Το υπέροχο ιστορικό μυθιστόρημα «Ιζαμπώ» του Άγγελου Τερζάκη μας ταξιδεύει στον μεσαιωνικό κόσμο του Μοριά, στην εποχή της φραγκοκρατίας. Είμαστε στην περίοδο που η βυζαντινή αυτοκρατορία αποδιαρθρώνεται μέσα σε έριδες, πιεζόμενη από Ανατολή και Δύση. Στην φραγκοκρατούμενη Πελοπόννησο όμως αρχίζει η αφύπνιση του νέου ελληνισμού. Ιππότες, κάστρα, πριγκίπισσες, ρομαντικοί έρωτες, δεσποσύνες, μύθοι, ίντριγκες, ανίερες συμμαχίες, προδοσίες, κουρσάροι , γαλέρες ζωντανεύουν μέσα από τις σελίδες ενός βιβλίου μεγάλης λογοτεχνικής αξίας. Τα ιστορικά γεγονότα της εποχής προβάλλουν δοσμένα μέσα από τις περιπέτειες γνωστών προσώπων αλλά και φανταστικών χαρακτήρων. Τα μεγάλα γεγονότα εξελίσσονται δίπλα στα ανθρώπινα πάθη για τον έρωτα, την εξουσία, το χρήμα, την εκδίκηση. Πεντακόσιες δεκαπέντε σελίδες αγωνιώδους πλοκής οι οποίες διαβάζονται χωρίς διακοπή. Μόνο όταν θέλεις να ψάξεις στο λεξικό η στο γλωσσάρι του βιβλίου κάποια άγνωστη, ξεχασμένη λέξη διακόπτεις την ανάγνωση μα και τότε αποζημιώνεσαι. Μοιάζει με ένα κυνήγι θησαυρού, συμβατό με το νόημα του βιβλίου. Λέξεις χαμένες στον χρόνο, βυζαντινές, με ομηρικές ρίζες, φράγκικες και λατινικές μας θυμίζουν, με κάποια μελαγχολία, έναν ανεξάντλητο γλωσσικό πλούτο, θαμμένο κάτω από την λεξιπενία της εποχής μας. Σε κάθε περίπτωση η «Ιζαμπώ» αποτελεί ξεχωριστή αναγνωστική εμπειρία, ένα μυθιστόρημα με την διαχρονική αξία του κλασικού.
Το γνωστό αριστούργημα του Αντρέ Μαλρό σε νέα έκδοση από το Μεταίχμιο και πολύ καλή μετάφραση από την Ρίτα Κολαϊτη. Αξιόλογος και ο πρόλογος του μυθιστορήματος από τον Δημήτρη Στεφανάκη. Στην «Ανθρώπινη μοίρα» ο Μαλρό μας μεταφέρει στην Σαγκάη του 1927, στις μέρες που κορυφώνεται ο κινέζικος εμφύλιος πόλεμος. Παρακολουθούμε με ζωντάνια και πιστότητα τις συγκρούσεις που οδήγησαν στην σφαγή των κομουνιστών από τον μέχρι πρότινος σύμμαχο Τσανγκ Κάι-Σεκ και από τους εθνικιστές. Η ζωντάνια των περιγραφών έκανε πολλούς να πιστέψουν ότι ο Μαλρό ήταν αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων. Κινέζοι και Ευρωπαίοι επαναστάτες, τυχοδιώκτες, χαμένες ψυχές, βρίσκονται στην δίνη των διεθνών ανταγωνισμών και των κυνικών αποφάσεων κορυφής. Οδηγούνται στην απομόνωση και στον αφανισμό, από την διεθνή και εγχώρια αστική τάξη η οποία είχε ως αιχμή του δόρατος τους στρατοκράτες εθνικιστές, αλλά και από την εγκατάλειψη των Σοβιετικών οι οποίοι έθεσαν ως προτεραιότητα τα συμφέροντα του νεοσύστατου εργατικού κράτους.
Πολυσχιδής προσωπικότητα ο Μαλρό, συγγραφέας, πολιτικός, κριτικός τέχνης, ψυχογραφεί Ασιάτες και Ευρωπαίους ήρωες μέσω της φιλοσοφίας, της κουλτούρας και του ιστορικού πλαισίου στο οποίο δρουν. Οι ήρωες του Μαλρό, ζουν στα όρια τους, μέσα στην υπαρξιακή αγωνία, για ζωή, θάνατο, έρωτα, ματαιοδοξία, ιδανικά. Πράξεις προδοσίας και ιδιοτέλειας τελούνται δίπλα σε στιγμές μεγαλειώδους συντροφικής αλληλεγγύης μπροστά στον θάνατο. Οι σκηνές καταιγιστικής δράσης, εναλλάσσονται με φιλοσοφικούς στοχασμούς διαχρονικής αξίας. Αυτά τα στοιχεία μαζί με τον νεωτερικό τρόπο γραφής καθιστούν την «Ανθρώπινη μοίρα», έργο κλασικό.
Η συνέχεια του συγκλονιστικού «Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια» η οποία κυκλοφόρησε πολλά χρόνια μετά, το 2015. Το παράδοξο είναι ότι το βιβλίο γράφτηκε πριν το πολυβραβευμένο «Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια» και αναφέρεται σε γεγονότα που συνέβησαν είκοσι χρόνια μετά. Η συγγραφέας, στενή φίλη και συνεργάτης του Τρούμαν Καπότε, δεν έγραψε ποτέ κάποιο άλλο βιβλίο ούτε έδωσε ποτέ κάποια συνέντευξη (επί 55 χρόνια) για να μιλήσει για το έργο της.
Κεντρική ηρωίδα του βιβλίου είναι Τζιν Λουίζ Φίντς ( η μικρή Σκάουντ) η οποία επιστρέφοντας από την Νέα Υόρκη στο Μέικομπ της Αλαμπάμα όπου μεγάλωσε για να επισκεφτεί τον πατέρα της, συναντά σε έξαρση το αιώνιο πρόβλημα του Νότου, τον ρατσισμό το θρησκευτικό μίσος και την μισαλλοδοξία. Η συζήτηση πλέον( δεκαετία του ’50) αφορά το αν πρέπει να έχουν οι μαύροι πολιτικά δικαιώματα, αν πρέπει να κάθονται στα ίδια εστιατόρια με του λευκούς κλπ. Ζούμε επίσης στη εποχή του μακαρθισμού και στην ρατσιστική ρητορική προστίθενται η συνωμοσιολογία περι σοβιετικών κατασκόπων, αλλά και ο έντονος αντισημιτισμός. Ο πατέρας Άττικους, και οι ήρωες των παιδικών χρόνων αλλάζουν και η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη.
Μέσα από την περιγραφή της ζωής στο Μέικομπ φωτίζονται αρκετές πλευρές από τις συνήθειες ζωής των κατοίκων. Στη εξέλιξη της αφήγησης και στην περιγραφή των αντιπαραθέσεων γίνεται φανερή η προσπάθεια να γίνει κατανοητός, με ιστορικούς και κοινωνικούς όρους, ο συντηρητικός τρόπος σκέψης και η στάση των κατοίκων του Νότου.
Οι αρετές του βιβλίου είναι πολλές και δίκαια επισημαίνονται. Κατά την γνώμη μου, όμως, υπάρχει μια αδυναμία η οποία δείχνει και τους αυτοπεριορισμούς της συγγραφέως. Η σύγκρουση για τα δικαιώματα των μαύρων, όσο έντονη και αν είναι παραμένει εντός της λευκής κοινότητας. Σε όλο το βιβλίο αναφέρονται και σχολιάζονται οι μαύροι και οι οργανώσεις τους χωρίς να αντιπροσωπεύονται από κάποιον ήρωα, έναν μαύρο που να μιλά για τους μαύρους. Έτσι υπονομεύεται η βάση της διαφωνίας, δηλαδή αν οι μαύροι (νέγροι στην ορολογία της εποχής) έχουν την δυνατότητα να συμμετέχουν ισότιμα στην πολιτική και κοινωνική ζωή ή είναι υπανάπτυκτοι. Σίγουρα υπάρχει πολύ υλικό για σκέψη, προβληματισμό και συγκρίσεις ανάμεσα σε στάσεις και συμπεριφορές των ηρώων στα δύο βιβλία.
Ο βαρδιάνος στα σπόρκα (1893) διηγείται μια ιστορία η οποία εξελίσσεται στην διάρκεια της μεγάλης επιδημίας χολέρας που έπληξε την Ευρώπη το 1865 και έφτασε, μέσω των πλοίων, στην Ελλάδα. Κεντρικό πρόσωπο του μυθιστορήματος είναι η γρια-Σκεύω, πού μεταμφιέζεται σε άντρα και γίνεται βαρδιάνος (φύλακας) στα σπόρκα (μολυσμένα, επιχόλερα καράβια), προκειμένου να σώσει το ναυτικό γιο της που βρίσκεται σε καραντίνα. Είτε έχει δει κάποιος την πρόσφατη τηλεοπτική σειρά είτε όχι αξίζει να διαβάσει το βιβλίο γιατί αυτός είναι ο μόνος τρόπος ώστε να λάβει μέρος στην μυσταγωγία η οποία περιβάλει τα έργα του μεγάλου μας λογοτέχνη. Ταπεινή, λαϊκή θρησκευτικότητα, ηθογραφικό πορτραίτο της εποχής, καλοπροαίρετη σκωπτικότατα και σάτιρα. Επίκαιρο διήγημα, τώρα στις μέρες της πανδημίας, στο οποίο μπορεί να διακρίνει ο αναγνώστης αναλογίες μα και αποκλίσεις από την συμπροφορά της κοινωνίας στις σημερινές δοκιμασίες. Η μητρική αγάπη αποτελεί βέβαια το σταθερό θεμέλιο, όπως σε κάθε ανθρώπινο δράμα. Παράλληλα όμως η ανάλγητη απληστία, η εκμετάλλευση του πόνου και της ανάγκης των δοκιμαζομένων αναδύεται εφιαλτικά μέσα σε αυτές τις ζοφερές συνθήκες. Στηλιτεύοντας την κερδοσκοπία εκείνων των ημερών λέει ο αφηγητής σε κάποιο σημείο: «.. η χολέρα μπορεί να κολλάει παντού αλλά όχι στα χρήματα». Και βέβαια όλα αυτά με την ιδιαίτερη γραφή του Παπαδιαμάντη, στην οποία αποθησαυρίζεται μεγάλο μέρος από τον πλούτο της ελληνικής γλωσσικής κληρονομιάς. Σίγουρα αποτελεί ισχυρό αντίδοτο για την γλωσσοπενία των ημερών μας, μια φτώχεια εξίσου σημαντική, αν όχι μεγαλύτερη από την οικονομική. Ένα εμβόλιο δίχως αρνητές. Διαβάστε το βιβλίο και δωρίστε το ! Το έχουμε ανάγκη !
Έργο σταθμό αποτελεί αυτή η νουβέλα η οποία ανήκει στην ύστερη περίοδο της τολστοϊκής εργογραφίας. Με τον «Θάνατο του Ιβάν Ίλιτς» ο μεγάλος Ρώσος κλασικός άσκησε επιρροή σε πολλούς συγγραφείς, σε υπαρξιστές φιλοσόφους ακόμα και σε σκηνοθέτες, όπως ο Κουροσάβα. Ο δικαστής Ιβάν Ίλιτς αρρωσταίνει βαριά και αργοπεθαίνει από μια μυστήρια ασθένεια.
Ο ετοιμοθάνατος αποτελεί βάρος για την οικογένεια, τους γιατρούς και τους συναδέλφους. Αναγκάζονται να υποκρίνονται, να σκέφτονται υπολογιστικά για το μέλλον και δυσφορούν βλέποντας ότι συνιστά πλέον εμπόδιο για την ευτυχία τους. Αυτό το συνειδητοποιεί ο Ιβάν Ίλιτς ο οποίος διαπιστώνει πόσο πλαστή είναι η ευπρέπεια του κοινωνικού του κύκλου. Ο μόνος που μένει δίπλα του είναι ο μουζίκος ο οποίος τον φροντίζει. Ο αγαθός μουζίκος με λαϊκή σοφία του και την πηγαία καλοσύνη. Μέσα στους συνεχείς πόνους ανακαλεί στην μνήμη τις επιλογές της ζωής του και διαπιστώνει με πίκρα ότι δεν έζησε όπως έπρεπε και άξιζε αλλά αναλώθηκε σε ασήμαντες συμβάσεις.
Με αυτή την αλληγορία ο Τολστόι σκιαγραφεί όλη την κοινωνία της εποχής. Μέσα από τον εσωτερικό μονόλογο του Ιβάν Ίλιτς προβάλλονται οι διεισδυτικές ψυχολογικές παρατηρήσεις του Τολστόι γύρω από τα κοινωνικά ήθη, την ασθένεια, τον πόνο και τις ενδόμυχες επιθανάτιες σκέψεις. Μαζί με την «Ανάσταση» αυτό το βιβλίο αποτελεί το καταστάλαγμα της σκέψης του κορυφαίου μυθιστοριογράφου.
Μετά το «Περι τυφλότητας», όπου όλοι οι κάτοικοι της πόλης (Λισαβώνα προφανώς) χάνουν το φως τους και περιγράφεται μια κοινωνία τυφλών, τώρα έχουμε μια «επιδημία» πολιτικής φύσης. Στις εθνικές εκλογές οι κάτοικοι της πρωτεύουσας, και μόνο, ψηφίζουν κατά συντριπτική πλειοψηφία λευκό. Δημιουργείται πολιτική κρίση, η κυβέρνηση μιλά για συνομωσία και εξωτερική επέμβαση, κηρύττει κατάσταση πολιορκίας και στο τέλος εγκαταλείπει την πρωτεύουσα κάτω από τα αδιάφορα βλέμματα των κατοίκων. Ο Ζοζέ Σαραμάγκου, πάντα επινοητικός, στήνει ένα ακόμα παράδοξο σκηνικό για να σχολιάσει αυτή την φορά την κρίση αντιπροσώπευσης του πολιτικού συστήματος και τους θεσμούς του κράτους. Με λεπτή ειρωνεία και οξυδερκείς παρατηρήσεις εμφανίζει μια κατάσταση αδιέξοδη, όπου οι κυβερνώντες προσπαθούν να πείσουν τους πολίτες, με κάθε τρόπο ότι πρέπει να κυβερνηθούν. Πολιτικά ήθη και συμπεριφορές παρουσιάζονται με δεικτικότητα και ειρωνεία. Παρουσιάζεται ανάγλυφα ο αμοραλισμός, η κενοδοξία, και η ελαστικότητα των συνειδήσεων ενός παρακμιακού πολιτικού προσωπικού. Στην εξέλιξη της υπόθεσης εμπλέκονται και οι βασικοί ήρωες της περιόδου της τυφλότητας. Οι αλληγορίες και οι συμβολισμοί των δυο αλλόκοτων περιστατικών συναντιούνται στο έδαφος ενός κοινού προβληματισμού για τις σύγχρονες συνθήκες της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Παρά το γεγονός ότι δεν λείπει από την πλοκή το ελπιδοφόρο στοιχείο της αλληλεγγύης των ανθρώπων δεν διαφαίνεται και κάποια θετική υπέρβαση των αδιεξόδων, Το μυθιστόρημα, κατά τη γνώμη μου, δεν διαθέτει το ψυχολογικό βάθος του Περι τυφλότητας αλλά νομίζω ότι προσφέρεται για καλύτερη κινηματογραφική μεταφορά. Ποιος ευθύνεται για την μαζική λευκή ψήφο λοιπόν; H συνέχεια…. επι της ανάγνωσης με τον απολαυστικό, ιδιόμορφο και δεικτικό λόγο του Σαραμάγκου, πάντα σε άψογη μετάφραση της Αθηνάς Ψυλλιά.
«Περι τυφλότητας», περι καραντίνας και άλλων…επίκαιρων καταστάσεων
Πως θα ήταν ο κόσμος αν ξέσπαγε ξαφνικά μια πανδημία.. τυφλότητας; Αν όλοι οι κάτοικοι μια πόλης, μιας χώρας, όλοι οι άνθρωποι του πλανήτη έμεναν τυφλοί; Αυτή την ιδέα πραγματεύεται το «Περι τυφλότητας» του ευφυούς και επινοητικού συγγραφέα και νομπελίστα Ζοζέ Σαραμάγκου ο οποίος μέσω αυτής της αλληγορίας θέτει ηθικά και φιλοσοφικά ερωτήματα για την πραγματική οπτική που έχει ο καθένας μας, και όλοι μαζί, για τον συνάνθρωπο. Για τις στάσεις και τις συμπεριφορές που κυριαρχούν σε μια δοκιμαζόμενη κοινωνία.
Σε μια σύγχρονη πόλη ο ένας μετά τον άλλο οι κάτοικοι τυφλώνονται. Η κυβέρνηση τους θέτει σε καραντίνα θεωρώντας πως η τυφλότητα αυτή είναι μεταδοτική. Μέσα σε συνθήκες εγκλεισμού και εξαθλίωσης οι τυφλοί είναι αδύνατο να συμβιώσουν ειρηνικά. Με το παραμικρό καταφεύγουν σε παράλογες και βίαιες πράξεις. Κανένας δε θεωρεί κανέναν συνάνθρωπο. Αντίθετα ο καθένας βλέπει τον καθένα σαν μια πηγή για εκμετάλλευση! Προσπαθεί να κυριαρχήσει πάνω του, να του κλέψει το φαγητό, να τον εξουσιάσει, να τον χρησιμοποιήσει σαν σκεύος ηδονής. Οι αντίρροπες τάσεις ηττώνται. Οι ηθικές και αλληλέγγυες διαθέσεις καταρρίπτονται. Υστέρα από λίγο αυτή η κατάσταση εξαπλώνεται σε ολόκληρη την κοινωνία. Όλοι ζουν μέσα στη βρώμα και στη δυσοσμία! Σε μια κοινωνία «τυφλών». Σε μια κοινωνία ζώων. Η γυναίκα ενός γιατρού ο οποίος τυφλώθηκε, είναι ο μοναδικός άνθρωπος που δεν έχασε το φως του, και βλέπει τα πράγματα καθαρά. Ακολουθεί εθελοντικά τον τυφλό άντρα της και στη συνέχεια και τους άλλους τυφλούς στην τυφλή κοινωνία τους. Μέσα σε ένα δυστοπικό περιβάλλον προσπαθεί να τους βοηθήσει να επιβιώσουν αλλά και να εξανθρωπιστούν. Αναλαμβάνει την ευθύνη να τους οδηγήσει στο πραγματικό φως. Εκεί, δηλαδή, που ο άνθρωπος θα βλέπει, όπως πρέπει να βλέπει ο άνθρωπος που έχει την «όρασή» του (δηλαδή την λογική του, την ανθρωπιά του).
Όπως θα καταλάβατε προκειται για μια αλληγορία με την οποία ο συγγραφέας θεωρεί την ανθρωπότητα «τυφλή», στην πραγματικότητα τυφλωμένη, για τις πραγματικές αιτίες που απαξιώνουν και εξαθλιώνουν την ανθρώπινη ύπαρξη. Σουρεαλισμός, μέχρι το τέλος του βιβλίου ο οποίος σίγουρα προβληματίζει. Βάζει τον αναγνώστη να ελέγξει, αυτοκριτικά, την δική του «όραση» του.
Θα πρέπει να προειδοποιήσουμε όποιον επιλέξει να διαβάσει για πρώτη φορά τον Σαραμάγκου να είναι προετοιμασμένος για το ιδιόμορφο τρόπο γραφής του. Χωρίς παραγράφους, χωρίς τελείες πολλές φορές, χωρίς ερωτηματικά εκεί που θα έπρεπε, με διάλογους και εσωτερικούς μονολόγους να μην ξεχωρίζουν, ο αναγνώστης ίσως κουραστεί στην αρχή αλλά ύστερα από λίγο εξοικειώνεται με το λόγο του συγγραφέα. Σημαντικό ρόλο σε αυτό παίζει και η εξαιρετική μεταφράστρια του Σαραμάγκου η κυρία Αθηνά Ψυλλιά. Ισχύει βέβαια και εδώ η κλασική προτροπή. Πρώτα διαβάστε το βιβλίο και μετά δείτε την ταινία.
