να αφομοιώσει τις ηθικές του συνέπειες και να γίνει τέχνη. Εδώ ακούγεται η φωνή της επιθυμίας, που δεν αγωνιά για ηθικότητα αλλά για ποίηση, ακούγεται ένας esthete, που φιλοδοξεί να μεταμορφώσει τη ζωή του σε τέχνη. Οσο κι αν φαίνεται αντιφατικό, αυτή η αισθητική μεταμόρφωση, που ενισχύει τον αμοραλισμό της «Λολίτας», είναι συνέπεια του γεγονότος ότι ο συγγραφέας κατορθώνει να ενσωματώσει στη δομή του μυθιστορήματος τους μηχανισμούς της λογοκρισίας και της αυτολογοκρισίας. Αλλά ακόμη και ο αναγνώστης μαγεύεται-μεταμορφώνεται μέσα από τη διαδικασία της συνεχούς μετάβασης από τη ζωή στην τέχνη, από τη λειτουργία του μοτίβου του «διπλού» ανάμεσα στην ερωτική και στην ποιητική επιθυμία, με την απαλλαγή από τη συμβατική ηθικότητα και τη συμπάθειά του στον πάσχοντα νυμφόληπτο αισθητή. Τελικώς, μέσα από αυτές τις μεταμορφώσεις, κατάφερε να μεταμορφωθεί και το ίδιο το μυθιστόρημα και από προκλητική ιστορία έγινε ένα πολύ σημαντικό αφηγηματικό έργο του 20ού αιώνα.
Σύμφωνα με τον Ίρβιν Γιάλομ, αν ζούσε σήμερα ο Σοπενάουερ –άνθρωπος σοφός μεν αλλά πολύ διαταραγμένος– θα ήταν απολύτως κατάλληλος για ψυχοθεραπεία. Στη «Θεραπεία του Σοπενάουερ», εν τούτοις, ο διάσημος εκπρόσωπος της υπαρξιακής σχολής στην ψυχιατρική στις ΗΠΑ και με διδακτικούς στόχους πεζογράφος, δεν τοποθετεί στο ντιβάνι τον Γερμανό πεσιμιστή. Άλλωστε, το μυθιστόρημά του δεν εκτυλίσσεται στο κλειστό σύστημα της ατομικής ψυχοθεραπείας αλλά στον μικρόκοσμο της ομαδικής. Ανάμεσα, όμως, σ’ εκείνους που καλείται να θεραπεύσει ο Τζούλιους, το μυθιστορηματικό alter ego του Γιάλομ, είναι ένας ψυχρός κι απάνθρωπος στην απομόνωσή του άντρας, ο Φίλιπ, ο δίδυμος εγκέφαλος, η ζωντανή ενσάρκωση του Σοπενάουερ στη σημερινή εποχή. Εδώ ο Γιάλομ έχει υιοθετήσει το προσωπείο ενός καταξιωμένου ψυχοθεραπευτή χτυπημένου από έναν ύπουλο καρκίνο στο δέρμα, στον οποίο απομένει ένας μόλις χρόνος ζωής. Παρά τον αρχικό πανικό του, έχοντας συνειδητοποιήσει πόσο σημαντική είναι για τον ίδιο η δουλειά του, ο Τζούλιους αποφασίζει να διασχίσει το διάστημα που του απομένει όσο πιο δημιουργικά μπορεί. Τολμώ να πω ότι εντάσσεται επάξια ως ένα απ’ τα ωραιότερα βιβλία που έχω διαβάσει!!!
Το 2004, καθώς η θητεία του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β' οδεύει προς την ολοκλήρωσή της, μια μυστηριώδης έκθεση προετοιμάζεται στο Βατικανό. Μία βδομάδα πριν την έναρξή της, ο έφορος της έκθεσης βρίσκεται δολοφονημένος. Την ίδια νύχτα ένας διαρρήκτης εισβάλλει στο σπίτι του πατέρα Άλεξ Ανδρέου, ενός ελληνοκαθολικού ιερέα και συνεργάτη του εφόρου, που ζει στην πόλη του Βατικανού μαζί με τον πεντάχρονο γιο του. Όταν η παπική αστυνομία αποτυγχάνει να βρει τον ένοχο, ο πατήρ Άλεξ Ανδρέου ξεκινά τη δική του έρευνα. Για να βρει το δολοφόνο, πρέπει να ανακαλύψει το μυστικό του νεκρού εφόρου: αυτό το οποίο τα τέσσερα ευαγγέλια και το λιγότερο γνωστό πέμπτο ευαγγέλιο αποκαλύπτουν σχετικά με το πιο μυθικό κειμήλιο της εκκλησίας. Αλλά, καθώς αρχίζει να κατανοεί την αλήθεια σχετικά με το θάνατο του φίλου του και τις συνέπειες για το μέλλον των δύο μεγαλύτερων Χριστιανικών Εκκλησιών, ο πατήρ Άλεξ θα βρεθεί αντιμέτωπος με έναν άγνωστο αντίπαλο.
Ένα παιχνίδι ζωής και θανάτου ξεκινά.
Η ατμόσφαιρα της εποχής περιγράφεται αρκετά καλά κατά την γνώμη μου. Ρωσία και συγκεκριμένα Μόσχα την εποχή που ο Στάλιν ξεκινάει την μεγάλη εκκαθάριση λοιπόν. Η πείνα, η εξαθλίωση, ο φόβος, η απογόρευση των θρησκευτικών πεποιθήσεων. Το κύριο θέμα στο βιβλίο θα έλεγα πως είναι η παράνομη μεταφορά έργων τέχνης αλλά και θρησκευτικών κειμηλίων εκτός της χώρας. Και πιο συγκεκριμένα έχουμε την ιστορία της περίφημης εικόνα της Παναγίας του Καζάν, κοινώς την Καζανσκάγια, πολύ ιερή και θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, προστάτιδας όλης της Ρωσίας αλλά και των ληστών, που μεταφέρθηκε στην Αμέρικη και πουλήθηκε σε αμερικάνικη οικογένεια. Μου άρεσε πολύ η περιγραφή της κατάστασης που επικρατούσε στη Σοβιετική Ένωση εκείνη την εποχή, και το γενικότερο κλίμα φόβου, ανασφάλειας και απομόνωσης που επικρατούσε στους πολίτες όποιο και να ήταν το επάγγελμά τους. Μου άρεσε πολύ και ο Κορόλεφ, νομίζω είναι από τους συμπαθέστερους ντετέκτιβ που έχω πετύχει σε σειρές αστυνομικών βιβλίων. μεγάλο του πλεονέκτημα έγκειται στη λεπτομερή περιγραφή μιας επαχθούς εποχής συγκαλλυμένης δικτατορίας, η οποία από μόνη της δημιουργεί μια κλειστοφοβική και αγχωτική ατμόσφαιρα . Ο συγγραφέας δημιουργεί έναν συμπαθή ήρωα ο οποίος δεν είναι Ηρακλής Πουαρώ, αλλά έχει τα ελαττώματά του και κάνει λάθη, ώστε να μοιάζει γνώριμος στον κάθε αναγνώστη. Η πλοκή εκτυλίσσεται βαθμιαία και η αγωνία κορυφώνεται σταδιακά, κρατώντας τον αναγνώστη σε επαγρύπνηση. Μόνο ψεγάδι ότι τελικά σαν συνολική εικόνα η αστυνομική ιστορία υπολείπεται σε σχέση με την ιστορική καταγραφή της ρωσικής κοινωνίας της εποχής του Στάλιν.
«Ο διάβολος στη λευκή πόλη», είναι ένα εξαιρετικό non-fiction βιβλίο που (καμία έκπληξη για όποιον γνωρίζει το στυλ του Λάρσον) διαβάζεται ως μυθιστόρημα, δεν βασίζεται μόνο στην περιγραφή των γεγονότων που είναι από μόνα τους συναρπαστικά, αλλά στην εκπληκτική αφηγηματική δεινότητα του Λάρσον. Όπως και στα άλλα του βιβλία, κυριαρχεί η ατμόσφαιρα που βάζει τον αναγνώστη μέσα στην ιστορία, ζωντανεύοντας τους χαρακτήρες σαν να παρακολουθείς κινηματογραφική ταινία.Μπορεί η ιστορία του Χολμς δραματουργικά να έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον – τόσοι φόνοι άλλωστε είναι ένα καλό υπόβαθρο για μια ωραία αστυνομική ιστορία , αλλά είναι τόσο γλαφυρές οι περιγραφές της προσπάθειας του Μπέρναμ και των συνεργατών του, που κάνουν το βιβλίο αυτό ακαταμάχητο. Ο Λάρσον αποτελεί εγγύηση!!!
Ένα ταξίδι στην πραγματικότητα των ιντερσεξ ατόμων
Άρωμα και μνήμη.
Το Middlesex είναι σελίδες γεμάτες με ιστορία, ποίηση, κωμωδία και τραγωδία. Είναι ένα ταξίδι με ακυβέρνητο καράβι, ο νόστος ενός ελαττωματικού γονιδίου, στο οποίο οφείλεται η ρευστότητα του φύλου. Χρωμοσώματα, καρυότυποι, γενετικές ανωμαλίες, σύνδρομα ταυτότητας φύλου ή παραδοχής γένους, σύγχυση αρσενικών και θηλυκών χαρακτηριστικών
και πολυκεντρική απόδοση της ασυνήθιστης προσωπικής ανάπτυξης ενός μοναδικού χαρακτήρα.
Ο ερμαφρόδιτος αφηγητής και πρωταγωνιστής του βιβλίου
( ίσως δεν έπρεπε να είναι έτσι, ίσως ένας πιο αποστασιοποιημένος αφηγητής να μας εξιστορούσε γεγονότα που θα μπορούσε να ζει, να θυμάται, να αναβιώνει, να αποκαλύπτει, απο ουδέτερη οπτική γωνία, πιο ψυχρά, πιο ρεαλιστικά, πιο απάνθρωπα)
επικαλείται όλες τις αισθήσεις και το συναισθηματικό του βάθος για να μας παρουσιάσει την οικογενειακή ιστορία της εκτοπισμένης του φύσης ως αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα.
Όλα αρχίζουν σε ένα χωριό της Μ. Ασίας, λίγο πριν την καταστροφή της Σμύρνης απο τους Τούρκους και τελειώνουν, πολλά χρόνια μετά, κάπου στο Βερολίνο, μιας εξίσου ερμαφρόδιτης Ευρώπης.
Στη Μ. Ασία γνωρίζουμε το γονίδιο της μετάλλαξης, ένα κρυμμένο απο ντροπή γονίδιο στα σκοτάδια της δεισιδαιμονίας επανέρχεται στο προσκήνιο και φανερώνει τις ιδιότητες του χάρη στο άπλετο φως που του ρίχνει η αιμομικτική αγάπη ανάμεσα σε δυο αδέλφια.
Η οικογενειακή ιστορία γενεών συνεχίζεται στην Αμερική, την βιομηχανοποιημένη Αμερική της πολλαπλής κρίσης. Οι Έλληνες μετανάστες προσπαθούν να ενταχτούν στην κατασπαραγμένη ήπειρο χιλιάδες όνειρα μακριά απο την πατρίδα τους. Ο Ευγενίδης, στήνει με απίστευτη λεπτομέρεια και άπειρα χρώματα το σκηνικό που εξελίσσεται ο εκτοπισμός και η ηθική ανάγκη της «διαφορετικής» οικογένειας. Στο πεδίο ενός επικού μυθιστορήματος απεικονίζονται οι κοινωνικές, πολιτιστικές, φυλετικές, σεξουαλικές, θρησκευτικές και πολιτικές αναταραχές στα μέσα του 20ου αιώνα. Μέσα σε όλα αυτά η τραγική ποιητική κωμωδία του Middlesex. Οι χαρακτήρες στην πλειοψηφία τους άριστα δομημένοι. Αγωνίζονται για τις επιλογές τους και τηρούν τα βιολογικά έθιμα της σεξουαλικής γιορτής, έστω κι αν η φύση παρεκκλίνει απο το κοινώς αποδεκτό. Ακόμη κι όταν παρεκκλίνει απο τους δικούς της νόμους, πάντα υπερισχύει, πάντα επιβάλλεται, για να προκαλέσει και να αποκαλέσει «ίδιο» καθετί «διαφορετικό».
Προφανώς δεν μιλάμε για κάποιο αριστούργημα της νεότερης λογοτεχνίας, υπάρχουν αρκετά σημεία που επιδέχονται επικρίσεις ίσως και διευκρινιστικές αλλαγές.
Ωστόσο ο συγγραφέας πληρώνει το τίμημα της διαμαρτυρίας και μπορεί να ισχυριστεί πως η λεπτομερειακή περιγραφή και η πολυπλοκότητα που κάπως διασπούν την αναγνωστική συνοχή, μετατρέπουν το έργο του απο ιστορία μυθοπλασίας σε τέχνη.
Αν οι Σκοτ Φιτζέραλντ, Ουμπέρτο Έκο και Νταν Μπράουν συνεργάζονταν στη συγγραφή ενός βιβλίου, το αποτέλεσμα θα ήταν Ο Κανόνας των Τεσσάρων. Πρόκειται για ένα έργο συναρπαστικό και ευφυέστατο, μια δημιουργία που δεν πρέπει να χάσει κανένας αναγνώστης.
Ένα μυστηριώδες κωδικοποιημένο χειρόγραφο, ένας φόνος στους κόλπους της φοιτητικής Λέσχης Άιβι και τα μυστικά ενός πρίγκιπα της Αναγέννησης συγκρούονται σ' ένα λαβύρινθο προδοσίας, παράνοιας και μεγαλοφυΐας στις σελίδες του Κανόνα των Τεσσάρων.
Οι Ίαν Κάλντγουελ και Nτάστιν Τόμασον κάνουν το συγγραφικό τους ντεμπούτο συνθέτοντας ένα μυθιστόρημα που η ανάγνωσή του κόβει την ανάσα, χρησιμοποιώντας στην πλοκή ένα υπαρκτό έργο του 15ου αιώνα που συνέγραψε ο Φραντσέσκο Κολόνα.
Δύο φοιτητές στο Πρίνστον, μελετώντας ένα χειρόγραφο της Αναγέννησης, την Υπνερωτομαχία Πολύφιλου, ένα κείμενο που για αιώνες αποτελεί άλυτο μυστήριο, θα έρθουν αντιμέτωποι με αμείλικτα ερωτήματα. Διαβόητη για την υπνωτιστική της επίδραση σε όλους τους μελετητές της, η πεντακοσίων χρόνων Υπνερωτομαχία φαίνεται ότι θα αποκαλύψει το μυστικό της στους νεαρούς φοιτητές: το ακατανόητο κείμενο είναι στην πραγματικότητα ένας κωδικοποιημένος οδηγός για την τοποθεσία μιας κρύπτης. Έτσι ανοίγει ένας κύκλος θανάτων και αποκαλύψεων, ρίχνοντας τους δύο φοιτητές σ' ένα παθιασμένο δράμα που έχει τις ρίζες του σ' ένα βιβλίο του οποίου η δύναμη και το νόημα παρερμηνεύονταν επί αιώνες.
Ένα συγκλονιστικό έπος εμπνευσμένο από το μυθικό έθνος των Αμαζόνων, ο Πρέσσφιλντ ζωντανεύει για άλλη μια φορά έναν κόσμο χαμένο στα βάθη του χρόνου μεταφέροντας στον αναγνώστη τη φωτιά και τον τρόμο του πολέμου. Εξίσου εντυπωσιακός είναι ο τρόπος που αναπλάθει το έθνος των Αμαζόνων, το λαό του, τις τελετουργίες και τους μύθους του, το μεγαλείο και τη «βαρβαρότητά» του, μέσα από τη μετωπική σύγκρουση με τον «πολιτισμό» και τα αντικρουόμενα ανθρώπινα ένστικτα.
Απο τα καλυτερα βιβλια αυτοβελτιωσης! Αν δεν γνωριζεις την αξια σου αυτο το βιβλιο μπορει να στην διδαξει πολυ ευκολα οπως και πολλες αλλες αληθειες βοηθωντας σε να πορευθεις με αισιοδοξια και δυναμη στη ζωη! Και ολα αυτα μεσα απο ευχαριστες ιστοριες που σου μενουν καθως και αστειους και εξυπνους διαλογους! Πάρα πολύ καλό και "ψαγμένο" βιβλίο. Μικρές ιστορίες με μεγάλα νοήματα και αρκετό χιούμορ
Ανατρέχω συχνά στις σελίδες του, διαβάζοντας τον νιώθεις ότι έχεις κάνει μια προσωπική συνέδρια στο ντιβάνι του. Ένιωσα πολλές φορές τον εαυτό μου να ταυτίζεται στα ίδια η σε παρόμοια προβλήματα που αντιμετωπίζουμε όλοι καθημερινά. Είναι υπέροχος αλλά θα έλεγα όχι για όλους πρέπει να έχεις ένα έστω υποτυπώδες υπόβαθρο γνώσεων όσον αφορά την ψυχή και τότε τα βιβλία του θα σε ταξιδέψουν είναι το μόνο σίγουρο!!!
Η Μάτι δουλεύει καμαριέρα σ' ένα ακριβό θερινό ξενοδοχείο για να γλιτώσει από τη σκληρή ζωή στην οικογενειακή φάρμα. Ονειρεύεται να τελειώσει το σχολείο, να μπει σ' ένα κολέγιο στη Νέα Υόρκη και να γίνει συγγραφέας. Όταν, όμως, μια νεαρή ένοικος της εμπιστεύεται ένα πάκο γράμματα, την επόμενη μέρα βρίσκεται νεκρή στη λίμνη, και η ζωή της Μάτι ανατρέπεται. Βασισμένο σ' ένα πραγματικό γεγονός, τον πνιγμό μιας κοπέλας που συνέβη στην Αμερική το 1906 και αναστάτωσε την τοπική κοινωνία, το μυθιστόρημα συνυφαίνει τις ιστορίες δύο γυναικών, παγιδευμένων στις προκαταλήψεις της εποχής τους. Ο θάνατος της κοπέλας δίνει στη Μάτι τη δύναμη να κυνηγήσει τ' όνειρό της και να πάρει το μέλλον της στα δικά της και μόνο χέρια.
Eνα καλογραμμένο αστυνομικό- ρομαντικό μυθιστόρημα εποχής. Με αποκαλύψεις,μπόλικο κυνηγητό, με καλούς και κακούς. Μας μεταφέρει με εξαιρετική ευκολία η συγγραφέας στο τέλος του 19ου αιώνα. Στην εποχή όπου κυριαρχούσαν οι κοινωνικές ανισότητες. Μια καθαρά ανδροκρατούμενη κοινωνία όπου ο νόμος προστατεύει τους ισχυρούς. Στην εποχή που οι γυναίκες δεν μπορούσαν να εκφραστούν ελεύθερα και δεν είχαν διακαιώματα... κ εδώ η πρωταγωνίστρια μας Τζο δίνει την δική της μάχη!
Σε γενικές γραμμές μ’άρεσε το ύφος της συγγραφέας και σίγουρα θα το απολάμβανα περισσότερο αν δεν είχα βρει τον δολοφόνο από τις πρώτες κιόλας 60 σελίδες. Όπως θα απολάμβανα περισσότερο το love story που ενώ δίνει την εντύπωση καθ' όλη τη διάρκεια του βιβλίου ότι είναι πολύ δυνατό και μοναδικό στο τέλος μας αφήνει λίγο με αμφιβολίες αν ήταν όντως τόσο αμοιβαίο..
Διαβάζεται ευχάριστα και γρήγορα. Ένα πολύ όμορφο ιστορικό - αστυνομικό μυθιστόρημα που σε συναρπάζει από τις πρώτες του σελίδες. Μια ιστορία εποχής η οποία διαδραματίζεται στη Νέα Υόρκη του 1890 γεμάτη δράση και μυστήριο
Ο χειμώνας στη Λισσαβώνα είναι ταυτόχρονα ένας φόρος τιμής στον αμερικανικό "νουάρ" κινηματογράφο (και τις λογοτεχνικές του καταβολές) και στον κόσμο της τζαζ. Όμως, πάνω απ' όλα, είναι μια ιστορία έρωτα και μυστηρίου που εκτυλίσσεται μεταξύ Σαν Σεμπαστιάν και Λισσαβώνας, σε ανώνυμα δωμάτια ξενοδοχείων, σε νυχτερινά κέντρα και σε σοκάκια κακόφημων συνοικιών. Ο Αντόνιο Μουνιόθ Μολίνα είναι αναμφισβήτητα ένας από τους κορυφαίους σύγχρονους Ισπανούς πεζογράφους.
Ένα αριστούργημα του Yalom, ενός συγγραφέα που δε σταματά ποτέ να μας εκπλήσσει με την εναργεστατη περιγραφή του και τους γοητευτικούς του χαρακτήρες. Ίσως μόνο η σκιαγραφηση του Νίτσε να τον έκανε λίγο πιο "ευαίσθητο" απ' ότι στην πραγματικότητα. Ένα βιβλίο που αξίζει όλοι να έχουμε διαβάσει, για μια προσωπικότητα που σημάδεψε ανεξίτηλα την πορεία της ανθρώπινης σκέψης. Οι περιγραφές του σε μεταφέρουν σε μια άλλη εποχή αξίζει να διαβαστεί…
Τι είναι, για τον Σοπενχάουερ, η “διαλεκτική”; Μια τέχνη που μας δίνει το πάνω χέρι σε όλες τις συζητήσεις. Είτε δίκιο έχουμε, είτε άδικο. Μια τέχνη που κάνει το άσπρο μαύρο. Μια τέχνη που υπηρετεί την έμφυτη κακία του ανθρώπου. Ο Σοπενχάουερ ονόμασε τη δική του διαλεκτική “εριστική”, γιατί σκοπός της είναι η επικράτηση σε κάθε φραστική αντιπαράθεση. “Η τέχνη του να έχεις πάντα δίκιο” είναι ένα μαχητικό δοκίμιο, που εξηγεί απολαυστικά -και αποτελεσματικά- πώς διακρίνουμε καθαρότερα τη στρατηγική του αντιπάλου, και με ποια τερτίπια μπορούμε να τον αποστομώσουμε.
Το παρόν βιβλίο είναι αποτέλεσμα μιας συζήτησης-συνέντευξης που πήρε η Ρούθελεν Τζόσελσον, καθηγήτρια Ψυχολογίας και ψυχοθεραπεύτρια, από τον Ιρβιν Γιάλομ, από την ανάγκη της να φωτιστεί καλύτερα το θεραπευτικό και βαθιά ανθρώπινο στοιχείο στη θεωρία και την πρακτική του Αμερικανοεβραίου ψυχοθεραπευτή. Η αφορμή της σχέσης αυτών των δύο είναι μια δύσκολη περίοδος της πρώτης, που την έκανε να μελετά σε βάθος το έργο του Γιάλομ και να τολμήσει να του στείλει ηλεκτρονικά μηνύματα ρωτώντας τον περισσότερα για τη θεωρία του. Αυτό το προσωπικό αδιέξοδο έδωσε την ευκαιρία να αναπτυχθεί μια φιλία, καρπός της οποίας είναι το παρόν βιβλίο. Με μια χαλαρή και ρέουσα διατύπωση, η Τζόσελσον μέσα από τις ερωτήσεις της, οδηγεί τον φημισμένο ψυχίατρο σε ένα ταξίδι στη ζωή του. Από τα πρώτα χρόνια της ζωής του στο εβραϊκό γκέτο, το σχολείο που δεν ήταν γι’ αυτόν ένας τόπος διάκρισης, μέχρι τη δυσκολία του να συνδεθεί, να αναγνωρισθεί, να βρει μέντορες και παραδείγματα προς μίμηση, μέχρι τις διακρίσεις, τα βραβεία, τις καινοτομίες στην ψυχοθεραπεία και τις υποτροφίες, ο Ιρβιν Γιάλομ μιλά με τον ρεαλισμό και την απλότητα ενός ανθρώπου που δεν ενδύεται το κουστούμι της αυθεντίας. Ισος μεταξύ ίσων, παρατηρητής και πάσχων, περίεργος και φιλόδοξος, γοητευτικός και φοβισμένος, ο Ιρβιν Γιάλομ προσπάθησε να ζήσει και να κάνει επιστήμη τις αγωνίες και τα λάθη του. Είναι από αυτούς τους ξεχωριστούς ανθρώπους όπου επιστήμη και ζωή είναι άρρηκτα συνδεδεμένα. Οι αγωνίες του, ο θάνατος, η ανάγκη να τον αγαπούν, ο έρωτας, η συγχώνευση, η μανία για τα βιβλία, η φιλοσοφία, η ιατρική, η λογοτεχνία και κυρίως το συνεχές αίσθημα του παιδιού αουτσάιντερ είναι τα υλικά όπου εκτόξευσαν ένα φοβισμένο γκετοποιημένο Εβραιόπουλο στις καρδιές όχι μόνο των θεραπευομένων του, αλλά και όσων τον έχουν διαβάσει. Η ψυχοθεραπεία έγινε για εκείνον τέχνη. Πέρα από τις διαγνωστικές κατηγορίες, το ιατρικό υπόβαθρο, τη στείρα και απομακρυσμένη αντιμετώπιση του αρρώστου, ο Γιάλομ ανακάλυψε μέσα από τον εαυτό του, και τους ανθρώπους που τον διαμόρφωσαν το «εδώ και τώρα» της θεραπείας, την ανάγκη για σχέση ως βασικό στοιχείο ψυχοθεραπείας, την τοποθέτηση του εαυτού του μέσα στη θεραπεία και την ειλικρινή παραδοχή ότι όλοι φοβόμαστε τον θάνατο. Το βιβλίο κινείται σε έξι κεφάλαια. Εκεί χωρίζονται οι θεματικές της συζήτησης των δύο φίλων-ειδικών. Από τις ρίζες, την αγάπη για τη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία μέχρι τις σκέψεις για την επιστήμη και πώς εκείνος την εξέλιξε ή την αμφισβήτησε, ο ίδιος ο Γιάλομ τελικά επιχειρεί να στοχαστεί στο έργο της ζωής του. Και ίσως μέσα από αυτό αποφαίνεται ότι η θεραπεία δεν προκύπτει από αυτό που λέει ο θεραπευτής αλλά από αυτό που δημιουργεί με τον ασθενή του.
Ο Σάλιντζερ δίνει επεισόδια από τη ζωή της αμερικανικής κοινωνίας λίγα χρόνια μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μιας κοινωνίας αποπροσανατολισμένης μέσα στην άνεσή της και στις νέες συνήθειες του καιρού της ειρήνης. Αφήνει τους ήρωές του να μιλούν και να αποκαλύπτουν τις σκέψεις τους, την ανοησία και την τραγικότητά τους. Γραμμένες με ψυχρή ματιά, μακάβριο χιούμορ και σουρεαλιστικές αποχρώσεις, οι ιστορίες αυτές αποτελούν αυθεντικό δείγμα της γραφής του Σάλιντζερ.
Η Βίτα βοήθησε αποφασιστικά τη Βιρτζίνια αφενός να αποδεχτεί τη λεσβιακή πλευρά της, αφετέρου να ισορροπήσει τις οφειλόμενες και στη χρόνια καταπίεση αυτής της επιθυμίας της ψυχολογικές εντάσεις που τη βασάνιζαν περιοδικά και που εν τέλει την οδήγησαν στην αυτοκτονία τον Μάρτιο του '41. Στοχάζεται παιγνιωδώς πάνω στις σεξουαλικότητες, τα φύλα και τις έμφυλες ταυτότητες, προβληματικές που δεν περιλάμβανε ο φεμινισμός της εποχής της και φαντάζουν πολύ σύγχρονες. Ο ίδιος ο κεντρικός χαρακτήρας, παρότι γοητευτικός και ερωτικά επιθυμητός, είτε ως άντρας ρέπει μάλλον όπως και η δημιουργός του, προς τη μοναχικότητα και την απομόνωση, συναισθήματα όχι πάντα γενναιόδωρα. «Είναι δύσκολο να ειπωθεί αν ο Ορλάντο ήταν περισσότερο άντρας ή γυναίκα κι αυτό δεν είναι κάτι που χρειάζεται να αποφασιστεί τώρα…»
Με το λογοτεχνικό εφεύρημα του νεαρού Άγγλου ευγενούς της ελισαβετιανής περιόδου (η πρώτη «περσόνα» του Ορλάντο) που συναντάμε στην αρχή του βιβλίου, το συγγραφικό έργο του οποίου δεν τυχαίνει αναγνώρισης στον καιρό του, για να καταξιωθεί εν τέλει ως συγγραφέας τον 20ό αιώνα, όταν θα πάρει τη μορφή μιας μοντέρνας, απελευθερωμένης γυναίκας, κάνει, κατ’ αντιστροφή, ευθεία αναφορά στην υποδεέστερη αντιμετώπιση των γυναικών λογοτεχνών που και η ίδια είχε βιώσει.
"Κλειδώστε τις βιβλιοθήκες σας αν θέλετε αλλά δεν υπάρχει πόρτα ούτε κλειδαριά ούτε σύρτης που μπορείτε να βάλετε στην ελευθερία του μυαλού μου."
Δεν πρόκειται για μυθιστόρημα αλλά για ένα δοκίμιο στην ουσία, που βασίζεται σε δύο ομιλίες της Γουλφ με θέμα "Γυναίκες και πεζογραφία". Σκιαγραφεί τους λόγους για τους οποίους οι γυναίκες ήταν τόσο πίσω στην πεζογραφία, και παράλληλα κάνει μια ιστορική αναδρομή για τη θέση της γυναίκας και τη σχέση της με το γράψιμο.
«Αν πέθαινα ετούτη τη στιγμή, ο θάνατός μου θα ήτανε για μένα η πιο μεγάλη ευτυχία» δηλώνει προς το τέλος του βιβλίου η Κλαρίσα Ντάλογουέι. Έρμαιο των προσωπικών της σκοτεινών σκέψεων, η κυρία Ντάλογουέι είναι αναμφισβήτητα ο καθρέφτης της Βιρτζίνια Γουλφ. ατί η Γουλφ, όπως και η Νταλογουέι μέσω της οποίας αποπειράται να καταγράψει τις σκιές του βίου της, είναι υποταγμένη στην αδυναμία να ζήσει και να ικανοποιήσει τις επιθυμίες της. Η αυτοκτονία της σε ηλικία σχετικά μικρή αποδεικνύει πως τράβηξε το σχοινί όσο μπορούσε περισσότερο αλλά δεν απέφυγε το τραγικό τέλος που της επεφύλασσε η μοίρα της, ένα τέλος που στα βιβλία της είναι κάτι περισσότερο από κραυγαλέο. Ο αναγνώστης είναι ο θεατής ενός θεάτρου σκιών, μίας σκηνής που ξεθωριάζει και περιμένει την λύτρωση που ποτέ δεν έρχεται.
Βρισκόμαστε λίγο μετά το τέλος του αιματηρού Α’ Παγκοσμίου πολέμου στον οποίο η Βρετανία συμμετέχει και δεν βγαίνει αλώβητη. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς τις αναταράξεις στις αποικίες της, τις οποίες και προσπαθεί να διατηρήσει σε πείσμα των καιρών και των γεγονότων που λαμβάνουν χώρα στην γηραιά ήπειρο και αλλάζουν τα δεδομένα στον τότε κόσμο μέσα από επαναστάσεις και συρράξεις με αβέβαια αποτελέσματα. Μέσα σε αυτό το φλεγόμενο περιβάλλον και την συνεχόμενη ροή της ιστορίας, η ηρωίδα της Γουλφ αποφασίζει να δώσει δεξίωση όπου θα παρίστανται άνθρωποι από όλο το φάσμα της τότε καλής κοινωνίας και όπου θα γίνεται λόγος για αυτές τις εξελίξεις. Η καταθλιπτική όσο και άστατη στην διάθεση κυρία Ντάλογουέι ταράζεται έντονα από την παρουσία ενός πρώην αγαπητικού της που ήρθε ξαφνικά από την Ινδία, από την λεκτική αντιπαράθεση με μία εκ των πρωταγωνιστριών της βραδιάς αλλά και από την κόρη της, την οποία παρακολουθεί εμβρόντητη να ξεφεύγει από τα δικά της μέτρα και σταθμά και να παρασύρεται από μία διάθεση ερωτική με μία κυρία που θα μπορούσε να είναι η μητέρα της. Εδώ προκύπτουν ερωτήματα και εγείρονται απορίες κατά πόσο το alter ego της Βιρτζίνια Γουλφ, η κυρία Ντάλογουέι νιώθει προδομένη, νικημένη και απογοητευμένη από τον περίγυρό της από τον οποίο θα ήθελε πολύ να ξεφύγει ενώ βρίσκεται μπλεγμένη στα δίχτυα του και αδυνατεί να σπάσει τις αλυσίδες. Λύση στα χέρια της, τα τρεμάμενα φαντάζει μία φυγή, μία έξοδος απελευθέρωσης από τα δεσμά που την αλυσοδένουν μέσα της, τον θάνατο που στο μυαλό της κλωθογυρίζει όπως ο άνεμος την άμμο και την σηκώνει στον αέρα. Δηλώνει με δραματικό τόνο: «Ο θάνατος είναι εναντίωση. Ο θάνατος είναι μία απόπειρα επικοινωνίας, οι άνθρωποι νιώθουν την ανάγκη να φτάσουν στον πυρήνα που με τρόπο απόκοσμο τους ξεγλιστρά, η εγγύτητα απομακρύνει, ο ενθουσιασμός ξεθυμαίνει, μένεις μόνος. Είναι αγκαλιά ο θάνατος». Όλη της η αφήγηση μαρτυρά μία ποιητικότητα που την βυθίζει με μία κορύφωση της τραγικότητας του εαυτού της όσο πλησιάζει η δεξίωση, σαν να βιώνει ένα αρχαίο δράμα με όρους σύγχρονης εκδοχής. Η Βιρτζίνια Γουλφ μοιάζει φυλακισμένη στις σκέψεις της, η αναπόληση είναι μία σχετικά επιθυμητή αυθυποβολή από μέρους της σε όλα αυτά που την στοιχειώνουν. Και η ευτυχία της καθορίζεται άμεσα από αυτό τον διακαή πόθο να αποτινάξει από πάνω της κάθε ίχνος λήθης, να εξαϋλωθεί, να απογειωθεί από την πραγματικότητα που την γεμίζει με λύπη και θλίψη. Δικαίως η κυρία Νταλογουέι θεωρείται ως ένα μικρό διαμάντι της λογοτεχνίας γιατί είναι τέτοιος ο παλμός που νιώθει ο αναγνώστης και τέτοια η γλώσσα που χειρίζεται η Γουλφ που δεν αφήνει περιθώρια να μην αισθανθεί την αγωνία και την ανησυχία. Είναι ένα πρόσωπο χλωμό, διστακτικό και φοβισμένο η ηρωίδα, μακριά από την χαρά που νιώθει ως κάτι απόκοσμο, παράξενο, ένα ιδανικό άπιαστο. Παράλληλα όμως με τέτοια τόλμη και θάρρος αντιμετωπίζει κατάματα το τέλος της που παραμένει στο κατώφλι της συνείδησής της. Χαρακτηριστικά δηλώνει ανακουφισμένη: «Καμία χαρά δεν μπορεί ν’ αντισταθμίσει να έχεις χάσει τον εαυτό σου στο ρου της ζωής, να τον βρίσκεις μ’ ένα κύμα χαράς, στην ανατολή του ήλιου, στη δύση της μέρας». Μόνο που για την κυρία Νταλαγουέι όσο και για την Γουλφ, την ίδια ο δρόμος της ευδαιμονίας και της σωτηρίας ήταν σπαρμένος με την πτήση για τον δικό της παράδεισο, μακριά από όλα αυτά που πληγώνουν στον μάταιο τούτο κόσμο.
Κάπως αργό στην εξέλιξή του, παρόλα αυτά κρατάει το ενδιαφέρον και έχει μια ωραία ανατροπή στο τέλος που δεν αφήνει αναπάντητα ερωτήματα. Θα μπορούσε ίσως να είναι κάπως μικρότερο σε έκταση. Θα το πρότεινα.
Υπέροχο βιβλίο!!!!
Τέξας, 1921. Ο Α΄ Παγκόσµιος Πόλεµος έχει τελειώσει και η Αµερική ετοιµάζεται να µπει σε µια νέα, αισιόδοξη περίοδο. Αλλά για την Έλσα Γουόλκοτ, που θεωρείται πολύ µεγάλη για να παντρευτεί, το µέλλον διαγράφεται ζοφερό µέχρι τη νύχτα που γνωρίζει τον Ρέιφ Μαρτινέλι και αποφασίζει να αλλάξει τη ρότα της ζωής της.Το 1934 ο κόσµος έχει αλλάξει· εκατοµµύρια άνθρωποι έχουν χάσει τη δουλειά τους και η ξηρασία έχει καταστρέψει τις Μεγάλες Πεδιάδες. Οι αγρότες δουλεύουν σκληρά για να µη χάσουν τη γη και τη ζωή τους. Στο αγρόκτηµα των Μαρτινέλι όλα πεθαίνουν, µαζί και ο σαθρός γάµος της Έλσας· κάθε µέρα είναι µια καταδικασµένη µάχη µε τη φύση, µια πάλη για να κρατήσει τα παιδιά της στη ζωή. Σε αυτή την αβέβαιη και επικίνδυνη εποχή, η Έλσα είναι αναγκασµένη να πάρει µια σκληρή απόφαση: να πολεµήσει για τη γη που αγαπά ή να την εγκαταλείψει και να πάει στη ∆ύση, στην Καλιφόρνια, σε αναζήτηση µιας καλύτερης ζωής. Οι Τέσσερις άνεµοι είναι ένα συναρπαστικό µυθιστόρηµα που ζωντανεύει την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης –τις σκληρές αλήθειες που δίχασαν τους Αµερικανούς και τις µακροχρόνιες συγκρούσεις ανάµεσα στους έχοντες και τους µη έχοντες. Είναι ένας ύµνος στην ελπίδα, την ανθεκτικότητα και τη δύναµη του ανθρώπινου πνεύµατος απέναντι στις αντιξοότητες, ένα ανεξίτηλο πορτρέτο της Αµερικής, ιδωµένο µέσα από τα µάτια µιας αδάµαστης γυναίκας, της οποίας η γενναιότητα και η θυσία θα καθορίσουν µια ολόκληρη γενιά. Ήταν ένα ποιητικό και σοκαριστικό μυθιστόρημα που αγάπησα, γεμάτο συναισθήματα και νέες πληροφορίες. Κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης πολλές φορές ένιωσα οργή, αγανάκτηση και δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια μου. Πάνω από όλα όμως, είναι ένα μυθιστόρημα ζωντανό. Ένας ύµνος στην ελπίδα, την ανθεκτικότητα και τη δύναµη του ανθρώπινου πνεύµατος απέναντι στις αντιξοότητες, ένα ανεξίτηλο πορτρέτο της Αµερικής, ιδωµένο µέσα από τα µάτια µιας αδάµαστης γυναίκας, της οποίας η γενναιότητα και η θυσία θα καθορίσουν µια ολόκληρη γενιά και θα συναρπάσουν ακόμη και τους πιο απαιτητικούς αναγνώστες.
Αν φοβάστε τα βαμπίρ και τον Άρχοντα όλων των πλασμάτων της νύχτας Βλάντ Τσέπες, ή αλλιώς Δράκουλα, μην το επιχειρήσετε γιατί … θα βλάψει σοβαρά την πνευματική σας υγεία! Το βιβλίο αυτό είναι ένα ταξίδι στην Ιστορία της Ευρώπης, και κυρίως των Βαλκανίων, από τον 15ο αιώνα και μετά. Το ιστορικό κομμάτι του μυθιστορήματος αυτού ξεκινάει από τη γέννηση του Βλαντ, πρίγκιπα του Τάγματος των Δρακούλ και μετέπειτα Ανασκολοπιστή, που έμελλε να "στοιχειώσει" όχι μόνο τη φαντασία των κοινών θνητών, όπως εμείς, αλλά και πολλών εξαιρετικών συγγραφέων, όπως ο Μπραμ Στόουκερ, καθώς και τη ζωή και τα έργα πολλών διαπρεπών, πραγματικών, ή μη, ιστορικών, ανθρώπων του Πνεύματος, ακόμα και επιστημόνων.
