To 14o και τελευταίο (δυστυχώς) crime novel με πρωταγωνιστή τον αγαπημένο μας Μπέρνι Γκούντερ, Ιστορικά τεκμηριωμένο, μεστό, απρόβλεπτο γεμάτο από το γλυκόπικρο χιούμορ του πρώιμα χαμένου συγγραφέα Φίλιπ Κερ.
Το πρώτο από τα 9 έως τώρα εκδοθέντα βιβλία της Bill O'Reilly Killing Series των 17.000.000 αντιτύπων που μεταφράστηκε στα Ελληνικά! Εξαιρετική μελέτη για όλους τους λάτρεις της ιστορίας του Β'ΠΠ. Το τελείωσα σε τρεις ημέρες!!!!
Στις περίπου 400 σελίδες του βιβλίου αυτού ο πολυσπουδασμένος Βρετανός δημοσιογράφος Άνταμ Νίκολσον με μία φρέσκια, ιδιαίτερη ματιά ανατρέχει στις διαχρονικές και παγκόσμιες επιδράσεις που άφησαν ο Όμηρος και τα Έπη του.
Διαθέτουμε επτά βίους του Ομήρου και δύο μεγαλειώδη ποιητικά έργα-έπη του. Αυτός ο υπέροχος Ίωνας αοιδός φαίνεται πως έζησε κατά τον 8ο π.Χ. αιώνα κι ήταν γιος του Μαίονα και της Κριθηίδας. Το πραγματικό του όνομα πιστεύεται πως ήταν Μελησιγένης κι ότι πήρε αργότερα το όνομα Όμηρος είτε γιατί ήταν τυφλός είτε γιατί πιάστηκε όμηρος στον τότε πόλεμο που έγινε στη Σμύρνη. Επτά πόλεις διεκδικούν τη τιμή της γενέτειρας του με επικρατέστερες τη Χίο και τη Σμύρνη. Μας είναι δύσκολο να πιστέψουμε πως σε έναν αρχαίο ποιητικό διαγωνισμό που έλαβε χώρα στη Χαλκίδα ο «πολεμοχαρής» Όμηρος έχασε το βραβείο από τον Ησίοδο, όταν ο δεύτερος προτιμήθηκε γιατί τα ποιήματα του εξυμνούσαν την ειρήνη! Ο Όμηρος εμπνευσμένος από την μακραίωνη προφορική παράδοση των λαμπρών ηρωικών αφηγήσεων συνέθεσε γύρω στα 750 π.Χ τους 15.693 στίχους της Ιλιάδας και στα 710 π.Χ. τους 12.110 στίχους της Οδύσσειας. Η γλώσσα που χρησιμοποίησε και στα δύο έπη του θεωρείται «τεχνητή» πλην όμως απολύτως κατανοητή από το σύνολο του τότε ελληνόφωνου κόσμου. Ο στίχος του είναι ο δακτυλικός ή ηρωικός εξάμετρος κι αποτελείται από δώδεκα έως δεκαεπτά συλλαβές.
«Ψάλε μου, θεά την οργή του Αχιλλέα, του γιου του Πηλέα, αυτή την καταραμένη οργή, που προξένεσε στους Αχαιούς αμέτρητες συμφορές κι έστειλε τις ατρόμητες ψυχές πολλών ηρώων στον Άδη, αφήνοντας τα σώματά τους βορά (τροφή) στα σκυλιά και στα όρνεα•αυτό ήταν το θέλημα του Δία από τότε που έπεσε μίσος για πρώτη φορά ανάμεσα στο βασιλιά γιο του Ατρέα και το θεόμορφο Αχιλλέα». (μτφ.Φιλολογική ομάδα Κάκτου) Η Ιλιάδα περιγράφει κάποια από τα γεγονότα του δέκατου και τελευταίου χρόνου της πολιορκίας της Τροίας από τους Έλληνες (Αχαιοί ή Αργείοι ή Δαναοί στο κέιμενο). Το έπος βρίθει πρωταγωνιστών, θνητών κι αθανάτων : Αχιλλέας, Οδυσσέας, Έκτορας, Αγαμέμνονας, Πάρις, Πάτροκλος, Πρίαμος, Μενέλαος, Αίαντας, Διομήδης, Νέστορας, Απόλλων, Ποσειδώνας, Άρτεμις, Αφροδίτη, Ήρα, Άδης, Άρης, Ήφαιστος, Ερμής…οι οποίοι έμειναν στην πολεμική κι όχι μόνο ιστορία για το κλέος, τον ηρωισμό, την ευφυΐα αλλά και για την αποφασιστικότητα και τη σκληρότητα τους. Μετά την αρπαγή της ωραίας Ελένης η άλωση της Τροίας με όποιο τρόπο και μέσον θεωρείται αναπόφευκτη. Η σύγκρουση των Ελλήνων Αχαιών και των Τρώων εκτός από πολλαπλώς και ποικιλοτρόπως ηρωική, είναι σφοδρή, πολλές φορές λυσσαλέα χωρίς να λείπουν κι οι εσωτερικές συγκρούσεις κι έριδες μεταξύ συμμάχων και φίλων.
Η Οδύσσεια πραγματεύεται την αγωνιώδη και περιπετειώδη προσπάθεια επαναπατρισμού ενός ήρωα του Τρωικού Πολέμου, του ευφυούς και πολυμήχανου Οδυσσέα. Στους θνητούς και στους αθάνατους ήρωες της Οδύσσειας προστίθενται επιτυχώς από τον ποιητή της πλήθος μοιραίων γυναικών αλλά και διάσημων τερατόμορφων όντων : Ναυσικά, Καλυψώ, Κίρκη, Αρήτη, Πολύφημος, Σκύλλα, Χάρυβδη, Σειρήνες, Δίας, Ποσειδώνας, Αθηνά και φυσικά η πάντα πιστή σύζυγος Πηνελόπη και το παροιμιώδες πείσμα της που την κρατά χρόνια μακριά από την αγκαλιά των νεαρών Μνηστήρων. Απώτερος σκοπός της πάλης των καλών κι αγαθών ηρώων της Οδύσσειας με τους ύπουλους, μοχθηρούς αντιήρωες της καθώς και με τα κακά κι εφιαλτικά τέρατα της είναι η πολυπόθητη, γλυκιά άφιξη του τσακισμένου από τις κακουχίες στρατοκόπου Οδυσσέα στο νησί της Ιθάκης κι η επανένωση του με την πολυαγαπημένη του οικογένεια που καρτερικά τον προσμένει κι ερευνά για την τύχη του. «Και τότε ολόχαρη η γερόντισσα ψηλά στο ανώγι ανέβη
με γόνατα γοργοτρεχάμενα, με πόδια που σκόνταβαν,να πάει στη ρήγισσα το μήνυμα, πως έφτασε ο καλός της·κι ως στάθη πάνω απ΄ το κεφάλι της, τα λόγια αυτά της είπε:«Για ξύπνα, Πηνελόπη κόρη μου, τα μάτια σου να ιδούνεό,τι καιρούς και χρόνια αδιάκοπα λαχτάριζε η καρδιά σου!Ήρθε ο Οδυσσέας, στο σπίτι του έφτασε, κι ας είχε αργήσει τόσο,και τους μνηστήρες όλους σκότωσε τους άνομους, που έτρωγαντο βιος του, ρήμαζαν το σπίτι του και παίδευαν το γιο του.» (μτφ.Καζαντζάκη-Κακριδή).
Ο Άνταμ Νίκολσον στο παρόν βιβλίο του θυμάται τα σχολικά του χρόνια, τότε που έκανε την πρώτη του επαφή με τον Όμηρο. Πρωτοαντίκρισε τον ποιητή και τους στίχους του σαν αραδιασμένα ορνιθοσκαλίσματα πάνω σε έναν μαυροπίνακα και την προσπάθεια του να τον κατανοήσει, την παρομοιάζει με το ξεκοκάλισμα ενός ψαριού! Και για αρκετούς Έλληνες μαθητές σίγουρα συνέβη το ίδιο ή κάτι παρόμοιο κι η υπογράφουσα το παρόν δεν εξαιρείται! Διδαχθήκαμε τα Ομηρικά Έπη στα γυμνασιακά μας χρόνια πλην όμως η κατανόηση τους, ο σεβασμός κι η αγάπη μας για αυτά ήρθαν πολύ αργότερα! Ίσως γιατί ο Όμηρος παρόλο που είναι πανταχού παρών κι ανά τους αιώνες ελλοχεύει στην Ευρωπαϊκή σκέψη, είναι σπάνια ορατός. Ο Όμηρος επιβίωσε της μεσαιωνικής Χριστιανοσύνης δια μέσου των Ιλιάδων και των Οδυσσειών που βρισκόντουσαν διασκορπισμένες στις βιβλιοθήκες της Ευρώπης των γραμμάτων. Ο Γκαίτε θεωρούσε πως αν τα Ομηρικά Έπη είχαν γίνει η Αγία Γραφή της Ευρώπης κι όχι η Βίβλος ολόκληρη η Ιστορία μας θα είχε εξελιχθεί διαφορετικά και κατά τη γνώμη του καλύτερα!!! Στην αρχαία Αθήνα ο Όμηρος ήταν αγαπητότατος και σχεδόν καθημερινά ακούγονταν από επαγγελματίες αοιδούς απαγγελίες των ραψωδιών του. Από τις πιο λαμπρές απαγγελίες των Ομηρικών στίχων ήταν αυτές που γινόντουσαν κάθε τέσσερα χρόνια στη γιορτή των Παναθηναίων. Όσοι απάγγελναν την Οδύσσεια ήταν ενδεδυμένοι με μωβ-θαλασσί στολές (η απέραντη θάλασσα της Οδύσσειας), ενώ εκείνοι που απάγγελναν την Ιλιάδα φορούσαν κόκκινες στολές (η σφαγή κι η αιματοχυσία της Τροίας).
Τόσο η Ιλιάδα όσο και η Οδύσσεια απευθύνεται σε δύο κεντρικούς, διαφορετικούς χαρακτήρες ανθρώπων. Τα ποιήματα στέκουν σαν πανέμορφες κόρες εκατέρωθεν του χάσματος που δημιουργεί η διαφορετικότητα των ανθρώπινων αυτών χαρακτήρων. Εάν θεωρούμε πως είμαστε εγκλωβισμένοι μέσα σε μία σειρά αναπόφευκτων πεπρωμένων και πως η μοίρα ορίζει περισσότερο τις ζωές μας, αποτελούμε τους ήρωες μίας σύγχρονης Ιλιάδας. Εάν αποφασίσουμε να σταθούμε απέναντι στη μοίρα και να προσπαθήσουμε να αναθεωρήσουμε την πορεία που έχει χαραχτεί για εμάς πλάθοντας νέους τόπους και νέα ζωή, αποτελούμε τους ναυτικούς μίας σύγχρονης Οδύσσειας. Ο Νίκολσον μας (προ) καλεί να επιλέξουμε : Τι από τα δύο θα γίνουμε; Ένα μνημείο πείσματος και περηφάνιας με οδηγό πάντα την ακεραιότητα όπως ο Αχιλλέας ή ένας άπιαστος καταφερτζής για τον οποίο τίποτε δεν είναι βέβαιο και δεδομένο όπως ο Οδυσσέας; Υποδειγματικός ήρωας ή πολυμήχανος άνθρωπος; Κατά τον Νίκολσον «η Ιλιάδα είναι μία αποτύπωση αυτού που νομίζουμε ότι ήμαστε κι ενδεχομένως λαχταράμε να είμαστε κι η Οδύσσεια μία εκδοχή του τι είμαστε κι ενδεχομένως του τι θα μπορούσαμε να γίνουμε».
Ο Νίκολσον υποστηρίζει ότι η μελέτη και κατανόηση των Ομηρικών Επών, μας κάνει με έκπληξη να αντιληφθούμε πως το αρχαίο «τότε κι εκεί» δεν διαφέρει τόσο πολύ από το «εδώ και τώρα». Ο Όμηρος δεν προσφέρει ωστόσο απαντήσεις σε διαχρονικά, βασανιστικά ερωτήματα του ανθρώπου όπως «πρέπει να υποταχθούμε στην εξουσία;» , «πρέπει να ταπεινωθούμε;», «να καλλιεργήσουμε την ευγένεια;», «να ενισχύσουμε τη βία;», «να αφεθούμε στο εγώ;» ή «να αγαπήσουμε;» Ο Όμηρος απλά δραματοποιεί την πραγματικότητα των ερωτημάτων αυτών. Τα ποιήματα του Ομήρου, μας λέει ο συγγραφέας, δεν αποτελούν κηρύγματα. Αυτό που θέλουμε από τον Όμηρο, αυτό που εξακολουθεί να μας αγγίζει είναι η ομηρική του σοφία, η ατρόμητη αναμέτρηση του με το φοβερό, η ενέργεια κι η λάμψη του, η αντίσταση του στη νοσταλγία, η αγάπη του για την αγάπη και το μίσος του για τον θάνατο. Τα Έπη του μπορεί να διασώζουν το παρελθόν όμως υπάρχουν σε ένα εκτυφλωτικό παρόν και υπό την έννοια αυτή αποτελούν ύμνο στην παρούσα στιγμή. Η ενάργεια (η ιδιότητα της φωτεινότητας, της ολοζώντανης παρουσίας) ως απαραίτητη πτυχή της έκφρασης (της περιγραφής, αυτού που βγάζουμε από μέσα μας) αποτελούν το ζευγάρι που αποδίδει άριστα το Ομηρικό ιδεώδες. Ο Όμηρος είναι το φως που λάμπει στον κόσμο. Το φωτεινό ίχνος που αρχίζει να λαμπυρίζει πίσω σου.
-Ερρίκος Σλήμαν
«Επιθυμούσα πάντα με πάθος να μάθω Ελληνικά. Δεν το είχα κάνει γιατί φοβόμουν πως η βαθειά γοητεία αυτής της υπέροχης γλώσσας θα με απορροφούσε τόσο πολύ που θα με απομάκρυνε από τις άλλες μου δραστηριότητες.» (Ο Σλήμαν μίλαγε άψογα 18 γλώσσες. Για δύο χρόνια δεν έκανε τίποτα άλλο από το το να μελετάει τα δύο έπη του Ομήρου)
-Τζέιμς Τζόυς
«Σχεδόν φοβάμαι να αγγίξω την Οδύσσεια, τόσο καταπιεστικά αφόρητη είναι η ομορφιά.»
-Γιασαρ Κεμαλ (Σύγχρονος Τούρκος συγγραφέας κουρδικής καταγωγής)
« Πιστεύω πώς τό δικό μου έργο είναι πιό κοντά στό έργο τού Ομήρου. Μέ αυτήν τήν έννοια λοιπόν, λέω πώς είμαι περισσότερο Έλληνας. Είμαι η συνέχεια τού είδους πού ξεκίνησε ο “Ομηρος. Μία εποχή οι Τούρκοι διανοούμενοι μέ έλεγαν »Ομέρογλου» δηλαδή γιό τού Ομήρου.»
Το «Pape Satan Aleppe: Το χρονικό μιας ρευστής κοινωνίας» είναι το τελευταίο βιβλίο που έγραψε ο Ουμπέρτο Έκο και κυκλοφόρησε εσπευσμένα στις αρχές του 2016 λίγο μετά το θάνατο του μεγάλου συγγραφέα και φιλοσόφου. Τα βιβλιοπωλεία όλου του κόσμου το φιλοξένησαν στις προθήκες τους με τη συγκινητική πλην λιτή επιγραφή «Addio Capitano». Αντίο Καπετάνιε…
Ο πολυπράγμων καθηγητής της Σημειωτικής Ουμπέρτο Έκο μας γοήτευε τις τελευταίες δεκαετίες με τις ενδελεχείς μελέτες του, τη θαυμάσια πεζογραφία του και τις πρωτότυπες, χιουμοριστικο-κυνικές φιλοσοφικές του αναλύσεις.
Το παρόν βιβλίο πρόκειται ουσιαστικά για μία ανθολογία με όλα τα κείμενα του διάσημου διανοητή, που ο ίδιος συνέγραψε τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια ως τακτικός συνεργάτης του εβδομαδιαίου περιοδικού L’Espresso.
Στην 7η ωδή της «Κόλασης» του Δάντη ο Πλούτωνας με τη σιγανή, τσιριχτή του φωνή αναφωνεί το διφορούμενο μεταφραστικά κι ερμηνευτικά «Pape Satan, Pape Satan, Aleppe!» Ο Γιώργος Σεφέρης στο περιοδικό «Εποχές» τεύχος Νοεμβρίου του 1966 στο άρθρο του αφιέρωμα για τα «700 χρόνια του Δάντη» αφήνει αμετάφραστη τη Δάντειο αυτή κραυγή, η οποία ίσως να αναφέρεται στο «Πρίγκιπα Σατανά» τον οποίο με τη κάθοδο του ο ποιητής στη Κόλαση κλήθηκε να αντιμετωπίσει(;) Ο Έκο στην εισαγωγή του έργου μας εξομολογείται ανερυθρίαστα πως, «από τη στιγμή που οι ιδέες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την οποιαδήποτε ζαβολιά», βρήκε το στίχο αυτό πολύ βολικό για τίτλο του βιβλίου του!!!
Ο «ζαβολιάρης» Έκο έκλεισε στις 500 σελίδες (Ελληνική έκδοση) του πονήματος του τα πρόσωπα και τα πράγματα που συνιστούν τη ρευστή κοινωνία μας, όπου μερικές φορές το μη νόημα φαίνεται να κατατροπώνει τη λογική, με ανεπανάληπτα βεβαίως κωμικά αποτελέσματα, αλλά με συνέπειες όχι ιδιαίτερα καθησυχαστικές. Σύγχυση, αποσύνδεση, κατακλυσμός από συνήθειες που συχνά αποτελούν απλώς κοινούς τόπους και τρόπους.
Το βιβλίο χωρίζεται σε δεκαπέντε ενότητες με απλούς ή πιο ευφάνταστους τίτλους όπως «με το βήμα του κάβουρα», «το φαίνεσθαι», «on line», «διάφορες μορφές ρατσισμού», «οι γέροι και οι νέοι». Κάθε ενότητα περιλαμβάνει αρκετά άρθρα του χρονολογημένα κατ’ έτος και με τις απαραίτητες, επεξηγηματικές σημειώσεις. Εδώ βρίσκουμε τα πιο οικεία πρόσωπα αυτής της κοινωνίας: τα προσωπεία της πολιτικής, τις εμμονές των ΜΜΕ για ακροαματικότητες που όλα (ή σχεδόν όλα) δείχνουν να συμμερίζονται, τη συμβίωση με τα κινητά μας τηλέφωνα, την αγένεια. Και φυσικά, πολλά άλλα που ο Ουμπέρτο Έκο αφηγούνταν τακτικά στη στήλη του La bustina di Minerva. Κρίση των ιδεολογιών, κρίση των κομμάτων, ξέφρενος ατομικισμός. Αυτός είναι ο χώρος στον οποίο κινούμαστε∙ μια ρευστή κοινωνία, όπου δεν είναι πάντα εύκολο να βρεθεί ο πολικός αστέρας της ,παρόλο που είναι εύκολο να βρεθούν πλήθος αστέρια κι αστεράκια.
Περαιτέρω η έννοια της «ρευστής κοινωνίας» στον υπότιτλο του βιβλίου θα πρέπει, χωρίς αμφιβολία, να αναζητηθεί στο έργο του διακεκριμένου Πολωνοεβραίου κοινωνιολόγου Ζίγκμουντ Μπάουμαν σύμφωνα με τον οποίο «βιώνουμε μια περίοδο όπου όλα είναι ρευστά: όλες οι κοινωνικές μορφές (δομές, θεσμοί, πρότυπα) διαθέτουν πολύ μικρό προσδόκιμο ζωής και αδυνατούν να παίξουν το ρόλο ενός σταθερού πλαισίου αναφοράς για την ανθρώπινη δράση».
Σε συνέντευξη που είχε δώσει ο Έκο άμα τη κυκλοφορία του μυθιστορήματος του «Φύλλο Μηδέν» είχε δηλώσει σχετικά με την σημερινή κοινωνία: «δεν υπάρχουν πια κόμματα στα οποία μπορεί κανείς να στηριχτεί, δεν υπάρχουν κοινότητες στις οποίες μπορεί κανείς να συμμετέχει και να προσανατολιστεί· υπάρχει μόνο η επιθυμία του φαίνεσθε και η απόλυτη υποκειμενικότητα σε όλα».
Ο Έκο με ένα σοβαρό, παιχνιδιάρικο τρόπο μας αποδεικνύει το γιατί τελικά, ο μοντέρνος κόσμος έχει καταντήσει τόσο ανόητος. Τα παραδείγματα κι αναλύσεις του είναι κάποιες φορές αναμενόμενες κι άλλες φορές εντελώς αναπάντεχες προκαλώντας όμως το ίδιο πάντα αποτέλεσμα στη σκέψη και τη κρίση του αναγνώστη. Την έκπληξη της απλότητας!
Τα κινητά τηλέφωνα, ο μονοθεϊσμός, οι online πορνοσελίδες, το twitter, οι πειρατές, ο Χάρρυ Πόττερ, η καλλιγραφία, τα λογοτεχνικά φεστιβάλ, ο Στήβεν Χώκινγκ, οι ταξιτζήδες, ο Ιούλιος Βερν, οι Ναίτες, ο Αδόλφος Χίτλερ, η 11η Σεπτεμβρίου, ο Τζέιμς Μποντ και τόσα άλλα… περιδιαβαίνουν στις μπουστίνες του συγγραφέα αποκαλύπτοντας μας την απροκάλυπτη κοινωνική μας απιστία και την έκπτωση μας από τη κοινωνία στην άκρως επηρμένη ατομικότητα μας.
Παρόλο που στο βιβλίο αυτό βρίσκουμε αρκετές από τις «κακές» συνήθειες μας και μελετώντας το, στην άκρη του μυαλού μας αχνοσχηματίζεται μία κάποια δυσαρέσκεια, η καλοπροαίρετη … ειρωνεία του συγγραφέα είναι αφοπλιστική, η εξυπνάδα κι η σπιρτάδα των λόγων του μεθυστική. Ο Ουμπέρτο Έκο δεν προσπαθεί να μας πείσει πως εκείνος τα ξέρει όλα κι εμείς δεν γνωρίζουμε τίποτα. Πως εμείς έχουμε λάθος κι εκείνος κατέχει το αλάθητο. Ο συγγραφέας αποκωδικοποιεί γνώσεις που ήδη κατέχουμε και μας υπενθυμίζει συμπεράσματα στα οποία κι οι ίδιοι έχουμε κατά καιρούς καταλήξει. Θα μπορούσε να πει κανείς πως το παρόν βιβλίο δεν μας χαρίζει τόσο περισσότερη γνώση όσο μας διαφωτίζει κατευθύνοντας τις ατομικές μας συνήθειες κι αντιλήψεις στη σφαίρα της ορθής χρήσης και κρίσης!
