ID #45740 | ημερομηνία: 2021-01-12
Δελλή Χαρά (μη εγγεγραμμένος χρήστης) |
79 κριτικές
Τα δεκαέξι γράμματα
Μια αληθινή ιστορία πατέρα και γιου που βουτάει ως τα τρίσβαθα της ψυχής και φέρνει δάκρυα στα μάτια…
Ένα βιβλίο μοναξιάς, έλλειψης προσμονής κι ελπίδας, αποξένωσης, χάσματος νέων και γονέων. Δεν στοχεύει σε εντυπωσιασμό, δεν έχει ανατροπές. Αποφθέγματα ανθρωπιάς και ήθους, μαθήματα ζωής για όσους λησμονούν τις ρίζες τους, όταν το αμετάκλητο τέλος ζυγώνει. Μόνο τότε αντιλαμβάνεσαι ξεκάθαρα πού κρυβόταν η αληθινή αγάπη, καθώς τα χρόνια φεύγουν, καθώς οι άσχημες κι εγωιστικές συμπεριφορές υπερτερούν, αλλά ο σπαραγμός δε μπορεί να αναστρέψει κάτι. Σχέσεις που κλονίζονται, αισθήματα που θάβονται, λόγια που κρύβονται, αλήθειες που δεν ομολογούνται, δυσκολίες, λάθος επιλογές και προστριβές που διατηρούνται και συνηθίζονται σαν θεσμός. Λάθη αγάπης και μετάνοιες εκ των υστέρων.
Έρωτας, φιλία, οικογένεια, μέσα σε παιχνίδια του νου, στο παιχνίδι που λέγεται ζωή…
Μια αληθινή, γλυκόπικρη ιστορία. Η ζωή του συνταξιούχου πυροσβέστη Αργύρη Φαρμάκη και του γιου του Άρη σε flash back… Ένα κοινωνικό μυθιστόρημα που πραγματεύεται τις σχέσεις των γονέων και παιδιών. Ένας ύμνος αγάπης, ελευθερίας, αξιοπρέπειας. Για την ανθρώπινη αξία και τις οικογενειακές αξίες.
Ο καθένας πληρώνει τις επιλογές του.
Σύγχρονο θέμα, πλήθος συναισθημάτων, απλός λόγος, μεστή και πλούσια γραφή με αξιοπρέπεια προσέγγισης, πάντρεμα αλήθειας και μυθιστορίας, άρτιο σύνολο για το ουσιαστικό περιεχόμενο των σχέσεων και των δεσμών αίματος. Με παράλληλη αφήγηση κι απ’ τους δυο κεντρικούς ήρωες, με ικανοποιητική σκιαγράφηση χαρακτήρων, με λόγο περιεκτικό και στρωτό, κάπου ηπιότερο, κάπου καταρρακτώδη, με ζωντανές εικόνες και ποικίλα συναισθήματα. Σαν τη ζωή. Ο συγγραφέας δείχνει ένα πιο ευάλωτο πρόσωπό του, πάντα με αξιοπρέπεια, αρκετά εξομολογητικό, που με όπλο του μια απλή ιστορία χτυπά πάντα κέντρο εκεί όπου ακούγεται ο αναγνωστικός παλμός.
Αγάπη ή δηλητήριο; Στοργή ή φαρμάκι;
Στο στόχαστρο αυτή τη φορά ο δεσμός πατέρας-γιου. Υπό το πρίσμα εσωτερικής και ψυχικής απογύμνωσης, με ειλικρίνεια, με ψυχή, δίχως μελοδραματισμούς, ανατροπές ή υπερβολές. Θίγονται οι ανθρώπινες απώλειες κι οι επιπτώσεις τους, οι νεανικές ανευθυνότητες και καλοπεράσεις, οι ψευδαισθήσεις των ναρκωτικών, του μαύρου χρήματος.
Η μοναξιά των γηρατειών και της λήθης. Το βόλεμα της εγκατάλειψης. Η εκτίμηση μετά την απόλυτη απώλεια.