Η υπόθεση ξεκινά όταν η ηρωΐδα μας, κόρη ενός διπλωμάτη που ταξιδεύει σε όλη την Ευρώπη, ανακαλύπτει ένα παμπάλαιο ασυνήθιστο βιβλίο στη βιβλιοθήκη του πατέρα της, το οποίο περιέχει μέσα κρυμμένες μερικές κιτρινισμένες και φθαρμένες από το χρόνο επιστολές. Το κύριο θέμα αυτών των επιστολών είναι ο ίδιος ο Δράκουλας, η ζωή του που είναι αφύσικα επιμηκυμένη, καθώς και τα έργα και η δράση του σε διάφορες πόλεις της Ευρώπης. Η κοπέλα προσπαθώντας ταυτόχρονα να βρει τα χνάρια του αγνοούμενου πατέρα της φτάνει στα ίχνη του διαβόητου πρίγκιπα κι εμείς ζούμε την μεγαλύτερη, ίσως, περιπέτεια που θα μπορούσαμε ποτέ να φανταστούμε.
Ο Εκο σχολιάζει τη διεθνή κατάσταση με αφορμή την 11η Σεπτεμβρίου, τους πολέμους στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, καθώς και την εγκαθίδρυση στην Ιταλία ενός καθεστώτος «μιντιακού λαϊκισμού». Ο Εκο οδηγεί τον αναγνώστη να ξανασκεφτεί την Ιστορία. Οπως λέει, μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου έπρεπε να ξεθάψουμε τους άτλαντες του 1914, ενώ εδώ και αρκετά χρόνια οι οικογένειες έχουν και πάλι έγχρωμους υπηρέτες, όπως συνέβαινε στο «Όσα παίρνει ο άνεμος».
Καταπληκτικό βιβλίο όχι μόνο ένα πραγματικά καλό θρίλερ αλλά ο συγγραφέας έκανε μεγάλη έρευνα για ψυχιατρικά νοσήματα. Κατάφερε να δώσει γνώσεις στον αναγνώστη για την αγοραφοβία στην καθημερινότητα του ανθρώπου, χωρίς να ξεφύγει από το πνεύμα του βιβλίου. Πιστεύω ότι ο συγγραφέας θα μας δώσει κ αλλα πολύ καλά βιβλία. Γνωρίζοντας ότι είναι το πρώτο βιβλίο δικαιολόγησα τις μικρές κοφτές προτάσεις.
Συνιστώ να το διαβάσετε!
Το "Χρονικό Ενός Προαναγγελθέντος Θανάτου" του Gabriel Garcia Marquez είναι ένα αριστούργημα που περιέχει όλα τα χαρακτηριστικά του μαγικού ρεαλισμού και του λατινοαμερικάνικου μυθιστορήματος. Η περίπλοκη ιστορία αφηγείται τη ζωή ενός άνδρα, του Σαντιάγκο Νασάρ, που ξυπνά μια πρωί για να ανακαλύψει ότι είναι προαναγγελθείς νεκρός και η κοινότητά του ξέρει πως θα πεθάνει.
Ο Garcia Marquez δημιουργεί έναν μαγικό, ποιητικό κόσμο γεμάτο έντονες εικόνες και συμβολισμούς. Η γραφή του είναι καθηλωτική, πλούσια σε λεπτομέρειες και εξαιρετικά περιγραφική. Το βιβλίο διερευνά τη θεματολογία της θνητότητας, της αγάπης, και των ανθρώπινων σχέσεων με τρόπο που αφήνει τον αναγνώστη σε συνεχή σκέψη.
Οι χαρακτήρες είναι πλούσιοι και πολυδιάστατοι, ενώ οι γεγονότα αναπτύσσονται σε έναν καθοριστικό καιρικό πλαίσιο. Με τη γραφή του, ο Garcia Marquez καταφέρνει να δημιουργήσει ένα πραγματικό διαμάντι του κόσμου της λογοτεχνίας που συγκινεί και σκαλίζει βαθιά την ανθρώπινη ψυχή.
Το ΄΄Περί έρωτος και άλλων δαιμονίων΄΄ μεταφέρει τον αναγνώστη, από την πρώτη μέχρι την τελευταια σελίδα, σε έναν άλλο κόσμο, αυτόν της Λατινικής Αμερικής στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. Χρώματα, μυρωδιές, ατμόσφαιρα, ενός κόσμου ξεχασμένου που ζωντανεύει μέσα από την πένα ενός σπουδαίου δημιουργού. Γραμμένο το 1994, αρκετά χρόνια μετά τη βράβευσή του με το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας το 1982, περιγράφει πολύ απλά μιά ιστορία που του είχε πεί η γιαγιά του, όταν ήταν μικρός. Πρόκειται για τον μύθο ενός κοριτσιού που, αν και πέθανε σε ηλικία 12 χρονών, τα μαλλιά της συνέχισαν να μακραίνουν κατά τη διάρκεια των χρόνων.
Βεβαίως, όπως σε όλα τα παραμύθια που διηγούνται οι γιαγιάδες, το κορίτσι αγάπησε πολύ κάποιον και την αγάπησε και αυτός. Μόνο που εδώ δεν έχουμε το ευτυχισμένο τέλος των παραμυθιών.
Και δίχως να δώσει χρόνο στον πανικό, λευτερώθηκε απο το ακάθαρτο πύον που τον εμπόδιζε να ζήσει. Της εξομολογήθηκε πως δεν περνούσε στιγμή που να μην τη σκεφτεί, πως ότι έτρωγε ή έπινε είχε τη δική της γεύση, πως η ζωή ήταν εκείνη παντού και πάντα, όπως μονάχα ο Θεός είχε το δικαίωμα και την ισχύ να είναι, και πως η απόλυτη απόλαυση της καρδιάς του θα ήταν να πεθάνει μαζί της. Εξακολούθησε να της μιλά δίχως να την κοιτάζει, με την ίδια ευφράδεια και θέρμη με την οποία απήγγελλε, ώσπου του δημιουργήθηκε η εντύπωση πως η Σιέρβα Μαρία είχε αποκοιμηθεί. Αλλά ήταν ξύπνια, με τα μάτια της τρομαγμένης ελαφίνας καρφωμένα πάνω του. Ισα που τόλμησε να ρωτήσει. Καί τώρα;
Τώρα τίποτα, είπε εκείνος. Μου φτάνει που το ξέρεις.
Για άλλη μια φορά, σε αυτό το μυθιστόρημά του, ο συγγραφέας ζωντανεύει τον κόσμο της Λατινικής Αμερικής. Το παρελθόν της. Τους Ισπανούς ΄΄αριστοκράτες΄΄ που κυριάρχησαν πάνω στους ντόπιους πληθυσμούς. Τον ασφυκτικό ρόλο της καθολικής εκκλησίας που επιτελούσε ρόλο κοσμικής εξουσίας. Το δουλεμπόριο, που στάθηκε η αφορμή για να πλουτήσουν οι Ισπανοί κατακτητές. Τους αποσυνάγωγους Εβραίους που ζήτησαν καταφύγιο εκεί για να γλυτώσουν από την Ιερά Εξέταση της Ισπανίας. Τους θρύλους που κουβάλησαν οι ντόπιοι πληθυσμοί,κατ’ ευθείαν κληρονομιά από τους προγόνους τους. Τον διονυσιασμό των σκλάβων, που καμία σχέση δεν είχε με το επίσημο ΄΄καθεστώς΄΄της καθολικής εκκλησίας.Και η μαγική γραφή του συγγραφέα καταφέρνει, για μιά ακόμα φορά, να γράψει ένα αριστουργηματικό μυθιστόρημα. Η μιζέρια της συνοικίας των σκλάβων, εκεί που το νερό της θάλασσας πλημμύριζε τη στεριά, ήταν ανατριχιαστική. Στα λασποκάλυβα με τις σκεπές από φοινικόκλαρα συγκατοικούσαν με τους γαλόγυπες και τα γουρούνια, και τα παιδιά έπιναν από τον βούρκο των δρόμων. Ωστόσο ήταν η πιο χαρούμενη γειτονιά, με έντονα χρώματα και λαμπερές φωνές, και περισσότερο το δειλινό, όταν έβγαζαν έξω τις καρέκλες για να απολαύσουν τη δροσούλα στη μέση του δρόμου. Ο εφημέριος μοίρασε τα γλυκά στα παιδιά και κράτησε τρία για το βραδινό του. Περιγραφή ενός κόσμου που δεν υπάρχει πια. Και συναισθήματα που στην εποχή μας μοιάζουν ακυρωμένα. Καθόλου τυχαίος ο τίτλος του βιβλίου. Εκείνη την εποχή, υποθέτω, ότι ο έρωτας, ο μεγάλος έρωτας, αυτός που αλλάζει τη ζωή κάποιου, έμοιαζε με κάποια από αυτά τα δαιμόνια που προσπαθούσε με κάθε τρόπο να ξορκίσει η καθολική εκκλησία.
Όταν τη συναντά σε έναν οίκο ανοχής, ανακαλύπτει ότι βρίσκεται στο χείλος του θανάτου, όχι από γηρατειά αλλά από έρωτα. αυτό το συγκινητικόμυθιστόρημα του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, γραμμένο με το απαράμιλλο στιλ του είναι μαχαιριά στην καρδιά. Μέσα από τις συχνές επισκέψεις στο ίδιο πάντα δωμάτιο του οίκου ανοχής θα την ερωτευτεί όχι σαρκικά, αφού δεν τολμά να την αγγίξει καν, αλλά με την ψυχή του και με το τελευταίο μόριο του είναι του. Τη βαφτίζει Ντελγαδίνα, που θα πει μικροκαμωμένη. Και αφού φοβάται να την κάνει δική του μήπως τη χάσει για πάντα, την προτιμά κοιμισμένη. Στα 90 του θα νιώσει πρώτη φορά τις στάλες της αγάπης να τον λούζουν. Και μια και από μια ηλικία και μετά δεν μετρά τη ζωή του πλέον ανά έτος αλλά ανά δεκαετίες, προσβλέπει στα 100 του χρόνια, αφού πατώντας τα 90 είναι ερωτευμένος, μια νέα ζωή να του ανοίγει την πόρτα.
Μέσω της πρωτοπρόσωπης αφήγησης ξεδιπλώνονται τα μυστήρια της ανθρώπινης γεωγραφίας καθώς από τη μελαγχολία των 90 χρόνων παρελαύνει όλος ο βίος του αφηγητή, που δεν είναι τίποτε άλλο από ένα απάνθισμα μοναξιάς. Μοναχοπαίδι, το ανώνυμο γεροντοπαλίκαρο μυήθηκε στον έρωτα και στην ιεροτελεστία του μπορντέλου από τον πατέρα του από 14 χρόνων - κάτι το σύνηθες τις δεκαετίες του 1930 και του 1940 στην Καραϊβική και στη Λατινική Αμερική, τότε που τα αγόρια βαφτίζονταν «άντρες» στα μπορντέλα με την προτροπή των γονιών τους και με τη βοήθεια των κοριτσιών της νύχτας. Δυστυχώς για αυτόν, σε όλη του τη ζωή ο πρωταγωνιστής μας έμεινε κολλημένος στον πληρωμένο έρωτα και στη μοναξιά του
Κανεις δεν μπορεί να χειραγωγήσει κανέναν. Σε μια σχέση και οι δυο ξέρουν τι κάνουν ακόμη και αν αργότερα ο ένας παραπονιέται ότι τον χρησιμοποίησαν….Δημιουργούμε τελικά την πραγματικότητα μας η είμαστε θύματα της ;;;
Το συγκεκριμένο βιβλίο το εμπνεύστηκε από τον εγκλεισμό του στο ψυχιατρείο. Η Βερόνικα κάνει μια κανονική δουλειά και μένει σ’ ένα μικρό διαμέρισμα. Συχνάζει σε μπαρ με κίνηση κάνει εφήμερες σχέσεις αλλά δεν βρίσκει ευχαρίστηση. Το πρωί της 11ης Νοεμβρίου 1997, η Βερόνικα αποφασίζει να αυτοκτονήσει. Είναι μια απόφαση που δεν έχει επιστροφή. Εκεί καταλαβαίνει την ανάγκη της ύπαρξης και ανακαλύπτει νέα νοήματα για τη ζωή. Το σκηνικό μεταφέρεται σε μια ψυχιατρική κλινική όπου υποβάλλεται σε πειράματα. Δεν αργεί σε ένα τέτοιο «περίεργο» περιβάλλον να αντιληφθεί πως η αγάπη είναι η απάντηση και το φάρμακο για όλα.
Ο Πάουλο Κοέλο, που αναφέρεται με ποίηση και σύγχρονους διαλόγους σε μια ερωτική συνάντηση, μας βυθίζει, επίσης, και στα μυστήρια της θεότητας, γιατί, όπως μας θυμίζει, η «πνευματική δοκιμασία είναι, πρώτα απ' όλα, μια πρακτική δοκιμασία αγάπης». Μιλα για τον φόβο του να δίνεσαι, την αίσθηση ότι λαθεύεις καθώς και τις προκαταλήψεις.
Η πρόκληση δεν περιμένει. Η ζωή δεν κοιτάζει πίσω. Μια βδομάδα είναι διάστημα περισσότερο από αρκετό για να αποφασίσουμε αν θα δεχτούμε ή όχι το πεπρωμένο μας». Η γνωστή γραφή του Κοελο θα υπερισχύσει όμως το καλό η το κακό;;;
Ο ήρωας των Βαλκυριών είναι ένας άνθρωπος που θέλει να αλλάξει τη ζωή του και να ακολουθήσει ένα όνειρο: να πάει στην έρημο Μοχάβη για να βρει το φύλακα άγγελό του και να γνωρίσει επιτέλους σε βάθος τον εαυτό του και τον κόσμο γύρω του. Ο Πάουλο ξέρει ότι η έρημος δεν είναι τόσο άνυδρη και άδεια όσο φαίνεται. Κρύβει την ευκαιρία για νέες, μαγευτικές συναντήσεις, όπως του έχει πει ο Δάσκαλός του, ο Ζ. Μακριά από το χάος του κόσμου ζουν ένας νεαρός Δάσκαλος της Παράδοσης και μια ομάδα πολεμιστριών, οι Βαλκυρίες, που διασχίζουν την έρημο καβάλα στ' άλογά τους και θα βοηθήσουν τον Πάουλο να πετύχει το στόχο του.
Σε έναν κόσμο που κυριαρχούν οι προλήψεις, οι θρησκευτικές διαμάχες και οι βαθιά ριζωμένες παραδόσεις, ο νέος προφήτης θα έρθει αντιμέτωπος με μια χιονοστιβάδα γεγονότων που θα τον οδηγήσουν σε μια πρόσωπο με πρόσωπο μάχη με το Θεό.
H ιστορία του προφήτη Hλία μετασχηματίζεται εδώ σε ένα σημαντικό μάθημα σχετικά με την αξία της ελπίδας για το σύγχρονο άνθρωπο. Mέχρι ποιου σημείου μπορούμε να προκαλέσουμε το πεπρωμένο μας; Aυτή είναι η ερώτηση που πλανιέται στον αέρα του Πέμπτου Bουνού, ώστε ο καθένας από μας να βρει τη δική του απάντηση.
Η δεύτερη επαφή μου με τον συγγραφέα που ουσιαστικά ήρθε καθώς ήμουν επηρεασμένη από τη γραφή του "Εκατονταχρονου".
Εξίσου ωραία ιστορία και πολλά πολλά χαμόγελα. Ευχάριστο ανάγνωσμα και στιγμές που γέλασα με την ψυχή μου. Διαβάστε πρώτα τον Εκατονταχρονου και επειτα αυτό απλώς για είστε υποψιασμενοι για τον τρόπο γραφής του συγγραφεα. Τον αγάπησα και απ’ τα δυο βιβλία
Μια πολύ όμορφη ιστορία γεμάτη συμπτώσεις που διαβάζεται πολύ ευχάριστα. Το διάβασα σε ελάχιστο χρόνο με έκανε να αισθάνομαι όμορφα και να χαμογελάω χωρίς κόπο... Το συνιστώ ανεπιφύλακτα. Υπέροχο βιβλίο καλογραμμένο για την δύναμη ψυχής και την αποφασιστικότητα. Πολλές δόσεις χιούμορ με ξεκαρδιστικές ατάκες και σκηνές !!! Η θέληση δεν πεθαίνει ποτε σε οποια ηλικία και να είσαι.. αγαπώ το black humor συνεπώς το βρήκα άκρως διασκεδαστικό!!!
Το βιβλίο ξεκινάει σε μια μελλοντική εποχή όπου έχουμε φτάσει στον «τελικό θρίαμβο της σοσιαλιστικής δημοκρατίας»,«σε εφτακόσια χρόνια από σήμερα, τον τέταρτο αιώνα της Αδελφοσύνης του Ανθρώπου». Ανακαλύπτεται ένα χειρόγραφο γραμμένο από τη γυναίκα του ήρωα στο οποίο περιγράφονται οι πολύνεκροι αγώνες της εργατικής τάξης στις αρχές του 20ου αιώνα και το ανελέητο τσάκισμά τους από τους μισθοφόρους της «Σιδερένιας Φτέρνας», αλλά και περιγράφει την αισιοδοξία του βασικού ήρωα της «πρώτης μεγάλης εξέγερσης» του σοσιαλιστή ηγέτη Έρνεστ Έβερχαρτ.
Δεν είναι μόνο ένα αλκοολικό...χρονικό, κάθε άλλο. Γίνεται αναφορά στη ζόρικη βιοπάλη του μεροκαματιάρη. Με τις απάνθρωπες αμοιβές και συνθήκες εργασίας. Στο πάθος του για το διάβασμα και το γράψιμο. Για την ίδια την ζωή και την έντονη αίσθηση περιπέτειας που τον διακατείχε. Που δεν του επέτρεπε να συμβιβαστεί με την πεζή καθημερινότητα του σπίτι-δουλειά-σπίτι και τον ωθούσε να περιπλανιέται ως τυχοδιώκτης. Κατάσταση άμεσα συνυφασμένη με τα άνωθεν. Δεν ήθελε να συχνάζει με τον Τζον Μπάρλυκορν. Ήταν απλά κάτι που τύχαινε.
Καλό ήταν, ωραίο. Διανθισμένο με ωραίες περιγραφές και μαύρο χιούμορ, πρόκειται για την ειλικρινή μαρτυρία ενός ακόμη ανθρώπου που δεν μπόρεσε να τα βάλει με τους δαίμονες του
«Ο Μπίλυ και η Σάξον είναι ένα ζευγάρι που πασχίζει -όπως όλοι μας- ν’ ανακαλύψει τη δική του Εδέμ. Παγιδευμένοι στο βιομηχανικό γκέτο της απάνθρωπης μεγαλούπολης και κυνηγημένοι από τον εφιάλτη της ανεργίας και του αβέβαιου μεροκάματου, θα γνωρίσουν την κοινωνική αδικία, την αναλγησία των αφεντικών και θα βρεθούν μες στη δίνη των απεργιακών κινητοποιήσεων του νεογέννητου εργατικού κινήματος. Στο μεγάλο αυτό λυρικό μυθιστόρημα, όπου οι δυο ήρωες επιστρέφουν στη φύση για να βρουν το ιδανικό αραξοβόλι, εξυμνείται η φυσική ζωή, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και καταγγέλλεται η καπιταλιστική εκμετάλλευση.
Η ιστορία, βασισμένη στο αληθινό ημερολόγιο μιας Βραζιλιάνας πόρνης που εργαζόταν στην Ελβετία και η οποία, όταν παρέδωσε στον Coelho το χειρόγραφο, ζούσε παντρεμένη στην Ιταλία… Η Μαρία μεγαλώνει στην επαρχία της Βραζιλίας, όπου στην πιο τρυφερή ηλικία νιώθει τις πρώτες αθώες επαφές της με τον έρωτα, που όμως της ραγίζουν την καρδιά, τη σημαδεύουν. Στην εφηβεία της, αισθάνεται ότι δε θα βιώσει ποτέ την αληθινή αγάπη και ότι ο πόνος είναι δεδομένο στο συναίσθημα της αγάπης. Στα δεκαεννιά της, σε ένα ταξίδι στο Ρίο, όνειρο ζωής, γνωρίζεται τυχαία με κάποιον που της προσφέρει εργασία ως χορεύτρια στη Γενεύη και της υπόσχεται μια ζωή με περιπέτεια, δόξα και χρήματα. Φθάνοντας, όμως, στη Γενεύη συνειδητοποιεί πως έχει εξαπατηθεί και έτσι ύστερα από σκέψεις για το μέλλον της αποφασίζει να παραμείνει στην Ελβετία και να εργαστεί ως πόρνη. Γνωρίζοντας διάφορους άντρες, γρήγορα βρίσκεται μπροστά σε ένα δίλημμα: να συνεχίσει να απολαμβάνει τον αγοραίο έρωτα με τους πλούσιους πελάτες της που τη βλέπουν ως ναρκωτικό όπως λέει η ίδια για να ξεχνούν τα προβλήματά τους ή να ζήσει τον πραγματικό σαρκικό έρωτα ως φυσικό επακόλουθο του πνευματικού έρωτα με τον γοητευτικό νεαρό ζωγράφο λιγότερο έμπειρο και φοβισμένο πελάτη της που όμως βλέπει σε εκείνη την ομορφιά της αγάπης;
Ο Paulo Coelho και σε αυτό το βιβλίο του φιλοσοφεί για τη ζωή, η ιστορία του είναι γεμάτη αλληγορίες. Η ηρωίδα γνωρίζοντας όλες τις πτυχές της ανθρώπινης υπόστασης, ταξιδεύει στην υπέροχη ανακάλυψη του εαυτού της. Και γι’ αυτό το λόγο ο Coelho της χαρίζει μια ιδιαίτερη ευφυία, που την καθιστά ικανή να γνωρίσει και να κατανοήσει τους ανθρώπους, ακόμα και τον ίδιο της τον εαυτό. Με έναν έξυπνο τρόπο, αποσπά από τον αναγνώστη, ήδη από την αρχή του μυθιστορήματος, τη συμπάθεια για τη Μαρία που από παιδί υποφέρει εξαιτίας της αγάπης και έτσι η επιλογή της να γίνει πόρνη δε σοκάρει, ούτε όταν παρουσιάζει την ισχυρή θέληση και πειθαρχία να πετύχει το στόχο της που δεν είναι άλλος από την εξοικονόμηση χρημάτων ούτε όταν περιγράφει τα έντεκα λεπτά των συνευρέσεών της με τους πελάτες της. Το κείμενο ρέει γρήγορα και η αφήγηση εναλλάσσεται με αποσπάσματα από το ημερολόγιο της Μαρίας, κάτι που προσδίδει αμεσότητα στην αποκάλυψη της φύσης τους πάθους.
Είναι ωραίο να διαβάζεις και κάτι διαφορετικό πολλές φορές!Αν και η γραφή του Κοέλιο δεν με συναρπάζει, η αφήγηση της ιστορίας και τα μηνύματα που προσπαθεί να περάσει προσφέρουν μία αισιοδοξία και ένα φως. Το βιβλίο ήταν αρκετά ενδιαφέρον, με σημαντικές πληροφορίες και ωραίες περιγραφές. Σίγουρα δεν είναι όμως ένα βιβλίο που θα χαραχθεί στην μνήμη σου
Το πάθος, το μίσος και η αγάπη. Αυτά τα τρία συναισθήματα “ξερνάει” ο Oscar Wilde μέσα από τη φυλακή Γράφει το “De Profundis”, που στα Λατινικά σημαίνει “εκ βαθέων” και δημιουργεί ένα αριστούργημα, ένα βιβλίο σταθμό στην Παγκόσμια Λογοτεχνία. Ο Wilde έγραφε καθημερινά από μια σελίδα, την αυτοκριτική μιας ζωής που τον έστειλε για 2 χρόνια στη φυλακή. Δεν έχει στο μυαλό του ότι μια μέρα θα δημιουργηθεί το βιβλίο αυτό. Ξυπνά από τον λήθαργο που τον βύθισε το πάθος αγνοώντας τη λογική και ξεσπαθώνει. Κατηγορεί μια τον εαυτό του και μια τον εραστή του λόρδο Alfred Douglas, για το κατάντημα του. Καταθέτει γυμνή την ψυχή του, χωρίς να παραθέτει απλά τα γεγονότα. Προσπαθεί να ανασυντάξει τον αυτοσεβασμό και την αυτοεκτίμηση του. Ο άνθρωπος που πέρασε από την κόλαση αναζητώντας τον παράδεισο, μιλάει για την Τέχνη, τη ζωή, τον Χριστό. Ο Ιρλανδός συγγραφέας που σπούδασε Ελληνική και Λατινική φιλολογία, αγγίζει ευαίσθητα δεδομένα της εποχής. Η ομοφυλοφιλία, εκείνη την περίοδο στην Αγγλία, θεωρούνταν ποινικό αδίκημα. Αυτό δεν τον εμπόδισε να ρισκάρει τα πάντα, να γυρίσουν όλα εναντίον του και να καταδικαστεί τελικά, ανάμεσα στις φωνές του πλήθους που φώναζαν “Ντροπή”. Το De Profundis είναι ένα πραγματικά σπουδαίο βιβλίο, ενός από τους μεγαλύτερους όλων των εποχών. Αξίζει μια θέση στη βιβλιοθήκη σου, μόνο και μόνο για να σε βάλει σε σκέψεις, με τα εξής λόγια: “Οι περισσότεροι άνθρωποι, είναι άλλοι άνθρωποι. Οι σκέψεις τους είναι οι απόψεις κάποιου άλλου, η ζωή τους μια μίμηση, τα πάθη τους ένα ρητό”.
Η ωμή πραγματικότητα του Gutiérrez, ανάμεσα στην Κούβα και τη Σουηδία. Πολύ έντονες οι αντιθέσεις, τελείως διαφορετικοί κόσμοι, αλλά ο άνθρωπος είναι πάντα άνθρωπος. Δυνατή αφήγηση, ένα βιβλίο που αν το διαβάσει κανείς χωρίς να ξέρει τον συγγραφέα με άνεση το χαρακτηρίζει πορνογράφημα. Αν ο συγγραφέας είναι γνωστός τότε χαρακτηρίζεται πρωτοποριακό και συναρπαστικό δείγμα γραφής.
Ένα βιβλίο γεμάτο σκληρό και βρώμικο σεξ, μία άτυπη σύγκριση του κουβανικού σεξ με την πληθωρική μιγάδα Γκλόρια και του σουηδικού με την κάπως ψυχρή Ανιέτα. Κάπου εκεί μεταξύ των περιγραφών του σεξ, κάποιες αναφορές στην κοινωνική και οικονομική κατάσταση της Κούβας.
Το ιδιαίτερα ζωντανό αυτό μωσαϊκό από χωριά, τοπία, εμπειρίες και καταστάσεις, όλα πραγματικά και όλα κουβανέζικα, αποκαλύπτει τα στοιχεία που συνιστούν την κουβανική ταυτότητα και το τι σημαίνει να είναι κανείς Κουβανός σήμερα. Ο Γκουτιέρες γράφει ένα κείμενο γεμάτο ειλικρίνεια, θλίψη αλλά και γενναιότητα που μεταφέρει τον αναγνώστη στην ιδιαίτερη κουβανέζικη πραγματικότητα σε μια χώρα που αλλάζει, εκπλήσσει και αιχμαλωτίζει τον επισκέπτη. Γραμμένο κάπως χύμα, με μπρίο, φρεσκάδα, σπιρτάδα και μπόλικο ρούμι, το βιβλίο.
Η ιστορία εξελίσσεται στην Αβάνα εκεί που ο πρωταγωνιστής και αμετανόητος εργένης Πέδρο περιγράφει την αντιφατική καθημερινότητα της Κούβας με χαρακτηριστικό ρεαλισμό. Κάποιες φορές βρόμικη, άλλες ρομαντική, ενώ πού και πού γίνεται τόσο ελκυστική που θα ‘θελες να ήσουν από μια γωνιά και να χαζεύεις με τις ώρες. Πίνοντας Κουβανέζικο ρούμι, καπνίζοντας άπειρα πούρα, παρατηρώντας τις αλλοπρόσαλλες μουλάτες και καταγράφοντας τις εμπειρίες μίας ιδιόμορφης κοινωνίας. Αυτό δηλαδή που κάνει ο ίδιος ο Πέδρο. Συλλέκτης στιγμών. Η χώρα του Κάστρο και του Γκεβάρα την δεκαετία του ’90 βιώνει μία τεράστια οικονομική κρίση εξαιτίας του οικονομικού εμπάργκο που κηρύττουν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Φτώχεια, εξαθλίωση, μιζέρια. Γι’ αυτό και δικαίως του προσάπτουν τον χαρακτηρισμό του χρονικογράφου μιας ολόκληρης κοινωνίας που βρίσκεται κυριολεκτικά σε απόγνωση. Οικονομική, πολιτισμική και ερωτική. Και ο Γκουτιέρεζ εφευρίσκει παράλογους τρόπους, ώστε ο αναγνώστης να γίνει ένα με την εκάστοτε ιστορία που του αφηγείται. Το στυλ γραφής του μοιράζει ωμό ρεαλισμό, ενώ δεν παραλείπει να ρίξει και το μπινελίκι του όταν το απαιτεί η κατάσταση. Ο ιλιγγιώδης ρυθμός που εκτυλίσσεται η ιστορία σε βάζει κατευθείαν στο πετσί του ρόλου, καθώς οι ιστορίες του έχουν ΠΑΝΤΑ γλώσσα σκληρή, λιτή και χωρίς φλυαρίες. Είναι και αυτές οι διαολεμένες αφηγήσεις του, που δεν σου αφήνουν και πολλά περιθώρια να έρθεις σε αντίλογο μαζί του… Ο σελιδοδείκτης βγαίνει. Το βιβλίο κλείνει… και τ’ αεροπορικά για Κούβα το επόμενο καλοκαίρι είναι στα σκαριά…
Η αφήγηση σε πρώτο ενικό, με έκανε να μπω πολύ εύκολα στο σενάριο και να συνεχίζω να γυρίζω σελίδες. Η υπόθεση φαινόταν να έχει ενδιαφέρον. Μια γυναίκα που δουλεύει σε έναν οίκο δημοπρασιών έργων τέχνης, αποφασίζει να περνάει τα βράδια της σε ένα μπαρ και να κρατάει συντροφιά σε πλούσιους άντρες.
Ρώμη, 1683. Ο μυστηριώδης θάνατος ενός Γάλλου ευγενούς θα σταθεί αφορμή ώστε οι ένοικοι του πανδοχείου του Ντοντσέλο να τεθούν σε αυστηρή καραντίνα, υπό τον φόβο μιας νέας επιδημίας πανούκλας, η οποία ήδη θέριζε στην Ευρώπη. Ταυτόχρονα, στην πολιορκούμενη Βιέννη, οι Τούρκοι είναι έτοιμοι να επιτεθούν και να κατεδαφίσουν τα τείχη που τους εμποδίζουν να ξεχυθούν στη χριστιανική Ευρώπη. Οι ένοικοι του πανδοχείου συνθέτουν ένα μωσαϊκό όλων των κυρίαρχων θρησκευτικών και φιλοσοφικών ρευμάτων της εποχής: ένας ισπανός ιησουίτης, ένας ναπολιτάνος αστρολόγος, ένας γιανσενιστής, ένα γιατρός-αλχημιστής, ένας μουσικός κ.ά. Κεντρικό πρόσωπο είναι ο καστράτος Ατο Μελάνι, πράκτορας του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου ΙΔ΄ και κάτοχος πολλών μυστικών από τις βασιλικές αυλές του 17ου αιώνα. Με βοηθό και παραστάτη τον νάνο παραγιό του πανδοχείου, θα προσπαθήσει να διαλευκάνει τα αίτια του ξαφνικού θανάτου του Γάλλου ευγενούς και θα φέρει στο φως τη συνωμοσία που εξυφαίνεται εκείνες τις ημέρες στα υπόγεια της Αιώνιας Πόλης, και που έχει ως στόχο της τον προκαθήμενο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, τον πάπα Ιννοκέντιο IA΄.
Οι συγγραφείς χρειάστηκαν δέκα χρόνια ερευνών για να ολοκληρώσουν το ογκώδες και πυκνογραμμένο αυτό μυθιστόρημα. Ολα τα πρόσωπα, είναι ιστορικές προσωπικότητες, ορισμένες εκ των οποίων διαδραμάτισαν σημαντικούς ρόλους στην εποχή τους. Επιπλέον, έχουν όλα, σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, διανυκτερεύσει στο εν λόγω πανδοχείο. Εντυπωσιακή παράθεση στοιχείων από ποικίλες πτυχές της ζωής, της τέχνης, της φιλοσοφίας και των πολιτικών ισορροπιών της εποχής.
Ενώ αρχικά η υπόθεση εκτυλίσσεται στο πανδοχείο, σύντομα ο καστράτο και ο παραγιός ανακαλύπτουν την είσοδο στις μυστικές υπόγειες στοές της πόλης που οδηγούν σε όλες τις άκρες της Ρώμης. Εκεί θα βρουν δύο άσχημους τυμβωρύχους, που θα γίνουν τα μάτια και τα αφτιά τους σε αυτήν τη μυστηριώδη υπόθεση. Ο παραγιός στέκεται στο πλευρό του καστράτου, όταν αρχίζει όμως να μαθαίνει κρυφακούοντας κάποιες σκοτεινές πτυχές του χαρακτήρα του και κυρίως ότι πρόκειται για μυστικό απεσταλμένο του Λουδοβίκου, η πίστη του κλονίζεται. Τελικά υπάρχει ένας δολοφόνος στο ξενοδοχείο κι αυτός έχει ως στόχο του τον πάπα Ιννοκέντιο. Γιατί όμως; Όντως ο πάπας ήταν φιλοχρήματος και είχε κρυφές δοσοληψίες
με εμπορικούς οίκους; Και γιατί;
Το πρώτο θύμα είναι ο ηλικιωμένος Γάλλος ευγενής ντε Μουρέ, ο οποίος στην πραγματικότητα είναι ο υπουργός Φουκέ, που το έσκασε από τη φυλακή που τον έριξε ο Λουδοβίκος, πέφτοντας στην παγίδα που έστησε με τις συκοφαντίες του ο αντίζηλος του Φουκέ, Κολμπέρ. Γιατί ήρθε στη Ρώμη ο Φουκέ; Και γιατί ο Άτο Μελάνι τον ακολούθησε κατά πόδας; Μαζί με τον Φουκέ ήρθαν στο πανδοχείο συνοδεία του ο Ντουλτσιμπένι (που έχει μυστικές επαφές με φίλο του γιατρό, τον οποίο επισκέπττεται μέσω των στοών, κι αυτός ο Ντουλτσιμπένι ψάχνει την κόρη του, καρπό μιας σχέσης του με σκλάβα, η οποία κόρη του απήχθη από άνθρωπο των Οντεσκάλκι, οικογένειας του Πάπα) και ο Ντεβιζί, συγκρατούμενος του Φουκέ, κάτοχος ενός φοβερού μυστικού: ξέρει τον σκοπό και τη μελωδία ενός “ρόντο”που αν παίζεται επί πολλή ώρα και με συγκεκριμένο τρόπο θεραπεύει την πανούκλα!
Έτσι λοιπόν ο καθένας έχει το ρόλο του σε αυτήν τη δαιδαλώδη και πολύπλευρη (για να μην πω πολύπλοκη) ιστορία. Απελευθέρωση της Βιέννης, θρησκευτικές διαμάχχες μεταξύ Γαλλίας και Αγίας Έδρας, κατάκτηση της Αγγλίας από τον Γουλιέλμο της Οράγγης οπότε και ο ρωμαιοκαθολικισμός παύει να έχει ισχύ στη χώρα αυτήν, απομόνωση του Λουδοβίκου ΙΔ΄ από τηην Ευρώπη, η πολιτική ισορροπία της Ευρώπης στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα σε τεντωμένο σχοινί. Και ο Πάπας Ιννοκέντιος ΙΑ΄ να κινεί σκοτεινά νήματα από καθαρά προσωπική φιλοδοξία.
Παραδέχομαι ότι το βιβλίο δεν είναι εύκολο, διαβάστε το αλλά σίγουρα θέλει χρόνο υπομονή και συγκέντρωση.
Η ομάδα Opcop είναι το νέο μυστικό τμήμα της Europol με αρχηγό τον γνωστό μας από την ομάδα Α, Πολ Γελμ και μέλη αστυνομικούς από διάφορες χώρες της Ευρώπης (Γερμανία, Πολωνία, Ρουμανία, Αγγλία, Λιθουανία, Ελλάδα, Γαλλία, Ισπανία, Ιταλία, Σουηδία). Το αρχηγείο της βρίσκεται στη Χάγη, τα εγκλήματα όμως που ερευνά είναι πανευρωπαϊκά. Η πρώτη της αποστολή ξεκινά από τη στιγμή που η ύπαρξή της αποκαλύπτεται. Το πτώμα μιας γυναίκας που έχει βασανιστεί και ανακαλύπτεται σε ένα λονδρέζικο πάρκο τις μέρες της Συνόδου Κορυφής των G-20 κρύβει ένα μήνυμα προς την ομάδα Opcop. Ένας Κινέζος ακτιβιστής σβήνει στα χέρια ενός μέλους της ενώ προσπαθεί απεγνωσμένα να του εκμυστηρευτεί κάτι. Μια έρευνα για παιδική πορνογραφία στη Στοκχόλμη οδηγεί στην ανακάλυψη μιας ύποπτης σχέσης ενός Σουηδού επιχειρηματία με Ιταλούς χρηματοδότες αμφίβολης εντιμότητας. Ποια σχέση μπορεί να έχουν όλα αυτά μεταξύ τους;;; Ευρηματικός για ακόμη μια φορά ο Arne Dahl καταφέρνει να ξετυλίξει με αριστοτεχνικό τρόπο το κουβάρι μιας ακόμη ιστορίας. Μιας ιστορίας σπουδαίας λογοτεχνίας σε ένα αστυνομικό και ταυτόχρονα πολιτικό μυθιστόρημα το οποίο καθηλώνει τον αναγνώστη με τον πρωτότυπο και ανατρεπτικό λογοτεχνικό τρόπο γραφής. Ένα βιβλίο γεμάτο δράση, έντονους και εντελώς διαφορετικούς χαρακτήρες πρωταγωνιστών. Ένα βιβλίο με εξαιρετική πλοκή, ανατροπές και γρήγορο ρυθμό μέσα από το οποίο ο ίδιος ο συγγραφέας δεν διστάζει να κάνει κριτική για την κοινωνική και πολιτική κατάσταση της Ευρώπης καθώς επίσης να ξεγυμνώσει το αληθινό πρόσωπο της Σουηδίας και να καυτηριάσει την πολιτική της στάση έναντι όχι και τόσο δυνατών, από όλες τις απόψεις, χωρών. Ο ίδιος ο συγγραφέας μας προειδοποιεί άλλωστε δια στόματος ενός μέλους της ομάδας Opcop «Η Μαφία έχει βαλθεί να αγοράσει όλο τον κόσμο». Ένα έξυπνα γραμμένο μυθιστόρημα με σκηνές δυνατές και ανατρεπτικές το οποίο παρουσιάζει τα πράγματα έτσι ακριβώς όπως είναι στην κοινωνία μας. Ένα μυθιστόρημα με παλιούς μας αγαπημένους γνωστούς ήρωες και νέους που κερδίζουν αμέσως την προσοχή μας. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως τιμήθηκε με το Βραβείο της Σουηδικής Ακαδημίας Αστυνομικής Λογοτεχνίας.
