ID #11666 | ημερομηνία: 2020-07-09
Βασίλης Μόσχος | 223 κριτικές
Ιδιαίτερο, παράξενο, υπέροχο
Ο Συλφιτζόγλου περιφέρεται στα ερειπωμένα χωριά πέριξ της Δράμας, φωτογραφίζει τα γκρεμισμένα χαμόσπιτα, περιεργάζεται τα απομεινάρια των ζωών που στέγαζαν. Και γράφει τις ιστορίες τους.
Ο όρος "πεζοποίημα" που του απέδωσε η κριτική δεν μου αρέσει. Το βιβλίο ακολουθεί την εξής δομή: 1. μια ιστορία (συντομότατο διήγημα) 2. ένα ψευδοπραγματολογικό λήμμα που κατ' ουσίαν είναι μια νέα ιστορία αφ' εαυτού του και 3. ασπρόμαυρες φωτογραφίες από τα οδοιπορικά του συγγραφέα στην περιοχή. Αυτή η ανάγκη της κριτικής να κατακυρώσει ποιητικά οτιδήποτε ξεφεύγει από τις συνήθεις νόρμες, πέρα από ακατανόητη, στην περίπτωση του "Δραμάιλο" είναι και αδόκιμη.
Στο "Δραμάιλο" ο Συλφιτζόγλου αποτυπώνει μια ιδιαίτερη νέκυια του τόπου του και μας το δηλώνει εξαρχής: οι ιστορίες αυτές είναι οι ιστορίες των νεκρών. Ντόπιοι Μακεδόνες, Πόντιοι, Μικρασιάτες, Καππαδόκες πρόσφυγες, άνθρωποι που είτε γεννήθηκαν, είτε κατέληξαν σ' εκείνον τον τόπο και ο μόχθος τους για ζωή, οι κακουχίες της φτώχειας, του πολέμου, της κατοχής, η σύγκρουση της ατομικής ηθικής με την συλλογική, την θεσπισμένη από παραδόσεις κι από την θρησκεία, η μοίρα ως ανελέητος δήμιος. Το παρελθόν ολοζώντανο, σχεδόν αβάσταχτο, κι όχι μια αοριστολογική ουτοπία. Η Ιστορία πρωταγωνίστρια δια της διακριτικής παρουσίας της κι όχι ως σκηνογραφία για την όξυνση ευαίσθητων χορδών εμπορεύσιμης συγκίνησης∙ η δικαίωσή της δεν είναι ‘δω το επίδικο.
Σε όλο αυτόν τον πολυμορφικό καμβά ο συγγραφέας κάνει κάτι πολύ παραπάνω από ηθο-λαογραφία εποχής: αναγάγει το τετριμμένο σε σπουδαίο, παίρνει τις συνηθισμένες (για εκείνα τα χρόνια και τις περιβάλλουσες συνθήκες) ιστορίες των σκληροτράχηλων χωριανών και τις εξυψώνει σε τεκμήρια οικουμενικών προβληματικών και αναζητήσεων.
Όσον αφορά στον τρόπο που χρησιμοποιεί τις ιδιολέκτους της περιοχής, σίγουρα αξίζει ειδική μνεία, αλλά ας την κάνει, καλύτερα, κάποιος/α καταλληλότερος/η από μένα (μην γράψω και καμιά κοτσάνα). Το μόνο που θα τολμήσω να σχολιάσω είναι πως αυτό το πυκνό πλέγμα μακεδονίτικων, ποντιακών, μικρασιάτικων κλπ. ομιλιών με τα γλωσσικά επινοήματα του ίδιου του συγγραφέα προσδίδει στα κείμενά του έναν ανεπανάληπτο εσωτερικό ρυθμό.