1
Μαγικό Βουνό
Το «Μαγικό Βουνό» εξεδόθη στα 1924 κι αποτέλεσε το τρίτο μυθιστόρημα του συγγραφέα μετά το « Μπούντενμπροκς» και το «Βασιλική Υψηλότης». Είναι ένα έπος που ξεπερνά τις 1.000 σελίδες. Ο Χανς Κάστορπ, μηχανικός στο επάγγελμα, επισκέπτεται τον εξάδελφο του Γιόαχιμ Τσέιμσεν στο σανατόριο για φυματικούς στο Μπέργκχοφ της Ελβετίας. Ο Χανς αισθάνεται αδιαθεσία, η οποία του φέρνει ένα παρατεταμένο πυρετό. Αναγκάζεται σε μία διαρκέστερη παραμονή στο σανατόριο, που την υπολογίζει σε τρεις εβδομάδες. Μόνο που οι τρεις βδομάδες, χωρίς να το καταλάβει, μετατρέπονται σε επτά χρόνια. Οι υπόλοιποι τρόφιμοι του σανατορίου, συμπεριλαμβανομένου και του εξάδελφου Γιόαχιμ, γνωρίζουν εξ αρχής τη πλάνη του Χανς, πως η παραμονή του θα περιοριστεί μοναχά σε ένα εικοσαήμερο. Κομψά κι ευγενικά ειρωνεύονται τον νεαρό μηχανικό λέγοντας του «Ήρθατε, λοιπόν, τελείως οικειοθελώς σ” εμάς τους ξεπεσμένους και θέλετε να μας προσφέρετε για λίγο καιρό τη χαρά της συντροφιάς σας. Πολύ ωραία. Και τι διάστημα σχεδιάσατε;» Κι ο ίδιος ο Thomas Mann μας προειδοποιεί «Ο αφηγητής δεν θα ξεμπερδέψει στο άψε-σβήσε με την ιστορία του Χανς. Οι επτά ημέρες μιας εβδομάδας δεν θα αρκέσουν, ούτε και επτά μήνες. Το καλύτερο είναι να μην του είναι ξεκάθαρο από πριν πόσος γήινος χρόνος θα περάσει ενόσω τον κρατά σαγηνεμένο». Πολύ γρήγορα λοιπόν συνειδητοποιούμε πως ο χρόνος στο «Μαγικό Βουνό» είναι αδύνατον να υπολογιστεί. Οι ημέρες που περνά ένας κρεβατωμένος άνθρωπος άρρωστος τον κάνουν αδιάφορο για το τι συμβαίνει. Έναν άρρωστο δεν τον απασχολεί ουσιαστικά τίποτα κι οι μέρες του ίδιες κι απαράλλακτες, θαρρείς πως επαναλαμβάνονται. Ο ασθενής γίνεται αφελής. Κι ο Χανς ως ασθενής ακόμη αφελέστερος μια και στο «Μαγικό Βουνό» ούτως ή άλλως δεν υπάρχουν επισκέπτες. Όποιος έρχεται μπορεί να φύγει πλην είναι καταδικασμένος πάντα να επιστρέφει. Οπότε καλύτερα να μείνει εξ αρχής. Οι άνθρωποι του βουνού αποκόπτονται από τους ανθρώπους κάτω στα πεδινά. Οι πεδινοί μπορούν να συνεχίσουν τη ζωή τους. Το βουνό, με τον ξεχωριστό του θαρρείς μαγικό αέρα, καταπολεμάει αλλά συγχρόνως συντηρεί και τις ασθένειες των τροφίμων του σανατορίου. Οι άρρωστοι τελικά αγαπούν την αρρώστια τους. Δεν μπορούν να διανοηθούν τη ζωή τους χωρίς αυτή. Δεν μπορούν να φανταστούν τη ζωή τους μακριά από το «Μαγικό Βουνό». Μέσα στο «Μαγικό Βουνό» ο Χανς αλλάζει σιγά σιγά. Φιλοσοφεί, ερωτεύεται, βιώνει την απώλεια και φτάνει εν τέλει στην απόλυτη ελευθερία. Ο Χανς πεθαίνει. Μας τον κλέβει ένα εκρηκτικό βλήμα που δεν κατάφερε να σταματήσει η ξιφολόγχη στο χέρι του. Μα η ιστορία του έχει ειπωθεί. «Έχε γεια Χανς Κάστορπ, αγαθόκαρδο βασανοπαίδι της ζωής! Η ιστορία σου τελείωσε. Την αφηγηθήκαμε ως το τέλος. Δεν κράτησε ούτε λίγο ούτε πολύ, ήταν μια ερμητική ιστορία. Την αφηγηθήκαμε χάριν της ιδίας, δεν ήσουν εσύ η αιτία, γιατί εσύ παραήσουν απλός. Τελικά όμως ήταν η δική σου ιστορία. Αφού σε εσένα συνέβη, έπρεπε το δίχως άλλο να το αξίζεις..» .
Το «Μαγικό Βουνό» είναι σαφέστατα ένα μοντέρνο κλασσικό αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Μία κωμωδία ηθών, μία αλληγορία της Ευρωπαϊκής μπουρζουαζίας του Μεσοπολέμου. Ένα μυθιστόρημα που απεικονίζει πειστικά την ασθένεια ως μία κατάσταση τόσο του μυαλού όσο και του σώματος. Μέσα στο αιώνιο και γλιστερό χιόνι του βουνού, καμία κατάσταση και καμία συμπεριφορά δεν μπορεί να θεωρηθεί αναμενόμενη. Πίσω από τη σκηνή, κάπου στο βάθος των δωματίων, καραδοκεί ο θάνατος ανάμεσα σε μικροπρεπείς αντιπαλότητες κι έντονα φλερτ. Η ατμόσφαιρα γίνεται φετιχιστική σχεδόν σουρεαλιστική. Αυτό δίνει στο μυθιστόρημα μία υπέροχη αίσθηση του υψηλού και του ανοίκειου. «Τι μπορώ τώρα να σας πω για το βιβλίο και για το πώς μπορεί καλύτερα να το διαβάσει κανείς; Θα αρχίσω με την αλαζονική απαίτηση να μην το διαβάσετε μία φορά, αλλά δύο. Μια απαίτηση που δεν χρειάζεται βέβαια να ικανοποιηθεί, αν κάποιος έχει ήδη βαρεθεί με την πρώτη ανάγνωση. Ένα έργο τέχνης δεν πρέπει να αποτελεί καθήκον, ούτε προσπάθεια• δεν πρέπει να το αναλαμβάνει κανείς παρά τη θέλησή του. Ο στόχος του είναι να παρέχει ευχαρίστηση, να ψυχαγωγεί και να αναζωογονεί. Αν δεν έχει αυτά τα αποτελέσματα σε κάποιον αναγνώστη, αυτός πρέπει να το παρατήσει και να στραφεί σε κάτι άλλο…» Thomas Mann «Πώς γράφτηκε το Μαγικό Βουνό».
Στις 280 σελίδες της (Ελληνόγλωσσης) αυτής έκδοσης φιλοξενούνται 50 αποσπάσματα γνωστών και λιγότερο γνωστών κλασικών κειμένων επιλεγμένα από τον καθηγητή της Ιταλικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Καλαβρίας Νούτσιο Όρντινε. Στις πρώτες 69 σελίδες του βιβλίου απλώνεται μία εκτενέστατη εισαγωγή, με την οποία ο Όρντινε -είναι η αλήθεια- πως πείθει και τους πιο διστακτικούς αναγνώστες για την αναγκαιότητα της μελέτης των κλασικών κειμένων. «Η επιλογή αποσπασμάτων την οποία προτείνω, όπως έχω ήδη πει, αφορά μία σειρά από κείμενα που αγάπησα στη διάρκεια της ζωής μου και μοιράστηκα με τους φοιτητές μου, επιδιώκοντας να τους δείξω πως οι κλασικοί μπορούν να απαντήσουν ακόμη και σήμερα στα ερωτήματα μας και να αποδειχτούν ένα πολύτιμο γνωστικό εργαλείο. Πράγματι οι κλασικοί μας βοηθούν στη ζωή μας γιατί έχουν πολλά να μας πουν για τη τέχνη της ζωής και το πώς να αντισταθούμε στη δικτατορία του κέρδους και του ωφελιμισμού».
Τα υπέροχα αυτά αποσπάσματα-διαμάντια από τη Παγκόσμια Λογοτεχνία όλων των χωρών κι όλων των εποχών τυπώνονται ως εξής : στην αριστερή σελίδα του βιβλίου παρατίθεται το πρωτότυπο κείμενο, στην δεξιά σελίδα η μετάφραση του κειμένου κι έπειτα ακολουθούν δύο σελίδες με τη προσωπική, περιεκτική ανάλυση του συγγραφέα προκαλώντας σχεδόν πάντα στον αναγνώστη την επιθυμία της περαιτέρω ανάγνωσης και μελέτης! Έτσι έχουμε μία πρώτης τάξεως ευκαιρία να «γνωρίσουμε» από λίγο πιο κοντά πολλούς από τους κλασικούς συγγραφείς, οι οποίοι δημιούργησαν ή και διαμόρφωσαν αυτό που σήμερα ονομάζουμε ελεύθερη δυτική σκέψη και πολιτισμό. Αυτοί είναι οι παλαιοί κι οι μοντέρνοι κλασικοί που μέσω των αποσπασμάτων του ο Όρντινε, μας καλεί να βυθιστούμε σε ολόκληρο το έργο τους: Αϊνστάιν, Αλτσιάτο, Αριόστο, Ατσέττο, Βοκάκιος, Γιουρσενάρ, Γκαίτε, Γκαρσία Μάρκες, Γκουιτσαρντίνι, Γκρασιάν, Θερβάντες, Ιπποκράτης, Καβάφης, Καλβίνο, Λέβι, Μακιαβέλλι, Μανν, Μάστερς, Μίγουος, Μολιέρος, Μονταίνιος, Μοντάλε, Μοντεσκιέ, Μπαλζάκ, Μπέλλι, Μπόρχες, Μπρούνο, Μωπασσάν, Νταν, Ντηφόου, Ντίκενς, Όμηρος, Πεσσόα, Πλάτων, Πλαύτος, Ραμπελαί, Ρίλκε, Ροστάν, Ρουτίλιος Ναματιανός, Σαίντ-Εξυπερύ, Σαίξπηρ, Στιούαρτ Μίλλ, Σουίφτ, Τάσσο, Τζόνσον, Τσβάιχ, Φλωμπέρ και Χικμέτ.
Το παρόν βιβλίο θα μπορούσαμε να πούμε, πως είναι μία συνέχεια τρόπο τινά του παγκόσμιου bestseller του συγγραφέα «Χρησιμότητα του Αχρήστου». Όπως και στη «Χρησιμότητα του Αχρήστου» έτσι κι εδώ μέσω των λογοτεχνικών αποσπασμάτων ο Όρντινε μας μιλάει για τη χρησιμότητα της γνώσης, η οποία δεν έχει καμία άμεση μετάφραση κι αναγωγή σε συγκεκριμένα πρακτικά οφέλη. Το είδος των πραγμάτων που μας κάνουν καλύτερους ανθρώπους, δεν φέρουν πάντα μία αυστηρή κι άμεση υλική ετικέτα. Ο Όρντινε ουσιαστικά μας μιλά για τις ανθρωπιστικές επιστήμες, τη φιλοσοφία, τη ποίηση, τη λογοτεχνία που με τα υψηλά νοήματα τους κι όλες εκείνες τις αρχές που προάγουν, δύναται να μας αποσυνδέσουν από το σύνηθες και σύγχρονο αυτονόητο του «κερδίζουμε χρήματα από αυτό». Ο συγγραφέας υποστηρίζει πως αν δεν διασώσουμε τους κλασικούς και το σχολείο, οι κλασικοί και το σχολείο δεν θα μπορέσουν να μας σώσουν. Μας προτρέπει να μην μελετούμε τους κλασικούς μόνο για να περάσουμε τις σχολικές εξετάσεις. Απορεί γιατί ενώ στη Κορέα αυξάνουν τις χρηματοδοτήσεις των ανθρωπιστικών μαθημάτων σημειώνοντας πως αποτελούν εξαιρετική πηγή καλλιέργειας και φαντασίας, η Ευρώπη ξεχνά τις πολιτισμικές της ρίζες κι αφανίζει προοδευτικά την μελέτη των αρχαίων γλωσσών της, της λογοτεχνίας, της φιλοσοφίας και της τέχνης.
Ο Όρντινε αφιερώνει στην εισαγωγή του βιβλίου του ένα κεφάλαιο για το θέμα της αλληλεγγύης στην σημερινή Ευρώπη, όπου αναφέρεται εκτενώς στην Ελληνική κρίση και τον απρεπή τρόπο αντιμετώπισης της από τα κράτη μέλη της Ε.Ε, ιδιαιτέρως από τη Γερμανία. Είναι προφανής η τεράστια σύγκρουση συμφερόντων εντός της Ευρωπαϊκής Ηπείρου, υποστηρίζει ο συγγραφέας αλλά και το πώς χωρίς αλληλεγγύη μεταξύ των Εθνών δεν μπορεί να υπάρξει αληθινή Ευρώπη. Για να αντιληφθούμε το τεράστιο σφάλμα στο οποίο έχουμε περιπέσει, ο Όρντινε μας παραπέμπει σε ένα απόσπασμα του κλασικού Μοντεσκιέ: « Αν μάθαινα κάτι που θα μου ήταν χρήσιμο αλλά αποδεικνυόταν επιβλαβές για την οικογένεια μου, θα το έδιωχνα από το μυαλό μου. Αν μάθαινα κάτι χρήσιμο για την οικογένεια μου αλλά όχι για την πατρίδα μου, θα προσπαθούσα να το ξεχάσω. Αν μάθαινα κάτι χρήσιμο για την πατρίδα μου αλλά βλαβερό για την Ευρώπη, ή χρήσιμο για την Ευρώπη αλλά βλαβερό για το ανθρώπινο γένος, θα το θεωρούσα έγκλημα.»
Κατά τον Όρντινε για να διαμορφώσουμε «αιρετικούς πολίτες» κι όχι υπάκουα πρόβατα, πρέπει να ξεκινήσουμε από τους κλασικούς κι από το σχολείο σε όλες του τις βαθμίδες. Όλες εκείνες οι γνώσεις που θεμελίωσαν οι κλασικοί και μας τις κληρονόμησαν και που αδίκως σήμερα θεωρούνται «άχρηστες»: η λογοτεχνία, η φιλοσοφία , η μουσική, η τέχνη, η βασική επιστημονική έρευνα είναι που θα διαμορφώσουν τη νέα γενιά των πολιτών. «Όλα εξαρτώνται από το πρώτο κουμπί. Αν το ράψεις στη λάθος κουμπότρυπα, αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα να συνεχίσεις ανεπανόρθωτα να κουμπώνεις το ένα σφάλμα μετά το άλλο» Τζορντάνο Μπρούνο.
0
Ο καλός στρατιώτης Σβέικ
Το βιβλίο αυτό του Γιάροσλαβ Χάσεκ αποτελεί το σήμα κατατεθέν της Τσεχικής λογοτεχνίας. Είναι ένα πανέξυπνο ψυχογράφημα και παράλληλα ένα ξεκαρδιστικό αντιπολεμικό αριστούργημα. Ο μποέμ αναρχικός Χάσεκ συνδυάζοντας το εκθαμβωτικό τούτο παγκόσμιο έργο με τη διάτρηση μίας καυστικής σάτιρας πετυχαίνει να μας χαρίσει μια απολαυστική κι ωστόσο απερίσκεπτα ανατρεπτική απεικόνιση της ματαιότητας του πολέμου.
«…Αργότερα στο ψυχιατρείο ο Σβεϊκ μιλούσε και έλεγε καλά λόγια για τον εαυτό του και για τους άλλους τρόφιμους.-Λευτεριά. Κάνεις ότι σου καπνίσει χωρίς να δώσεις λογαριασμό σε κανένα. Κυλιέσαι, ουρλιάζεις, ξεγυμνώνεσαι, παραμιλάς, δαγκώνεις, χτυπάς και τέτοια. Αν όλα αυτά κάποιος τα έκανε στο δρόμο θα΄ταν περίεργα και παράξενα και τρελά. Στο ψυχιατρείο θεωρούνται πολύ φυσικά. Ούτε..ούτε στα όνειρά τους οι σοσιαλιστές είδαν τέτοιου είδους λευτεριά. Μπορεί να έισαι ο Θεός, διάβολος, Παναγιά, Πάπας, Ναπολέοντας, Βασιλιάς, Αυτοκράτορας, Άγιος…Είναι γιομάτος ο παράδεισος από όλους αυτούς και απ όλες τις ιδέες…»
Ποιος είναι ο καλός στρατιώτης Σβέικ; Επιτυχημένος πωλητής κλεμμένων σκύλων στη πολιτική του ζωή ο Σβέικ αλλά κι ένας Τσέχος στρατιώτης που παριστάνει τον καλοκάγαθο και τον ανόητο για να τα φέρει βόλτα με τους ανωτέρους του. Υποκρίνεται να συμφωνεί με τον οποιοδήποτε τον συναναστρέφεται, ειδικά αν αυτός που του απευθύνεται είναι ανώτερος του αξιωματικός. Ο Σβέικ κάνει πάντα «διπλή συζήτηση», αλλά η ειρωνεία που διαπνέει τις παρατηρήσεις του γίνεται πάντοτε αντιληπτή. Δείχνει πάντα πως αγωνίζεται απελπισμένα να φτάσει στο μέτωπο προτάσσοντας τον μεγάλο πατριωτισμό του και την αδιαμφισβήτητη αφοσίωση του στη Μοναρχία, όταν είναι σαφές πως οι πράξεις του εμποδίζουν την επίτευξη του ανακηρυγμένου στόχου του. Ο ήρωας παρά τις παράλογες ενέργειες του και την απρόβλεπτα ανόητη συμπεριφορά του τοποθετείται από τον συγγραφέα σε μία ρεαλιστική Αυστροουγγρική κοινωνία, γεμάτη εθνοτικές διαιρέσεις, διεφθαρμένη στρατιωτική γραφειοκρατία και έναν λαό τρομοκρατημένο από τον επικείμενο πόλεμο. Ο Χάσεκ δώρισε στον Σβέικ πολλές από τις προσωπικές του εμπειρίες συμπεριλαμβανομένων της φυλάκισης του, των ταξιδιών του και τις εμπειρίες της πρώην εργασίας του ως πωλητής σκύλων. «Οι σπουδαίοι καιροί απαιτούν σπουδαίους άνδρες» ήταν το ειρωνικό σχόλιο του Χάσεκ για τον Σβέικ. Ενώ πολλοί άνθρωποι γύρω του πέφτουν θύματα του στρατιωτικοαστυνομικού κατεστημένου κι οι νέοι προσπαθούν πολύ να τραυματιστούν για να αποφύγουν να σταλούν στον πόλεμο, ο μεγάλος άνδρας Σβέικ είναι η κωμική εξαίρεση από όλους τους υπόλοιπους που υποφέρουν κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ο καλός στρατιώτης Σβέικ αποτελεί μία σαρωτική απεικόνιση της καταπιεστικής κοινωνίας κι είχε τόση μεγάλη επιρροή που παραλλαγές της λέξης σβέικ υιοθετήθηκαν στα Τσέχικα λεξικά, για να υποδηλώσουν την ιδιαιτερότητα και τον στρατιωτικό παραλογισμό.
Ο Τσέχος συγγραφέας Άρνοστ Λούστιγκ δήλωσε πως, σε ένα Νεοϋορκέζικο πάρτυ περί τα τέλη της δεκαετίας του ’60, ο Τζόζεφ Χέλλερ του εκμυστηρεύτηκε ότι δεν θα μπορούσε να γράψει το Catch-22 χωρίς να διαβάσει πρώτα το υπέροχο αυτό έργο του Χάσεκ. Στην πικρά αστεία ιστορία του Χάσεκ, μία τρελή κρατική γραφειοκρατία παγιδεύει έναν άτυχο στρατιώτη – με τον ίδιο ακριβώς τρόπο παγιδεύεται και ο ήρωας του Χέλλερ, Γιοσάριαν. Ο Μπρέχτ επαινούσε συχνά το μυθιστόρημα και το ενέταξε σε ένα θεατρικό του έργο στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο μεγάλος κωμικός ηθοποιός Πήτερ Σέλλερς χρησιμοποίησε αποσπάσματα από τον Σβέικ στην ταινία του A Shot in the Dark. Στο χωριό του Χάσεκ το Lipnice προς τιμήν του οργανώνεται σε ετήσια βάση σατιρικό φεστιβάλ. Ο αντι-ήρωας Σβέικ έχει γίνει κινηματογραφική ταινία, θεατρικό έργο, όπερα, μιούζικαλ και …νονός του αστεροειδούς 7896 που φέρει το όνομα του!
“«Ο πατριωτισμός, η πίστη στο καθήκον και η αυτοθυσία, αυτά είναι τα αληθινά όπλα στον πόλεμο!» Το θυμίζω ειδικά σήμερα στον εαυτό μου, σήμερα που ο στρατός μας θα περάσει σύντομα τα σύνορα”. Ίσαμε εδώ υπαγόρεψε ο άρρωστος Χάσεκ τις περιπέτειες του καλού στρατιώτη Σβέικ στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο μόλις 39 ετών υπέρβαρος κι αλκοολικός Χάσεκ πέθανε από καρδιακή ανεπάρκεια στις 3 Ιανουαρίου του 1923. Το έργο παραδόθηκε ημιτελές και δημοσιεύτηκε αργότερα τον ίδιο χρόνο. Στα 1925 το έργο χαρακτηρίστηκε ιδιαιτέρως προκλητικό κι αφαιρέθηκε από τις Τσεχοσλοβάκικες στρατιωτικές βιβλιοθήκες. Η Γερμανική του μετάφραση κάηκε στις Ναζιστικές φωτιές του 1933. Στα αγγλικά μεταφράστηκε για πρώτη φορά το 1930 με την εκπληκτική εικονογράφηση του ζωγράφου και καρτουνίστα Τζόσεφ Λάντα. Έως το 2013 είχε μεταφραστεί σε 58 γλώσσες, συμπεριλαμβανομένης και της Ελληνικής
«Οι άνθρωποι που διακρίνονται από κάποια μονομανία, που είναι καρφωμένοι σε μια έμμονη ιδέα, ασκούσαν ανέκαθεν μια έλξη πάνω μου. Γιατί όσο πιο περιορισμένα είναι τα όρια ενός πνεύματος, τόσο απ’ την άλλη φτάνει να αγγίζει το Άπειρο. Αυτοί οι άνθρωποι, οι φαινομενικά περιθωριακοί και απόβλητοι, χτίζουν με τα δικά τους παράξενα υλικά, σαν τους τερμίτες, ένα είδος μικρόκοσμου, που είναι ταυτόχρονα μοναδικός και αξιοσημείωτος. Γι’ αυτό και δεν έκρυψα καθόλου την πρόθεσή μου να παρακολουθήσω από κοντά αυτό το σπάνιο δείγμα μονόπλευρης διανοητικής ανάπτυξης, αξιοποιώντας έτσι το δωδεκαήμερο ταξίδι που μας χώριζε από το Ρίο.»