Αυτή είναι το κορίτσι με το τατουάζ – μια εκκεντρική ιδιοφυΐα στους υπολογιστές. Αυτός είναι ένας δημοσιογράφος που συχνά καταδιώκεται λόγω της εμμονής του με την αλήθεια και τη δικαιοσύνη.
Ένα βράδυ ο Μπλούμκβιστ δέχεται ένα τηλεφώνημα από μια πηγή που ισχυρίζεται ότι έχει πολύτιμες πληροφορίες και έχει ζητήσει τη βοήθεια μιας νεαρής χάκερ, η οποία μοιάζει με κάποια δική του γνώριμη. Οι εξελίξεις θα είναι καταιγιστικές. Ο Μπλούμκβιστ, θέλοντας απεγνωσμένος να σπρώξει το Μιλένιουμ, αναζητά τη Σαλάντερ, αλλά ως συνήθως εκείνη έχει τα δικά της σχέδια. Το μυστικό που κυνηγούν κι οι δύο βρίσκεται στην καρδιά ενός πολύπλοκου ιστού στον οποίο εμπλέκονται κατάσκοποι, εγκληματίες του κυβερνοχώρου και κυβερνήσεις από τον κόσμο· και κάποιος είναι διατεθειμένος να σκοτώσει προκειμένου να μην αποκαλυφθεί…
Με τη γυναικεία ψυχολογία σε πρώτο πλάνο, μια ανατριχιαστική υπόθεση δολοφονίας διερευνάται από τις δύο ηρωίδες του βιβλίου, δημιουργώντας ένα ατμοσφαιρικό θρίλερ που μας έρχεται από τον παγωμένο βορά της Σουηδίας. Η Όσα Λάρσον είναι καθηλωτική αφηγήτρια, ωστόσο το βιβλίο της επιτρέπει στον αναγνώστη να αφήσει ελεύθερη τη φαντασία του και να ερμηνεύσει τα γεγονότα. Ένα ολοκληρωμένο έργο τέχνης και ταυτόχρονα ένα κλασικό αστυνομικό. Με τη βοήθεια των δύο ηρωίδων της η συγγραφέας αποκαλύπτει σιγά σιγά τα ίχνη του δολοφόνου αλλά ταυτόχρονα παρουσιάζει καρέ καρέ την προσωπικότητα του θύματος. Έτσι στο τέλος η νεκρή παστόρισσα είναι η πιο ζωντανή ηρωίδα του βιβλίου, η οποία με την εριστικότητα, την αδιαλλαξία και την απόλυτη συμπεριφορά της κατάφερε να διαιρέσει τη μικρή κοινότητα σε ορκισμένους εχθρούς της και σε πιστούς ακολούθους της. Η Ρεμπέκα Μάρτινσον, η ηρωίδα και του προηγούμενου βιβλίου της Asa Larsson, ξαναβρίσκεται στην Κίρουνα (στην οποία είχε επιστρέψει πριν από σχεδόν δύο χρόνια με αφορμή έναν άλλο φόνο), όπου η Άννα-Μαρία Μέλα, η δυναμική αστυνομικίνα, έχει αναλάβει την εξιχνίαση της δολοφονίας της παστόρισσας Μίλντρεντ Νίλσον ανακρίνοντας όλους τους εμπλεκόμενους. Σιγά σιγά η Ρεμπέκα έλκεται από το μυστήριο και βυθίζεται στον κόσμο του θύματος: ένα σύμπαν πόνου και ίασης, αμαρτίας και σεξουαλικότητας και πάνω απ’ όλα αιματοβαμμένης θυσίας. Εντελώς ατμοσφαιρικό!!!
« Ο Θηριοδαμαστής» είναι το βιβλίο που απογειώνει τη συγγραφική της πορεία στη σειρά αυτή των βιβλίων της. Η Σουηδή Βασίλισσα του αστυνομικού μυθιστορήματος συχνά εμπνέεται από αληθινά συμβάντα που κατά καιρούς διαβάζει στον Τύπο. Η εικόνα ενός νεαρού κοριτσιού αλυσοδεμένου σε ένα σκοτεινό και βρόμικο υπόγειο την ενέπνευσε και υπήρξε αφορμή για τη συγγραφή του παρόντος μυθιστορήματος. Η Camilla δίνει στους αναγνώστες της μία υπόθεση η οποία διεισδύει στις πιο σκοτεινές εσοχές του κακού. Είναι Ιανουάριος και η Φιελμπάκα –το ψαροχώρι όπου έχουν διαδραματιστεί όλες οι προηγούμενες ιστορίες– είναι πολύ παγωμένη. Ένα αποτρόπαια κακοποιημένο κορίτσι, καθώς βγαίνει στο δρόμο από το χιονισμένο δάσος, πέφτει θύμα ενός διερχόμενου οδηγού που δεν προλαβαίνει καν να αντιδράσει. Το αυτοκίνητο εμφανίζεται από το πουθενά και δεν έχει χρόνο να παρεκκλίνει και να αποφύγει την κοπέλα. Όταν ο επιθεωρητής Πάτρικ και η ομάδα του ειδοποιούνται για το ατύχημα, η ταυτότητα του κοριτσιού εξακριβώνεται αυτόματα. Εξαφανίστηκε πριν από τέσσερις μήνες, όταν επέστρεφε στο σπίτι της από τη σχολή ιππασίας και κανείς δεν την είχε δει έκτοτε. Υπάρχει πιθανότητα να μην είναι αυτή το μόνο θύμα. Ο Πάτρικ και οι συνεργάτες του συνδέουν την υπόθεση και με άλλες τέσσερις εξαφανισμένες έφηβες. Παράλληλα, η Ερίκα ‒το alter ego της συγγραφέως‒ ασχολείται με μια παλιά υπόθεση εγκλήματος, καθώς επιθυμεί να ξεκινήσει τη συγγραφή ενός νέου βιβλίου. Ερευνά μια παλιά οικογενειακή τραγωδία που είχε οδηγήσει στον θάνατο ενός άντρα, του Βλάντεκ. Επισκέπτεται συχνά τη σύζυγό του, Λάιλα, που βρίσκεται στη φυλακή κατηγορούμενη για τη δολοφονία του συζύγου της, προσπαθώντας να της αποσπάσει πληροφορίες για την υπόθεση αυτή. Ωστόσο οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει είναι μεγάλες, καθώς η Λάιλα αρνείται να αποκαλύψει οτιδήποτε που αφορά την οικογένειά της και έτσι η έρευνα της Ερίκα δεν προχωρά. Η τελευταία υποψιάζεται ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως παρουσιάζονται. Το παρελθόν για άλλη μια φορά στα μυθιστορήματα της Lackberg ρίχνει τη βαριά σκιά του στο παρόν. Υπάρχει σύνδεση ανάμεσα στις δυο αυτές υποθέσεις, του Πάτρικ και της Ερίκα; Και αν ναι, με ποιο τρόπο αποκαλύπτεται στους αναγνώστες;
Η Camilla Lackberg στις σελίδες των μυθιστορημάτων της εμπλέκει αποτρόπαια εγκλήματα με τις συνηθισμένες, καθημερινές ζωές των ανθρώπων, και αυτό είναι ένα βασικό συστατικό της επιτυχίας των βιβλίων της. Οι αναγνώστες της από κάθε γωνιά του κόσμου απολαμβάνουν να παρακολουθούν ανά μυθιστόρημα την εξέλιξη της ζωής της Ερίκα και του Πάτρικ ‒που είναι ένα τυπικό Σουηδικό ζευγάρι‒ παράλληλα με την εξέλιξη της υπόθεσης του κάθε εγκλήματος. Στον «Θηριοδαμαστή» η Ερίκα αναμειγνύεται δυναμικά όσο ποτέ άλλοτε στην υπόθεση του εγκλήματος που απασχολεί το αστυνομικό τμήμα και χαρίζει στους αναγνώστες στιγμές έντονης δράσης και αγωνίας. Σε κανένα άλλο βιβλίο της Camilla Lackberg δεν αποδεικνύεται τόσο ξεκάθαρα ότι το κακό είναι έμφυτο και μπορεί να επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από τις οικογενειακές σχέσεις. Πρόκειται για μια ασυνήθιστα βίαιη ιστορία, όπου η ένταση και η αγωνία βρίσκονται εκεί από την πρώτη σελίδα.
Ο μόνος τρόπος για να παραμείνει στην εξουσία η Βουζχάο, η παλλακίδα που έγινε αυτοκράτειρα, είναι να κυριαρχήσει στο νόμιμο ή παράνομο εμπόριο του μεταξιού. Είναι το πρώτο βιβλίο μιας εξαιρετικά ενδιαφέρουσας τριλογίας
Είναι μια συναρπαστική και βαθιά συγκινητική ιστορία στην οποία, με σκηνικό την Ευρώπη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ένας 17χρονος Γερμανός στρατιώτης και ένα 16χρονο τυφλό κορίτσι από τη Γαλλία, αποτυπώνουν όλη την κόλαση του πολέμου αλλά και την ομορφιά της ανθρώπινης ψυχής.
Ένα από τα βασικά θέματα του βιβλίου είναι το πόση δύναμη έχουν οι άνθρωποι για να επιλέξουν τη δική τους μοίρα, και σε ποιο βαθμό οι ζωές τους είναι προκαθορισμένες από τον κόσμο γύρω τους.
Ένας έμπορος βιβλίων που πάσχει από αμνησία και η ιστορία του κόσμου από τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο ως τις μέρες μας, δημιουργούν μια δυνατή πιστη στο θαύμα του χρόνου. Ο καθένας θα μπορούσε να πάρει την θέση του πάσχοντος και να προσπαθήσει κι αυτός με την σειρά του να πλάσει την ιστορία που δεν έζησε και που ο ήρωας του Εκο προσπαθεί να αναπλάσει. Ένα έργο που διαβάζεται εύκολα και ευχάριστα και απέχει πολύ από την δυσκολία άλλων έργων του.
Ο Μπαουντολινο ένας παραμυθάς και χαρισματικός ψεύτης χωρικός, κατακτά τον Φεδρερικο Βαρβαροσα και γίνεται θετός του γιος. Ως εκ θαύματος όμως όλα όσα φαντάζεται γεννούν ιστορία έτσι φαντάστηκε ένα μυθικό βασίλειο στην Ανατολή και έδωσε στον Φρεδερικο την πρόφαση για μια σταυροφορία. Το φιναλε- έκπληξη περιέχει προβλήματα της σύγχρονης Ιταλίας φανταστικά αφηγήματα και γλαφυρές γλωσσικές επινοήσεις
Η ιστορία- εποποιία της οικογένεια Κομπσον, την οποία διηγούνται σε κάθε κεφαλαια ένα από τα τρία αδέλφια. Η απουσία αγάπης έτσι όπως την βιώνουν οι πρωταγωνιστές απομακρύνει τους ήρωες και τους εξαναγκάζει στην άρνηση και την μοναξιά. Με τη μέθοδο γραφής του ο Φόκνερ αναγκάζει τον αναγνώστη να πάρει μέρος στις νοσηρές σκέψεις και τις διαψεύσεις των ηρώων του
Ο Εμπειρίκος έγραψε για το παρθενικό ταξίδι του υπερωκεάνιου “Μέγας Ανατολικός” που ξεκίνησε από το λιμάνι του Λίβερπουλ με κατεύθυνση τη Νέα Υόρκη τον Μάιο του 1867.
Οι επιβάτες προέρχονται από διαφορετικά κοινωνικά περιβάλλοντα και έχουν διαφορετικές εθνικότητες. Για δέκα μέρες, μέχρι να φτάσει στον προορισμό του, ο “Μέγας Ανατολικός” μετατράπηκε στο πλοίο του έρωτα, όπου όλα επιτρέπονται χωρίς ταμπού και ηθικά όρια. Διηγείται σεξουαλικές επαφές ανάμεσα σε γυναίκες, σε μεσήλικες και ανήλικα κορίτσια, ακόμη και ανάμεσα σε κορίτσια και σκύλους. Με τον “Μέγα Ανατολικό” ο Εμπειρίκος εξέφρασε το όραμα μιας ουτοπίας, ενός νέου απελευθερωμένου κόσμου χωρίς ερωτικά στερεότυπα, που βιώνει την απόλυτη ηδονή. Για πολλούς, εκτός από μια ερωτική ουτοπία είναι και μια πολιτική ουτοπία χωρίς εκμετάλλευση και ταξικές διαφορές, στην οποία τα χρήματα ξεθωριάζουν και αλλοιώνονται με την πάροδο του χρόνου, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να κάνει αποταμίευση κανείς. Ο Εμπειρίκος άρχισε να γράφει το μυθιστόρημα μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Λίγους μήνες νωρίτερα είχε συλληφθεί εξαιτίας του ονόματός του από την ΟΠΛΑ, την Οργάνωση Προστασίας Λαϊκών Αγωνιστών, που ουσιαστικά ήταν πολιτοφυλακή του ΕΛΑΣ, παρόλο που από μικρός δήλωνε τις αριστερές του πεποιθήσεις.
Οδηγήθηκε όμηρος στα Κρώρα της Βοιωτίας μέσα από χιονισμένα βουνά. Όπως είχε αναφέρει ο γιος του και ιστορικός Λεωνίδας Εμπειρίκος ήταν “μια από τις πιο τραυματικές του εμπειρίες”, η οποία τον οδήγησε στη συγγραφή ενός απελευθερωμένου κόσμου. Ο Εμπειρίκος κατάφερε να ξεφύγει, όταν κατά τη διάρκεια μιας επίθεσης αγγλικών δυνάμεων στη Θήβα, έπεσε σε ένα χαντάκι και χωρίς να τον καταλάβουν, σηκώθηκε και πήρε τον δρόμου της επιστροφής στην Αθήνα.
Άρχισε τη συγγραφή του έργου, σε μια εποχή που υπήρχε έντονη λογοκρισία όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ακόμη και στην Αμερική. Κατά τη διάρκεια της χούντας των Συνταγματαρχών, η δημοσίευση του έργου του έγινε ακόμη πιο δύσκολη. Ο Εμπειρίκος μίλησε για πρώτη φορά για τον “Μέγα Ανατολικό” το 1967. Συγκεκριμένα, ανέφερε:
“Πολλά κείμενά μου δεν έχουν εκδοθεί. Λόγω ελευθεροστομίας. Ενοχλούνται τα καλώς κείμενα ώτα. Το μυθιστόρημά μου Ο Μέγας Ανατολικός έχει για θέμα το παρθενικόν ταξίδιον του υπερωκεανείου Ανατολικός από την Αγγλίαν εις την Αμερικήν. Εκτός από τους ήρωας, ο ίδιος ο Ανατολικός είναι πρόσωπο τού έργου συμβολικώς”. Εκδόθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ΄90 από τον γιο του και τη μητέρα του. Εκδόθηκε σε μια εποχή που θεωρητικά δεν υπήρχε μεγάλο πρόβλημα λογοκρισίας. Όμως, ξέσπασαν αντιδράσεις.
Ο Σινουε μας παρασύρει σε μια ιστορική τοιχογραφία του 14 αιώνα και μας ταξιδεύει από την Πορτογαλία στη Βενετία την Καστιλη και την Αβινιόν. Το βιβλίο πραγματεύεται ένα φλογερό έρωτα που πνίγεται κάτω από πολιτικές φιλοδοξίες και συνωμοτικά σχέδια
Το βιβλίο αυτό αποτελεί τα νεανικά διηγήματα του Μαρσέλ Προυστ, περιέχει αυτοβιογραφικά στοιχεία και συγχρόνως μας μεταφέρει την εικόνα της εποχής του. Περιγράφει με μοναδικό τρόπο τις χαρές, τις λύπες, τις αγωνίες, τα όνειρα των κοσμικών όσο και των απλών ανθρώπων και όσα απορρέουν από αυτά. Η γραφή του πολύπλοκη ωστόσο σε κάνει να χάνεσαι
Ο Σινουε εκπλήσσει με την ευρηματικότητα του, την αξιοπιστία και την δράση. Ξαναζωντανεύει μια ολόκληρη εποχή χωρίς να αμφισβητεί την Χριστιανική πίστη. Περιγράφει με σεβασμό και ακρίβεια την εποχή του Χριστού και υπαινίσσεται τι θα μπορούσε να είχε συμβεί αν τα πράγματα είχαν μια τροπή διαφορετική
Ένα πλούσιο σε λέξεις ιστορικό μυθιστόρημα που εξελίσσεται τον 14ο αιώνα, σε ένα απομονωμένο ιταλικό αβαείο όπου συμβαίνουν διάφορα παράξενα γεγονότα.
Το βιβλίο, μου άρεσε αρκετά, καθώς ενέπνεε μια σκοτεινή μυστικιστική ατμόσφαιρα μοναστικής ζωής με πολλές απεικονίσεις σε ένα αβαείο-λαβύρινθο με μοναχούς που έχουν χτίσει το δικό τους «δίκτυο».
-Πολυεπίπεδη εξέλιξη χαρακτήρων
-Δυνατό plot-twist
-Μεγάλες δόσεις μυστηρίου
-Σοκαριστικές σκηνές & στιγμές έντασης
Το όνομα του συγγραφέα τα λέει όλα. Όποιος αποφασίσει να διαβάσει αυτό το βιβλίο θα πρέπει να ξέρει ότι πέφτει σε πολύ βαθιά νερά. Κάθε βιβλίο του είναι μια πρόκληση στιην γνώση. Μυστηριώδες με υπέροχη πλοκή αντάξιο ενός μεγάλου συγγραφέα
Η Μαριαν δεν ανέχεται με τίποτα και την ιδέα του γάμου ακόμη ειναξ μια κοπέλα που μόλις έχει αποφοιτήσει από το πανεπιστήμιο, έπιασε την πρώτη της δουλειά συγκατοικεί με κάποια φίλη της που είναι εντελώς αντίθετοι χαρακτήρες. Είναι συνεπής σταθερή στη δουλειά της μέχρι που κάποια στιγμή αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι ο γάμος για εκείνη και τα «κοινωνικά πρέπει» μπορούν να μας οδηγήσουν σε άσχημα μονοπάτια.
Η ζωή της γνωστής βαρόνης στην Αθήνα του Μεσοπολέμου. Η τοιχογραφία της Αθήνας και των προσωπικοτήτων της παρουσιάζεται γλαφυρά μέσα από την καθηλωτική πένα του Γιώργου Πολυράκη. Ευκολοδιάβαστο και αξιομνημόνευτο.
Ο,τι και να πω για τον Καββαδία θα είναι απλά λίγο και περιττό. Ειναι ο αγαπημένος μου ποιητής. Τα λόγια του με κάνουν και ανατριχιαζω όπως η θαλασσινή δροσιά και η αλμύρα στο δέρμα. Αλλά τα ποιήματα του πέρα από ασύλληπτες εικόνες είναι και μελέτη…
Η Evaristo φέρνει τα πάνω κάτω σε όσα ξέραμε για την κυριαρχία των λευκών, τη σκλαβιά,την κακομεταχείριση των έγχρωμων, αλλά και τον κόσμο τον ίδιο. Μέσα από μια εναλλακτική πραγματικότητα, τονίζει όλα τα λάθη που κάναμε σαν ανθρωπότητα, όλο το κακό που προκαλέσαμε σαν Καυκάσια φυλή με την απληστία, την αλαζονεία και την υπεροψία μας. Σε μια ανεστραμμένη κοινωνία, οι ισχυροί του κόσμου είναι οι έγχρωμοι ή αλλιώς μάβροι της Αφφρικής, που χωροταξικά, βρίσκονται στο σημείο που υπάρχει η Ευρώπη στον κόσμο μας. Κάτω από την Αφφρική υπάρχει η Ευρώπα που κατοικείται από τους ασπρουλιάρηδες, τους Καυκασόι, μια κατώτερη μορφή του ανθρώπου. Οι Καυκασόι, ζουν σε μια γκρίζα ήπειρο, ντύνονται πολύ και πολεμούν πολύ. Πολεμούν μεταξύ τους. Για πιο λόγο; Κανείς δεν ξέρει! Όμως αυτό δεν είναι πρόβλημα για τους πολιτισμένους ανθρώπους της Αφφρικής. Το κάνει απλά πιο εύκολο για εκείνους να τους αιχμαλωτίσουν και να τους πουλήσουν για σκλάβους. Είτε στην Μεγάλη Αμπόσα, είτε στο Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Αμπόσα. Φθηνά εργατικά χέρια είναι πάντα καλοδεχούμενα και οι σκλάβοι δεν κοστίζουν τίποτα, παρά μόνο τα χρήματα της αγοράς τους. Το εμπόριο σκλάβων ανθίζει και άνθρωποι σαν τον Μπουάνα το εκμεταλλεύονται και πλουτίζουν από αυτό. Η Αγγλίδα Ντόρις είναι μόλις έντεκα χρονών όταν την απαγάγουν και την πουλούν σαν σκλάβα. Μέχρι τότε ζούσε μια ήσυχη ζωή με την οικογένειά της, μια ζωή αγροτών, όπως τόσες και τόσες άλλες. Μπορεί να μην ήταν πλούσιοι, είχαν όμως ο ένας τον άλλο και η Ντόρις είχε τις αδερφές της. Μέχρι τη μέρα που η ζωή της άλλαξε. Αρπάχθηκε από κάποιον και πουλήθηκε σε κάποιον άλλο. Μεταφέρθηκε στο αμπάρι ενός πλοίου και με εκατοντάδες άλλους σκλάβους ταξίδεψε μέχρι τη γη των αφεντάδων. Έμαθε τη γλώσσα τους, μιας και δεν είχε άλλη επιλογή, αλλά έμαθε και γραφή κι ανάγνωση μαζί με το κοριτσάκι για το οποίο την είχαν αγοράσει. Δουλειά της ήταν να κάνει παρέα στο κοριτσάκι με τον όνομα Μικρό Θαύμα. Όταν το κοριτσάκι πέθανε, την πούλησαν σε άλλη οικογένεια. Όμως ποτέ δε σταμάτησε να ονειρεύεται την ελευθερία. Το δρόμο για το σπίτι και τη ζεστή αγκαλιά της οικογένειάς της.
Ο Μπουάνα ήταν αυτός που αγόρασε την Ντόρις από την οικογένεια του κοριτσιού. Κι επειδή είχε γνώσεις σπάνιες για σκλάβα, της έδωσε μια θέση που κανένας σκλάβος δεν είχε μέχρι τότε. Η Ντόρις έγινε ένα είδος γραμματέως με γνώσεις λογιστικής, που ουσιαστικά κρατούσε το γραφείο και τις υποθέσεις του Μπουάνα, όσο αυτός της το επέτρεπε. Θεωρητικά, ήταν σε πολύ καλύτερη θέση από άλλους σκλάβους. Είχε πάντα στέγη και φαγητό και δεν πέρναγε τα βασανιστήρια που γονάτιζαν τους άλλους σκλάβους. Ακόμα κι έτσι όμως, όταν της δόθηκε η ευκαιρία, προσπάθησε να το σκάσει προς την ελευθερία.
Η Evaristo χρησιμοποιεί σημαντικά στοιχεία από τη ζωή και τα δεινά των σκλάβων, ώστε να τραβήξει την προσοχή του αναγνώστη και να του θυμίσει, αν τυχόν το ξέχασε, ότι σκοπός της δεν είναι να βγάλει το άχτι της στους λευκούς για όσα πέρασαν και συνεχίζουν να περνούν οι έγχρωμοι, αλλά ότι δεν πρέπει να ξεχνάμε τι έχουμε κάνει, μπας και καταλάβουμε ότι πρέπει όλο αυτό επιτέλους να τελειώσει. Γιατί ναι, μπορεί η απελευθέρωση των σκλάβων να έχει γίνει εδώ και πολλά χρόνια, μπορεί ο φυλετικός διαχωρισμός να μην υπάρχει πλέον στα χαρτιά, όμως ο φυλετικός ρατσισμός δεν έχει εξαλειφθεί. Ένα χαρακτηριστικό στοιχείων της ιστορίας που αναφέρει, είναι ο Υπόγειος Σιδηρόδρομος, που ενώ στην πραγματικότητα ήταν η ονομασία ενός κρυφού δικτύου διαφυγής των σκλάβων, στην ιστορία που διαβάζουμε εδώ, είναι ένας πραγματικός σιδηρόδρομος που εξυπηρετεί αυτόν ακριβώς τον σκοπό. Ένα από τα περίεργα στοιχεία που ίσως διαπιστώσει κανείς είναι ότι, ενώ ο κόσμος είναι ανεστραμμένος, τουλάχιστον όσον αφορά την Ευρώπη και την Αφρική, το Ηνωμένο Βασίλειο και το Λονδίνο παραμένουν στη θέση τους, ή περίπου. Γιατί ουσιαστικά, η Ευρώπα είναι πιο κάτω από τον ισημερινό, η Αφφρική είναι εκεί που βρίσκεται η σημερινή Αφρική, οπότε το κλίμα των δύο ηπείρων δεν αλλάζει σε σχέση με όσα γνωρίζουμε. Όμως το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Αμπόσα παίρνει τη θέση της Βρετανίας και αντί να βρίσκεται πάνω από την ηπειρωτική Ευρώπα, βρίσκεται στα αριστερά της Αφφρικής, εκεί περίπου που βρίσκονται τα σημερινά Κανάρια Νησιά. Ομοίως, πρωτεύουσα του Ηνωμένου Βασιλείου είναι το Λόντολο, παράφραση του σημερινού Λονδίνου. Πιστεύω πως αυτή η τοποθέτηση της Βρετανίας, στο ρόλο δηλαδή των κυρίαρχων λαών, των δουλεμπόρων, έχει πιο πολύ να κάνει με την καταγωγή της Evaristo.
Το "Έλεος" αποκαλύπτει αυτό που κρύβεται κάτω από την επιφάνεια της δουλείας, καθώς και το πρώτο κεφάλαιο της ιστορίας της ζάχαρης, αυτής της τεράστιας χοάνης που έμελλε να καταβροχθίσει εκατομμύρια ψυχές. Όμως στον πυρήνα του βιβλίου, όπως και στην "Αγαπημένη", βρίσκεται η διφορούμενη, ανησυχητική ιστορία μιας μητέρας και μιας κόρης που προσπαθούν να ζήσουν σε έναν βίαιο κόσμο -έναν κόσμο που οι πράξεις του ελέους, όπως και το καθετί, έχουν απρόβλεπτες συνέπειες.
Πέρα από την προφανή και δριμύτατη καταγγελία της δουλείας, η Αγαπημένη παρέχει, εκτός των άλλων, μια εκτενή και συγκλονιστική χαρτογράφηση του πιο βαθύ και ακατάλυτου ανθρώπινου δεσμού, εκείνου που αναπτύσσεται ανάμεσα στη μητέρα και το παιδί. Η κεντρική ηρωίδα και δεσπόζουσα μορφή είναι μια τραγική μαύρη μητέρα, η Σιθ, που αντιπροσωπεύει ανάγλυφα τις πολλές και διαφορετικές όψεις της μητρότητας, άλλοτε αγαθές και φωτεινές, άλλοτε αμφιλεγόμενες και σκοτεινές. Η Σιθ έχει καταφέρει να αποδράσει και να κερδίσει την ελευθερία της καταφεύγοντας σε μια κοινότητα πρώην σκλάβων, που ζουν πια ελεύθεροι στο Οχάιο (1873). Ωστόσο, όταν τα παιδιά της απειληθούν με μια εκ νέου υποδούλωση, η Σιθ δεν θα διστάσει να φονεύσει τη μικρότερη κόρη της, που είναι βρέφος, για να τη γλιτώσει προκαταβολικά από τη μαρτυρική ζωή, που θα της επιφυλάξει η μοίρα της σκλαβιάς. Διεκδικώντας ένα απόλυτο δικαίωμα ιδιοκτησίας πάνω στο παιδί της, του αφαιρεί τη ζωή. Το φονευμένο βρέφος, για το οποίο υπάρχει μόνο μια ταφόπλακα με την επιγραφή «Αγαπημένη», χωρίς άλλο όνομα, επιστρέφει στην εστία του, αρχικά ως εκδικητικό φάντασμα και, μετά από χρόνια, ως ενσώματη ανθρώπινη παρουσία, με τη μορφή ενός μυστηριώδους κοριτσιού που ονομάζεται Αγαπημένη. Εκτός από την Αγαπημένη, υπάρχει μία ακόμη κόρη, η Ντένβερ, που θα υποδεχθεί με ανακούφιση τη νεκραναστημένη αδελφή της και θα τη λατρέψει. Τα δύο άρρενα τέκνα έχουν ήδη εγκαταλείψει τη Σιθ, ενώ ο πατέρας της οικογένειας αγνοείται, έπειτα από μια περιπετειώδη απόδραση αβέβαιης έκβασης.
Η Σιθ αντιλαμβάνεται και ορίζει τον εαυτό της αποκλειστικά μέσα από τη μητρότητα. Η στάση της αυτή διαμορφώνεται προοδευτικά μέσ' από βιώματα που σφυρηλατούν την ταυτότητά της, όπως η συναισθηματική απόσταση και η εγκατάλειψη που εισπράττει από τη δική της μητέρα αλλά και η εκτεταμένη σεξουαλική εκμετάλλευση των μαύρων γυναικών του περιβάλλοντός της. Για τη Σιθ και τις ομόφυλές της, η δουλεία είναι διπλά δυσβάσταχτη εξαιτίας και του φύλου, ενώ η μητρότητα αναπόφευκτα στρεβλώνεται και χάνει το νόημά της, επειδή υπεισέρχονται βάρβαροι σεξουαλικοί καταναγκασμοί, που οδηγούν σε ανεπιθύμητα παιδιά, έναντι των οποίων οι μαύρες μητέρες τρέφουν έντονα αρνητικά ή αμφιθυμικά αισθήματα. Όμως, η Σιθ επιλέγει η ίδια τον σύζυγό της και αγαπά τα παιδιά της με όλη της την καρδιά. Γι' αυτό και η τραυματική ανάμνηση της βρεφοκτονίας είναι επίμονα βασανιστική και δεν απωθείται ποτέ αλλά είναι διαρκώς παρούσα στοιχειώνοντας μαζί με τη Σιθ και ολόκληρη τη μαύρη κοινότητα.
Μετά τη βρεφοκτονία, οι δυο γιοι της Σιθ εγκαταλείπουν το σπίτι. Στα μάτια τους, η μητέρα φαντάζει πλέον απειλητική και τρομακτική. Δεν είναι η δύναμη που εγγυάται την ασφάλεια και την προστασία, δεν είναι πια εκείνη που ηρεμεί και κατευνάζει αλλά γίνεται μια μόνιμη πηγή ανησυχίας και άγχους. Για τα άρρενα τέκνα της, η Σιθ είναι τώρα μια αναξιόπιστη και επικίνδυνη μητέρα, που δεν εμπνέει εμμπιστοσύνη αλλά καχυποψία και φόβο.
Όταν εμφανίζεται η Αγαπημένη, έχει τη νεαρή ηλικία που θα είχε εάν ζούσε και μεγάλωνε κανονικά. Ωστόσο, τα φερσίματά της γίνονται κατά καιρούς εντελώς παιδιάστικα, σα να διεκδικεί να ζήσει από την αρχή τη βρεφική και παιδική ηλικία που στερήθηκε. Η Σιθ και η Ντένβερ προσχωρούν χωρίς κανένα ενδοιασμό στην επικράτεια της Αγαπημένης. Η Σιθ συναπαρτίζει εφεξής με τις δυο κόρες της μια αχώριστη και κραταιά τριάδα, απρόσβλητη από κάθε εξωγενές στοιχείο. Οι τρεις τους συζούν αρμονικά, σε συνθήκες άφατης μακαριότητας που τίποτα δεν μπορεί να κλονίσει. Δοκιμάζουν πρωτόγνωρα συναισθήματα πληρότητας κι ευδαιμονίας και είναι διατεθειμένες να εξοστρακίσουν μακριά απ' τον μικρόκοσμό τους κάθε ξένο σώμα ικανό να διαταράξει την ευτυχία τους. Οδηγούνται έτσι σε ένα είδος ψυχικής συγχώνευσης καθώς η μία απορροφάται από την άλλη και οι επιμέρους ατομικότητες σχεδόν εξαλείφονται στον βωμό μιας ενιαίας, αδιαίρετης οντότητας. Μητέρα και κόρες μοιάζουν να παλινδρομούν σε μια πολύ πρώιμη ψυχοσυναισθηματική κατάσταση, στην οποία τα όρια στη σχέση μητέρας-παιδιού είναι ακόμα ασαφή και αδιευκρίνιστα καθώς το παιδί τείνει να εκλαμβάνει τον εαυτό του ως προέκταση της μητέρας χωρίς αυτοτελή ύπαρξη. Για ένα μεγάλο διάστημα, η Σιθ, η Ντένβερ και η Αγαπημένη μετέχουν θαυμαστά σε μια τέτοιου τύπου μυσταγωγική ολότητα, σ' ένα περίκλειστο σύστημα, που αποβάλλει με συνοπτικές διαδικασίες κάθε επίδοξο εισβολέα, προκειμένου να διατηρηθεί αλώβητο και αύταρκες.
Με τη νεκρανάσταση και την επάνοδό της, η Αγαπημένη γίνεται η ζωντανή γέφυρα που συνδέει το παρελθόν με το παρόν. Ενσαρκώνει και συνοψίζει όχι μόνο μια προσωπική οδυνηρή ιστορία αλλά τον μαρτυρικό βίο μιας ολόκληρης φυλής. Η «αναγέννησή» της δίνει την ευκαιρία για μια συνολική εκ νέου επεξεργασία της μνήμης. Με την επιστροφή της, το τραύμα αρχίζει να επουλώνεται και η Σιθ δε διστάζει να αναπλάσει από την αρχή την οικογενειακή της ιστορία, που άλλοτε αποσιωπούσε επίμονα. Η μαύρη κοινότητα αρχίζει κι αυτή να επαναπροσδιορίζει τον εαυτό και τη λειτουργία της διηγούμενη και αναδιηγούμενη, υπό νέο φως, οδυνηρές ιστορίες σκλαβιάς που όμως απελευθερώνουν οδηγώντας σε μια νέα μορφή αυτογνωσίας. Ο πόνος μοιράζεται και μετατρέπεται σε αφήγηση που λυτρώνει. Η γλωσσική αποτύπωση της μαύρης εμπειρίας και του σπαραγμού, που αυτή περιέχει, γίνεται μέσ' από ένα βαθιά ποιητικό ιδίωμα ασύλληπτης εκφραστικής δύναμης. Υπάρχει ρυθμός και ενέργεια, υπάρχει ένας ζωντανός παλμός που διατρέχει ολόκληρο το κείμενο και το απογειώνει. Υπάρχουν μουσικές ποιότητες σ' αυτή τη γραφή αντλημένες από τη μαύρη παράδοση των μπλουζ και των γκόσπελ. Ο πόνος της απώλειας, της ματαίωσης και της διάψευσης γίνεται τραγούδι που αναβλύζει κατευθείαν από την ψυχή, με τους ειδικούς όρους που επιβάλλει η βασανισμένη ψυχή του κατατρεγμένου, εντελώς αδιαμεσολάβητα και πηγαία. Ο γραμμικός χρόνος καταργείται και σπάει σε κομμάτια, ενώ από τις αλλεπάλληλες ρωγμές εισβάλλει το παρελθόν για να ανακατευτεί αξεδιάλυτα με το παρόν της αφήγησης. Τα χρονικά πισωγυρίσματα γίνονται με συνεχόμενα φλάσμπακ, που αναδύονται με κάθε ευκαιρία επιβάλλοντας την παρουσία τους και φωτίζοντας αλλιώς πρόσωπα και πράγματα. Η ατμόσφαιρα είναι εξόχως υποβλητική, καθώς η ιστορία εκτυλίσσεται μέσα σ' ένα κλίμα μαγικού ρεαλισμού, με έντονη την παρουσία του υπερφυσικού στοιχείου. Ωστόσο, η Αγαπημένη πολύ απέχει από το να είναι μια τυπική ιστορία φαντασμάτων. Δεν υπάρχει γοτθικός τρόμος και ημίφως, το φάντασμα γίνεται η ενσάρκωση μιας ιστορικής αλήθειας και η αφήγηση καταυγάζεται από φως.