Ο «Θάνατος του Αρτέμιο Κρους» είναι το μυθιστόρημα που έκανε διάσημο τον Κάρλος Φουέντες.
Ο Μεξικανός Κάρλος Φουέντες (1928-2012) ανήκει, μαζί με τον Αργεντινό Χούλιο Κορτάσαρ, τον Κολομβιανό Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και τον Περουβιανό Μάριο Βάργκας Λιόσα στη λεγόμενη γενιά του Λατινοαμερικανικού Μπουμ, της λατινοαμερικανικής λογοτεχνικής έκρηξης της δεκαετίας του ’60 και του ’70. Αυτή η γενιά υπερβαίνει την προηγούμενη λογοτεχνική παράδοση, προσεγγίζει τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό, αναζητά τις ρίζες της στις εθνικές μυθολογίες, στους όρους που δημιούργησαν τον κρεολικό πολιτισμό ενώ στρέφει την προσοχή της στα πολιτικά προβλήματα της Λατινικής Αμερικής.
Ο βασικός ήρωας είναι νόθος γιός ενός Ισπανού γαιοκτήμονα και μιας βιασμένης σκλάβας με αφρικάνικη και ινδιάνικη καταγωγή. Πρόκειται για ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της μεξικάνικης εθνογέννεσης και καθοριστικό στοιχείο της ψυχοσύνθεσης του λαού, σύμφωνα με την ιστορική ματιά του συγγραφέα. Γύρω από την επιθανάτια κλίνη του συγκεντρώνονται πρόσωπα του οικογενειακού περιβάλλοντος που τον μισούν και μισιούνται μεταξύ τους.
Μέσα από τον επιθανάτιο μονόλογο του, μεγιστάνα πλέον, Αρτέμιο Κρους, τις ανάδρομές στην ζωή και την δράση του μαθαίνουμε για τους λόγους που οδήγησαν στην υπονόμευση και ματαίωση των οραμάτων της Μεξικανικής Επανάστασης για μια κοινωνία της ισότητας και δικαιοσύνης. Από θύμα και εκμεταλλευόμενος ο Κρους γίνεται θύτης και εκμεταλλευτής, αχυράνθρωπος των αμερικάνικων εταιριών που λυμαίνονται τον πλούτο της πατρίδας του.
Τόσο οι υπαρξιακές αγωνίες του ετοιμοθάνατου Αρτέμιο Κρους όσο και τα ιστορικά στοιχεία της αφήγησης προσδίδουν οικουμενική διάσταση στο περιεχόμενο του μυθιστορήματος. Πόσο, θλιβερά γνώριμη ηχεί μια από τις διαπιστώσεις της της αφήγησης :«…κακότυχη χώρα όπου κάθε γενιά πρέπει να καταστρέφει τους παλιούς ιδιοκτήτες και να δίνει τη θέση τους σε καινούργιους αφέντες εξίσου άρπαγες και φιλόδοξους με τους προηγούμενους».
Όποιος ενδιαφέρεται να μάθει για την μεξικάνικη ιστορία, για τις θρυλικές μορφές του Αιμιλιάνο Ζαπάτα και τον Παντσο Βίγια , μαζί με τις ιστορικές μελέτες είναι, νομίζω ,απαραίτητο συμπλήρωμα και το έξοχο μυθιστόρημα του Φουέντες.
Ανάσταση : Η λογοτεχνική «διαθήκη» του κορυφαίου μυθιστοριογράφου
Η «Ανάσταση», ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, είναι το τελευταίο βιβλίο του μεγάλου συγγραφέα και γράφτηκε, με διακοπές, σε ένα διάστημα περίπου εφτά χρόνων (1889 - 1896). Παρόλο που δεν είναι τόσο γνωστό όσο το «Πόλεμος και Ειρήνη» και η «Αννα Καρένινα», στην εποχή του γνώρισε μεγάλη επιτυχία και διαβάστηκε όσο λίγα μυθιστορήματα ξεπερνώντας σε πωλήσεις ακόμη και αυτά τα δυο σπουδαία έργα. Αυτό, βέβαια, δεν είναι τυχαίο, γιατί στην «Ανάσταση» ο Τολστόι μπόρεσε να εκφράσει με πάθος, αλλά και με ρεαλισμό, την αγωνία του για την κατάσταση που επικρατούσε στην προεπαναστατική Ρωσία. «Θέλω να κραυγάζω την αλήθεια που με καίει», γράφει στο ημερολόγιό του στις 23 Δεκέμβρη 1893. Και πετυχαίνει πράγματι. αυτό τον στόχο με την «Ανάσταση», ένα έργο το οποίο αποτελεί τομή τόσο στην προσωπικότητα του ίδιου, καθώς διαρρηγνύει τις σχέσης του με το κράτος και την Εκκλησία, όσο και στην ιστορία της ρωσικής λογοτεχνίας. Η υπόθεση είναι απλή και συνηθισμένη. Πρόκειται για την αποπλάνηση της Κατιούσα Μάσλοβα, μιας άπραγης, φτωχής κοπέλας, υπηρέτριας σε ένα πλούσιο σπίτι, από τον αριστοκράτη Νεχλιούντωφ. Η Μάσλοβα καταλήγει να γίνει πόρνη και, όταν κάποτε κατηγορείται για φόνο και ληστεία, συναντά στο δικαστήριο τον διαφθορέα της. Από κει και πέρα αρχίζει η περιπέτεια των δύο ηρώων. Ο Νεχλιούντωφ, γεμάτος τύψεις, ακολουθεί την Μάσλοβα στα κάτεργα της Σιβηρίας και, προσπαθώντας να σώσει το θύμα του, αναζητεί την προσωπική του «ανάσταση». Ωστόσο, η συνηθισμένη αυτή ιστορία δεν είναι παρά η αφορμή για τον Τολστόι να αφηγηθεί την έσχατη εξαθλίωση του ρωσικού λαού. Συνδυάζοντας τη ρεαλιστική αφήγηση, την κοινωνική καταγγελία και την ιστορική μαρτυρία, ο συγγραφέας καυτηριάζει, χλευάζει και καταγγέλλει την υποκρισία της Εκκλησίας, τον κυνισμό, την απανθρωπιά, την παρακμή της άρχουσας τάξης, τον παραλογισμό του τσαρικού αυταρχισμού και της αυθαιρεσίας, την εξαθλίωση των μουζίκων, τη γραφειοκρατία, τη Δικαιοσύνη, το στρατό, την ιδιοκτησία, ενώ στα βασανισμένα πρόσωπα των ανθρακωρύχων ανακαλύπτει «έναν καινούργιο, άγνωστο και όμορφο κόσμο». Για το έργο αυτό έλαβε, και ο Τολστόι, τον γνωστό τιμητικό αφορισμό από την Εκκλησιά. «Η Ανάσταση» είναι ένα μυθιστόρημα που το διαβάζεις απολαυστικά, με κομμένη την ανάσα, και, ταυτόχρονα, μαθαίνεις τα πως και τα γιατί μιας εποχής.
0
Το πρώτο μυθιστόρημα του Φώκνερ
Με το μυθιστόρημα αυτό έκανε, στα 1926, την πρώτη του παρουσία ο μεγάλος Αμερικανός λογοτέχνης. Οι κριτικοί της εποχής διέκριναν ήδη τις αρετές που θα χαρακτήριζαν την πένα του μελλοντικού νομπελίστα (1949). Επινοητική γραφή, φαντασία, ζωντανή αναπαράσταση της ζωής στον αγαπημένο του αμερικανικό Νότο. Η «Πληρωμή του στρατιώτη» αφορά την ιστορία ενός τραυματισμένου, ετοιμοθάνατου, αξιωματικού που γυρίζει μετά τον πόλεμο στο σπίτι του, στη Τζόρτζια, κοντά στον ιερέα πατέρα του και στην άστατη μνηστή του. Γνωστό μοτίβο. το οποίο, στα επόμενα χρόνια μέχρι της μέρες μας, ενέπνευσε σημαντικά έργα στον κινηματογράφο και την λογοτεχνία, με άξονα τις στάσεις της κοινωνίας απέναντι στους στρατιώτες που επιστρέφουν από μακρινά μέρη και συναντούν την απόρριψη και την αδυναμία ενσωμάτωσης. Γύρω από τους κεντρικούς ήρωες της υπόθεσης υπάρχει η κοινωνία της εποχής με τα ήθη και τις αξίες των ανθρώπων, λευκών και μαύρων. Αυτό το υλικό δίνει την ευκαιρία στον Φώκνερ να αρχίσει να ξεδιπλώνει την ικανότητα για εμπνευσμένες ψυχογραφίες τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Για όσους δεν έχουν διαβάσει ακόμα Φώκνερ αυτό το βιβλίο είναι μια καλή αρχή, προτού αναμετρηθούν με τον ιδιότυπο τρόπο γραφής των επόμενων βιβλίων. Εννοείται ότι το θέμα παραμένει, για πολλά μέρη του κόσμου δυστυχώς, δραματικά επίκαιρο. Μετάφραση από τον Ερρίκο Μπαρτζινόπουλο, εκδόσεις Άγκυρα.
Καλή γραφή και τεχνικά άρτια η δομή της υπόθεσης. .Άλλωστε μιλάμε για τον διάσημο συγγραφέα Τζον Μπάνβιλ,, ο οποίος βρίσκεται πίσω απο το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Μπένζαμιν Μπλάκ. Μέχρι εκεί όμως. Πρόκειται για μία χιλιοειπωμένη ιστορία που δεν θα συναρπάσει ιδιαίτερα τους λάτρεις της αστυνομικής λογοτεχνίας. Όπως διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου : « Ο Γουίλιαμ '' Μεγάλος Μπίλ ΄΄ Μαλχόλαντ είναι ένας Ιρλανδοαμερικάνος δισεκατομμυριούχος των ηλεκτρονικών συστημάτων. Πρώην μυστικός πράκτορας της CIA, σήμερα διευθύνει τον Οργανισμό Μανχόλαντ με την βοήθεια της κόρης του. όταν ο Μανχόλαντ παίρνει χαμπάρι οτι ο δημοσιογράφος Γουίλσον Κλίβερ σχεδιάζει να δημοσιεύσει μια εχθρική βιογραφία του, αναθέτει στον άντρα της κόρης του να γράψει την επίσημη γραμμή. Ούτε ο ίδιος, ούτε ο γαμπρός του υπολογίζουν σωστά τις καταχθόνιες υπηρεσίες του Λμούριου.» Θα εξαγοραστεί η σιωπή για τα μυστικά του παρελθόντος η αυτό είναι αδύνατο- ακόμα και για κάποιον που ανήκει σε μια πλούσια δυναστεία της Νέας Υόρκης; Οι εκατό σαράντα σελίδες του βιβλίου ενδείκνυνται για ένα καλοκαιρινό διάβασμα στην παραλία, για τις ώρες του ταξιδιού ή για τις κουραστικές αναμονές σε προθαλάμους οδοντιατρείων. Εκεί που συχνά λέμε : «Να είχα κάτι χαλαρό να διαβάσω ! »
0
Στις κορυφές τις παγκόσμιας λογοτεχνίας
Το «Κόκκινο και το Μαύρο», έχει θεωρηθεί το μεγαλύτερο μυθιστόρημα του 19ου αιώνα. Αυτή η ξεχωριστή διάκριση δεν οφείλεται στο γεγονός ότι παρουσιάζει κάποια «επική» περιπέτεια, η στο ότι περιέχει λεπτοδουλεμένες φράσεις και γλαφυρές περιγραφές. O Σταντάλ, ο Μπαλζάκ, Ο Μωπασάν, ο Φλωμπέρ, έγιναν κλασικοί γιατί μαζί με τους μεγάλους Ρώσους και Αγγλοσάξονες συγγραφείς του 19ου αιώνα «εικονογράφησαν», με αριστουργηματικό τρόπο, την κοινωνία μιας κρίσιμης εποχής στην οποία συντελούνταν η μετάβαση από την φεουδαρχία στον καπιταλισμό, από την εξουσία της αριστοκρατίας στην κυριαρχία του χρήματος, της ανερχόμενης αστικής τάξης. Ξεχώρισαν μέσα στο χρόνο γιατί συνέλαβαν και παρουσίασαν τις κοινωνικές αλλαγές και τους χαρακτήρες της εποχής στην δυναμική τους εξέλιξη. Γι΄ αυτό το λόγο το ρεαλιστικό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα εξακολουθεί να αποτελεί θεμέλιο για την διαμόρφωση λογοτεχνικής παιδείας αλλά και απαραίτητο συμπλήρωμά για την γνώση και την κατανόηση της ίδιας της Ιστορίας.
Το Κόκκινο και το Μαύρο έχει ως επίκεντρο την ιστορία του έξυπνου και φιλόδοξου Ζυλιέν Σορέλ. Ο πρωταγωνιστής, από μια φτωχή οικογένεια και σκοπεύει να κατακτήσει τον κόσμο χωρίς να γνωρίζει με τι πάει να αναμετρηθεί. Τρέφει πολλές ρομαντικές ψευδαισθήσεις, αλλά διαθέτει επίσης κυνισμό και σκληρότητα. Καταλήγει να εμπλακεί στις ραδιουργίες αδίστακτων ανθρώπων και άτεγκτων μηχανισμών. Οι περιπέτειες του ήρωα καυτηριάζουν τη γαλλική κοινωνία των αρχών του 19ου αιώνα, κατηγορώντας την αριστοκρατία και τους καθολικούς κληρικούς για υποκρισία. Μέσα από τις γραμμές διαφαίνονται οι ριζικές αλλαγές που σύντομα θα τους εξοβελίσουν από τους ηγετικούς ρόλους τους στη γαλλική κοινωνία.
Το μυθιστόρημα απεικονίζει μια Γαλλία της Παλινόρθωσης, τις αντιθέσεις μεταξύ Παρισιού και επαρχίας, μεταξύ ευγενών και της αστικής τάξης, μεταξύ των τάσεων της καθολικής εκκλησίας. Ανάμεσα στους πρωταγωνιστές αυτής της διαμάχης κινούνται πλήθος χαρακτήρων, μικροαστοί, αγρότες κληρικοί, θαμώνες των παρισινών σαλονιών που οι έρωτες, τα μίση, οι προδοσίες και οι ματαιοδοξίες τους αντανακλούν το κλίμα διαφθοράς και ανασφάλειας αυτής της ταραγμένης περιόδου.
Παράλληλα η ερωτική σχέση του ήρωα με την νεαρή αριστοκράτισσά Ματίλντ και την αστή κυρία ντε Ρενάλ φωτίζουν, ανάμεσα σε άλλα, την ψυχολογία και τα ήθη της εποχής.
Φαινομενικά η γραφή, θα φανεί απλή, ανεπεξέργαστη. Όμως, η πιο προσεκτική ανάγνωση αναδεικνύει την λεπτή ειρωνεία και τον γόνιμο σκεπτικισμό ενός μεγάλου διανοητή. Φανερά ταγμένος με τις αντιλήψεις του Διαφωτισμού και των φιλελεύθερων ιδεών ο Σταντάλ δεν αφήνει έξω από την κριτική του την εξαθλιωμένη ιδιοτέλεια και τον καιροσκοπισμό, όταν τον συναντά στις κατώτερες τάξεις.
Ο τίτλος: Το Κόκκινο και το Μαύρο: Χρονικό του 19ου αιώνα, αμφίσημος και πολυσυζητημένος υποδεικνύει τον διττό χαρακτήρα του έργου, τόσο ως ψυχολογικό πορτραίτο των πρωταγωνιστών όσο και ως κοινωνική ανατομία της γαλλικής κοινωνίας. Επίσης δεν μπορεί παρά να συμβολίζει την στρατιωτική δόξα και την καριέρα κληρικού, δύο προοπτικές ανάμεσα στις τις οποίες ταλαντεύονταν μονίμως η φιλόδοξη κλίση του Ζυλιέν αλλά ταυτόχρονα να υπονοεί και τα δύο κέντρα εξουσίας που κυριάρχησαν στις αντιπαραθέσεις της εποχής.
Αν είχα την δυνατότητα να κάνω ένα δώρο, σε όλα τα παιδιά της χώρας, τώρα στο τέλος μιας δύσκολης σχολικής χρόνιας, αυτό θα ήταν το «Ένα παιδί μετράει τ΄ άστρα». Πρώτο λογοτεχνικό ταξίδι και μάθημα ζωής στάθηκε αυτό το βιβλίο του Μενέλαου Λουντέμη για πολλές γενιές. Ιδιαίτερα σε μια ζοφερή και «νοσηρή» εποχή όπως αυτή που ζούμε τέτοια βιβλία και άλλα πολλά, του Λουντέμη δημιουργούν στις νεανικές συνειδήσεις ισχυρά αντισώματα ελπίδας και ονείρου, Μάθαινε, ονειρέψου, αγωνίσου λένε οι ιστορίες του Μέλιου και τών άλλων ηρώων του συγγραφέα. Είναι οι ήρωες που θέλουμε να έχουν πρότυπα τα παιδιά μας σε αντιδιαστολή με την ατομικιστική και ανταγωνιστική αντίληψη για την ζωή που κυριαρχεί στην τηλεοπτική και ιντερνετική ζούγκλα. Ψυχοσυναισθηματική ενδυνάμωση και ακόνισμα της σκέψης. Αυτά είναι τα χαρακτηριστικά της σπουδαίας λογοτεχνίας και στον Λουντέμη εμπεριέχονται στον μέγιστο βαθμό.Τι λέμε σε ένα παιδί προσφέροντας του το «Ένα παιδί μετράει τ΄ άστρα»; Απόλαυσε την περιπέτεια της ανάγνωσης, δυνάμωσε την καρδιά και το μυαλό, ζήσε τα δικά σου όνειρα, γίνε αυτεξούσιος στην ζωή, ιππότης των αδικημένων και των αδύναμων και όχι μικρόψυχο αρπαχτικό τύπου survivor. Οι περιπέτειες του Μέλιου συνεχίζονται και σε επόμενα βιβλία ( Αγέλαστη άνοιξη, Κάτω από τα κάστρα της ελπίδας) ενώ προηγείται το «Συννεφιάζει». Φυσικά το μυθιστόρημα «Ένα παιδί μετράει τ΄ άστρα» δεν θα ήταν καθόλου κακή ιδέα να το διαβάσουμε, ξανά ίσως, και οι μεγαλύτεροι. Τα άστρα περιμένουν να μετρηθούν. Αρκεί να έχουμε ψηλά το κεφάλι!