Η Σκακιστική Νουβέλα είναι το τελευταίο επίτευγμα του μεγάλου Αυστροεβραίου συγγραφέα Στέφαν Τσβάιχ, το οποίο απεστάλη στον εκδότη του λίγες ημέρες πριν την αυτοκτονία του το 1942. Δημοσιεύτηκε ένα χρόνο αργότερα στη Στοκχόλμη. Αποτελεί το μοναδικό έργο με το οποίο ο Τσβάιχ κοιτά το Ναζισμό με μία χαρακτηριστική, ψυχολογική έμφαση.
Μετά τη κατοχή και τη προσάρτηση της Αυστρίας από τη Ναζιστική Γερμανία οι μοναρχιστές της χώρας θεωρήθηκαν εχθροί του Ναζιστικού καθεστώτος κι εκδιώχθηκαν με απίστευτη μανία. Χιλιάδες από αυτούς εκτελέστηκαν ή απεστάλησαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο Δρ.Μπ.- δικηγόρος από μία γνωστή Βιεννέζικη οικογένεια- είναι ένας μοναρχιστής, που οδηγούμενος σε έντονη ψυχική αγωνία ως αποτέλεσμα της φυλάκισης του από τη Γκεστάπο, προσπαθεί να διατηρήσει τα λογικά του μέσω ενός κλεμμένου βιβλίου. Το βιβλίο αυτό περιέχει τα παιχνίδια μεγάλων σκακιστών, τα οποία παίζει ατελείωτα, σθεναρά μαθαίνοντας τα ένα προς ένα. Μην έχοντας τίποτα περισσότερο να εξερευνήσει ο Δρ.Μπ., αρχίζει να παίζει φανταστικές σκακιστικές παρτίδες ενάντια στον εαυτό του αναπτύσσοντας την ικανότητα να διαχωρίζει τη ψυχή του σε δύο περσόνες. Το Εγώ (Λευκό) και το Εγώ (Μαύρο). Αυτή η ψυχολογική σύγκρουση του προκαλεί μοιραία νευρολογική κατάρρευση και τον οδηγεί στο σανατόριο. Ένας γλυκός και συμπαθητικός γιατρός τον βοηθά βεβαιώνοντας τη παραφροσύνη του κι έτσι οι Ναζί δεν μπορούν να τον ξαναφυλακίσουν. Ελεύθερος πια ο Δρ.Μπ. βρίσκεται στο ίδιο πλοίο με μία ομάδα φανατικών σκακιστών καθώς και με τον παγκόσμιο πρωταθλητή του σκακιού Μίρκο Τσέντοβιτς, λαμβάνοντας μάλιστα μέρος και σε έναν αγώνα εναντίον του. Συνδυάζοντας εκπληκτικά τις γνώσεις και τη φαντασία του ο Δρ.Μπ. νικά τον παγκόσμιο πρωταθλητή. Ο Τσέντοβιτς ζητά άμεσα ένα παιχνίδι ρεβάνς για να αποκαταστήσει τη τιμή του. Ο Τσέντοβιτς ερεθίζει και προβοκάρει τον Δρ.Μπ., αφήνοντας αρκετά λεπτά να περνούν από τη μία κίνηση του στην άλλη, με αποτέλεσμα ο Δρ.Μπ. να γίνεται ολοένα και πιο ανυπόμονος οδηγούμενος στη παραφροσύνη.
«Κανένα πράγμα στον κόσμο δεν καταπιέζει τόσο φρικτά την ανθρώπινη ψυχή όσο το απόλυτο Μηδέν»
Η Σκακιστική Νουβέλα είναι ένας σκοτεινός μύθος για τη ψυχολογική άβυσσο. Ο Τσβάιχ μέσω του σκακιού συγκρούει δύο διαφορετικούς τύπους ανθρώπων. Τον γρήγορο, νευρικό, δημιουργικό Δρ.Μπ. και τον αργό, ληθαργικό σχεδόν ρομποτικό Τσέντοβιτς. Ο αλαζονικός κι εχθρικός Τσέντοβιτς, παρατηρώντας τη σπιρτάδα και τη γρηγοράδα του παιξίματος του Δρ. Μπ, αποφασίζει να του αποσπάσει τη προσοχή και του ασκεί ψυχολογική πίεση μέσω της καθυστέρησης της εξέλιξης του παιχνιδιού. Ο ψυχικά και πνευματικά διαταραγμένος από την απομόνωση Δρ.Μπ. καταρρέει. Ο Τσβάιχ έγραψε τη νουβέλα του πριν λάβουν χώρα οι μαζικές δολοφονίες κι οι φρικαλεότητες των Ναζί. Οι φυλακίσεις κι η απομόνωση όμως ήταν ήδη συνήθεις πρακτικές. Το φυλακισμένο άτομο κλεισμένο για μήνες σε ένα δωμάτιο βίωνε έντονα το βασανισμό της αισθητικής στέρησης. Η απουσία ερεθισμάτων τείνει να κάνει τους ανθρώπους πολύ νευρικούς κι έτοιμους να πουν και να κάνουν ότι τους προστάξουν οι βασανιστές τους υπό το φόβο μην χάσουν τα λογικά τους. Ο άνθρωπος που του ασκείται ψυχολογική βία, θεωρείται γενικώς τυχερότερος από αυτόν που υπόκειται φυσικά βασανιστήρια. Ο Στέφαν Τσβάιχ μέσω του Δρ.Μπ. μας βεβαιώνει πως η απομόνωση μπορεί να επηρεάσει έναν άνθρωπο τόσο πολύ, ώστε να καταστραφεί τελειωτικά η ζωή του.
«…Αλλά ακόμα και οι σκέψεις, όσο άυλες κι αν φαίνονται, έχουν ανάγκη από ένα στήριγμα, ειδεμή αρχίζουν να στροβιλίζονται και να περιστρέφονται δίχως νόημα γύρω από τον εαυτό τους. Ούτε κι αυτές δεν μπορούν ν’ αντέξουν το Τίποτα.»
Η Σκακιστική Νουβέλα αποτελεί μία δραματική, αυτοβιογραφική εξομολόγηση του συγγραφέα της. Το 1940 ο Τσβάιχ μαζί με τη δεύτερη σύζυγο του Λότε Άλτμαν βρίσκονται εξόριστοι στη Βραζιλία και περνούν τις ατέλειωτες ώρες τους παίζοντας σκάκι. Στο πρόσωπο του Δρ.Μπ. ο Τσβάιχ αναπαριστά τη δική του απομόνωση και θέτει τα ερωτήματα για τη πάλη ανάμεσα στο επιθυμητό και το υπαρκτό, στη φαντασία και στο ρεαλισμό. Η μεγάλη απόσταση από τη πατρίδα του τον κάνει να αισθάνεται απογοήτευση κι απόγνωση. Έτσι στα εξηνταένα του χρόνια μαζί με τη γυναίκα του έδωσαν τέλος στη ζωή τους.
Δεν αποτελεί έκπληξη πως το εξαιρετικό αυτό πολυεπίπεδο αφήγημα είναι ένα από τα πιο διαβασμένα του 20ου αιώνα. Έχει αποτελέσει την έμπνευση για τη δημιουργία δύο φιλμς του Die Schachnovelle (Γερμανία 1960) και του Královská hra (Τσεχοσλοβακία 1980). Το 2013 μεταφέρθηκε σε όπερα από το Kiel Opera House. Στη νουβέλα βασίστηκε και το έργο «64 Squares» που ανέβηκε το 2015 από το Rhum and Clay Theatre Company. Στην Ελληνική γλώσσα έχει κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις : Άγρα, Κοροντζής και Μίνωας.
«Ήταν τον καιρό που περιπλανιόμουν στην Χριστιάνια πεινασμένος… Ξύπνησα στη σοφίτα μου. Άκουσα ένα ρολόι να χτυπάει έξι, η μέρα χάραζε. Κιόλας είχαν τα ανεβοκατεβάσματα στις σκάλες. Από τη μεριά της πόρτας οι τοίχοι του δωματίου μου ήταν ταπετσαρισμένοι με παλιά φύλλα της εφημερίδας «Μοργκεμπάλντεν»… Μόλις άνοιξα τα μάτια μου, αναρωτήθηκα αν θα ήμουν και σήμερα δυστυχισμένος. Αυτό απασχολούσε κάθε πρωί το κεφάλι μου. Τον τελευταίο καιρός είχα ζήσει πολύ σκληρά…»
Αυτές είναι οι πρώτες αράδες της «Πείνας» που έγραψε ο -κατά τον Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ -πατέρας της μοντέρνας λογοτεχνίας Νορβηγός συγγραφέας Κνουτ Χάμσουν. Γεννημένος φτωχός στην αγροτική Νορβηγία, ο Χάμσουν ήταν σε μεγάλο βαθμό αυτοδίδακτος και δεν διέθετε τόσο το κοινωνικό όσο και το πνευματικό υπόβαθρο που συνδέεται συνήθως με τους Ευρωπαίους λογοτέχνες της εποχής του. «Η Πείνα» δημοσιεύτηκε το 1890, συγκαταλέγεται στα πρώτα και κατά πολλούς καλύτερα έργα του κι έγραψε πραγματικά λογοτεχνική ιστορία. Διαβάζοντας αυτό το ισχυρό αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα μπορείς να περιμένεις τα πάντα. Τρομακτικούς Καφκικούς παραλογισμούς, αποξηραμένες υπαρξιακές ιδέες κι αυτοβιογραφικές αναζητήσεις που θυμίζουν έντονα Τσαρλς Μπουκόφσκι.
«Η Πείνα» μας μιλά για την άθλια φτώχεια, την πείνα και την απελπισία ενός νεαρού συγγραφέα που πασχίζει να ανακαλύψει και να κατανοήσει τον εαυτό του και την τελειότερη καλλιτεχνική του έκφραση. Το βιβλίο δοκιμάζει έξοχα την ψυχοδυναμική της αλλοτρίωσης και της εμμονής, ζωγραφίζοντας ένα αξέχαστο πορτραίτο ενός ανθρώπου που οδηγείται από δυνάμεις πέρα από τον έλεγχό του στο χείλος της αυτοκαταστροφής. Θα συναρπάσει σίγουρα τους βιβλιολάτρεις που τους αρέσει να δοκιμάζονται μελετώντας τις ακρότητες της ανθρώπινης ψυχής.
Το έργο βασίστηκε στις πολλές δυσάρεστες εμπειρίες του Χάμσουν στην πρωτεύουσα της Νορβηγίας Χριστιάνια (Όσλο). Γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο είναι η ιστορία ενός νεαρού συγγραφέα εξαιρετικής ευαισθησίας, ο οποίος, απογυμνωμένος από όλη την περιουσία του και χωρίς αξιόπιστα μέσα στήριξης, πρόκειται να χαθεί από την ακραία πείνα. Το βιβλίο περιέχει μικρή δράση με την παραδοσιακή έννοια. Με εξαίρεση την αφήγηση μερικών προσπαθειών για την εξασφάλιση της απασχόλησης και την αναφορά μιας σύντομης συνάντησης με μια κυρία της μεσαίας τάξης, το κείμενο αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από τις αναφορές της ψυχικής ζωής του αφηγητή κατά τις περιόδους της πείνας. Η εμπειρία της πείνας σίγουρα δεν ήταν ασυνήθιστη μεταξύ των καλλιτεχνών εκείνη την εποχή και οι κοινωνικές συνέπειες της πείνας φαίνονται πρωταρχικά στην νατουραλιστική λογοτεχνία των Σκανδιναβικών χωρών. Ο Χάμσουν ωστόσο περιγράφει εξαιρετικά τις παράξενες νοητικές λειτουργίες και τον τρόπο που μεταβάλλονται από την έλλειψη τροφής. Ο αναγνώστης γίνεται ένα με τις περίεργες αντιλήψεις, τις κυκλοθυμικές διαθέσεις και τις αλλόκοτες ιδέες του αφηγητή που πεινά.
«..Σε λίγο θα ξημέρωνε εντελώς. Ήταν φθινόπωρο, στην εποχή εκείνη όπου όλα αρχίζουν να δροσίζουν, όλα αλλάζουν χρώμα, όλα πεθαίνουν. Οι φωνές του δρόμου με τραβούσαν έξω από το σπίτι. Αυτό το αδειανό δωμάτιο, που το πάτωμα του βούλιαζε και έτριζε όταν περπατούσα, μου φαινόταν σαν ένα μεγάλο, ξεχαρβαλωμένο φέρετρο. Η κλειδαριά του δεν έκλεινε καλά, και δεν είχε σόμπα. Συνήθιζα να βάζω τις κάλτσες μου κάτω από το πάπλωμα για να στεγνώνουνε ως το πρωί. Όταν φυσούσε πολύ και ήταν ανοιχτή η κάτω πόρτα, άκουγες παράξενα σφυρίγματα να διαπερνούν το πάτωμα, και οι εφημερίδες που σκέπαζαν τους τοίχους απ τις δυο μεριές της πόρτας σχιζόντουσαν πολλές φορές ίσαμε ένα πήχυ…» Πόσο τρομερή είναι η ζωή του νεαρού αυτού συγγραφέα και πόσο πολύ πρέπει να αγωνιστεί για να διατηρήσει την αξιοπρέπειά του ενώ προσπαθεί να επιβιώσει σε έναν έρημο και μοναχικό κόσμο!
Σαν έφθασε τα εννέα του χρόνια ο Χάμσουν έφυγε από την οικογένεια του και πήγε να εργαστεί για το πλούσιο θείο του. Ο νεαρός Κνουτ υπέστη κακή μεταχείριση από το θείο του, που τον χτυπούσε τακτικά και τον άφηνε να λιμοκτονεί… Ο Χάμσουν αναφερόταν ακόμη και μετά από πολλά χρόνια στον βάναυσο θείο του και τον θεωρούσε ως κύριο υπεύθυνο για τις χρόνιες, νευρικές ασθένειες που τον βασάνιζαν. Το 1882 ο Χάμσουν μετακόμισε στις Ηνωμένες Πολιτείες ζώντας κι εκεί μία σκληρά εργασιακή ζωή χωρίς ιδιαίτερη λογοτεχνική επιτυχία. Επέστρεψε στη Νορβηγία το 1888. Πιστεύεται πως οι σκληρές εμπειρίες που αποκόμισε στην Αμερική τον επηρέασαν βαθιά κι έτσι διαμορφώθηκαν οι μετέπειτα αντιδραστικές, πολιτικές του απόψεις. Λογοτεχνικά επηρεάστηκε έντονα από τα έργα των Γιάκομπσεν, Στρίνμπεργκ, Νίτσε και Ντοστογέφσκυ. Ο Ντοστογέφσκυ τον έκανε να απορρίψει τον νατουραλισμό. Άλλα γνωστά έργα του είναι τα : «Μυστήρια» (1892), «Ο Παν» (1894), «Βικτωρία»(1898), «Κάτω από τα φθινοπωρινά άστρα» (1906), «Ένας αλήτης παίζει με σουρντίνα» (1909), «Παιδιά της εποχής τους» (1913) «Το χωριό Σέγκελφος» (1915) και η «Ευλογία της γης» (1917). Η διεθνής αναγνώριση ήρθε αφού έλαβε το βραβείο Νόμπελ το 1920.
Ο Κνουτ Χάμσουν αποφεύγεται σήμερα από μεγάλη μερίδα του λογοτεχνικού κατεστημένου λόγω των ακροδεξιών του πολιτικών απόψεων κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Είναι απορίας άξιο πως ένας τόσο λαμπρός και ταλαντούχος λογοτέχνης υποστήριξε ανοικτά τον Αδόλφο Χίτλερ και την τότε δωσίλογη Νορβηγική κυβέρνηση κι οδηγήθηκε στη πτώση του ως δημόσια εικόνα. Προσωπικά υποστηρίζω πως πρέπει να αφήσουμε στην άκρη τις πολιτικές του απόψεις, οι οποίες ευτυχώς δεν αναιρούν την αξία του Χάμσουν ως λογοτέχνη. Πολλοί σημαντικοί συγγραφείς όπως οι Τόμας Μαν, Φραντς Κάφκα, Μαξίμ Γκόργκι, Στέφαν Τσβάιχ, Χένρι Μίλλερ, Χέρμαν Έσσε και Έρνεστ Χέμινγουέι επηρεάστηκαν θετικά από την πρωτοποριακή, ψυχολογική λογοτεχνία του Χάμσουν και τις αυτοσυνειδησιακές τεχνικές της.
«Ήταν εννιά η ώρα. Ο αέρας ήταν γεμάτος από φωνές, από θορύβους που έκαναν τα αμάξια κι όταν αυτά ήταν μια φοβερή πρωινή συμφωνία όπου ανακατεύονταν τα βήματα των πεζών, και τα χτυπήματα που έκαναν τα καμτσίκια των αμαξάδων. Όλη αυτή η κίνηση με ζωογόνησε κάπως. Βέβαια, δεν βγήκα εκείνο το πρωί για να πάρω τον αέρα μου. Τι τον χρειαζόταν τον αέρα τα πνευμόνια μου; Ήμουν δυνατός σαν τον Ηρακλή και μπορούσα να σταματήσω ολόκληρο αμάξι με τον ώμο μου…Να είχα τίποτε να φάω μια τέτοια ωραία μέρα!..».
Το βιβλίο στην Ελληνική γλώσσα έχει κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις : Δωρικός, Δαμιανός, Ζήτρος και Μεταίχμιο.
0
Ο καθένας
Η πρεμιέρα του ηθικοπλαστικού αυτού έργου τοποθετείται στα 1510. Ο συγγραφέας του άγνωστος, ανώνυμος. Κάποιοι το αποδίδουν στο μεσαιωνικό συγγραφέα από τις Κάτω Χώρες Peter van Diest, ιστορικά γνωστότερο με τη λατινική εκδοχή του ονόματος του Petrus Diesthemius. Άλλοι πάλι υποστηρίζουν πως ο συγγραφέας του έργου ήταν ο Καρθούσιος μοναχός Petrus Dorlandus. Οι φιλόλογοι ερίζουν και για την πρωτότυπη προέλευση του έργου. Πρωτογράφτηκε στα μεσαιωνικά αγγλικά τη περίοδο των Τυδόρ ή αποτελεί τη μετάφραση του σύγχρονου του ολλανδικού έργου με το τίτλο Elckerlijc ; Οι μελέτες του 20ου αιώνα γέρνουν σαφώς προς τη δεύτερη εκδοχή. Όπως και να έχει ο «Καθένας» είναι ένα παιχνίδι ηθικής κι όπως κι άλλα έργα της εποχής του χρησιμοποιώντας αλληγορικούς χαρακτήρες εξετάζει -τι άλλο;- το ζήτημα της Χριστιανικής σωτηρίας και τι πρέπει να κάνει ο άνθρωπος για να την επιτύχει.
Τα πρόσωπα του έργου ή η διανομή των χαρακτήρων του έργου έχουν ως εξής: Διαμηνυτής, Θεός, Θάνατος, Καθένας, Φιλότης, Συγγένεια, Εξάδελφος, Αγαθά, Καλές Πράξεις, Γνώση, Εξομολόγηση, Ομορφιά, Ισχύς, Νόηση, Πέντε Αισθήσεις, Άγγελος, Δόκτωρ.
«Παρακαλώ σας όλους σας, δώστε την προσοχή σας/ κι ακούστε με ευλάβεια δραματικό ένα θέμα,/πλοκή ηθικοπλαστική κι άλλα έργα γραμμένα/ πούχουν έτσι τεχνουργηθεί. Τώρα σ’υπόληψη σας…/ «Το Κάλεσμα του Καθενός» τούτο τιτλοφορείται,/ από τα τέλη της ζωής σαφώς καταδεικνύει/ πως είναι διαβατάρικη ανέκαθεν…»*
Ένας πρόλογος, που διαβάζεται από τον Διαμηνυτή, ζητά από το κοινό να δώσει την αμέριστη προσοχή του και αναγγέλλει το σκοπό του έργου, ο οποίος δεν είναι άλλος από το να μας δείξει τη ζωή μας καθώς και το θάνατο μας («το τέλος μας») και πώς εμείς οι άνθρωποι είμαστε όλοι θνητοί, και μοιραία κάποτε θα μεταβούμε από τη μία κατάσταση στην άλλη.
Ο Θεός μιλάει στη συνέχεια και αμέσως ξεκινά μια κριτική για τον τρόπο με τον οποίο «όλα τα πλάσματα» δεν τον υπηρετούν σωστά. Οι άνθρωποι ζουν χωρίς «φόβο» στον κόσμο, χωρίς να σκέφτονται τον ουρανό ή την κόλαση ή την κρίση που τελικά θα τους επιβληθεί. «Στα κοσμικά πλούτη είναι όλο το μυαλό τους», λέει ο Θεός. Όλοι ζουν καθαρά για τη δική τους ευχαρίστηση, αλλά δεν είναι καθόλου ασφαλείς στη ζωή τους. Ο Θεός βλέπει τα πάντα να σήπονται και να χειροτερεύουν.
Ο Θεός καλεί το Θάνατο, τον «ισχυρό του αγγελιοφόρο». Οι άνθρωποι που αγαπούν το πλούτο και τα κοσμικά αγαθά θα χτυπηθούν από το βέλος του Θανάτου και θα σταλούν να κατοικήσουν στην αιώνια Κόλαση – εκτός αν «Οι καλές πράξεις είναι οι φίλοι τους». Το να υπάρχουν καλές πράξεις είναι μια σημαντική ένδειξη ότι ακόμη και σε αυτό το επιθανάτιο στάδιο, μπορούν να σώσουν έναν αμαρτωλό από την αιώνια καταδίκη.