Ο ιστορικός συγγραφέας έφερε σε πέρας μια μεγάλη έρευνα για τη ζωή του Ρασπουτιν μέσα από την ταυτότητα του στην Ρωσική θρησκεία. Εξετάζει πως κατασκευάστηκε ένα είδωλο από έναν απλό αγρότη και φέρνει στην επιφάνεια αρχή εικονογραφικό και κινηματογραφικό υλικό για την δημιουργία του πορτραίτου είναι είναι η πιο εμπεριστατωμένη βιογραφία που έχει ως τώρα κυκλοφορήσει
Οι ήρωές του δεν θα μπορούσαν να θεραπεύσουν ή έστω να αναμετρηθούν με τις εμμονές, τις ενοχές, τις αναστολές, τις οδυνηρές αμφιταλαντεύσεις και τις απύθμενες φοβίες τους παρά μόνο χάρη στη σαρκοβόρα ειρωνεία και τις εκρηκτικές επινοήσεις του εμπνευστή τους. Τα μυθιστορήματα του Φίλιπ Ροθ εστιάζονται στην αναζήτηση του εκάστοτε πρωταγωνιστή της προσωπικής του ταυτότητας. Ζήτημα που συμπαρασύρει κατά την εξέτασή του όχι μόνο το άμεσο περιβάλλον του ήρωα (παραλλαγές πάντοτε του ίδιου χαρακτήρα) αλλά και το κοινωνικοπολιτικό παρόν μαζί με τους πλησιέστερους απόηχους του ιστορικού παρελθόντος. Συνεπώς, η συνθήκη που βραχυκυκλώνει τα μυθιστορηματικά πρόσωπα προβάλλει σε γενικές γραμμές αναλλοίωτη, δεδομένου ότι δυναμιτίζει μείζονες συγγραφικούς προβληματισμούς, όπως η εβραϊκότητα και επαγωγικά η θρησκευτική συνείδηση, η μέγγενη της ηθικής, οι οικογενειακοί δεσμοί και ειδικότερα η σχέση πατέρα και γιου, η σεξουαλικότητα, το βάρος της ιστορίας στην αυτοπραγμάτωση και πρωτίστως όλες οι δυσάρεστες, ιδιαίτερα σύνθετες παρενέργειες ενός διαρκώς αναστελλομένου απογαλακτισμού. Ο Ντέιβιντ Κέπες θα ανακαλύψει με άφατη συντριβή τον αναπόδραστο μετεωρισμό του ανάμεσα στην ηδονή και την αξιοπρέπεια, μετεωρισμό που τον προικίζει με ενοχές, τόσο για τον ανικανοποίητο, κατασταλμένο πόθο όσο και για τους αξιοπρεπείς συμβιβασμούς. Ο ιδιοφυής σαρκασμός που ποτίζει τις αδυσώπητες παλινδρομήσεις του Κέπες αντικατοπτρίζει τη βαθύτατη πεποίθηση πως τα ανθρώπινα δράματα δεν είναι για γέλια, αλλά οπωσδήποτε μπορούν να προσληφθούν σαν κωμωδία. Ισως μόνο τότε φανερώνονται οι ουσιαστικές τους διαστάσεις. «Αχ, τι πρέπει να κάνω ώστε όλα αυτά ν' αποκτήσουν τις αληθινές, τιποτένιες διαστάσεις τους, αντί ν' αποτελούν όλο μου το βιος κι όλο μου το είναι;» Ανέφικτη η απαντοχή του ήρωα, καθ' ότι το βίωμα, όσο τραγελαφικό κι αν είναι, δεν γίνεται να εκτιμηθεί ως τέτοιο από τον άμεσα εμπλεκόμενο. Αυτό είναι δουλειά του συγγραφέα και περατώνεται αριστοτεχνικά. Ο Ντέιβιντ Κέπες δεν μπορεί παρά να αφεθεί στην ασφυξία και τον ψυχαναγκαστικό μελοδραματισμό των γονικών σχέσεων, την ασυδοσία των νεανικών ερωτικών εξερευνήσεων, τα αδιέξοδα ενός πυρετικού έγγαμου βίου και την πνιγηρή ευφορία μιας ακύμαντης σχέσης με ευοίωνες, αλλά απελπιστικά προβλέψιμες προοπτικές. Από τα νεανικά του χρόνια ο Κέπες καλλιεργούσε επιμελώς το δέος του για άντρες που συνδύαζαν σε έναν ιδεατό συμφυρμό την ελευθερία, τη δύναμη και την υπεροψία. Η πρώτη φράση του βιβλίου μάς συστήνει το πρώτο πρότυπο «ξεδιάντροπης επιδεικτικότητας», τον νεαρό Χέρμπι Μπρατάσκι, ο οποίος μπορούσε να αποδώσει απαράμιλλα ιδιότυπους ήχους.. Ως φοιτητής ο Κέπες, προσηλωμένος στο ιερό χρέος, επονομαζόμενο «Κατανόηση του Εαυτού μου», προβληματίζεται έντονα από το μονήρη, απρόσβλητο και συγκεχυμένα μυστηριώδη συγκάτοικό του Λούις, του οποίου η εσωστρέφεια υπαινισσόταν μια γόνιμη, αξιοπαρατήρητη σχέση με την πραγματικότητα, ενώ μετέπειτα ως καθηγητής στο πανεπιστήμιο ο θρασύς και τραχύς συνάδελφός του Μπαουμγκάρτεν θα γίνει το αντικείμενο του κρυφού, επονείδιστου και δυσεξήγητου, ακόμα και για τον ίδιο τον Κέπες, θαυμασμού του. Ας σημειωθεί συμπληρωματικά πως το μοτίβο του μέντορα, πάντοτε δισυπόστατου και αμφιλεγόμενου, συναντάται επανειλημμένα στα μυθιστορήματα του Ροθ. Περισσότερο όμως απ' όλους ο πρωταγωνιστής γοητεύεται από τον νεαρό που υπήρξε κάποτε, για σύντομο χρονικό διάστημα, τον νεαρό που χάρη στην υποτροφία Φούλμπραϊτ και την προθυμία δύο Σουηδέζων δοκιμάστηκε στο Λονδίνο με τα όρια της σεξουαλικότητάς του. Η ανάκληση της αλλοτινής τολμηρότητας τον σπρώχνει στο γάμο με την αισθησιακή και ατίθαση Ελεν -έναν γάμο από τον οποίο βγαίνει εξουθενωμένος ψυχικά από την αγριότητα του πάθους και το αποκαρδιωτικό του ξεθύμασμα. Η Ελεν με το εξωτικό παρελθόν και την πληθωρική ιδιοσυγκρασία τον ξαπλώνει στο ψυχαναλυτικό ντιβάνι, από το οποίο τον σηκώνει παραπλανητικά θεραπευμένο η ήπια και στοργική Κλερ. Στα πάθη των ηρώων και των δημιουργών τους διαθλώνται οι ανασφάλειες και οι αγωνίες του Κέπες, ο μέγιστος φόβος της απώλειας ή της διάψευσης του βαθύτερου εαυτού του. Το δίλημμα που γονατίζει τον ήρωα δεν αφορά την ηδονή και σαν αντίποδα την αξιοπρέπεια, αλλά επί της ουσίας ποιον από τους εν δυνάμει εαυτούς του θέλει ή πρέπει ο ίδιος να ενστερνιστεί και να ενσαρκώσει ή αντιστρόφως να απορρίψει. Μια ζωτική διαπραγμάτευση με τα υλικά της υπόστασής του, όπου ο αποπνικτικός όσο και προστατευτικός μανδύας της ηθικής (με τις αποχρώσεις του καθωσπρεπισμού και συντηρητισμού) ξεσκίζεται από τη νοσταλγία της σάρκας. Οι σκιαγραφήσεις των χαρακτήρων του Ροθ συγκλίνουν επιδέξια στην κατάδειξη των αντιφάσεων, των νευρώσεων και των φοβιών ως παρεπόμενων στην προσπάθεια επινόησης του εαυτού. Και ο ερωτικός μικρόκοσμος δεν συνιστά απλώς την πιο πολιορκημένη περιοχή από τη ροθική καυστικότητα, αλλά και το πεδίο όπου η ιδιοσυστασία αποφλοιώνεται με τρόπο επώδυνο, πρωτίστως όμως ιλαροτραγικό.
Ο Ροθ δεν συνθέτει πλαγίως ένα δοκίμιο για τον ηδονισμό ούτε παρωδεί την ισόβια καταδίωξη και υπονόμευση του ατόμου από τον ίδιο του τον εαυτό, μολονότι το μυθιστόρημα θεμελιώνεται εν πολλοίς και στις δύο προβληματικές. Η περίπτωση του Κέπες είναι η εξισορρόπηση των προσωπικών ελλειμμάτων με τις απολαβές της κοινωνικής επιτυχίας. Αδιέξοδες απορίες ναρκοθετούν την ευτυχία του ήρωα, ακόμα και όταν τον κυκλώνουν απτές εγγυήσεις της. Πώς να εμβολίσεις τις πλέον επιτακτικές επιθυμίες σου χωρίς να ακρωτηριάσεις το πιο νευραλγικό κομμάτι του εαυτού σου, πώς να νιώσεις ή έστω να φαντασιωθείς την ελευθερία όταν παραμένεις δέσμιος αυτών των επιθυμιών; Με την εξέλιξη του βιβλίου παρακολουθούμε τη λογοτεχνία να εκβάλλει στην προσωπική ζωή, να διεκδικεί μερίδιο ισότιμο με τις βιωμένες εμπειρίες και εν τέλει να οπισθοχωρεί μπροστά στη σφοδρότητα της πραγματικότητας. Για τον Κέπες η παρουσία του στην αίθουσα διδασκαλίας, η προετοιμασία των διαλέξεων, η ανίχνευση σημείων συγγένειας ανάμεσα στον ίδιο και τους δοκιμαζόμενους ήρωες κορυφαίων λογοτεχνημάτων συγκροτούν μια κρίσιμη αναμέτρηση, όπου διακυβεύεται η ιδιωτική του ζωή. Μια αναμέτρηση η οποία επιτρέπει στον Ροθ να εκτοξεύσει την ειρωνεία του με ευρήματα όπως η πρόθεση του Κέπες να εκθέσει στους σπουδαστές του το ερωτικό του υπόβαθρο, προτείνοντας τη βιωματική πρόσληψη των προς διδασκαλία έργων. Ακόμα πιο προκλητική σύλληψη, η φαντασιακή επίσκεψη του Κέπες στην πόρνη του Κάφκα και το προσκύνημα στη μουσειακής αξίας ήβη της, επίσκεψη ισοβαρής με την ερμηνευτική προσέγγιση των βιβλίων του.
Ο ασυγκράτητος σαρκασμός του Ροθ δεν έρχεται να διαλύσει τους χαρακτήρες του, να μεμφθεί και να γελοιοποιήσει τις μειονεξίες τους ή να τους σμικρύνει σε κωμικές καρικατούρες, διότι πάντα υποκρύπτει τη διάθεση αυτοσαρκασμού, την ομολογία του συμπάσχοντος. Οι λεπτομερείς βιογραφίες του Νέιθαν Ζούκερμαν ή ακόμα και του Ντέιβιντ Κέπες συντίθενται από ευδιάκριτα αυτοβιογραφικά σπαράγματα και αποδομούνται από το χιούμορ εκείνου ο οποίος έχει νιώσει κατάσαρκα την ιλαρή πλευρά των ανθρώπινων αδυναμιών. Αλλωστε ο Ροθ δεν βάζει τυχαία τον άξεστο Μπαουμγκάρτεν να δηλώνει πως «τα βιβλία μετράνε …όταν ο συγγραφέας ενοχοποιεί τον εαυτό του». Στον Ροθ ο οδυρμός της ύπαρξης γίνεται γέλιο. Από τις δυστυχίες που ο Κέπες απαριθμεί στον ψυχαναλυτή του, πιο οδυνηρή ακούγεται η ακόλουθη αναπηρία: «Και δεν μπορώ ούτε να γελάσω με το χάλι μου». Ο εαυτός στήνει τις πιο ευρηματικές φάρσες εις βάρος του, ενορχηστρώνει την τέλεια προδοσία. Προδομένος ο Κέπες απ' ό,τι προσπάθησε να περιφρουρήσει, την πραγματική του προσωπικότητα, μια προσωπική χίμαιρα δηλαδή, μόνο στις τελευταίες σελίδες συνειδητοποιεί πως «Η τελική απάντηση είναι πάντοτε ο ίδιος μου ο εαυτός». Το απρόσιτο αυτής της απάντησης μόνον η φαρμακερή ειρωνεία ενός Φίλιπ Ροθ μπορεί να απαλύνει.
Στην ιστορία της Hadley, τέσσερα αδέλφια με τις οικογένειές τους (υπό την ευρεία έννοια) έρχονται στο πατρικό σπίτι στην αγγλική ύπαιθρο για να περάσουν τρεις εβδομάδες των καλοκαιρινών τους διακοπών σε μία αναγκαστική συγκατοίκηση, προκειμένου να έχουν τον χρόνο να συζητήσουν αν θα το πουλήσουν ή όχι. Μαζί τους θα έχουν όχι μόνο την προσωπική του ζωή το καθένα, αλλά και τη διάθεση να τη μοιραστούν μόνο όσο χρειάζεται, χωρίς να αποκαλυφθούν μυστικά, καλά ως τώρα φυλαγμένα από την αδελφική προσοχή. Εκτός από τα τέσσερα αδέλφια και όσους τους συνοδεύουν στο ταξίδι αυτό δημιουργώντας απρόσμενες συχνά προστριβές στις διαπροσωπικές σχέσεις, πρέπει να γίνει μια αναφορά και στα δύο σπίτια που βρίσκονται στο κέντρο της ιστορίας, γιατί ειδικά για το ένα από αυτά έχεις την εντύπωση πως δεν αποτελεί απλώς ένα σκηνικό, αλλά συμπεριφέρεται και αυτό, ας επιτραπεί η λέξη, ως «πρόσωπο» της ιστορίας με την κάθε του γωνιά να φέρνει στο προσκήνιο εικόνες, μνήμες αλλά και αφορμές για συζητήσεις και σκέψεις. Στο σπίτι αυτό που για το κάθε πρόσωπο έχει άλλη όψη, συνδεδεμένο ή όχι με μνήμες, θα ειπωθούν πολλά, θα επισημανθούν άλλα τόσα πίσω από κλειστές πόρτες και σκιερά μέρη του κήπου που το περιτριγυρίζει.
Στις πρασινισμένες χοντρές πλάκες της γερτής σκεπής ξεχώριζαν ακόμα τα σημάδια από το μυστρί των χτιστάδων που τις είχαν συναρμόσει διακόσια χρόνια πριν. Η Άλις και ο Κασίμ κοίταξαν από τις μπαλκονόπορτες μέσα: το εσωτερικό έμοιαζε με σκηνικό άλλου κόσμου, λες κι η ησυχία του εγκυμονούσε σημασία, σαν είδωλο δωματίου σε καθρέφτη. Στα δωμάτια ήταν ακόμα τα έπιπλα του παππού και της γιαγιάς της· η ταπετσαρία του τοίχου φάνταζε ασημένια πίσω από τις λεπτοφτιαγμένες καρέκλες, κόντρα στη μαύρη λάκα του όρθιου πιάνου, το σεκρετέρ. Οι πίνακες με τα κάδρα τους έμοιαζαν μικρές σκοτεινές τρύπες στη επιφάνεια του τοίχου. Η Άλις είχε πει στην ψυχολόγο της ότι το ’βλεπε συνέχεια στον ύπνο της αυτό το σπίτι. Τα υπόλοιπα σπίτια της ζωής της έμοιαζαν σε σύγκριση μ’ αυτό απλά σκηνικά για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων. Η καλύβα, εγκαταλειμμένο κτίσμα στο δάσος, με μυστικά, φόβους για ανεξιχνίαστες πράξεις, αποτελεί τον άλλο χώρο που έρχεται από το παρελθόν για να δηλώσει ακόμη την παρουσία του. Τα μικρά παιδιά θα τον ανακαλύψουν, οι έφηβοι ήρωες θα στεγάσουν σ’ αυτόν τις δικές τους στιγμές. Δύο χώροι/σπίτια που λειτουργούν ως δρώντες ήρωες της ιστορίας – άλλωστε ως τίτλος όλου του βιβλίου θα μπορούσε να είναι «Το σπίτι», χωρίς να χαθεί τίποτα από την ουσία του. Αν μάλιστα συνεκτιμηθεί το γεγονός ότι στην όλη ιστορία δεν συμβαίνουν συνταρακτικά γεγονότα, τότε πράγματι παίρνει άλλη αξία το σκηνικό, το πλαίσιο μέσα στο οποίο εκτυλίσσεται η αργή πλοκή και το οποίο με ακρίβεια περιγράφει δίνοντάς του πνοή αληθινή αυτή η χαρισματική γραφή.
Ο χρόνος ως παροντικός και ως παρελθοντικός για την τριτοπρόσωπη αφήγηση της ιστορίας αποτελεί ένα ερμηνευτικό μονοπάτι που θα ακολουθήσει η ανάγνωση φωτίζοντας τη συμπεριφορά των ηρώων μέσα από τα γεγονότα που καθόρισαν τη ζωή των γονιών τους. Παράλληλα, το παρελθόν ως ιστορικό γενικότερα πλαίσιο (σημαδιακή πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων η δεκαετία του ’60) θα προσδώσει το αναγκαίο βάθος στη σκιαγράφηση των χαρακτήρων, καθώς τίποτα δεν είναι τυχαίο, τίποτα δεν γεννιέται από το πουθενά. Η μη γραμμική χρονική αφήγηση των γεγονότων (το μυθιστόρημα είναι χωρισμένο σε τρία μέρη: «Το παρόν», «Το παρελθόν», «Το παρόν») μοιάζει να εγκιβωτίζει τα γεγονότα που προηγήθηκαν ανάμεσα σε δύο αφηγήσεις του παρόντος χρόνου, με τρόπο που η πρώτη να αφήνει κενά που θα καλύψει κατόπιν το παρελθόν, ενώ η δεύτερη, πιο βέβαιη τώρα ερμηνευτικά, βάζει τα πράγματα στη θέση τους. Καθώς το σκηνικό της Hadley έχει χαρακτηριστικά θεατρικότητας, ο αναγνώστης αντιδρά ως οιονεί θεατής με τη γνώση της πορείας των ηρώων στο μέρος του Παρελθόντος, εν είδει «τραγικής ειρωνείας», κατά την έννοια που προσέδωσε στον όρο το αρχαίο δράμα, δηλαδή της γνώσης του θεατή για τη μοίρα των ηρώων την ώρα που οι ίδιοι την αγνοούν. Προνομιακή, επομένως, η θέση του αναγνώστη στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, «Το παρελθόν». Τεχνικές που αναδεικνύουν τη συγγραφική τέχνη της Hadley και δικαιολογούν την απήχηση που έχουν τα έργα της.
Ένα μυθιστόρημα που θίγει τα μεγάλα θέματα της ζωής, τον έρωτα, τη φιλία, την απώλεια, το πένθος, με ήσυχο, διακριτικό κι εντέλει αξέχαστο τρόπο.
Πώς μπορεί ένα παιδί να διαχειριστεί το πένθος για την απώλεια της μητέρας του; Πόσο αξιόπιστη είναι η μνήμη όταν επιστρέφουμε στο παρελθόν για να κατανοήσουμε καλύτερα τις αποφάσεις και τις πράξεις μας;
Ο Μάξουελ ξεκινά από έναν πραγματικό φόνο και τα σχετικά δημοσιεύματα της εποχής για να συνθέσει την ιστορία των δύο αγοριών και εκκινεί από τον θάνατο της δικής του μητέρας και τον δεύτερο γάμο του πατέρα του για να περιγράψει τα αισθήματα του αφηγητή.
Μεγάλη λατρεία. Σίγουρα όχι το καλύτερο έργο όλων των εποχών, αλλά το θέμα του καθηλωτικό για κάποιον που λατρεύει την Ιαπωνία. Και λέω για κάποιον γιατί το συγκεκριμένο μυθιστόρημα σε ταξιδεύει στην Ιαπωνία του 1930 - και σε μια περίοδο πριν τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο που κατασπάραξε κόσμο και κοσμάκη. Ένα κοριτσάκι (Chiyo που μετέπειτα ονομάστηκε Sayuri) που μέσα από τα μάτια της θα διαβάσεις την ζωή που είδε και έζησε. Μια σχεδόν άγνωστη κοινωνία σε μας, μια δουλειά και μια ζωή που είχε από όλα τα γνωστά κλισέ ενός βιβλίου που σέβεται τον εαυτό του. Πόνο, προδοσία, ευτυχία, έρωτα, αρρώστιες και μαθήματα ζωής. Μια ας πούμε, αυτοβιογραφία που αν και είχε πολλά περιττά σημεία, σε κάνει να θέλεις να μάθεις τι απέγινε εκείνο το κορίτσι με τα πανέμορφα διάφανα μάτια. Σίγουρα υπήρχαν σημεία που η υπερβολή έκανε πάρτη και σημεία που ένιωθες ότι ο συγγραφέας δεν είχε τίποτα άλλο να γράψει πέρα από μια επαναλαμβανόμενη (και χωρίς λόγο) περιγραφή αλλά μιλάμε για μυθιστόρημα όποτε το προσπερνάς και το αφήνεις να σε συνεπάρει. Σαγηνευτικές περιγραφές, ήρωες που ξεγυμνώνουν τις ζωές μπροστά σου. Αν θέλεις να εμβαθύνεις στην Ιαπωνική κουλτούρα και στον κόσμο μιας maiko (εκπαιδευόμενη) και αργότερα] γκέισας, δεν είναι το βιβλίο που ψάχνεις. Σίγουρα θα μάθεις πολλά και από εδώ, άλλα μόνο την επιφάνεια μιας απίστευτα σαγηνευτικής κουλτούρας. Κάπου διάβασα πως το βιβλίο οικειοθελώς μένει στην επιφάνεια και το συγκρίνει με την επιφανειακή ομορφιά μιας γκέισας. Όπως και να έχει είναι ένα πανέμορφο μυθιστόρημα. Ο συγγραφέας για να γράψει το βιβλίο πήρε συνέντευξη μια πραγματική geisha ονόματι Mineko Iwasaki. Δυστυχώς το όνομα της εμφανίστηκε στο βιβλίο και αντιμετώπισε επίθεση καθώς έβγαλε στην φόρα κρυφά πράγματα που μια geisha δεν επιτρέπετε να κάνει
Μια παντρεμένη γυναίκα ανακαλύπτει ότι ο άντρας της την απατά. Αυτός φεύγει από το σπίτι και πάει να ζήσει με την ερωμένη του. Αλλά μετά επιστρέφει προσπαθώντας να ξανακερδίσει την γυναίκα του και την οικογενειακή γαλήνη. Στο μεταξύ αυτή, έχει γνωρίσει έναν άλλον άντρα που της χαρίζει τον έρωτα και την τρυφερότητα.Η σύζυγος βρίσκεται στο δίλημμα τι να επιλέξει: την οικογενειακή εστία με τον άντρα της - που πλέον έχει σταματήσει να εμπιστεύεται- ή τον νέο εραστή που της υπόσχεται μεγαλεία. Ανάλαφρο αισθηματικό- κοινωνικό βιβλίο, γραμμένο με χιούμορ, που αναφέρεται στις επιλογές που κάνουμε στην ερωτική μας ζωή.
Ο συγγραφέας έχει επιλέξει να χρησιμοποιήσει και πρωτοπρόσωπη αφήγηση, μια επιλογή αρκετά τολμηρή για ένα μυθιστόρημα όπως είναι το "Ιμαρέτ" που όμως, αποδίδει τα μέγιστα και τελικά καταφέρνει να λειτουργήσει άκρως θετικά, προκαλώντας το συναίσθημά μας, χωρίς όμως να το εκβιάζει. Τόποι, ήθη, έθιμα, παραδόσεις, θρησκευτικές δοξασίες, προσωπικές αλήθειες αλλά και τα πρέπει γενεών διαφορετικών μεταξύ τους που καλούνται να συνυπάρξουν, όλα ζωντανεύουν μπροστά στα μάτια μας και νοερά ταξιδεύουμε για να βρεθούμε κοντά στους πρωταγωνιστές μας, σαν να παρακολουθούμε στα κρυφά την εξέλιξη της ζωής τους πίσω από ένα μαγικό παραπέτασμα, με ήχους παράξενους και γοητευτικούς να φτάνουν στ' αφτιά μας, και μυρωδιές ξένες μα και τόσο οικείες να πλημμυρίζουνε το είναι μας. Δεν θέλω να πω περισσότερα, όχι γιατί δεν μπορώ, αλλά γιατί δεν χρειάζεται. Αρκεί να διαβάσετε το "Ιμαρέτ" και θα καταλάβετε. Είμαι βέβαιη πως ο νους σας θα γεμίσει εικόνες, η ψυχή σας συναισθήματα, και η καρδιά σας θα χτυπήσει λίγο πιο γρήγορα.
Είναι η ιστορία της τελευταίας Αυτοκράτειρας της Κίνας μιας γυναίκας που επελέγη στα 15 της χρόνια να γίνει παλλακίδα του Αυτοκράτορα. Αποφασισμένη να μην πέσει θύμα συνωμοσιών και με ατσάλινη θέληση κατορθώνει να επιβάλει τον εαυτό της σαν την επικρατέστερη αυτοκρατορική παλλακίδα. Είναι και η ίδια επικίνδυνη διεφθαρμένη και αδίστακτη και δολοφόνος. Βιβλίο πλούσιο σε λεπτομέρειες για την αυτοκρατορική αυλή αλλά και έντονα δραματικά στοιχεία..
Το Ανθρώπινο στίγμα παραπέμπει στο στίγμα του ανθρώπινου είδους πάνω στον πλανήτη, στο στίγμα της σκοτεινής ανθρώπινης φύσης αλλά και στο λεκέ που άφησε ο πρόεδρος Κλίντον πάνω στο μπλε φόρεμα της Μόνικας το 1998, χρονική περίοδο και του μυθιστορήματος.
Πρωταγωνιστής του Ανθρώπινου στίγματος είναι ο Κόλμαν Σιλκ, καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθήνα, ρηξικέλευθος κοσμήτορας της σχολής επί δεκαέξι χρόνια. Αγαπημένο του μάθημα η ανασκόπηση της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Ο Σιλκ πασχίζει για την ποιότητα των σπουδών αλλά λίγο πριν πάρει σύνταξη, κατηγορείται για ρατσισμό. Αποκάλεσε δύο φοιτητές, που δεν είχαν εμφανιστεί ποτέ στα μαθήματα, «spooks», που εκτός από τη σημασία του «φαντάσματος», αποτελεί υποτιμητικό χαρακτηρισμό του μαύρου. Η περιπέτεια της άδικης κατηγορίας τον αναγκάζει να παραιτηθεί, ενώ η γυναίκα του πεθαίνει από εγκεφαλικό. Καταλήγει μόνος στην πλαγιά ενός βουνού, μακριά από τα τέσσερα παιδιά του. Εκεί γνωρίζεται με τον Ζούκερμαν, αποτραβηγμένο συγγραφέα, και σχεδόν του επιβάλλει να γράψει την ιστορία του.
Ο Ζούκερμαν αναφέρεται στον Κόλμαν ως ένα κομψό, γοητευτικό Εβραίο, σαν ανοιχτόχρωμο μαύρο που περνιέται για λευκός. O Κόλμαν ομολογεί στον αφηγητή Ζούκερμαν ότι στα εβδομήντα ένα του χρόνια είχε σχέσεις με μια τριανταπεντάχρονη, την Φόνια Φάρλι, καθαρίστρια στο Πανεπιστήμιο και εργάτρια σε γαλακτοκομική φάρμα. Ο Λες Φάρλι, ο σύζυγός της, την καταδιώκει επειδή την θεωρεί υπεύθυνη για τον θάνατο των δύο παιδιών τους όταν εκείνη τον απατούσε. Όμως δεν είναι μόνον ο σύζυγος που αναστατώνεται για τη σχέση τους. Ένα ανώνυμο γράμμα έρχεται στον Κόλμαν: «Όλοι γνωρίζουν ότι εκμεταλλεύεσαι σεξουαλικά μια βασανισμένη και αγράμματη γυναίκα που έχει τα μισά σου χρόνια».
«Όλοι γνωρίζουν». Πράγμα που σημαίνει ότι αυτό που γνωρίζουν είναι λάθος. Ένα επαναλαμβανόμενο θέμα στην αμερικανική τριλογία, αντιπαράθεσης και αντεπιχειρημάτων με μοιραίες επιπτώσεις
Η Φόνια είναι ένας από τους πιο ενδιαφέροντες γυναικείους χαρακτήρες στο συνολικό έργο ενός μυθιστοριογράφου (που κατηγορήθηκε και για μισογυνισμό). Είναι αγράμματη, σεξουαλικά κακοποιημένη και ιδιαίτερα θερμή. Με δύο απόπειρες αυτοκτονίας, κουβαλάει την τέφρα των παιδιών της.
Εξ αρχής μαθαίνουμε για το άσχημο τέλος των δύο ηρώων: του Κόλμαν και της Φόνια. Πάνω στον τάφο του Κόλμαν Σιλκ αποφασίζει ο Ζούκερμαν να γράψει το βιβλίο του. Ο Ζούκερμαν δίνει φωνή και στον ψυχωτικό σύζυγο της Φόνια, τον Λέστερ Φάρλι, βετεράνο του Βιετνάμ, που αποτρελαίνεται στη σκέψη ότι τα έφτιαξε με έναν μεγαλύτερό της και εβραίο.
Ποιος είναι όμως αληθινά ο Κόλμαν Σιλκ; Μικρός ήθελε να γίνει μποξέρ. Ο προπονητής τού πρότεινε να μην αναφέρει ότι είναι έγχρωμος, αλλά λευκός, καλύτερα Εβραίος. Το 1944 ο Κόλμαν αποφασίζει να διασχίσει τη γραμμή του χρώματος, όταν κατατάσσεται στον ναυτικό, λίγο πριν τα δέκα οκτώ του, υιοθετώντας ένα καινούργιο Εγώ, μια νέα ταυτότητα, την καλύτερη ζωή ενός Εβραίου. Επιλέγει την απόλυτη διαγραφή και το ξεκίνημα από το μηδέν. Για πολλά χρόνια δήλωνε Εβραίος ή παρέλειπε να το διαψεύδει σε όσους το αμφισβητούσαν.
Στην κηδεία του Σιλκ ο Ζούκερμαν ανακαλύπτει το μυστικό του, όταν κατευοδώνεται με μια εβραϊκή ευχή, Όμως τον Κόλμαν Σιλκ τον νίκησε το σύστημα. Σφυρηλάτησε ένα διαφορετικό πεπρωμένο, το άλλαξε για να παγιδευτεί μέσα στη θεμελιωμένη του απάτη. Έτσι, ενώ ο Κόλμαν προσπάθησε να διαφύγει από τη «στιγματισμένη» νέγρικη κοινωνία και απαρνήθηκε την καταγωγή του, αποβλήθηκε σαράντα χρόνια αργότερα από μια κοινωνία που έτρεφε αντιρατσιστικό μίσος. Ο Ροθ μας παρουσιάζει και τις δύο ισχύουσες πλευρές: την εβραϊκή υπερευαισθησία και τον αντισημιτισμό.
Τελευταία συγκλονιστική σκηνή η συνάντηση του Νέιθαν Ζούκερμαν με τον Λες Φάρλι σε μια λίμνη. Ο Φάρλι ψαρεύει στην παγωμένη λίμνη έχοντας ανοίξει με τρυπάνι μια οπή. Ρωτάει τον Ζούκερμαν τι βιβλία γράφει κι εκείνος απαντάει, «αληθινές ιστορίες», συγκεκριμένα «Το ανθρώπινο στίγμα». Ο Φάρλι μιλάει για το σκοτάδι κάτω από τον πάγο.
Τι να πω γι’ αυτό το βιβλίο που έχω κλάψει με μαύρο δάκρυ, που κάθε του λέξη ήταν κεντρί στην καρδιά και για την δύναμη αυτής της γυναίκας;;; Αν το αντέχετε διαβάστε το για εμένα ήταν μάθημα…Θέλει όμως γεροοο στομάχι
Σε κρατάει σε αγωνία και το εντυπωσιακό (σε όλα τα βιβλία του Dan Brown) είναι ότι μέχρι το τέλος δεν ξέρεις ποιός είναι κρυμμένος πίσω από όσα συμβαίνουν!!!! Προσωπικά το εκλαμβάνω ως τεχνολογικό θρίλερ πολύ καλό θα αρέσει στους φαν της κατασκοπείας μάλλον δεν θα το αφήσετε από τα χέρια σας.
Υπάρχουν διαρκείς ανατροπές σε μία ιστορία που υφαίνεται με δεξιοτεχνία και κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη! Μου άρεσαν ιδιαίτερα και οι χαρακτήρες οι οποίοι σκιαγραφώνται επιδέξια, είτε πρόκειται για τους πρωταγωνιστές, είτε όχι. Και μόνο ότι είναι Dan Brown φτάνει άλλωστε!!!
Πραγματικά, ο τρόπος γραφής και ανέλιξης της ιστορίας από τον Dan Brown, ο χαρακτήρας Robert Langdon, το χτίσιμο της πλοκής, ο καταιγισμός της δράσης με τα αλλεπάλληλα συναισθήματα, η ανατρεπτικότητα προς το τέλος... Υπέροχο βιβλίο και ιστορία, με φόντο το Βατικανό, την επιστήμη και ιστορίες με αρχαίους εχθρούς και σύμβολα. Και να μην είσαι λάτρης αστυνομικών ο συγγραφέας θα σε βάλει σε κόσμους που δεν θα θες να βγεις. Το απόλαυσα σελίδα σελίδα σαν καλό παλιό κρασί, η συγγραφή του Μπράουν είναι από μόνη της απολαυστική, βάζοντας και τόση ιστορία κομμάτια γνωστών καλλιτεχνών κάποιας εποχής όπως ο Μπερνουλι απλά δημιουργήθηκε το τέλειο, ο Μπράουν δεν σε απογοητεύει ποτέ!!!
Η ”Οργισμένη Παρασκευή” είναι το πέμπτο, καθηλωτικό και συναρπαστικό
μυθιστόρημα της σειράς αστυνομικών βιβλίων με πρωταγωνίστρια τη Φρίντα Κλάιν, τα οποία υπογράφει το πετυχημένο συγγραφικό Nicci French. Η Φρίντα Κλάιν, η γνωστή ψυχοθεραπεύτρια των Nicci French, αντιμετωπίζει ένα σοβαρό πρόβλημα: θεωρείται ύποπτη για τη δολοφονία του άντρα που ξεβράστηκε στον Τάμεση, κάτι που την αναγκάζει να κρυφτεί και να ξεκινήσει έναν αγώνα ενάντια στον χρόνο και τη σύλληψή της, ώστε ν’ αποδείξει την αθωότητά της. Ποιοι θα σταθούν πλάι της σε αυτόν τον αγώνα και ποιοι θα την προδώσουν; Ποιοι είναι σε θέση να στερηθούν ακόμη και την καριέρα τους, υποστηρίζοντας την αθωότητά της και πόσο είναι αναμεμειγμένος σε αυτό ο προαιώνιος εχθρός της, Ντιν Ριβ; Στο πέμπτο βιβλίο της σειράς η αφήγηση ακολουθεί εντελώς διαφορετική πορεία: Η Φρίντα Κλάιν είναι πλέον το θύμα και την κυνηγάει η αστυνομία. Με απανωτές ανατροπές, σελίδα τη σελίδα, ο αναγνώστης ανακαλύπτει όλο και περισσότερο το κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον του νεκρού, που ήταν ένα προσφιλέστατο και πολύ αγαπημένο πρόσωπο. Μου άρεσαν τα αίτια και το κίνητρο της δολοφονίας και ο τρόπος με τον οποίο αυτά αποκαλύφθηκαν. Παρ’ όλο που η πλοκή αφορούσε ένα διαρκές ανθρωποκυνηγητό, οι τρόποι που εφεύρισκε η Φρίντα Κλάιν για να ξεφεύγει, οι ανακριτικές της μέθοδοι και οι παγίδες που συναντούσε ήταν διαφορετικά μεταξύ τους και οδηγούσαν σε μα κλιμακωτή ένταση.
Πολύ διακριτικά άρχισε να αχνοφαίνεται ένα, κάτι σαν παραπάνω από φιλικό, ενδιαφέρον μεταξύ της Φρίντα Κλάιν και του επιθεωρητή Κάρλσον κι αν καταλήξει σε ερωτικό θα αποδώσω εύσημα στο συγγραφικό ντουέτο γιατί πρόκειται για τις πιο διακριτικά εξελισσόμενες ερωτικές ιστορίες που έχω διαβάσει ως τώρα, αληθινή, τρυφερή και με σταδιακή ωρίμανση. Δεν υπάρχει δηλαδή τεχνητό συναίσθημα για να εκβιάσει μια ρομαντική ατμόσφαιρα αλλά περνάει από βιβλίο σε βιβλίο σε επόμενη φάση και σε επόμενη ενώ ταυτόχρονα ποτίζει υποδόρια τον αναγνώστη.
Η νέα, απόλυτα προσωπική περιπέτεια της ψυχοθεραπεύτριας θα αποδείξει την ικανότητά της να ερευνά, να αναλύει και να ξεφεύγει, θα είναι όμως όλα αυτά αρκετά για να γλυτώσει και την τσιμπίδα του νόμου; Ποιος κρύβεται πίσω από τη δολοφονία του άντρα; Από ποιον θα πρέπει να φυλαχτεί τελικά η ηρωίδα μας; Στο τέλος της ιστορίας, η προσωπικότητα της Φρίντα θα τραβήξει το ενδιαφέρον του Υπουργείου Εσωτερικών ενώ η έσχατη σελίδα του βιβλίου δίνει ένα ηχηρό χαστούκι στον ανυποψίαστο αναγνώστη!
Το πιο ενδιαφέρον σε αυτό το βιβλίο είναι ότι σου ανοίγει τις πόρτες σε έναν κόσμο εντελώς καινούριο και διαφορετικό που είτε αγνοείς, είτε έχεις εντελώς διαφορετική εικόνα: τον κόσμο του Ελληνισμού της Μαύρης Θάλασσας. Και συνειδητοποιείς για άλλη μια φορά οτι η Ελλάδα υπάρχει και πολύ πέραν των συνόρων της!
Η Μαριάννα Κορομηλά είναι ιστορικός που ασχολείται ιδιαίτερα με τον Μαυροθαλασσίτικο Ελληνισμό. Ο ήρωας του βιβλίου, Γιάγκος Δανιηλόπουλος, είναι Έλληνας της Μαύρης Θάλλασας που συνάντησε τη συγγραφέα, της διηγήθηκε τη ζωή του, και η Κορομηλά την έκανε μυθιστόρημα.
Ο Δανιηλόπουλος ήταν επιχειρηματίας που έζησε στη Βουλγαρία, στη Ρουμανία, στην Κωνσταντινούπολη, στην Ουκρανία και στη Ρωσία, ξεριζώθηκε αμέτρητες φορές λόγω του ασταθούς πολιτικού τοπίου και των πολέμων των αρχών του 20ού αιώνα και άρχισε τη ζωή του για 7η (!) φορά από το μηδέν, πρώτη φορα στην Ελλάδα, στα 50 του χρόνια. Παραδόξως (ή μήπως όχι;;;;)η Ελλάδα ήταν η μόνη χώρα στην οποία δεν κατάφερε να διαπρέψει ως επιχειρηματίας.
Το βιβλίο είναι όλο τυπωμένο σε γυαλιστερό χαρτί και περιέχει πολλές ασπρόμαυρες φωτογραφίες από το αρχείο της οικογένειας, πράγμα που κάνει την έκδοση αυτή πολύ ελκυστική. Και μαζί με την εκπληκτική ιστορία της ζωής του, η Κορομηλά μας δίνει πολλά ενδιαφέροντα ιστορικά, κοινωνικοπολιτικά και γεωγραφικά στοιχεία για τη Μαύρη Θάλασσα, μετατρέποντας την ανάγνωση σε πραγματικό ταξίδι. Εξαιρετικό βιβλίο. Απλό, καλογραμμένο. Αισθάνομαι ευγνωμοσύνη για τη Μαριάννα Κορομηλά που ανακάλυψε τον Γιάνκο Δανηιλόπουλο ζώντα, έτσι ώστε να δούμε την ιστορία επιτέλους μέσα από τα μάτια ενός ανθρώπου και όχι ενός ιστορικού!
Το βιβλίο αυτό είναι επίσης ένα καλό μάθημα για την αξία της εργατικότητας, του φιλότιμου και της αντίστασης στη μιζέρια! Εφτά φορές πρόσφυγας ο Δανιηλόπουλος και ποτέ δεν γκρίνιαξε, ποτέ δεν το έβαλε κάτω!
Φανταστικό! Από τη ρομαντική πένα της Ρόζαμουντ Πίλτσερ μια ιστορία για μια γυναίκα που μαθαίνει να συγχωρεί τον πρώην αγαπημένο της, αλλά και τον εαυτό της, όταν τον συνοδεύει σ’ ένα ταξίδι όπου ανακαλύπτει ότι ο έρωτας είναι πάντα μια πιθανότητα.
Η Καρολάιν και ο αδερφός της ο Τζόντι ζουν με τη μητριά τους στο Λονδίνο. Παλιότερα, όσο ζούσε ο πατέρας τους, κατοικούσαν σε ένα Ελληνικό νησί, το Άφρος, γέννημα της φαντασίας της συγγραφέως. Έχουν κι ένα μεγαλύτερο αδερφό, τον Άνγκους, ο οποίος όμως όταν η Νταϊάνα πήρε τα παιδιά και μετακόμισαν στο Λονδίνο, ήταν ήδη δεκαεννιά χρονών και επέλεξε να μην τους ακολουθήσει. Από τότε δεν τον έχουν δει πολλές φορές, καθώς εκείνος ταξίδεψε στην Ινδία και σε άλλα μέρη του κόσμου, ενώ η Καρολάιν και ο Τζόντι έμειναν στο Λονδίνο και δεν επέστρεψαν ποτέ στο Άφρος. Όμως η ζωή τους πρόκειται να αλλάξει και πάλι.
Η Νταϊάνα με το νέο της σύζυγο, τον Σον, πρόκειται να μετακομίσουν στον Καναδά και φυσικά θέλουν να πάρουν μαζί τους τον Τζόντι. Η Καρολάιν θα μείνει στο Λονδίνο μιας και είναι ήδη είκοσι χρονών και σύντομα θα παντρευτεί. Όμως ο εντεκάχρονος Τζόντι δεν μπορεί να μείνει μαζί της. Δε θέλει όμως και να μετακομίσει στον Καναδά! Έτσι, όταν λαμβάνει ένα τηλεγράφημα από τον αδερφό του που του λέει ότι βρίσκεται στη Σκοτία, ο ενθουσιασμένος Τζόντι καταστρώνει ένα σχέδιο που φέρνει τον ίδιο και την αδερφή του στο δρόμο για τη Σκοτία. Είναι πλέον Απρίλης και ο καιρός στο Λονδίνο είναι καλός. Ανεβαίνοντας όμως στο Βορρά, μια χιονοθύελλα τους ακινητοποιεί στο δρόμο. Ευτυχώς γι’ αυτούς, ο Όλιβερ Κέρνι θα τους καλοδεχτεί στο σπίτι του και θα φροντίσει να μην αρρωστήσουν από το κρύο.