0
Η πρώτη γνωριμία με την Καρυστιάνη
Δεν γνωρίζεις τους ανθρώπους, αν δεν γνωρίζεις για τον πόνο. Τον δικό σου και των άλλων. Και η Ιωάννα Καρυστιάνη γνωρίζει τους ανθρώπους. Γιαυτό μας «μιλάνε» τα γραφτά της. Γιατί διακρίνει, μέσα στην πιο πεζή καθημερινότητα, τους «αγίους της μοναξιάς» ,τους άνδρες, και κυρίως της γυναίκες, που γίναν βορά στην κοινωνία της αποξένωσης και της ιδιοτέλειας. Με φόντο τα αγαπημένα της νησιά, τις μεγαλουπόλεις της Ελλάδας και της ξενιτιάς, με σκηνικό την βαριά ιστορική κληρονομιά της χώρας, ξεδιπλώνει ιστορίες καθημερινών, μα όχι συνηθισμένων ανθρώπων. Είναι οι πληγωμένοι άνθρωποι, από τους οποίους αποστρέφουμε αμήχανα το βλέμμα γιατί καθρεφτίζουν μια γνώριμη, και συνάμα άβολη πραγματικότητα. Ένας ευαίσθητος και παρεξηγημένος θαυμαστής των αεροπόρων του Αιγαίου, ένας αρχαιολόγος που γοητεύεται από τα μικρά και ταπεινά ευρήματα, μια επαναστάτρια που κρατά αναμμένη την φλόγα που τρεμοσβήνει, γυναίκες ταμένες στον έρωτα και στον θάνατο που τους έλαχε, στα παιδία που ανασταίνουν. Υπόκωφος σπαραγμός και υποδόρια, ειρωνική κριτική για τους κυρίαρχους της κοινωνίας, της οικογένειας, της ζωής. Γλώσσα χωρίς μελοδραματισμούς, καθημερινή, σπαθάτη, με πικρό χιούμορ και πρωτόφαντους ιδιωματισμούς, με άφθονες νοηματοδοτήσεις σε λιτά κείμενα. Όλα αυτά είναι η συλλογή διηγημάτων, «Η Κυρία Κατάκη», η πρώτη παρουσία της Ιωάννας Καρυστιάνη στην λογοτεχνία. Καλό διάβασμα!
Αγωνιώδες θρίλερ, υπαρξιακό δράμα, ιστορική αναδρομή ή δοκίμιο για τα ηθικά όρια της ιατρικής παρέμβασης στην ανθρώπινη εξέλιξη; «Ανάλογα με τον αναγνώστη» απαντά σε συνέντευξη του ο Πιέρ Ασουλίν ο οποίος καταφέρνει να συναρπάσει, να πληροφορήσει και να προβληματίσει γόνιμα. Η σχέση των νέων τεχνολογιών με την ασύνειδη επιστήμη είναι ο κεντρικός άξονας του μυθιστορήματος. Ο ήρωας του βιβλίου, Γκύσταβ Μεγέρ, ένας γκράν μέτρ στο σκάκι, ενσαρκώνει τον εβραϊκό μύθο του Γκόλεμ στην σύγχρονη εποχή. Κατά τη διάρκεια μια εγχείρησης στον εγκέφαλο του εμφυτεύεται, εν αγνοία του, ένα ηλεκτρόδιο που τον μετατρέπει σε ένα, εν δυνάμει, εξελιγμένο είδος ανθρώπου. Κατηγορείται ως υπεύθυνος για την δολοφονία της πρώην συζύγου του και διαφεύγει με ψεύτική ταυτότητα, και την αίσθηση πως έχει μεταβληθεί σε τέρας. Στην προσπάθεια για τη λύση του μυστηρίου περιπλανάται στην κεντρική Ευρώπη, στις πρώην Εβραϊκές κοινότητές, Βιέννη, Βουκουρέστι, Βαρσοβία, καταλήγοντας στην Πράγα εκεί που δημιουργήθηκε ο μύθος του Γκόλεμ. Επρόκειτο για ένα πλάσμα που κατασκεύασε, κατά το μύθο, ο Ιούδα Λεβ στην Πράγα τον 16ο αιώνα, για να προστατεύει τους Εβραίους. Οι αναφορές στην ιστορική μνήμη, στα θύματα του Ολοκαυτώματος, είναι έντονη όπως και ο κίνδυνος της λήθης για την θηριωδία. Ο συγγραφέας μας θυμίζει μια γλώσσα και ένα πολιτισμό που χάθηκε μέσα στα αποκαΐδια της ναζιστικής βαρβαρότητας. Χωρίς να χάνει τίποτα από την αγωνία και το μυστήριο, η πλοκή είναι δεμένη όμορφα με πυκνές αναφορές στον κινηματογράφο, στην ζωγραφική, στην κλασική λογοτεχνία. Πλήθος επεξηγήσεων βοηθούν τον αναγνώστη να κατανοήσει όλες τις πλευρές του μυθιστορήματος ώστε να μην το διαβάσει μονοσήμαντα αλλά να το απολαύσει στην ολότητα του. Ο Πιέρ Ασουλίν μας υπενθυμίζει ακόμα ότι το γράψιμο είναι τέχνη. Απέριττος, ουσιαστικός λόγος, δυνατή πλοκή, πολλές γνώσεις μέσα σε διακόσιες περίπου σελίδες. Απολαύστε το, σκεφτείτε το ,συζητήστε το. Η συνέχεια της περιπέτειας βρίσκεται ήδη στη ζωή μας.
0
Εμβληματικό έργο του Καζαντζάκη
Αν υπάρχει κάποια γλώσσα στην οποία δεν έχει μεταφραστεί ακόμα ο Καζαντζάκης, και αναζητούνταν το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα της εργογραφίας του, αυτό θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μου, να είναι: «Ο Φτωχούλης του θεού». Στην μυθιστορηματική βιογραφία του Άγιου Φραγκίσκου της Ασίζης, συναντάμε την πνευματική αγωνία της «Ασκητικής» την ενανθρώπιση των θεϊκών συμβόλων, του «Τελευταίου πειρασμού» την φαρισαϊκή υποκρισία των επίσημων ιερατείων, όπως στο «Χριστός ξανασταυρώνεται». Ο άγιος της απόλυτης φτώχιας και της ανεξάντλητης αγάπης, για κάθε πλάσμα της φύσης, από τα άγρια ζώα έως τους λεπρούς, αποτέλεσε για τον Καζαντζάκη το ιδανικό πρότυπο στην αναζήτηση της αλήθειας. Η εγκατάλειψη κάθε ανθρώπινης ανάγκης, και η υποταγή στα κελεύσματα ενός θεού που απαιτεί υπεράνθρωπές υπερβάσεις ώστε να συναντήσεις την αλήθεια του, αντιπροσωπεύει την πνευματική αγωνία που διαπερνά όλη την ζωή του μεγάλου συγγραφέα. Ο μοναχός Λεόνε, ο μυθιστορηματικός συνοδοιπόρος του Άγιου Φραγκίσκου λειτουργεί ως το «άλλο εγώ» του συγγραφέα. Από τη μια τον γοητεύουν οι μεγάλες λυτρωτικές ιδέες της ανθρωπότητας, και η κοπιώδης πνευματική αναρρίχηση του συντρόφου του, και από την άλλη κατανοεί, και ενίοτε ενδίδει, στις απαιτήσεις της σάρκας. Σε αυτές τις περιπτώσεις αναδύεται η μορφή του «Καπετάν Μιχάλη» η πατρική, φιγούρα που πατά γερά στα πόδια, απολαμβάνει και εξουσιάζει τα πάντα γύρω του. Για το Καζαντζάκη ο Άγιος Φραγκίσκος είναι το πρότυπο του «στρατευόμενου ανθρώπου». Γιαυτό, στην συγκαιρινή εκδοχή του, επιλέγει να αφιερώσει το βιβλίο, όχι σε κάποιον ασκητή, αναχωρητή της ζωής, αλλά στον μεγάλο ανθρωπιστή Άλμπερτ Σβάιτσερ, τον οποίον θεωρεί ως τον «Άγιο Φραγκίσκο του καιρού μας».
Ο συγγραφέας, σε αυτό το βιβλίο καταπιάνεται, ξανά, με το θέμα της γλώσσας. Γράφει στον πρόλογο: «…πολύ τα φοβούμαι, ο θεός ας με συγχωρέσει, πολύ τα φοβούμαι τα γράμματα της Αλφαβήτα-
τας . πονηρά, ξετσίπωτα δαιμόνια, επικίντυνα. ανοίγεις το καλαμάρι,
τα ξαπολύνεις, κι αυτά παίρνουν δρόμο - και πια που να τα κάμεις
ζάφτι! Ζωντανεύουν, σμίγουν, χωρίζουν, δεν ακούν την προστα
γή σου, ορδινιάζουνται, μαύρα με ουρές και με κέρατα, απάνω
στο χαρτί, του κάκου τα φωνάζεις και τα παρακαλείς, κάνουν του
κεφαλιού τους. Χοροπηδούν και ζευγαρώνουν μπροστά σου αδι-
άντροπα και φανερώνουν με μπαμπεσιά ό,τι δεν ήθελες να μολο
ήσεις κι αρνιούνται να πουν ό,τι βαθιά από το σπλάγχνο σου μά
χεται να βγει και να μιλήσει στους ανθρώπους.». Ο Καζαντζάκης δουλεύει κοπιαστικά με τις λέξεις , με τις φράσεις. Όχι για την καλλιέπεια του κειμένου, αλλά για να υπηρετήσει την ουσία. Ταυτόχρονα έχει συνείδηση του χρέους του, ως μεγάλος συγγραφέας, να υπηρετήσει τη ίδια τη γλώσσα. Αποθησαυρίζει λέξεις ξεχασμένες από όλα τη μέρη της Ελλάδας. Δουλεύει όχι ως λεξιπλάστης, αλλά σαν εργάτης ορυχείου. Σκάβει, στον χρόνο και στον τόπο, βρίσκει τις κατάλληλες λέξεις, τις μελετά, τις λαξεύει, τις τοποθετεί, με «γνώση και με τρόπο» στη λιθοδομή του κειμένου ώστε να αντέξουν στις αλλαγές των καιρών. Στον «Φτωχούλη του Θεού» θα βρούμε τις «αρίφνητες δυνάμεις» της Ασκητικής, θα διαβάσουμε για χείλη που «μαργελώθηκαν» και για το πατέρα του Αγίου που τον «ταυροκοίταζε». Πολλές φορές έφτανε κάπου το σούρουπο ο Φραγκίσκος, μα κάποια μέρα έφτασε κάπου στα «λυχνανάματα».
Στην παρούσα έκδοση περιλαμβάνεται επίμετρο του εκδότη-επιμελητή Δρ. Πάτροκλου Σταύρου, όπου σκιαγραφείται η σχέση τού Καζαντζάκη με τον Άγιο Φραγκίσκο, και με τον μεγάλο ανθρωπιστή Άλμπερτ Σβάιτσερ. Υπάρχει ακόμη, άρθρο του Καζαντζάκη για τον Σβάιτσερ. Είναι φανερό πως, τέτοια έργα της παγκόσμια λογοτεχνίας δεν μπορούν να βαθμολογηθούν με τα συνήθη κριτήρια, η ακόμα, με βάση τον βαθμό συμφωνίας με το φιλοσοφικό-θρησκευτικό περιεχόμενο. Κρίνονται ως άριστα δείγματα του είδους τους. Αυτό που έχει σημασία είναι να διαβαστούν και να μελετηθούν πλατιά.
Χειμαρρώδης, πληθωρικός, επινοητικός και απολαυστικός Εκο, σε μια μεσαιωνική περιπέτεια, με ιστορικά πρόσωπα και καταστάσεις που κινούνται ανάμεσα στην πραγματικότητα και στον μύθο. Ο Εκο δημιούργησε έναν ήρωα, τον Μπαουντολίνο, έναν παμπόνηρο και φαντασιόπληκτο χωρικό από το Πεδεμόντιο της βορειοδυτικής Ιταλίας που φτάνει να γίνει θετός γιός του Φρειδερίκου Βαρβαρόσα και να λάβει μέρος στα σπουδαιότερα ιστορικά γεγονότα της εποχής. Ο Μπαουντολίνο αφηγείται τις περιπέτειες του στον Νικήτα Χωνιάτη, τον ιστορικό του Βυζαντίου, μέσα στις φλόγες, στο χάος, και στις λεηλασίες των σταυροφόρων οι οποίοι έχουν καταλάβει την Κωνσταντινούπολη. Ο Μπαουντολίνο ωθεί, έντεχνα, τον Φρειδερίκο σε μια σταυροφορία για την ανακάλυψη ενός μυθικού χριστιανικού βασιλείου της Ανατολής. Στόχος είναι να παραδοθεί στον Ιωάννη τον Πρεσβύτερο το σπουδαιότερο κειμήλιο του χριστιανισμού, το οποίο φυσικά είναι κατασκεύασμα του δαιμόνιου Μπαουντολίνο. Εδώ ο συγγραφέας ξεδιπλώνει την φαντασία και τις γνώσεις του παρουσιάζοντας, με αστείρευτο γλωσσικό πλούτο, ένα κόσμο με μυθικά πλάσματα, παράδοξους έρωτες και εγκλήματα.
Στην παράδοση του Απουλίηου και του Οβίδιου, ο Εκο έγραψε ένα μυθιστόρημα που αντανακλά την σύγχυση την αβεβαιότητα και την δαιμολογία μιας ταραχώδους και μεταβατικής εποχής, τόσο για τον Ευρωπαϊκό αλλά και τον Ασιατικό χώρο. Όσο επικίνδυνη και ανασφαλής ήταν η εποχή εκείνη τόσο οι άνθρωποι αποζητούσαν την απόδραση στον κόσμο του θρησκευτικού μύθου και των ουτοπικών ελπίδων. Παράλληλα, σε δεύτερο πλάνο, προβάλλεται η ιστορική ματιά του συγγραφέα για την εξέλιξη της πολιτικής ζωής της Ιταλίας. Πρόταση για λογοτεχνικό ταξίδι. Μακρινό, και χωρίς…υγειονομικούς περιορισμούς!
Το «Σπίτι του ύπνου», του Τζοναθαν Κόου, είναι ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα με κύριους άξονες την πολιτική της θατσερικής περιόδου ,στην Αγγλία, τον ύπνο ως βιοψυχολογικοκοινωνική κατάσταση και τις ερωτικές σχέσεις των φοιτητικών χρόνων. Όλα αυτά συντίθενται από την πένα του επινοητικού και πρωτότυπου Κόου ο οποίος ακτινογραφεί την δεκαετία του ΄80 στη Βρετανία, τόσο στο κοινωνικό επίπεδο όσο και στις τάσεις των διαπροσωπικών σχέσεων. Το ζήτημα του ύπνου και των παθήσεων που τον συνοδεύουν γίνεται οργανικό στοιχείο του μυθιστορήματος και ακολουθεί την ταλάντωση ανάμεσα σε καταστάσεις μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας. Ανάμεσα στο παράλογο και το πραγματιστικό. Οι ήρωες, ναρκοληπτοί, υπνοβάτες και ειδικευμένοι επιστήμονες, εμπλέκονται ποικιλοτρόπως, και οι καταστάσεις που βιώνουν γίνονται αφορμή για μια χαμηλότονη αλλά εύστοχη, διαπεραστική, κριτική για εντατικοποίηση της εργασίας και την αποδόμηση του δημόσιου συστήματος υγείας. Παρόμοια στοιχεία συναντάμε και στο «Τι ωραίο πλιάτσικο» το οποίο ενδείκνυται να διαβαστεί πρώτο γιατί μας εισάγει καλύτερα στην αντίληψη του Κόου. Σπιρτόζικη πένα, παρωδία, χιούμορ αλλά και παράθεση δεδομένων που δείχνουν επίπονη έρευνα και μελέτη για τα ζητήματα που θίγει. Ο κινηματογράφος πανταχού παρόν στα βιβλία του Κόου. Στο «Τι ωραίο πλιάτσικο» ο Κόου δανείζεται τον τίτλο από μια παλιά ταινία για να αναπτύξει το θέμα του μέσα από τον κόσμο των συγγραφέων και των εκδόσεων. Στο «Σπίτι του ύπνου» δανείζεται τον τίτλο ενός βιβλίου για να μηλίσει, ανάμεσα σε άλλα, και για τον κόσμο του σινεμά. Αναφορά σε χαμένες κόπιες, ξεχασμένες ταινίες, σχόλια για τους κριτικούς κινηματογράφου, σύνδεση της εικόνας με τις ποικίλες ονειρικές καταστάσεις της πλοκής. Η πλοκή εξελίσσεται όπως τα στάδια του ύπνου. Το ίδιο εξελίσσονται και οι χαρακτήρες ενώ δεν λείπει καθόλου η δραματική ένταση στην κορύφωση του μυθιστορήματος. Γνωρίστε λοιπόν, την ναρκοληπτική δασκάλα τη Σάρα, τον Δόκτωρ Ντάντε με τα παρανοϊκά πειράματα, τον αιωνίως άυπνο Τέντι, την Βερόνικα και τον Ρόμπερτ (έως ένα σημείο, κατόπιν Κλειώ). Γνωρίστε τον Κόου. Όσο και αν ακούγεται παράδοξο, το «Σπίτι του ύπνου»… θα μας ξυπνήσει!
Ευτυχής συγκυρία είναι το γεγονός ότι ένας τόσο προικισμένος συγγραφέας όπως ο Τάιμπο ΙΙ ασχολήθηκε με τη βιογραφία ενός τόσο συναρπαστικού ανθρώπου όπως ο Τσε. Οκτώ χρόνια έρευνας και αξιοποίηση χιλίων τετρακοσίων πηγών χρειάστηκαν για τη συγγραφή μιας ογκωδέστατης βιογραφίας χιλίων εκατό σαράντα τεσσάρων σελίδων οι οποίες όμως διαβάζονται με το αδιάκοπο ενδιαφέρον ενός συναρπαστικού μυθιστορήματος. Ο Τάιμπο χρησιμοποίησε αξιόπιστες και διασταυρωμένες μαρτυρίες, φωτογραφίες, ποιήματα, επιστολές, τα ημερολόγια της Βολιβίας και της Αφρικής του Τσε, οικογενειακά αρχεία, ομιλίες, άρθρα, χειρόγραφες σημειώσεις κ.α.
Ο συγγραφέας έγραψε το βιβλίο με αγάπη και σεβασμό για τον Τσε˙ χωρίς ωραιοποιήσεις για τον άνθρωπο και χωρίς πολιτικές κρίσεις για τις επιλογές του επαναστάτη. Παράλληλα, μέσα από τη βιογραφία, ξετυλίγεται βήμα βήμα, η γέννηση της κουβανέζικης επανάστασης. Στο βιβλίο ο Τάιμπο έχει συμπεριλάβει νέα στοιχεία και γεγονότα που απαντούν σε μια σειρά από ερωτήματα χρόνων σχετικά με την δράση και το θάνατο του Τσε Γκεβάρα.
Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κέδρος, σε μετάφραση της Βασιλικής Κνήτου, από τα Ισπανικά.