Ο Θεός εξέρχεται και ο Θάνατος βλέπει τον Καθένα να έρχεται περπατώντας «εξαίρετα ενδεδυμένο». Ο Θάνατος τον προσεγγίζει και τον ρωτάει πού πηγαίνει και αν έχει ξεχάσει τον Δημιουργό του, αυτόν που τον έπλασε. Στη συνέχεια, λέει στο Καθένα ότι πρέπει να κάνει ένα μακρύ ταξίδι και να φέρει μαζί του το «τεφτέρι» του, το βιβλίο που περιέχει τις καλές και τις κακές του πράξεις.
Θάνατος: «Ευθύς θα στο προφέρω./ Είμαι ο μαύρος θάνατος που σκιάζεται κανένα,/ γραπώνω και δεν εξαιρώ στα νύχια μου καθένα/ γιατί είναι θεϊκή εντολή σ’εμέ να υπακούουν/ όλοι οι άνθρωποι, θνητοί, στο όνομα που ακούουν.» Καθένας: «Θάνατε, μαυροθάνατε, σε τέτοια ήρθες στιγμή μου,/ που δεν σε είχα στο μυαλό, καν στην υπόληψή μου,/ Είναι στην εξουσία σου εμένα να με σώσεις/ απ’τ’αγαθά μου όσα θες, πάρε, ιδού, πιστώσεις,/ χίλια χρυσά που δίνω σου,/ αν έχεις καλωσύνη-/ κι ανάβαλε το ζήτημα, άλλη φορά ας με κρίνη.»*
Ο Καθένας τρομοκρατημένος ζητά από το Θάνατο αν θα μπορούσε να τον συντροφεύσει κάποιος σε αυτό του το ταξίδι από τη ζωή στο θάνατο του. Ο Θάνατος του απαντά ότι θα μπορούσε να έχει συντροφιά του οποιοδήποτε θα ήταν αρκετά γενναίος για να πάει μαζί του.
Φιλότης, Συγγένεια κι Εξάδελφος προσεγγίζονται από τον Καθένα και γεμάτοι ενθουσιασμό υπόσχονται να μείνουν μαζί του μέχρι να επιλυθεί το σοβαρό θέμα που τον απασχολεί. Ωστόσο μόλις ο Καθένας αποκαλύπτει πως ο Θάνατος τον έχει καλέσει να σταθεί ενώπιον του Θεού, όλοι τους κάνουν πίσω. Μία από τις πιο εύθυμες στιγμές του έργου είναι όταν ο Εξάδελφος αρνείται να ακολουθήσει τον Καθένα γιατί έχει κράμπα στο δάχτυλο του ποδιού του! Το κεντρικό μήνυμα του πρώτου μέρους του έργου είναι ότι οι συγγενείς και οι φίλοι, όσο αξιόπιστοι μπορεί να φαίνονται, ωχριούν σε σύγκριση με τη σταθερή συντροφιά του Θεού.
Έχοντας απορριφθεί από τους συνανθρώπους του, ο Καθένας στρέφει τις ελπίδες του σε άψυχα αντικείμενα. Απευθύνεται στα Αγαθά για να τον βοηθήσουν τούτη τη δύσκολη ώρα, αλλά αυτά δεν του προσφέρουν καμία ανακούφιση. Τα Αγαθά του λένε πως πρέπει να θαυμάζονται μετριοπαθώς από τους ανθρώπους κι ότι θα έπρεπε να είχε προσφέρει κάποια από τα αγαθά του στους φτωχούς.
Ο Καθένας συναντά τις Καλές Πράξεις, ένα χαρακτήρα που ειλικρινά νοιάζεται για τη δυστυχία του, παρόλο που αυτές βρίσκονται ξαπλωμένες στο έδαφος, φανερά εξασθενημένες από τις πολλές του αμαρτίες. Ο επόμενος φιλικός χαρακτήρας στο δρόμο του Καθένα είναι η Γνώση, που του δίνει τις καλύτερες συμβουλές οδηγώντας τον στην Εξομολόγηση. Ο Καθένας ζητά από την Εξομολόγηση να τον απαλλάξει από όλα του τα κακά. Εκείνη γεμάτη επιείκεια του λέει πως το πνεύμα του μπορεί να γίνει ξανά καθαρό. Ο Καθένας τιμωρείται, υποφέρει και στο τέλος καθάρεται κι ανακαλύπτει πως οι Καλές του Πράξεις, ελεύθερες και δυνατές, είναι πλέον έτοιμες να σταθούν δίπλα του την ώρα της κρίσεως.
Μετά τον καθαρισμό της ψυχής του ο Καθένας είναι έτοιμος να συναντήσει το Δημιουργό του. Οι Καλές Πράξεις κι η Γνώση τον προτρέπουν να καλέσει «τρία πρόσωπα μεγάλης δύναμης» και τις πέντε αισθήσεις του ως συμβούλους. Ομορφιά, Ισχύς, Νόηση και Πέντε Αισθήσεις υπόσχονται να μείνουν δίπλα του, αλλά όπως η οικογένεια κι οι φίλοι του στο τέλος τον εγκαταλείπουν. Για άλλη μία φορά ο Καθένας μένει μαζί με τη Γνώση και τις Καλές Πράξεις στηριζόμενος πλέον στον εαυτό του. Η Γνώση μένει μαζί του έως ότου ο Καθένας βγαίνει από το σώμα του. Οι Καλές πράξεις ταξιδεύουν μαζί του. Μετά την αναχώρηση του ένας Άγγελος καταφθάνει κι αναφέρει πως η ψυχή του Καθένα έχει παρουσιαστεί ενώπιον του Θεού.
Ένας τελικός αφηγητής μας προτρέπει ως κοινό να μάθουμε μέσα από τον Καθένα. Τα πάντα στη ζωή μας είναι φευγαλέα, με εξαίρεση τις πράξεις μας τις γεμάτες καλοσύνη και φιλανθρωπία.
Μισή χιλιετηρίδα μετά τη συγγραφή του έργου αυτού θα χαρακτηριστεί από πολλούς ως μία ναΐφ, αφελής αλληγορία. Μπορεί ο άνθρωπος του 21ου αιώνα να ταυτιστεί με τον «Καθένα» και να μάθει από αυτόν; Ο σύγχρονος άνθρωπος, όπως ακριβώς κι ο «Καθένας», έχει έρθει πολλές φορές αντιμέτωπος με ψεύτικες υποσχέσεις, έχει προδοθεί από συγγενικά και φιλικά του πρόσωπα, έχει νοιώσει τη ματαιότητα των κοσμικών ζητημάτων και των επίγειων αγαθών. Ο σύγχρονος άνθρωπος, όπως κι ο μεσαιωνικός «Καθένας», φοβάται τα δύσκολα ψυχικοπνευματικά ταξίδια, τη δυσκολία, τη τιμωρία και τη δραματική αλλαγή που μπορούν να επιφέρουν. Ο «καθένας» σύγχρονος άνθρωπος επιθυμεί ωστόσο τη καλή κρίση και τη σωτηρία που τη συνοδεύει. Ίσως το έργο αυτό να μας βοηθήσει να βρούμε τι πρέπει ο κάθε άνθρωπος πραγματικά να εκτιμά στη ζωή του.
«Ήμασταν από τους ανθρώπους που δεν τους βρίσκεις στα χαρτιά. Ζούσαμε στους κενούς, λευκούς χώρους στις άκρες της εκτύπωσης. Μας δίνει περισσότερη ελευθερία. Ζούμε στα κενά μεταξύ των ιστοριών.»(μτφ της υπογράφουσας)
Το πανέξυπνο, Μακιαβελικό αυτό μυθιστόρημα εκδόθηκε το 1985. Είναι από τα πρώτα δυστοπικά έργα και κινείται στη λεπτή γραμμή που χωρίζει το θρίλερ από την επιστημονική φαντασία. Η συγγραφέας του αντλεί την έμπνευση της κυρίως από τις γυναίκες της Παλαιάς Διαθήκης, τον πολιτικό και στρατιωτικό ολοκληρωτισμό, τον Αμερικανικό πουριτανισμό, τη σύγχρονη γυναίκα στη Μέση Ανατολή, την αλόγιστη ρύπανση και καταστροφή του περιβάλλοντος δημιουργώντας την σχεδόν σουρεαλιστική Gilead, ένα «Δυτικού Ημισφαιρίου Ιράν».
«Κοιμόμασταν στο αλλοτινό γυμναστήριο. Το πάτωμα ήταν στιλβωμένο ξύλο, με ρίγες και κύκλους μπογιατισμένους, διότι εκεί άλλοτε παίζανε τα παιχνίδια• οι κρίκοι στις μπασκέ- τες ήταν ακόμη εκεί, αν και τα διχτάκια έλειπαν… Λαχταρούσαμε το μέλλον. Ποιος μας το ’χε μάθει αυτό το ταλέντο για αχορτασιά; Ήταν κάτι στον αέρα• κάτι που ίπτατο ακόμη, σαν υποψία, καθώς πασχίζαμε να κοιμηθούμε στα στρατιωτικά ράντζα που ’χαν στήσει σε σειρές, με κενά ενδιάμεσα ώστε να μην μπορούμε να μιλάμε. Είχαμε εμπριμέ σεντόνια, σαν παιδικά, και στρατιωτικές κουβέρτες, παλιές, που ακόμη έγραφαν ΗΠΑ. Διπλώναμε τα ρούχα μας προσεχτικά και τα αποθέταμε στα σκαμνάκια που είχαμε στα πόδια των κρεβατιών μας. Τα φώτα χαμήλωναν, αν και δεν έσβηναν τελείως. Η Θεία Σάρα κι η Θεία Ελίζαμπεθ περιπολούσαν• είχαν ηλεκτρικές βουκέντρες περασμένες σε θηλιές που κρέμονταν απ’ τις δερμάτινες ζώνες τους. Πιστόλια όχι, όμως – ούτε κι αυτές τις εμπιστεύονταν ένοπλες. Τα πιστόλια τα ’χαν οι Φύλακες, και τα ’χαν διαλέξει ει- δικά οι Άγγελοι. Οι Φύλακες δεν επιτρεπόταν να μπουν στο κτίριο παρά μόνον εφόσον τους φώναζαν, κι εμείς δεν μπορούσα- με να βγούμε, παρά μόνο για τους δυο περιπάτους μας καθ’ εκάστην, δυο δυο τον γύρο του γηπέδου του ράγκμπι, που τώρα το περιέκλειε συρμάτινος φράχτης με αγκαθωτό συρματόπλεγμα στην κορφή. Οι Άγγελοι στέκονταν έξω ακριβώς, με την πλάτη γυρισμένη προς το μέρος μας. Μας ενέπνεαν φόβο, μα και κάτι ακόμα. Αν μας έριχναν έστω μια ματιά, αν μπορούσαμε να τους πούμε μια κουβέντα – κάποια ανταλλαγή θα μπορούσε να γίνει, έτσι νομίζαμε, κάποια συμφωνία, κάποια εκποίηση, είχα- με άλλωστε ακόμη τα κορμιά μας. Αυτή ήταν η φαντασίωσή μας. Μάθαμε να ψιθυρίζουμε άηχα σχεδόν. ..» (μτφ. Αύγουστος Κορτώ. Εκδόσεις Ψυχογιός, 2018)
Η Offred είναι μία γυναίκα μόνη, γύρω στα τριάντα της χρόνια. Είναι κατεστραμμένη οικονομικά, σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση και δεν γνωρίζει πλέον που βρίσκονται η κόρη κι ο εραστής της. Γρήγορα αναγκάζεται να εργαστεί ως θεραπαινίδα στη Δημοκρατία της Gilead, ένα ολοκληρωτικό και θεοκρατικό κράτος που έχει αντικαταστήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Λόγω των επικίνδυνα χαμηλών ποσοστών αναπαραγωγής, στις θεραπαινίδες έχει ανατεθεί να γεννούν παιδιά για τα ελίτ ζευγάρια που έχουν πρόβλημα να συλλάβουν. Η Offred (εξ)υπηρετεί το Διοικητή και τη σύζυγό του, Serena Joy, μία πρώην ψάλτισσα του Ευαγγελίου και συνήγορο των «παραδοσιακών αξιών». Το Offred δεν είναι το πραγματικό όνομα της . Τα ονόματα των θεραπαινίδων γυναικών αποτελούνται από τη λέξη «of(του)» ακολουθούμενη από το όνομα του Διοικητή της θεραπαινίδας. Κάθε μήνα, όταν η Offred βρίσκεται στο σωστό σημείο του εμμηνορροϊκού κύκλου της, πρέπει να έχει μία απρόσωπη σεξουαλική επαφή με τον Διοικητή, ενώ η Serena κάθεται πίσω της κρατώντας τα χέρια της. Η ελευθερία της Offred, όπως άλλωστε και η ελευθερία όλων των γυναικών, είναι τελείως απαγορευμένη. Μπορεί να αφήσει το σπίτι μόνο για να ψωνίσει, η πόρτα στο δωμάτιό της απαγορεύεται να κλείνει τελείως και η Eyes, η μυστική αστυνομική δύναμη της Gilead, παρακολουθεί κάθε δημόσια κίνηση της . Καθώς η Offred μιλάει για την ιστορία της καθημερινής της ζωής κάνει συχνά αναφορές στο παρελθόν, από τις οποίες ο αναγνώστης μπορεί να αναδημιουργήσει τα γεγονότα που οδήγησαν στην αρχή του μυθιστορήματος. Στον παλιό κόσμο, πριν από τη Gilead. Οι αρχιτέκτονες της Gilead ανέβηκαν στην εξουσία σε μια εποχή έντονης πορνογραφίας, πορνείας και βίας κατά των γυναικών – όταν η ρύπανση και οι χημικές διαρροές οδήγησαν σε μείωση των ποσοστών γονιμότητας. Χρησιμοποιώντας το στρατό, δολοφόνησαν τον Πρόεδρο και τα μέλη του Κογκρέσου και ξεκίνησαν πραξικόπημα, υποστηρίζοντας ότι θα αναλάμβαναν προσωρινά την εξουσία. Κατάργησαν τα δικαιώματα των γυναικών, απαγορεύοντας στις γυναίκες να κατέχουν περιουσία ή θέσεις εργασίας. Έκτοτε οι γυναίκες θα πρέπει να είναι υποτακτικές στους άνδρες και να ασχολούνται αποκλειστικά με τα παιδιά που γεννούν…
Η Offred για να ξεπεράσει την υποτίμηση, τον εξαναγκασμό, την υποδούλωση, τα βασανιστήρια και το φόβο της θανατικής καταδίκης προσκολλάται στη ψυχική υγεία βασιζόμενη σε απλές απολαύσεις. Βάζει λοσιόν στο ξερό της δέρμα, καπνίζει, θυμάται τις ευχάριστες στιγμές των παλιών καλών εποχών με τη μητέρα της, τον αγαπημένο της, την κόρη της. Είναι αναγκασμένη να πει την ιστορία της, για να ανακουφίσει έτσι τη μοναχική της ύπαρξη και να αντέξει τη ζοφερή πραγματικότητα. Της αρέσει να κοιτά μέσα από ένα γυαλί τον νυχτερινό ουρανό ανακτώντας έτσι τη ψυχραιμία της και την ελπίδα πως θα καταφέρει να δραπετεύσει από τους τρόμους της Gilead.
Σε συνεντεύξεις που δόθηκαν κοντά στη δημοσίευση του μυθιστορήματος της , η Margaret Atwood επεσήμανε ότι όλες οι καταπιεστικές κοινωνικές πρακτικές που περιγράφει στο The Handmaid’s Tale έχουν ιστορικά προηγούμενα. Η συγγραφέας υποστηρίζει πως, οι ελευθερίες των γυναικών στα τέλη του εικοστού και στις αρχές του 21ου αιώνα μπορεί να μην είναι τόσο ασφαλείς όσο οι σύγχρονες γυναίκες θέλουν να πιστεύουν. Προτείνει ότι όλοι οι άνθρωποι θα πρέπει να είμαστε σε επαγρύπνηση, για να βεβαιωθούμε ότι δεν θα επιτρέψουμε αυτές τις οπισθοδρομικές πρακτικές να κερδίσουν πάλι έδαφος. Στο μυθιστόρημα αυτό, ένα υπερσυντηρητικό θρησκευτικό κίνημα έχει εξαλείψει τα δικαιώματα των γυναικών, αλλά η Atwood ανησυχεί για τις απειλές κατά της γυναικείας ελευθερίας από οποιαδήποτε ομάδα, ακόμα και από φεμινίστριες. Η μητέρα της Offred επί παραδείγματι είχε αγωνιστεί για μια κοινωνία στην οποία οι γυναίκες θα ήταν ασφαλείς και μακριά από την οποιαδήποτε μορφή ανδρικής βίας, αλλά δεν είχε κάνει τίποτε για τα πορνογραφικά περιοδικά και βιβλία.
Η Atwood ξεκίνησε να γράφει το έργο αυτό την άνοιξη του 1984, όταν διέμενε στο ακόμη διχοτομημένο από το Τείχος Βερολίνο με τη βοήθεια μίας παλιάς, νοικιασμένης, γραφομηχανής. Σαν πρώτο τίτλο του έργου σκέφτηκε το Offred. Επηρεασμένη από το διαχρονικό έργο του Chaucher «Canterbury Tales» το μετονόμασε στον τελικό τίτλο Handmaid’s Tale. Το μυθιστόρημα αυτό μεταφράστηκε σε 40 γλώσσες, μεταφέρθηκε στο κινηματογράφο, έγινε όπερα, μπαλέτο και τηλεοπτική σειρά. Η Atwood έχει ρωτηθεί επανειλημμένως γιατί δεν αποκάλυψε ποτέ το πραγματικό όνομα της Offred δίνοντας πάντα την ίδια απάντηση: «τόσοι πολλοί άνθρωποι στην ιστορία έχουν αλλάξει τα ονόματά τους ή απλά έχουν εξαφανιστεί από αυτήν».
«»Η νύχτα πέφτει. Ή έχει πέσει. Και γιατί αυτό .. η νύχτα να πέφτει, αντί να ανεβαίνει, σαν την αυγή; Ωστόσο, αν κοιτάξετε ανατολικά, κατά το ηλιοβασίλεμα, μπορείτε να δείτε τη νύχτα να ανεβαίνει, όχι να πέφτει. Το σκοτάδι ανυψώνεται στον ουρανό, από τον ορίζοντα, όπως ένας μαύρος ήλιος πίσω από ένα συννεφιασμένο πέπλο . Όπως ο καπνός από μια αόρατη φωτιά, μια γραμμή φωτιάς ακριβώς κάτω από τον ορίζοντα, μια φωτιά ή μια πόλη που καίγεται. Ίσως η νύχτα να πέφτει επειδή είναι βαριά, μια χοντρή κουρτίνα που σηκώνεται πάνω από τα μάτια. Μάλλινη κουβέρτα.» (μτφ. της υπογράφουσας)
Ο Henry Chinaski αυτοαποκαλείται συγγραφέας και ζει τη ζωή του μακριά από τους κοινωνικούς κανόνες και τις συμβατικές αξίες. Αλλάζει τις δουλειές σαν τα πουκάμισα χωρίς να νοιάζεται, έχοντας την επικείμενη, χαλαρωτική βεβαιότητα ότι θα απολυθεί αργά ή γρήγορα. Δεν γνωρίζει σχεδόν ποτέ τι ώρα είναι και βρίσκεται σε μία διαρκή αναζήτηση του ποτού και των γυναικών. Κρατά τις δουλειές ίσα ίσα για να συντηρεί των εαυτό του θέλοντας να κάνει συγγραφική καριέρα, αλλά η άσωτη ζωή του τον αποσπά συνεχώς από το να γράφει έστω και λίγες γραμμές. Ο Chinaski από τη μία απορρίπτει την ευθύνη ή τη δέσμευση οποιουδήποτε είδους και παραδόξως από την άλλη, είναι σε μία διαρκή διαμάχη και εξάρτηση για την επόμενη διαθέσιμη δουλειά. Παρά την απόρριψη του συμβατικού τρόπου ζωής και την περιφρόνησή του για τον άνθρωπο-εργάτη που θυσιάζει το χρόνο και τη ζωή του για να επιτύχει τα όνειρα κάποιου άλλου, ο Chinaski φαίνεται να διακατέχεται από μία βαθιά επιθυμία για την εξασφάλιση μιας κανονικής ζωής. Είναι υπεράνω όλων αυτών που ανησυχούν για την υποθήκη τους, που προσπαθούν να κάνουν το καλύτερο ασφαλιστικό πρόγραμμα, που πράττουν τα μέγιστα για να υποστηρίξουν την οικογένεια τους ή για να ευχαριστήσουν το αφεντικό τους. Κάτω από την κραυγαλέα περιφρόνησή του παρόλα αυτά υποβόσκει ένας θαυμασμός και η λαχτάρα για μια νορμάλ και τακτική ζωή. Ο εσωτερικός αυτός αγώνας είτε είναι άγνωστος, είτε αγνοείται από τον Chinaski. Πως θα μπορούσε ποτέ αυτός να ενταχθεί στην απλότητα και στην ασφάλεια μίας κανονικής ζωής; Η συγκαλυμμένη εκτίμηση του για τους συνηθισμένους ανθρώπους δεν τον εμποδίζει από το να τους περιφρονεί, να τους ειρωνεύεται και να τους υβρίζει. «Αυτοί οι άνθρωποι είναι μαλάκες, μαλάκες! Δεν έχουν νοημοσύνη! Δεν ξέρουν πώς να σκεφτούν! Φοβούνται το μυαλό! Είναι άρρωστοι! Είναι δειλοί! Δεν είναι σκεπτόμενοι άνθρωποι όπως εσείς και εγώ!».