Δεν ξέρω αν φταίει η εποχή που έγραψε το βιβλίο η Πίλτσερ ή η Βρετανική ιδιοσυγκρασία, αλλά οι χαρακτήρες του βιβλίου μου φάνηκαν περίεργοι, ακόμη και αστείοι. Υπήρχε αυτή η μητριά η οποία προσπαθούσε να τα έχει όλα υπό έλεγχο και τακτοποιημένα, χωρίς όμως να είναι κακιά ή να φέρεται με άσχημο τρόπο. Δείχνει να αγαπάει τα παιδιά του νεκρού άντρα της, δε δείχνει όμως να τα καταλαβαίνει. Κι εκείνα, προσπαθούν να την ικανοποιούν γιατί είναι τόσο καλή μαζί τους, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να κάνουν κάτι που δεν θέλουν.
Η Καρολάιν στην αρχή μου φάνηκε πολύ σνομπ και κακομαθημένη, όμως δεν ήταν παρά ένα παιδί, μια νέα κοπέλα αν θέλετε, που δεν είχε κάποιον να τη συμβουλεύσει. Κάποιον στον οποίο να μπορεί να μιλήσει ανοιχτά, να την ακούσει και να της δώσει τις κατάλληλες συμβουλές. Έτσι, καταλήγει να ετοιμάζεται να δέσει τη ζωή της με κάποιον τον οποίο απλά συμπαθεί.
Μου άρεσαν πολύ οι περιγραφές της Σκοτίας και το Κέρνι, ή όσο από αυτό καταφέραμε να γνωρίσουμε. Θα ήθελα κι εγώ ένα εξοχικό σαν το Κέρνι, με τη λίμνη του, τα λιβάδια του, ακόμα και τους περίεργους γείτονες! Αν και όχι αυτούς που νομίζουν ότι μπορούν να αποφασίζουν για το μέλλον μου.
Ήταν ένα γρήγορο, χαλαρό, γλυκό βιβλίο του οποίου την ανάγνωση απόλαυσα!
Μια ρομαντική ιστορία που διαδραματίζεται στο μαγευτικό τοπίο της Κορνουάλης, με τον απογευματινό ήλιο να βάφει ρόδινα τα σπίτια, και τα τρένα να διασχίζουν τα όμορφα, σπαρμένα χωράφια, τις γέφυρες και τις κοιλάδες…
Η 64χρονη Πενέλοπε γυρίζει στο σπίτι της, αφού ''το σκασε'' από το νοσοκομείο από το οποίο νοσηλευόταν, έπειτα από το έμφραγμα που έπαθε. Γυρνώντας στο σπίτι, αμέσως το βλέμμα της θα πέσει στον αγαπημένο της πίνακα '' Μαζεύοντας Κοχύλια '' . Αυτός ο πίνακας είχε φιλοτεχνηθεί από τον πατέρα της, κρύβοντας μέσα του όλα της τα παιδικά και ανέμελα χρόνια, αφού απεικονίζεται και η ίδια μέσα σε αυτόν.
Σήμερα η Πενέλοπε ζει στο Λονδίνο, και αναπολεί εκείνα τα χρόνια που ζούσε στην Κορνουάλη. Μέσα από κάποια συγκυρία της τύχης, και έχοντας στην κατοχή της και άλλα έργα του πατέρα της, θα ανακαλύψει σύντομα ότι η αξία τους είναι πολύ μεγάλη. Όμως όσο και να πιέζεται, εκείνη αρνείται πεισματικά να αποχωριστεί τον αγαπημένο της πίνακα. Σημαντικό ρόλο θα παίξουν τα τρία της παιδιά, η δυναμική και συγκαταβατική Ολίβια, η αυστηρή οικογενειάρχης Νάνσι και ο άπληστος Νόελ.
Με αφετηρία τον πίνακα αλλά και την ίδια την Πενέλοπε θα ξεκινήσει μια ιστορία - ταξίδι , όπου θα μας ταξιδέψει στο παρελθόν. Η ζωή με τη μποέμικη της οικογένεια, η γνωριμία με το σύζυγό της , ο άτυχος γάμος της αλλά και ένας κρυφός έρωτας, που έληξε άδοξα εξαιτίας του πολέμου. Μια ζωή κρυμμένη, ξετυλίγεται σελίδα σελίδα, και μας ταξιδεύει στη ζωή της Πενέλοπε από το παρελθόν μέχρι το τώρα, ενώ παράλληλα γνωρίζουμε καλύτερα και όσους την απαρτίζουν, μέλη της οικογένειας της, αλλά και νέοι άνθρωποι που προστίθενται και της αλλάζουν τη ζωή!
Μια μαγευτική ιστορία, που σε ταξιδεύει στο χώρο και στο χρόνο. Ένα μεγάλο και άκρως χορταστικό μυθιστόρημα που τα έχει όλα! Αν και θα έλεγε κανείς πως είναι ένα οικογενειακό δράμα, περισσότερο στρέφεται γύρω από την Πενέλοπε, αφού αυτή και οι επιλογές της είναι ο συνδετικός κρίκος μεταξύ όλων των προσώπων που αναφέρονται στην ιστορία. Αλέγκρα, ανεξάρτητη, μα βαθιά πληγωμένη, είναι μια γυναίκα που έχει μάθει να κρύβει καλά τα τραύματα του παρελθόντος της. Το κάθε της παιδί, είναι και μια διαφορετική προσωπικότητα, αντικατοπτρίζοντας διαφορετικούς ανθρώπους.Ένα ακόμη θέμα που πραγματεύεται το Μαζεύοντας Κοχύλια είναι η απληστία και η κτητικότητα που μπορεί να αποκτήσει κάποιος όταν βρεθεί ξαφνικά μπροστά του η ευκαιρία να αποκτήσει χρήματα και κληρονομία. Κάθε ένας από τους χαρακτήρες αντιπροσωπεύει και κάτι διαφορετικό. Φιγούρες που υπάρχουν στις περισσότερες οικογένειες, που αποζητούν αγάπη, που πληγώνουν, που συγχωρούν, που τσακώνονται, που κάνουν ό,τι κάνει κάθε οικογένεια.
Κάτι ακόμα που μου άρεσε, είναι ότι επεκτείνεται σε ένα μεγάλο χρονικό πλαίσιο και μας δείχνει πολλές πτυχές για τη ζωή στην Ευρώπη πριν κατά τη διάρκεια και - αρκετά - μετά τον πόλεμο.
Όσον αφορά τις περιγραφές της Ρόζαμουντ Πίλτσερ είναι τόσο γλαφυρές και ζωντανές. Σχεδόν σε όλη τη διάρκεια ''έβλεπα'' μπροστά μου τον πίνακα που τόσο αγαπούσε. Οι περιγραφές των χώρων, των τοπίων, των ρούχων είναι πολύ λεπτομερείς χωρίς να κουράζουν, και δημιουργούν μια ζωντάνια και μια κινηματογραφικότητα. Το μυθιστόρημα, αποτελείται από κεφάλαια, και κάθε κεφάλαιο έχει τον τίτλο ενός διαφορετικού προσώπου κάθε φορά, όπου γύρω από αυτό διαδραματίζεται όλη η ιστορία.
Το Μαζεύοντας Κοχύλια είναι ένα πολύπλευρο μυθιστόρημα που προκαλεί μια γκάμα συναισθημάτων στον αναγνώστη, και παρά το μεγάλο του όγκο, προσωπικά δεν ήθελα να τελειώσει!
Κατά βάση, το βιβλίο είναι ανάλαφρο και χιουμοριστικό. Η πλοκή ξεκινάει σχετικά αργά, με περίσσια έμφαση στις λεπτομέρειες, ειδικά στις περιγραφές της επαγγελματικής ζωής της Σίσυ.
Η πρωταγωνίστρια γνωρίζει τον έρωτα της ζωής της μέσω της δουλειάς της, καθώς, μετά από δική της επιδίωξη, εργάζεται για αυτόν ως γραμματέας, σε έναν πολύ απαιτητικό τομέα, στον τομέα του δημοσιογραφικού τύπου. Η θυελλώδης σχέση τους ξεκινάει στην ουσία όσο αυτός είναι ακόμη παντρεμένος με μια άλλη γυναίκα, και οι σάκοι του Αιόλου ανοίγουν κάπου εκεί για την Σίσυ. Η σχέση τους αργότερα γίνεται επίσημη, παντρεύονται και μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη κάνει την εμφάνιση της. Η Σίσυ σιγά-σιγά μαθαίνει την πραγματική πορεία που μπορεί να πάρει ένας παραμυθένιος έρωτας, και μέσω αυτού μαθαίνει και την υπόλοιπη ζωή και το τι μπορεί να πάει στραβά μέσα σε αυτή.
Όπως σε κάθε του λογοτεχνικό κατόρθωμα, ο Κορτώ δίνει ρεσιτάλ λεξιλογικής μεστότητας, ή σε πιο απλά λόγια, κάθε παράγραφος είναι σαν να γεύεσαι μια μεγάλη κουταλιά μαρμελάδας, ασχέτως της πλοκής. Ένα καθόλου ντροπαλό και «πουριτανικό» διήγημα, υπάρχει γλαφυρότητα, όπως και πολλές βωμολοχίες, και όλα αυτά με τον πιο σωστό τρόπο, καθώς ο Αύγουστος κατέχει την ελληνική γλώσσα σε ένα εξαιρετικά υψηλό επίπεδο.
Όχι, δεν είναι ένα μυθιστόρημα που θα σε βάλει να σκέφτεσαι πράγματα για μέρες, ούτε θα σε καθηλώσει από το πρώτο κεφάλαιο. Είναι εύπεπτο, χωρίς να γίνεται σαχλό.
Υπάρχουν ορισμένα προβληματικά κομμάτια, όπως το βάρος της πρωταγωνίστριας και το πως περιγράφεται, η εικόνα που έχει για το σώμα της και η διατροφική διαταραχή που αντιμετωπίζει. Μένει σε σένα ν’ αποφασίσεις είναι τελικά σκυλα η σκυλάκι του καναπέ;;;
Τα ευθυμογραφήματα του Κορτώ περιγράφουν διάφορες καταστάσεις που λίγο πολύ ολοι τις ζούμε ,ιδιαίτερα εμείς που εκτιμάμε το καλό φαγητό και θα θυσιάζαμε ώρες, χιλιόμετρα, τον αδερφό μας ή το νεφρό μας για να φάμε μια ξεχωριστή λιχουδιά και έτσι βρισκόμαστε σε πλήρη ταύτηση με τον συγγραφέα! Είναι σαν να διαβάζεις το ημερολόγιο του, σαν να του μιλάς στο τηλέφωνο και τα λέτε τα νέα σας λίγο πιο διασκεδαστικά, λίγο πιο γλαφυρά, λίγο πιο καυστικά. Oπότε με λίγα λόγια όποιος θέλει να χαλαρώσει και να ξεφύγει από τα δράματα της καθημερινότητας μπορεί να φτιάξει εναν κρυο καφέ μαζί με το αντίστοιχο γλυκάκι θα το απολαύσει ιδιαίτερα!!! Ο Αύγουστος Κορτώ έχει ένα τρομερό ταλέντο να αυτοσαρκάζεται και να απογυμνώνει τον εαυτό του, ενώ παράλληλα κατορθώνει με το χιούμορ του να απενοχοποιήσει ντροπιαστικές και όχι μόνο στιγμές του παρελθόντος του αλλά είναι εξαιρετικά οξυδερκής και τα σχόλια του πάντα “to the point”.
Ο Κορτώ έχει ένα πικρό, κοφτερό, ευφυές χιούμορ. Ανηλεής με τον εαυτό του με μια γραφή σχεδόν ντελιριακή ξεδιπλώνει φάσεις από την ζωή του από τα παιδικά του χρόνια μέχρι σήμερα. Το αυτοσαρκαστικό και καυστικό χιούμορ του συγγραφέα ξεχειλίζει και είναι ό,τι πρέπει για άμεσο τονωτικό διάθεσης. Κορτωπουλο μας έχεις πάρει τα μυαλά με τα καμώματα σου!!!
Ένα πολύ ωραίο βιβλίο για να περάσεις όμορφα το χρόνο σου.
Ο συγγραφέας του μέσα από τις σελίδες σε κάνει να χαρείς, να σκεφτείς, να κλάψεις, να ταξιδέψεις.
Ένα ανάλαφρο ανάγνωσμα χωρίς πομπώδεις εκφράσεις και δύσκολα νοήματα. Εντάξει, δεν υπάρχει έκπληξη είναι Κορτώ, όπως τον ξέρουμε, περισσότερο αστείος και λιγότερο πικρός. Γέλασα πολύ σε μεγάλα κομμάτια του βιβλίου.
Εγώ ακόμη ξεκαρδίζομαι και απορώ πως άλλοι το βρήκαν καφρικο, και το χιούμορ του με τις ατάκες εκβιαστικό…. Αν δεν ξέρεις τον Κορτώ και την γραφή του δεν ξεκινάς από αυτό σίγουρα…
Ένα λιμανάκι πλάι στο μεγάλο λιμάνι, μία αγκαλιά γκρίζοι κυματοθραύστες, τα χάδια στα πόδια της, η εξήγηση περί κυματικής εξίσωσης και διαταραχής προσωπικότητας, η παλιά πόλη, η Unesco, τα “ενοικιαζόμενα” του χειμώνα, οι υποσχέσεις, το εισιτήριο της επιστροφής, ο χωρισμός. Πολλοί οι παλιάτσοι της μοναξιάς· το σημαντικό είναι να βρίσκεις μία θέση στις ιστορίες σου, όσο άβολη κι αν είναι.
Η Ιωάννα Καρυστιάνη είναι γνωστή. Μία σπουδαία συγγραφέας, μία σπάνια πένα, μία μοναδική γυναίκα. «Ο άγιος της μοναξιάς» είναι ένα ξεχωριστό βιβλίο, η επαναληπτική του ανάγνωση είναι πάντα μία ανοικτή πληγή, ένα πνευματικό κεφάλαιο που δεν θα κλείσει ποτέ. Η μοναξιά είναι τόπος συνάντησης για πολλούς, είναι όμως κι ένας σκουπιδότοπος από κορδωμένες ασημαντότητες, πλάσματα που διαδίδουν απεγνωσμένες γλυκανάλατες αγκαλιές.
Πόσο αντέχουν οι μοναχικοί λύκοι τη συντροφικότητα και πόσο αντέχει ένα ζευγάρι παπούτσια να καταλήξουν σε πόδια διαφορετικών ανθρώπων;;; Η Καρυστιάνη γράφει σκληρά. Δεν ωραιοποιεί τις λέξεις και τις καταστάσεις. Δεν χρειάζεται. Με ένα αδιόρατο πικρό χιούμορ. Ήταν πολλές οι φορές που χαμογέλασα. Πολύ περισσότερες αυτές που προβληματίστηκα.
Έχει δράση, θαλασσινές εικονες και μια ιστορία αγάπης να περιγράφεται μέσα στα 9 γράμματα της κομμώτριας Λίτσας, διάσπαρτα στις σελίδες του βιβλίου, τα οποία θα μπορούσαν να λειτουργήσουν και σαν αυτόνομα αναγνώσματα. Συγκινητική και μεγαλειώδης ιστορία αγάπης από μια αντι-ηρωίδα που σιγά σιγά μετατρέπεται σε ηρωίδα. Το μόνο που μειώνει την ένταση του βιβλίου είναι η εξωπραγματική ιστορία με την τύφλωση του καπετάνιου... Έχει μια ιδιαίτερη ποιότητα γραφής που φέρει μια απτή νοσταλγία που είναι μοναδική!!!
Αξιοσέβαστα υποκείμενα και αξιοσέβαστα αντικείμενα, εκτίμησε ο Κυριάκος, γνωρίζοντας ότι περισσότερα μαθαίνει κανείς για τους άλλους παρατηρώντας τους στα καθημερινά τους παρά κουβεντιάζοντάς τους. Και στη δουλειά του μάθαινε για τους ιούς μελετώντας τους κι όχι επειδή το συζητούσε μαζί τους. Είδε λοιπόν τη μάνα του ξυπόλητη να βάζει μπρίκι, να του φέρνει τον καφέ κι ένα πιάτο με μελάπιδα, δροσάπιδα, φλασκάπιδα του Παγωμένου, κατόπι να ακουμπά το σκαμνί στην κάμαρα, που χώριζε την ψηλοτάβανη μακριά σάλα στα δύο, και να κάθεται στραμμένη προς τον γιο, κοντά του, δεν έβλεπε αν τα μάτια του ήταν ανοιχτά μα τον ένιωθε ξύπνιο κι όταν εκείνος ήπιε την πρώτη γουλιά, μπράβο, μαμά, είπε κι έπιασε να της τρίβει τα χέρια, ώρα πολλή, χωρίς να τη ρωτάει όλα αυτά που έσφιγγαν το μυαλό του."
Με συγκίνησε η Καρυστιάνη με την ιστορία της γεμάτη σιωπές και ίσκιους, με τα χρώματα και τα αρώματα της Κρήτης. Η γλώσσα της, ένα κομψοτέχνημα, απαλλαγμένη από φιοριτούρες, αλλά γεμάτη από την ένταση που κουβαλάνε μέσα τους οι χαρακτήρες, με εντυπωσίασε από την αρχή. Προτείνεται με κλειστά μάτια σε αυτούς που μιλάνε περισσότερο με τα μάτια παρά με το στόμα.
Το μυστήριο της γλώσσας, η τελετουργία της ανάγνωσης, οι αλχημιστικές διεργασίες της γραφής και η συνάρτησή τους με την ανθρώπινη ζωή είναι το θέμα που πραγματώνεται συναρπαστικά στις σελίδες του Ζαμπόρ, μέσα από μια υποβλητική μυθοπλασία υπερβατικού χαρακτήρα με πλούσιο συμβολισμό. Θρησκευτικοί απόηχοι, μυθολογικές αντηχήσεις, λαϊκές παραδόσεις, ψυχαναλυτικές συνδηλώσεις φτιάχνουν ένα πυκνό πλέγμα μέσα από το οποίο αναδύονται, με την περιβολή του μύθου και της αλληγορίας, βαθιές και ακατάλυτες ανθρώπινες αλήθειες. Ζώντας απομονωμένος σ’ ένα μικρό χωριό της Αλγερίας, ο Ζαμπόρ διαπιστώνει ότι είναι προικισμένος μ’ ένα μοναδικό χάρισμα: με τις ιστορίες που γράφει, μπορεί να επιμηκύνει τη ζωή άρρωστων ή ετοιμοθάνατων συγχωριανών του, αν τον καλέσουν έγκαιρα να επέμβει και να ανακόψει την πορεία τους προς τον θάνατο. Ορφανός από μητέρα και παρατημένος απ’ τον πατέρα του, ο Ζαμπόρ μεγαλώνει με τη θεία του Χάτζερ, μια δυναμική γεροντοκόρη που τον υιοθετεί και αναλαμβάνει απέναντί του χρέη μάνας. Η πρωτοφανής έφεση του Ζαμπόρ στα γράμματα και η κλίση του στο γράψιμο προκαλούν στους συντοπίτες του αμφίθυμα αισθήματα, που κυμαίνονται από την αμηχανία μέχρι τον ανοιχτό χλευασμό και τον καθιστούν ενίοτε αποδιοπομπαίο και απορριπτέο, καθώς μάλιστα υποφέρει συχνά και από κρίσεις επιληψίας. Προνομιακό πεδίο ελευθερίας για τον υπερευαίσθητο κι αποδιωγμένο Ζαμπόρ αναδεικνύεται η γλώσσα, που του επιτρέπει να εκφράζει με χειμαρρώδη και ασυγκράτητη δημιουργικότητα τις σκέψεις και τις ανησυχίες του, μέσα σ’ ένα περιβάλλον κλειστό και απορριπτικό. Έχοντας εξελιχθεί σε παράταιρο σαμάνο του χωριού του, ο Ζαμπόρ μετατρέπει την πλούσια εσωτερική του ζωή σε πυρετική γραφή γεμίζοντας αναρίθμητα τετράδια, που μετά παραχώνει στην ύπαιθρο σε διάφορες αναπάντεχες κρυψώνες. Σημείο καμπής στην παράδοξη καριέρα του ως γραφέα-σωτήρα θα αποτελέσει η αρρώστια του μισητού πατέρα του, την οποία θα κληθεί να θεραπεύσει κάνοντας χρήση του θεϊκού του χαρίσματος. Τα αποξενωμένα ετεροθαλή αδέλφια του Ζαμπόρ θα του δώσουν περιθώριο τρεις μέρες ώστε να συντάξει με τη γραφίδα του ένα κείμενο ικανό να διώξει τον επικείμενο θάνατο από το προσκεφάλι του ψυχορραγούντος πατέρα. του λόγου και της γραφής, ο Ζαμπόρ κινείται στα άδυτα της γλώσσας και εξορύσσει μυστικά και αλήθειες με πανανθρώπινη ισχύ. Οι τελετουργίες γύρω από τις οποίες οργανώνει την καθημερινότητά του τον συνδέουν μυστικιστικά με τις απαρχές της ύπαρξης και τον κάνουν κοινωνό των μεγάλων οικουμενικών αξιών, που διαχρονικά διέπουν τον ανθρώπινο βίο.
Στην Ινδία του 1839 την εποχή της αποικιοκρατίας η Λινι δείχνει καθόλα να είναι τέλεια σύζυγος!!! Είναι όμως;;; Το ταξίδι της ξεκινα από το Λίβερπουλ προς την εξωτική Ανατολή και μπλέκεται με τους δρόμους της πορνείας που βίωσε από 11 χρόνων. Είναι όμορφη, ευγενική, υποτακτική και κάποια στιγμή αποφασίζει να γράψει την ιστορία της ζωής της μια συναρπαστική και απόλυτα συγκινητική ιστορία, με πολλές τολμηρές σκηνές
Η Καρδερίνα περιστρέφεται γύρω από τον Θίο Ντέκερ, έναν δεκατριάχρονο του οποίου ο κόσμος διαλύεται όταν σε μια επίσκεψη στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης μια βόμβα εκρήγνυται και σκοτώνει τη μητέρα του. Ο Θίο γλυτώνει και προλαβαίνει να «περισώσει» έναν μικρό πίνακα, τον οποίο κατορθώνει να βγάλει ανέπαφο από τα συντρίμμια και να περάσει απαρατήρητος. Η Καρδερίνα γίνεται ο κρίκος που τον συνδέει με τη μητέρα του και την προηγούμενη ζωή του, και θα περάσει όλων των ειδών τις δοκιμασίες προκειμένου να τον διασώσει. Μαζί με τον πίνακα περνάει κι αυτός σε ένα άλλο επίπεδο, η μοίρα του ακολουθεί τη μοίρα του πίνακα και μεγαλώνει στη «σκιά» του μεγάλου έργου: «Ένα κίτρινο πουλί, σε λιτό και άχρωμο φόντο, με μια αλυσιδίτσα να το κρατάει δεμένο στην κούρνια του, δεμένη στο αδύνατο πόδι του που ήταν σαν κλαράκι».
Στο σημείο αυτό ξεκινά και το δεύτερο αφηγηματικό νήμα του μυθιστορήματος. Ο σαγηνευτικός πίνακας είναι η «Καρδερίνα» του Κάρελ Φαμπρίτσιους -μαθητής του Ρέμπραντ και δάσκαλος του Βερμέερ- ο οποίος πέθανε μόλις τριάντα δυο χρόνων όταν ένα εργοστάσιο πυρίτιδας εξερράγη κοντά στο εργαστήριο του. Σχεδόν όλα τα έργα του καταστράφηκαν.
Η «Καρδερίνα» θεωρείται ο καλύτερος από τους διασωθέντες πίνακες του: «Οι άνθρωποι πεθαίνουν, έτσι είναι αυτά… Αλλά είναι οδυνηρό κι αχρείαστο να χάνουμε πράγματα. Από καθαρή απροσεξία. Από φωτιές, πολέμους… Μου φαίνεται ότι είναι θαύμα, που καταφέρνουμε να διασώσουμε κάτι από το παρελθόν» λέει η μητέρα του Θίο, λίγα λεπτά πριν σκοτωθεί -μια ιδέα που διατρέχει ολόκληρο το μυθιστόρημα. Το να διασώσει τον πίνακα από τα συντρίμμια και να βγει από το μουσείο δεν είναι ακριβώς κλοπή, αλλά μια συνειδητή απόφαση, παρότι η πράξη του γίνεται σε κατάσταση πνευματικής σύγχυσης, σύμφωνα με τις οδηγίες ενός ετοιμοθάνατου που τον διατάζει να πάρει τον πίνακα. Ο ίδιος άντρας τυγχάνει να είναι κηδεμόνας της Πίππα, μιας κοπέλας που θα παίξει σημαντικό ρόλο στη ζωή του, θα εμφανιστεί και θα εξαφανιστεί πολλές φορές, καθώς το συμβάν και το μετατραυματικό στρες που υπέστησαν αμφότεροι, δημιουργεί έναν ισχυρό δεσμό μεταξύ τους. Μόλις ο Θίο διαβάζει στις εφημερίδες για τον πίνακα ο οποίος θεωρείται πως έχει καταστραφεί στην έκρηξη, αποφασίζει να μη τον φανερώσει, κρύβει και κουβαλάει το μυστικό του για πολλά χρόνια. Με τον καιρό αποκτά μια στενή σχέση Μαζί του, δεν είναι μόνο ένα έργο τέχνης αλλά και ό,τι πιο ιερό και βαρυσήμαντο και δεν θα διστάσει να βάλει σε κίνδυνο ακόμα και τη ζωή του για να τον κρατήσει.
Στο δεύτερο κεφάλαιο η αφήγηση επιβραδύνεται καθώς μας δίδεται η αποδιοργάνωση της ζωής του Θίο. Η μητέρα του είναι νεκρή, ο πατέρας του απών εδώ και καιρό, και βρίσκεται φιλοξενούμενος στο σπίτι των Μπάρμπορ, την οικογένεια ενός συμμαθητή του, ένα προσωρινό, μεταβατικό στάδιο, καθώς πάντα υπάρχει η πιθανότητα να αναλάβουν την κηδεμονία του οι ψυχροί και αδιάφοροι παππούδες του, μια απειλή που αιωρείται για ένα διάστημα έως ότου εμφανιστεί ο πατέρας του με τη φιλενάδα του, την Ζάντρα (ένας ακόμα αλησμόνητος χαρακτήρας) και τον πάρουν μαζί τους στο Λας Βέγκας. Θα υπάρξουν πολλές ανατροπές και αναπάντεχες εξελίξεις στην ιστορία του ορφανού Θίο, η ζωή του θα υποστεί δραματικές αλλαγές, ένα πλήθος από χαρακτήρες θα εισέλθει στο προσκήνιο· οι προθέσεις και τα αισθήματα των οποίων δεν είναι πάντοτε σαφή και προβλέψιμα. Η Καρδερίνα δεν είναι ένα ακόμα μυθιστόρημα δράσης και σασπένς, τα κεφάλαια που εκτυλίσσονται στο Λας Βέγκας είναι γραμμένα με δυνατή πρόζα και στοχασμό. Εξαιρετικές παράγραφοι παρεισφρέουν μέσα σε ένα μυθιστόρημα που σε έχει ήδη παρασύρει με τη δράση του. Οι περιγραφές του άδειου ουρανού, των αστερισμών, της ερήμου, η πλασματική υφή του κόσμου γύρω του, σε σχέση με το λάφυρό του, τον κρυμμένο πίνακά του είναι και οι πιο δυνατές σελίδες του μυθιστορήματος, γεμάτες λυρισμό και ποίηση. Κάθε φορά που κοιτάζει τον πίνακα που τον συντροφεύει περνάει μέσα σε μια χρονοδίνη…Στη ζωή του Θίο θα υπάρξουν πολλές αιφνίδιες ανατροπές, μεταβολές, διαγραφές και επανεκκινήσεις, μια ζωή στο μοτίβο του αμερικανικού ονείρου: η πεποίθηση μιας νέας αρχής, μιας δεύτερης πράξης και η συνεχής προσπάθεια επινόησης του εαυτού. Ο Θίο από το Λας Βέγκας θα επιστρέψει στη Νέα Υόρκη, θα βυθιστεί στα σκοτεινά στέκια του Μανχάταν και στον υπόκοσμο του Άμστερνταμ, θα γίνει εκτιμητής αντικών, θα κερδίσει χρήματα, και θα ρισκάρει τα πάντα για μια ουτοπία. Η «Καρδερίνα» εκτός των άλλων είναι ένα μυθιστόρημα για την φιλία μεταξύ δυο ανδρών. πιο σύνθετες. Οι τελευταίες σελίδες του μυθιστορήματος, οι οποίες θα μπορούσαν να είναι και ένα αυτοτελές δοκίμιο περί τέχνης, φέρνουν στην επιφάνεια όλες τις ιδέες που υπάρχουν κάτω από την επίστρωση της δράσης και των συνεχών ανατροπών. Στο σημείο όπου η πλοκή τελειώνει η συγγραφέας φαίνεται να παίρνει μια βαθιά ανάσα και να μας οδηγεί σε έναν τόπο όπου συνυπάρχουν η τέχνη και η μαγεία.
Το βιβλίο της Κάθριν Γουέμπ «Η κληρονομιά» μας μεταφέρει στην Αγγλία του 2009 αλλά και στην Οκλαχόμα των Ηνωμένων Πολιτειών στις αρχές του 19ου αιώνα εξιστορώντας μας μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα οικογενειακή ιστορία. Η οικογένεια του λόρδου Κάλκοτ κρύβει πολλά μυστικά πίσω από την αριστοκρατική της καταγωγή. Μυστικά καλά σφραγισμένα στη σοφίτα του αρχοντικού της αλλά και στις παιδικές μνήμες που έχουν αφήσει πίσω τους οι δύο τελευταίες απόγονοι της.
Οι εγγονές της Μέρεντιθ Κάλκοτ, Έρικα και Μπεθ, μετά το θάνατο της κληρονομούν το Στόρτον Μάνορ, το μεγαλοπρεπές αρχοντικό της οικογένειας. Το σπίτι θα είναι δικό τους όμως μόνο αν αποφασίσουν να κατοικίσουν σε αυτό. Οι δύο αδελφές είναι κάπως αναποφάσιστες με αυτό τον όρο της διαθήκης καθώς οι αναμνήσεις που έχουν από τα χρόνια που περνούσαν εκεί ως παιδιά δεν είναι και οι καλύτερες. Ο ξάδελφος τους ο Χένρι, ένα παιδί που δεν τις άφηνε σε ησυχία, εξαφανίστηκε μυστηριωδώς σπέρνοντας τη στενοχώρια στους δικούς του αλλά και στην ουσία διαλύοντας στην κυριολεξία την οικογένεια. Ένα γεγονός που φαίνεται ότι επηρέασε τους πάντες και περισσότερο τις αδελφές Κάλκοτ. Ιδιαίτερα την Μπεθ που όντας μεγαλύτερη έχει και τις περισσότερες αναμνήσεις από εκείνη την εποχή της παιδικότητας που σταμάτησε κάπως βίαια. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα η Μπεθ να πάσχει από κατάθλιψη η οποία φαίνεται να μεγενθύνεται όσο διαμένει στο αρχοντικό. Η Έρικα από την άλλη μοιάζει να έχει απωθήσει στο πίσω μέρος του μυαλού της το όλο περιστατικό της εξαφάνισης του ξαδέλφου τους και ένας από τους λόγους που έπεισε την αδελφή της να επιστρέψουν στο Στόρτον Μάνορ ήταν και οι απαντήσεις που θέλει να λάβει σχετικά με αυτό. Είναι σίγουρη ότι η αδελφή της και ένας παλιός τους φίλους γνωρίζουν τι συνέβη στον Χένρι.
Παλεύοντας να φέρουν σε τάξη αυτό το τεράστιο σπίτι θα ανακαλύψουν μια άγνωστη πτυχή της οικογένειας που αφορά την περιπέτεια μιας όμορφης νεαρής κληρονόμου στην άγρια Οκλαχόμα το 19ο αιώνα. Η νεαρή κοπέλα δεν είναι άλλη από την προγιαγιά τους Κάρολαϊν, η οποία είχε νυμφευθεί τον λόρδο Κάλκοτ γύρω στο 1905. Παρόλα αυτά κανείς δεν γνωρίζει την πρότερη ζωή της που χάνεται πίσω από ένα σύννεφο σκόνης που η ίδια η Καρολάϊν έχει σηκώσει καλύπτοντας προσεχτικά τα ίχνη της. Ανασκαλεύοντας τα απομεινάρια του παρελθόντος της μέσα από τα λιγοστά υπάρχοντα της που ανακαλύπτει η Έρικα στη σοφίτα του αρχοντικού οι δύο αδελφές θα βυθιστούν όλο και περισσότερο στις αναμνήσεις. Αυτό θα έχει σαν αποτέλεσμα να συνειδητοποιήσουν πως η κληρονομιά τους είναι δυσβάσταχτη καθώς τα θεμέλια της είναι χτισμένα πάνω στο μίσος και την προδοσία.
Ένα εξαιρετικά απορροφητικό βιβλίο που μας παρασέρνει στις παράλληλες αφηγήσεις του καθώς τα κάπως μακροσκελή κεφάλαια του εναλλάσσονται πότε στο σήμερα και πότε στο χθες. Στο χθες της εξαφάνισης του μικρού Χένρι αλλά και στο χθες της ζωής της Κάρολαϊν. Η συγγραφέας επέλεξε να ξετυλίξει με αυτόν τον τρόπο την ιστορία της ώστε να δώσει στον αναγνώστη την ευκαιρία να γνωρίσει τους ήρωες της μέσα από τα δικά τους μάτια δίνοντας τα ηνία της εξιστόρησης των γεγονότων πότε στην Έρικα και πότε στην Κάρολαϊν. Με αυτόν τον τρόπο κατάφερε να διαχωρίσει τις δύο ιστορίες στους αναγνώστες αλλά και να τις ενώσει μέσα από τα συναισθήματα των ηρώων της και τις συγκυρίες που διαμορφώνουν τα γεγονότα της ζωής τους σε εκείνες τις συγκεκριμένες χρονικές στιγμές που βίωσαν με άσχημο τρόπο. Παρόλα αυτά η κάθε ιστορία είναι αρκετά δυνατή ώστε να σταθεί και μόνη της μέσα στο βιβλίο κάνοντας το παρελθόν και το παρόν να αναδύονται χωρίς ίχνη δισταγμού ώστε ο αναγνώστης να είναι σε θέση να μπορεί να ελιχθεί ανάμεσα τους με εξαιρετική ευκολία. Αυτή η αλληλοσύνδεση άλλωστε είναι και το κρυφό χαρτί της Κάθριν Γουέμπ για την αφήγηση της πλοκής που έχει πλάσει στις σελίδες του βιβλίου της.
Μια ιστορία που κάνει λόγο για την αγάπη, τη φιλία, την απώλεια, τη μυστικοπάθεια, τους οικογενειακούς δεσμούς και τον παιδικό έρωτα. Εικόνες της άγριας Δύσης στην Αμερική και της μουντής επιβλητικής αγγλικής υπαίθρου ζωντανεύουν μπροστά στα μάτια των αναγνωστών μέσα από τις ατέλειωτες περιγραφές της Κάθριν Γουέμπ καθώς η Έρικα και η Μπεθ ακολουθούν το παρελθόν της οικογένειας Κάλκοτ. Η συγγραφέας βάζει μέσα στο καζάνι της πλοκής της μικρές δόσεις από σύγχρονο μυστήριο, ρομαντικό ειδύλλιο, τραγικότητα, αγωνία και ιστορική μυθιστοριογραφία σε ένα βιβλίο 600 σελίδων που όταν το τελειώνεις σου αφήνει μια πικρόγλυκη αίσθηση. Ένα ανάγνωσμα που θυμίζει λίγο εκείνες τις κινηματογραφικές ταινίες εποχής με τα μεγαλοπρεπή βικτοριανά σπίτια προηγούμενων αιώνων, τις κυρίες με τις δαντελωτές ομπρέλες και τα φουσκωτά κρινολίνα αλλά και εκείνες που διαδραματίζονται στην άγρια δύση της Αμερικής με τα αχανή ράντσα, τους καουμπόϋδες και τους ινδιάνους ιθαγενείς που παλεύουν με την άγονη γη και τις αντίξοες συνθήκες εκείνης της περιοχής σε ένα ταξίδι στο χρόνο και τη νοσταλγικότητα του παρελθόντος.
Καθώς ο πολιτισμός καταρρέει και από τα συντρίμμια του αναδύεται ένα πρωτόγονο τοπίο κυνηγών και κυνηγημένων, δύο άνθρωποι επιχειρούν να διαφύγουν, αναζητώντας καταφύγιο: ο Μπραντ Γουόλγκαστ, πράκτορας του FBI, και η Έιμι Χάρπερ, μια εξάχρονη ορφανή, φυγάδας από το μοιραίο επιστημονικό πρόγραμμα. Ο Γουόλγκαστ είναι αποφασισμένος να την προστατέψει από την φρίκη, όμως για την Έιμι η προσπάθεια να ξεφύγει είναι απλά η αρχή μιας πολύ μεγαλύτερης οδύσσειας προς έναν χρόνο και έναν τόπο όπου θα κληθεί να δώσει τέλος σε κάτι που ποτέ δεν έπρεπε να ξεκινήσει. Πρόκειται για το πρώτο μέρος μιας τριλογίας. Η υπόθεση του πρώτου βιβλίου λαμβάνει μέρος σε δύο χρόνους: Σήμερα και σχεδόν έναν αιώνα μετά, σε ένα δυστοπικό μέλλον. Το τώρα είναι η αποθέωση των ανθρωπίνων επιτευγμάτων, που τελικά γίνεται ο Αρμαγεδδών του είδους μας. Έναν αιώνα περίπου μετά, οι άνθρωποι προσπαθούν να επιβιώσουν με ελάχιστα μέσα, ενάντια στο νέο κυρίαρχο είδος που έχει επικρατήσει στον πλανήτη και διψάει για ανθρώπινη σάρκα.
Μέσα στο σκότος και τη ζοφερότητα, όμως, εμφανίζεται από το πουθενά μία απειροελάχιστη πυγολαμπίδα, που μπορεί να σώσει το ανθρώπινο είδος. Οι ελάχιστοι άνθρωποι μιας ξεχασμένης κοινότητας στις δυτικές πολιτείες των πρώην Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, ξεκινούν ένα δύσκολο ταξίδι προς τα ανατολικά, με σκοπό ένα θαύμα. Το «Πέρασμα» είναι μια καταιγιστικά συναρπαστική περιπέτεια και ένα επικό χρονικό της ανθρώπινης ανθεκτικότητας απέναντι σε μια άνευ προηγούμενου καταστροφή και έναν ασύλληπτο κίνδυνο. Η ευφάνταστη αφήγηση, η έξοχη γραφή και η διεισδυτική ματια στην ανθρώπινη φύση το χαρακτηρίζουν ένα μνημειώδες και υπερβατικό έργο της σύγχρονης επιστημονικής φαντασίας.