Η «Ασκητική», του Νίκου Καζαντζάκη, είναι ένα βιβλίο το οποίο δεν μπορεί να αξιολογηθεί˙ πόσο μάλλον να βαθμολογηθεί, με τα συνήθη κριτήρια ενός λογοτεχνικού έργου. Απόσταγμα βασανιστικής σκέψης, για τον Άνθρωπο και τις αναζητήσεις του, η «Ασκητική» συμπυκνώνει την κοσμοθεωρητική αντίληψη, η οποία διαπερνά το σύνολο της εργογραφίας του μεγάλου μας λογοτέχνη. Η σύνθεση της «Ασκητικής» ξεκινά καλοκαίρι του 1922, στη Βιέννη, και τελειώνει στο Βερολίνο, περίπου στις αρχές του 1923. Στη μορφή αυτή δημοσιεύεται στο περιοδικό «Αναγέννηση» του Δημήτρη Γληνού. Ο Καζαντζάκης βίωσε , νοητικά, όλες τις κοινωνικές ανατάξεις και ανατροπές των αρχών του 20ου αιώνα. Παρά το γεγονός ότι δεν επέλεξε, τελικά, να βιώσει ενεργά τα μεγάλα γεγονότα, κατάφερε να αντιληφθεί και να εκφράσει τις αγωνίες και τις ελπίδες της εποχής. Με τον γνωστό ποιητικό και στιβαρό λόγο του κραυγάζει την έλευση των κολασμένων αυτής της γης στη θέση του παρακμιακού αστικού κόσμου του Μεσοπολέμου : «πόλεμος εναντίον των απίστων. Άπιστοι είναι οι ευχαριστημένοι, οι χορτασμένοι, οι στείροι». Για την εποχή του πιστεύει ότι οι νέοι «σωτήρες» είναι η τάξη των «χερομάχων»: σήμερα «ο θεός είναι αργάτης, αγριεμένος από τον κάματο, από την οργή κι από την πείνα», γράφει στην «Ασκητική». Η Ασκητική όμως είναι πολλά πράγματα, συγκαιρινά και αιώνια. Η Προετοιμασία του Νού για την Ανάβαση, η Πορεία, η σχέση Θεού και Ανθρώπου και αντίστροφά, το Όραμα, ο Αγώνας, η Πράξη, η Φύση, η Σιγή είναι διαδοχικοί κύκλοι που πρέπει να διανύσει ο Άνθρωπος στον ανηφορικό βίο του. Το έργο προκάλεσε αρκετές αρνητικές αντιδράσεις και ζητήθηκε η δίωξη του Καζαντζάκη για αθεϊσμό. Η δίκη ορίστηκε για τις 10 Ιούνη 1930, αλλά δεν έγινε ποτέ. Θαυμάζει και υψώνει σε πρότυπα της ανθρωπότητας, όσους δεν άγγιξε η παγκόσμια φθορά· είναι οι «σωτήρες του Θεού» (Salvatores dei), που συνεχίζουν το έργο του. Ήρωες του στοχασμού και της πράξης: Ομηρος, Δάντης, Σαίξπηρ, Νίτσε, Μωυσής, Μωάμεθ, Τσέγκινς Χαν, Λένιν, Γκρέκο, Θερβάντες. Οι αντιφάσεις του Καζαντζάκη, έχουν τιμιότητα και γνήσια αγωνία για τον Άνθρωπο. Γι’ αυτό το έργο του δεν μπορεί να κριθεί επιλεκτικά, ούτε τον ίδιο μπορούμε να ορίσουμε με ένα μονολεκτικό αφορισμό. Πίστευε ότι ο Θεός είναι Άνθρωπος και ο Άνθρωπος Θεός. Συνέπασχε και με τους δύο. Ήταν ελεύθερος.
«Θα σας πω μιαν ιστορία απλή και λυπητερή –γιατί απλή και λυπητερή είναι η ζωή– [...] Τι γρήγορα που φεύγομε και αφήνομε τον ήλιο και τη θάλασσα, τα λουλούδια και το φεγγάρι!» Έτσι αρχίζει η «Κερένια κούκλα» του Κ. Χρηστομάνου, που εκδόθηκε το 1911, και θεωρείται το πρώτο μοντέρνο κοινωνικό ρομάντζο στην νεοελληνική λογοτεχνία. Από τότε μέχρι σήμερα˙ αυτό το λαμπρό δείγμα της παράδοσης του συμβολισμού, εξακολουθεί να προκαλεί αναλύσεις και να γίνεται αντικείμενο μελέτης.
Στην παλιά Αθήνα, στις γειτονιές γύρω από την Ακρόπολη, μέσα στην Άνοιξη. στήνεται το σκηνικό του δράματος, με τον έρωτα να ορμά κατακτητικός, και να απαιτεί τα δικαιώματα πάνω από κοινωνικές συμβάσεις και ήθη. Τρείς νέοι, ο εικοσιπεντάχρονη Βιργινία που είναι ετοιμοθάνατη, ο εικοσιδυάχρονος Νίκος ο όμορφος σύζυγος της, και η δεκαεπτάχρονη ανιψιά Λιόλια βρίσκονται στο επίκεντρο της πλοκής. Ένα κλασικό ιψενικό τρίγωνο, γύρω από το οποίο στήνεται ένα γαϊτανάκι, γειτόνων, φίλων, συγγενών, ενός κοινωνικού περίγυρου που εκφράζει ήθη, τρυφερά συναισθήματα, και μικρόψυχες κακίες. Ο θάνατος δίνει τη λύση της πλοκής για να θριαμβεύσει ο νεανικός έρωτας μέσα στο ξέσπασμα του καρναβαλιού, του χορού, και στην οργιαστική ανθοφορία της άνοιξης. Την ίδια στιγμή στη νεκρική κάμαρα κορυφώνεται η τραγωδία του θανάτου με τις κακόψυχες γειτόνισσες να φαρμακώνουν με πικρόχολες κουβέντες τις τελευταίες στιγμές της Βιργινίας.
Η ερμηνευτική μελέτη της Αγγέλας Καστρινάκη συνοδεύει το κείμενο και αποτελεί πολύτιμο οδηγό για ένα έργο που βρίθει συμβολισμών. Αποκαλύπτεται η βαθιά γνώση του Χρηστομάνου στην παγκόσμια λογοτεχνία και οι κρυμμένες πλευρές μιας σπάνιας ευαισθησίας.
Ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, 1867-1911, υπήρξε καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Ίσμπουργκ, συγγραφέας, μεταφραστής, θεατρικός σκηνοθέτης, αναμορφωτής του ελληνικού θεάτρου και ιδρυτής της Νέας Σκηνής. Πολυτάλαντος και δημιουργικός, παρά τα σοβαρά προβλήματα υγείας που τον βασάνιζαν σε όλη του τη ζωή, άφησε σπουδαίο έργο. Στη Βιέννη ήταν δάσκαλος και προσωπικός φίλος της Αυτοκράτειρας Ελισσάβετ, γνωστής στην ιστορία ως : Σύσσι, η θλιμμένη πριγκίπισσα.
Το αριστούργημα του νομπελίστα Ίβο Άντριτς μας μεταφέρει νοερά στην Βοσνία από την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας ως τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, διατρέχοντας τέσσερεις σχεδόν αιώνες ιστορίας αυτής τη πολύπαθης περιοχής. Με φόντο το γνωστό βαλκανικό μύθο του γεφυριού που δεν τελειώνει ποτέ η κατασκευή του χωρίς ανθρωποθυσία ο Ίβο Αντρις ξεδιπλώνει την περιπέτεια της εθνοτικής και θρησκευτικής συνύπαρξης τριών εθνοτήτων και τεσσάρων θρησκειών. Η αφήγηση αφήνει να φανούν αβίαστα τα ιστορικά γεγονότα και οι κοινωνικές συγκρούσεις που επαναχαράσουν σύνορα, αλλάζουν τη σύνθεση του πολυεθνικού μωσαϊκού και αποτελούν τη βάση για τα προσωπικά δράματα των απλών ανθρώπων που τόσο παραστατικά παρουσιάζει ο συγγραφέας.
Το γεφύρι θεμελιώνεται για να ενώσει τις όχθες του ποταμού Δρίνου και γίνεται το επίκεντρο εθνικοθρησκευτικών συγκρούσεων κοινωνικών αλλά και προσωπικών αντιπαραθέσεων. Δεν παύει όμως να διαφαίνεται στο βιβλίο η ελπίδα ότι μπορεί να είναι και ένα σύμβολο ενότητας και συμφιλίωσης για να θυμίζει στις εθνότητες της περιοχής ότι μπορούν να ζουν ειρηνικά. Όμορφη γραφή και ενδιαφέρουσα πλοκή που κρατά τον αναγνώστη μέχρι τέλους
Δυστυχώς στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας, στο Βίσεγκραντ, στο Δρίνο, επιβεβαιώθηκε με τραγικό τρόπο η άσχημη πλευρά της ιστορίας. Πέραν της σπουδαίας αναγνωστικής εμπειρίας το βιβλίο μας βοηθά να κατανοήσουμε καλύτερα και τη σημερινή πραγματικότητα στη γειτονιά μας, στα Βαλκάνια και στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή.
Διαβάστε το !! Δεν είναι μυθοπλασία, είναι η ζωή μας . Μπορεί να γράφτηκε χρόνια πριν, μπορεί να αφορά μια άλλη χώρα την Αγγλία, και μια άλλη περίοδο αυτή της δεκαετίας το ‘80 , αλλά στην πραγματικότητα είναι ίδια ιστορία όλων των εποχών : πως οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι. Με οξυδέρκεια, απολαυστική γραφή και ένα ρεσιτάλ βρετανικού χιούμορ ο Τζοναθαν Κόου περιγράφει δεικτικά τις μεγάλες αριστοκρατικές οικογένειες με τα εκκεντρικά χαρακτηριστικά και το ανελέητο κυνήγι του πλούτου και της εξουσίας. Οικογένειες λύκων που αλληλουπονομεύονται μέσα στους κόλπους τους για ορμήξουν μετά όλοι μαζί στη λεηλασία του εισοδήματος και των συντάξεων εκατομμυρίων ανθρώπων, των υποδομών υγείας, των μέσων μεταφοράς και της εκπαίδευσης. Να στήνουν πολέμους για να πουλάνε όπλα σε όλους και μετά να κερδοσκοπούν από τον πόνο των θυμάτων. Ο αφηγητής της υπόθεσης , ένας συγγραφέας που έχει αναλάβει να γράψει την ιστορία της φανταστικής οικογένειας Γουίνσο περιγράφει τη διαδρομή της που ταυτίζεται με την δημιουργία της αστικής τάξης στην Αγγλία. «….ήταν για μένα φως φανάρι, ευθύς εξαρχής, πως είχα να κάνω με οικογένεια εγκληματιών, που τα πλούτη τους και το κύρος τους ήταν προϊόν κάθε λογής απάτης , πλαστογραφίας, λωποδυσίας , ληστείας, κλοπής, ζαβολιάς, κατεργαριάς, μπαγαποντιάς, λεηλασίας, δήωσης, διαρπαγής, παράνομης ιδιοποίησης, παραποίησης εγγράφου και διασπάθισης δημόσιου χρήματος ». Και πιο κάτω « ….θα μπορούσε να πούμε ότι και η τελευταία δεκάρα από την περιουσία των Γουίνσο – που χρονολογείται από τον δέκατο έβδομο αιώνα , όταν ο πρώτος ο Αλέξανδρος Γουίνσο θεώρησε καθήκον του να μονοπωλήσει ένα πολύ προσοδοφόρο τμήμα του ανθούντος τότε δουλεμπορίου- προέρχεται από την αναίσχυντη εκμετάλλευση ασθενέστερων ατόμων..» Με την πένα του μόνο ο Κόου κάνει συντρίμμια και θρύψαλα τον υποκριτικό μύθο του «αυτοδημιούργητου , έξυπνου και εργατικού μεγιστάνα που μόνος του έκανε περιουσία» . Γιατί μπορεί να κανείς μας να μην επέλεξε να είναι φτωχός αλλά όλοι μπορούμε να επιλέξουμε να μάθουμε το γιατί. Και αυτό το βιβλίο είναι ένα καλό λογοτεχνικό ερέθισμα. Διαβάστε το !
Ένα αξιόλογο βιβλίο για την περίοδο των Κομνηνών στο Βυζάντιο, για μια εποχή που τα ίδια τα ιστορικά γεγονότα έχουν μυθιστορηματική πλοκή. Η Μάρω Δούκα με το « Ένας σκούφος από πορφύρα» αναπλάθει την εποχή της ανόδου του Αλέξιου Κομνηνού στο θρόνο καθώς την αδυσώπητη διαπάλη για τη διαδοχή του. Ως προς τη μορφή του το μυθιστόρημα δομείται πάνω στη βάση της κλασικής μεθοδολογίας του ιστορικού μυθιστορήματος. Αφηγητής είναι άσημος αξιωματούχος του παλατιού που έχει αποσυρθεί στη Σινώπη του Πόντου και ξαναθυμάται τα δραματικά γεγονότα της βασιλείας του Αλέξιου Α΄, τις πολεμικές εκστρατείες , τα πολιτικά γεγονότα και τις αντιπαραθέσεις των επιγόνων για το θρόνο. Η Άννα Κομνηνή η ταλαντούχα και αγαπημένη κόρη του Αλέξιου , η δυναμική Άννα Δαλασσηνή μητέρα του Αλέξιου που στερέωσε τη δυναστεία, η τραγική φιγούρα της Μαρίας της Αλανής, η Ειρήνη Δούκα σύζυγος του Αλέξιου , ο Ιωάννης και ο Μανουήλ αδέλφια του Αλέξιου και κατοπινοί αυτοκράτορες εμπλέκονται στο αιώνιο κυνήγι της απόλυτης εξουσίας. Πίσω από τη λαμπρότητα των βασιλικών οίκων και την εικόνα της θρησκευτικής ευλάβειας κρύβονται συνομωσίες , προδοσίες ,ανίερες συμμαχίες, εγκλήματα , ανεκπλήρωτοι έρωτες , γάμοι συμφέροντος, χαμένες ελπίδες. Η Μάρω Δούκα βάζει τους πρωταγωνιστές να δίνουν τη δική τους εκδοχή των γεγονότων παρουσιάζοντας παράλληλα την προσωπικότητα και το χαρακτήρα των ατόμων καθώς διαμορφώνεται μέσα στο συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για ένα βιβλίο που μαγνητίζει τον αναγνώστη και δημιουργεί ενδιαφέρον για την βυζαντινή ιστορία , την τόσο ενδιαφέρουσα και τόσο παρεξηγημένη.
Οι μεγαλύτερες τραγωδίες της ζωής διαδραματίζονται μέσα στις οικογένειες , έγραψε ο Φρόιντ και η Ιωάννα Καρυστιάνη με τη «Μικρά Αγγλία» προσφέρει μια λογοτεχνική δικαίωση στο μεγάλο διανοητή της ψυχανάλυσης και σε όλους εμάς ένα σπουδαίο μυθιστόρημα που βαδίζει στα χνάρια του αρχαίου ελληνικού δράματος.
Η υπόθεση εξελίσσεται στη διάρκεια των ταραγμένων δεκαετιών 1930- 1950 στην Άνδρο, τη λεγόμενη και «Μικρά Αγγλία» λόγω της ναυτοσύνης της. Στο επίκεντρο βρίσκεται η οικογένεια Σαλταφέρου με τον πατέρα να λείπει συνεχώς σε ταξίδια και τη μάνα να διοικεί με σιδερένιο χέρι το σπίτι και τις δύο κόρες της. Η μεγαλύτερη η Ορσα ερωτεύεται το φτωχό ναυτικό Μαλταπέ αλλά η μάνα, με γνώμονα το συμφέρον, τον απορρίπτει και την παντρεύει με τον πλοίαρχο Βατοκούζη. Ο Μαλταπές κάποτε πλουτίζει και παντρεύεται την μικρή αδελφή την Ορσα. Τα δυο ζευγάρια ζουν σε διαφορετικούς ορόφους του ίδιου σπιτιού σε μια βασανιστική συγκατοίκηση. Μετά από κάποιο διάστημα η Ορσα και ο Σπύρος ξαναβρίσκονται με συνέπεια την δραματική κορύφωση του μυθιστορήματος. Η απουσία των ανδρών, στη ζωή και στο θάνατο βαραίνει τη ζωή των γυναικών στο νησί. Κουμαντάρουν σπίτια, θρηνούν σε κενοτάφια, βασανίζονται από ευθύνες και κάποτε αυτές οι γυναικοπαρέες ξεσπάνε σε ένα λυτρωτικό αυτοσαρκασμό. Ο μικρόκοσμος του νησιού συνυπάρχει με τον κοσμοπολιτισμό των ναυτικών. Τα αυστηρά ήθη και οι γάμοι συμφέροντος από τη μία και η δεύτερη οικογένεια του Σαλταφέρου στη Λατινική Αμερική από την άλλη είναι δηλωτικά αυτής της αντίστιξης. Το δράμα του αποχωρισμού με τη δεύτερη οικογένεια και την οριστική επιστροφή του Σαλταφέρου στην Άνδρο δεν έχει λιγότερη οδύνη για όλους αλλά πάλι το γυναικείο πρόσωπο , η Αγχελίτα, είναι που μένει μόνη.
Τα πρόσωπα του μυθιστορήματος έρχονται αντιμέτωπα με τις στοιχειακές δυνάμεις που καθορίζουν την ανθρώπινη υπόσταση, δοσμένες στο πλαίσιο ενός νησιωτικού μικρόκοσμου ναυτικών : γονική επιβολή, ενοχικός έρωτας , μάχη επιβίωσης με ανεξέλεγκτες φυσικές δυνάμεις, σύγκρουση για την κυριαρχία στην κοινωνική ομάδα, θάνατος. Από αυτή την άποψη το μυθιστόρημα μπορεί να θεωρηθεί υποδειγματικό. Η χιλιοειπωμένη ιστορία του ερωτικού τριγώνου μετατρέπεται από την πένα της Καρυστιάνη σε κάτι ξεχωριστό γιατί προβάλλεται με τέχνη σε ένα δυναμικό και ιδιαίτερο κοινωνικό φόντο. Αυτή η αλληλεπίδραση του κοινωνικού και το ατομικό, δοσμένη με γνώση και με τρόπο από τη συγγραφέα ,είναι που δίνει ακόμα αέρα στα πανιά της «Μικράς Αγγλίας» και της υπόσχεται ένα μακρύ αναγνωστικό ταξίδι στο μέλλον.
Δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις η πασίγνωστη αντιπολεμική σάτιρα του Γιάροσλαβ Χάσεκ. Σύμβολο της τσέχικης λογοτεχνίας , έχει μεταφραστεί σε πάνω από 60 γλώσσες, με υπέροχη μεταφορά στον κινηματογράφο από τον Τσεχοσλοβάκο σκηνοθέτη Κάρελ Στέκλι (υποψήφιος για Χρυσή Σφαίρα το 1957) και έχοντας ανέβει ως θεατρική παράσταση σε όλες σχεδόν τις χώρες.
Μια απλή υπενθύμιση συνιστά αυτή η βιβλιοπρόταση για αναγνωστική απόλαυση με μια σάτιρα διαχρονικής αξίας. Καυστικό χιούμορ, καταλυτική ειρωνεία, κωμικοτραγικές καταστάσεις σε ένα παράλογο γραφειοκρατικό- μιλιταριστικό περιβάλλον αλλά και παράθυρο στην κριτική σκέψη για γνώριμες καταστάσεις και γεγονότα που ζούμε και στην εποχή μας.
Η ιστορία αρχίζει με το ξέσπασμα του του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου όταν ο αγαθός πατριώτης Σβείκ, κατατάσσεται με ενθουσιασμό στον αυστρουγγαρικό στρατό. Όντας χαρούμενος που θα υπηρετήσει στο μέτωπο προκαλεί ερωτηματικά σε στρατιώτες και αξιωματικούς που δεν μπορούν να αποφασίσουν αν είναι ηλίθιος η ύποπτος για δολιοφθορά. Η παρορμητική αφέλεια του Σβέικ συναντιέται με τους γελοίους κανονισμούς ενός δαιδαλώδους στρατιωτικού μηχανισμού και δημιουργούνται εξωφρενικές καταστάσεις.
Όταν έχεις διαβάσει ένα βιβλίο πολλά χρόνια πριν , τόσα ώστε να έχεις γράψει έκθεση στο σχολείο για αυτό, και ακόμα το ξεφυλλίζεις με εύθυμη συγκίνηση έχεις την αυθόρμητη διάθεση να το προτείνεις και σε άλλους. Δεν υπάρχει και πολύ χιούμορ στις μέρες μας και όσο υπάρχει πρέπει να μοιράζεται.
Ένα αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας γραμμένο από τον Ονορέ ντε Μπαλζάκ (1799 - 1850) στο πλαίσιο της Ανθρώπινης Κωμωδίας. Έτσι ονόμασε ο Μπαλζάκ ένα πλήθος ολοκληρωμένων αλλά και ημιτελών έργων, έχοντας σκοπό να περιγράψει συνεκτικά και σε βάθος τη γαλλική κοινωνία της εποχής του. Είναι χαρακτηριστικό ότι δημιούργησε 2.504 ήρωες μέσα στο τεράστιο και πολυσχιδές έργο με πρόσωπα φανταστικά και καταστάσεις δανεισμένες από την πραγματική ζωή και την κοινωνική εξέλιξη της εποχής. Χαρακτηρίστηκε ως «δάσκαλος του ρεαλισμού» ενώ ο ίδιος έλεγε ότι «η γαλλική κοινωνία θα είναι ο ιστορικός, όσο για μένα θα κρατήσω τη θέση του γραμματέα».