Ο Αργύρης Φαρμάκης, πυροσβέστης, χήρος, στην προσπάθεια να αναθρέψει τον δύσκολο μοναχογιό του, τον Άρη. Στο πέρασμα των χρόνων, τραβούν χωριστούς τρόπους και αποξενώνονται. Σας θυμίζει κάτι;
Μεγαλώνω, πατέρα. Μέσα στον καθρέφτη δε βλέπω πια εμένα… Εσένα αντικρίζω. Και σε σκέφτομαι…
Ένας είναι ο κανόνας για να νικήσεις στο παιχνίδι. Πόσο νωρίς συνειδητοποιήσεις ότι η ζωή περνάει και χάνεται και μόνο η αγάπη μένει… Αγάπη και αλήθεια, οι μόνες πραγματικές αξίες. Τίποτα δεν είναι δεδομένο. Μια στιγμή αρκεί για να χάσεις τα πάντα και τότε θα είναι αργά. Καλύτερα δεν είναι ν’ αγκαλιάζεις και να δείχνεις την αγάπη σου σ’ ένα άτομο παρά σε μία φωτογραφία;
Αλλά δεν έχει τόσο σημασία ένα δωμάτιο όσο η αγάπη που κρύβει μέσα. Αγάπη είναι η ομορφιά της ψυχής. Κι αν υπάρχει κάτι πιο όμορφο από το να σε αγαπούν είναι να αγαπάς…
Ο Έλληνας ψοφάει για μούρη. Να νιώθει σημαντικός, αναβαθμισμένος, αφεντικό. Δεν του αρέσει να περνά απαρατήρητος. Στην Ελλάδα, βάζεις μέσο ακόμα και για μια ομπρέλα στην παραλία. Ο Άρης, ο πρωταγωνιστής του βιβλίου, ανέκαθεν ήταν τέτοιος άνθρωπος. Του ρίσκου. Εξωτερικά, τουλάχιστον. Γιατί μέσα του, ο φαινομενικά σκληρός και άτρωτος αυτός άντρας, θελκτικός και γοητευτικός παρόλ’ αυτά, ένιωθε τεράστια μοναξιά κι αιμορραγούσε διαλυμένος. Χωρισμένος, ξένος σε νέο τόπο όπου έπρεπε να ξαναρχίσει απ’ το μηδέν, μοναδικός υπεύθυνος για τον γιο του. Ορφανός από μητέρα. Εμμονικός, εκρηκτικός κι εγωιστής από μικρός. Οξύθυμος και ιδιόρρυθμος. Κακομαθημένος, με ροπή στην ατασθαλία και την κακή διαχείριση των πάντων. Ευθύς, μονοκόμματος, απότομος. Καθόλου διπλωμάτης. Ακραίος. Γεμάτος εύκολο θυμό και γρήγορη οργή. Αντιδραστικός και αυτοκαταστροφικός, μαγνήτης για τα μπλεξίματα. Η επιθετικότητα κι ο εγωισμός του οδήγησαν τη σχέση με τον Αργύρη σε αδιέξοδο.
Τώρα βρήκε να πεθάνει, γαμώτο; Αύγουστο μήνα, που προσπαθούμε να μαζέψουμε κανένα φράγκο; Τώρα, γαμώ την τρέλα μου; Καταραμένος είμαι; Τίποτα δε μου πάει καλά; σκέφτηκε, θάβοντας ωστόσο μέσα του λέξεις και συναισθήματα.
Αργύρης. Η άλλη όψη του νομίσματος. Πατέρας, μόνος κι έρμος, νωρίς χηρεύσας. Δεν πρόλαβε να χαρεί την Ασπασία του. Δε γεύτηκε τόσες χαρές όσες προσπαθούσε να προσφέρει, όσο μαχόταν για τη σωτηρία κάθε συνανθρώπου του σε ανάγκη. Περήφανος, προνοητικός, συναισθηματικός, δοτικός. Μια χρυσή καρδιά και ψυχή. Τυλιγμένος στη μοναξιά, να ζει με αναμνήσεις, χωρίς διέξοδο, με σκέψεις θανάτου. Απαισιόδοξος πια, στην τελευταία δεκαετία της ζωής του, με έλλειψη γαλήνης και ψυχή σε τρικυμία.
