Reviews

8

Followers

2

Following

0

Βιβλία

0

Reviews

8

Followers

2

Following

0

Αγαπημένα βιβλία

0

Reviews

Μυρωδιά από σανίδι



ένας Κώστας Κρομμύδας, ερωτευμένος με το σανίδι και τον έρωτα

Το “Μυρωδιά από σανίδι”, δεν είναι ένα βιβλίο του Κώστα Κρομμύδα, για τον έρωτα. Είναι ένα βιβλίο, για τον έρωτα του Κώστα Κρομμύδα. Η αποκάλυψη γίνεται στο εξώφυλλο του βιβλίου και σίγουρα όχι με την πρώτη ματιά. Είναι ένα βιβλίο καθρέφτης του συγγραφέα, με βάθος και προβληματισμούς. Το παρελθόν και το μέλλον, πλεγμένα με την παρουσία της αγάπης και τη μνήμη της ενοχής, ζητούν συγχώρεση για την ομορφιά, νοσταλγούν τη θλίψη και τη θυσία. Το «Μυρωδιά από σανίδι» τ’ αντανακλά όλα αυτά, αρκεί να το “παρακολουθήσεις από κοντά”. Ο συγγραφέας εμπνευσμένος από τη μνήμη του, συνθέτει ένα μωσαϊκό με μνήμες από προηγούμενες γενιές, κολλημένες περίτεχνα όλες μεταξύ τους. Το βιβλίο είναι η ματιά πίσω στο χρόνο και η θλιβερή διαπίστωση ότι στον έρωτα εκφράζουμε το πεπρωμένο των επιλογών μας και ακριβώς όπως μέσα σ’ έναν καθρέφτη, τα πεπρωμένα αντικατοπτρίζονται το ένα μέσα στο άλλο. Το “Μυρωδιά από σανίδι”, είναι άλλη μια νίκη του Κώστα Κρομμύδα σ’ ένα στοίχημα με τον εαυτό του και τα θέλω του. Σαν γνήσιος μάστορας, δίνει στις λέξεις το αληθινό τους νόημα και χωρίς να προσπαθεί να χτίσει εικόνες που δεν μας είναι γνωστές, βουτάει στην ποίηση όλα τα συναισθήματα. Ο ήρωας του, μιλάει ακατάπαυστα αλλά παντού στην ιστορία, συγκλονίζει η σιωπή. Η πολυλογία της ενοχής και του ανεκπλήρωτου, κεντάει τη σιωπή της νοσταλγίας και της συγχώρεσης. Ένας θεατράνθρωπος στη δύση της ζωής του, με τη μυρωδιά της ανάσας του θανάτου να καίει τα ρουθούνια του, σηκώνει για ύστατη φορά την αυλαία της ψυχής του και παίζει την τελευταία πράξη του πόνου που προκάλεσε σε όσους τον αγάπησαν αλλά και σε όσους ο ίδιος αγάπησε. Ένα δυνατό φινάλε, μια συγκλονιστική αποκάλυψη κι ένας Κώστας Κρομμύδας, ερωτευμένος με το σανίδι και τον έρωτα.

1

ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΤΟΥ ΔΡΑΚΟΥ



Μου θύμισε μερακλίδικο ελληνικό καφέ, ψημένο σε μπρίκι πάνω σε καυτή άμμο.