Στο «Μπάρμπα–Γκοριό» ο Μπαλζάκ διηγείται την τραγική ιστορία ενός αστού την περίοδο της Παλινόρθωσης ο οποίος πεθαίνει πάμπτωχος και εγκαταλειμμένος λόγω της υπέρμετρης αγάπης για τις δυο κόρες του. Μεγάλος γνώστης της ανθρώπινης ιδιοσυγκρασίας ο συγγραφέας διεισδύει στα βάθη του απόλυτου πατρικού πάθους το οποίο φτάνει ως την ολοκληρωτική καταστροφή. Η ιστορία του Μπάρμπα – Γκοριό ξεδιπλώνεται με φόντο την παρισινή κοινωνία μιας μεταβατικής εποχής που οι αναταράξεις φέρνουν στην επιφάνεια και βυθίζουν , με την ίδια ευκολία , ξεπεσμένους αριστοκράτες, φιλόδοξους αστούς , ανελέητους τοκογλύφους , δολοφόνους , κοκέτες με ματαιόδοξη σκληρότητα. Ένας κόσμος ιδιοτέλειας , αθλιοτήτων και λαμπρών πράξεων αλτρουισμού σε κατάφωτα σαλόνια και μίζερες τρώγλες προβάλει σμιλεμένος καλλιτεχνικά από την πένα του Μπαλζάκ.
Ο συγγραφέας κρίνει τους πάντες αμερόληπτα και δεικτικά παρά το γεγονός ότι οι συμπάθειές του και οι πολιτικές του προτιμήσεις βρίσκονταν στο χώρο των ευγενών. Όπως όμως όλοι οι μεγάλοι δημιουργοί της Τέχνης μπόρεσε συνειδητά η ασυνείδητα να παρουσιάσει ένα έργο που ξεπερνά το δημιουργό και γιαυτό παραμένει επίκαιρο και διαχρονικό, δηλαδή κλασικό.
Αντιπροσωπευτικό δείγμα αυτής της δημιουργίας είναι ο Μπάρμπα – Γκοριό ένα βιβλίο για το οποίο ο Βίκτωρ Ουγκώ είπε ότι αξίζει να διαβαστεί και να ξαναδιαβαστεί. Ας τον ακούσουμε και ας το απολαύσουμε.
Ένα βιβλίο το οποίο προκάλεσε μεγάλες συζητήσεις την εποχή της έκδοσης του, βρέθηκε κάποιο καιρό στα ευπώλητα , χωρίς όμως να συνεχιστεί η ανταπόκριση του αναγνωστικού κοινού της χώρας μας. Αν τρομάζει το μέγεθος του ( χίλιες και πάνω σελίδες) είναι λάθος γιατί από το πρώτο κεφάλαιο καταφέρνει ο συγγραφέας να μαγνητίσει με τις συναρπαστικές περιγραφές παράδοξων φαινομένων στο θαλάσσιο κόσμο. Σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γης προκαλούνται επιθέσεις στους ανθρώπους και στις πόλεις τους από φονικές μέδουσες στη Αυστραλία και μολυσμένα καβούρια στο υδροδοτικό δίκτυο της Νέας Υόρκης μέχρι καταστροφικά τσουνάμι σε πόλεις της Ευρώπης , εκατομμύρια τερατώδη σκουλήκια στο βυθό της Νορβηγίας και φάλαινες που βυθίζουν πλοία. Το ανθρώπινο είδος δέχεται μια συντονισμένη και μαζική επίθεση από τα ζώα που μοιάζει να έχουν αποκτήσει συνείδηση του εαυτού τους και να αναζητούν εκδίκηση.
Τα διάφορα επεισόδια των επιθέσεων αντιστοιχούν σε οικολογικές καταστροφές που προέρχονται από τη μόλυνση των υδάτων, την υπεραλίευση , τις εξορύξεις , τον αφανισμό ολόκληρων οικοσυστημάτων από την αλόγιστη εκμετάλλευση. Οι επιθέσεις παραπέμπουν σε ταινίες καταστροφών μεγάλου μεγέθους και γενικά το σεναριακού τύπου στήσιμο της υπόθεσης στέλνει σαφές μήνυμα προς το Χόλυγουντ. Φτιάχνεται η «κλασική» ερευνητική ομάδα που αποτελείται από ένα Νορβηγό θαλάσσιο βιολόγο , μια αντισυμβατική δημοσιογράφο , μια ερευνήτρια εξωγήινων μορφών ύπαρξης , ένα Εσκιμώο ειδικό στις φάλαινες και όλοι έχουν επικεφαλή μια φιλόδοξη στρατηγό Αμερικανοκινέζικης καταγωγής. Υπάρχουν καλοί και κακοί , προσωπικές έριδες , διαμάχες κρατών, πολιτικών και επιστημόνων για τη διαχείριση του φαινομένου. Όλα αυτά τα στοιχεία όμως δεν εμποδίζουν να φανεί η ουσία της υπόθεσης καθώς ο συγγραφέας, ο Γερμανός διαφημιστής Φρανκ Σέτσινγκ, έκανε πολύχρονη έρευνα και παραθέτει πολλά επιστημονικά στοιχεία για τον θαλάσσιο κόσμο και τη συστηματική του καταστροφή.
Το «Σμήνος» είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται ευχάριστα και ταυτόχρονα κινητοποιεί τη σκέψη για να πάει η αναζήτηση λίγο παραπέρα από τη γενικόλογη και ορισμένες φορές επιφανειακή αναφορά στα ζητήματα της οικολογίας. Βέβαια ως προς αυτό το σημείο ο συγγραφέας έχει όρια με αποτέλεσμα να είναι ετεροβαρείς οι απαντήσεις στο πώς γίνεται η καταστροφή και στο ποιος ευθύνεται για αυτή. Στο πρώτο σκέλος η απάντηση δίνεται με εξαντλητικές λεπτομέρειες και στο δεύτερο προκρίνεται το «εμείς οι άνθρωποι» γενικά. Χρεώνεται η καταστροφή στο ανθρώπινο είδος γενικά και όχι στο ρόλο που επιτελεί ο κάθε άνθρωπος και κάθε ομάδα ανθρώπων μέσα στο συγκεκριμένο κοινωνικό- οικονομικό πλαίσιο. Με λίγα λόγια δεν έχουμε όλοι «εμείς οι άνθρωποι » τάνκερ που μεταφέρουν πετρέλαιο στο Κόλπο του Μεξικού και στη Σαντορίνη. Δεν έχουμε όλοι εταιρίες εξόρυξής που νεκρώνουν τις θάλασσες φτάνοντας σε απίστευτα βάθη με χημικά. Αντίθετα οι περισσότεροι άνθρωποι του πλανήτη είναι και αυτοί θύματα της περιβαλλοντικής καταστροφής μαζί με τη χλωρίδα και τη πανίδα.
Πολύ καλή η μετάφραση από το Στέφανο Τζαννετάτο που είχε να αποδώσει ένα κείμενο με πολλές ειδικές ορολογίες.
Η καταλυτική ειρωνεία του μεγάλου καλλιτέχνη για το λογιοτατισμό της εποχής του σε μια απολαυστική διήγηση.
Ο ίδιος ο Γκουστάβ Φλομπέρ σε επιστολή του στη Γεωργία Σάνδη στις 12 Ιουλίου 1872 προαναγγέλλει την ιδέα του βιβλίου με τα εξής λόγια :
"Θ' αρχίσω ένα βιβλίο που θα μ' απασχολήσει πολλά χρόνια... Είναι η ιστορία αυτών των δυο ανθρωπάκων που αντιγράφουν ένα είδος κριτικής εγκυκλοπαίδειας σε φάρσα... Θα μου χρειαστεί γι' αυτό να μελετήσω πολλά που αγνοώ... Πρέπει να 'ναι κανείς τρελός και τριπλά μανιακός για ν' αναλάβει ένα τέτοιο βιβλίο!... Είναι κάτι πιο σημαντικό απ' τον "Πειρασμό τον Αγίου Αντωνίου", που θα 'χει και την αξίωση να είναι κωμικό... Δεν είμαι σίγουρος πως το βιβλίο που ονειρεύομαι τώρα θα μπορέσει να γίνει καλό, όμως αυτό δε μ' εμποδίζει να τ' αναλάβω. Πιστεύω πως η ιδέα του είναι πρωτότυπη, τίποτα περισσότερο. Κι ύστερα, όπως ελπίζω να ξεχύσω μέσα σ' αυτό τη χολή που με πνίγει, πάει να πει να φωνάξω κάποιες αλήθειες, ελπίζω μ' αυτό τον τρόπο "να καθαρθώ" και να 'μαι ύστερα πιο ολύμπιος, ιδιότητα που απόλυτα μου λείπει".
Ο Φλομπέρ ήταν ένας αγωνιστής της πένας , ένας μύστης της τελειοθηρίας όσο αφορά τη γλωσσική έκφραση και την επιλογή της κατάλληλης λέξης. Οι μεταφράσεις του έργου του αποτελούσαν πάντοτε πρόκληση για τους ανθρώπους των γραμμάτων. Ο Αχιλλέας Κυριακίδης με την αξιόλογη δουλεία του ανανεώνει το ενδιαφέρον για ένα λιγότερο γνωστό έργο του Φλομπέρ και αφιερώνει τη μετάφραση στον Αντώνη Μοσχοβάκη, τον πρώτο μεταφραστή του έργου, και στον Χριστόφορο Λιοντάκη, που επίσης έχει δουλέψει πολύ πάνω στο κείμενο. Εκδόσεις ΠΟΛΙΣ, μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης, σελ. 496
Διαλέξτε μια κρύα χειμωνιάτικη βραδιά˙ με ανεμοβρόχι θα ήταν το ιδανικό, κουρνιάστε σε μια ζεστή γωνιά, ανοίξτε τον «Μέλμοθ» και θα βρεθείτε ξάφνου σε μια θαλασσοδαρμένη Ιρλανδική ακτή, μέσα σε ένα μισοεριπωμένο σπίτι, ανακαλύπτοντας μαζί με τον μοναχικό του κάτοικο τον πανάρχαιο μύθο του Περιπλανώμενου. Μέσα από την αφήγηση ένθετων και αλληλοσυνδεόμενων ιστοριών τρόμου , αίματος , προδοσίας, έρωτα και διαφθοράς παρακολουθούμε με καθηλωτική αγωνία τους ανθρώπους να γίνονται έρμαια μιας εποχής που κυριαρχεί ο τρόμος της Ιεράς Εξέτασης. Την καθημερινή ζωή βαραίνει καταθλιπτικά η θρησκοληψία και οι αποστεωμένες διδαχές της επίσημης εκκλησίας. Από χειρόγραφο σε χειρόγραφο και από τα σκοτεινά μπουντρούμια των μοναστηριών σε δαιδαλώδεις υπόγειες αποδράσεις οι ήρωες μας αναζητούν σωματική και πνευματική λύτρωση ενώ γύρω τους περιστρέφεται ύπουλα το πνεύμα του Κακού , ο εκπεσών άγγελος , ο Μέλμοθ.
Μέσα από το μυθιστόρημα ο συγγραφέας εκφράζει και την αγωνία ενός αληθινά πιστού για την απονοηματοδότηση των χριστιανικων αρχών από το ιερατείο της Καθολικής Εκκλησίας του Μεσαίωνα , αλλά και από κάθε ανάλογο ιερατείο τελικά, που χαρακτηρίζεται από ιησουίτικη υποκρισία , από τη δίψα για κοσμική εξουσία, για πλούτο. Την προσφώνηση «άξιος» ο συγγραφέας την αποδίδει μόνο σε ένα απλό και αγαθό ιερέα που βοηθά ανιδιοτελώς όσους πάσχουν , ανεξάρτητα από το δόγμα που πιστεύουν. Σε μια φράση της Ισιδώρας, μιας νέας κοπέλας, συνοψίζεται η προβληματική του Ματσούριν : Είναι αλήθεια πως μπορούμε να αγαπάμε χωρίς θρησκεία – μπορούμε όμως να είμαστε θρήσκοι χωρίς αγάπη ;
Ο «Μέλμοθ» μαζί με τον «Καλόγερο» του Λιούις , το «Κάστρο του Οτράντο» του Ουόλπολ και τα «Μυστήρια του Ουντόλφο» της Ράνκφιλτ αποτελούν αρχετυπικά δείγματα της λογοτεχνίας τρόμου. Ο συγγραφές του «Μέλμοθ» ο Charles Robert Maturin γεννήθηκε το 1782 στο Δουβλίνο , υπήρξε κληρικός, ήταν λάτρης των Γραμμάτων , θεωρούνταν εκκεντρικός για την εποχή και κυνηγήθηκε από την Εκκλησία η οποία τον κατηγορούσε για αθεΐα και εκφυλισμό. Μέσα στη ανέχεια συνέχισε το συγγραφικό του έργο προσπαθώντας να ζήσει την οικογένεια του αφού η Εκκλησία του έκοψε τον πενιχρό μισθό. Ο Ουόλτερ Σκοτ και ο Λόρδος Μπάιρον βοήθησαν στην ανάδειξη του έργου του. Ο Ματσούριν έως τον πρόωρο θάνατο του διατήρησε τον ακέραιο χαρακτήρα και το ατίθασο του πνεύμα.
Με το «Θρήνο της Κάντιας»( 2 τόμοι ) ,που αναφέρεται στην πτώση του Χάνδακα ( Ηράκλειο) από τους Τούρκους , ολοκληρώνεται η τριλογία του Δ. Ρώμα «Οι Νταβιτσέντζα». Εδώ πρέπει να αναφέρουμε τη σημείωση του οπισθόφυλλου ότι «αυτή η τριλογία είναι μέρος ενός γιγάντιου ιστορικού μυθιστορήματος με τον τίτλο «Περίπλους» που φιλοδοξούσε να καλύψει τρείς αιώνες νεοελληνικής ιστορίας , από τη Ναυμαχία της Ναυπάκτου ( 1571) έως της ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα ( 1864). Από το σύνολο των δεκαοκτώ τόμων κυκλοφόρησαν τελικώς οι δέκα».
Στο «Θρήνο της Κάντιας» παρακολουθούμε γεγονότα από τη μεγαλύτερη πολιορκία της παγκόσμιας Ιστορίας. Η πολιορκία του Χάνδακα ήταν ένα πολεμικό σχολείο της εποχής. Ο πολυάριθμος στρατός των Οθωμανών αντισταθμίζονταν από την κυριαρχία των Ενετών στη θάλασσα. Υπόγειες σήραγγες και από τις δύο πλευρές έφταναν μέχρι τις γραμμές του αντιπάλου και χρησίμευαν για ανατινάξεις. Δοκιμάστηκαν για χρόνια τακτικές μάχης και ανακαλύψεις που βοηθούσαν στη δράση του πυροβολικού και στην τέχνη των οχυρώσεων. Οι Κρητικοί που από την αρχή της ενετοκρατίας το 1204 πραγματοποίησαν πολλές εξεγέρσεις τώρα ενώνουν τις δυνάμεις τους με τον στρατό των χριστιανικών χωρών στον οποίο ηγείται ο Μοροζίνι.
Οι νεότεροι κλώνοι της ζακυνθοβενετσιάνικης φαμίλιας ακολουθούν την παράδοση των προγόνων τους και βρίσκονται να πολεμάνε στο Χάνδακα, ενάντια στους Τούρκους. Ο φοβερός πολεμιστής, έκφυλος, αλλά και διανοούμενος Βαρτάγγελος Νταβιτσέντζα καθώς και ο γιατρός αδελφός του Κέκος υπερασπίζονται την πόλη. Ένας άλλος αδελφός ο Μουτσέτος βρίσκεται αιχμάλωτος των Αλγερινών πειρατών την ίδια ώρα που οι αδελφές τους στη Ζάκυνθο ακολουθούν ολότελα διαφορετικούς δρόμους. Η Ορσέτα γίνεται Ηγουμένη σε μοναστήρι και η μικρότερη αδελφή η Μπιάνκα ζει το δράμα ενός απαγορευμένου έρωτα με ένα υποτακτικό του αρχοντικού. Εδώ ζούμε την κορύφωση του οικογενειακού δράματος την ώρα που η Κάντια παραδίδεται στους Τούρκους και σύσσωμοι οι κάτοικοι της παίρνουν με πόνο ψυχής το δρόμο της προσφυγιάς.
Η Κρητική Αναγέννηση διακόπτεται βίαια από την Οθωμανική κυριαρχία και ότι διασώζεται από αυτήν μπολιάζει καθοριστικά τον Επτανησιακό πολιτισμό με τη λογοτεχνία , τη ζωγραφική, την αγιογραφία , το θέατρο. Οι καρποί αυτής της σύζευξης θα μας δώσουν χρόνια μετά έναν Σολομό , ένα Κάλβο , ένα Λασκαράτο και πολλούς άλλους λογοτέχνες.
Στο τέλος του βιβλίου υπάρχει ένα δοκίμιο για την ελληνική γλώσσα. Ο συγγραφέας συμμερίζεται την άποψή του Σεφέρη ότι η γλώσσα της εποχής έτσι όπως αποθησαυρίστηκε στον Ερωτόκριτο του Β. Κορνάρου «είναι ένα μοναδικό φαινόμενο στην ιστορίας μας : είναι η τελειότερη οργανωμένη γλώσσα που άκουσε ο μεσαιωνικός και ο νεότερος ελληνικός κόσμος». Η διακοπή της Κρητικής Αναγέννησης από την Τουρκοκρατία στέρησε , ανάμεσα σε άλλα , και την ευκαιρία για μια ομαλή εξέλιξη του γλωσσικού ζητήματος με την επικράτηση μιας δημοτικής με πλούσιο περιεχόμενο και υψηλή αισθητική.
Το δεύτερο μέρος της τριλογίας «Οι Νταβιτσέντζα» ( 2 τόμοι) εξελίσσεται στη Ζάκυνθο πενήντα χρόνια μετά τη Ναυμαχία της Ναυπάκτου με τους απογόνους του θρυλικού Σοπρακόμιτου να ζούνε μέσα στη δίνη των συγκρούσεων ανάμεσα στους φεουδάρχες ευγενείς και στους ανερχόμενους αστούς , εμπόρους και τεχνίτες που είχανε τη γενική ονομασία ποπολάροι. Στη διαμάχη αυτή που διεξάγονταν στη βενετοκρατούμενη Ζάκυνθο εμπλέκονται και μέλη της οικογένειας Νταβιτσέντζα αλλά κύριος πρωταγωνιστής είναι η ίδια η ιστορική εξέλιξη σε μίας από κρίσιμες καμπές της. Τα φανταστικά και τα ιστορικά πρόσωπα κινούνται αναπόδραστα μέσα στο ιστορικό πλαίσιο της Αναγέννησης. Οι ανερχόμενες αστικές δυνάμεις, πανευρωπαϊκά, αρχίζουν να διεκδικούν την πολιτική πρωτοκαθεδρία και την κατάργηση των προνομίων των ευγενών, στην περίπτωση μας( 1628) τη συμμετοχή στην Ζακυνθινή αυτοδιοίκηση και την εγγραφή στο περίφημο Libro d’ Oro. Αυτή η εξέγερση εγκαινιάζει στα Επτάνησα μια περίοδο αγώνων ( και επί Αγγλοκρατίας ) με αιτήματα την κοινωνική ισότητα και την εθνική ολοκλήρωση , την Ένωση με την υπόλοιπη Ελλάδα. Η εποχή του επτανησιακού ριζοσπαστισμού είχε αρχίσει.