Την ερωτεύτηκε παράφορα, ένιωσε ότι μαζί της θα γινόταν καλύτερος άνθρωπος, ότι θα βελτιωνόταν ώστε να στέκεται άξια δίπλα της, να την κάνει χαρούμενη κι ευτυχισμένη. Το ίδιο κι εκείνη, που είδε στο πρόσωπό του τον ιδανικό σύζυγο και τον τέλειο πατέρα, αυτόν που θα ανέθρεφε με αξίες το παιδί τους, τα παιδιά τους, θα στήριζε τη φαμίλια τους. Ένωσαν τα όνειρά τους για τη ζωή, περπάτησαν χέρι χέρι για να τα ανταμώσουν και να τα γιγαντώσουν, απολάμβαναν την πυρκαγιά στις καρδιές τους κι αυτό το πέλαγος της αγάπης που τους πλημμύριζε.
Κι ήρθε ξεδιάντροπα ο χάρος στο αποκορύφωμα της ευτυχίας τους και τους διέλυσε και τους δυο, μ’ εκείνη στο χώμα κι εκείνον ένα περιφερόμενο φάντασμα στη ζωή.
(…)
Κι ήταν ευχή και κατάρα -έτσι ένιωθε κάποιες φορές- που εκείνη έφυγε νέα, άφθαρτη, κι έτσι νέα, σαν οπτασία κι ανθισμένο λουλούδι, έμεινε στον νου και τη θύμησή του.
Μοναχός στα νιάτα του με ένα παιδί, έτοιμος να θυσιάσει τα πάντα για να μεγαλώσει εκείνο χωρίς τη βοήθεια της μάνας, παραγκωνίζοντας κάθε δικό του θέλω.
Αγάπη, φροντίδα, θυσίες, τύψεις, ενοχές, σιωπή, φόβοι συναισθηματικής ήττας, καταπίεση, εγωισμός, δεδομένα, μεταμέλεια σ’ ένα μαγικό γαϊτανάκι που καθηλώνει.
Η αγάπη που μας έδεσε, πόνο δε θα γνωρίσει, είμαστε 2 σταλαγματιές…
Ο Άρης εξελίχθηκε σε έναν άντρα εγωιστή κι αντιδραστικό, να νοιάζεται μόνο για τον εαυτό του. Εκεί εισβάλλει στη ζωή του η Ουκρανή Νίνα. Οι ενστάσεις του Αργύρη οδηγούν σε άσχημα λόγια, σε λάθος χειρισμούς καταστάσεων που μελλοντικά θα θελήσει να πάρει πίσω, αλλά θα είναι αργά. Η ρήξη πατέρα-γιου μεγαλώνει και πρώτο ρόλο παίζει ο έρωτας και ο εγωισμός.
Οι συνθήκες ή η μοίρα τον φέρνουν κι εκείνον μόνο με το παιδί του και μόνο τότε συνειδητοποιεί πως ο μόνος τρόπος για να υπάρξει το όποιο μέλλον είναι η πάλη, ο αγώνας σε ό, τι σκληρό του παρουσιαστεί απ’ τη ζωή. Εγωιστικά όμως, το τείχος που τον κρατά χωριστά απ’ τον πατέρα του δε γκρεμίζεται, αλλά θεριεύει.
Άρης και Αργύρης. Με τα δίκια τους και με τα άδικά τους. Καθείς απ’ την σκοπιά του. Χτυπημένοι από τη μοίρα που τους στέρησε νωρίς τη σύζυγο και τη μητέρα, αγωνίζονται κάνοντας λάθη, καθένας με τις επιλογές του και τις ευθύνες του. Τελικά, όμως όλοι λογοδοτούμε στον αδέκαστο Χρόνο…
Χάσμα γενεών κι άβυσσος ανάμεσά τους. Θα ενωθούν; Θα προλάβουν να επουλωθούν οι πληγές τους; Έχει πραγματικά σημασία ποιος πονάει πιο πολύ; Βαραίνουν διαφορετικά τα άλγη; Θα διαγράψουν τα όποια δεδομένα; Ο συγγραφέας θίγει έντονα ζητήματα του σήμερα, ρεαλιστικά αφουγκραζόμενος τον παλμό της κοινωνίας, διεισδύοντας πάντα επιτυχημένα στον ψυχισμό των ηρώων του και των αναγνωστών του. Συγκινεί, λειαίνει, πετυχαίνει τη μέθεξη. Συγκίνηση, σπαραγμός και βαθύς πόνος.