Το καινούριο βιβλίο της Αλκυόνης Παπαδάκη, ήρθε στο σπίτι μου κυριολεκτικά και μεταφορικά, σαν δώρο. Δώρο του άντρα μου, που γνωρίζει πόσο μου αρέσει η Αλκυόνη. Έφτιαξα έναν ελληνικό καφέ κι άρχισα να ξεφυλλίζω το βιβλίο. Δεν μου αρέσει να μυρίζω το χαρτί. Προτιμώ να αφουγκράζομαι τις λέξεις. Πάντα το κάνω αυτό στα καινούρια μου βιβλία. Ξεφυλλίζω και διαβάζω αράδες από τυχαίες σελίδες, χωρίς ποτέ όμως να διαβάσω την περίληψη. Κανόνας απαράβατος, ποτέ την περίληψη πριν από την ανάγνωση του βιβλίου. Η Αλκυόνη δεν είναι μια συνηθισμένη συγγραφέας για μένα. Δεν φαντασιώνεται μια ιστορία κι ύστερα τη βάζει σε χαρτί. Θεωρώ, πως η ιστορία φαντασιώνεται την Αλκυόνη και την επιλέγει για να διαδοθεί. Η ιστορία εμπνέεται απ’ το ταλέντο της Αλκυόνης και θρονιάζεται στον νου της, μέχρι εκείνη να την κατεβάσει στην ψυχή. Την ψυχή της Αλκυόνης διαβάζουμε στα βιβλία της, κάθε φορά που μας ανοίγει μια χαραμάδα. Κάθε βιβλίο της είναι ένας μεγεθυντικός φακός που μας βοηθά να παρατηρήσουμε, να ερευνήσουμε και να κοινωνήσουμε αντάμα με την δική μας ψυχή, την ιστορία πίσω από τη χαραμάδα. Γεμάτη κρίνα η ψυχή της στο “χαμόγελο του δράκου”, γεμάτη ευωδιές η ιστορία της. Ούτε που κατάλαβα πως βρέθηκα μ ένα κουβάρι στα χέρια, που έπρεπε να ξετυλίξω για να μην χαθώ. Ούτε που κατάλαβα πως πέρασα απ’ τη χαραμάδα και βούτηξα στα βαθιά νερά της ψυχής μιας μάνας, ή μήπως μιας κόρης; Ναι, στα βαθιά νερά, γιατί η ψυχή είναι υγρή, γιατί μόνο έτσι μπορεί να ποτίζει τον νου για να μην ξεραίνεται από τους ανέμους της λογικής. Με το ένα πόδι στον έρωτα και με το άλλο στην ντροπή, διάνυσα αποστάσεις σε γνώριμους χάρτες. Περπάτησα στην παράνοια και κοντοστάθηκα στην αγάπη. Αφέθηκα στον θυμό και συνηγόρησα στο “έγκλημα”. Συνάντησα τον εγωισμό που άνοιγε ρωγμές και μια λευκή ελπίδα που τις έκλεινε. Στο τέλος του λαβύρινθου, συνειδητοποίησα πως, για να βρω το χαμόγελο του δράκου, έπρεπε να γυρίσω πίσω, να επιστρέψω στη χαραμάδα με τα κρίνα. Άρχισα να τυλίγω το κουβάρι μου και σιγά σιγά πήρα το δρόμο της επιστροφής. Έπιασα τον εαυτό μου να χαμογελά απέναντι στον δράκο. Έσκυψα κι έκοψα δυο κρίνα και του τα προσέφερα. Δεν μου ήταν εύκολο, γιατί η ανάσα του μου έκαιγε τα σωθικά. Άπλωσα δειλά – δειλά το χέρι μου κι εκείνος φόρεσε τα όνειρα μου και μου χαμογέλασε. Σαν ζεστό μέλι έρεε μέσα μου η ιστορία της Αλκυόνης. Έκλεισα το βιβλίο κι είχα την αίσθηση που σου αφήνει ένα σκούρο πικρό ρόφημα, με διεγερτικό άρωμα. Ναι, αυτό είναι! “Το χαμόγελο του δράκου”, μου θύμισε μερακλίδικο ελληνικό καφέ, ψημένο σε μπρίκι πάνω σε καυτή άμμο.