Παράλληλα με τα πολιτικά γεγονότα αναπτύσσονται η επιστημονική έρευνα και οι τέχνες. Οι ήρωες μας συμμετέχουν με πάθος στην αναζήτηση της επιστημονικής αλήθειας μαθητεύοντας στα ιταλικά πανεπιστήμια που ανακαλύπτουν την αρχαία ελληνική φιλολογία και τον ορθολογισμό τον οποίο αντιπαραθέτουν στο μεσαιωνικό σκοτάδι. Μέσα στο έργο διαβάζουμε για το Γαλιλαίο , για τις ανακαλύψεις της ιατρικής , για τις αλλαγές στις νομικές σχέσεις κ.α. Μαθαίνουμε για την ανεξιθρησκεία της βενετσιάνικης διοίκησής και για το ρόλο της εκκλησίας , Ορθόδοξης και Καθολικής. Στα τέσσερα χρόνια του Ρεμπελιού ξεσπά μια αδυσώπητη μάχη για την εξουσία με τις ταξικές προκαταλήψεις και το μίσος να φουντώνουν και να μετατρέπουν απλές ανθρώπινες ιστορίες σε χιλιάδες ατομικά δράματα. Ο Ρώμας ως σπουδαίος συγγραφέας , ως λόγιος που ήταν, μπόρεσε πλέξει καλλιτεχνικά τις συνομωσίες του έρωτα με το τραγούδι της εξέγερσης.
Ο συγγραφέας με την ενδελεχή του έρευνα σε ελληνικά και ιταλικά αρχεία στηρίζει τη μυθοπλασία με πλήθος στοιχείων και ασκεί σοβαρές κριτικές παρατηρήσεις στο ομώνυμο χρονολόγιο του ευγενή Άγγελου Σουμάκη επισημαίνοντας αρκετά λάθη και ανακρίβειες. Ο Δ. Ρώμας δεν προσεγγίζει τα ιστορικά γεγονότα με ουδετερότητα. Η ιστορική του θεώρηση έχει ιδεολογικό πρόσημο και δεν διστάζει να υποστηρίξει τις εκτιμήσεις του. Όμως μέσα στις πλούσιες σημειώσεις που παραθέτει χωρίς επιφυλάξεις και επιλεκτικότητες διευκολύνεται ο διάλογος και ο όποιος αντίλογος. Οπωσδήποτε σε αυτή τη στοιχειώδη βιβλιοπαρουσίαση δεν είναι δυνατό να αναπτύξει κάποιος κριτική με την πλήρη έννοια του όρου. Ας κρίνει ο καθείς μόνος του και κυρίως ας απολαύσει τη συνέχεια της συναρπαστικής περιπέτειας.
Ο Σοπρακόμιττος : Το πρώτο μέρος μιας υπέροχης τριλογίας
Λογοτεχνική απόδραση, σε εποχές καραντίνας, μας προσφέρει αυτό το ιστορικό μυθιστόρημα του Δ. Ρώμα που μας ταξιδεύει στην ενετοκρατούμενη Ζάκυνθο του 16ου αιώνα . Ο «Σοπρακόμιτος» (διοικητής γαλέρας ) είναι το πρώτο μέρος , (δυο τόμοι), μιας υπέροχης τριλογίας με τον τίτλο «Οι Νταβιτσέντζα» η οποία αρχίζει με τη ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571) συνεχίζεται με το «Ρεμπελιό των Ποπολάρων» (1628) και καταλήγει με το «Θρήνο της Κάντιας» που αναφέρεται στην πτώση του Χάνδακα ( 1669). Μέσα από τις περιπέτειες τριών γενιών της οικογένειας Νταβιτσέντζα θα ταξιδέψετε με βενετσιάνικες γαλέρες , θα περπατήσετε στα καντούνια του Τζάντε , θα κάνετε βεγγέρες στα αρχοντικά, θα συναντήσετε ευγενείς και ποπολάρους , θα ζήσετε μια σαγηνευτική περιπέτεια με πόλεμους και ρομάντζα, θα σας συνεπάρει ο ρυθμός μιας εξαιρετικής γραφής με τη ζακυνθινή ντοπιολαλιά της εποχής να ηχεί τραγουδιστά.
Ο Δ. Ρώμας για να γράψει αυτή την τριλογία, η οποία εντάσσεται σε ένα γιγάντιο έργο με τον τίτλο «Περίπλους» , πραγματοποίησε μελέτες και έρευνες σαράντα χρόνων σε ελληνικά και ιταλικά αρχεία. Φιλομαθής και χαλκέντερος μελετητής θεμελίωσε την πλοκή με ιστορικά τεκμήρια για την περίφημη Ναυμαχία της Ναυπάκτου όταν η συμμαχία χριστιανικών κρατών κατάστρεψε τον Οθωμανικό στόλο. Ο Δ. Ρώμας γράφει για τον τόπο του , τη Ζάκυνθο και την Ελλάδα , με σεβασμό και στοργικότητα έχοντας όμως το βλέμμα στραμμένο σε όλο τον ευρωπαϊκό χώρο και στην αφύπνιση του από το μεσαιωνικό λήθαργο.
Όποιος επιδείξει την υπομονή να διαβάσει τις πολυάριθμες σημειώσεις που συνοδεύουν τον κάθε τόμο θα δει έκπληκτος να ξεχύνεται μπροστά του ένας θησαυρός γνώσεων και πληροφοριών για την ενετοκρατία στην Ελλάδα, για ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα, για την αρχιτεκτονική , τα ήθη , τις νομικές σχέσεις, την ιατρική , τα μαθηματικά τη γλώσσα , τη θρησκεία, το θέατρο , την πολιτική και για όλα εκείνα τα φαινόμενα της αναγεννησιακής περιόδου που επηρεάσανε και τον επτανησιακό πολιτισμό.
Ο «Σοπρακόμιτος» και τα άλλα βιβλία του συγγραφέα ήταν για μένα μια σπουδαία αναγνωστική εμπειρία και με κάθε ευκαιρία προτείνω ένθερμα να τη γνωρίσουν οι βιβλιόφιλοι και ιδιαίτερα όσοι αγαπούν το ιστορικό μυθιστόρημα.
0
Θαυμαστό ταξίδι σε ιστορικούς τόπους
Ο Ουίλιαμ Ντάριμπλ, βραβευμένος συγγραφέας της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας, καταγράφει σε αυτό το βιβλίο τις εντυπώσεις του από την περιήγηση στα εδάφη που άκμασε κάποτε ο βυζαντινός πολιτισμός. Ο συγγραφέας βάδισε το 1994 στα βήματα δυο καλόγερων, του Ιωάννη Μόσχου και του μαθητή του Ιωάννη Σοφιστή, οι οποίοι πριν δεκατέσσερεις αιώνες , το 587 μχ , ξεκίνησαν ένα αντίστοιχο προσκυνηματικό ταξίδι το οποίο περιέγραψαν σε ένα βιβλίο το «Λειμωνάριο» . Με οδηγό αυτό το βιβλίο και τις γνώσεις του για την παλαιότερη και σύγχρονη ιστορία ο Ντάριμπλ ξεκίνησε από το Άγιο όρος, πέρασε από το Τουρκία, την Συρία, το Ισραήλ , την Παλαιστίνη , την Αίγυπτο και κατέληξε στις ερήμους της Ερυθραίας. Στη διαδρομή αυτή βρήκε ότι έχει απομείνει από θρησκευτικά μνημεία ενός λαμπρού πολιτισμού, κοιμήθηκε στα ίδια μοναστήρια και προσευχήθηκε στις ίδιες εκκλησίες που συνάντησαν οι δύο μοναχοί. Ο Ουίλιαμ Ντάριμπλ έκανε ένα επικίνδυνο ταξίδι μέσα από εμπόλεμες ζώνες και με την οξυδερκή ματιά του κατέγραψε τις συνήθεις των ανθρώπων, τις σύγχρονες συνθήκες και τις συγκρούσεις που οδήγησαν στην εξαφάνιση ναών και μονών, πολλών θρησκευτικών μνημείων αναντικατάστατων για την παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά. Έχουν μεγάλη αξία, ιδιαίτερα στις μέρες μας, οι μαρτυρίες του συγγραφέα για κοινές δοξασίες και θετικά σημεία συνάντησης των μεγάλων μονοθεϊστικών θρησκειών στην ίδια τους την κοιτίδα , την περιοχή της ευρύτερης Μέσης Ανατολής.
Ο Λεονάρντο είναι ένας φτωχός Ιταλός αγρότης που γνωρίζει τις κακουχίες του πολέμου μαζί με το μουλάρι του, τον Ιούλιο Καίσαρα όπως τον ονομάζει για να κοροϊδέψει τον Μουσολίνι που χρησιμοποιεί αυτό το προσωνύμιο για το εαυτό του. Ο Λεονάρντο ανακαλύπτει ότι πίσω από τους φανφαρονισμούς του Ντούτσε κρύβεται η φρικτή ανθρωποσφαγή, η άγρια πείνα, η βρωμιά και ένας αποφασισμένος αντίπαλος μέσα στον παγωμένο εφιάλτη των αλβανικών βουνών. Παρόλα αυτά δεν χάνει την ανθρωπιά του , έχει περιέργεια και όχι μίσος για τον Λεωνίδα όπως έχει ονομάσει αφηρημένα τον Έλληνα στρατιώτη. Προστατεύει όπως μπορεί το δυστυχισμένο μουλάρι από το κρύο και τους πεινασμένους συναδέλφους του. Στην εξέλιξη της υπόθεσης θα συναντηθεί με τον « Λεωνίδα » που είναι ο Σταμάτης και μαζί θα διαπιστώσουν ότι μοιάζουν, είναι απλοί άνθρωποι του μόχθου που υποφέρουν από ένα άδικο πόλεμο. Αυτή η νουβέλα του Κώστα Ι. Κυριαζή προσεγγίζει το θέμα με ξεχωριστή ματιά η οποία διακρίνεται για τον ανθρωπισμό και την κατανόηση απέναντι στο δράμα των απλών ανθρώπων και κάθε ζωντανού πλάσματος. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι το κείμενο συνοδεύεται από φωτογραφικό υλικό.
Δυνατή αλληγορία με πολλαπλές αναγνώσεις και αριστουργηματική γραφή από τον Ντίνο Μπουτζάτι. «Η Έρημος των Ταρτάρων» είναι ένα υπαρξιακό δράμα που έχει σε πρώτο πλάνο τον ήρωα του βιβλίου τον νεαρό υπολοχαγό Τζοβάνι Ντρόγκο ο οποίος φτάνει σε ένα μακρινό οχυρό με σκοπό να παραμείνει λίγο καιρό και τελικά εγκλωβίζεται εκεί για τριάντα χρόνια περιμένοντας μαζί με τους άλλους στρατιώτες ένα εχθρό από την έρημο που δεν φτάνει ποτέ. Με δική του επιλογή, φαινομενικά, αποκόβει τους δεσμούς με τη ζωή , απορρίπτει το γάμο, γλιστράει στην αδράνεια, βαλτώνει, και αναμένει τη δικαίωση της ύπαρξης του μέσα από την πολεμική δόξα η έστω από την απόκτηση ενός στοιχειώδους νοήματος στην άγονη αναμονή. Ο Τζοβάνι Ντρόγκο μέσα σε αυτό το καφκικό περιβάλλον θα μπορούσε να αναφωνήσει το καβαφικό «..ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω». Ταυτόχρονα όμως, καθώς η πλοκή εξελίσσεται στο περιβάλλον μιας απομονωμένης στρατοπεδικής κοινωνίας, αποδεικνύεται ότι οι συνθήκες ζωής και οι κοινές αξίες διαμορφώνουν τη συλλογική τελικά, συνείδηση που αντανακλά στο άτομο. Στην συγκεκριμένη περίπτωση ο Τζοβάνι και οι συνάδελφοι του ζητούν τη δικαίωση στην στρατιωτική ζωή και στην σύγκρουση με τον «άλλο», ενώ η ζωή κυλάει αλλού. Ας μην ξεχνάμε βέβαια ότι το μυθιστόρημα γράφτηκε το 1940, χρονιά σημαδιακή για την Ιταλία και φυσικά για τη χώρα μας.
Το μυθιστόρημα είχε εκδοθεί για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1991 ( Αστάρτη , μετ. Ανταίος Χρυσοστομίδης) ενώ τώρα το παρουσιάζουν στο αναγνωστικό κοινό οι Εκδόσεις Μεταίχμιο σε μετάφραση της Μαρίας Οικονομίδου.
Είναι μια καλή ευκαιρία να γνωρίσει αυτό το μυθιστόρημα την προσοχή που του αξίζει. Ιδιαίτερα στη σημερινή συγκυρία, με την πανδημία να δημιουργεί τις συνθήκες μιας ιδιότυπης απομόνωσης, αναγνώσματα όπως «Η Έρημος των Ταρτάρων» πυροδοτούν τον αναγκαίο αναστοχασμό πάνω στα ζητήματα του χρόνου και των αληθινών προτεραιοτήτων της ανθρώπινης ύπαρξης .
Τα αδέλφια Χόμερ και Λάνγκλεϋ Κόλλυερ, δυο αντισυμβατικοί και ιδιόρρυθμοι τύποι ζουν απομονωμένοι στην άλλοτε πολυτελή έπαυλη της οικογένειας τους στην Πέμπτη Λεωφόρο της Νέας Υόρκης . Ο εσωστρεφής, τυφλός Χόμερ και ο "πειραγμένος" από τα αέρια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου Λάνγκλεϋ αρνούνται οποιαδήποτε συναλλαγή με το κράτος , παρότι εύποροι δεν πληρώνουν ποτέ λογαριασμούς φωτισμού και ύδρευσης , μετατρέπουν το τεράστιο σπίτι τους στον παράδεισο του ρακοσυλλέκτη μαζεύοντας τόνους παλιών εφημερίδων και χιλιάδες απίθανα αντικείμενα από τα σκουπίδια. Κατά παράδοξο τρόπο όμως το σπίτι είναι ανοιχτό σε χίπις , πόρνες , γκάγκστερ , μετανάστες και μουσικούς ως αντιπροσωπευτικές μορφές της εκάστοτε πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας που διαμορφώνεται μέσα από πολέμους , πολιτικά κινήματα, τεχνολογικές ανακαλύψεις. Ο συγγραφέας εμπλέκει τα γεγονότα με τη μυθοπλασία ενώ επεκτείνει χρονικά την ιστορία μέχρι την δεκαετία του ’70. Μαγεύει η αβίαστη, χαμηλότονη , απέριττή γραφή του Doctorow . Χωρίς εύκολους εντυπωσιασμούς και επίδειξη γνώσεων, τις οποίες αναμφίβολά διαθέτει ο συγγραφέας, αφήνει να λειτουργήσουν ελεύθερα οι συνειρμοί που προκύπτουν από τα συμβολικά στοιχεία του κειμένου και τα χαρακτηριστικά στιγμιότυπα της αμερικάνικης ιστορίας. Απέκτησα ως δώρο αυτό το υπέροχο βιβλίο και με αυτή την ευκαιρία εκφράζω ένα δεύτερο ευχαριστώ στον δωρητή. Είναι ελπιδοφόρο ότι υπάρχει ακόμα καλή λογοτεχνία. Ας τη μοιράστουμε.
Ιστορία μυστηρίου με αξιομνημόνευτους χαρακτήρες και πνευματώδη πλοκή που εξελίσσεται παράλληλα με την Ιστορία των Μαθηματικών. Μπορώ να διαβεβαιώσω ότι διαβάζεται απολαυστικά και άνετα ακόμα και από κάποιον που έχει πολύ μακρινή σχέση με τα Μαθηματικά. Δεν είναι βέβαιο ότι θα αγαπήσετε ξαφνικά τα Μαθηματικά αλλά σίγουρα θα αμφισβητήσετε τα στερεότυπα για αυτή την επιστήμη όταν ανακαλύψετε ότι πίσω από τους ψυχρούς αριθμούς και τα σύμβολά κρύβεται μια συναρπαστική περιπέτεια χιλιάδων χρόνων. Το Θεώρημα του Παπαγάλου είναι από τα βιβλία που διαβάζονται αδιάπαυστα από την πρώτη μέχρι την τελευταία αράδα. Την εποχή που εκδόθηκε το πολυμεταφρασμένο μυθιστόρημα του Ντενί Γκετζ δημιουργήθηκε ενθουσιασμός σε κριτικούς και αναγνώστες . Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο μεταφραστής του βιβλίου , ο Τεύκρος Μιχαηλίδης, συνέχισε στην ίδια ρότα και μας χάρισε τα Πυθαγόρεια Εγκλήματα και άλλες ιστορίες .. μαθηματικού μυστηρίου.
Κλασική αστυνομική ιστορία, με φόνο στη βιβλιοθήκη , με μπάτλερ , με διαθήκες, με ερωτικές αντιζηλίες , κληρονόμους και φυσικά με ιδιόρρυθμο ντεντέκτιβ ο οποίος συνεργάζεται για τη λύση του μυστηρίου με ένα νεαρό ανερχόμενο δικηγόρο.
Αυτό που κάνει ξεχωριστή την «Υπόθεση Λέβενγουορθ» είναι το γεγονός ότι γράφτηκε το 1878 , εννιά χρόνια πριν κάνει την εμφάνιση του ο Σερλοκ Χόλμς του ‘Αρθουρ Κόναν Ντόιλ, από μια γυναίκα, την Άννα Κάθριν Γκριν , που βάδισε στο μονοπάτι του Πόε και άνοιξε το δρόμο για την αμερικάνικη αστυνομική λογοτεχνία. Το βιβλίο πούλησε μέχρι το θάνατο της συγγραφέως ένα εκατομμύριο αντίτυπα και ήταν ένα από τα best seller του 19ου αιώνα. Έκτοτε η Γκριν έγραψε πάνω από σαράντα βιβλία σε σαρανταπέντε χρόνια μέχρι να πάρει τη σκυτάλη , στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, μια Αγγλίδα θαυμάστρια της : η Αγκάθα Κρίστι. Οι ιστορίες της Γκριν διακρίνονται για την εμπνευσμένη πλοκή και την αδρή περιγραφή των χαρακτήρων. Το γεγονός ότι μεγάλωσε σε περιβάλλον δικαστικών βοήθησε τη συγγραφέα να αποδώσει με ρεαλιστικό τρόπο τον κόσμο του νόμου και της παρανομίας.
Η «Υπόθεση Λέβενγουορθ » κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg σε μετάφραση του Ερρίκου Μπαρτζινόπουλου ο οποίος γράφει και την πολύ κατατοπιστική εισαγωγή για τη ζωή της Anna Katharine Green και το ρόλο που έπαιξε στην εξέλιξη της αστυνομικής λογοτεχνίας. Το βιβλίο είναι.. must όπως λένε.
Μια πολύ καλή εισαγωγή στην ιστορία της Κίνας αποτελεί αυτό το βιβλίο της Patricia Buckley Ebrey, Αμερικανίδας καθηγήτριας ιστορίας των ανατολικών ασιατικών σπουδών. Πρόκειται για επιστημονική μελέτη γραμμένη με τρόπο που γίνεται προσιτή σε κάθε φιλομαθή αναγνώστη. Η συγγραφέας διαπερνά τις τέσσερεις χιλιετίες της κινέζικης ιστορίας επικεντρώνοντας στο κύριο, διαχρονικά, ενοποιητικό στοιχείου αυτού του πολυάριθμου λαού, τον μεγάλο του πολιτισμό. Από την προϊστορία ως τις μέρες μας παρακολουθούμε την άνοδο και την πτώση των μεγάλων δυναστειών, την εξέλιξη του κομφουκιανισμού και του βουδισμού , τις επιδρομές των Μογγόλων, τις τέχνες, τις ανακαλύψεις, την οικονομική και κοινωνική ζωή, τις σχέσεις με τους άλλους λαούς. Η έκδοση είναι εξαιρετικά επιμελημένη και περιλαμβάνει έξοχο φωτογραφικό υλικό. Σιγουρά πρόκειται για ένα βιβλίο το οποίο ανταποκρίνεται στο αυξανόμενο ενδιαφέρον για τη γνωριμία με μία χώρα που διεκδικεί πρωταγωνιστικό ρόλο στον σύγχρονο κόσμο.