1940. Ο Chinaski, μόνιμα άνεργος κι αλκοολικός, έχοντας πρόσφατα αφήσει τη Νέα Ορλεάνη περιπλανιέται στους δρόμους του Λος Άντζελες ψάχνοντας να βρει τη δουλειά που δεν θα μπει ανάμεσα σε αυτόν και τη πρώτη του αγάπη. Τη συγγραφή. Απορρίπτεται συνεχώς από το μοναδικό εκδοτικό οίκον που σέβεται, αλλά η απόρριψη αυτή τον πεισμώνει να συνεχίσει τη προσπάθεια, γιατί είναι σίγουρος ότι είναι καλύτερος από όλους τους συγγραφείς που ο οίκος εκδίδει! Η σχέση του με τους γονείς του είναι κάκιστη κι έτσι γρήγορα εγκαταλείπει το πατρικό του και τη γενέτειρα του και φτάνει στη Νέα Υόρκη που μισεί. Αφού αλλάξει πολλές δουλειές, κάτι που τον εξαντλεί ψυχικά και σωματικά, μετακομίζει εκ νέου στη Φιλαδέλφεια. Η επόμενη μετακίνηση του τον οδηγεί στο Σαίντ Λιούις. Ο βαρύς του χειμώνας τον οδηγεί στην κατάθλιψη αλλά και στον πρώτο του λογοτεχνικό θρίαμβο. Ένα short story του πωλείται σε ένα αναγνωρισμένο περιοδικό. Ο Henry βρίσκει μία σχετική ευτυχία πιάνοντας απροσδόκητους φίλους, μπαινοβγαίνοντας σε συμμορίες, πίνοντας ασταμάτητα, δείχνοντας πάντα γενναιοδωρία με τα μέτρια κέρδη του, κάνοντας σεξ με πολλές γυναίκες και καταφέρνοντας να βγαίνει σχετικά εύκολα από τις φυλακές. «Σηκώθηκα και επέστρεψα στο δωμάτιό μου. Το φεγγαρόφωτο ήταν λαμπερό. Τα βήματά μου ηχούσαν στον άδειο δρόμο και φάνηκε σαν κάποιος να με παρακολουθεί , κοίταξα ένα γύρω. ‘Έκανα λάθος. Ήμουν ολομόναχος.»
Ο factotum Henry Chinaski είναι το alter ego του Charles Bukowski κι η φευγάτη, «βρώμικη» αυτοβιογραφική του προσπάθεια. Ήταν λοιπόν ο Bukowski ένας factotum; «ένα άτομο που έχει πολλές διαφορετικές δραστηριότητες ή ευθύνες» ή όπως εναλλακτικά η λέξη ορίζεται «ένας γενικός υπάλληλος».; Ο Henry Chinaski σαφέστατα είναι. Και δεν του αρέσει καθόλου. «Πώς θα μπορούσε ένας άνθρωπος να απολαύσει να ξυπνάει στις 6:30 το πρωί από ένα ξυπνητήρι, να βγαίνει από το κρεβάτι, να ντύνεται, να τρώει με το ζόρι, να χέζει, να κατουράει, να βουρτσίζει τα δόντια και τα μαλλιά του και να ταλαιπωρείται στην κυκλοφορία για να φτάσει σε ένα μέρος όπου ουσιαστικά να βγάζει πολλά χρήματα για κάποιον άλλο και να πρέπει να είναι κι ευγνώμον για την ευκαιρία που του δόθηκε να το κάνει αυτό;»
Η νουβέλα Factotum πρωτοεκδόθηκε το 1975 από τον Black Sparrow Press και μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 2005 σε σκηνοθεσία του Bent Hamer με πρωταγωνιστές τους Matt Dillon, Lily Taylor και Marisa Tomei. Στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο με τον τίτλο «Άνθρωπος για όλες τις δουλειές». To Factotum είναι … ενοχλητικό. Μας θυμίζει το πόσο ο επαναστατικός, περιθωριακός Bukowski γνωρίζει τη άσχημη, λασπώδη πλευρά της ανθρώπινης ύπαρξης και της άθλιας ζωής. Μας φέρνει ένα αίσθημα ανησυχίας η- πολλές φορές- μισανθρωπική άποψη του κι η ικανότητα του να τη περιγράφει τόσο σκληρά και ρεαλιστικά. Ωστόσο αυτό το απολαυστικά εκφυλισμένο μυθιστόρημα του Bukowski θεωρείται ένα από τα καλύτερα και τα πιο ενδιαφέροντα του έργα κι αξίζει να διαβαστεί. Ο μεταμορφωμένος μύθος του Charles Bukowski συνεχίζει να αυξάνεται. Το Factotum είναι μια εντυπωσιακά ζωντανή υποκίνηση της αργού ρυθμού «χαμηλής» ζωής και του αλκοολισμού, και μια εξαιρετική εισαγωγή στον φανταστικό κόσμο του συγγραφέα του.
Ο Heinrich Karl Bukowski γεννήθηκε στο Άντερναχ της Γερμανίας, στις 16 Αυγούστου του 1920. Η Γερμανίδα μητέρα του, Καταρίνα Φεττ, και ο πατέρας του, Χένρυ Μπουκόφσκι, Αμερικανός στρατιώτης πολωνικής καταγωγής, γνωρίστηκαν κατά τη διάρκεια της αμερικανικής κατοχής στη Γερμανία, στα τέλη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1922, το ζευγάρι και ο μικρός Τσαρλς μετανάστευσαν στις ΗΠΑ και εγκαταστάθηκαν στο Λος Άντζελες. Από το 1939 έως το 1941 παρακολούθησε μαθήματα δημοσιογραφίας και λογοτεχνίας στο Los Angeles City College. Το 1941 μετακόμισε στη Νέα Υόρκη για να γίνει συγγραφέας. Ωστόσο, το εγχείρημά του δεν απέδωσε… Το 1944, δημοσίευσε την πρώτη του ιστορία «Aftermath of a Lengthy Rejection Slip» στο περιοδικό «Story» και επέστρεψε στο Λος Άντζελες. Το έργο του σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφικό, περιλαμβάνει περισσότερα από σαράντα πέντε βιβλία ποίησης και πρόζας καθώς και μυθιστορήματα. Πολλά από τα έργα του έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο. Το έργο του έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από δώδεκα γλώσσες. Πέθανε από λευχαιμία το Μάρτιο του 1994, στο αγαπημένο του Λος Άντζελες, περιβεβλημένος τον μανδύα ενός μεγάλου συγγραφέα.
«Φεύγω αυτοθέλητα. Αφανίζομαι όρθιος, στιβαρός και περήφανος. Η τελευταία μου πράξη έχει το νόημα της διαμαρτύρησης για το κακό που ετοιμάζουμε εμείς οι ενήλικοι στις αθώες νέες γενεές που έρχουνται. Ζούμε τη ζωή μας τρώγοντας τις σάρκες τους. Ένα κακό αβυσσαλέο στη φρίκη του. Η λύπη μου γι’ αυτο το έγκλημα με σκοτώνει».
Ιούνιος 1998. Η Ελλάδα συγκλονισμένη παρακολουθεί τις έρευνες για τον εντοπισμό του καθηγητή και συγγραφέα Δημήτρη Λιαντίνη. Ο μεγάλος Λάκωνας ανέβηκε στον αγαπημένο του Ταΰγετο την 1η του μηνός όπως συνήθιζε, με τη διαφορά πως ετούτη τη φορά δεν επρόκειτο να επιστρέψει.
Ένα μικρό βιογραφικό για τον στοχαστή, φιλόσοφο και πρωταγωνιστή αυτού του βιβλίου.
Ο Δημήτρης Λιαντίνης γεννήθηκε στις 23 Ιουλίου του 1942 στην Λιαντίνα Λακωνίας Το επώνυμό του ήταν Νικολακάκος, το οποίο άλλαξε σε Λιαντίνης καθώς ο τόπος καταγωγής του είναι το χωριό Λιαντίνα της Λακωνίας. Το 1966 αποφοίτησε από το Τμήμα Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών. Σπούδασε κλασσικές γνώσεις και ανθρωπολογία. Τον Οκτώβριο του 1970 μετέβη στο Μόναχο, όπου παρέμεινε μέχρι το 1972 και σπούδασε τη γερμανική γλώσσα, διδάσκοντας συγχρόνως ως φιλόλογος στο ιδιωτικό ελληνικό σχολείο της Otto Gesellschaft του Μονάχου. Το 1975 διορίστηκε βοηθός στο Εργαστήριο Παιδαγωγικής του Πανεπιστημίου Αθηνών του οποίου το 1978 έγινε Διδάκτωρ. Υπήρξε από το 1975 μέχρι το 1998 βοηθός, επιμελητής, λέκτορας, επίκουρος καθηγητής και αναπληρωτής καθηγητής της Φιλοσοφίας της Aγωγής και της Διδακτικής των ελληνικών μαθημάτων στον Τομέα Παιδαγωγικής του Τμήματος Φ.Π.Ψ. του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ήταν συγγραφέας εννέα βιβλίων με φιλοσοφικό και παιδαγωγικό περιεχόμενο. Επίσης απέδωσε στην ελληνική το «Ίδε ο Άνθρωπος» του Νίτσε. Το 1973 παντρεύτηκε την καθηγήτρια θεολογίας Νικολίτσα Γεωργοπούλου. Από το γάμο τους απέκτησαν μια κόρη.
Ο συγγραφέας του βιβλίου Δημήτρης Αλικάκος γεννήθηκε το 1967 και σπούδασε στο τμήμα του «Ελληνικού Πολιτισμού» του Ελεύθερου Ανοιχτού Πανεπιστημίου. Δούλεψε ως ρεπόρτερ σε ηλεκτρονικά και έντυπα Μ.Μ.Ε. Σε συνέντευξη του με αφορμή την κυκλοφορία της 2ης εμπλουτισμένης έκδοσης του βιβλίου αποκάλυψε ότι, έως τις πρώτες μέρες του Ιουνίου του 1998 δεν γνώριζε τον καθηγητή Λιαντίνη. Ως ρεπόρτερ του ΣΚΑΙ εκείνη τη εποχή κλήθηκε να καλύψει το γεγονός της εξαφάνισης του….
Χάρη στο βιβλίο «Λιαντίνης: Έζησα έρημος και ισχυρός» (εκδ. Λιβάνης Μάιος 2006 & εκδ. Ελευθερουδάκης 2η εμπλουτισμένη έκδοση Δεκέμβριος 2016) έρχεται για πρώτη φορά στο φως η ζωή του πολυσυζητημένου στοχαστή, που η εξαφάνιση του έγινε πρώτη είδηση το καλοκαίρι του 1998. Ανέκδοτες προσωπικές επιστολές που φανερώνουν μια σπάνια στάση ζωής, συνεντεύξεις με ανθρώπους που τον γνώρισαν, σημειώσεις του, προσωπικά ημερολόγια, φωτογραφίες, ντοκουμέντα και μία μαρτυρία- αποκάλυψη φωτίζουν το χρονικό της ζωής και του σχεδίου του. Το εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο διαβάζεται και ως βιογραφία αλλά και ως μυθιστόρημα (που τυχαίνει να περιγράφει αληθινά γεγονότα). Η συναρπαστική αφήγηση φωτίζει μια ιστορία ζωής που άλλοτε θυμίζει δράμα, άλλοτε περιπέτεια μυστηρίου κι άλλοτε φιλοσοφική αποκάλυψη.
Ο καθηγητής Λιαντίνης χαρακτηρίστηκε από πολλούς ως ένας «επικίνδυνος» παιδαγωγός. Ήταν αυστηρός και γεμάτος αντιφάσεις. Άλλοτε απαιτητικός από τους άλλους αλλά και γεμάτος κατανόηση. Γεγονός είναι ότι, άσχετα εάν συμφωνεί κανείς με τις ιδέες και τα πιστεύω του, σχεδόν πάντα προκαλεί το θαυμασμό για την ιδιοφυΐα και την δυνατή προσωπικότητα του. Υπήρξε λάτρης του αρχαιoελληνικού πνεύματος και των μεγάλων κλασσικών. Είχε μεγάλη αγάπη στους νέους, τους οποίους και συμβούλευε να κλείσουν τις τηλεοράσεις, να διαβάζουν βιβλία και να ερωτεύονται!
Το σημαντικότερο έργο του, που αποτέλεσε και το κύκνειο άσμα του, υπήρξε η «Γκέμμα» Η «Γκέμμα» (εκδόσεις Βιβλιογονία Δεκέμβριος 2006) είναι ένα έργο καθαρής φιλοσοφικής σκέψης κι έχει σαν κεντρική ιδέα του το «πως γίνεσαι άνθρωπος». Έχει χαρακτηριστεί σαν ένας φιλοσοφικός, ποιητικός και λογοτεχνικός θησαυρός. Ακολουθούν κάποια χαρακτηριστικά αποσπάσματα: «Όποιος πιστεύει στο θεό, έχει μέσα του ένα νεκρό θεό. Όποιος δεν πιστεύει στο θεό, έχει μέσα του ένα νεκρό άνθρωπο. Όποιος πιστεύει αλλά και δεν πιστεύει στο θεό, έχει μέσα του ζωντανό το νόμο της φύσης. Απλά, καταληπτά, και στα μέτρα του ανθρώπου ζει το θαύμα του κόσμου.»
«Μια είναι η αιτία που κάνει το θάνατο την πικρότερη πίκρα μας. Είναι η γνώση πως το ασώματο ταξίδι μας δεν έχει πηγαιμό. Αλλά ούτε και γυρισμό. Με το θάνατο για στερνή φορά και πρώτη ο άνθρωπος περνά στην πατρίδα του πάντα και του πότε. Το τι θα σε καλωσορίσει εκεί που θα πας είναι ιδέα μηδενική, μπροστά στην άπειρη ιδέα του τι αποχαιρετάς εδώ που φεύγεις. Στο αναποδογύρισμα αυτού του διαλεκτικού σχήματος οι θρησκείες στηρίξανε την πανουργία της κυριαρχίας τους.»
«Το γεγονός του θανάτου είναι για τον καθένα από μας το ατομικό όριο του απόλυτου. Είναι ο βαθμό μείον 273 όχι στην κλίμακα της θερμότητας, αλλά στην κλίμακα του ανθρωπολογικού Μηδέν. Από τη στιγμή που θα πεθάνω περιέρχομαι αστραπιαία στην ίδια κατάσταση, που βρίσκεται εκείνος που δεν εγεννήθηκε ποτές.»
«Νέκυια σημαίνει να ζήσεις ζωντανός σε όλη τη ζωή σου τη γνώση και τη λύπη του θανάτου σου εδώ στον απάνω κόσμο. Νέκυια σημαίνει να στοχαστείς και να ζήσεις τη ζωή σου όχι μισή αλλά ολόκληρη. Με την απλή, δηλαδή και τη βέβαιη γνώση ότι ενώ υπάρχεις ταυτόχρονα δεν υπάρχεις. Ότι ενώ ζεις αυτό που είσαι, δηλαδή ζωντανός του σήμερα, ταυτόχρονα ζείς κι αυτό που δεν είσαι δηλαδή το νεκρός του αύριο. Η ζωή σου στην ουσία της είναι η δυνατότητα και η δικαιοδοσία της φαντασίας σου. Όχι άλλο.»
Ο Λιαντίνης υποστήριζε ότι «Ο θάνατος είναι το σημαντικότερο πρόβλημα της φιλοσοφίας. Φιλοσοφία εστί μελέτη θανάτου. Ένα είναι βέβαιο και ασφαλές, απόλυτο ότι κάποια μέρα θα πεθάνουμε». Σε όλη του τη ζωή αγωνίστηκε να ξεπεράσει το φόβο του θανάτου, να συμβιβαστεί με τη σκοτεινή του άβυσσο και κατάφερε να μετατρέψει την αγωνία του σε γαλήνη. Ίσως για αυτό επέλεξε να φύγει από τη ζωή στα 56 του χρόνια στο απόγειο της πνευματικής του ολοκλήρωσης. Ήταν πλέον έτοιμος να κοιτάξει το θάνατο στα μάτια…
Κατόπιν επιθυμίας του ο συγγενής του Παναγιώτης Νικολαράκος οδήγησε τη κόρη του καθηγητή Διοτίμα στη μικρή σπηλιά όπου είχε αποσυρθεί για να πεθάνει, επτά χρόνια μετά το θανάτο του. Αξίζει το κόπο να διαβάσουμε ολόκληρη την επιστολή που άφησε ο Λιαντίνης στη θυγατέρα του. Μία παρακαταθήκη για όλους μας:
«Διοτίμα μου,
Φεύγω αυτοθέλητα. Αφανίζομαι όρθιος, στιβαρός και περήφανος. Ετοίμασα τούτη την ώρα βήμα- βήμα ολόκληρη τη ζωή μου, που υπήρξε πολλά πράγματα, αλλά πάνω από όλα εστάθηκε μια προσεκτική μελέτη θανάτου. Τώρα που ανοίγω τα χέρια μου και μέσα τους συντρίβω τον κόσμο, είμαι κατάφορτος με αισθήματα επιδοκιμασίας και κατάφασης.
Πεθαίνω υγιής στο σώμα και στο μυαλό, όσο καθαρό είναι το νωπό χιόνι στα όρη και το επεξεργασμένο γαλάζιο διαμάντι. Να ζήσεις απλά, σεμνόπρεπα, και τίμια, όπως σε δίδαξα. Να θυμάσαι ότι έρχουνται χαλεποί καιροί για τις νέες γενεές. Και είναι άδικο και μεγάλο παράξενο να χαρίζεται τέτοιο το δώρο της ζωής στους ανθρώπους, και οι πλείστοι να ζούνε μέσα στη ζάλη αυτού του αστείου παραλογισμού. Η τελευταία μου πράξη έχει το νόημα της διαμαρτύρησης για το κακό που ετοιμάζουμε εμείς οι ενήλικοι στις αθώες νέες γενεές που έρχουνται. Ζούμε τη ζωή μας τρώγοντας τις σάρκες τους. Ένα κακό αβυσσαλέο στη φρίκη του. Η λύπη μου γι’ αυτό το έγκλημα με σκοτώνει. Να φροντίσεις να κλείσεις με τα χέρια σου τα μάτια της γιαγιάς Πολυτίμης, όταν πεθάνει. Αγάπησα πολλούς ανθρώπους. Αλλά περισσότερο τρεις. Το φίλο μου Αντώνη Δανασσή, τον αδερφοποιτό μου Δημήτρη Τρομπουκη, και τον Παναγιώταρο το συγγενή μου, γιο και πατέρα του Ηρακλή.
Κάποια στοιχεία από το αρχείο μου το κρατά ως ιδιοκτησία ο Ηλίας Αναγνώστου.
Να αγαπάς τη μανούλα ως την τελευταία της ώρα. Υπήρξε ένας υπέροχος άνθρωπος για μένα, για σένα, και για τους άλλους. Όμως γεννήθηκε με μοίρα. Γιατί της ορίστηκε το σπάνιο, να λάβει σύντροφο στη ζωή της όχι απλά έναν άντρα, αλλά τον ποταμό και τον άνεμο. Το γράμμα του αποχαιρετισμού που της έγραψα το παίρνω μαζί μου. Σας αφήνω εσένα, τη μανούλα και το Διγενή*, το σπίτι μου δηλαδή, που του στάθηκα στύλος και στέμμα, Γκέμμα πες, σε υψηλούς βαθμούς ποιότητας και τάξης. Στην μεγαλύτερη δυνατή αρνητική εντροπία. Να σώζετε αυτή τη σωφροσύνη και αυτή την τιμή. Θα δοκιμάσω να πορευτώ τον ακριβό θάνατο του Οιδίποδα. Αν όμως δεν αντέξω να υψωθώ στην ανδρεία που αξιώνει αυτός ο τρόπος, και ευρεθεί ο νεκρός μου σε τόπο όχι ασφαλή, να φροντίσεις με τη μανούλα και το Διγενή*, να τον κάψετε σε ένα αποτεφρωτήριο της Ευρώπης.
Έζησα έρημος και ισχυρός.
Λιαντίνης
Τη μέρα που θα πέσω έδωσα εντολή
να στεφανωθούν οι μορφές**
Σολωμού στη Ζάκυνθο κ’ Λυκούργου στη Σπάρτη.»
Ο επίλογος. Η μητέρα του γνώριζε ότι είχε σκοπό να πεθάνει και του είχε ζητήσει να περιμένει μερικά χρόνια για να πεθάνει πρώτα αυτή, αλλά ο Λιαντίνης δεν το δέχτηκε. Σύμφωνα με δελτίο τύπου της Αστυνομικής Διεύθυνσης Λακωνίας στην κορυφή του Ταυγέτου στη θέση «Πόρτες» και ύστερα από αναφορές πολιτών βρέθηκε σκελετός ανδρός. Το εύρημα ήταν ένας σκελετός ξαπλωμένος σε μια σπηλιά περίπου 1 μέτρο βάθος με την πλάτη προς τα κάτω και κοιτάζοντας τον ουρανό. Η σπηλιά ήταν σκεπασμένη με πέτρες, ενώ δίπλα βρέθηκαν τσιγάρα, στυλό, μία μισογεμάτη φιάλη αγιορείτικο κρασί, ένας φακός, τα ρούχα του σε όχι και τόσο καλή κατάσταση και μία σύριγγα με 2 αμπούλες πιθανόν με δηλητήριο. Αργότερα έγινε εξέταση DNA όπου πιστοποίησε πως πρόκειται για τον Δημήτρη Λιαντίνη.
1
Bird Box
Η ουτοπιστική sci fi νουβέλα του Edward Bellamy με τίτλο Looking Backward: 2000–1887 εκδόθηκε το 1888 κι υπήρξε το τρίτο, μεγαλύτερο best seller της εποχής του πίσω από το Uncle Tom’s Cabin and Ben-Hur. Η εκδοτική επιτυχία του βιβλίου αυτού δημιούργησε πάνω από 160 «Bellamy Clubs» στις Ηνωμένες Πολιτείες κι ενέπνευσε αρκετές ουτοπιστικές κοινότητες. Η ουτοπιστική λογοτεχνία έδωσε πάνω από 400 έργα το 1900 μόνο ενώ χιλιάδες ουτοπιστικά έργα έχουν εκδοθεί από τον 12ο αιώνα μέχρι σήμερα.
Ουτοπία, Δυστοπία, Ευτοπία.
Ουτοπία σημαίνει κάτι ανέφικτο, κάτι εκτός πραγματικότητας. Μπορεί να είναι ένας φανταστικός κόσμος, μία κοινωνία, μία θεωρία, μία ιδέα, ένα σύστημα που είναι αδύνατον να εφαρμοστεί. Έχει τις ρίζες της στην Ελληνική φράση «ου τόπος» δηλαδή τόπος ανύπαρκτος.
503 χρόνια έχουν περάσει από τη πρώτη έκδοση του περίφημου βιβλίου του Thomas More με τον τίτλο Utopia που συνοδευόταν από το χάρτη του ομώνυμου φανταστικού νησιού. Η πολιτικοκοινωνική αυτή σάτυρα του More επανέφερε τη λέξη/έννοια της ουτοπίας όχι μόνο στο λογοτεχνικό αλλά και στο πραγματικό στερέωμα. Μια δυστοπία είναι μια δυσάρεστη (τυπικά κατασταλτική) κοινωνία, συχνά προπαγανδισμένη ως ουτοπική.