0

Γυναίκες από πέτρα



Γέμισε τα πνευμόνια μου με τον περήφανο αέρα της Κρήτης

Μια θάλασσα η ανάγνωση… από τη μια γαλήνια, πλανεύτρα, ονειροπόλα κι από την άλλη θυμωμένη μέγαιρα, κακότροπη και μοχθηρή που ζήλεψε και τιμωρεί, πότε την ομορφιά και πότε τον έρωτα. Πελώρια κύματα θυμού, ιδανικά μικρά κύματα χαράς, ήρεμοι παφλασμοί ευτυχίας. Έχω δυο μέρες που τελείωσα το βιβλίο και μόλις τώρα δα, καταλάγιασαν λίγο τα συναισθήματα στην ψυχή και το μυαλό μου. Μόλις τώρα δα, κατάφερα να συνειδητοποιήσω τι ένιωσα… «Γυναίκες από πέτρα» ο τίτλος, κι εγώ που αρχικά πίστεψα, πως αναφέρεται σε γυναίκες, σκληρές και άψυχες… παγωμένες γυναίκες, που μόνο πόνο προκαλούν σ’ όποιον αγγίζουν… πόσο έξω έπεσα! Τελικά, το «Γυναίκες από πέτρα», μας συστήνει τη γυναικεία φύση με την πραγματική της υπόσταση. Η ηρωίδα του βιβλίου, ωσάν μια άλλη “Μέδουσα”, πέτρωνε και σάστιζε, όποιον με απορία έριχνε το βλέμμα του πάνω στο πρόσωπο και την κορμοστασιά της, για να θαυμάσει την ομορφιά και τις χάρες της. Ώσπου μια μέρα, τα χείλη του έρωτα, φύσηξαν απαλά τη ρόδα που κύλαγαν τα νιάτα της. Κι εκείνη, τόλμησε μαθές, να σηκώσει αγέρωχα τον περήφανο λαιμό της και να κοιτάξει κατάματα τη ζωή, ορθώνοντας περήφανα το ανάστημά της, απέναντι στις παραδόσεις και τις κοινωνικές εντολές. Χτύπησε με δύναμη τα λεπτά και καλλίγραμμα πόδια της, στο χώμα της λεβεντογέννας Κρήτης, έπιασε τον έρωτα απ’ το αντρίκιο μπράτσο του και κίνησε για το μακρύ ταξίδι που η μοίρα, της όρισε. Μοναδικές αποσκευές της, ο έρωτας και δυο λευκές φτερούγες… Πάλεψε στο διάβα της, με μεγάλα θεριά, και κάθε φορά που ο πόνος έγερνε πάνω της και χάραζε την ψυχή της με κοφτερό σουγιά, εκείνη έφτυνε στο “πρόσωπο” του περιφρόνηση. Δύναμη της έδινε ο αγέρας της Κρήτης κι ο μεγάλος της έρωτας. Ο έρωτας Θεός, που τον θρόνιασε σε όλο της το είναι… Ο έρωτας που ήταν απών από τις ώρες της, αλλά παρών σε όλες τις στιγμές της… Βρώμαγαν τα χνώτα του πολέμου και του θανάτου πάνω της μα κείνη, έπλενε τα κεντητά σεντόνια της με μυρωδιά λεβάντας και τους περιγέλαγε. Μόνιμη συντροφιά στο σπιτικό της η πείνα, κι εκείνη τη φίλευε με τις πιο νόστιμες συνταγές μιας μητρικής αγάπης, που όμως η ίδια δεν γνώρισε. Η μοναξιά, κοιμόταν δίπλα της στην κάμαρη της κι εκείνη χάιδευε τους καρπούς της κοιλιάς της και βύζαινε τον έρωτα με μυρωδάτο γάλα απ’ τα κρινένια στήθη της. Αληθινή Κρητικοπούλα η Αθηνά, γεννημένη από τα ίδια χώματα που γέννησαν τον Δία. Λεβέντισσα γυναίκα, υπερήφανη, αγνή και καθάρια. Μα λες και με τις χάρες της, προκάλεσε το μένος της συνονόματης Θεάς, που την προσβάλουν οι θνητοί όταν “συγκρίνονται” μαζί της. Συγκλονιστική απόδοση μιας αληθινής ιστορίας για μια αυθεντική ΓΥΝΑΙΚΑ, από την Αναστασία Κορινθίου. Η πένα της γεννά “άπληστα” το λυρισμό σε κάθε δυνατό συναίσθημα του αναγνώστη. Μια γραφή δυνατή, σαν ερμηνεία θεάτρου! Πολλές φορές στα αναγνώσματα μου, συνάντησα “ξύλινη” γλώσσα, “πέτρινη” όμως, πρώτη φορά συναντώ! Πολλά πολλά συγχαρητήρια! Σας ευχαριστώ για το “διαφορετικό” ανάγνωσμα, που γέμισε τα πνευμόνια μου με τον περήφανο αέρα της Κρήτης.

0

Το σπίτι του Κάιν



ίσως είναι το δικό μας σπίτι ή ακόμα χειρότερα, ίσως ο ΚΑΪΝ να είναι… εμείς.