Δύο γυναίκες δολοφονούνται βάναυσα στην οδό Μόργκ στο Παρίσι. Μυστήριο καλύπτει τους φόνους και οι έρευνες της αστυνομίας δεν οδηγούν πουθενά. Τότε εμφανίζεται ο Αύγουστος Ντυπέν, ευφυής, εκκεντρικός διανοούμενος και ιδιωτικός ντεντέκτιβ για να λύσει την υπόθεση. Είναι η φιγούρα πρότυπο για τον Σερλοκ Χόλμς και τόσους άλλους ήρωες που γνωρίσαμε. Οι φόνοι της οδού Μόργκ είναι το "πρώτο αίμα " της αστυνομικής λογοτεχνίας και "ξεπήδησε" από την πένα του ιδιοφυούς Εγκαρτ Άλαν Πόε. Ένα βιβλίο με λογοτεχνική και συμβολική αξία.
Ένα μυθιστόρημα για την βιβλιοφιλία … μέχρι παράνοιας
Ένα διαμαντάκι της λογοτεχνίας , όπως θα έλεγε και κάποιος σινεφίλ για το αντίστοιχο του είδους του . Ιστορία μυστηρίου και αγάπης , η οποία διαδραματίζεται ανάμεσα σε Αγγλία και Λατινική Αμερική μέσα σε περιβάλλοντα συγγραφέων , βιβλιόφιλων , παλαιοβιβλιοπωλών , εκδοτών και καθηγητών λογοτεχνίας. Το πάθος για τα βιβλία έως την παράνοια και μια ερωτική ανάμνηση, σφραγίζονται από ένα θάνατο του οποίου η εξήγηση παραπέμπει στο μαγικό και φαντασιακό στοιχείο της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας.
Ο Κάρλος Μαρία Ντομίνγκες ,Αργεντινός που ζει στο Μοντεβιδέο, συγγραφέας, δημοσιογράφος και κριτικός λογοτεχνίας καταφέρνει σε 107 σελίδες να μεταδώσει ιδέες , συναισθήματα και έντονες εμπειρίες ανακαλώντας ταυτόχρονα στη μνήμη μας συγγραφείς και διαβάσματα μιας ζωής. Διαβάζεται με μια ανάσα, την οποία θα αφήσετε στο τέλος του βιβλίου λυτρωτικά και με ικανοποίηση.
Το ιστορικό αφήγημα «Στον κήπο με τα θηρία» είναι βασισμένο στα ημερολόγια του Αμερικάνου πρέσβη Γουίλιαμ Ντοντ και της κόρης του Μάρθας που έζησαν με την υπόλοιπη οικογένεια στο Βερολίνο τα πρώτα χρόνια της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία.
Ο Γουίλλιαμ Ντον καθηγητής και κοσμήτορας στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο, σπουδασμένος στη Λειψία και λάτρης του γερμανικού πολιτισμού διορίζεται πρέσβης των ΗΠΑ σε μια περίοδο κρίσιμή για τις σχέσεις των δύο χωρών. Προτεραιότητα της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ ήταν η διατήρηση των οικονομικών συμφερόντων των τραπεζιτών και των βιομηχάνων με το γερμανικό καθεστώς. Ο δημοκράτης Ντον προειδοποιούσε για τον κίνδυνο ενώ καλούνταν να διαχειριστεί τις λεπτές ισορροπίες της διεθνούς διπλωματίας μέσα από δολοπλοκίες και εμπόδια.
Ο Ερικ Λάρσον χειρίζεται με άριστο τρόπο το αρχειακό υλικό και τις καταγραμμένες μαρτυρίες αναβιώνοντας γνωστά γεγονότα και πρόσωπα μιας έτσι κι αλλιώς μυθιστορηματικής εποχής. Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου ζωντανεύουν ιστορικά πρόσωπα όπως ο Γκαίρινγκ, ο Φον Πάπεν, ο Γκαίμπελς , ο ίδιος ο Χίτλερ. Περιγράφονται σημαντικά γεγονότα όπως η Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών , ο εμπρησμός του Ράιχσταγκ ,η δίκη του Δημητρώφ, οι συνομωσίες κατά του Χίτλερ και τα εφιαλτικά πογκρόμ κατά των Εβραίων . Παρουσιάζεται η μεταμόρφωση ενός πολιτισμένου λαού σε δολοφονική αγέλη. Οι Ντον και οι φίλοι τους αρνούνται να πιστέψουν αυτό τον παραλογισμό και εξακολουθούν να μιλάνε για μεμονωμένα περιστατικά μέχρι να δουν γεγονότα όπως τα παρακάτω:
«Άκουσαν από μακριά τις βραχνές κραυγές ενός άλλου, μεγαλύτερου και πιο θορυβώδους πλήθους που αυξάνονταν σε ένταση καθώς πλησίαζε στον δρόμο. Άκουσαν τη μακρινή μουσική μιας μπάντας του δρόμου, όλο χάλκινα πνευστά και φασαρία. Το πλήθος συμπτύχθηκε, όλο προσμονή, έγραψε ο Ρέινολντς. “Μπορούσαμε να ακούσουμε τις κραυγές του πλήθους από τρία τετράγωνα μακριά – κραυγές γέλιου που μεγάλωναν σε ένταση καθώς η μουσική πλησίαζε προς το μέρος μας”. Ο θόρυβος δυνάμωσε, συνοδευόμενος από την εμφάνιση μιας τρεμουλιαστής πορτοκαλιάς λάμψης, η οποία φώτιζε τις προσόψεις των κτιρίων. Λίγες στιγμές αργότερα εμφανίστηκε μπροστά τους η πορεία, αποτελούμενη από μια φάλαγγα των SA, με καφετιές στολές, πυρσούς και λάβαρα. “Στρατιώτες των SA”, παρατήρησε ο Ρέινολντς “και όχι παιχνιδοποιοί”. Ακριβώς πίσω από την πρώτη ομάδα έρχονταν δύο πολύ μεγαλόσωμοι στρατιώτες, με έναν μικροσκοπικό αιχμάλωτο ανάμεσά τους, αν και αρχικά ο Ρέινολντς δεν μπορούσε να διακρίνει αν ήταν άνδρας ή γυναίκα. Οι στρατιώτες “μισοστήριζαν” και “μισοέσερναν” την ανθρώπινη φιγούρα στον δρόμο. “Είχαν ξυρίσει τα μαλλιά της”, έγραψε ο Ρέινολντς “και είχαν πασπαλίσει το πρόσωπο και το κεφάλι με λευκή σκόνη”. Πλησίασαν προσεκτικά μαζί με το πλήθος γύρω τους, και τώρα, ο Ρέινολντς και η Μάρθα μπορούσαν να δουν ότι η φιγούρα ήταν μια νεαρή γυναίκα – αν και ο Ρέινολντς εξακολουθούσε να μην είναι απολύτως βέβαιος. “Παρόλο που φορούσε φούστα, θα μπορούσε να είναι ένας άντρας ντυμένος κλόουν. Το πλήθος γύρω μου ξεκαρδίστηκε από τα γέλια βλέποντας το θέαμα”. Οι εγκάρδιοι τύποι της Νυρεμβέργης μεταμορφώθηκαν μπροστά στα μάτια τους και άρχισαν να χλευάζουν και να εκτοξεύουν χυδαιότητες προς τη γυναίκα. Οι στρατιώτες που την κρατούσαν ξαφνικά τη σήκωσαν όρθια, αποκαλύπτοντας μια ταμπέλα που της είχαν κρεμάσει στον λαιμό. Άγριο γέλιο ξεσηκώθηκε από παντού. Η Μάρθα, ο Μπιλ και ο Ρέινολντς ρώτησαν με τα σπαστά γερμανικά τους τους άλλους παρευρισκόμενους τι συνέβαινε, και έμαθαν αποσπασματικά ότι η κοπέλα είχε σχέση με έναν Εβραίο. Απ’ όσο μπορούσε να καταλάβει η Μάρθα, η ταμπέλα έγραφε “ΔΟΘΗΚΑ ΣΕ ΕΝΑΝ ΕΒΡΑΙΟ”».
Τα επόμενα χρόνια θα ακολουθήσουν αυτή τη φρικτή πομπή, ανάπηροι, ομοφυλόφιλοι, αντιφρονούντες, κομμουνιστές, Ρομά.
Το βιβλίο κρατά το ενδιαφέρον ως το τέλος παρά το γεγονός ότι είναι γνωστή η εξέλιξη της ιστορίας. Το πιο σημαντικό είναι ότι φωτίζονται , με επίσημα ντοκουμέντα ορισμένες πλευρές των διπλωματικών σχέσεων που εξηγούν την ανοχή, και ορισμένες φορές τη στήριξη του Δυτικού κόσμου απέναντι στο ναζισμό. Όπως λένε άλλωστε και οι Αμερικάνοι : follow the money.
Αρχετυπικό σκοτεινό δράμα για το αιώνιο πάθος της εξουσίας που καταλύει κάθε φραγμό της συνείδησης. Από την αρχή του έργου, όταν ο Μάκμπεθ ακούει τις προφητείες των μαγισσών μέχρι την αιματηρή κατάκτηση του θρόνου και την πτώση της τυραννικής βασιλείας του παρακολουθούμε την απογύμνωση της ανθρώπινης ψυχής από κάθε έννοια ηθικής και ανθρωπιάς. Ο Μάκμπεθ προκειμένου να πετύχει την απόλυτη εξουσία δεν διατάζει απέναντι στην προδοσία , το φόνο, τη δολοπλοκία και την παιδοκτονία. Και όταν διστάζει έρχεται η ακλόνητη επιμονή της Λαίδης Μάκμπεθ για να τον πείσει με κάθε μέσο, να τον δέσει με τους πιο φρικτούς όρκους. Στο τέλος έρημοι και μόνοι ανακαλύπτουν ότι δεν εξουσιάζουν ούτε το εαυτό τους. Η ιστορία δεν είναι πρωτότυπη, είχε συμβεί πριν και συνέβη πολλές φορές μετά το Μεσαίωνα. Είναι όμως η ο ανεπανάληπτος Σαίξπηρ που με το λόγο του, τη βαθιά γνώση της ανθρώπινης ιδιοσυγκρασίας και του ιστορικού γίγνεσθαι μπόρεσε να κάνει τον Μάκμπεθ κλασικό πρότυπο της εξουσιλαγνείας.
Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης με το μυθιστόρημα «Οι σκλάβοι στα δεσμά τους» (1922) μας προσφέρει μια ανεξίτηλη τοιχογραφία της Κερκυραϊκής κοινωνίας στην εποχή που μεγάλες κοινωνικές αντιθέσεις και ανακατατάξεις διαμόρφωσαν όλο τον ευρωπαϊκό χώρο για πολλές δεκαετίες.
Στα Επτάνησα, για ιστορικούς λόγους ( ενετοκρατία, αγγλοκρατία) η κοινωνική κινητικότητα προσομοιάζει περισσότερο με τα πρότυπα της Δυτικής Ευρώπης και για αυτό οι αντιθέσεις εμφανίζονται με μορφή ξεκάθαρα ταξική εν αντιθέσει με την υπόλοιπη Ελλάδα που λόγω Τουρκοκρατίας επικαλύπτονταν από το εθνικοαπελευθερωτικό πρόταγμα.
Στην «παλέτα» του Θεοτόκη υπήρχε το ξεπεσμένο αρχοντολόι με την προσκόλληση του σε φεουδαρχικά πρότυπα ζωής, υπήρχε η ανερχόμενη αστική τάξη με τη βουλιμία και τον αμοραλισμό του επερχόμενου νικητή, υπήρχαν και φτωχοί εργάτες και αγρότες που καταπιέζονταν από παλιούς και νέους αφέντες.
Με επίκεντρο την οικογένεια του ξεπεσμένου αριστοκράτη Αλέξανδρου Οφιομάχου, ξετυλίγεται η αλυσίδα των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών δεσμών που βαραίνουν καταθλιπτικά στη ζωή των ηρώων και αποκαλύπτουν τις αιτίες της ανθρώπινης δυστυχίας.
Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης , σπουδαίος λογοτέχνης με πλατιά μόρφωση και κουλτούρα μας έδωσε ένα μυθιστόρημα που όποιος το διαβάσει μένει με την αίσθηση ότι συνάντησε ένα έργο ισάξιο με εκείνα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Και θα έχει δίκιο. Διαβάστε το και μοιραστείτε το. Θα είναι ένα δώρο ψυχής για τον εαυτό σας και για όσους αγαπάτε.
Τι θα μπορούσε να γραφτεί ως «κριτική» για ένα βιβλίο το οποίο ξεκίνησε από τα χαρακώματα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, επιβίωσε από το κάψιμο των βιβλίων στη χιτλερική Γερμανία , πέρασε από το Άουσβιτς και τον όλεθρο της Χιροσίμα για να φτάσει να είναι επίκαιρο μέχρι τη σημερινή εποχή που ηχούν πάλι δυνατά τα τύμπανα του πολέμου; Ποια βαθμολογία μπορεί να μετρήσει τη φρίκη που περιγράφει ο Έριχ Μαρία Ρεμάρκ έχοντας ζήσει ό ίδιος την αληθινή όψη του πολέμου; Πώς να κρίνει δηλαδή κάποιος φράσεις όπως αυτή που ακολουθεί ;
«.. Είμαι νέος, μόλις έκλεισα τα 20• από τη ζωή δεν ξέρω παρά μόνο την απελπισία, το θάνατο, το φόβο και μια αλυσίδα από ανόητες επιπολαιότητες, πάνω από μια άβυσσο πόνων και θλίψεων. Βλέπω λαούς να ορμούν σε άλλους λαούς, να σκοτώνουν και να σκοτώνονται, χωρίς ούτε κι εκείνοι να ξέρουν το γιατί, υπακούοντας σ΄ αυτούς που τους στέλνουν, χωρίς συναίσθηση του κινδύνου ή της ευθύνης τους. Βλέπω πως οι δυναμικότεροι εγκέφαλοι του κόσμου εφευρίσκουν όπλα και λόγια για να γίνονται όλ’ αυτά μ’ έναν τρόπο ακόμα πιο ραφιναρισμένο και να διαρκούν όσο γίνεται περισσότερο. Και όλοι οι συνομήλικοί μου εδώ, στην αντικρινή παράταξη, σ’ ολόκληρο τον κόσμο το βλέπουν όπως εγώ. Αυτή είναι η ζωή της γενιάς μου και η δική μας».
Ας διαβάσουμε ξανά και ξανά λόγια όπως τα παραπάνω και ας συλλογιστούμε το πώς και το γιατί. Είναι το λιγότερο που χρωστάμε σε αυτούς που έφυγαν ,σε αυτούς που έρχονται και σε μας τους ίδιους.
Αριστουργηματική συνάντηση λογοτεχνίας και ιστορίας
Ο Τζουζέππε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα ( 1896 – 1957 ) έγραψε εξήντα χρονών το μοναδικό του μυθιστόρημα, τον διάσημο «Γατόπαρδο» και έζησε μόνο μερικούς μήνες ακόμα ώστε να το να το δει να απορρίπτεται από δύο εκδότες . Ένα χρόνο μετά το θάνατο του κυκλοφόρησε τελικά το βιβλίο που όχι μόνο γνώρισε τεράστια εμπορική επιτυχία αλλά κατάκτησε τις κορυφές της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Αργότερα το 1963 από το κείμενο αυτό και τη σκηνοθετική «μπαγκέτα» του Λουκίνο Βισκόντι γεννήθηκε η ομόνυμη επική ταινία που παραμένει ένα από τα μεγαλύτερα αριστουργήματα της έβδομης τέχνης.
Ο «Γατόπαρδος» αναφέρεται στην ιστορική περίοδο 1860- 1900 κατά την οποία η Ιταλία βρίσκονταν υπό Αυστριακή κατοχή και ήταν διαιρεμένη σε μικρά κομμάτια που διοικούνται από πρίγκιπες, από την αριστοκρατία. Η ανερχόμενη αστική τάξη και οι έμποροι έρχονται στο προσκήνιο και με εκφραστή τον Γκαριμπάλντι επιδιώκουν την ιταλική ενοποίηση, το Risorgimento όπως καταγράφηκε στην ιστορία. Οι αριστοκράτες προσπαθούν να διατηρήσουν τα προνόμια τους με μια ανιστόρητη εμμονή στην κοινωνική ακινησία. Βαλτώνουν οι ίδιοι στην προσπάθεια να αφήσουν τα πράγματα ως έχουν. Ένα τμήμα της αριστοκρατίας έχοντας προεξοφλήσει την κυριαρχία της νέας τάξης σπεύδει να πάρει έγκαιρα το μέρος της.
Ο γερασμένος Ντον Φαμπρίτσιο, Πρίγκιπας ντι Σαλίνα και ο αγαπημένος του ανιψιός ο φιλόδοξος Τανγκρέντι αντιπροσωπεύουν τη μυθιστορηματική εκδοχή των δυο αυτών πόλων. Απέναντι στη στάση του άβουλου, μελαγχολικού παρατηρητή Ντον Φαμπρίτσιο που απορεί με τις επιλογές του ανιψιού του βρίσκεται η μπαλζακική φιγούρα του γοητευτικού Τανγκρέντι του οποίου η αντίληψη συνοψίζεται στη γνωστή φράση του βιβλίου: «Για να παραμείνουν τα πράγματα τα ίδια, όλα πρέπει να αλλάξουν».
Ο συγγραφέας μας παρουσιάζει με πιστότητα τη σικελική κοινωνία της εποχής, τα ήθη, την καθημερινότητα, την πανταχού παρούσα καθολική εκκλησία και τα αρχοντικά παλάτια που φθίνουν. Ο εκτυφλωτικός ήλιος και η διαυγής σκέψη του Ντι Λαμπεντούζα φωτίζουν ένα μελαγχολικό τοπίο της Σικελίας σύμφυτο με το ανθρώπινο δράμα . Ξεπεσμένος ευγενής , σικελός και λάτρης της λογοτεχνίας ο ίδιος γράφει κάτι για το οποίο γνωρίζει καλά. Ακριβώς για αυτό το λόγο δεν καταφεύγει σε εξεζητημένες και στυλιζαρισμένες φράσεις. Μας καθηλώνει με έξυπνη απλότητα και απαλές νότες λυρισμού. Το ιστορικό πλαίσιο και η κριτική ματιά παραμένουν σταθερά στο φόντο της πλοκής χωρίς να βαραίνουν τη μυθοπλασία.
Υπάρχουν βιβλία που σκεφτήκαμε να διαβάσουμε άλλα που αξίζει να διαβάσουμε και άλλα που «πρέπει» να διαβάσουμε . Από όποιο δρόμο και αν φτάσετε στον «Γατόπαρδο» θα έχετε κάνει μια ανακάλυψη.
« Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια ……» εμείς τι κάνουμε ;
Συμπληρώθηκαν φέτος εξήντα χρόνια από την έκδοση αυτού του εμβληματικού βιβλίου της Χάρπερ Λη και μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα πως καμιά άλλη διακήρυξη για τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν γράφτηκε με τόσο λογοτεχνικό τρόπο. Γιατί στην πραγματικότητα το βιβλίο αυτό αποτελεί ντοκουμέντο της ανθρώπινης σκέψης για την υπεράσπιση του αδύναμου και του διαφορετικού , για την ανεκτικότητα και την κατανόηση, για την προσήλωση , με κάθε κόστος, σε αρχές και αξίες.