Πρόκειται για την ιστορία της Αλεξάνδρας Σολάριν της κόρης της Κάθριν Βέλις και του Αλεξάντερ Σολάριν. Η Αλεξάνδρα, ως ενήλικη και πρώην σκακίστρια, δουλεύει ως δόκιμη στο εστιατόριο «Σουλταδέα» της Ουάσιγκτον. Χωρίς να το περιμένει δέχεται μια πρόσκληση στο Κολοράντο για το πάρτι γενεθλίων της μητέρας της κάτι εξωφρενικά περίεργο αφού είναι γνωστό πως εκείνη δεν γιορτάζει ποτέ τα γενέθλιά της. Η Αλεξάνδρα πηγαίνει στο Κολοράντο μόνο για να ανακαλύψει πως η μητέρα της αγνοείται ενώ οι περισσότεροι καλεσμένοι δεν φαίνεται να είχαν καλές σχέσεις με την Κατ ώστε να θεωρούνται πραγματικοί καλεσμένοι. Τότε, αποφασίζει να ανακαλύψει την αλήθεια λύνοντας όλους τους γρίφους που έχει αφήσει η μητέρα της για εκείνη και παράλληλα να αποκαλύψει το ουσιώδες μυστικό του περιβόητου Σκακιού του Μονγκλάν.
Η παράλληλη αφήγηση υπάρχει περιγράφοντας την πλευρά της ιστορίας (1822 και μετά) από τον Κάρλο, τον γιο της Μιρέιγ, ο οποίος τελικά είναι πιο ενεργός στην ιστορία απ'οτι φαινόταν στην αρχή. Ένα δεύτερο πρόσωπο με σημαντικό ρόλο από την παράλληλη αφήγηση είναι η Χαϊδή, η κόρη του Αλή Πασά. Περισσότερη βάση δόθηκε στις σκέψεις της Αλεξάνδρας και στις λεπτομέρειες γύρω από το Σκάκι ώστε να βγαίνουν τα σωστά συμπεράσματα. Επιπρόσθετα, κατά την γνώμη μου όλα έγιναν κάπως απότομα και χωρίς τις απαραίτητες εξηγήσεις. Υπήρχαν πιο πολλοί διάλογοι παρά διευκρινίσεις σχετικά με το τι συνέβαινε.
Η Αλεξάνδρα, ως προσωπικότητα δεν ήταν και τόσο εύστροφη όσο η μητέρα της παρόλο που ήξερε να αναπτύσσει καλές στρατηγικές εξαιτίας του ταλέντου της στο σκάκι. Επιπρόσθετα, φάνηκε αρκετά παρορμητική, απερίσκεπτη και δίχως να αντιλαμβάνεται πολλά από αυτά που γίνονται γύρω της, χαρακτηριστικά που της δημιούργησαν αρκετά προβλήματα στην ιστορία. Είναι φανερό το έργο που έκανε η συγγραφέας με όλες εκείνες τις ιστορικές λεπτομέρειες που αφορούν την εποχή του 1822 και αργότερα. Η συμβουλή μου είναι πριν το επιλέξετε να έχετε διαβάσει το Οχτώ.
Ένα μυθικό σκάκι, με τεράστια δύναμη, που ενέπλεξε σε περιπέτειες τόσο τους κεντρικούς ήρωες όσο και κάποιες από τις μεγαλύτερες διάνοιες περασμένων αιώνων, που θέλησαν να συγκεντρώσουν τα κομμάτια του και να αποκωδικοποιήσουν το μυστικό του.
Η αναζήτηση γίνεται σε δύο χρονικά επίπεδα: την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης και το 1973. Μου άρεσαν πολύ οι σύγχρονοι ήρωες. Δυναμικοί χαρακτήρες και εξαίρετη πλοκή, που κρατά το ενδιαφέρον αμείωτο. Τέλος, τόσο το πλήθος των ιστορικών πληροφοριών λεπτομερειών όσο και τα αποσπάσματα από την παγκόσμια μυθολογία, που αντλεί η Νέβιλ, με κάνουν να κατατάσσω το βιβλίο αυτό σε ένα από τα πιο αγαπημένα μου αναγνώσματα.
Ένας παρανοϊκός γενετιστής, προσλαμβάνει μία «εταιρία» για να τον κρύψει από προσώπου γης, να κρατήσει τους εχθρούς του μακριά, για να δουλέψει απερίσπαστος το επόμενο πόνημά του. Ο εχθρός του είναι ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, με επικεφαλής την διευθύντριά του. Θα αναρωτηθήκατε που κολλάει ο πρωταγωνιστής μας, Ρόμπερτ Λάνγκτον καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης. Ο παρανοϊκός γενετιστής λατρεύει τον Δάντη, και αφήνει πίσω του στοιχεία από την Θεία Κωμωδία του μεγάλου ποιητή για να προσδιορίσει τον τόπο όπου άφησε το μεγαλούργημά του, λίγο πριν αυτοκτονήσει. Η Διευθύντρια του Π.Ο.Υ. καλεί τον Λάνγκτον να ερμηνεύσει όλα τα στοιχεία. Και εδώ ξεκινάει μία λεπτομερέστατη ανάλυση όλων των έργων, κυρίως ζωγραφικοί πίνακες, που είχαν σαν έμπνευση την Θεία Κωμωδία. Προς το τέλος του βιβλίου η ξενάγηση δίνει την θέση της σε όλο και μεγαλύτερα τμήματα στην δράση και βρίσκεις απαντήσεις στον γρίφο.
Ο Αυστριακός πολυδιαβασμενος στη Γερμανία συγγραφέας μέσα σε είκοσι ιστορίες πραγματεύεται διάφορες αλληγορικές καταστάσεις, περίεργα συμπεράσματα, πρωτοφανείς συναντήσεις, και υπερφυσικά φαινόμενα. Οι ήρωες του ιδιόρρυθμοι και ο τρόπος γραφής του παρουσιάζει μια ειλικρίνεια σοκαριστική που κερδίζει την προσοχή του αναγνώστη,
Ο Μίτσελ είναι ένας γραφιάς από τους λίγους. Η πλοκή τοποθετείται στα 1799, στο τεχνητό νησί Ντετζίμα στον όρμο του Ναγκασάκι, το μοναδικό μέρος στο οποίο οι Ιάπωνες την εποχή του Έντο – της πλήρους απομόνωσης δηλαδή- άφηναν να γίνει εμπόριο με τους Ολλανδούς. Στο νησί φτάνει ο Γιάκομπ ντε Ζουτ, ένας κοκκινοτρίχης, λιανός άντρας που στην αρχή τουλάχιστον προσπαθεί μαζί με τον διοικητή Βόρστενμπος να καθαρίσουν την Ντετζίμα από την διαφθορά. Ο ντε Ζουτ, που φανερά δεν ταιριάζει με τους υπόλοιπους σκληροτράχηλους ναυτικούς- εμπόρους, είναι εκεί γιατί ήθελε να παντρευτεί μια κοπέλα κι ο πατέρας της τον πρόσταξε να φύγει για πέντε χρόνια στην Ντετζίμα για να κάνει λεφτά. Στο νησί θα κάνει φιλίες με έναν νεαρό διερμηνέα, τον Ογκάβα Ουζεαμόν και με τον φημισμένο γιατρό Μαρίνους. Με τους υπόλοιπους θα νιώθει πάντα ξένος. Θα ερωτευτεί μια νεαρή μαθητευόμενη του Μαρίνους, την Ορίτο Αϊμπαγκάβα, την μοναδική Γιαπωνέζα που δικαιούται να είναι στην Ντετζίμα χωρίς να είναι υπηρέτρια ή πουτάνα.
Το μυθιστόρημα θα συνεχιστεί με την ιστορία των Ολλανδών, την ιστορία της Ορίτο και του Ογκάβα, στο τέλος θα μπλέξουν κι οι Άγγλοι. Για κάποια χρόνια η Ντετζίμα θα μείνει ξεχασμένη από θεό και ανθρώπους, το μόνο μέρος που θα είναι Ολλανδικό χωρίς να είναι υπό κατοχή.
Ο συγγραφέας επιλέγει επίτηδες αυτή την εποχή μεταίχμιο για να στήσει τις ιστορίες του. Φτιάχνει ένα σύμπαν βασιζόμενος στα ιστορικά γεγονότα, χωρίς να μένει πάντα πιστός σε αυτά, γράφει σε μια γλώσσα δικής τους επινόησης, που μοιάζε αλλά δεν είναι αυτό που μιλούσαν τότε. Ο Μίτσελ που είναι παντρεμένος με Γιαπωνέζα και έχει ζήσει στην Ιαπωνία μαγεύτηκε από την ιστορία της Ντετζίμα και την χρησιμοποίησε ως όχημα για να μιλήσει για αυτό που ένιωθε ο ίδιος εκεί. Πάντα ξένος, ενθουσιασμένος από την χώρα, χωρίς ποτέ να ανήκει. Οι ήρωες του είναι εγκλωβισμένοι στα γλωσσικά τους όρια – οι Ολλανδοί απαγορεύεται να μάθουν Ιαπωνικά, οι Ιάπωνες διερμηνείς αναγκάζονται να το κάνουν εμπειρικά, χωρίς βιβλία και βοήθεια. Τα θέματα του ατελείωτα, η μάχη του καλού με το κακό πρωτίστως, η μάχη της επιστήμης με τη θρησκεία, η θέση της γυναίκας στην Ιαπωνία, η αίσθηση του ανήκειν, ο μυστικισμός, η φιλία, ο έρωτας.
Το μυθιστόρημα είναι σαγηνευτικό, σε παρασέρνει στους ρυθμούς του, στις ιστορίες της Ανατολής, του ναυτικού, σε χώνει σε κανιβαλιστικά δόγματα, σε μάχες. Δεν μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου. Με λίγα λόγια μιλάμε για μυθιστόρημα ρουφηχτό, ιστορία μεγάλη, ιστορίες μέσα σε υποϊστορίες, ένα ολόκληρο σύμπαν που ανοίγεται μπροστά σου και πρέπει να το ανακαλύψεις. Ο Μίτσελ έγραψε το δικό του Σογκούν. Μας μεταφέρει στην άγνωστη για τον τότε κόσμο Ιαπωνία και πλέκει με μαεστρία μια ιστορία ζωής, όπως μόνον αυτός ξέρει. Ένα καθηλωτικό ταξίδι, μία περιπέτεια που δεν θέλεις να τελειώσει.
Ο Ρομπερτ Λάνγκντον, Καθηγητής Συμβολολογίας, βρίσκεται για επαγγελματικούς λόγους στο Παρίσι, όταν δέχεται ένα επείγον νυχτερινό τηλεφώνημα. Ο ηλικιωμένος έφορος του Λούβρου έχει δολοφονηθεί μέσα στο μουσείο και δίπλα στο πτώμα του βρίσκεται ένας γρίφος. Καθώς ο Λάνγκντον και μια προικισμένη Γαλλίδα αποκρυπτογράφος, η Σοφί Νεβέ, προσπαθούν να ξεδιαλύνουν τα παράξενα αινίγματα, ανακαλύπτουν έκπληκτοι μια σειρά από κρυμμένα στοιχεία στα έργα του Ντα Βίντσι. Τα πράγματα περιπλέκονται ακόμη περισσότερο όταν ο Λάνγκντον ανακαλύπτει κάτι απρόσμενο: Το θύμα είχε σχέση με το Κοινό της Σιών, μια μυστική οργάνωση της οποίας τα μέλη περιλάμβαναν, μεταξύ άλλων, τον Μποτιτσέλι, τον Βικτόρ Ουγκώ και τον Ντα Βίντσι. Σε μια απεγνωσμένη κούρσα μέσα στο Παρίσι και ακόμη παραπέρα, ο Λάνγκντον και η Νεβέ βρίσκονται αντιμέτωποι με έναν άγνωστο πανίσχυρο αντίπαλο που φαίνεται να προβλέπει κάθε κίνησή τους. Αν δεν καταφέρουν να αποκρυπτογραφήσουν τον γρίφο, τα έγγραφα του Κοινού της Σιών θα χαθούν για πάντα. Ένα συναρπαστικό βιβλίο που από την πρώτη σελίδα μέχρι το απρόβλεπτο τέλος του αποδεικνύει ότι ο Νταν Μπράουν είναι ένας αριστοτέχνης της μυθιστοριογραφίας.
Πανέξυπνη πλοκή ευφυείς γρίφοι και ένα συναρπαστικό τέλος αν σου αρέσουν τα βιβλία μυστηρίου και αγωνίας δεν μπορεί παρά να σ’ ενθουσιάσει.
Αγωνία, μυστήριο αναπάντεχο τέλος και καταιγιστική πλοκή. Το έργο «Το Χαμένο Σύμβολο» είναι μια θανάσιμη διαδρομή μέσα από ένα λαβύρινθο υπαρκτών κωδίκων, μυστικών και άγνωστων αληθειών... με την πλοκή να εξελίσσεται κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του πιο τρομακτικού αντιπάλου που έχει πλάσει μέχρι σήμερα ο Νταν Μπράουν.
Με φόντο κρυφούς θαλάμους, στοές και ναούς της Ουάσινγκτον, η υπόθεση εκτυλίσσεται με καταιγιστικούς ρυθμούς, οδηγώντας σε μια ασύλληπτη κορύφωση.
Καθώς ανοίγει η αυλαία του μυθιστορήματος, ο Ρόμπερτ Λάνγκντον, καθηγητής συμβολογίας στο Χάρβαρντ, καλείται απρόσμενα να δώσει μια βραδινή διάλεξη στο κτίριο του αμερικανικού Καπιτωλίου.
Μέσα σε διάστημα ελάχιστων λεπτών από την άφιξή του όμως, η βραδιά παίρνει αλλόκοτη τροπή. Ένα μυστηριώδες αντικείμενο, περίτεχνα κωδικοποιημένο, ανακαλύπτεται στο κτίριο του Καπιτωλίου. Ο Λάνγκντον αντιλαμβάνεται ότι το αντικείμενο είναι μια πανάρχαιη πρόσκληση... ένα μήνυμα που προορίζεται να αποκαλύψει στον αποδέκτη του τα χαμένα μυστικά της σοφίας του αποκρυφισμού.
Όλα θα ξεκινήσουν όταν ο αγαπημένος μέντορας του Λάνγκντον, ο Πίτερ Σόλομον, διακεκριμένος τέκτονας και φιλάνθρωπος, πέφτει θύμα βίαιης απαγωγής. Τότε ο Λάνγκντον συνειδητοποιεί ότι η μοναδική του ελπίδα να σώσει τον Πίτερ είναι να αποδεχτεί αυτή τη μυστικιστική πρόσκληση και να φτάσει μέχρι το τέλος.
Έτσι, βρίσκεται μπλεγμένος σε έναν κυκεώνα τεκτονικών μυστικών, άγνωστης ιστορίας και τοποθεσιών που κανένας δε γνώριζε την ύπαρξη τους μέχρι τότε, παρασυρόμενος προς μια συγκλονιστική, αδιανόητη αλήθεια.
Εδώ η βασική ιδέα είναι η επιστήμη, που για μια ακόμη φορά “βροντάει” την πόρτα μας, μέσα από τις απεριόριστες δυνατότητες της τεχνολογίας. Ήρωας του “Origin” είναι ο Έντμοντ Κιρς, ένας δαιμόνιος στην τεχνολογία επιχειρηματίας που έχει δημιουργήσει έναν προχωρημένο υπολογιστή, με τεράστιες δυνατότητες. Και το όνομα αυτού Ουΐνστον. Ο Κιρς οργανώνει μια λαμπερή βραδιά, στην οποία θα παρουσιάσει πανηγυρικά την ανακάλυψή του για την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους, η οποία – σύμφωνα με την άποψη του ήρωα του συγγραφέα – καταργεί όλες τις θρησκείες.Τρεις μέρες πριν ενημερώσει το κοινό για τη θεωρία του, ο εκατομμυριούχος τεχνοκράτης καλεί τρεις χαρισματικούς θρησκευτικούς ηγέτες και τους την παρουσιάζει για να τους προϊδεάσει. Από κει και μετά αρχίζουν οι φόνοι. Πρώτα σκοτώνονται δύο από τους θρησκευτικούς ηγέτες και, μετά, ο ίδιος ο Κιρς. Τι συμβαίνει λοιπόν; Ποιος θα λύσει τα μυστήρια; Κάποιος, όμως, πρέπει να αναλάβει να παρουσιάσει, τελικά, στον κόσμο την ανατρεπτική θεωρία του οραματιστή τεχνοκράτη. Ο καθηγητής Ρόμπερτ Λάνγκτον, που εκτιμούσε πολύ τον Κιρς, όταν τον είχε φοιτητή του στο πανεπιστήμιο, αναλαμβάνει την αποστολή, σε συνεργασία με την αρραβωνιαστικιά του διαδόχου του θρόνου της Ισπανίας, την Άμπρα Βιδάλ.Όλη η πλοκή του βιβλίου εκτυλίσσεται στην Ισπανία, με επίκεντρο την Βαρκελώνη. Μέσα από τις συνεχείς ανατροπές και το κυνηγητό του ήρωα, ο Μπράουν μας παρουσιάζει όλα τα αξιόλογα μνημεία και τα αξιοθέατα της πρωτεύουσας της Καταλονίας. Σε κάθε του βιβλίο επιλέγει και άλλο προορισμό, πάντοτε όμως ο Μπράουν διαλέγει τα πιο γνωστά τουριστικά σημεία για να ξετυλίξει την πλοκή του. Το μυθιστόρημα διαπερνούν οι τρεις σημαντικές ερωτήσεις του ανθρώπου: Από πού ερχόμαστε; Τι είμαστε; Πού πηγαίνουμε; Σε αυτά τα ερωτήματα δίνει απαντήσεις η θεωρία του Κιρς. Για να την ανακαλύψει και να την δημοσιοποιήσει στην ανθρωπότητα ο Ρόμπερτ Λάνγκτον, χρειάζεται να αποκωδικοποιήσει αριθμούς, να λύσει γρίφους, να βρει passwords, να ανοίξει κλειδωμένους υπολογιστές και να γλυτώσει από τους εχθρούς που τον έχουν στοχοποιήσει και τον κυνηγούν. Και όλα αυτά θα τα κάνει μέσα σε μια νύχτα! Το ερώτημα που μένει στον αναγνώστη είναι ποια θα είναι η πραγματική δύναμη των υπολογιστών, όταν αποκτήσουν ανθρώπινες ικανότητες που προστίθενται στις απεριόριστες δυνατότητες προγραμματισμού της τεχνολογίας. Όλο το μυθιστόρημα του “Origin” διαδραματίζεται σε μια μόνο νύχτα. Το κυνηγητό, τα περιπολικά, οι πυροβολισμοί, οι διαρρήξεις, τα ελικόπτερα, όλα τα, κινηματογραφικής πλοκής, επεισόδια που σου κόβουν την ανάσα, συμβαίνουν αυτή τη μία μια μόνη νύχτα! Το μεγαλύτερο μέρος της αποσκοπεί στην ανακάλυψη ενός και μόνου, απαραίτητου για τη λύση του μυστηρίου, Password. Αυτό το Password, λοιπόν, είναι ένα τσιτάτο, από μια φράση του ποιητή Ουΐλιαμ Μπέηκ και επικοινωνεί τη θεωρία του Έντμοντ Κιρς (και του συγγραφέα).
. Σε ένα χωριό του Έβρου, το Χρυσοδέντρι, ο δεκαεπτάχρονος Αντώνης Ράπτης εισβάλλει με ούζι στο σχολείο, εκτελεί τον καθηγητή και μέντορά του Θοδωρή Βρανά και δώδεκα συμμαθητές του, συμπεριλαμβανομένης της κοπέλας του Ματίνας Μαστρογιάννη, ενώ ένας, ο δέκατος τρίτος γλιτώνει σε παραλυτική μορφή. Ο ίδιος ο δράστης περιλούζεται με βενζίνη και αυτοπυρπολείται. Τη διερεύνηση αναλαμβάνει ο ομοδιηγητικός αφηγητής Φίλιππος Σέξτος, συγγραφέας, ο οποίος από προσωπικό ενδιαφέρον μεταβαίνει στην περιοχή και μιλά με ντόπιους, όπως τον εξάδελφο του Βρανά Γεράσιμο ή τη Μάρω, τη μάνα του δολοφόνου και αυτόχειρα.
Η πορεία προς τη διαλεύκανση του πρωτόγνωρου εγκλήματος δεν μένει μόνο στο παρόν και στο άμεσο παρελθόν, αλλά εκτείνεται με αναδρομές ειδικά στη ζωή της Μάρως και στη γέννηση του μικρού της μωρού, όταν αυτή ήταν δεκατριών χρονών, από έναν πατέρα που την περιμάζεψε από τον δρόμο αλλά την έκλεισε στο σπίτι και τη χρησιμοποιούσε σαν σκλάβα.
Χαρακτήρες άψογα ψυχογραφημένοι, με τον Κορτώ να βουτάει βαθιά μέσα στα άδυτα της ψυχής τους, φέρνοντας στην επιφάνεια κάθε κρυφό κομμάτι τους, δίνοντάς τους σάρκα και οστά, βρίσκοντας στα μάτια τους τα κομμάτια του δικού μας εαυτού και της ζωής που αφήσαμε πίσω μας. Και δεν χρειάζεται να έχει κυλιστεί κανείς στον βούρκο της ζωής για να τα νιώσει όλα αυτά, αρκεί η καρδιά του να έχει χτυπήσει δυνατά εκεί που άλλαξε ο χρόνος και που οι φίλοι μας κόλλησαν στα δίχτυα του. Ένα μυθιστόρημα ύμνος στη φιλία. Νοσταλγικό, ατμοσφαιρικό και συνάμα ωμό και σκληρό. Ο Κορτώ θα καταπιαστεί με ωμό ρεαλισμό με θέματα που κυριαρχούσαν την εποχή εκείνη και που κατά βάση παρέμεναν πίσω από τις κλειστές πόρτες. Aids, πληρωμένος έρωτας, ξέφρενη ζωή. Η σκοτεινή πλευρά μιας δεκαετίας. Στο σήμερα ο μοναδικός εν ζωή από την παρέα των 3 εξιστορεί τα όσα έζησε με τους φίλους τους, τους φέρνει κοντά του ακόμα και μετα θάνατον «συνομιλώντας» με αυτούς.
Ιστορία μυστηρίου κρυμμένη μες στο αξεδιάλυτο μυστήριο της Ιστορίας, το Μυστικό του Λεονάρντο είναι πάνω απ' όλα ένας ύμνος στην ανθρώπινη δημιουργία: στην ψυχή και στο σώμα που επιμένουν να γεννούν ακόμα κι υπό τη βαριά σκιά του θανάτου.
Ο συγγραφέας περιγράφει όσα έγιναν στη ζωή και στο μυαλό του, τις τρεις μέρες ενός ψυχωσικού επεισοδίου, με έντονο θρησκευτικό παραλήρημα. Η εικόνα του τρελού που αποτυπώνεται στις λογοτεχνικές αφηγήσεις είναι συνήθως ένας τύπος με στερεότυπα χαρακτηριστικά γνωρίσματα (εξωτερικά, εσωτερικά) που ανταποκρίνεται στην προσδοκία του μέσου αναγνώστη. Η εικόνα του παραμένει στερεοτυπική, είτε ως απόκλιση από το κοινωνικά αποδεκτό είτε ως κρίση ταυτότητας είτε ως κατάσταση ατόμου σε κρίση ενώ σε όλες τις περιπτώσεις αυτές οι ήρωες εκδηλώνουν την αδυναμία τους να κατανοήσουν την πραγματικότητα μετά από ένα γεγονός που σηματοδοτεί την απόρριψη, την απώλεια ή στέρηση αγαπημένου τους προσώπου έτσι που τα κείμενα περί τρέλας μετατρέπονται σε μελέτες θανάτου και ζωής. Εδώ αποτυπώνεται όμως η «νέα» εικόνα του τρελού και οι νέες συσχετίσεις κοινωνίας και τρέλας σε σχέση με το μυθιστόρημα καθώς οι αναπαραστάσεις του είναι σχεδόν μαθήματα βασικής ψυχιατρικής ερμηνείας και ανάλυσης.
Η οδός Σάμερ όσο φιλόξενη είναι τόσο επιφυλάσσει εκπλήξεις και ανατροπές στους κατοίκους της. Η εργασιομανής Φει έχει μια κόρη την Αμπερ που την μεγάλωσε μόνη της, και για χρόνια της κρύβει το ένοχο παρελθόν που κουβαλά. Η Μαγκι από την άλλη, επιστρέφει στο πατρικό και την οικογένεια της, και πρέπει ταυτόχρονα ν’ αντιμετωπίσει ένα μυστικό που δεν τολμά ούτε στον εαυτό της να παραδεχθεί. Στην οδό Σάμερ όμως κατοικεί και η Κριστι φαίνεται να είναι το πρόσωπο κλειδί στις απαντήσεις που ψάχνουν. Έλα που όμως το μυστικό που έχει κρύψει η ίδια από τον άνδρα της αποκαλύπτεται… Εσύ τι επιλέγεις φαντάσματα του παρελθόντος η αφοπλιστική αλήθεια;;;
Ο καβγατζής της Βρέστης του Ζαν Ζενέ είναι ένα ποιητικό μυθιστόρημα όπου στην «τρύπα» που δημιουργεί το Κακό έρχονται και πέφτουν όλες οι «καλές ποιότητες» του ανθρώπου, για να εξαφανιστούν εκεί μέσα και στη συνέχεια να δημιουργήσουν ένα σύμφυρμα που βρίσκεται «πέραν του καλού και του κακού. Στον Καβγατζή της Βρέστης έχουμε να κάνουμε ακόμα με μια «ηθική του παρόντος» που μας υποχρεώνει να χρησιμοποιούμε τους ηθικούς όρους «καλό» και «κακό» και όχι τους αντίστοιχους αισθητικούς «όμορφο» και «άσχημο». Ωστόσο, το Κακό στον Ζενέ είναι όμορφο όπως σε όλους τους «καταραμένους».Έχει γίνει δηλαδή, μια ποιότητα αισθητική όπου «η ουσία της ζωής είναι μια υπερβολή, είναι η ασωτία της ζωής». Έχουμε, λοιπόν, στον Καβγατζή της Βρέστης ένα ναύτη που, καθώς αράζει στο λιμάνι της Βρέστης, αποσπάται από την α-ηθική αγνότητα της μάνας θάλασσας και πετιέται στη «θάλασσα» των ανθρώπων, την περιχαρακωμένη για τις ανάγκες του δράματος στους τέσσερις τοίχους ενός μπαρ. Ο Καβγατζής είναι ένας ναυαγός, κατά κάποιον τρόπο. Συνεπώς, ο Καβγατζής είναι ένας εκ-πεσμένος Άγγελος, που δεν παύει να είναι αγγελικός για το λόγο και μόνο πως ξέπεσε. (Ο Σατανάς είναι ένας εκπεσμένος Άγγελος, που, όμως, δεν παύει να διατηρεί τις αρχικές αγγελικές του ικανότητες από πρακτική τουλάχιστον άποψη: έχει δυνάμεις «υπερφυσικές».) Ένας εκπεσμένος Άγγελος είναι και ο Ζενέ πάντα σύμφωνα με τον Σαρτρ. Φαίνεται, μάλιστα, πως ο Ζενέ σε τούτη την «πνευματική» του «αυτοβιογραφία», αυτό ακριβώς προσπαθεί να πει: πως είναι ένας Άγγελος με κομμένα φτερά, ένας χθόνιος Άγγελος, που, μια και δεν μπορεί πια να ανυψωθεί στα ουράνια, βουλιάζει ολοένα και περισσότερο στα Τάρταρα. Αυτό κάνει και ο Καβγατζής. Από «υποδειγματικός άντρας», που τον ερωτεύεται ένας άλλος «υποδειγματικός άντρας», ο υποπλοίαρχος εκπίπτει σιγά σιγά και σχεδόν χωρίς να το πάρει είδηση, σε «μισό άνδρα»: γίνεται ομοφυλόφιλος, στην αρχή από βεβαιότητα για τον ανδρισμό του και μετά από… καθίζηση στο τέλμα του λιμανιού, δηλαδή στη Γη των Ανθρώπων, των ξεκομμένων από τη συμπαντική συνέχεια των ανθρώπων που προσπαθούν να κολλήσουν τα κομμάτια τους με κάθε μέσο και με κάθε τρόπο, ακόμα και με το αίμα.
Μικρές απλές ιστορίες, με χιουμοριστική προσέγγιση και στρωτή γλώσσα. Πιθανώς κάποιες ιστορίες να είναι βιωματικές, τουλάχιστον εν μέρει, και αυτό διαπιστώνεται από την δύναμη της γραφής στα σημεία αυτά. Η ανάλαφρη και ζωντανή προσέγγιση ακόμα και θλιβερών ιστοριών σου δίνει την εντύπωση ότι παρακολουθείς τα πεπραγμένα των ηρώων από κοντά. Λεξιλόγιο, ύφος, μηνύματα, νοήματα, πλοκή ιστοριών από εμένα είναι Ναι!!!
Ο Στούαρτ Μαλόουν είναι ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ που υποφέρει από αϋπνία και από έξι φόνους στην Τσάινατάουν. Το ελάφι -σύμβολο του δολοφόνου- τον στοιχειώνει. Η ζωή του προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε ζωές άλλων. Το βιβλίο ξεφεύγει κατά πολύ από τα μυθιστορήματα που μας έχει συνηθίσει η Σωτη. Ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, μια αφήγηση ρεαλιστική, ένα άλυτο μυστήριο. Μια ιστορία καθημερινής ρουτίνας. Στα καλά του βιβλίου η πολύ καλή γραφή, ευρηματικότητα, περιγραφές που σε εντάσσουν στο κλίμα, παραστατικότητα, καλή σκιαγράφηση χαρακτήρων.
Η ανθρωπότητα στα έργα της Ζατέλη αποτελείται όχι μόνο από ανθρώπινα πλάσματα αλλά και άπειρα στοιχεία της φύσης. Στις ιστορίες της συμπλέκεται ο θάνατος και ο έρωτας και η παιδική ηλικία με όλες τις μνήμες τα χρώματα και αρώματα που αυτές απεικονίζουν. Ωστόσο οι ψυχές που αναμειγνύονται είναι ευαίσθητες στα καλέσματα της
Η γραφή της Ζατέλη μας αφήνει πάντα έκθαμβους με τον τρόπο που ανακατεύει το τότε με το τώρα την μυθοπλασία με την λογική και το παραμύθι. Η γλώσσα της είναι ευέλικτη και αληθινή ρέει απρόσκοπτα.
Η Λευκα μεγαλώνοντας και ωριμάζοντας αναπλάθει τη ζωή της σαν ενήλικη έχοντας όμως μια παιδική φωνή που συνομιλεί με το παρελθόν. Συγγράφει μια ιστορία φάντασμα και περιμένει πότε θ’ ανοίξουν οι κρουνοί να ξεκινήσουν οι καταιγίδες. Μέσα από την ιδιόρρυθμη μυθοπλασία της συγγραφέως και την ιδιότροπη αναφορά της στο παρελθόν το τότε και το τώρα ενώνονται χωρίς ποτέ να ξεχνά την παραμυθένια της παρακαταθήκη
Το πρώτο της έργο, αποτελείται από εννέα διηγήματα όσες και οι Μούσες. Εννιά ιδιαίτερες διαφορετικές ιστορίες που έχουν κάτι μαγικό αλλά συγχρόνως ρεαλιστικά σκληρό. Βλέπουμε τις επιρροές στο ύφος της Ζατέλη μέχρις ότου ολοκληρωθεί και μας μαγέψει με τις ιστορίες της Λεύκας. Πολλά στοιχεία θανάτου αλλά βλέπουμε τον θάνατο σαν τον καλό μας φίλο. Δεν υπάρχουν σαφή όρια ανάμεσα στο λογικό και το παράλογο. Οι πορείες των χαρακτήρων διασταυρώνονται με άνεση από την μια ιστορία στην άλλη
Παραμονή πρωτοχρονιάς όλοι οι νεκροί του πρώτου βιβλίου συγκεντρώθηκαν να δειπνήσουν μαζί με τους ζωντανούς να πάρουν μια δόση ζωής πριν κρυφτούν και πάλι στο σκότος. Η Λευκα πρωταγωνίστρια της συγγραφέως μεγαλώνει και μεταμορφώνεται σιγά σιγά σε γυναίκα προορισμένη να μιλά στις ψυχές και να αποκαλύπτει κρυμμένα μυστικά
Τόσο πραγματική όσο και φανταστική τόσο αληθινή όσο και ψεύτικη η συγγραφέας μας μεταφέρει προσωπικές εντυπώσεις και βιώματα τυλιγμένα σε φύλλα καπνού Σαντε και γραφομηχανές που δεν σταματούν να γράφουν. Με αυτό της το βιβλίο μας ανοίγει μια χαραμάδα στο παράθυρο της προσωπικής της ζωής και μας κάνει ν’ αντιληφθούμε γιατί την λατρεύουμε!!!!
Μόνο η Ζυραννα Ζατέλη που «εγκυμονεί» κάθε 7 χρόνια ένα νέο βιβλίο μπορεί ν’ ατενίζει το κοινό και να τα βλέπει όλα!!! Δεν είναι απλά λογοτεχνία περιγράφει μια κατάσταση ταραχώδους πυρετού που ξυπνάει μόνο με διάφορες ιστορίες στους μύθους και τα παραμύθια μπλεγμένες. Υπερφυσικά στοιχεία μυθιστορηματικοί ήρωες ιστορίες μεθυστικές και όλα αυτά μέσα από ένα γλωσσικό ύφος με δημώδεις εκφράσεις και απρόσμενους λεκτικούς συνδυασμούς.
Η «Δέσποινα» συνιστά τον σπαρακτικό μονόλογο μιας μάνας, που ξεδιπλώνει συναισθήματα, στοχάζεται με εκπλήσσουσα αφέλεια και αναθυμάται γεγονότα του ταραγμένου της βίου! Στο επίκεντρο της εξομολόγησης, ο πρόωρα χαμένος της γιος, θύμα της απριλιανής φασιστικής βίας! Στο φόντο, λανθάνει διακριτικά η νεότερη ιστορία μας…
Κομβικό το ερώτημα, στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, συνέχει και εν πολλοίς ερμηνεύει την εξομολόγηση : «Κι αν η Παναγία ήταν Ελληνίδα μάνα;»… Από κει και πέρα, ο υποψιασμένος αναγνώστης αντιλαμβάνεται τις εμφανείς αναλογίες, νοηματοδοτεί τα συμβάντα και προβαίνει στις δικές του αναγωγές και ερμηνείες.
Από το αρχέτυπο της Παναγίας που θρηνεί τον χαμένο της γιο, τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με την οδύνη μιας Μάνας που θάβει το παιδί της! Η Δέσποινα, σε κάθε σελίδα του βιβλίου αυτού, από τα μύχια της ψυχής της,
απελευθερώνει τον σπαραγμό αυτό και αναγορεύεται, παρά την απλοϊκότητα της, σε σύμβολο καθάριο! Με την έννοια που αποδίδεται στο πλατωνικό Συμπόσιο:
«έκαστος ουν ημών εστίν ανθρώπου ξύμβολον» .
Ο Αύγουστος Κορτώ καταγράφει την ιστορία της υπερήλικης πλέον Ρένας. Μιας γυναίκας που η πορεία της ήταν προδιαγεγραμμένη από την στιγμή της γέννησης της. Κόρη μιας πόρνης γεννιέται στον οίκο ανοχής που είχε βρει καταφύγιο η μητέρας της και απ΄ τα 12 χρόνια της ακολουθεί τον ίδιο μονόδρομο. Μέσα στα λασπόνερα της φτωχογειτονιάς και της ανθρώπινης δυστυχίας, η Ρένα αξιώνεται ν’ αγαπηθεί και να αγαπήσει κι αυτή η σχέση γίνεται το ισοζύγιο μιας περιπετειώδους ζωής, που κάπου στο βάθος και την ουσία της παραμένει αγνή κι ονειροπόλα.
Ένα βιβλίο τολμηρό και άφοβο, τρυφερό και σκληρό, αληθινό κι ονειροπόλο, ρεαλιστικό και απερίγραπτο. Όπως η ζωή της Ρένας, της ηρωίδας που μόνο ο Αύγουστος Κορτώ θα μπορούσε να περιγράψει ίσως τόσο μεστά, αληθινά και γλαφυρά, σα να βρίσκεται δίπλα σου και να μιλάει μόνο σε σένα.Γλώσσα προφορική με θυμοσοφία, ντόμπρα, λαϊκιά, αμόρφωτη, αλλά συναισθηματικά και εμπειρικά πάμπλουτη, άφοβη, συγκινητική, φιλοσοφημένη. Είναι η Ρένα ένα καταθλιπτικό βιβλίο; Ένα βιβλίο με χιούμορ; Η Ρένα είναι τα πάντα! Τα έχει όλα! Όπως η ίδια η ζωή.
Ένα καθηλωτικά ιστορικό μυθιστόρημα, περιγράφει με θαυμαστή ακρίβεια όλο το ιστορικό χρονικό της επίθεσης των Τούρκων στην Σμύρνη της καταστροφής που συνεχίστηκε και το αποτέλεσμα δυο εκατομμύρια άνθρωποι να πέσουν θυματα της τρομακτικής βιαιότητας του διωγμού και της έκτασης καταστροφής. Ο συγγραφέας σαν ουδέτερος αλλά όχι αδιάφορος παρατηρητής απεικονίζει το έργο σαν μέσα από φωτογραφική μηχανή. Εξετάζει τα γεγονότα με αντικειμενικότητα αλλά και ελεγχόμενη συναισθηματική φόρτιση.
Ο πρωταγωνιστής του Καμυ ένα άτομο με ψυχολογία ανεπηρέαστη από τις εξωτερικές συνθήκες αδιαφορεί για το πως τον βλέπουν οι γύρω του. Ακόμη και την στιγμή που θα πεθάνει το πως και το γιατί δεν έχουν καμμία σημασία. Πρωτοπόρο του υπαρξισμού η γραφή σε παγώνει και σε κρατάει «Ξένο».
Βιβλίο του Νομπελίστα συγγραφέα Μάρκες, αφηγείται παράξενες και φανταστικές ιστορίες από την ζωη καθενός από την οικογένεια Μπουεντια. Το βιβλίο διακατέχεται συχνά από το στοιχείο του παραλόγου αλλά και στοιχεία παραμυθιού. Μπορούμε να το εντάξουμε στο κίνημα του Μαγικού Ρεαλισμού, και πραγματικά σε μαγεύει μ’ αυτό τον ρεαλισμό που ξεφεύγει από τα καθημερινά πρότυπα.
Η μεγαλύτερη ιστορία αγάπης που έγινε ποτέ σε ένταση πάθους και σε χρόνο. Τελικά ο πραγματικός έρωτας δεν χάνεται ποτέ σε όποια ηλικία και όσα χρόνια και αν περάσουν, και ακόμη και αν σε ξαναβρεί στην δυση πια σου χαρίζει την ευτυχία που στερήθηκες. Αριστουργηματική γραφή υπέροχες περιγραφές απόλυτα καθηλωτικό
Μια βιολόγος αφιερωμένη στην μελέτη των φαλαινών, μετά από περιπέτειες αποδεικνύει ότι οι φάλαινες έχουν νοημοσύνη και δημιουργούν διαύλους επικοινωνίας με το περιβάλλον. Το βιβλίο αυτό είναι θρίλερ και παρουσιάζει τον κόσμο μας όπως απειλείται από τις περιβαλλοντικές καταστροφές και τους αμείλικτους κυνηγούς προνομίων. Ολοκληρώνεται όμως με την νίκη της φύσης κόντρα στην αισχροκέρδεια.