Δεν ντράπηκε για τα δάκρυά του και τ’ άφησε να κυλήσουν μπροστά της. Ο καιρός της ντροπής είχε περάσει πια. Κι έπειτα, τον παρηγορούσε μια γυναίκα που ήταν παρατημένη από τα ίδια της τα παιδιά, αλλά δε βαρυγκομούσε, δεν πενθούσε μέσα της, δεν έψαχνε να βυθιστεί στο σκοτάδι της, στεκόταν με αξιοπρέπεια, όπως ακριβώς έζησε τη ζωή της.
Πολλοί άνθρωποι συνειδητοποιούν αργά την ανελέητη πραγματικότητα. Στην ουσία, το μόνο που χρειάζεται να κάνουν είναι να στέκονται δίπλα σε όσους αγαπούν για όσο μπορούν να τους απολαμβάνουν. Ξεχνάμε πώς να είμαστε άνθρωποι, χάνουμε το σεβασμό και την εκτίμηση στον διπλανό μας. Ένα ταξίδι η ζωή, ένα πέρασμα. Άμμος ανάμεσα στα δάχτυλά μας. Ας το κάνουμε ν’ αξίζει. Ανθρώπινα τα λάθη, αρκεί να αναγνωρίζονται και να γίνονται μαθήματα στην ώρα τους. Πάντα θα είμαστε άνθρωποι. Με γονείς. Με λάθη και πάθη. Θέλει εσωτερική δύναμη η παραδοχή της ευθύνης κι η αναθεώρηση των δεδομένων. Είμαστε υπεύθυνοι για τις πράξεις μας και τις παραλείψεις μας.
Ο άνθρωπος αντέχει πολλά. Περισσότερα από όσα νομίζει. Κι όλα περνάνε, δύσκολα και πιο δύσκολα.
Εύκολα ορθώνονται μικρότητες και εγωισμοί ανάμεσα στους ανθρώπους, ειδικά μέσα σε οικογένειες όπου όλα -ακόμα κι η αγάπη- θεωρούνται δεδομένα. Συνήθεια γίνεται η αναβολή, το προσωρινό μόνιμο. Κάποιες φορές ανεπιστρεπτί. Ο χρόνος δεν γυρνά πίσω, γεμίζει μόνο με αν… και γιατί… αναπάντητα. Ας τον βιώνουμε σαν τελεσίδικο, χωρίς την “καβάτζα” του αύριο. Οι στιγμές χάνονται, όσο τετριμμένα λόγια ανάμεσα σε στενές σχέσεις δεν λέγονται. Λόγια που δεν προλαβαίνουν να ειπωθούν, σκέψεις που δεν προλαβαίνουν να μοιραστούν, συναισθήματα να κοινωνηθούν. Κι οι αναμνήσεις χαράζονται στην ψυχή…
Σχέσεις ξεφτισμένες, αξιακές πορείες ζωής και παρακαταθήκες.
Παρά το ολοκληρωτικό δόσιμο του Αργύρη στον γιο του, την αγάπη, τις θυσίες, ο Άρης συνήθιζε να μοιράζει πίκρα και πόνο. Με αποτέλεσμα την αποξένωση, τη λησμονιά, την εγκατάλειψη, τη μοναξιά και τη φυσιολογική ανημποριά των ηλικιωμένων στο σκληρό κάθε μέρα. Ελάχιστοι φίλοι που τον σκέφτονταν, η μόνη του παρηγοριά του πατέρα, όταν το ίδιο του το αίμα αδιαφορούσε. Σανίδα σωτηρίας που θα διανθίσει το μοναχικό μαρτύριό του με ρανίδες χαράς ένα αδέσποτο γατάκι, η Αυγούλα, που σαν να μυρίστηκε τη θλίψη του και βάλθηκε να την ξελαφρώσει.