Ο δικηγόρος Άττικους Φίντς, σε αντίθεση με το κοινωνικό του περίγυρο στον αμερικάνικο Νότο της δεκαετίας του 30, αναλαμβάνει την υπεράσπιση ενός μαύρου εργάτη που κατηγορείται άδικα για βιασμό λευκής. Ο Άτικους, χήρος, που μεγαλώνει μόνος τα δύο του παιδιά , τον Τζέμ και τη Σκάουτ, δίνει μια απέλπιδα μάχη με την οποία αποδυκενύται η αλήθεια αλλά χάνει η δικαιοσύνη. Ο Τόμ καταδικάζεται και σκοτώνεται στη φυλακή.
Η αφήγηση μέσα από τη φωνή της 9χρόνης κόρης του Άτικους της Σκάουτ ξεδιπλώνει παράλληλα μια ιστορία ενηλικίωσης και διαπαιδαγώγησης με την τρυφερότητα και το ανάλαφρο χιούμορ να γλυκαίνουν μια πικρή ιστορία για ένα περιβάλλον υποκρισίας, προκατάληψης και βίας.
Επίκαιρο και σήμερα το βιβλίο σε μια εποχή που τα κοτσύφια εξακολουθούν να παθαίνουν «γιατί δεν μπορούν να αναπνεύσουν» από το ρατσισμό και την καταπίεση.
Μέσα στις πασίγνωστες φράσεις του βιβλίου οι οποίες δίκαια αναπαράγονται από όσους γράφουν για το βιβλίο ξεχωρίζει μια η οποία αποτελεί και τη βάση της διαπαιδαγωγικής αντίληψης του πατέρα Άτικους μα αφορά στην πραγματικότητα τον καθένα και την καθεμιά μας :
«Αν υπάρχει κάτι που δεν ισχύει η αρχή της πλειοψηφίας είναι η συνείδηση »
Αυτοβιογραφία ενός αγωνιστή που αφηγείται με αφοπλιστική ειλικρίνεια και αυθεντική λαϊκότητα τις περιπέτειες μιας γενιάς που πέρασε από φωτιά και σίδερο. Ένα βιβλίο που μιλά για εκείνους που τίποτα δεν πήγε χαμένο στη χαμένη τους ζωή και που δεν χαραμίσανε το ακριβό τους χαμόγελο για τους σταυρωτήδες τους αλλά το φυλάξανε για τις πορείες του μέλλοντος . Για τον αέναο αγώνα της ζωής και τη ζωή του αγώνα.
Με τις « Σκηνές από το βίο του Ματίας Αλμοσίνο», κυρίως, αλλά και με το σύνολο του έργου του ο Ισίδωρος Ζουργός ανανεώνει το ενδιαφέρον για το ιστορικό μυθιστόρημα στην χώρα μας τοποθετώντας το σε υψηλότερα ποιοτικά επίπεδα από αυτά που γνωρίσαμε τα τελευταία χρόνια.
Μέσα από την περιπλάνηση του Ματίας Αλμοσίνο, ενός κρυπτοεβραίου από την Ελβετία που διασχίζει την Ευρώπη του 17ου αιώνα , παρακολουθούμε την κορύφωση της διαπάλης ανάμεσα στο θεοκρατικό Μεσαίωνα που σβήνει και την Αναγέννηση που αναδύεται με τον ορθολογισμό και την επιστημονική σκέψη της. Η μορφή του Ματίας ενσωματώνει όλα τα χαρακτηριστικά του Αναγεννησιακού ανθρώπου, του παν-επιστήμονα ανθρωπιστή.
Με τη φρεσκάδα της γραφής του και με φανερό το γεγονός ότι το υλικό του είναι προϊόν εμπεδωμένης γνώσης και έρευνας ο συγγραφέας παρουσιάζει τη συγκεκριμένη περίοδο μέσα από την ιστορία , τη φιλοσοφία , την ιατρική , την τέχνη και την εξέλιξη της νέων ατομικών και συλλογικών συνειδήσεων που διαμορφώνονταν. Εδώ θα μας θυμίσει το Διονύσιο Ρώμα ένα προπάτορα του ιστορικού μυθιστορήματος και χαλκέντερο μελετητή της ίδιας περίπου περιόδου.
Οι 780 σελίδες του βιβλίου ας μην τρομάξουν το αναγνώστη. Θα ανταμειφτεί από το ταξίδι στις πόλεις , τους άνθρωπους ,τις αντιλήψεις , στις γεύσεις και τις εικόνες μιας εποχής που θεμελίωσε τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Θα τον θυμόσαστε για καιρό τον Ματίας και θα τον συστήσετε και σε άλλους.
2
Θεμέλιο ενός γιγάντιου έργου
O Ντοστογιέφσκι, μεγάλωσε και έζησε σε μια οικογένεια και μια κοινωνία που ή πατριαρχική εξουσία βάραινε συντριπτικά τη ζωή, είτε με τη μορφή του πατέρα αφέντη είτε με τον τσαρικό δεσποτισμό. Εξεγέρθηκε κατά της πολιτικής του Τσάρου Νικολάου του Α'. με αποτέλεσμα να κατηγορηθεί για συνωμοσία και να καταδικαστεί σε τετραετή φυλάκιση. Τα χρόνια του εγκλεισμού του στις φυλακές του Ομσκ υπέφερε τρομερά βασανιστήρια και εξευτελισμούς. Μελέτησε τόσο τον άνθρωπο όσο και την κοινωνία της εποχής και γνώρισε την εξαθλιωμένη ζωή των φτωχών και ταπεινών ανθρώπων την οποία τη μετέφερε στα μυθιστορήματα του.
Ο Ντοστογιέφσκι έγραψε το «Υπόγειο» στα 1864 όταν κατεστραμμένος οικονομικά έβλεπε τη γυναίκα του να πεθαίνει και τη συνείδηση του να στοιχειώνεται από τους εφιάλτες αυτής της σκληρής και γεμάτης πάθη ζωής. Στον εσωτερικό μονόλογο του Υπογείου αντανακλάται η τάση απόρριψης της κοινωνίας και η καταβύθιση στο μηδενισμό. Μέσα όμως από αυτό το υπαρξιακό δράμα διαγράφεται ήδη η εξέλιξη των ηθικών , πολιτικών και κοινωνικών ιδεών που βρίσκουμε στα κατοπινά αριστουργήματα : στο «Έγκλημα και Τιμωρία», στον «Ηλίθιο, στους «Δαιμονισμένους » και στους «Αδελφούς Καραμαζώφ». Γιαυτό το Υπόγειο είναι κομβικό στο έργο του Ντοστογιέφσκι το οποίο μπορεί να αφομοιωθεί καλύτερα με τη σειριακή ανάγνωση ορισμένων μυθιστορημάτων του μεγάλου δημιουργού. Σε αντίθεση με τον Μπαλζάκ π.χ που θα μπορούσαμε να τον «συστήσουμε» στον αναγνώστη με αντιπροσωπευτικά έργα όπως τον «Μπάρμπα – Γκοριό» η την «Εξαδέλφη Μπέτυ » ο Ντοστογιέφσκι μας καλεί να ακολουθήσουμε όλη τη διαδρομή για να γνωρίσουμε την αγαπημένη του «ρώσικη ψυχή» στη δυστυχία και στο μεγαλείο της.
0
«.... Και στο εγγυώμαι , φίλε μου , πως δε θα πλήξεις ...»
Με τη φράση αυτή αρχίζει ο Απουλήιος τις Μεταμορφώσεις, ένα από τα πρώτα μυθιστορήματα της δυτικής λογοτεχνίας , στο οποίο οι μεταγενέστεροι πρόσθεσαν τον τίτλο Χρυσός Γάιδαρος. Ο Απουλήιος γεννημένος στα Μάδαυρα της Αφρικής , στο σημερινό Αλγέρι, σπούδασε ρητορική στην Καρχηδόνα και στη συνέχεια πήγε στην Αθήνα και σπούδασε ελληνική γλώσσα , φιλοσοφία και λογοτεχνία. Έλαβε δημόσια αξιώματα και έγινε δικηγόρος και διάσημος ρήτορας σε μια εποχή που η ρητορική ήταν σύνθετη επιστήμη με απαιτήσεις φιλοσοφικών και φιλολογικών γνώσεων καθώς και καλλιέργεια ορθολογιστικής σκέψης.
Όλα αυτά τα στοιχεία συνέβαλαν ώστε να μπορέσει να διαισθανθεί και να αποδώσει, με πρωτότυπη για την εποχή γραφή, τις κοινωνικές αποδιαρθρώσεις , την κατάρρευση των πολιτιστικών προτύπων και το χαοτικό παραλογισμό που χαρακτήριζαν την ύστερη περίοδο των ελληνιστικών χρόνων στην πορεία προς τις απαρχές του Μεσαίωνα. Μέσα σε αυτό τον κυκεώνα παρελαύνουν Ρωμαίοι τιτλούχοι , μάγοι και μάγισσες, κλέφτες , μοιχοί και μοιχαλίδες, ενάρετοι , απατεώνες και φανατικοί θρησκόληπτοι με πλήθος δοξασίες, που με τόση επιμέλεια συγκέντρωσε πολύ αργότερα ο Φλομπέρ στον Πειρασμό του Αγ. Αντώνιου. Όλους αυτούς και πολλούς άλλους συναντά ο ήρωας του βιβλίου, ο Αθηναίος Λούκιος, καθώς περιπλανιέται σε πόλεις και χωρία της Ελλάδας μεταμορφωμένος , από μια κατάρα σε γάιδαρο. Εφιαλτική, ανελέητη καθημερινότητα, κυνισμός, πρωτόφαντος ρεαλισμός και απουσία ηθικών αξιών με τους παλιούς και νέους θεούς να κατεβαίνουν από τους ουρανούς για να πάρουν μέρος στην κατάλυση των πάντων και στην ανάδυση του αινιγματικού άγνωστου.
Ο Χρυσός Γάιδαρος πέρα από τους συμβολισμούς του υπήρξε και παραμένει ένα απολαυστικό και συναρπαστικό ανάγνωσμα , ιδιαίτερα δημοφιλές στην εποχή του. Διαβάστηκε από απλούς λεγεωνάριους. μέχρι βασιλείς, μα εξοβελίστηκε από την κατεστημένη διανόηση του καιρού ως αταξινόμητο, αθυρόστομο και απαγορευμένο κείμενο. . Στο Χρυσό Γάιδαρο, που γράφτηκε το 161 μ.χ. , θα βρείτε το μακρινό πρόγονο της λογοτεχνίας του παράλογου, του φανταστικού αλλά κυρίως μια αναγνωστική περιπλάνηση που θα σας μείνει αξέχαστη.
Οι «απόψεις ενός κλόουν» είναι ένα βιβλίο που ανήκει στη λογοτεχνία της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς της Γερμανίας η οποία αισθάνονταν συντριπτικά το βάρος της ενοχής και της ντροπής για τη ναζιστική φρίκη σε αντιδιαστολή με το πολιτικό, θρησκευτικό και στρατιωτικό κατεστημένο που με άκρατη υποκρισία και κυνισμό μεταπήδησε στα κέντρα εξουσίας της νέας τάξης πραγμάτων.
Στη δικαιοσύνη , στο στρατό, στην εκπαίδευση εξακολουθούσαν για δεκαετίες να υπηρετούν χιλιάδες ατιμώρητοι ναζί που βαρύνονταν με τη συμμέτοχη τους στην εξόντωση Εβραίων και όχι μόνο. Οικονομικοί κυρίαρχοι παρέμεναν εταιρίες όπως η Messerschmidt, η Junkers, η Siemens και η I. G. Farben που θησαύρισαν από την καταναγκαστική εργασία έως θανάτου των κρατούμενων. Η επίσημη καθολική εκκλησία με το κονκορδάτο ( συμφωνία) μεταξύ Χίτλερ και Πάπα είχε στηρίξει τον καθεστώς.
Αυτό είναι το ιστορικό κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ο Χάινριχ Μπελ στήνει το σκηνικό για να εκφραστεί η απόρριψη μέσω της συμβολικής μορφής του περιθωριακού κλόουν και της περιπαικτικής θλίψης του.
Ο Χανς Σνηρ, γόνος πλούσιας και ισχυρής οικογενείας, αηδιασμένος από την ψευτιά και την υποκρισία των δικών του και των ισχυρών που τους περιστοιχίζουν φεύγει και γίνεται κλόουν δίνοντας παραστάσεις από πόλη σε πόλη, μαζί με τη Μαρί, την πρώτη και μοναδική του αγάπη. Η Μαρί τελικά τον εγκαταλείπει για να παντρευτεί έναν σπουδαίο παράγοντα του γερμανικού καθολικισμού. Ο Χανς κατρακυλά και καταλήγει ζητιάνος στο σιδηροδρομικό σταθμό αφού μέσα από τον εσωτερικό του μονόλογο μας έχει παρουσιάσει τις σκέψεις και το πνιγηρό αδιέξοδο πολλών νεανικών συνειδήσεων της εποχής.
Ο διάλογος του απελπισμένου και πένητα κλόουν με τον ευκατάστατο πατέρα του είναι συγκλονιστικός και μένει χαραγμένος στη μνήμη εδώ και μια δεκαετία που διάβασα το βιβλίο.
Με απαισιόδοξο τέλος αλλά με αυθεντικό κλίμα της εποχής έχει να προσφέρει αισθητική απόλαυση και επίκαιρο προβληματισμό.
Μυθιστορηματική εισαγωγή στην ιστορία της φιλοσοφίας
Ο «κόσμος της Σοφίας » γράφτηκε από τον Γιοστέιν Γκάαρντερένα, ένα Νορβηγό καθηγητή φιλοσοφίας με αληθινή αγάπη για το αντικείμενο της διδασκαλίας του και με λαχτάρα να μυήσει τους νέους, και όχι μόνο, στην περιπέτεια της γνώσης.
Ο συγγραφέας γεννήθηκε στη χώρα του Ιψεν, του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, του Μπιέρνστιερνε Μπιέρνσον και της Σέλμα Λάγκερλεφ. Οι Νορβηγοί είναι ένας λαός που έμαθε, από χρόνια, να λέει και να ακούει ιστορίες γύρω από τη φωτιά στους ατέλειωτους παγωμένους χειμώνες. Αυτή την παράδοση της μυθοπλασίας, των θρύλων και του μυστήριου αξιοποιεί ο συγγραφέας για μας γνωρίσει με απλό , κατανοητό και συναρπαστικό τρόπο τις σχολές της φιλοσοφικής σκέψης από την εποχή των προσωκρατικών έως τις μέρες μας.
Η αξία του βιβλίου βρίσκεται στο γεγονός ότι δημιουργεί ,σε μαζική κλίμακα, το ενδιαφέρον για περιοχές της επιστήμης που φαίνονται απρόσιτες και δύσβατες. Φυσικά ο συγγραφέας, ως έχει δικαίωμα, κάνει τη δική του κριτική αξιολόγηση για τις αντιλήψεις και τα συστήματα ιδεών των διάφορων φιλοσοφικών ρευμάτων και εξίσου κριτικά είναι αναγκαίο να προσεγγίζεται και η ανάγνωση του βιβλίου. Η τελική επιλογή του συγγραφέα να μείνει στο ουδέτερο και μεταιχμιακό έδαφος του αγνωστικισμού δεν με εκφράζει αλλά αφήνει τη συζήτηση ανοιχτή και αυτό έχει σημασία.
Είναι ένα βιβλίο που μπορεί να διαβαστεί από ανθρώπους κάθε ηλικίας και αποτελεί μια θαυμάσια ιδέα για δώρο.
0
Και μόνο για αυτό...........
Ήταν στα μέσα της δεκαετίας του ΄ 90 όταν κάθε συνεντευξιαζόμενος πολιτικός αστέρας και κάθε μιντιακή φίρμα της δοξασμένης ιδιωτικής τηλεόρασης της εποχής θεωρούσε υποχρέωση να επαναλάβει τη γνωστή φράση του βιβλίου. Μάλλον και η ερώτηση περί βιβλίων γι' αυτό γίνονταν ακόμα και σε ανθρώπους που ήταν φανερό ότι η σχέση με το διάβασμα περιορίζονταν στα άπαντα του Λούκι Λούκ. Και μόνο για αυτό αντιμετώπισα τότε με καχυποψία τον Αλχημιστή που ήταν φανερό ότι τον έσπρωχνε το εκδοτικό μάρκετινγκ σε μια περίοδο πνευματικής ξηρασίας και νεοπλουτίστικης ονείρωξης λόγω των «χρυσών κουταλιών» της επερχόμενης ΟΝΕ.
Το διάβασα, ευχάριστα μπορώ να πω,και μετά το ξέχασα σχετικά γρήγορα. Η δοκιμή του χρόνου είναι σχεδόν αλάνθαστη. Υπάρχουν βιβλία που μας άρεσαν, βιβλία αδιάφορα και βιβλία που μας άφησαν αποτύπωμα για πάντα. Ο Αλχημιστής δεν μου άφησε τίποτα που να κρατά ητουλάχιστον όχι κάτι που να μην το βρήκα σε καλύτερη εκδοχή στα βιβλία του Ντανιέλ Τσαβαρία η του Σαπουβέλδα, για να αναφερθώ σε δύο Λατινοαμερικάνικους. ομότεχνους με το Κοέλιο. Ονειρικά παραμύθια και φιλοσοφικές αναζητήσεις έχουν υπάρξει σε πολύ καλύτερες συνθέσεις άσχετα με τις πωλήσεις που πέτυχαν.
Παρ' όλα αυτά δεν θα απέτρεπα κάποιον από το να διαβάσει τον Αλχημιστή. Πρώτον γιατί πιστεύω ότι κάθε βιβλίο κάτι αφήνει στον αναγνώστη. Με τα θετικά η τις αδυναμίες, με τις κοινοτοπίες η τις όποιες συγγραφικές εμπνεύσεις οξύνεται το κριτήριο και μετά διαβάζουμε πιο έμπειρα και πιο απολαυστικά. Δεύτερο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό είναι το γεγονός ότι η κοινωνίες μας χρειάζονται αναγνώστες . Και ο Αλχημιστής είναι, και αυτός, μια εύκολη αρχή για κάποιον που θα ήθελε να αρχίσει να διαβάζει, Και μόνο για αυτό........
Μια καλή γνωριμία και ένας αποχαιρετισμός στο Σαπουβέλδα
«Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ' ένα γλάρο να πετάει » έιναι μια πολύ καλή επιλογή για να γνωρίσουν το Σαπουβέλδα όσοι δεν τον συνάντησαν στα διαβάσματα τους και να τον απολαύσουν όσοι ήδη τον ξέρουν από το «Ένας γέρος που διάβαζε ιστορίες αγάπης» και άλλα βιβλία του. Νομίζω ότι αυτό το βιβλίο , με τη θεματική που επιλέγει, με τη μάχιμη ευαισθησία του Σαπουβέλδα για την καταστροφή των οικοσυστημάτων του πλανήτη, με την ανάδειξη της αλληλεγγύης ως πρωταρχικής αξίας, αποτελεί μια πρόταση για ανθρώπους όλων των ηλικιών και ιδιαίτερα για τους νέους.
Ο Λουίς Σαπουβέλδα «έφυγε» από τη ζωή τον περασμένο Απρίλιο σε ηλικία 70 ετών νικημένος από την πανδημία και έχοντας ζήσει μια ζωή συναρπαστική. Η δημοσίευση του βιογραφικού του θα ήταν το πραγματικό spoiler της ανάρτησης καθώς αποτελεί από μόνη της ένα περιπετειώδες μυθιστόρημα,
Η βαθμολογία συμβατική , ο αποχαιρετισμός από καρδιάς.