Ένα βιβλίο “ταξιδιωτικός οδηγός”, σε πόθους ανήλιους, που δεν τολμούν ούτε σαν όνειρα να εκφραστούν. Ένα βιβλίο “ξεναγός”, σε πάθη απόκρυφα και σ’ ευλογίες αμαρτωλές, που κρύβονται στο σκάμα της πίστης, θαμμένα κάτω από χρυσές “προσευχές”. Ένα βιβλίο, για όσους διψούν και δεν γνωρίζουν πως να βρουν τις πηγές. Ένα βιβλίο “οδηγός”, σ’ ένα πραγματικό ταξίδι σε άβατα νησιά και ξεχασμένες ξέρες, της ταλαιπωρημένης μας ψυχής που αγνοεί, αλλά δύναται. Ένα μυθιστόρημα, οδοιπορικό στα σοκάκια της κόλασης. Ένα σενάριο, βασισμένο σε αχαρτογράφητες περιοχές του νου. Η ιστορία μιας τρομαχτικής πτήσης με τα κερένια φτερά της εκδίκησης, που λιώνοντας, μας παρασύρουν στην αέναη αναζήτηση της συγχώρεσης. Μια ιδέα κολασμένης σύλληψης, μια τολμηρή απόπειρα διείσδυσης στα άπατα της πίστης κι ένα κρεσέντο απαξίωσης στο άτοπο της εκκλησίας. Το βιβλίο του Μάριου Καρακατσάνη, “ΤΟ ΣΠΙΤΙ του ΚΑΪΝ”, γράφτηκε για να προκαλέσει. Το μαύρο εξώφυλλο, η κόκκινη κάπα με τον εγκαταλελειμμένο ναό κρυμμένο πολύ έντεχνα στις πτυχές της και το γυναικείο πρόσωπο πάνω από τη λέξη “ΣΠΙΤΙ” στον τίτλο, μας προκαλούν και γιατί όχι, μας προσκαλούν ν΄ακολουθήσουμε τα χνάρια που αφήνει ο συγγραφέας, στη δική του αγωνιώδη εσωτερική αναζήτηση. Από τις πρώτες κιόλας αράδες του βιβλίου, διακρίνουμε την αγωνία και τον πόθο του Μάριου Καρακατσάνη, να μοιραστεί μαζί μας τη διαδρομή, από την Δημιουργία… ως τη Συντέλεια. Μια διαδρομή, που ο ίδιος είναι ξεκάθαρο, πως την έχει περπατήσει και μόνος. Με λάβαρο την ελεύθερη βούληση, επιχειρεί τη μύηση στην πρωτόγονη γιορτή ενός έκπτωτου, που αρνείται να κοινωνήσει στη Θεία φύση. Ο σπόρος του κακού, ντύνεται τον φλοιό της ανιδιοτελούς αγάπης για να καρποφορήσει σκοτάδια και να δρέψει ψυχές. Ο έρωτας, γίνεται πνευματική ανταρσία κατά του Θεού, κι αυτή η μετάλλαξη, του δίνει το κλειδί για τις πύλες της κόλασης. Ο Μάριος Καρακατσάνης, στο “ΣΠΙΤΙ του ΚΑΪΝ”, αντιστέκεται της ακηδίας και τάσσεται υπέρμαχος στο “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση”, υψώνοντας το λάβαρο του προκλητικά, μπροστά στα μάτια των υποκριτών που συνεχίζουν να κομπάζουν, καθώς τους καταπίνει η οίηση σαν κινούμενη άμμος. Από την αρχή της Κτίσης όμως, σε δύο αγαθά ακούμπησε ο άνθρωπος για να ξαποστάσει απ’ την αδυναμία του: στην ψυχή και την αρετή. Δύο αυτοτελή αγαθά, που όμως παραμένουν ατελή χωρίς ταπείνωση, χωρίς φρόνηση, χωρίς πίστη. Από τον Κάϊν και τον Άβελ, έως τον Μάριο Καρακατσάνη και την αφεντιά μου, η ίδια ελπίδα για ψυχή και αρετή φτερουγάει στον καθένα μας, που αντιλαμβάνεται τη μικρότητα του, και ξέρουμε καλά πια, πως μόνο η πίστη δίνει υπόσταση σε όσα ελπίζουμε. “ΤΟ ΣΠΙΤΙ του ΚΑΪΝ”, δεν είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται εύκολα. Δεν γράφτηκε για να μας διδάξει, αλλά για να μας προβληματίσει. Θα υποταχθούμε ή θα τον αποτάξουμε τελικά; “ΤΟ ΣΠΙΤΙ του ΚΑΪΝ”, ίσως είναι το δικό μας σπίτι ή ακόμα χειρότερα, ίσως ο ΚΑΪΝ να είναι… εμείς.