Ο εντεκάχρονος Αλφόνσο γιος του Δον Ριγοβερτο πάσχει από σεξουαλικές εμμονές περίεργες για την ηλικία του. Ο Δον Ριγοβερτο έχει τα τετράδια του τι αναλύει όμως εκεί κωμικά;;; Και πάντα όλα με φόντο την Λίμα
Η σάτιρα της κοσμικής ζωής στο Λονδίνο είναι εκπληκτικά αιχμηρή με εξαιρετική γλωσσική οικονομία -αποτελεί ένα υπόδειγμα ύφους του 20ού αιώνα. Ο συγγραφέας διατηρεί μια περιπαικτική διάθεση και απλά περιγράφει τις κωμικές παράλογες καταστάσεις που εκφράζουν τη σύγχρονη, «μοντέρνα» ζωή. Ήδη χαρακτηρίζεται από την έλξη του προς την αριστοκρατία, κυρίως για το γούστο και το φλέγμα που επιδεικνύει. Από τη στροφή του στον καθολικισμό όμως και μετά, τα μεγάλα έργα του, αν και δεν χάνουν καθόλου από την καλλιτεχνική τους αξία, πλέον χαρακτηρίζονται από μία συγκεκριμένη στάση του συγγραφέα, ο οποίος κάνει την παρουσία του συνειδητά αισθητή. Το ύφος του Γουό χαρακτηρίζεται από μία οικονομία που καθιστά τη σάτιρά του ακόμη πιο καυστική. Χρησιμοποιεί απλές προτάσεις, οι οποίες συχνά είναι και αρκετά σύντομες, παραλληλισμούς και έντονες μεταφορές, και αρκετές λογοτεχνικές, θεολογικές και μυθολογικές αναφορές. Αν και ο Γουό απέρριψε τις καινοτομίες του μοντερνισμού και διατήρησε έναν ρεαλισμό με έμφαση στην ειρωνεία και την παρατηρητικότητα ηθών και συμπεριφορών, εντούτοις είναι δύσκολο να αρνηθεί κανείς ότι ορισμένα στοιχεία της μοντέρνας εποχής μπόρεσαν να διεισδύσουν στο έργο του.
Το Για μια Χούφτα Σκόνη είναι μία από τις πιο βάναυσες και μισανθρωπικές σάτιρες του Γουό, από την οποία δεν υπάρχει κάποιος κεντρικός χαρακτήρας που να διατηρεί τελικά μια θετική εικόνα. Κατά βάση είναι η ιστορία μίας απιστίας. Αυτό που σοκάρει είναι η ευκολία με την οποία αυτή η απιστία λαμβάνει χώρα, η απουσία οποιασδήποτε δικαιολόγησης, οποιασδήποτε αίσθησης ευθύνης, με συνεπαγωγή η ίδια η έννοια του γάμου να φαντάζει ευτελής αν όχι γελοία. Ο Τόνι και η Μπρέντα είναι ένα παντρεμένο ζευγάρι που μένει σε μια μεγαλοπρεπή αλλά παλιομοδίτικη έπαυλη στην επαρχία, κληρονομιά της αριστοκρατικής οικογένειας του Τόνι. Ο Τόνι (του οποίου το επώνυμο είναι Λαστ ως ένδειξη ότι είναι ένα είδος προς εξαφάνιση) είναι καλοπροαίρετος αλλά βαρετός και χωρίς την παραμικρή επαφή με τη σύγχρονη πραγματικότητα. Η γυναίκα του σε ένα σουαρέ στο σπίτι τους γνωρίζει τον εντελώς αδιάφορο, άχρωμο και ασήμαντο Μπίβερ και με περισσή φυσικότητα συνάπτει εξωσυζυγικές σχέσεις μαζί του, καταλήγοντας να νοικιάσει διαμέρισμα στο Λονδίνο για να ζει μαζί του. Το ζεύγος Μπρέντα – Μπίβερ είναι αξιολύπητο από κάθε άποψη και ο Γουό απολαμβάνει να το περιγράφει ανελέητα υπό μία πραγματικά εξευτελιστική οπτική γωνία. Οι εξελίξεις αποδεικνύονται τραγελαφικές όσο και θλιβερές.
Η δράση ξεκινά από τη Λίμα της δεκαετίας του ΄50 –για την ακρίβεια από τη σικάτη συνοικία Μιραφλόρες, όπου η ανέμελη νεολαία λικνίζεται στους ρυθμούς του μάμπο ανακαλύπτοντας τη σεξουαλική ηδονή– και στη συνέχεια ξεδιπλώνεται στο Παρίσι των υπαρξιστών, στο Λονδίνο των ψυχοτρόπων ουσιών, στο Τόκιο των ηδονοβλεπτών καθώς και στη Μαδρίτη του '90, για να καταλήξει και πάλι στο σύγχρονο Περού. Κάθε στάση κι ένας ολόκληρος κόσμος. Κάθε άλμα στον χρόνο κι ένα παράθυρο στα κινήματα και τις νοοτροπίες που σημάδεψαν το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, δοσμένα με αξιοθαύμαστη διεισδυτικότητα και ακρίβεια. Και σε κάθε πόλη, η ίδια γυναίκα, το «παλιοκόριτσο», με διαφορετικό μεν προσωπείο αλλά πάντα ατίθαση, ξελογιάστρα και σκληρή, ν’ αναστατώνει τη ζωή του αφηγητή, του Ρικάρντο, αιχμαλωτίζοντάς τον σ’ έναν βασανιστικό έρωτα απ’ τον οποίο μόνον ο θάνατος μπορεί να τον γλιτώσει. Το «παλιοκόριτσο» μεταμορφώνεται διαρκώς: στην εφηβεία της, στη Λίμα, παρουσιαζόταν ως Χιλιανή, ώστε να καμουφλάρει τα ταξικά χαρακτηριστικά της. Στο Παρίσι εμφανίζεται με τη στολή της επαναστάτριας, έτοιμη ν’ αγωνιστεί στο πλευρό του Φιντέλ Κάστρο.
Σύντομα, όμως, επανακάμπτει στον ορίζοντα του αφηγητή ως καλοστεκούμενη αστή, παντρεμένη διαδοχικά με γηραιό Γάλλο διπλωμάτη, μ’ Εγγλέζο αριστοκράτη και με Γιαπωνέζο μπίζνεσμαν, ο οποίος με τα νοσηρά σεξουαλικά παιχνίδια του θα τη σακατέψει. Σε κάθε στραβοπάτημά της, όμως, η συμπαράσταση του «καλόπαιδου» Ρικάρντο είναι δεδομένη. Το πηγάδι του έρωτά του γι’ αυτή δεν στερεύει ποτέ.
Παράλληλα, ο Μάριο Βάργκας Λιόσα αποτυπώνει στο «Παλιοκόριτσο» την πρόσφατη ιστορία του Περού (από τη μια δικτατορία στην άλλη), αντιδιαστέλλοντάς την με την έκρηξη ιδεών και την επανάσταση των ηθών στη Δύση. Κι ένας προσεχτικός αναγνώστης, πίσω από την παθητικότητα του Ρικάρντο, διακρίνει την αδυναμία της φιλελεύθερης αστικής τάξης του Περού να συμβάλει αποφασιστικά στη δημοκρατική ανοικοδόμηση της χώρας.
Η πλοκή αυτού του μυθιστορήματος στήνεται σαν ένα επιδέξιο σταυρόλεξο κωμικών καταστάσεων που φτάνουν ώς το χείλος του παραλογισμού, καθώς οι ήρωες ασκούν τα ευφάνταστα μυαλά και τα άσωτα κορμιά τους σε κάθε είδους παρεκτροπή.
Ο Τζει Μακιντος δεν είναι καθόλου ευχαριστημένος με την ζωή που ζει, παρόλο που είναι ένας νέος ωραίος και εξαιρετικά επιτυχημένος συγγραφέας. Αποφασίζει λοιπόν ν’ αποδράσει μαζεύει την γραφομηχανή του, τα τελευταία μπουκάλια κρασί Σπέσιαλ και φεύγει για ένα σπίτι που αγόρασε στην Νότιο Γαλλία. Η ζωή το χωριό, η Μαριζ, η Ροζα, η Μιρειγ, και ο Τζο έστω και με την άυλη παρουσία του του χαρίζουν ιδέες για το επόμενο αριστούργημα του, πλέον όμως η ζωή του έχει την γεύση του κρασιού από βατόμουρα
Η Μαντλέν γυρίζει στο νησί της υστερα από 10 ολόκληρα χρόνια απουσίας, όλα γυρίζουν πίσω αυτό πιστεύουν όλοι στο νησί και η ζωή παραμένει αναλλοίωτη. Γυρίζει όμως και βρίσκει μισογκρεμισμένα σπίτια ερειπωμένους δρόμους και την παραλία πλημμυρισμένη. Οι κάτοικοι παραμένουν στο άσβεστο και αιώνιο μίσος με τους πλούσιους γείτονες του διπλανού χωριού. Αυτοί οι ασυμβίβαστοι νησιώτες που αν πιαστούν στα δίχτυα του έρωτα θα συμβεί το αναπόφευκτο. Τι είναι αυτό όμως που τους χωρίζει στ’ αλήθεια και ταυτόχρονα τους ενώνει;;;;
Ο Λεφ Κορόβιν είναι Ρώσος ζωγράφος. Στις αρχές του 20ου αιώνα, όπως ο Σαγκάλ, ο Σουτίν, ο Πικάσο και ο Μοντιλιάνι, έρχεται στο Παρίσι για να ανακαλύψει μια άγνωστη ελευθερία. Όταν ξεσπάει ο Μεγάλος Πόλεμος, κατατάσσεται στις μονάδες καμουφλάζ που επινόησαν οι κυβιστές. Ο πόλεμος έχει σκοτώσει μέσα του την έμπνευση. Αναζητεί τη σωτηρία του εδώ κι εκεί, πριν καταλάβει πως μόνο εκείνη η μυστηριώδης γυναίκα που το όνομά της στοιχειώνει το μυαλό του σαν μαγγανεία θα του επιτρέψει ίσως να ξαναβρεί μια ταυτότητα που χωρίς αυτή είναι ένα τίποτα: την τέχνη.
«Ο καθένας μας κουβαλάει μια προσωπική του αλήθεια.Το πρόβλημα γίνεται διακριτό από το πώς στεκόμαστε απέναντι στις αλήθειες των άλλων και πώς οι άλλοι στέκονται απέναντι στις δικές μας αλήθειες» μας λέει ο Νίκος Θέμελης οδηγώντας μας έτσι στην ιδεολογική καρδιά της αφήγησής του. Και θα βρούμε αυτή τη φράση, παραλλαγμένη ελαφρά, να επανέρχεται διαρκώς σε διάφορες σελίδες του μυθιστορήματος. «Η αφήγηση ξεκινά στο Λονδίνο το 1959. Ο νεαρός διδάκτορας Ιστορίας, ο οποίος έχει δουλέψει μια διατριβή για το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ετοιμάζεται να επιστρέψει στην Ελλάδα. Μαζί του φέρνει και το μυστικό ενός χειρογράφου, η αποκάλυψη του οποίου δοκιμάζει τις βεβαιότητές μας για την ιστορία. Είναι ένα μυστικό συνταρακτικό, ίσης αξίας με τα μεγάλα μυστικά της επιστήμης που άλλαξαν τον ρου του ακίνητου θρησκευτικού κόσμου, του «έτσι τα αφήνουμε γιατί έτσι τα βρήκαμε». Ο Θέμελης είναι ένας μάστορας της αφήγησης και γνωρίζει πολύ καλά να διαχέει τη μεγάλη ιστορία μέσα στις μικροϊστορίες των ηρώων του, αυτές τελικά που στοιχειοθετούν ένα μυθιστόρημα.
Ο Ν. Θέμελης αφηγείται την πορεία της ελληνικής αστικής τάξης στα Βαλκάνια και στη Ν. Ρωσία στο γύρισμα του 20ου αιώνα, που είναι μια εποχή μεγάλων ανατροπών για τον ευρωπαϊκό χώρο, οι οποίες επηρεάζουν και τη ζωή των Ελλήνων που ζουν εκεί. Η υπάρχουσα καθεστηκυία τάξη (πολιτική, οικονομική, κοινωνική, πολιτιστική) αλλάζει ριζικά και διαμορφώνεται μια νέα πραγματικότητα, η οποία αποτυπώνεται στον καινούργιο πολιτικό χάρτη της Ευρώπης με τη δημιουργία πολλών εθνικών κρατών που συγχρόνως επιδιώκουν και τον αστικό εκσυγχρονισμό τους. Ουσιαστικά πρόκειται για την εποχή που αρχίζει με τη Β! Βιομηχανική επανάσταση και τελειώνει με το τέλος του Α! Παγκοσμίου πολέμου και της Ρωσικής Επανάστασης (1875-1918). Το βασικό γνώρισμα της εποχής αυτής συμπυκνώνεται στη λέξη Ανατροπή, η οποία τίθεται κι ως τίτλος του μυθιστορήματος. Ανατροπές λοιπόν πολλές, άλλες μικρότερες, άλλες μεγαλύτερες, οι οποίες ξεκίνησαν απ’ τις ανακαλύψεις της τεχνολογίας και τις νεωτερικές ιδέες του Διαφωτισμού κι αργότερα του σοσιαλισμού και της μοντέρνας τέχνης. Οι νέες αξίες της ελευθερίας και της ισότητας οδηγούν σε απελευθερωτικά κινήματα εθνικά και ταξικά με αποτέλεσμα την ανατροπή τριών αυτοκρατόρων, του Τσάρου και της Ρωσικής αυτοκρατορίας, του Κάιζερ της Γερμανικής αυτοκρατορίας, των Αψβούργων και της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας και λίγο αργότερα του Σουλτάνου και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας! Ο άνεμος της ελευθερίας και τα ανθρώπινα δικαιώματα σαρώνουν τα πάντα σχεδόν στο διάβα τους.
Ανατρέπουν αναχρονιστικές αντιλήψεις π.χ. για τη θέση της γυναίκας και τις παραδοσιακές σχέσεις του ανδρόγυνου εισάγοντας νέες σχέσεις ισότητας. Ανατρέπουν παραδοσιακά καλλιτεχνικά ρεύματα, όπως του ρομαντισμού και κλασικισμού που δίνουν τώρα τη θέση τους στις μοντέρνες τεχνοτροπίες. Ο σιδηρόδρομος, τα ατμόπλοια, ο τηλέγραφος, ανατρέπουν τον παλιό τρόπο ζωής στις μεταφορές, στην επικοινωνία και στο εμπόριο! Η ανακάλυψη του ηλεκτρισμού παρέχει νέα πηγή ενέργειας για τα εργοστάσια και τα μέσα μεταφοράς και κατασκευάζονται τα πρώτα ηλεκτροκίνητα τραμ και το μετρό στο Λονδίνο(1870) και σε μερικές άλλες πόλεις.
Μέσα από τα πάθη μιας οικογένειας ζει ο αναγνώστης τα πάθη της Ελλάδας με την Μεγάλη Ιδέα ,το Διχασμό , τη Μικροασιατικη Καταστροφή μέχρι τον Μεσοπόλεμο. Η αναλαμπή είναι η συνεχής προσπάθεια για έναν κόσμο καλύτερο. Η γραφή του Συγγραφέα με συνεπήρε. Είναι μια σαφής εξιστόρηση της αδυναμίας του Ελληνικού λαού να αποδεχτεί ότι αυτός φταίει για όλα τα δεινά του, κ ότι η απουσία ρεαλιστικής σκέψης οδηγεί στην ήττα.
Έξι πρόσωπα αφηγούνται ισάριθμες ιστορίες και συνθέτουν συγχρόνως την περιπέτεια ζωής του κεντρικού ήρωα και των σχέσεών τους μαζί του. Σχέσεις εξουσίας και δεσμοί καταπίεσης, αλλά και σχέσεις φιλίας και έρωτα, ελευθερίας και δημιουργίας. Σ' έναν κόσμο που φεύγει και σ' έναν κόσμο που έρχεται, στα τέλη του περασμένου αιώνα και στις αρχές του 20ού, κάποιοι αναζητούν καινούργιες απαντήσεις, συγκρούονται για τις ιδέες τους, κυνηγούν προσωπικά και συλλογικά οράματα. Η αναζήτηση, το πρώτο κομμάτι της τριλογίας, αναφέρεται στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, μια περίοδο όχι ιδιαίτερα μελετημένη συγκριτικά με άλλες πιο περιπετειώδεις περιόδους της ελληνικής ιστοριας (πχ επανάσταση 21, Μεσοπόλεμος, Μικρασιατική καταστροφή κλπ). Είναι, όμως, μια περίοδος σημαντική μέσα στην οποία συμβαίνουν υπόγειες διεργασίες που σφυρηλατούν την εθνική μας ταυτότητα και διαμορφώνουν την ελληνική συνείδηση. Ενα βιβλίο που μιλά για τον πρωταγωνιστή του μέσα από αφηγήσεις τρίτων κι αυτό είναι πρωτότυπο. Μιλά επίσης, για τη ζωή στη Μικρά Ασία, Σμύρνη και την Πόλη, πριν την καταστροφή και τα Σεπτεμβριανά του ΄55 . Η γραφή του Θέμελη είναι πνευματική.
Ένα ιστορικό μυθιστόρημα που ξεκινά από την Κωνσταντινούπολη το 1453 και εξελίσσεται στους σύγχρονους χρόνους και σ’ ένα κυνήγι κρυμμένων θησαυρών που ένα μυστικό θ’ αλλάξει τον ρου της ιστορίας
Ένα βιβλίο που προβληματίζει τον αναγνώστη και τον ευαισθητοποιεί βοηθώντας τον να κατανοήσει την αξία του ειρηνικής ζωής! Το βιβλίο μας μυεί στον εμφύλιο πόλεμο της Ισπανίας μέσα από την αναδρομική εξιστόρηση της οικογένειας Ραμίρεζ που αποδεκατίστηκε από τον εν λόγω πόλεμο. Το βιβλίο είναι πολυεπίπεδο και η ιστορία εκτυλίσσεται σε δυο χρονικά και τοπικά επίπεδα. Η Σόνια, μια 32χρονη αγγλίδα το 2001 κάνει ένα ταξίδι στη Γρανάδα, στη γενέθλια γη της μητέρας της μαζί με τη φιλη της τη Μάγκι για να παρακολουθήσουν μαθήματα φλαμέγκο. ΄Ηδη η Σόνια είναι παντρεμένη με τον Τζέιμς κι ενώ ο γάμος τους ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς στη συνέχεια η ρουτίνα τους οδήγησε στο αδιέξοδο. Τυχαία, σ ένα καφέ θα γνωρίσει τον ιδιοκτήτη του και κάποιες φωτογραφίες θα την κάνουν να συνδέσει τη μητέρα της με το συγκεκριμένο καφέ. Ο Μιγκέλ θα αφηγηθεί το παρελθόν της οικογένειας που είχε άλλοτε το καφέ μια ιστορία τραγική, δραματική, γεμάτη περιπέτεια, πόνο, φυλακίσεις και θάνατο. Ευχάριστη νότα ο τρυφερός και νεανικός έρωτας της Μερσέντες, της κόρης των ιδιοκτητών με το Χαβιέ, το μελαχρινό κιθαρίστα της. Μια αγάπη αγνή, αλλά σύντομη αφού ο εμφύλιος θα τους χωρίσει οριστικά. Η Σόνια, εν τέλει, θα μάθει πράγματα που ποτέ κανείς δεν ήξερε για το παρελθόν της μητέρας της. Αναμφίβολα, δεν πρόκειται για ένα ελαφρύ βιβλίο παραλίας! Ο γυρισμός αποτελεί ένα βιβλίο σταθμό με ιστορικές και κοινωνικές προεκτάσεις, ένα βιβλίο αναπόλησης μιας περασμένης εποχής, ένα βιβλίο που μας «ταξιδεύει» στα μαγικά σοκάκια της Γρανάδα και μας αποκαλύπτει τη δύναμη της νεανικής και αγνής αγάπης, που δίνει πνοή στο δοκιμαζόμενο άνθρωπο – στην προκειμένη περίπτωση στη Μερσέντες, που η αγάπη της για το Χαβιέ λειτουργεί ως κινητήριος μοχλός και την οδηγεί στην υπέρβαση! Η Σόνια θα πάρει τη γενναία απόφαση να χωρίσει και να αποδεσμευτεί από ένα γάμο που την πνίγει! Στα θετικά στοιχεία του βιβλίου συγκαταλέγονται οι εξαίσιες περιγραφές των τοπίων της Γρανάδα μέσα από γλαφυρές εικόνες, η μαγική παρουσίαση του χορού (φλαμέγκο) και ό, τι αυτός εκφράζει και τα ολέθρια αποτελέσματα του εμφύλιου πολέμου στις ανθρώπινες σχέσεις και στο πολιτιστικό και οικονομικό οικοδόμημα.
Πρόσφυγας στη Θεσσαλονίκη θα έρθει η μικρή και ορφανή Κατερίνα. Η κυρία Ευγενία, μια γυναίκα με τα δίδυμα κορίτσια της συνταξίδεψε με την Κατερίνα και από την πρώτη στιγμή γίνεται ο άνθρωπος που θα τη φροντίσει.
Μια παιδική φιλία θα αναπτυχθεί. Δύο διαφορετικοί κόσμοι που όμως δεν θα σταθούν ικανοί να εμποδίσουν τον έρωτα που σταδιακά θα αναπτυχθεί ανάμεσα στα δυο παιδιά. Ο Δημήτρης θα εισαχθεί στην Ιατρική σχολή μα θα εμπλακεί με τους κομμουνιστές για να αγωνιστεί για την πατρίδα του και το κυνηγητό και οι εξορίες θα μπουν στη ζωή του. Η Κατερίνα θα πιάσει δουλειά στους Μορένο. Πρόκειται για μια οικογένεια Εβραίων. Οι Μορένο είναι ράφτες, οι οποίοι κατάφεραν να εισχωρήσουν στην αριστοκρατία της εποχής, χάρη στην τέχνη τους. Έτσι λοιπόν, η Κατερίνα θα γίνει κεντήστρα. Όμως τα εμπόδια που θα βρεθούν στον δρόμο της θα είναι πολλά. Η Γερμανική Κατοχή, η πείνα, ο εμφύλιος και το ξεκλήρισμα της Εβραϊκής κοινότητας που κανέναν δεν θα αφήσει αλώβητο, φυσικά ούτε και τους Μορένο θα γίνουν για την Κατερίνα η τροχοπέδη σε μια ήρεμη ζωή. Μόνο ο πατέρας του Δημήτρη που θα γίνει δοσίλογος, χωρίς να πληρώσει το τίμημα που του αναλογούσε, επιβιώνει διαφορετικά.
Ένας νεαρός άνδρας γυρίζει στην Ελλάδα ανακαλύπτει τις ομορφιές της σε διαφορα μέρη και κάνει κοινωνό σε αυτή του την περιήγηση μέσω της καρτ ποστάλ- την υποτιθέμενη κοπέλα του. Γλαφυρό, ευχάριστο φουλ ταξιδιάρικο
Μέσα από μια αφήγηση με ομορφιά και δεξιοτεχνία η συγγραφέας παρουσιάζει την ιστορία μιας μητέρας με τα δίδυμα παιδιά της που αναγκάζεται να ζήσει σε κάποια άλλη πόλη στην Ινδία. Οι περιγραφές της συγγραφέως συνεπαίρνουν ολοκληρωτικά τον αναγνώστη και του δημιουργούν την επιθυμία να εξερευνήσει- έστω και νοερά- μακρινούς ορίζοντες πάθη και επιθυμίες που πλαισιώνονται από τον εξωτικό χαρακτήρα της περιοχής με εικόνες και αρώματα της Ινδιας
Μιλάει για γυναίκες που δοκιμάζονται, αγαπούν, ερωτεύονται, Γυναίκες που θέτουν στόχους και παίρνουν τα ρίσκα τους αλλά δεν συμβιβάζονται Γυναίκες που δε φοβούνται να αποκαλύψουν τα πραγματικά τους αισθήματα, γιατί θέλουν να είναι πάντα ο εαυτός τους
Τρεις γυναίκες και δύο άντρες… κάτι σαν να περισσεύει ή μήπως όχι; Η Σοφία, η Διώνη και η Κυβέλη… ο Άγγελος και Γιώργος. Οι δύο πρώτες έχουν σχέση μητέρας και κόρης αντίστοιχα, ενώ η τρίτη εμφανίζεται ξαφνικά σε μία τραγική στιγμή για τη ζωή τους. Τρεις γυναίκες που οι ζωές τους διασταυρώνονται.
«Η αφοπλιστική ειλικρίνεια της Κυβέλης είχε από την αρχή αλλάξει το κλασικό σκηνικό αντιζηλίας συζύγου και ερωμένης. Ο αυθόρμητος θαυμασμός της άλλης ήταν ό,τι περισσότερο θα μπορούσε να έχει ελπίσει η Σοφία. Η συζήτηση συνεχίστηκε σε μία καφετέρια στη Σκουφά. Η Κυβέλη εξηγούσε, η Σοφία έκρινε. Η Κυβέλη θυμόταν, η Σοφία διασταύρωνε, συνδύαζε. Η Κυβέλη βούρκωνε μιλώντας γα τον Άγγελο, η Σοφία όχι πια…Πόσα χρόνια είχαν περάσει από τότε…Μια στρογγυλή δεκαετία που τους απογείωσε, για να τους προσγειώσει τελικά που; Στην ίδια γη τη γαμήλιας μιζέριας των μαμάδων και γιαγιάδων τους.»
«Τρεις παράλληλες διαδρομές που σε μια κρίσιμη στιγμή, όταν το ρολόι της ζωής σταματάει στο χρόνο του έρωτα, βρίσκονται αντιμέτωπες με το απίστευτο. Εκεί υπάρχει ένας έρωτας που εξωτερικεύεται και ένας έρωτας εσωτερικός. Εκεί υπάρχει ο άντρας των αναμνήσεων κι ο άντρας του παρόντος. Εκεί υπάρχει ο γελαστός έρωτας της ηδονής κι ο ποιητής έρωτας της υπέρβασης. Παντού υπάρχει κάθε φορά ο ίδιος άντρας που στοιχειοθετεί το απίστευτο».
Δεν είναι σύνηθες να λαμβάνεις γράμματα από τους νεκρούς.
Όταν η Βιαν Ροσέ παίρνει ένα γράμμα από τον άλλο κόσμο, δεν έχει άλλη επιλογή από το να ακολουθήσει τον άνεμο που φυσά, οδηγώντας την πίσω στο Λανσκνέ, το χωριουδάκι στη νοτιοδυτική Γαλλία, όπου έξι χρόνια πριν είχε ανοίξει ένα μαγαζί με σοκολάτες.
Η Βιαν, όμως, είναι εντελώς απροετοίμαστη γι’ αυτό που θα συναντήσει. Γυναίκες με μαύρες μαντίλες κυκλοφορούν στους δρόμους και παντού είναι διάχυτη η μυρωδιά από μπαχάρια και τσάι δυόσμο. Στην όχθη του ποταμού, απέναντι από την εκκλησία του Σεν Ζερόμ, ορθώνεται ένας μιναρές. Η νέα κοινότητα έχει φέρει τα πάνω κάτω στο χωριό. Επιπλέον, ο εφημέριος Ρενό, ο αιώνιος εχθρός της Βιαν, δέχεται απειλές για τη ζωή του. Και φαίνεται ότι εκείνη είναι η μόνη που μπορεί να τον σώσει...
Για χρόνια, οι φήμες για την πιτσιρίκα του βάλτου έδιναν κι έπαιρναν στο Μπάρκλι Κόουβ, ένα ήσυχο ψαροχώρι της Βόρειας Καρολίνας. Ο θάνατος του νεαρού Τσέις Άντριους τις έκανε να φουντώσουν ακόμη περισσότερο. Ποιος θα μπορούσε να τον είχε σκοτώσει, αν όχι εκείνο το αγριοκόριτσο που ζούσε μονάχο του στα βάθη του βάλτου;
Αλλά την Κάια δεν την είχαν καταλάβει. Ευαίσθητη και έξυπνη, είχε καταφέρει να επιβιώσει ολομόναχη, εγκαταλελειμμένη απ’ τους ανθρώπους, παρέα με τους γλάρους και μ’ όσα της δίδαξε η άμμος κι η αρμύρα. Όταν δύο νεαροί απ’ το χωριό γοητεύονται απ’ την άγρια ομορφιά της, η Κάια ανοίγεται σε μια καινούργια ζωή. Αλλά τότε συμβαίνει το αδιανόητο.
Μια ωδή στον φυσικό κόσμο και μια σπαρακτική ιστορία ενηλικίωσης, που μας υπενθυμίζει πώς τα παιδικά μας χρόνια μάς καθορίζουν για πάντα και ότι η ανθρώπινη φύση κουβαλά αρχέγονα, βίαια μυστικά, απ’ τα οποία κανένας δεν μπορεί να ξεφύγει.
“Η Κάια άφησε το περιοδικό στα πόδια της με το μυαλό της να ταξιδεύει σαν τα σύννεφα. Κάποια θηλυκά έντομα τρώνε το ταίρι τους, μητέρες από την οικογένεια των θηλαστικών εγκαταλείπουν τα μικρά τους λόγω του μεγάλου στρες, πολλά αρσενικά βρίσκουν ριψοκίνδυνους ή πανούργους τρόπους ώστε το σπέρμα τους να επικρατήσει των ανταγωνιστών τους. Τίποτα δεν είναι υπερβολικά απρεπές εφόσον βοηθάει να συνεχιστεί ο κύκλος της ζωής. Η Κάια ήξερε πως αυτό δεν αποτελούσε κάποια σκοτεινή πλευρά της Φύσης· ήταν απλώς επινοητικοί τρόποι να τα βγάζεις πέρα όταν όλα είναι εναντίον σου. Και με τους ανθώπους, το πράγμα σίγουρα πήγαινε ακόμα πιο μακριά”. Καλογραμμένο και εξαιρετικά ενδιαφέρον, με τη χλωρίδα και την πανίδα της Βόρειας Καρολίνας να γίνονται θέματα συγκλονιστικά στα χέρια της συγγραφέα (και βιολόγου) Ντέλια Όουενς, και το σασπένς να κυριαρχεί σε βαθμό που να μην σου επιτρέπει να αφήσεις το βιβλίο από τα χέρια σου μέχρι την τελευταία σελίδα αποκλείεται να σε απογοητεύσει.
Πραγματεύεται τους πολέμους μεταξύ Γερμανίας και Βρετανίας στην Ανατολική Αφρική. Πόλεμοι που έχουν αιμοσταγές και απάνθρωπο χαρακτήρα. Ο Ιλιας ένας νεαρός που είχε μόνο μια μικρή αδελφή, η οικογένεια του έχει σφαγιαστεί, παίρνει μέρος στον πόλεμο σαν μισθοφόρος, δημιουργώντας ελπίδες για την επιστροφή του που όμως ποτε δεν φτάνει. Το διήγημα αυτό συνδιάζει ιστορικά στοιχείο και άκρως συγκινητική μυθοπλασία. Εξοχη η πέννα του συγγραφέα σε καθηλώνει στην ανάγνωση απνευστί.
Ένα 12 χρόνο αγόρι πωλείται από τον πατέρα του, για χρέη που είχε σ’ έναν πλούσιο έμπορο. Μέσα από περιπέτειες σε μια αιμοσταγή Αφρική, που γνωρίζει τη βία, τη σκληρότητα, τον πόλεμο, αλλά επισκέπτεται επίσης και απρόσιτες περιοχές. Ωραίες περιγραφές συναισθημάτων δεισιδαιμονιων και συγκρούσεων.
Κεντρικό πρόσωπο στην ιστορία είναι η Μαργαρίτα. Ένα έντονο ψυχωσικό επεισόδιο της αλλάζει ριζικά τη ζωή και ξεκινά ένα ταξίδι ανακάλυψης του εαυτού της.
Παντρεμένη με το Σταύρο ζει την απόλυτη πλήξη. Δε βρίσκει τι την έκανε να τον ερωτευτεί και έμεινε τόσα χρόνια μαζί του. Πράγματα που την γοήτευαν στο παρελθόν τώρα πια δεν έχουν κανένα νόημα. Ένα βράδυ μετά την επιστροφή τους από μία έξοδο αποφασίζει να του κάνει κακό και στη πορεία να κόψει τις φλέβες της.
Αυτό το περιστατικό την οδηγεί σε μία ιδιωτική κλινική που της δίνει το έναυσμα να αναλογιστεί τη χαμένη ζωή που έζησε και να ξεκινήσει πάλι από το μηδέν. Στυλοβάτες στον αγώνα της η μητέρα και η αδερφή της.
Όταν παίρνει εξιτήριο η ζωή της κυλάει υποφερτά με το να έχει την έγνοια της μάνας της και με το να ανακαλύψει ξανά τον έρωτα.
Το τρένο με τις φράουλες συμβολίζει την ελπίδα όταν στη ζωή τα πράγματα δε πάνε όπως θέλουμε. Η Μαργαρίτα είναι ένα τραγικό πρόσωπο που παλεύει με τους δαίμονες, τις ανασφάλειες, το άγχος και τις «συμβουλές» της μητέρας της. Μέσα στο γκρίζο της ζωής της που το συμβολίζει το τρένο προσπαθεί να βάλει χρώμα στη καθημερινότητα της. Αυτό το χρώμα και τη γεύση τη δίνουν οι φράουλες.
“Όσο περνά ο καιρός, τόσο και πιο πολύ πυκνώνουν οι ομίχλες γύρω μου, μόνο που δεν τις φοβάμαι πια. Με ακολουθούν τακτικά στους ατελείωτους περιπάτους μου κι ύστερα αραιώνουν και χάνονται.”Όλες οι περιγραφές τόσο ευαίσθητες και με πλήθος συναισθημάτων
Θίγεται ο έρωτας, η απιστία, τα ανεξέλεγκτα πάθη, οι δυσδιάκριτοι ρολόι του θύτη και του θύματος.
Τελικά ποιος είναι το θύμα;;;Αυτός που είναι ερωτευμένος σε σημείο να συγχωρεί τα πάντα απ το αντικείμενο του έρωτα του η αυτός που αποτελεί υποχείριο των παθών του και δεν μπορεί να δραπετεύσει από αυτά;;;
Τόση παιδική χροιά στην γραφή της, σαν ιστορία μου άρεσε, το τέλος ήταν πάρα πολύ άσχημο κι αφήνει κι αναπάντητο το τεράστιο ερώτημα ΓΙΑΤΙ; Η ηρωίδα της Φακίνου δεν είναι απλά ένα αξιαγάπητο κοριτσακι απο την επαρχία που έρχεται να ζήσει στην πόλη.
Η ΑΣΤΡΑΔΕΝΗ ειναι το πιο αστραποβολο και συναμα τραγικο πλάσμα.
"Εναστρος ουρανός" το ονομα και η ονειροπόλα ψυχή της, που δεν παύει να πιστεύει στην ομορφιά της ζωής, ακομη κι όταν η ζηλοφθονία, η αρτηριοσκληρυνση και το μίσος την τσαλαπατούν με μανια.
Την κατηγορούν μέχρι και για το εξαισια μοναδικό όνομα της.Της κατακερματίζουν την ταυτότητα της.
Μια ελαφινα αναμεσα στον χορο των τσακαλιών, μια νεραιδουλα μέσα σε δαίμονες ...
Η λαβωμενη αθωότητα του κοσμου.
ΠΑΛΕΥΕΙ ΟΜΩΣ σε ενα μοναδικο οδοιπορικο πνευματικής ανύψωσης.
Η σπινθηροβόλα ευφυΐα της μυρωμενη από την ευαισθησία της, μας χαρίζει μια ιστορία ενηλικίωσης της μεταπολεμικής Ελλάδας.
«Ο αιώνας των λαβυρίνθων» ασχολείται με το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα. Αφορμή για τη μυθοπλαστική της αφήγηση ένα ακόμα ιστορικό γεγονός: η ανακάλυψη των ανακτόρων της Κνωσού από τον ερασιτέχνη αρχαιολόγο Μίνω Καλοκαιρινό. Δίπλα στην ιστορική στιγμή πλέκονται και βαδίζουν παράλληλα η ιστορία του Ηρακλείου, προσωπικότητες που έπαιξαν ρόλο στη ζωή της πόλης και ανώνυμες προσωπικές ιστορίες. Κι όλα αυτά παράλληλα με τις μεγάλες στιγμές της ιστορίας του τόπου: την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, τη Μικρασιατική Καταστροφή, τον Α΄ και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον Εμφύλιο, τη δικτατορία…Η Ρέα Γαλανάκη επιλέγει τον μύθο του λαβυρίνθου για να αναπτύξει την αφήγησή της, μπλεγμένη σε ιστορικά γεγονότα, στη φαντασία και τα όνειρα των ανθρώπων, στην προφορική παράδοση. Αυτό το παιχνίδι ήταν από τα πιο σημαντικά, τότε που στα οικογενειακά τραπέζια υπήρχε η διήγηση. Το προφορικό είναι πιο μυθικό. Το ιστορικό είναι πιο μεθοδικό. O τίτλος του βιβλίου είναι σε αντιδιαστολή με τον αιώνα των Φώτων του Διαφωτισμού.
Στο μυθιστόρημα της Γαλανάκη η Αλταμούρα κυριαρχεί δεν είναι απλά μια φιγούρα. Εναλλάσσοντας την τριτοπρόσωπη με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, δίνοντας φωνή σε μια ηρωίδα άλλοτε ψύχραιμη κι άλλοτε αλλοπαρμένη, η Γαλανάκη ενσωματώνει αρμονικά στο κείμενο τα ευρήματα μιας εκτεταμένης ιστορικής έρευνας και επιχειρεί να εξερευνήσει το μυστήριο αυτής της τραγικής γυναίκας. Ποια ήταν η Ελένη Αλταμούρα; Κόρη ενός ανοιχτόμυαλου πρώην καπετάνιου και μετέπειτα θεατρώνη, γεννιέται με την Επανάσταση και μεγαλώνει επί Όθωνα. Την ώρα που η Ελλάδα παραπαίει ανάμεσα στο μυθικό της παρελθόν και το αβέβαιο μέλλον της, εκείνη παραμένει αφοσιωμένη στο πάθος της, τη ζωγραφική. Μια σύντομη περίοδος ευτυχίας, δύο εξώγαμα παιδιά ο μετέπειτα φημισμένος θαλασσογράφος Ιωάννης Αλταμούρας και η Σοφία, ένας εσπευσμένος καθολικός γάμος, ένα παιδί ακόμη, προδοσία από τον Σαβέριο, εγκατάλειψη, επιστροφή από την Φλωρεντία στην Αθήνα. Μια ακόμη ανταρσία: η Ελένη Αλταμούρα με δυο παιδιά το μικρότερο το άφησε πίσω και χωρίς περιουσία, παρά την κατακραυγή, συνεχίζει να εργάζεται έξω από το σπίτι. Κι όταν δεν διδάσκει, διοχετεύει στο καβαλέτο της τη δική της μελαγχολία. Μέχρι που θα δεχτεί το επόμενο χτύπημα, το καθοριστικό, τον πρόωρο χαμό από φθίση και των δύο παιδιών της. Η Ελένη Αλταμούρα περνά στη «μετά τη ζωή, ζωή των γυναικών», αποσύρεται από τον δημόσιο βίο, φυλακίζεται οικειοθελώς στο πατρικό της στις Σπέτσες, καίει όλα της τα έργα και επί δεκαετίες προτιμά να συνομιλεί με φαντάσματα και πεθαμένους.
Η Ρέα Γαλανάκη αναπτύσσει την ιστορία της εξερευνώντας μια σειρά από ζεύγη αντιθέσεων: διαφωτισμός και δεισιδαιμονία, ταξίδι και εγκλεισμός, αθωότητα και ενοχή, ηδονή και πένθος. Οι συνεχείς αλλαγές οπτικής γωνίας, τα πισωγυρίσματα στο χρόνο, οι διαστολές των σημαντικών στιγμών, οι κοινωνικο-ιστορικές αναφορές και οι διεισδυτικές ψυχογραφικές παρατηρήσεις απλώνονται σε εικοσιτέσσερα κεφάλαια, ρίχνοντας όλο και περισσότερο φως στην αινιγματική προσωπικότητα της ηρωίδας. Ποιητικό, πυκνό, δουλεμένο σαν δαντέλα, το μυθιστόρημα της Γαλανάκη είναι από αυτά που έτσι και του παραδοθείς, σ’ αιχμαλωτίζει και σου ανταποδίδει τα μέγιστα.