Η λίστα των δυστοπικών λογοτεχνικών έργων είναι μακριά και σημαντική. Μεταξύ άλλων ξεχωρίζουν τα: Τα Ταξίδια του Γκιούλοβερ (1726) του Jonathan Swift, Σημειώσεις από το Υπόγειο (1864) του Fyodor Dostoevsky, Η Μηχανή του Χρόνου (1895) του H. G. Wells, Η Δίκη (1925) του Franz Kafka, Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος (1932) του Aldus Huxley, 1984 (1949) του George Orwell, Φαρενάιτ 451 (1953) του Ray Bradburry, Το Κουρδιστό Πορτοκάλι (1962) του Anthony Burgess, Σταντ (1978) του Stephen King, Η Ιστορία της Θεραπαινίδας (1985) της Margaret Atwood, Τα Παιδιά των Ανθρώπων (1992) της P.D.James, Fatherland (1992) του Robert Harris, Ο Άτλας του Ουρανού (2004) του David Mitchell, O Κύκλος (2013) του Dave Eggers. Κι ας κλείσω με το βιβλίο Bird Box(2014 αγγ, 2019 ελλ) του Josh Malerman, με το οποίο θα σας απασχολήσω λίγο παρακάτω.
Γιατί μας αρέσουν οι δυστοπικές νουβέλες; Τι είναι αυτό που τις κάνει τόσο δημοφιλείς;
Πόλεμος. Θάνατος. Απελπισία. Καταπίεση. Περιβαλλοντική καταστροφή.
Κακά πράγματα για τα οποία απλώς διαβάζουμε σχετικά και δεν τα ζούμε πραγματικά. Δεν αφορούν το παρόν μας αλλά το εγγύς ή το πιο μακρινό μέλλον μας. Μέσα από αυτά τα μυθιστορήματα σκεφτόμαστε τα του σύγχρονου, προβληματικού κόσμου μας από μακριά και χωρίς να βρισκόμαστε «μέσα στην αρένα». Η Παγκόσμια Ιστορία μας έχει διδάξει τα τρομερά και φοβερά πράγματα που μπορούν να κάνουν οι ανά το κόσμο ηγέτες, πολιτικοί, στρατιωτικοί. Έτσι, αν και άκρως καταθλιπτικά, στα δυστοπικά μυθιστορήματα υπάρχει κάποια «ορθότητα» που τα κάνει να δείχνουν .. ειλικρινή! Θαυμάζουμε τα μυθιστορήματα αυτά γιατί οι πρωταγωνιστές τους είναι άτομα με τα οποία πολύ εύκολα μπορούμε να ταυτιστούμε. Επαινούμε τη γενναιότητα τους και αντιδρούμε με τη δειλία τους. Εξοργιζόμαστε με τον κακό ηγέτη της ιστορίας και το πως έχει καταντήσει το κόσμο του και συνεχίζουμε να γυρίζουμε τις σελίδες καθώς αναρωτιόμαστε αν οι αντάρτες και τα άλλα ηρωικά μέλη του πληθυσμού, μπορούν με κάποιο τρόπο να επαναπροσδιορίσουν μια καταστροφική κοινωνία σε κάτι πιο θετικό. Αναρωτιόμαστε επίσης ποιος θα επιβιώσει και ποιος όχι.
Οι δυστοπικές νουβέλες μας δείχνουν τα χειρότερα δυνατά σενάρια για το κόσμο του μέλλοντος, τα οποία εάν τα γνωρίσουμε έγκαιρα ως πιθανότητες, ίσως ως κοινωνίες να μπορέσουμε τελικώς να τα αποτρέψουμε.
Τον φετινό Μάρτιο κυκλοφόρησε στα ελληνικά το περίφημο βιβλίο του Josh Malerman με τίτλο Bird Box. Η κινηματογραφική ταινία βγήκε από το Netflix στις 21 Δεκεμβρίου του 2018 κι έκανε παγκόσμια αίσθηση. Αρκετοί άνθρωποι του δικού μας, πραγματικού(;) κόσμου (βλακωδώς) άρχισαν να καλύπτουν τα μάτια τους με μαντήλια και να κινούνται στα τυφλά. Υπήρξαν σοβαρά ατυχήματα … Οι fans του φιλμ το κατέταξαν πολύ ψηλά και υποστήριξαν ότι ξεπέρασε τουλάχιστον δέκα φορές σε .. τρομάρα τα Annihilation και It Follows. Το βιβλίο, πιστέψτε με, είναι πολύ σκοτεινότερο και τρομακτικότερο από τη ταινία!
Αλλά για να δούμε τι έχει να μας πει ο τραγουδιστής της ροκ μπάντας που ακούει στο όνομα The High Strung Josh Malerman…
Κεντρική ηρωίδα του βιβλίου είναι η εκκεντρική Malorie. Ανήσυχο πνεύμα, αποφασιστική, δυναμική αλλά συγχρόνως μπερδεμένη σχεδόν άτυχη. Τα σαράντα τρία κεφάλαια του βιβλίου χωρίζονται σε τρία μέρη. Στην αρχή, κι όταν λέμε αρχή εννοούμε στο ξεκίνημα «του προβλήματος» και της νέας κατάστασης που θα βιώσει πολύ τραυματικά όλη η ανθρωπότητα. Στην περίοδο μετά τη γέννα, ναι η Malorie μετά από ένα one night stand είναι έγκυος. Και στην σημερινή μέρα και το μεγάλο ταξίδι που αποφάσισε να κάνει η ηρωίδα μας προς το άγνωστο μαζί με τα δύο τετράχρονα παιδιά της, το Κορίτσι και το Αγόρι, κρύβοντας στην πληγωμένη της καρδιά μερικές στάλες ελπίδας.
Η Malorie είχε μεγαλώσει με τις παρακαταθήκες και τις ανέσεις του πρωτύτερου, πολύ πιο φυσιολογικού κόσμου και για αυτό ήταν, όπως όλοι μας, οπτικός τύπος. Τα παιδιά της από την ημέρα που γεννήθηκαν σε μία βρωμερή σοφίτα κατάφερε να τα εκπαιδεύσει μέσα από τους ήχους. Οι εικόνες εξάλλου που είχαν δει ήταν σκιερές και λιγοστές. Τα μάτια, η όραση ήταν τα μεγαλύτερα ελαττώματα για τον άνθρωπο του παρόντος κόσμου. Ήταν φρικώδη και θανατηφόρα…
Κάτι κακό λοιπόν βρίσκει τον κόσμο μας. Κάτι ήρθε ή ξεφύτρωσε αναπάντεχα ένα γύρω μας. Κάτι σαν τέρας, μία εξωγήινη μορφή. Κάτι που δεν μπορείς ακριβώς να το δεις. Βλέπεις μόνο την επίδραση του. Στα δευτερόλεπτα μετά που θα αντικρίσεις αυτό το πλάσμα ή τα πλάσματα τα μάτια σου διαστέλλονται, αλλάζουν χρώμα. Τρελαίνεσαι, ψάχνεις να βρεις τον καλύτερο και τον γρηγορότερο τρόπο να κάνεις κακό στους άλλους και μετά στον εαυτό σου. Παραφέρεσαι, στριγγλίζεις, αυτοκτονείς. Ο μόνος τρόπος να κρατήσεις τα λογικά σου και να σώσεις τη ζωή σου, ότι έχει απομείνει από αυτή, είναι να δέσεις τα μάτια σου. Να ζεις στο σκοτάδι.
Πολύ λίγοι άνθρωποι έχουν καταφέρει να επιβιώσουν έχοντας ήδη χάσει όλα τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Μέσα σε αυτά κι η Malorie. Άνδρες και γυναίκες, άγνωστοι μέχρι πρότινος μεταξύ τους, εγκλωβισμένοι για μήνες μέσα σε ένα σπίτι που όλα του τα παράθυρα κι οι πόρτες είναι ερμητικά κλειστά. Ένας σκύλος μέσα στο σπίτι κι ένα κουτί γεμάτο πουλιά ακριβώς έξω από αυτό είναι οι «συναγερμοί» του. Ο σκύλος που αλυχτά και τα πουλιά που κράζουν είναι το αδιαμφισβήτητο σημάδι ότι το πλάσμα ή τα πλάσματα πλησιάζουν απειλητικά το σπίτι και τους ενοίκους του.
Με απλές, κοφτές συχνά επαναλαμβανόμενες προτάσεις που γεννούν στο μυαλό μας απόκοσμες, τρομαχτικές εικόνες ο Malerman καταφέρνει να μας κάνει να μασουλάμε τα νύχια μας γυρνώντας γρήγορα (δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς) τις σελίδες του βιβλίου. Παρακολουθούμε με δέος τη καθημερινή, αλλόκοτη ζωή των πρωταγωνιστών μπαίνοντας συχνά κι επώδυνα στη θέση τους. Τι έρχεται μετά; Θα τα καταφέρουν; Πόσοι και ποιοι από αυτούς θα επιβιώσουν και πως; Επιβιβαζόμαστε απρόθυμα στη βάρκα της Malorie. Καθόμαστε ανάμεσα σε εκείνη και τα δύο της παιδιά αφήνοντας την να τραβά με κόπο τα κουπιά. Τελικός μας προορισμός ένα καταφύγιο στα δάση, μετά τα ρεύματα του ποταμού. Για να φτάσουμε εκεί χωρίς να αφανιστούμε από όσα υπάρχουν και φαίνονται γύρω μας, θα πρέπει τα μάτια μας να μείνουν ερμητικά κλειστά. Θα τα καταφέρουμε;
Το βιβλίο έλαβε θετικότατες κριτικές. Κοινό και κριτικοί συγκρίνουν τον Josh Malerman με τον Stephen King και τον Jonathan Carroll. Δεν αποτελεί σαφώς ένα λογοτεχνικό αριστούργημα αλλά είναι ένα καλογραμμένο, δυνατό μυθιστόρημα που έρχεται να .. ανατριχιάσει τις δροσερές, ανοιξιάτικες νύχτες μας!
Πρωτογνωρίσαμε την 57χρονη Αμερικανίδα συγγραφέα Τζένιφερ Ίγκαν το 2010 και μέσα από τις συναρπαστικές αφηγήσεις της, που περιέγραφαν τις ζωές του punk rocker Bennie Salazar και της υπαλλήλου του Sasha, της παθιασμένης νεαρής γυναίκας που έπασχε από το σύνδρομο της κλεπτομανίας, στο ευπώλητο βιβλίο της A Visit from the Goon Squad που της χάρισε το Βραβείο Pulitzer.
Η Ίγκαν επιστρέφει τώρα με ένα πιο συμβατικό ιστορικό μυθιστόρημα, το Manhattan Beach, το οποίο περιγράφει τις ζωές των μελών μίας οικογένειας στο Μπρούκλιν κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης του Μεσοπολέμου. Πρόκειται για ένα ένα πειραματικό, τολμηρό μυθιστόρημα που αγκαλιάζει θαρρείς την .. ασυνέχεια, σε 13 κεφάλαια, δοσμένο από διαφορετικές οπτικές γωνίες, συμπεριλαμβανομένου ενός εκπληκτικά ρευστά κινουμένου κεφαλαίου με τη μορφή μίας PowerPoint παρουσίασης!
Εκτυλίσσεται σαν μία θαυμάσια ταινία cinemascope στα όρια του νουάρ απεικονίζοντας τη ζωή μιας Ιρλανδικής οικογένειας στο Μπρούκλιν, καδραρισμένη στο φόντο της Μεγάλης Ύφεσης και στη συνέχεια σε αυτόν του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Μια νεαρή γυναίκα γίνεται δύτης για να βοηθήσει στην πολεμική προσπάθεια κι ανακαλύπτει τις ισχυρές δυνάμεις που οδήγησαν στην εξαφάνιση του αγαπημένου της πατέρα . Ενός πατέρα που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την οικογένειά του για να σώσει τη ζωή του.
Η Άννα Κέρριγκαν είναι δώδεκα ετών και συνοδεύει τον πατέρα της Έντι στο αρχοντικό του Ντέξτερ Στάιλς στο Manhattan Beach κοντά στο Coney Island . Ο Έντι είναι πρώην χρηματιστής που τώρα εργάζεται για έναν διεφθαρμένο συνδικαλιστή, που όμως είναι παλιός του φίλος. Ο Έντι ψάχνει για μία νέα, καλύτερα αμειβόμενη εργασία, που θα του επιτρέψει την αγορά μιας αναπηρικής πολυθρόνας για την αδελφή της Άννας, τη Λίντια. Η Λίντια πασχει από μία πολύ σοβαρή αναπηρία. Ο μυστηριώδης Ντέξτερ Στάιλς, από ότι αντιλαμβάνεται η μικρή Άννα, είναι πολύ σημαντικός για την επιβίωση του πατέρα της και της οικογένειάς της. Η Άννα παρατηρεί τους ένστολους υπηρέτες του σπιτιού, τα γυαλιστερά παιδικά παιχνίδια της κόρης του Ντέξτερ και μία μυστική συμφωνία που γίνεται μεταξύ του πατέρα της και του Ντέξτερ. Χρόνια αργότερα, ο πατέρας της έχει εξαφανιστεί και η χώρα βρίσκεται σε πόλεμο. Η 19χρονη Άννα εργάζεται στο Πολεμικό Ναυτικό, όπου οι γυναίκες πλέον επιτρέπεται να κρατούν δουλειές που πάντα ανήκαν στους άνδρες, στηρίζοντας έτσι τη μητέρα της Άγκνες και την ανάπηρη αδελφή της. Γίνεται ο πρώτος θηλυκός δύτης επισκευάζοντας τα πλοία που θα βοηθήσουν την Αμερική να κερδίσει τον πόλεμο.
Σε ένα νάιτ κλαμπ, έχει την ευκαιρία να ξανασυναντήσει τον Στάιλς, τον άνδρα που επισκέφθηκε με τον πατέρα της πριν εξαφανιστεί. Του αποκρύπτει την πραγματική της ταυτότητα και κοιμάται μαζί του ελπίζοντας να μάθει τι συνέβει στον πατέρα της. Σιγά-σιγά η Άννα αρχίζει να καταλαβαίνει την πολυπλοκότητα της ζωής του πατέρα της και τους λόγους για τους οποίους θα μπορούσε να έχει δολοφονηθεί… Η πλοκή ακολουθεί την Άννα στην απελπισμένη αναζήτηση της αλλά και στο σκοτεινό παρελθόν των Έντι και Ντέξτερ.
Η Ίγκαν χρησιμοποιεί ένα ασυνήθιστο μίγμα αξιών που το συνδυάζει με έναν ισχυρό κοινωνικό ρεαλισμό γεμάτο ποιητική φαντασία και γοητεία . Εδώ, τοποθετεί τους χαρακτήρες της σε καταστάσεις που επιτρέπουν τη εκπληκτική παρατήρηση της τότε κουλτούρας, γράφοντας αποκαλυπτικά για τις προκλήσεις που θα κληθούν να απαντήσουν οι άνθρωποι των επόμενων γενεών, ιδιαιτέρως των γυναικών σε μία εποχή που η ζωή τους ήταν ουσιαστικά οριοθετημένη. Αλλά αυτό το μυθιστόρημα είναι επίσης μεταφυσικό: οι χαρακτήρες της Ίγκαν μεταβάλλονται και μετασχηματίζονται από ένα τεράστιο ωκεανό γύρω τους, ο οποίος πότε τους κρύβει και πότε τους αποκαλύπτει. Η Ίγκαν, γράφοντας αυτό το ιστορικό μυθιστόρημα σχετικά με την οργανωμένη εργασία, το οργανωμένο έγκλημα και τον πόλεμο, αντιμετώπισε δύο προκλήσεις: να τεκμηριώσει το παρελθόν χωρίς να γίνει βαρετή και να αποκαλύψει κάτι καινούργιο για μια χρονική περίοδο που βρίθει μύθων προβάλλοντας την αισθητική της στο επίπεδο που έχει ακόμη ένα σύγχρονο ενδιαφέρον.
Πολλοί άνθρωποι θεωρούν ότι η επιστήμη της Παλαιοανθρωπολογίας ασχολείται μόνο με το παρελθόν. Η σκέψη είναι ότι, πέρα από ένα περίεργο, κάπως ρομαντικό ενδιαφέρον για τους πρώτους των προγόνων μας, δεν υπάρχει τίποτα περισσότερο, ικανό μπορεί να προσθέσει στην κατανόηση των σημερινών ανθρώπων. Η Νοτιοκορεάτισσα παλαιοανθρωπολόγος Sang-Hee Lee αμφισβητεί αυτή την άποψη στο βιβλίο της Close Encounters with Humankind (πρόσφατα εκδόθηκε στα ελληνικά με τον τίτλο «Η εξέλιξη του ανθρώπινου είδους») . Η συγγραφέας μας παρουσιάζει τον εαυτό μας ως το ζωντανό (και, σε σημαντικό βαθμό, ακόμα μεταβαλλόμενο) αποτέλεσμα μιας θαυμάσιας αλληλεπίδρασης μεταξύ βιολογίας και φυσικής επιλογής κατά τα τελευταία 6 περίπου εκατομμύρια χρόνια, από τότε που οι ανθρωποειδείς αποκλίναμε από την οικογένεια των χιμπατζήδων.
Αποφεύγοντας τη συνηθισμένη αφήγηση, η Lee προσφέρει ένα πρωτότυπο ταξίδι κατά μήκος της μοναδικής μας εξελικτικής πορείας. Πότε οι προγόνοι μας έχασαν το έντονο τρίχωμα τους; Η αγάπη μας για το κρέας άλλαξε το πεπρωμένο μας; Ήταν η γεωργία μια ευλογία ή μια κατάρα; Αλτρουισμό δείχνει μόνο το ανθρώπινο είδος; Λελογισμένα και προσεκτικά, η Lee επανεξετάζει αυτά και άλλα βασικά ερωτήματα σχετικά με την ιστορία των εξελισσόμενων ειδών μας – και δίνει κάποιες παράξενες κι ασυνήθιστες απαντήσεις.
Ειδικότερα, υποστηρίζει τον «πολυπεριφερειακό» χαρακτήρα μας. Αυτή είναι η θεωρία ότι οι σύγχρονοι άνθρωποι προέκυψαν σε πολλά μέρη ταυτόχρονα, σε αντίθεση με το μοντέλο «όλοι προήρθαμε από την Αφρική» που θέτει μια ενιαία προέλευση για το είδος μας. . Στο βιβλίο της, η Ασιατική Ήπειρος φαίνεται να είναι η κύρια γενέτειρα των σύγχρονων ανθρώπων και των προγόνων τους. Η Lee μας υπενθυμίζει ότι τα απολιθώματα της περιοχής Dmanisi της Γεωργίας είναι τόσο παλιά όσο τα πρώτα απολιθώματαHomo που βρέθηκαν στην Αφρική και ότι ο Homo Erectus μπορεί να προέρχεται από την Ασία και να μετανάστευσε «πίσω στην Αφρική» για να δημιουργήσει μεταγενέστερα είδη Homo . Μας συστήνει επίσης τους Denisovans, τους μυστηριώδεις αυτούς ανθρωπίνους που συνυπήρχαν με τους σύγχρονους ανθρώπους και άφησαν πίσω το εκτενές DNA τους, αλλά πραγματικά λίγα απολιθώματα…
Οι άνθρωποι εξακολουθούν να εξελίσσονται; Συνήθως πιστεύεται ότι η αλληλεπίδρασή μας με τον κόσμο μέσω του πολιτισμού και της τεχνολογίας (όπως ρούχα, εργαλεία ή φάρμακα) έχει περιορίσει το σώμα μας για να προσαρμοστεί βιολογικά στο περιβάλλον. Η Lee αμφισβητεί αυτή την άποψη και εντοπίζει μια σειρά από άλλα στοιχεία για τη συνεχή εξέλιξη του ανθρώπου. Μας παρουσιάζει μελέτες σχετικά με το χρώμα του δέρματος ως απόδειξη.
Το σκουρόχρωμο δέρμα θεωρείται ότι το εμφάνισαν οι πρώτοι άτριχοι ανθρωπίνοι στην Αφρική, για να τους προστατεύσει από την υπεριώδη ακτινοβολία απόρροια του έντονου κι άμεσου ηλιακού φωτός. Οι ανθρωπίνοι που έζησαν σε υψηλότερα γεωγραφικά πλάτη, εκτίθονταν σε λιγότερη υπεριώδη ακτινοβολία και έτσι χρειάζονταν λιγότερο ενεργά μελανοκύτταρα (τα κύτταρα που παρήγαγαν τη μελανίνη).Αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει σε μεγάλο βαθμό το λευκότερο δέρμα των πληθυσμών σε περιοχές μακρύτερα από τον Ισημερινό. Ωστόσο, οι μελέτες του γενετιστή Iain Mathieson, τώρα στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβανίας στη Φιλαδέλφεια, και των συναδέλφων του σε ένα μεγάλο δείγμα αρχαίου DNA από δυτικούς Ευρασιανούς πληθυσμούς αποκάλυψαν ότι το ανοικτότερο δέρμα των Ευρωπαίων οφείλεται σε μια νέα παραλλαγή γονιδίων που εμφανίστηκε πριν από μόλις 4.000 χρόνια! Συνδέουν το ανοικτότερο χρωματικά δέρμα αυτών των πληθυσμών με την άνθηση της γεωργίας και των καθιστικών τρόπων ζωής, μια άποψη που υποστηρίζει η Lee.
Όπως δείχνει, η μετάβαση στη γεωργία οδήγησε σε μια διατροφή βασισμένη σε επεξεργασμένους κόκκους και άμυλα, η οποία ήταν ανεπαρκής σε πολλά θρεπτικά συστατικά, συμπεριλαμβανομένης της βιταμίνης D. Αυτή η ανεπάρκεια ανάγκασε το ίδιο το σώμα να συνθέσει τη βιταμίνη – μια μεταβολική διαδικασία που απαιτεί την απορρόφηση της UV ακτινοβολίας από το δέρμα. Η δερματική αυτή μετάλλαξη στους Ευρωπαίους -κατά τον Mathieson- θα μεγιστοποιήσει την απορρόφηση UV σε πληθυσμούς που αντιμετωπίζουν χαμηλή πρόσληψη βιταμίνης D. Με αυτό το παράδειγμα, η Lee υπογραμμίζει πώς ο πολιτισμός – στην περίπτωση αυτή, η γεωργία και η αλλαγή στη διατροφής – θα μπορούσε να έχει επιταχύνει την εξέλιξη μας.