0

Μια νύχτα ακόμη



Μια πανδαισία εικόνων όλο το μυθιστόρημα

“Μια νύχτα ακόμη”, έγραψε ο Κώστας Κρομμύδας και μας έβαλε θεατές σε μια δυνατή παρτίδα σκάκι, ανάμεσα στη ΖΩΗ και στον ΘΑΝΑΤΟ. Ένα διαφορετικό μυθιστόρημα, από έναν συγγραφέα που δεν φοβάται να ξανασυστηθεί στο κοινό του. Σε πρωτοπρόσωπη γραφή και σε γυναικείο ρόλο, ο Κώστας Κρομμύδας κάνει μια απόπειρα εξομολόγησης, μια κατάδυση στο βαθύτερο εγώ, μια αναγνωριστική διαδρομή στο νάμα της ψυχής, πριν και μετά το ολοκαύτωμα που προκαλεί το άγγιγμα του θανάτου. Στο “Μια νύχτα ακόμη”, ο συγγραφέας δεν γράφει τις λέξεις, δεν τις σκέφτεται. Κάθε του ιδέα, μια αναπνοή, κάθε του λέξη ένας σπόρος. Πρώτα ανασαίνει κι ύστερα “φυτεύει” πάνω στο χαρτί. Μια μια οι λέξεις αποχρωματίζουν τον νου, ώσπου ν’ αποσυνδέσουν τ’ όνειρο και να πλέξουν την ιστορία του βιβλίου. Απρόσμενος ο Κώστας Κρομμύδας σ’ αυτό το μυθιστόρημα, επαναπροσδιορίζει τη ζωή και τον έρωτα, μ’ ένα λόγο λιτό που δεν βασίζεται στον πάταγο που κάνουν οι λέξεις για να εκμαιεύσει συναισθήματα. Τα συναισθήματα, γίνονται ρούχο που το φοράνε οι “μικρές” λέξεις, για να μας παρασύρουν πότε στο σκοτάδι και πότε στο φως. Μια πανδαισία εικόνων όλο το μυθιστόρημα, με γρήγορη ροή, απαλλαγμένη από περιττά σενάρια που γεμίζουν ανούσια σελίδες. Ο συγγραφέας, δεν νοιάζεται για το βλέμμα του αναγνώστη “προς τα έξω” και τον καλεί να παρατηρήσει σχολαστικά “προς τα μέσα”. Τον απομακρύνει από το “έχειν” και τον φέρνει πρόσωπο με πρόσωπο με το “απέχειν”, και στο τέλος τον λούζει με μυρωδιά Θεού. Στο “Μια νύχτα ακόμη”, δεν θ’ αναζητήσουμε τη γνώση για τη ζωή, αλλά την αξία της. Θα πάρουμε εμείς τα λευκά πιόνια και θα ξεκινήσουμε πρώτοι, έχοντας πλεονέκτημα. Δεν θ’ αναλύσουμε τους χαρακτήρες των ηρώων, αλλά θα μπούμε στη θέση τους και ίσως καταφέρουμε να φωνάξουμε μαζί με την Ισμήνη, “Roua mat” στο μαύρο πιόνι του θανάτου.

0

Η ζωή που έλειπε



Οι σελίδες γυρίζουν μόνες τους, μηχανικά… μιας κι ο αναγνώστης, παύει να διαβάζει και κυριολεκτικά β