Η ζωη της ανώτερης τάξης στην Οσακα πριν τον πόλεμο, οι αδελφές Μακιοκα προσπαθούν να φτιάξουν την ζωη τους σύμφωνα με τα ήθη και τα έθιμα της πατρίδας τους. Πολλές φορές αυτό έρχεται σε σύγκρουση με τα θέλω τους αναγκάζονται όμως να κάνουν υποχωρήσεις προκειμένου να πετύχουν τον στόχο τους. Όλη η αφήγηση δοσμένη με τεράστια τρυφερότητα
Η Σέριλ νιώθει πως έχει χάσει τα πάντα. Μετά το θάνατο της μητέρας της η οικογένειά της διαλύεται και ο γάμος της καταρρέει. Παίζει επικίνδυνα με ουσίες και παρασύρεται σε ευκαιριακές σχέσεις. Απογοητευμένη από τον κόσμο και τον εαυτό της, ακολουθεί το ένστικτό της και παίρνει την πιο τολμηρή απόφαση της ζωής της. Ξεκινά ολομόναχη μια πεζοπορία 1.800 χιλιομέτρων μέσα στην άγρια φύση της Αμερικής. Βιώνει μια απίστευτη περιπέτεια γεμάτη κινδύνους, φλερτ, ανατροπές και χιούμορ, για να καταφέρει τελικά, δαμάζοντας τους φόβους της, να βρει τον εαυτό της και την ευτυχία.
Η πλοκή καλύπτει δεκαετίες ολόκληρες στη μεταπολεμική Αμερική (κυρίως τη Φιλαδέλφεια και τη Νέα Υόρκη). Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια η οικογένεια Κονρόι αγοράζει το περίφημο Ολλανδέζικο Σπίτι, ένα σπίτι που για τον πατέρα φαντάζει σαν την πραγματοποίηση ενός ονείρου και για τη μητέρα περισσότερο με μια κατάρα. Η μητέρα εγκαταλείπει την οικογένεια και ο πατέρας ξαναπαντρεύεται μια πολύ νεότερή του γυναίκα, η οποία μετά τον θάνατό του διώχνει από το σπίτι τα δυο παιδιά. Η σχέση της Μέιβ και του Ντάνι εξελίσσεται με ειλικρινή αγάπη και τρυφερότητα, αφού τα δυο αδέρφια έχουν μείνει μόνα τους, προσπαθώντας να κατανοήσουν το παρελθόν τους, προσπαθώντας να βρουν κάπου όπου μπορούν να ανήκουν χωρίς ενοχές. Όσο τα χρόνια περνούν, και η Πάτσετ επιλέγει να μας ταξιδεύει μπρος και πίσω στον χρόνο, τονίζοντας έτσι τη συναισθηματική αναζήτηση και τον τρόπο που αυτή καθορίζει τη ζωή τους, τα δυο αδέρφια κολλάνε σε γνώριμα καλούπια, επαναλαμβάνοντας συμπεριφορές και ρόλους. Οι αναφορές στα μοτίβα παραμυθιών είναι προφανείς, μέχρι και η ίδια η Μέιβ τις εντοπίζει: τα δυο αδέρφια διασχίζουν τη ζωή χέρι-χέρι όπως ο Χάνσελ και η Γκρέτελ διασχίζουν το σκοτεινό δάσος. Η Μέιβ παραλληλίζει τον εαυτό της με τη Σταχτοπούτα όταν η μητριά της την αποξενώνει από το ίδιο της το σπίτι. Αλλά βεβαίως, το ίδιο το Ολλανδέζικο σπίτι περιγράφεται σαν ένας σύγχρονος πύργος που μαγεύει (ή καταριέται;) τους ανθρώπους που ζουν σε αυτό. Όμως τα μοτίβα των παραμυθιών πλαισιώνουν απλώς μια ιστορία ανθρώπινα ρεαλιστική. Δεν υπάρχει πιο ισχυρό μοτίβο στο μυθιστόρημα από τη βόλτα που κάνουν με το αυτοκίνητο τα αδέρφια μέχρι το Ολλανδέζικο σπίτι, κάθε μερικούς μήνες. Κάθονται με σβηστή τη μηχανή και σχολιάζουν τη ζωή τους, αναπολούν το παρελθόν τους, χαζεύοντας το σπίτι που συμβολίζει την παιδική τους ηλικία, ακόμα κι όταν έχουν σαρανταρίσει και θα έπρεπε να έχουν ξεπεράσει προ πολλού τα όποια τραύματα του παρελθόντος. Όμως γίνεται αυτό; Μπορείς να υπερβείς το παρελθόν σου σφυρηλατώντας ένα διαφορετικό μέλλον, αλλά γίνεται να το ξεπεράσεις, να το διαγράψεις; Αυτό είναι ένα από τα πολλά ερωτήματα που θέτει η Πάτσετ στο Ολλανδέζικο Σπίτι.
Το μυθιστόρημα δεν χαρακτηρίζεται από πρωτοτυπία, ούτε θεματικά ούτε υφολογικά. Είναι όμως ειλικρινές, πλημμυρίζει από συναίσθημα και είναι βαθιά εθιστικό
18ος αιώνας. Κρυμμένο καλά μέσα σε ένα μικροσκοπικό στενό του Λονδίνου ένα μυστικό φαρμακείο προμηθεύει σε γυναίκες κάθε είδους δηλητήριο, προκειμένου να βγάλουν από τη μέση τους άντρες του περίγυρού τους, είτε άντρας τους είναι, είτε εραστής, είτε γονιός, είτε αδερφός κλπ.
Πρόκειται για ένα υπόγειο δίκτυο γυναικών, με «πρωθιέρεια» τη Νέλα, μια μυστηριώδη αινιγματική γυναίκα, η οποία σώζει τις γυναίκες από τα βάσανά τους. Μέχρι που στο μυστικό φαρμακείο μπαίνει ένα δωδεκάχρονο κορίτσι, η Ελάιζα, η νεαρότερη πελάτισσα, που θα κάνει ένα μοιραίο λάθος. Κάτι που κινδυνεύει να τα γκρεμίσει όλα, τα πάντα να αποκαλυφθούν και η Νέλα να βρεθεί στην αγχόνη.
Διακόσια χρόνια μετά, η Καρολάιν, επίδοξη ιστορικός, φτάνει στο Λονδίνο από το Οχάιο για τη δέκατη επέτειο του γάμου της. Μόνο που καταφτάνει μόνη της σε μια προσπάθεια να ξεφύγει από τον άπιστο σύζυγό της. Όταν, στις όχθες του Τάμεση, ανακαλύψει ένα παμπάλαιο μπουκαλάκι φαρμακοποιού, η όρεξή της για έρευνα, καταχωνιασμένη και καταπιεσμένη για πολλά χρόνια, θα επιστρέψει δριμύτερη. Αναζητώντας την προέλευση του μπουκαλιού, θα εισχωρήσει στα τρίσβαθα του γεωργιανού Λονδίνου και θα έρθει αντιμέτωπη με μια σειρά από μυστηριώδεις άλυτες, εδώ και αιώνες, δολοφονίες, που αποδίδονται σε μία μυστηριώδη φαρμακοποιό.
Η αντίστροφη μέτρηση έχει ξεκινήσει και η μοίρα της κοπέλας θα δεθεί απρόσμενα με αυτές της Νέλα και της Ελάιζα, οδηγώντας την σε αποφάσεις ζωής, σε νέα ξεκινήματα, στην αυτογνωσία.
Δύο οι αφηγήσεις, η μία στο 1791, η άλλη διακόσια χρόνια αργότερα, στο σήμερα, που ξετυλίγονται παράλληλα και κάπου κάπου αλληλοσυμπληρώνονται, προσφέροντας στον αναγνώστη πολύτιμες πληροφορίες και γνώσεις, που είναι αδύνατο να γνωρίζει ή να συμπεράνει από την έρευνα η Καρολάιν.
Η αφήγηση γίνεται κυρίως σε πρώτο πρόσωπο, οι ηρωίδες αφηγούνται οι ίδιες την ιστορία τους, ενώ υπάρχουν και κάποια κεφάλαια σε τριτοπρόσωπη αφήγηση από την οπτική της Ελάιζα. Μυστηριακό, σκοτεινό, παράξενο, ιδιαίτερο. Το Μυστικό Φαρμακείο σε γραπώνει απ’ την πρώτη σελίδα και σε κρατα δέσμιο του
Το πράσινο σημειωματάριο που αφήνει ο Τζούλιαν στο καφέ της Μόνικας, φέρνει κοντά έξι αγνώστους, οδηγώντας τους σε απροσδόκητες φιλίες και αγάπες. Οι ζωές τους συνυφαίνονται, αποκαλύπτοντας στο τέλος τη δύναμη και το μεγαλείο της ειλικρίνειας.
Η πλοκή είναι πειστική και διαθέτει κινηματογραφικό ρυθμό. Μέσα από τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα, καταδεικνύονται με λεπτομέρειες οι αυστηρές διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις της εποχής. Ο ιδιαίτερος και τυπικός τρόπος ομιλίας, η κατάπνιξη κάθε συναισθήματος ή παρόρμησης, οι σωστές προσφωνήσεις των ανώτερων αρχόντων, τονίζονται με ιδιαίτερη μαεστρία. Οι διάλογοι είναι απολαυστικοί και οι ενδόμυχες σκέψεις των ηρώων παρατείνουν την αγωνία του αναγνώστη για την έκβαση των καταστάσεων. Είναι εντυπωσιακό ότι ο συγγραφέας καταφέρνει να «χτίσει» ένα ολοκληρωμένο μυθιστόρημα πάνω σε ένα μυστικό, το οποίο γνωστοποιεί στον αναγνώστη από τις πρώτες κιόλας σελίδες.
Ολλανδία 1686. Η δεκαοχτάχρονη Νέλλα Όορτμαν φτάνει στο σπίτι του αρραβωνιαστικού της και μέλλοντα συζύγου Γιοχάννες Μπραντ. Ο Γιοχάννες είναι έμπορος στην Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών και ταξιδεύει συνέχεια, παραμελώντας ερωτικά και κοινωνικά τη Νέλλα, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Στο ίδιο σπίτι μένουν η αδελφή του Γιοχάννες, Μάριν, μια μυστηριώδης γυναίκα, σκληρή, άτεγκτη, αυστηρή και οι υπηρέτες Όττο και Κορνήλια. Ποια θα είναι η ζωή της Νέλλα από δω και πέρα; Πώς θα της φερθεί η νέα της οικογένεια; Και ποιος είναι ο μυστηριώδης κατασκευαστής του κουκλόσπιτου που της χαρίζει ο άντρας της;
Ο Μουρακαμι αποδεικνύει για άλλη μια φορά πως είναι ένας από τους πιο εξαιρετικούς παραμυθάδες για τους ενήλικες αναγνώστες! Μια αλληγορια της ιστοριας της Ιαπωνιας που συνδυαζει στοιχεια του χτες και του σήμερα. Η γραφή και η πλοκή σε γεμίζουν σκέψεις και συναισθήματα χωρίς να το καταλάβεις. Σε συνεπαίρνει από την αρχή, σ’ ένα έξυπνο και βαθιά φιλοσοφημένο βιβλίο.
Ένα βιβλίο με ηθογραφικά και ψυχογραφικά στοιχεία. Ο ανθρώπινος πόνος είναι ο βασικός θεματικός άξονας και το βιβλίο κινείται ανάμεσα στο ρεαλισμό, την ηθογραφία και τη δραματικότητα. Οι ήρωες είναι άνθρωποι του περιθωρίου που δεν μπορούν να ξεφύγουν από τη μοίρα τους αλλά ταλανίζονται από τα αλλεπάλληλα χτυπήματά της. Ο χαρακτήρας της Φροφρώς είναι ολοκληρωμένος και συνεπής από την αρχή ως το τέλος. Ακόμα και όταν έχασε την φυσική όρασή της, δεν έχασε την όραση της ψυχής της, αλλά κατάφερε να καταλάβει ακόμα περισσότερο τους συνανθρώπους της και να τους πλησιάσει. Η κόρης η Ελλάς (΄Ελλη) φαίνεται να είναι ένα αυτοκαταστροφικό άτομο χωρίς σταθερές, αξίες, συναισθήματα. Η αναπηρία της λειτουργεί ανασταλτικά όχι μόνο στην ψυχολογία της αλλά και στην ανθρωπιά της κάνοντάς τη να δρα ανάλγητα, εκδικητικά και επιθετικά ακόμα και στα οικεία πρόσωπά της (Φροφρώ – Μαρίκος). Η προδοσία και η εκμετάλλευση από το Γιάρεκ θα είναι το τελειωτικό χτύπημα, που θα τη ρίξει ακόμα πιο χαμηλά και θα την κάνει να χάσει την όποια αυτοεκτίμηση της είχε απομείνει.
Μόνη νότα αισιοδοξίας και ελπίδας τελικά μας δίνει ο γάμος του Μαρίκου. Η γλώσσα της συγγραφέως είναι απλή και τολμηρή, απόλυτα εναρμονισμένη με τους ήρωες που τη χρησιμοποιούν. Αγωνία δημιουργείται στο τέλος με το θάνατο της ΄Ελλης.
Μιλά για την αγάπη , την άδολη, την αγάπη της μάνας και παιδιού που μπορεί μόνο θαύματα να δώσει. Μιλά και για την ενδοοικογενειακή βία, ένα θέμα που ταλάνιζε και ακόμη δυστυχώς ταλανίζει την κοινωνία μας. Πίσω από τις κλειστές κουρτίνες των παραθύρων των σπιτιών, πίσω από τις ερμητικά κλειστές πόρτες κρύβονται πολλά και καμιά φορά οι καταστάσεις είναι ανεξέλεγκτες, ακραίες, που σκορπούν πόνο ακόμη και θάνατο.Τρεις γενιές περνούν μέσα από τις σελίδες του βιβλίου της Αλκυόνης Παπαδάκη. Τρεις γενιές που κουβαλούν η κάθε μια τα αμαρτήματα της προηγούμενης.
-Σήμερα πάντως ζω. Ξέρεις πόσο σπουδαίο είναι αυτό; Τώρα είμαστε μαζί! Σου σφίγγω τα χέρια σε κοιτάζω στα μάτια. Μην αφήνεις ποτέ σου το σήμερα να μαραίνεται . Μην αφήνεις την ζωή να χάνεται σαν την άμμο μέσα από τα δάχτυλά σου. Ζήσε. Κατάλαβες; Ζήσε! Μη βάζεις το Σήμερα ενέχυρο σ΄ αυτό που εννοούνε μερικοί μουχλιασμένο Αύριο. Το Σήμερα είναι δικό σου φίλε. Αγάπησέ το!
Καθένας χαράσσει με το σουγιαδάκι του ένα σήμα στο δέντρο της ζωής. Είναι μερικοί , που χαράσσοντας αυτό το σήμα , τους ξεφεύγει το μαχαίρι και πληγώνονται. Είναι γιατί ήταν πολύ παθιασμένοι κείνη τη στιγμή. Είναι γιατί τρέμανε τα χέρια τους από τα πολλά όνειρα. Είναι γιατί τα μάτια τους είχαν θαμπωθεί από την ομορφιά του κόσμου. Ε! Δεν έπαψε η γη να γυρίζει ,ε;
Ποιος είναι ο δυνατός; Ρώτησε ξαφνικά το δέντρο.
Αυτός που περπατά μέσα στη νύχτα μόνος του. Κι όμως, φοβάται τόσο το σκοτάδι. Αυτός που περιμένει στην πλαγιά τους λύκους. Κι ας τρέμει σαν το λαγό ακούγοντας τα ουρλιαχτά τους. Αυτός που γλιστράει, που γονατίζει, που γεμίζει λάσπες. Που χώνεται στο θολό ποτάμι ως το λαιμό. Και μια στιγμή,μέσα στο χαλασμό, απλώνει τα παγωμένα χέρια του, κόβει κίτρινες μαργαρίτες και στολίζει τα μαλλιά του. Αυτός είναι ο δυνατός.
Ένα κουκούλι έπεσε κείνη την ώρα στο χώμα κι έσπασε. Μια πολύχρωμη πεταλούδα πήδηξε από μέσα. Ξεδίπλωσε τα φτερά της και πέταξε γύρω από τις μυρτιές. Ύστερα κοντοστάθηκε, κοίταξε μια στιγμή στα μάτια το Θεό, και ψιθύρισε: Γειά σου! Τι όμορφος που είναι ο κόσμος σου!
Τι άρωμα έχει το χαμόγελο;
Το άρωμα του μανταρινιού, όταν του πατάς τη φλούδα με το νύχι σου. Η Ιβανή, η Σανωτία, η Ατόπη, η Φιλίνα κι η μικρή Γιασώ ήταν ένα σμάρι κάργιες! Ένα σμάρι μαυροπούλια, που τη νύχτα φώλιαζαν στα κυπαρίσσια κι έλεγαν ανθρώπινες ιστορίες για να τις παίρνει εύκολα ο ύπνος.
Ένα σμάρι μαυροπούλια. Πέντε κάργιες, που έκαναν αμέτρητους κύκλους μέσα στο χαμόγελο του Θεού.
Συχνά, όταν κάθονταν στα δέντρα, τους άρεσε να παίζουν ένα δικό τους παιχνίδι, με τις λέξεις.
Έλεγε μια κάποια λέξη και οι υπόλοιπες έψαχναν ν’ ανακαλύψουν τη μυρουδιά της.
Αυτή που απαντούσε πρώτη συνέχιζε με δική της λέξη.
Και πετούσαν…
Πετούσαν ατελείωτα κάτω από τα σύννεφα, έπλεκαν κορδόνια με τα χρώματα του ήλιου και στόλιζαν τη χαίτη των αγεριών…
Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα κινείται γύρω από το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της βασικής πρωταγωνίστριας, της Χρύσας. Η Χρύσα δεν γνώρισε μια ζωή στρωμένη με ροδοπέταλα. Πέρασε μέσα από πολύ δύσκολες καταστάσεις, που τη στιγμάτιζαν και την ακολουθούσαν σε όλη της τη ζωή. Το μόνο που τελικά ήθελε, ήταν η σωτηρία της ψυχής της. Όμως, όπως μας εξιστορεί και το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, εμείς οι άνθρωποι κυνηγώντας πολλές φορές την ελευθερία της ψυχής μας, την προσωπική μας ουτοπία, ψάχνουμε τελικά κάπου να παγιδευτούμε, να νιώσουμε αυτό το γνώριμο που τόσα χρόνια μάθαμε να βιώνουμε. Για να γευτούμε λίγο από το όνειρο που μας στέρησαν, μπαίνουμε μέσα σε φάκες και συμβιβαζόμαστε, συνηθίζουμε, βολευόμαστε. Έτσι, και οι ήρωες του βιβλίου στην προσπάθειά τους να αναζητήσουν κάτι που στερήθηκαν, κάτι που τους έλειπε, στην ουσία προσπαθούσαν να πετάξουν την ελευθερία που κουβαλούσανε και να κλειστούν σε μία τρύπα, μήπως και νιώσουν ασφαλείς. Ολοκληρώνοντας, αυτό που σε θέλγει σε αυτό το βιβλίο είναι πως πρέπει όλοι μας να κυνηγάμε τις ουτοπίες μας, όσο δύσκολη και αν είναι η διαδρομή, όσο και να φάμε τα μούτρα μας. Αυτή είναι και η όλη μαγεία. Με το να μένεις αποστειρωμένος στη γυάλα σου δεν ωφελεί, καθώς ποτέ δεν ξέρεις τι θα σου φέρει το αύριο. « Θέλω να ζήσω άλλη μια φορά τη διαδρομή. Θέλω να χαρώ την ουτοπία, ώσπου να πεινάσουν τα σκυλιά της. Φεύγω. Πάω να συστηθώ με τη ζωή. Πάω να σταθώ απέναντι της». Εχε τα μάτια της ψυχής σου ανοιχτά και αγαπα την ζωή!!!
Ένα ψυχογράφημα από την Παπαδάκη, η οποία ξέρει να ζωγραφίζει τους χαρακτήρες της με περισση παραστατικότητα . Ο αναγνώστης κάνει μακροβούτι κατευθείαν στην ψυχή: στα κουσούρια και τα πάθη της, τις μικρότητες και τα μεγαλεία της.
Αφού, όπως λέει και η συγγραφέας «Τα βότσαλα της θάλασσας είναι τ' ανείπωτα μυστικά των ανθρώπων. Άλλα γυαλιστερά και πολύχρωμα σαν πολύτιμες πέτρες, άλλα στρογγυλά και λεία, άλλα θαμπά και άχρωμα, άλλα αιχμηρά σαν λάμες μαχαιριών».
Ο έρωτας, ο μεγάλος έρωτας εννοώ, δεν κάνει τον κύκλο του πάντα. Δεν είναι ιός της γρίπης. Μια καμπύλη διαγράφει. ένα ουράνιο τόξο.
Ένα καράβι όταν είναι δεμένο συνεχώς στο λιμάνι, σίγουρα δεν κινδυνεύει να πνιγεί. Αλλά χάνει τα όμορφα ταξίδια. Τα γαλάζια νερά. Τα παιχνίδια των δελφινιών. Ακόμη κι αν έρθει κάποια καταιγίδα και το βυθίσει, πόσο μεγαλείο, πόσο μυστήριο έχει ένα ναυαγισμένο καράβι; Κι αντίθετα πόση αηδία, πόση λύπη σου προκαλεί ένα αραγμένο, που σαπίζει σιγά σιγά και αποσυντίθεται στη σιγουριά του λιμανιού;
Όταν είσαι κυρίαρχος του παιχνιδιού, κανένας δεν θυμάται πώς κυριάρχησες.
Τι πάει να πει παιδί…Ορισμένοι δεν είχαν ποτέ την πολυτέλεια να είναι παιδιά!
Τον έρωτα και τον θάνατο κανείς δεν μπορεί να σταματήσει. Να τον γλυκάνει μόνο μπορεί. Να τον κανακέψει. Έπρεπε να περάσουν τόσα χρόνια για να καταλάβω πως και αυτός που έχει υπογράψει την αυτοκαταστροφή του -ιδίως αυτός- αποζητά το «χειροκρότημά» του.
Πάντα προτιμούσα, και προτιμώ, τη γλυκιά ομιλία του σώματος. Την υπόσχεση της αφής. Δεν είναι ποτέ ψεύτικη.
Εγκαταλείπουν τον άρρωστο, όσοι νοιάζονται πραγματικά γι’ αυτόν;
Όταν είσαι εξαρτημένος από έναν άλλο άνθρωπο, είναι παρών, είναι στο πλάι σου περισσότερο όταν λείπει. Ο ίσκιος του σε ακολουθεί. Σε κατασκοπεύει. Σε απειλεί.
Δυστυχία ξέρεις ποια είναι; Να μην υπάρχει ένα αυτί να ακούσει το γέλιο ή το κλάμα σου. Να μην ξέρεις τι θέλεις. Πού πας. Να παίζεις την τυφλόμυγα μια ζωή.
Δεν αλλάζει ο άνθρωπος. Ο άνθρωπος διαμορφώνεται στην παιδική ηλικία.
Δεν είναι αθώα τα παιδιά. Ανίδεα είναι. Αυτό που βλέπεις στα μάτια τους, όταν τ’ ανοίγουν διάπλατα και σε καθηλώνουν, δεν είναι αθωότητα. Άγνοια είναι. Επιφυλάσσονται.
Σε σώζει η αγάπη εκείνου που έχεις διαλέξει να αγαπάς.
Ο πόνος είναι μεγάλος δάσκαλος, μας χαρίζει την σοφία της ψυχής.
Όταν δεν νιώθεις το άρωμα της βροχής, κινδυνεύει η ψυχή σου.
Έχουμε ακόμα λευκές σελίδες στο βιβλίο της ζωής μας. Και άσχετα με το τι θα γράψει η μοίρα, εμείς επιμένουμε να φτιάχνουμε στο περιθώριο ζωγραφιές.
Μη χάσουμε το νήμα της ζωής, αυτό έχει σημασία. Μη νυχτωθούμε εκεί που θρηνεί η ψυχή μας.
Φτάνει που ονειρευόμαστε. Φτάνει που ενώ τρύπησε το τσεπάκι της ψυχής μας, δεν χάσαμε τα ναύλα του ονείρου
Η γνώριμη πένα της Παπαδάκη μας χαρίζει κάποιες στιγμές λυρισμού και όμορφης γραφής που, ωστόσο, δε φτάνουν για να σώσουν την ιστορία από τους χαρακτήρες της. Ένας ύμνος στην ψυχική δύναμη γιατί δεν ξεκινα η ζωη όλων με τους καλύτερους οιωνούς. Άμεση αφήγηση και γρήγορη πλοκή αλλά τσάμπα κι άσκοπο μπινελίκι (η γλώσσα της Ζώγιας, του Μόσχου και του Ελευθεράκη) σε μία ιστορία που τελικά δεν πείθει. Σκαμπανεβάσματα, περιπέτειες, χαρές και βάσανα σ’ ένα δραματικό σκηνικό που σημαδεύεται από την απώλεια, τα πάθη, τα λάθη, τους έρωτες. Ένας εσωτερικός μονόλογος της συγγραφέως με δόσεις ειρωνείας και το τέλος απρόσμενα αισιόδοξο αλλά και πάλι όχι….Την γνώριμη «συνταγή» όσο καλή και να είναι την βαριέσαι
Ωμά αληθινό έχει ροη παρόλα αυτά οι ιστορίες που αφηγείται είναι ιδιαιτέρως καταθλιπτικές για ένα ευκολοδιαβαστο ανάγνωσμα. Θίγει την προβληματική οικογένεια. Νομίζω ότι η γραφή της δηλώνει μια ροπή στην κατάθλιψη που δεν συναδει με αυτά που θα περίμενε ο αναγνώστης έστω όχι με τόσο νατουραλιστικο τρόπο…
Σκοτεινά μονοπάτια αυτά της εγκατάλειψης. Στο «Κουρδιστό πουλί» παρακολουθούμε την περιπλάνηση του τριαντάχρονου Τόρου Οκάντα σε μια σημερινή κοινωνία που όμως καθορίζεται από το παρελθόν και όσα έχουν συμβεί παλαιότερα. Όλα αλλάζουν όμως ένα πρωί αν και αγαπημένο ζευγάρι με την γυναίκα του, αποφασίζει εκείνη να φύγει για την δουλειά και δένω επιστρέφει σπίτι. Εγκαταλειπει την κοινή ζωη τους και θέλει διαζύγιο, εκείνος δεν μπορεί να πιστέψει ότι είναι με την θέληση της.
Ξεκινά από εκεί και πέρα μια δαιδαλώδης περιπλάνηση στον τόπο και στον χρόνο που και μέσα από καινούργια πρόσωπα που έρχονται στην ζωη του ενώ ο κύκλος κλείνει τελικά με την επιστροφή της αφού έχουμε υποθέσει τα πάντα
Σεξ στα κοιμητήρια, λαχειοπώλες, παπαγάλοι, ομοφυλόφιλοι άντρες που φιλούν γυναίκες και ένα ταξίδι ζωής στην Κωνσταντινούπολη συνθέτουν ένα μυθιστόρημα που με έκανε να γελάσω, να ταυτιστώ, να μάθω περισσότερα. Η Δεσποινίς Πελαγία ακούγεται σαν γεροντοκόρη αλλά κάθε άλλο είναι μια γυναίκα απρόβλεπτη με βιτριολικο χιούμορ. Είναι μια πραγματική γυναίκα με τις δυσκολίες, τα όνειρα της, και μια προβληματική οικογένεια. Μια τραυματισμένη και μοναχική γυναίκα που μοιράζεται μαζί μας τα βιώματα της που έχει βαθιά κρυμμένα. Η μοίρα του ανθρώπου είναι ν’ αμαρτάνει και να μην κοιτάζουμε πίσω… Το βιβλίο έχει ένα άκρως συγκινητικό τέλος που η ζωή της ξεπληρώνει όλα όσα της χρωστούσε εντελώς αναπάντεχα.
Μια απεγνωσμένη κραυγή στην τρυφερότητα ενάντια στην παιδική κακοποίηση την μιζέρια και τις απιστίες. Γιατί κάποιοι άνθρωποι είναι ροζ όπως το ροζ των ρόδων ανακατεμένο με το ροζ του αίματος το σάλιο και τα σπασμένα δόντια. Η ζωη φεύγει και η πόλη αδιαφορεί πάντα. Σαν μάγος της πένας σε κάνει να βουτας στο παρελθόν σου σε θύμησες που είχες καλά φυλαγμένες μέσα στην δίνη μιας γλυκιάς μελαγχολίας
Ο «θείος Τάκης» είναι ένας μοιραίος εραστης, στοργικός αδελφός και αντιφατικός ήρωας που για εξιλεωθεί αποφασίζει να πολεμήσει . Ο «θείος Τάκης» είναι ένα τρυφερό μυθιστόρημα, η ιστορία των ερώτων και των θανάτων της οικογένειας Βασιλειάδη, ιστορία των συστατικών της ίδιας της ζωής. Χειμαρρώδης γραφή, έντονα ερωτικο με τολμηρές σκηνές που δεν σ’ αφήνουν ασυγκίνητο. Θα την χαρακτήριζα μια μαύρη κωμωδία τρόμου είναι ένα βαθιά γλυκό ανάγνωσμα με μεταφυσικές προεκτάσεις. Ο Ξανθούλης διακωμωδεί και διατραγωδει τις ίδιες τις υπάρξεις μας δεξιοτεχνικά με το μοναδικό του σφύριγμα, και μια γλυκόπικρη «επίγευση» στις σελίδες του
Μια αναδρομή στην ελληνική κοινωνία του ‘50 όπως την έζησε ο συγγραφέας με ήχους μυρωδιές γεύσεις και εικόνες αλλοτινών εποχών. Ένα ανάγνωσμα βαθιά ανθρώπινο με ευφυές χιούμορ. Τσαλακώνει τους ήρωες του σαν «υποκριτές» αλλά ταυτόχρονα σου είναι τόσο οικείοι. Τελειώνει μ’ ένα μοναδικό λυρισμό που δεν θα περίμενες τίποτα λιγότερο ακόμη και οι συνεχείς λεπτομερείς περιγραφές του δεν το καθιστούν διόλου κουραστικό
Ένας 36χρονος αρχιτέκτονας του έχουν κολλήσει από την εφηβεία την ταμπέλα του άχρωμου που οδηγεί στην περιθωριοποίηση. Η μοναξιά και το άγχος του μέσου ανθρώπου για την πορεία της ζωής του και η άδικη και λανθασμένη ταμπέλα που του φορέθηκαν μπλέκουν σε μια γλυκόπικρη αφήγηση. Για να το αφήσεις για σε αγγίξει θα πρέπει να τα έχεις βρει με τον ψυχισμό σου. Όχι άδικα η ιαπωνική λογοτεχνία έχει λάτρεις είναι ένα ρεαλιστικό μυθιστόρημα που δεν σε ξαφνιάζει η γραφή του
Ο Μουρακαμι ρεαλιστής και σκληρός κριτής του εαυτού του κοιτάζει με νοσταλγικό μάτι την χαμένη του εφηβεία, τα χρόνια των πρώτων του σπουδών και τις σχέσεις του σ’ αυτό το μακρινό παρελθόν. Μουσική υπόκρουση όπως σε όλα τα έργα του οι Μπιτλς μουσική που του ελευθερώνει τις μνήμες σε μια νοσταλγική ολική επαναφορά
Η Κατινα μια καπάτσα και πολυμήχανη Σμυρνιά με τα ξόρκια της κατάφερνε ο,τι βάζει στον νου της ένα ατμοσφαιρικό μυθιστόρημα μέχρι και την καταστροφή της Σμύρνης
Πρόκειται για μυθιστόρημα με θέμα τον κόσμο των πληροφοριών και τον αδίστακτο αγώνα των μυστικών υπηρεσιών να μάθουν τα πάντα. Χρησιμοποιώντας τον διπλό άνθρωπο αλλά και τις εξελιγμένες μορφές τεχνολογίας, χάρη στις οποίες το σύστημα της πληροφοριακής εξουσίας μπορεί να κρυφακούει αρχηγούς κρατών, ηγέτες κινημάτων, καθοδηγημένες ερωμένες, αθυρόστομες συζύγους υπόπτων και χρήσιμους επιστήμονες. Πως η Κ.Υ.Π και η CIA έδιναν γραμμή στο ΚΚΕ μετά την μεταπολίτευση…Αληθινό αλλά δοσμένο και λίγο σαν παραμύθι γεμάτο προδοσίες
Μια αυτοβιογραφία με φόντο τα γεγονότα και τα πρόσωπα της μεταπολίτευσης, ο συγγραφέας εξιστορεί με το γνωστό προσωπικό του ύφος γεγονότα ,όπως ο ίδιος τα βίωσε.
Ο Μίμης Ανδρουλάκης, που έζησε την μεταπολεμικής Ελλάδα, αφηγείται μυστικές συναντήσεις, συνεργασίες και διαπραγματεύσεις ανάμεσα στους πρωταγωνιστές της πολιτικής ζωής στη χώρα μας. Από την αφήγησή του δεν θα μπορούσαν να λείπουν λεπτομέρειες της προσωπικής ζωής των πολιτικών προσώπων σκιαγραφώντας τις ρωγμές και τις αδυναμίες τους. Η Ελλάδα που περιγράφει ο Μίμης είναι πάνω-κάτω εκείνη που ονειρεύτηκε και έχτισε ο Ανδρέας Παπανδρέου
Δυο κοπέλες που ανήκουν σε διαφιρετικους κόσμους δένουν την ζωη τους χάρη στην μουσική, ξ μουσική της ενώνει αλλά και τις απομακρύνει απ την ζωη για την οποια γεννήθηκαν. Μια σπάνια φιλια που αναπτύσσεται στην Βραζιλία του 30
Ένας ύμνος στην γυναικεία εφευρετικότητα με πρωταγωνίστρια την Πηνελοπη και την πρώτη της ξαδέλφη ωραία Ελένη. Τελικά η ομορφιά η η εξυπνάδα κερδίζει τους πολέμους;;;
Ο Πελοποννησιακός πόλεμος μέσα από τα ματια ενός νεαρού άνδρα, ίντριγκες, μηχανορραφίες, δολοπλοκίες, εμφύλιες συρράξεις. Και ουσιαστικά ένας πόλεμος χωρίς κανέναν νικητή παρα μόνο ηττημένους. Χρειάζεται απαραίτητα δεύτερη ανάγνωση μιας και μιλάμε για μελέτη όμως αξίζει τον κόπο
Ένας ύμνος στο ελεύθερο πνεύμα και την ομορφιά της ζωής Πρόκειται για ένα ιστορικό μυθιστόρημα που κινείται στο μεταίχμιο δύο αιώνων (19ου και 20ου) και μπορούν άραγε δυο νέοι άνθρωποι ν’ αλλάξουν τον κόσμο;;;. Η πολιτική και κοινωνική ιστορία της Αγγλίας την εποχή εκείνη, περνάει μπροστά από τα μάτια του αναγνώστη, ο οποίος ενημερώνεται για κάθε είδους κίνημα αλλά μιλά και για τις κοινωνικές ανισότητες και την βαρβαρότητα της αυτοκρατορίας
Ένας από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους ασχολείται με το θέμα του θανάτου, το νόημα της ύπαρξης και των ερωτικών σχέσεων των ηθικών ενδοιασμών και όλα αυτά με πολύ πολύ χιούμορ
Η Μαρθα είναι μια αφοσιωμένη σύζυγος και μητέρα 6 παιδιών, που ερωτεύεται παράφορα έναν γιατρό και το βιβλίο μας εξιστορεί την ιστορία του παραφορου έρωτα της και που μπορεί να φτάσει
Μια βόλτα στην καθημερινότητα των αρχαίων Ελλήνων διδακτικό και χρήσιμο. Ιστορία, μυθολογία και τοπογραφία συνδέονται ευχάριστα σ’ ένα πρωτότυπο βιβλίο για το είδος του
Ταξιδιωτική εποποιία που διατρέχει την Ευρώπη και καταλήγει στην βόρεια Ελλαδα δεσμοί θρησκευτικοί αλλά και αίματος που συνδέουν ανθρώπους και καταστάσεις μέχρι τον θάνατο
Υπέροχο βιβλίο καλό είναι να το διαβάσει κανεις σε συσχετισμό με τ αλλα του βιβλία. Μια βορειοευρωπαϊκη ματια και θεώρηση σε ένα κακογραμμένο φιλοσοφικό μυθιστόρημα
Ένα βιβλίο για τις κοινωνικές και φυλετικές διακρίσεις μέσα από τις εμπειριες και τις ιστορίες 12 γυναικών είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον και επίκαιρο να το διαβάσει κάθε γυναίκα
Εξαιρετική μετάφραση πρώτα απ’ όλα ένα αστυνομικό θρίλερ με γρίφους που τα κλειδιά για την λύση τους δίνονται μέσα απ’ τους διαλόγους Πλατωνα και Διαγορα
Αν σου αρέσει αυτό το είδος, το σασπένς και οι ανατροπές διατηρούνται μέχρι την τελευταία σελίδα είναι ένα ποιοτικό αστυνομικό με φοβερή πλοκή που δεν θα σ’ απογοητεύσει και σίγουρα δεν είναι πλοκή και χαρακτήρες της σειράς…
Όνειρα και υποσυνείδητο τα όνειρα που έζησε εκείνη αλλά και οι ήρωες της μέσα απ’ την φαντασία βλέπει όπως πάντα κάτι τόσο αληθινό που σου κεντρίζει την ψυχή για την πρωτοτυπία του την αλήθεια του και την τόλμη ν’ ασχοληθεί η συγγραφέας μ’ ένα θέμα τόσο ρευστό και δύσκολα προσεγγισιμο…. Είναι μοναδική
Είναι βαθιά βιωματικό και θα τολμούσα να πω ότι είναι μια διατριβή για την κατάθλιψη εξαιρετικά πολύτιμη παρα τις λίγες του σελίδες, κατάλληλο και για πάσχοντες για να πάρουν δύναμη αλλά και μη για να καταλάβουν τι συμβαίνει όταν η ψυχή είναι στο σκοτάδι… εμένα αυτό το βιβλίο που άλλαξε ξεκάθαρα τον τρόπο που βλέπω τον κόσμο… αλλά οποιος και να το διαβάσει πρέπει ν αντέχει την γροθιά στο στομάχι
Αν αγαπας το ιστορικό μυθιστόρημα αποκλείεται τα βιβλία του να σε αφήσουν ασυγκίνητο, χωρίς ποτε να πλατιαζουν ανούσια η να γίνονται βαρετά και κουραστικά. Εξαιρετική γλώσσα και πλοκή
Το τελείωσα πραγματικά με μια ανάσα, πάντα μ’ αρέσει η γραφή του και ο ρεαλισμός που βγάζει θα μπορούσα να πούμε ότι μια χαρά έρχεται στο σήμερα με την τρομοκρατία που ζούσαμε επι κορονοϊού
Ο Ζουργος με την γραφή του μιλάει μοναδικά στην ψυχή του αναγνώστη. Είναι ένα μοναδικό ιστορικό μυθιστόρημα περιπέτειας που σε γεμίζει εικόνες και μυρωδιές. Και δεν το αφήνεις απ’ το χέρι σου μέχρι την τελευταία σελίδα