Η γεωργία οδήγησε επίσης σε πληθυσμιακή έκρηξη, παρά την αυξημένη ευπάθεια σε μολυσματικές ασθένειες στις οικιστικές κοινότητες. Η διαθεσιμότητα των σιτηρών επέτρεψε τον πρώιμο απογαλακτισμό των βρεφών και σήμαινε ότι οι γυναίκες θα μπορούσαν να γεννήσουν σε συντομότερα χρονικά διαστήματα. Η επακόλουθη αύξηση του πληθυσμού έφερε υψηλότερη γενετική ποικιλομορφία, «την πρώτη ύλη της εξέλιξης».Μια άλλη επίδειξη του τρόπου με τον οποίο η βιολογία μας εξακολουθεί να υπόκειται σε αλλαγές είναι η μετάλλαξη της λακτάσης που επέτρεψε σε ορισμένους ανθρώπους τουλάχιστον τα τελευταία 5.000 χρόνια να αφομοιώνουν το γάλα σε όλη τη περίοδο της ενηλικίωσης τους. Αυτή η .. εκκεντικότητα , λιγότερο συχνή στην Ανατολική Ασία (κυρίως την Κίνα), αποτέλεσε βασικό πλεονέκτημα και ίσως να αποτέλεσε έναν πρόσθετο μηχανισμό για την υπέρβαση της ανεπάρκειας της βιταμίνης D, επειδή το αγελαδινό γάλα είναι πλούσιο σε θρεπτικά συστατικά!
Επιπλέον, η διαβίωση σε κοινότητες ήταν και είναι μία μεγάλη επιτυχία του είδους μας. Όπως σημειώνει η Lee, οι μεγάλες ομάδες ανθρώπων έγιναν ουσιαστικές για την επιβίωση επειδή προσέφεραν αλληλοβοήθεια, ιδιαιτέρως στο μεγάλωμα των παιδιών μέσα από τη μακρά νηπιακή τους ηλικία. Οι σύγχρονοι άνθρωποι είμαστε επίσης τα μακροβιότερα πρωτεύοντα : τρεις γενιές μας μπορούν να επικαλυφθούν στο χρόνο.
Η αφήγηση της Lee είναι συναρπαστική . Στο κεφάλαιο με τίτλο «King Kong» περιγράφει τον Gigantopithecus , τον αινιγματικό γιγαντιαίο πίθηκο που βρέθηκε στην Κίνα και ίσως συνυπήρχε με τον Homo Erectus από 1,2 εκατομμύρια έως 300,000 χρόνια πριν. Στο κεφάλαιο «Breaking Back» εξετάζει τους πόνους στην πλάτη μας ως εμπόδιο του διποδισμού.
Ωστόσο, τελικά, η Lee θα εμπνεύσει ακόμη και εμπειρογνώμονες με τις προσπάθειές της να διασαφηνίσει ένα πεδίο που συχνά θεωρείται από άγονο έως και ανυπόφορο! Στο βιβλίο της μας τονίζει το πόσο το παρελθόν έχει σημασία. Η ιστορία μας των 6 εκατομμυρίων ετών έχει διαμορφωθεί μαζικά τόσο από την τύχη όσο και από ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον. Η Lee αποδεικνύει ότι, τώρα περισσότερο από ποτέ, οι αποφάσεις μας μπορούν να διαμορφώσουν το μέλλον της Γης και των ζωντανών όντων της, συμπεριλαμβανομένων κι ημών των ιδίων.
Ποια είναι η Yrsa Sigurdardottir; Η Yrsa είναι 57 χρονών, Ισλανδή, παντρεμένη , μητέρα δύο παιδιών, με διπλή εργασιακή ζωή. Αν και Πολιτικός μηχανικός στο επάγγελμα, το 1998 ξεκίνησε και συγγραφική καριέρα γράφοντας αστυνομικά μυθιστορήματα αλλά και παιδικά βιβλία. Τα βιβλία της έχουν αγαπηθεί πολύ εντός κι εκτός της πατρίδας της κι έχουν κερδίσει πολλά βραβεία όπως τα : Icelandic Children’s Book Prize, IBBY, Patrona Award και Icelandic Crime Fiction Award.
Η βασική ηρωίδα των αστυνομικών μυθιστορημάτων της Yrsa Sigurdardottir είναι η Thóra Gudmundsdóttir. Η Thóra είναι μία ανύπαντρη μητέρα, δικηγόρος στο επάγγελμα που διαμένει στην πρωτεύουσα της Ισλανδίας στο Reykjavik. Από το 2005 έως το 2015 έχουν εκδοθεί έξι συνολικά βιβλία με κεντρική πρωταγωνίστρια τη Thóra κι έχουν γνωρίσει τεράστια επιτυχία διεθνώς. Το 2017 γυρίστηκε σε ταινία το βιβλίο της Sigurdardottir «I Remember You» (Ισλανδικά: Ég man þig) σε σκηνοθεσία του Óskar Thór Axelsson. Το βιβλίο αυτό είναι ένα από τα τρία non-series novels της. Το 2014 η Yrsa εγκαινίασε μία ακόμη πολύ επιτυχημένη σειρά αστυνομικών βιβλίων με τον κεντρικό τίτλο Children’s House Series με πρωταγωνιστές το δίδυμο Freyja και Huldar. Τα βιβλία της σειράς έχουν φτάσει τους έξι τίτλους και μεταφράζονται σε περισσότερες από 30 χώρες σε ολόκληρο τον κόσμο. Στα Ελληνικά κυκλοφορούν μέχρι στιγμής τέσσερις τίτλοι της Yrsa, οι: «Εκδίκηση», «DNA», «Το Μήνυμα» και η «Λύτρωση».
Ένα κρύο χειμωνιάτικο βράδυ στο Reykjavik, η επίθεση και ο φόνος σε έναν κλειστό κινηματογράφο της Stella, ενός έφηβου κοριτσιού, μεταδίδεται ζωντανά στο Snapchat. Ο δολοφόνος παρουσιάζεται μεταμφιεσμένος με μια μάσκα του Darth Vader. Όταν αργότερα βρίσκεται το πτώμα της, φέρει τον αριθμό 2. Οι έρευνες των Freyia και Huldar οδηγούν στην αποκάλυψη ότι η Stella είναι υπεύθυνη για τον συστηματικό και περίπλοκο εκφοβισμό μίας συμμαθήτριας της μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Όταν η βίαιη επίθεση κατά ενός άλλου εφήβου, του Egill, μεταδίδεται επίσης στο Snapchat, εμφανίζεται το παράξενο μοτίβο ενός δολοφόνου αποφασισμένου να κάνει τα θύματα του να λένε «συγνώμη». Σύντομα αποκαλύπτεται ότι κι ο Egill ήταν κι αυτός εκφοβιστής που στόχευε ένα μικρότερο αγόρι με υβριστικά κείμενα. Όταν ανακαλύπτεται το πτώμα του Egill, με την επισήμανση αριθ. 3, η αστυνομία ανησυχεί ότι πρέπει να υπάρχει τουλάχιστον ένα ακόμη πτώμα που δεν έχει ακόμη ανακαλυφθεί.
Η «Λύτρωση» εκδόθηκε στα Ελληνικά τον Ιανουάριο του τρέχοντος έτους και είναι το τρίτο βιβλίο της Children’s House Series. Η λίγο μπερδεμένη και πολύ απογοητευμένη παιδοψυχολόγος Freyja κι ο προβληματικός αστυνομικός ντετέκτιβ Huldar ενώνουν για άλλη μία φορά τις δυνάμεις τους προσπαθώντας να πιάσουν έναν serial killer.
Η σχέση των Freyja και Huldar, παρόλο που δεν βρίσκεται στο επίκεντρο του βιβλίου, θα μας απασχολήσει αρκετά. Τους βλέπουμε να δουλεύουν μαζί και μπορούμε να νιώσουμε την ένταση που υπάρχει μεταξύ τους. Η έντονη σχέση τους προσθέτει ένα συναισθηματικό βάθος στην ιστορία. Από τότε που είχαν εκείνο το παθιασμένο one-night stand η Freyja χαρακτηρίζει τον Huldar σαν «τον λάθος άνθρωπο στο σωστό κορμί» και προσπαθεί να τον αποφύγει. Ο περισσότερο συναινετικός Huldar παραμένει ωστόσο θαυμαστής της.
Ο δολοφόνος δημοσιεύει φρικτές εικόνες στο Snapchat ανακοινώνοντας τις απαγωγές, τα βασανιστήρια και τις σφαγές εφήβων cyberbullies. Το ειρωνικό είναι ότι, οι εικόνες αυτές αναρτώνται στους λογαριασμούς των φίλων των δολοφονημένων, κάποιοι εκ των οποίων υπήρξαν κι οι ίδιοι θύματα των εκφοβιστών.
Οι εκφοβιστές χρησιμοποιούσαν το συγκεκριμένο μέσο για να απομονώσουν και να εκφοβίσουν τα θύματα τους και τώρα το μέσο αυτό γίνεται ο «μάρτυρας» των τραγικών τελευταίων τους στιγμών…
Όλοι γνωρίζουμε σήμερα το πόσο μακριά μπορούν να φτάσουν οι επιπτώσεις του cyberbulling, πόσο δραματικές διαστάσεις μπορεί να πάρουν, το βιβλίο αυτό δεν μας δείχνει μόνο πόσο οδυνηρές και βαθιές είναι οι ουλές του εκφοβισμού στην ψυχοσύνθεση και στο συναίσθημα κάποιου, αλλά και το πώς μπορεί να επηρεάσει όλους όσους βρίσκονται γύρω από το άτομο αυτό. Σε τι έκταση και με ποιο τρόπο θα αντιδράσουν τα αγαπημένα πρόσωπα αυτών που επηρεάζονται;
H Yrsa εκτός από βασίλισσα του Nordic Crime είναι και μία αριστοκρατική δημιουργός αγχωτικών κι ενοχλητικών ιστοριών. Η «Λύτρωση» είναι ένα βιβλίο που δεν είναι εύκολο να διαβαστεί γιατί, αντιμετωπίζοντας το απαίσιο θέμα του εκφοβισμού, αγγίζει έναν από τους χειρότερους φόβους κάθε γονέα. Η συγγραφέας κατηγορεί το Ισλανδικό εκπαιδευτικό σύστημα ως ανίκανο να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων απογοητεύοντας συνεχώς τους μαθητές του. Κατηγορεί επίσης εκείνους τους γονείς που καλλιεργούν μία δυσλειτουργική οικογενειακή ζωή και ένα ιατρικό προσωπικό που κρύβει με εγωιστικό τρόπο ζωτικά μυστικά. Μα πάνω από όλα η Yrsa αποκαλύπτει απερίφραστα τον βασανιστικό πόνο που αισθάνονται τα θύματα των εκφοβιστών.
Τόσο οι πρωταγωνιστές αυτής της νουβέλας όσο κι οι κομπάρσοι της συνθέτουν κάτι που νομίζουμε ότι είναι μία απλή υπόθεση, πλην όμως αποδεικνύεται πως είναι οτιδήποτε άλλο. Δεν υπάρχουν εδώ άρτιες, στρογγυλεμένες προσωπικότητες. Οι ήρωες βγαίνουν από τις σκιές με τα ελαττώματα τους, τις ανασφάλειες τους, τα άγχη και τις εμμονές τους. Και κάπου εκεί βλέπουμε και κάποια καλοσύνη.
«Η έμπνευση για τη Λύτρωση ήρθε όταν διάβασα μια πολύ θλιβερή είδηση για την αυτοκτονία ενός νεαρού αγοριού στην Ισλανδία. Το παιδί, ηλικίας 11 χρονών, είχε πέσει θύμα bullying. Η ζωή του είχε γίνει τέτοια κόλαση που θεώρησε τον θάνατο καλύτερη επιλογή από το να συνεχίσει να ζει. Σε μια χώρα που δεν θα έπρεπε να υπάρχουν πολλά να παραπονεθεί κανείς και όλοι να έχουν την ευκαιρία να ζήσουν μια καλύτερη ζωή, βρήκα ένα τέτοιο συμβάν καταφανώς τραγικό. Είμαι αρκετά τυχερή να μην έχω δεχτεί ποτέ bullying ούτε ως παιδί ούτε ως ενήλικη και επίσης, κάτι που θεωρώ ακόμα πιο σημαντικό, ούτε στα παιδιά μου έχει συμβεί κάτι τέτοιο. Ωστόσο έχω φίλους και συγγενείς που δεν έχουν σταθεί τόσο τυχεροί. Μέσα από τις δικές τους εμπειρίες έχω δει τι κάνει το bullying σε μια οικογένεια, και πιο συγκεκριμένα στο παιδί που υπήρξε θύμα του. Τα παιδιά εκείνα, όπως άλλωστε όλα που έχουν πέσει θύματα τέτοιας συμπεριφοράς, δεν έκαναν τίποτα για να αξίζουν την άσχημη μεταχείριση και τον εξευτελισμό από τους γύρω τους…» θα εκμυστηρευτεί η Yrsa μεταξύ άλλων για την αφετηρία της έμπνευσης της.
Συνιστώ το βιβλίο αυτό όχι μόνο στους λάτρεις των σκοτεινών αστυνομικών μυθιστορημάτων, αλλά στους αναγνώστες που τους ενδιαφέρει το σοβαρότατο ζήτημα του bullying. Η γρήγορη και καταιγιστική πλοκή του με έκανε να τελειώσω τις κοντά 450 σελίδες του σε τρεις μόνο ημέρες!
Ο Simon Jenkins είναι σαφής. «Αυτό το σύντομο βιβλίο απευθύνεται σε όσους δεν έχουν το χρόνο και την τάση για να διαβάσουν ένα μεγαλύτερο». Για αυτό κι ονομάζεται «Μία σύντομη ιστορία της Ευρώπης». Είναι δυνατόν η Ευρώπη (μας) να χωρέσει ιστορικά σε μία αφήγηση 400 σελίδων; Χρειάζονται πολλές περισσότερες σελίδες για να φτάσουμε στον Βλαντιμίρ Πούτιν ξεκινώντας από τον αρχαίο ημών Περικλή.
Η σύντομη αυτή Ευρωπαϊκή ιστορία ήρθε ως μια φυσική συνέχεια μιας σύντομης ιστορίας της Αγγλίας, που ο αρθρογράφος της Guardian και της Evening Standard Jenkins είχε συγγράψει το 2011. Το παρόν βιβλίο περιέχει είκοσι σελίδες χαρτών, χρονολόγιο, αλλά και έγχρωμες εικόνες: από τον κόσμο του Εκαταίου στα 500 π. Χ. έως και τη σύνοδο κορυφής των G7 το 2018. Και τα δύο βιβλία ξεκινούν και τελειώνουν με κλασικές μεταφορές.
Πριν από την αυγή. Ο Δίας ατένιζε την Φοινικική ακτή, όταν το βλέμμα του σταμάτησε σε μία πανέμορφη πριγκίπισσα ονόματι Ευρώπη που στεκόταν στην παραλία. Κυριευμένος από τον πόθο ο θεός Δίας μεταμορφώθηκε σε έναν κατάλευκο ταύρο κι άρχισε να σεργιανά στο πλάι της. Μαγεμένη από αυτό το υπέροχο πλάσμα η Ευρώπη του πέρασε μία γιρλάντα στο λαιμό κι ανέβηκε στη ράχη του. Ο ταύρος-Δίας κολύμπησε στη θάλασσα κι έφτασε στην Κρήτη. Εκεί, με κάποιο τρόπο, ο ταύρος κι η πριγκίπισσα συνευρέθηκαν ώστε να γεννηθεί ο μελλοντικός βασιλιάς Μίνωας, πατριός του φοβερού και τρομερού Μινώταυρου. Από αυτή την απίθανη συνάντηση προέκυψε ένας βασιλιάς, μία χώρα, ένας πολιτισμός και μία ήπειρος. Αιγαιακή αυγή – η δόξα της Ελλάδας, 2500 – 300 π. Χ.
Ο Jenkins τελειώνει την ιστορία του με το υπέροχο λιοντάρι του Πειραιά, που είχε σκαλιστεί στην Ελλάδα τον 4ο αιώνα π. Χ. Το μαρμάρινο αυτό θηρίο εκλάπη τον 17ο αιώνα από τον Βενετό Φραγκίσκο Μοροζίνι κι έκτοτε στέκει έξω από τις πύλες του Αρσενάλε στη Βενετία. Το λιοντάρι στέκεται στα καπούλια του κι έχει χαραγμένους στην επιφάνεια του σκανδιναβικούς ρούνους του 11ου αιώνα. Τα σχέδια αυτά τα φιλοτέχνησε ο Ασμούνδος κατόπιν εντολής που είχε λάβει από τον Χάραλντ , έναν Βίκινγκ μισθοφόρο των αυτοκρατόρων της Κωνσταντινούπολης. Ο συγγραφέας αισθάνεται την ιστορία του λιονταριού να κυκλώνει την Ευρώπη. Το λιοντάρι μας καλεί «να ελευθερωθούμε από το δικό μας μέρος στην Ιστορία και να δούμε το παρελθόν ως μία μακρινή γη, στην οποία όμως πρέπει να ταξιδέψουμε με μάτια και μυαλά ανοιχτά, ελεύθερα από προκατάληψη κι εκ των υστέρων γνώση, αλλά με την επίγνωση της διαρκούς διασύνδεσης των γεγονότων.»
Πράγματι, τα πολιτιστικά ρεύματα που διαμόρφωσαν την Ευρώπη και καθόρισαν το πεπρωμένο της ήταν συγκλονιστικά. Από την ανάληψη της Ρώμης και την κατάκτησή της από βαρβάρους εισβολείς έως την ίδρυση ενός Φραγκικού βασιλείου από τον Καρλομάγνο και τις εισβολές των Βίκινγκς, η Ευρώπη βίωσε πολλές αναγκαστικές μεταναστεύσεις διαφορετικών λαών. Έτσι, υπήρξε το χωνευτήριο φωτισμένων πολιτισμών, από τις επιχειρηματικές σκανδιναβικές φυλές έως τους Νορμανδούς οικοδόμους, από την άνοδο ισχυρών εθνών-κρατών έως τις γαλβανιστικές ιδέες της Αναγέννησης και της Μεταρρύθμισης.
Σε όλο αυτό το χρονολογικό έργο, ο Jenkins αγγίζει πολλούς συνηθισμένους υπόπτους, π.χ. τους: Κλεισθένη, Περικλή, Μέγα Αλέξανδρο, Αννίβα, Καίσαρα, Μέγα Κωνσταντίνο, Αττίλα, Ιουστινιανό, Φίλιππο της Γαλλίας, Γιαν Χους, Γουτεμβέργιο, Χριστόφορο Κολόμβο, Ερρίκο Ε’, Μεγάλη Αικατερίνη, Ροβεσπιέρο, Ναπολέοντα, Όττο φον Μπίσμαρκ, Αδόλφο Χίτλερ, Ιωσήφ Στάλιν – όμως επίσης ασχολείται με δυναστείες, πολέμους, ειρήνη, σχίσματα, επιδημίες, ελευθερίες, πλούτο, συνθήκες.
Η ιστορία της Ευρώπης θα μπορούσε να πει κανείς, ότι είναι ο ένας αιματηρός πόλεμος μετά τον άλλο. Ξεκινώντας από τους Ελληνοπερσικούς πολέμους (499 – 449 π. Χ.), τους τρεις πολέμους μετά την πτώση της Ρώμης (264 – 146 π.Χ.) και τα κύματα εισβολών από τους Ούννους, τους Βίκινγκς και τους Νορμανδούς. Είχαμε τουλάχιστον εννέα πόλεμους σταυροφόρων (1095–1291) και τον ατελείωτο εκατονταετή πόλεμο μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας (1337-1453). Την πτώση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς (1453), τον πόλεμο των τριάντα ετών (1618-1648) που «θεωρήθηκε ως ο πιο αιματηρός στην Ευρώπη πριν από τον εικοστό αιώνα», τον πόλεμο των εννέα ετών (1688–97) και τον πόλεμο των επτά ετών (1756 -1763) πριν από τον Ναπολεόντειο Πόλεμο (1803-1815), τον Κριμαϊκό Πόλεμο (1853-1856) και τον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο (1870-1871).
Στη συνέχεια, μετά την ειρηνική περίοδο που είναι γνωστή ως belle époque (1871-1914), η Ευρώπη ήταν η αφετηρία για δύο πραγματικά τεράστιες και καταστροφικές συγκρούσεις που σημάδεψαν τον Κόσμο: τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-1918) και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (1939-1945), συμπεριλαμβανομένου του μοναδικού τρόμου του Ολοκαυτώματος. Ο Jenkins δίνει αριθμούς 17 εκατομμυρίων και 40 εκατομμυρίων ως προσεγγίσεις για τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς θανάτους αυτών των παγκόσμιων συγκρούσεων.
Αυτή η ιστορία περιλαμβάνει πολλές τρομερές εμπειρίες, όπως ο Μαύρος Θάνατος (η αιχμή του ήταν από το 1347 έως το 1351), όταν «Το ένα τρίτο του παγκόσμιου πληθυσμού πέθανε και, στην Ευρώπη την ήδη αποδυναμωμένη από την πείνα, πιθανώς περισσότερο». Όμως υπήρξαν κι υπέροχοι θρίαμβοι, κυρίως η Αναγέννηση (14ος – 17ος αιώνας), η Μεταρρύθμιση (16ος αιώνας) και φυσικά ο Διαφωτισμός (τέλη 17ου -αρχές 18ου αιώνα). Και να μην ξεχνάμε και τον συχνά όχι και τόσο καλό ρόλο που διαδραμάτισε η Καθολική Εκκλησία στην Ευρωπαϊκή ιστορία.
Ο Jenkins έχει κάνει υπέροχη δουλειά συγγράφοντας αυτή τη συνοπτική ιστορία της Ευρώπης. Η μεστή, περιεκτική αφήγηση του κρατά το ενδιαφέρον του μελετητή κάνοντας το βιβλίο αυτό πολύ προσβάσιμο κι εξαιρετικά αναγνώσιμο.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε στο Αγγλικό πρωτότυπο το 2018 από τις εκδόσεις Viking με τίτλο A Short History of Europe και στα Ελληνικά τον Νοέμβριο του 2019 από τις εκδόσεις Ψυχογιός σε μετάφραση του Δημήτρη Σταυρόπουλου.