Η πένα του Κώστα Κρομμύδα στο πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Η ζωή που έλειπε», σπάει τον κώδικα των συναισθημάτων και λειτουργεί σαν μετρητής στο καθένα από αυτά. Αληθινά γεγονότα που λες και τα καταγράφει, μέσα από καθρέφτη. Έναν καθρέφτη παραμορφωτικό αλλά όχι πάντα τον ίδιο. (δηλ.με την ίδια παραμόρφωση) Έναν καθρέφτη που ο εκάστοτε αναγνώστης τοποθετεί νοερά ανάμεσα σ’ αυτόν και το βιβλίο. Κάθε υποκειμενικό συναίσθημα μετατρέπεται σε αντικειμενικό κι ο αναγνώστης, λαίμαργα, το βιώνει σε κάθε νευρώνα του εγκεφάλου του. Οι σελίδες γυρίζουν μόνες τους, μηχανικά… μιας κι ο αναγνώστης, παύει να διαβάζει και κυριολεκτικά βιώνει. Από τις πρώτες κιόλας σελίδες, καταλαβαίνεις πως δεν θ’ αφήσεις απ’ τα χέρια σου το βιβλίο, παρά μόνο όταν ο καθρέφτης σου σπάσει σε χίλια κομμάτια. Παρά μόνο όταν η ιστορία ολοκληρωθεί και ο μετρητής συναισθημάτων χτυπήσει κόκκινο. Λιτό και απέριττο κείμενο, όπως ακριβώς μας έχει συνηθίσει τώρα πια ο Συγγραφέας. Με την γνώριμη συστολή σε κάθε στιγμή έντασης, που με μαγικό τρόπο αντί να την μειώσει την απογειώνει. Όπως απογειώνεται ο πόθος για κάθε τι που δεν σου δίνεται με αντάλλαγμα. Υ. Γ. : Αποκλείω την περίπτωση να ταυτίζεται ο Συγγραφέας με τον Δημήτρη της ιστορίας. Στον δικό μου καθρέφτη, νομίζω πως είναι ο Μανώλης!

1

Ογκρέσα



Ένιωσα πόθο, όχι με τις περιγραφές, αλλά με το συναίσθημα που βίωνε ο ίδιος ο συγγραφέας

Ο Κώστας Κρομμύδας στην Ογκρέσα του, ορμώμενος από πραγματικά γεγονότα, γράφει για έντονα πάθη που οδηγούν πότε στην καταστροφή και πότε στη λύτρωση. Άλλωστε η απόσταση ανάμεσα στις δυο, είναι συχνά μηδαμινή, ανύπαρκτη… Με λόγο λιτό, χωρίς εντάσεις, μπαίνει αθόρυβα στη ζωή του αναγνώστη και ξυπνάει μνήμες απ’ το παρελθόν αλλά κυρίως, ενεργοποιεί τις θύμησες για το μέλλον. Με μια αδιόρατη, σχεδόν διάφανη γραφή, μετουσιώνει την μυθική μορφή της Ογκρέσα σε κάθε γυναίκα που ερωτεύεται και αγαπά έτσι ακριβώς όπως ορίζει η φύση της. Η πένα του Κώστα Κρομμύδα δεν με καθήλωσε…. Δεν μπόρεσε να με καθηλώσει – ευτυχώς - γιατί με προκαλούσε σ’ ένα αέναο ταξίδι της ψυχής, του κορμιού, του μυαλού, της ύπαρξης μου. Διαβάζοντας την Ογκρέσα, ανακάλυψα τον Γιάννη της δικής μου ζωής, τον Διονύση, το Λουκά, τον Κυριάκο, το Μηνά… Ήταν μαγικό το να μπορώ να με βλέπω πότε σαν Κατερίνα, πότε σαν Ροδία ή σαν Αγγελική… Ένιωσα τρόμο, όχι με τις αναφορές, αλλά με ό,τι έκρυβαν από πίσω. Ένιωσα πόθο, όχι με τις περιγραφές, αλλά με το συναίσθημα που βίωνε ο ίδιος ο συγγραφέας. Ένιωσα έκπληξη όταν ξεπήδησε ένα χαμόγελο απ’ τα χείλη μου, χωρίς ίχνος ελαφριάς διάθεσης στο γράψιμο του Κώστα Κρομμύδα. Τρομακτικά άσχημα γεγονότα, παιγνίδια της μοίρας των ηρώων του βιβλίου, ανακατεύθηκαν περίτεχνα με την καθημερινότητα τους κι έδωσαν στίγμα ιστορικού περιεχομένου και ταυτόχρονα προφητικού κειμένου για μένα, για σένα, για τον κάθε αναγνώστη.

1

ΕΒΟΡΑ



Η «Εβόρα», δεν αναλύεται γιατί είναι ελευθερία, είναι τρόπος να αντιμετωπίσεις τον εαυτό σου

«Εβόρα», του Κώστα Κρομμύδα Άνοιξα το πικάπ, έβαλα το Time Remembered του Bill Evans και περιμένω να χαϊδέψει η βελόνα τον δίσκο. Έχω τελειώσει την ανάγνωση εδώ και πολύ ώρα, αλλά συνεχίζω να κρατώ στα χέρια μου το βιβλίο. Τα μάτια μου δεν ξεκολλούν από τον τίτλο, «Εβόρα». Η μουσική που ακούγεται, φέρνει στο μυαλό μου μια δήλωση του Evans: “Με ενοχλεί όταν προσπαθούν οι άνθρωποι να αναλύσουν τη Τζαζ, λες κι είναι κάποιο διανοητικό θεώρημα. Δεν είναι. Είναι συναίσθημα”. Ναι, η «Εβόρα», δεν αναλύεται γιατί είναι ελευθερία, είναι τρόπος να αντιμετωπίσεις τον εαυτό σου και τον κόσμο. Η «Εβόρα» είναι συναίσθημα. Η «Εβόρα» είναι σαν τη Τζαζ. Στην «Εβόρα» του ο Κώστας Κρομμύδας, δεν γράφει με τον γνωστό αγαπημένο τρόπο. Δεν εμπνέεται από μια αληθινή ιστορία, που θα την πλάσει συγγραφικά και θα μας την προσφέρει προς τέρψη. Στην «Εβόρα» του ο Κώστας Κρομμύδας, έστησε έναν αυτοσχέδιο αργαλειό στο εργαστήρι της ψυχής του, για να υφάνει χωρίς πατρόν, κάθε κομμάτι της δικής του ύπαρξης. Εκείνος υφαίνει με λέξεις, μα οι λέξεις γίνονται νότες κι οι νότες μουσική. Ώριμος πια -ως συγγραφέας-, μπορεί να αυτοσυστήνεται ξανά και ξανά μέσα στο κείμενο του. Έχει ακουμπήσει το δισάκι με τις εμπειρίες του στο πλάι και πειραματίζεται συνεπαρμένος απ’ το τεράστιο πεδίο που του προσφέρει η συγγραφή. Ελευθερώνει τον “Κώστα” και αφήνει την πένα του να ξεδιπλώσει τα φτερά της ικανότητας και της εφευρετικότητας του, παρασύροντας μας σε μια νοητή πτήση πάνω απ’ το αληθινό πρόσωπο του ανθρώπου και της φύσης. Επιτρέπει στους ήρωές του να γδύνονται το πνεύμα του ρομαντισμού και να ντύνονται αγρίμια, που πότε λαβώνουν και πότε σε ταξιδεύουν στην ταραγμένη ιστορία της ανθρωπότητας. Παρά το γεγονός πως τα τελευταία χρόνια, αρκετοί συγγραφείς γράφουν κατά μια έννοια αναπαραγωγικά, ο Κώστας Κρομμύδας τολμά να είναι ο εαυτός του και περνάει από τα λόγια στην πράξη. Ο Κώστας Κρομμύδας, υφαίνει και υπογράφει το πρώτο “ενόργανο” βιβλίο, μετατρέποντας το ξερό και άχαρο τακ-τακ-τακ-τακ του αργαλειού, στο ρυθμικό ταπ-ταπ-ταπ-ταπ της αρχέγονης αίσθησης του ήχου, σε μια ξέφρενη, αυτοσχέδια Τζαζ διαδρομή. *** “Φίλε, αν χρειαστεί να ρωτήσεις τι είναι η Τζαζ, ποτέ δεν θα το μάθεις” Louis Armstrong ... Δανείζομαι την φράση του Άρμστρονγκ και την παραφράζω με σεβασμό, για να αποδώσω με ακρίβεια, αυτό που ένιωσα όταν έκλεισα το καινούργιο βιβλίο του Κώστα Κρομμύδα. «Φίλε, αν χρειαστεί να ρωτήσεις τι είναι η Εβόρα, ποτέ δεν θα το μάθεις». https://www.youtube.com/watch?v=-SxMdU2iqPc

1