Το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό βλέποντας τον τίτλο του βιβλίου αυτού ήταν ότι διαβάζοντας το, θα μάθω διασκεδάζοντας ή θα διασκεδάσω μαθαίνοντας μέσα από την μακραίωνη ιστορία των ανθρώπινων μαλ****ν ! Και δεν έπεσα έξω! Είναι σπάνιες οι φορές που η εκλαϊκευμένη επιστήμη συνδυάζεται τόσο αρμονικά με το έξυπνο χιούμορ.
Ο πολυγραφέστατος Λονδρέζος δημοσιογράφος και χιουμοριστικός συγγραφέας Τομ Φίλιπς χρησιμοποιεί το λαμπρό, σαρκαστικό του πνεύμα για να κάνει το ιστορικό του κείμενο ζωντανό, ενημερωτικό και εξαιρετικά διασκεδαστικό. Ο Φίλιπς εξετάζει ολόκληρη την ανθρώπινη ύπαρξη κι αναλύει μερικές αληθινά καταστροφικές ατυχίες σε τομείς όπως το περιβάλλον, ο πόλεμος, η αποικιοκρατία και πολλά άλλα. Και μέσα από το θέμα του «της βαθιάς και σταθερής ικανότητάς μας να ξεγελάμε τον εαυτό μας με ιστορίες και αυταπάτες για το τι πραγματικά κάνουμε», δίνει στους αναγνώστες του πολλά για να γελάσουν έως και να καγχάσουν!
«..Το βιβλίο αυτό μιλάει για τους ανθρώπους και την απίστευτη ικανότητά τους να τα σκατώνουν. Για τους λόγους για τους οποίους πίσω από κάθε επίτευγμα που μας κάνει περήφανους που ανήκουμε στο ανθρώπινο είδος (τέχνη, επιστήμη, μπαρ), υπάρχει πάντα κάτι άλλο που μας κάνει να αισθανόμαστε σύγχυση και απελπισία (πόλεμος, ρύπανση, μπαρ σε αεροδρόμια). Είναι πολύ πιθανό κάποια στιγμή μέσα στα τελευταία χρό¬νια, ανεξάρτητα από τις προσωπικές ή πολιτικές σας πεποιθήσεις, να αναλογιστήκατε την κατάσταση του κόσμου σήμερα και να μονολογήσατε: ω ρε γαμώτο, τι κάναμε; Το βιβλίο αυτό είναι εδώ για να δώσει ένα ψήγμα παρηγοριάς κι ελπίδας: μην ανησυχείτε, πάντα έτσι ήμασταν. Και να που είμαστε ακόμα εδώ!.. Η ιστορία της ανθρώπινης προόδου ξεκινά με την ικανότητά μας να σκεφτόμαστε και να δημιουργούμε. Αυτό το στοιχείο είναι που μας διαφοροποιεί από τα άλλα ζώα – αλλά και που μας κάνει να γινόμαστε εντελώς ρεζίλι ανά τακτά χρονικά διαστήματα.. Μια ευγενική προειδοποίηση: αν δεν είστε ιδιαιτέρως χαιρέκακοι, καλύτερα να σταματήσετε εδώ την ανάγνωση…»
Από τον Πρόλογο της Ελληνικής έκδοσης με τίτλο «Η Αρχή (ή πότε τα σκατώσαμε για πρώτη φορά)»
Ξεκινώντας από τη Λούσυ (τον Αυστραλοπίθηκο Αφαρένζις που ανακαλύφθηκε στα 1970 στην Αιθιοπία) έως τις μέρες μας όλοι εμείς οι άνθρωποι έχουμε μία πολυποίκιλη ιστορία του να κακοποιούμε, πολλές φορές βάναυσα, τα καθ’ημάς. Οι δεξιότητες μας, τα πρότυπα μας, τα μοτίβα μας, η επικοινωνία μας, η αγωνία μας για προβλέψουμε το μέλλον αλλά και πιο απλά πράγματα όπως η απληστία, η αλαζονεία, το αλκοόλ μας έχουν οδηγήσει σε μνημειώδεις αποτυχίες, τις οποίες ο συγγραφέας μας παρουσιάζει μέσα από μία ξεκαρδιστική περιήγηση.
Μεταξύ προλόγου και επίλογου περιλαμβάνονται δέκα κεφάλαια:
-Γιατί ο εγκέφαλός σας είναι ηλίθιος
Καταρχάς θα δούμε πως οι προσπάθειες μας να εξηγήσουμε τον κόσμο γύρω μας καταλήγουν να μας ξεγελούν οδηγώντας μας σε όλες εκείνες τις φρικτές αποφάσεις.
-Ωραίο περιβάλλον έχετε εδώ
Στο δεύτερο κεφάλαιο θα ακολουθήσουμε την ανθρωπότητα στην αρχή της γεωργίας και θα δούμε πως καταφέρνουμε πάντα να ρημάζουμε το μέρος όπου ζούμε.
-.Η ζωή πάντα βρίσκει τον δρόμο ε; ..
Ας ρίξουμε μία ματιά στις μονίμως άγαρμπες απόπειρες μας να ελέγξουμε τη φύση.
-Ακολούθα τον ηγέτη
Στο τέταρτο κεφάλαιο θα γνωρίσουμε τα χειρότερα άτομα που βρέθηκαν στη θέση του ηγέτη και τις αποφάσεις που χρειάστηκαν να πάρουν για εμάς.
-Εξουσία στον λαό
Συνεχίζοντας στο πέμπτο κεφάλαιο θα δούμε πως εξαπλώθηκε η ανθρώπινη βλακεία μέσω των ταξιδιών ενώ,
-Πόλεμος: ποιο το νόημα;
και η πολύχρονη παράδοση που έχουν οι άνθρωποι να εμπλέκονται σε άσκοπες μάχες.
-Ξέφρενο αποικιακό πάρτι
Έβδομο κεφάλαιο και θα σαλπάρουμε με τις ηρωικές φιγούρες της Εποχής των Ανακαλύψεων και θα αναλύσουμε όλα (με τα περισσότερα κακώς κείμενα) τα της αποικιοκρατίας.
-Οδηγός διπλωματίας για πρωτάρηδες και/ή εν ενεργεία Προέδρους
Το κεφάλαιο οκτώ εξετάζει αυτό ακριβώς! (φευ) την διπλωματία για πρωτάρηδες αλλά και για εν ενεργεία προέδρους…. (πάει κάπου το μυαλό σας;;; )
-Η λερή θερμότητα της τεχνολογίας
Κεφάλαιο εννέα κι επιστήμη, η οποία δεν τα καταφέρνει πάντα και τόσο καλά. Οι αλλαγές συμβαίνουν πλέον τόσο γρήγορα που ο σύγχρονος κόσμος μπορεί να προκαλέσει πραγματική σύγχυση.
-Μια μικρή ιστορία του πώς δεν το είδαμε να έρχεται
Στο δέκατο κεφάλαιο θα δούμε πόσο συχνά αποτυγχάνουμε να προβλέπουμε τα φρικτά, καινούργια πράγματα που πρόκειται να συμβούν.
Στο τέλος κάθε κεφαλαίου υπάρχει κι ένας πίνακας … μπόνους με ακόμη περισσότερες βλακείες εν περίληψη !!!
Προσπαθώντας ο αναγνώστης του βιβλίου αυτού να κατηγοριοποιήσει ή να ιεραρχίσει τις βλακείες μας από την πιο σοβαρή στην πιο ασήμαντη ή ανάστροφα, σίγουρα θα τα βρει σκούρα! Ποιό είναι το μεγαλύτερο f*ck up όλων των εποχών; Το ότι εφηύραμε τα παγκόσμια ταξίδια πριν αναπτύξουμε τη μικροβιακή θεωρία της ασθένειας μεταφέροντας έτσι θανατηφόρες αρρώστιες σε ολόκληρο τον κόσμο ή το ότι ο Shah Ala ad-Din Muhammad II προκάλεσε την καταστροφή της αυτοκρατορίας του από τον Τζένγκις Χαν χωρίς λόγο αλλάζοντας βασικά την πορεία της Ασιατικής και της Ευρωπαϊκής Ιστορίας;
Ο συγγραφέας μας αποδεικνύει ότι δεν πρόκειται ποτέ να σταματήσουμε να τα σκ***με. Ο κόσμος είναι πραγματικά πολύ περίπλοκος και δύσκολα θα προβλεφθεί. Οπότε το πιο πολύτιμο πράγμα που μπορεί να πει κάποιος, ειδικά αν βρίσκεται σε θέση εξουσίας, είναι «ναι, αλλά τι γίνεται αν κάνω λάθος;» Δεν πρόκειται για πρόληψη: πρόκειται για αποδοχή και μετριασμό. Πρέπει να υπάρχει ένα Σχέδιο Β, και πιθανώς κι ένα Σχέδιο Γ σε αυτή τη περίπτωση.
Αυτό δεν είναι ένα απαισιόδοξο βιβλίο. Οι άνθρωποι είμαστε καταπληκτικοί και περίεργοι και, ναι, συχνά ηλίθιοι και μερικές φορές εντελώς μ****ς … αλλά ας επικεντρωθούμε στην εκπληκτική και μαγική μας πτυχή!
Το στυλ της γραφής του Φίλιπς δεν είναι για όλους. Αρκετές φορές γίνεται ιδιαίτερα συνομιλιακό, ανεπίσημο, διανθισμένο με «κακές» λέξεις. Αν και τα θέματα που πραγματεύεται είναι σοβαρά, η αφηγηματική του γραφή συχνά γίνεται αρκετά νευρική κι αγχωμένη. Ωστόσο το χιούμορ του, οι ερευνητικές του δεξιότητες κι η ευφυΐα του είναι αρκετά εμφανείς σε κάθε γραμμή, κρατώντας μας ευχάριστα προσκολλημένους σε αυτό το βιβλίο μέχρι την τελευταία σελίδα του! Τολμήστε το!
Άρχισα τη μελέτη του βιβλίου αυτού με την άφιξη της κακοκαιρίας «Διδώ». Με πρόφτασε η κακοκαιρία «Ετεοκλής», όταν βρισκόμουν στα μισά του βιβλίου. Το τέλος της ανάγνωσης συνέπεσε με τις θανατηφόρες καταιγίδες «Έλσα» και «Φαμπιάν» που έφεραν τεράστιες καταστροφές σε Γαλλία και Ιβηρική Χερσόνησο. ’Εως ότου δημοσιευτεί το άρθρο μου, πολύ φοβάμαι, ότι θα έχει προχωρήσει ικανά το μετεωρολογικό .. αλφάβητο τόσο εντός όσο κι εκτός Ελλάδας…
Το βιβλίο «Ακατοίκητη Γη» («The Uninhabitable Earth» στο πρωτότυπο) κυκλοφόρησε στην Αγγλική γλώσσα στις 19 Φεβρουαρίου 2019 κι έγινε αμέσως bestseller, ενώ τα Sunday Times, Spectator και New Statesman το χαρακτήρισαν ως το Βιβλίο της Χρονιάς για το 2019. Συγγραφέας του είναι ο γνωστός για τις οικολογικές και κλιματικές του ανησυχίες δημοσιογράφος David Wallace-Wells. O Wells έχει σπουδάσει στα Πανεπιστήμια Brown και Chicago κι αρθρογραφεί στο New York Magazine και στη Guardian. Στα Ελληνικά το βιβλίο κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 2019 από τις εκδόσεις «Μεταίχμιο» σε μετάφραση του Κωστή Πανσέληνου.
«Τα πράγματα είναι άσχημα. Πολύ άσχημα. Ο αργός ρυθμός της κλιματικής αλλαγής είναι ένα παραμύθι σχεδόν τόσο ολέθριο όσο και το παραμύθι πως δεν συμβαίνει καν, και μας πλασάρεται μαζί με μια σειρά άλλες αυταπάτες που σκοπό έχουν να μας κάνουν να νιώσουμε καλύτερα: Ότι η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη λαμβάνει χώρα μακριά μας και αφορά μόνο τον Αρκτικό Κύκλο. Ότι αφορά απλώς το επίπεδο της θάλασσας και τις ακτές, και δεν είναι μια απειλή κατά κάθε τοποθεσίας και κάθε μορφής ζωής. Ότι είναι μια απειλή κατά του «φυσικού» κόσμου, όχι του ανθρώπινου . Ότι οι δύο αυτοί κόσμοι είναι δήθεν ξεχωριστοί, και πως σήμερα ζούμε κατά κάποιον τρόπο εκτός ή «υπεράνω» ή προστατευμένοι από τη φύση, και όχι εντός της και κυριολεκτικά κατακλυσμένοι από αυτήν. Ότι ο πλούτος μπορεί να χρησιμεύσει σαν ασπίδα μπροστά στον όλεθρο της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Ότι έχει υπάρξει στο παρελθόν κάτι ανάλο¬γο της απειλής που αντιμετωπίζει σήμερα το ανθρώπινο είδος, που μας επιτρέπει να ατενίσουμε το μέλλον μας με αισιοδοξία. Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν είναι αλήθεια..»
Το παραπάνω κείμενο αποτελεί τη πρώτη παράγραφο του πρώτου κεφαλαίου του βιβλίου με τίτλο «Το Ντόμινο της Καταστροφής» κι είναι αρκετό για να μας προκαλέσει μία πρώτη κρίση πανικού! Γιατί θα ακολουθήσουν αναπόφευκτα κι άλλες! Ολόκληρο το βιβλίο είναι μία βάναυση προφητεία για την επερχόμενη κλιματική αλλαγή αλλά και για τη μελλοντική μας ζωή πάνω στη Γη. Διαθέτουμε άραγε τα κατάλληλα εργαλεία και το χρόνο να την αποτρέψουμε;
Το μεγαλύτερο τμήμα του βιβλίου είναι το 2ο Μέρος του, με κεντρικό τίτλο «Τα Στοιχεία του Χάους», το οποίο αποτελείται από 12 σύντομα κεφάλαια, καθένα από τα οποία προδίδει μια συγκεκριμένη διάσταση της πρόωρης μοίρας μας και των οποίων οι τίτλοι μόνο μας προϊδεάζουν για το σκληρό, σχεδόν βάρβαρο περιεχόμενο τους: Καύσωνες, Πείνα, Πνιγμοί, Πυρκαγιές, Αφύσικες Καταστροφές, Λειψυδρία, Ωκεανοί που πεθαίνουν, Δηλητηριασμένος Αέρας, Μάστιγες της Υπερθέρμανσης, Οικονομική Κατάρρευση, Κλιματικές Συγκρούσεις, «Συστήματα». Ο συγγραφέας δεν μας λυπάται καθόλου! Η μεστή, επαγγελματική, περιεκτική του (κατα)γραφή είναι εξαιρετικά αποτελεσματική, ώστε να μας ταρακουνήσει και να μας βγάλει από τον εφησυχασμό μας.
Οι περισσότεροι από εμάς θεωρούμε τον βιομηχανικό καπιταλισμό των δύο τελευταίων αιώνων υπαίτιο για την κλιματική αλλαγή. Είναι όμως έτσι; Ο Wallace-Wells μας αποδεικνύει ότι κάνουμε λάθος! Το μαγαλύτερο μέρος της πραγματικής καταστροφής έγινε -κι εξακολουθεί να γίνεται με αμείωτους ρυθμούς- μετά την εποχή που συνειδητοποιήσαμε ότι το κλίμα αλλάζει!!! «Τώρα καίμε 80% περισσότερο άνθρακα από ότι το 2000»!
Παρόλο που σήμερα περισσότεροι άνθρωποι γνωρίζουν τις πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος, εξακολουθούν να ενεργούν σαν να μην συμβαίνει τίποτα! Ανάμεσα σε αυτούς κι αρκετοί κυβερνητικοί παράγοντες των κρατών του πλανήτη μας!
Ο βραβευμένος Ινδός συγγραφέας Amitav Ghosh (αναφέρεται ο εν λόγω συγγραφέας στο βιβλίο στις σελίδες 176-177) πηγαίνοντας ακόμη παραπέρα, διαπιστώνει ότι η κλιματική κρίση απασχολεί ελάχιστα τη λογοτεχνική μυθοπλασία από ότι στη δημόσια συζήτηση.
Ζούμε μέσα σε μία κρίση πολιτισμού αλλά και φαντασίας.
Η πεζογραφία που ασχολείται με την κλιματική αλλαγή αντιμετωπίζεται πολύ ελαφριά και κατατάσει το μυθιστόρημα ή το αφήγημα που κάνει έστω και μία απλή αναφορά σε αυτή, ως έργο της Επιστημονικής Φαντασίας.
Η θερμοκρασία ανεβαίνει, ο καιρός αλλάζει, η ρύπανση βρίσκεται στα υψηλότερα επίπεδα της από τότε που υπάρχουν καταγραφές. Η κλιματική αλλαγή είναι ένα γεγονός που ήδη λαμβάνει χώρα καλπάζοντας κι είναι οι φτωχότερες χώρες του πλανήτη εκείνες που θα υποφέρουν περισσότερο στο νέο μας καυτό κόσμο…
«Πως θα νιώσουμε διαβάζοντας την Οδύσσεια, όταν θα έχει ερημοποιηθεί ολόκληρη η λεκάνη της Μεσογείου; Πόσο θα αλλάξουν τα χρώματα των Ελληνικών νησιών, όταν ο ουρανός τους θα είναι μονίμως σκεπασμένος από το νέφος της Αφρικανικής σκόνης;»
Αρκετά πράγματα που δεν θέλουμε/αντέχουμε να τα μάθουμε/συνειδητοποιήσουμε, τα μαθαίνουμε ούτως ή άλλως: (π.χ.)
-Το καλλιεργήσιμο χώμα έχει αρχίσει κυριολεκτικά να εξαφανίζεται. Κάθε χρόνο υπάρχει απώλεια του που ανέρχεται στα 75 δισεκατομμύρια τόνους! Ελληνική έκδοση(Ε.Ε.) σελίδα(σ.) 69.
– Μέχρι το 2030 η ζήτηση πόσιμου νερού παγκοσμίως αναμένεται να ξεπεράσει τη προσφορά κατά 40%!!! Ε.Ε.σ.109.
– Η «μεγάλη χωματερή του Ειρηνικού» αποτελείται από μία μάζα πλαστικού ίση με τη διπλάσια έκταση της πολιτείας του Τέξας! Ε.Ε. σ.129. Μόνο ντο 13% των Ωκεανών του πλανήτη μας έχει παραμείνει ανεπηρέαστο! Ε.Ε.σ.. 119.
-Υπάρχουν ασθένειες παγιδευμένες τους πάγους της Αρκτικής που δεν έχουν κυκλοφορήσει στον αέρα εδώ και εκατομμύρια χρόνια, κάποιες από αυτές δεν τις πρόλαβε καν το ανθρώπινο είδος. Ο πλανήτης στα έγκατα του υπολογίζεται ότι κρύβει πάνω από 1 εκατομμύριο ιούς! Ε.Ε. σ.134,139.
-Η κλιματική αλλαγή αποτελεί συστημική κρίση και λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής απειλών. Όταν δεν προκαλεί συγκρούσεις (μάχες, πολέμους) ωθεί στη μετανάστευση, δηλαδή δημιουργεί κλιματικούς πρόσφυγες. Σύμφωνα με επίσημες μελέτες από το 2008 έως σήμερα έχει δημιουργήσει 22 εκατομμύρια τέτοιους πρόσφυγες! Ε.Ε.σ. 159.
-Η πενταετής ξηρασία στη Συρία (2006 – 2011) που προκάλεσε καταστροφές στις σοδειές, πιστεύεται ότι, οδήγησε στη πολιτική αστάθεια και τελικά στον εμφύλιο πόλεμο που προκάλεσε παγκόσμια ανθρωπιστική κρίση.. Ε.Ε.σ. 117.
– Βάσει περσινής μελέτης της Παγκόσμιας Τράπεζας περισσότεροι από 140 εκατομμύρια άνθρωποι από μόλις τρεις περιοχές του πλανήτη θα μετατραπούν σε κλιματικούς πρόσφυγες έως το 2050. 86 εκατομμύρια από την υποσαχάρια Αφρική, 40 από τη Νότια Ασία και 17 από τη Λατινική Αμερική. Ο ΟΗΕ υπολογίζει σε 200 εκατομμύρια τους κλιματικούς πρόσφυγες έως τα μισά του 21ου αιώνα! Ε.Ε σ.161.
Στην εποχή μας που ονομάζουμε « Ανθωπόκαινο» μεταβάλαμε τη φύση τόσο πολύ, που φέραμε μία ολόκληρη γεωλογική εποχή στο πρόωρο τέλος της. Το 22% της επιφάνειας του πλανήτη έχει αλλοιωθεί από ανθρώπινα χέρια. Έχουμε στριμώξει κι έχουμε ωθήσει σε εξαφάνιση κάθε άλλο είδος του πλανήτη μας. Ο E.O.Wilson (ο γνωστός Αμερικανός βιολόγος και συγγραφέας) πιστεύει ότι είναι σωστότερο να αποκαλούμε την εποχή μας «Ερημόκαινο – η εποχή της μοναξιάς».
Ο Wallace-Wells επικρίθηκε για το βιβλίο του ως υπερβολικός, κακός και θλιβερός. Οι επικρίσεις αυτές ήταν ως επί το πλείστον άστοχες. Ο Wallace-Wells απλώς θέτει όλα εκείνα τα ανησυχητικά γεγονότα και το τι είναι πιθανό να συμβεί, αν δεν αλλάξουμε ριζικά τη πορεία μας. Τονίζει ότι, δεν πρέπει οι κλιματικές απειλές να αντιμετωπίζονται από όλους μας σαν κάτι αφηρημένο και απόμακρο. Αποκαλύπτει ότι, η ανθρωπότητα διαθέτει τα κατάλληλα εργαλεία για να αποφύγουμε τα χειρότερα. Το μόνο που λείπει είναι η πολιτική βούληση. Σκοπός του δεν είναι να μας απελπίσει, αλλά να μας βοηθήσει να βγούμε από την περιβαλλοντική μας άγνοια. Είναι στο χέρι μας να κρατήσουμε τη Γη μας στη φυσική της κατάσταση και να μην την μετατρέψουμε σε μία δυστοπική κόλαση φρενάροντας την υπερβολική οικονομική ανάπτυξη. Η αλόγιστη χρήση/καύση των ορυκτών καυσίμων πρέπει να σταματήσει το συντομότερο και να στραφούμε σε μία πραγματική πράσινη ανάπτυξη.
Προσωπικά θεωρώ το βιβλίο εκπληκτικό και το συνιστώ σε όλους τους αναγνώστες με οικολογικές ανησυχίες. Ιδιαιτέρως στους νέους ανθρώπους.