«Τώρα που η ζωή έσβησε κι έγινε ηλιοβασίλεμα, η ζωή αυτού του ανθρώπου που βάδισε στην ομορφιά, κάνε τον να βλέπει πάντα άλικα και μαβιά ηλιοβασιλέματα, δέξου το πνεύμα του χωρίς ντροπή, κράτα τον μακριά από κάθε πόνο…»
Τα χατίρια που δε χαλάστηκαν έγιναν λάθος επιλογές για τον Άρη, γυναίκες, χρήμα, νύχτα, dolce vita δηλαδή, με τον Αργύρη να καταρρέει σ’ ένα ετοιμόρροπο, σχεδόν κατεδαφιστέο, σπίτι στου Ψυρρή, εκεί όπου είχε αναστήσει τον μοναχογιό του, με συντροφιά δεκαέξι εξομολογητικά γράμματα -παρελθόντος κι αναμνήσεων- στην ουσία χωρίς παραλήπτη… Σκέψεις και παράπονα που μεταμορφώνονται σε λέξεις, που ουρλιάζουν μοναξιά.
Γιε μου…
Οι βράχοι λειαίνονται, μαλακώνουν, δίχως να διώχνουν το παράπονο…
Ο Αργύρης βουλιάζει σε ερεβώδη κατάθλιψη, με ελάχιστες αναλαμπές τις φροντίδες και τις συζητήσεις της κυρία Νίτσας μετά από ένα ατύχημα. Όταν η Αυγούλα σβήνει, με πόνο ψυχής εκείνος παίρνει αποφασίζει να πάει σε ένα γηροκομείο. Φευ! Τα τραύματα ψυχής δεν κουράρονται εκεί. Χωρίς λέξη από τον Άρη, για να τον νιώθει κοντά του, του γράφει συχνά, φυλάγοντας τα γράμματα όπως τις θύμησές του.
Στα λιμάνια των φάρων οι ριπές, ανάψανε φωτιές, αχ, μην κλαις…
Ένα γλυκό ανάγνωσμα γεμάτο συναισθήματα. Πιέζεσαι, αναθεωρείς, σκέφτεσαι. Προλαβαίνεις; Με διακυμάνσεις και εντάσεις, χωρίς ανατροπές. Η γλαφυρή αφήγηση ξετυλίγεται από το τώρα προς τα πίσω. Με σκληρά νοήματα, ρεαλιστικό και τραγικό.
https://www.youtube.com/watch?v=PT_LhF-gmE0&feature=emb_logo&ab_channel=PsichogiosBooks
«Το κράνος και η στολή του! Νόμιζα ότι τα είχα ξεχάσει. Αυτά είναι η προίκα μου, ο θησαυρός μου, μέχρι να μεγαλώσει ο Άλεξ και να τα πάρει εκείνος. Αυτό ήθελε ο παππούς, έτσι θα γίνει.» Τα ακούμπησε σαν να ήταν άνθρωποι, αλλά εκείνη τη στιγμή ήταν. «Αυτά με μεγάλωσαν, σ’ αυτά χρωστάω την ύπαρξή μου, ό, τι είμαι, καλό ή κακό… Τότε δεν τους έδινα καμία σημασία, τώρα όμως…»
Μετά το Πικρό γάλα, ο κύριος Σακελλαρόπουλος είχε ανεβάσει πολύ πολύ υψηλά τον πήχη των προσδοκιών μου για το τι περίμενα να διαβάσω. Βρήκα κάπου τραβηγμένη την απομάκρυνση των δυο κυρίαρχων φιγούρων. Θα ήθελα κι άλλες κοινές σκηνές τους. Δεν ένιωσα να με αγγίξει όσο θα ήθελα να το κάνει. Ίσως να είμαι αναίσθητη, ίσως σκληρή, ίσως…
Θα λατρεύω, όμως, πάντα την πένα του γιατί σέβεται κάθε ιστορία πριν την οδηγήσει στο φως της λύτρωσης. Χωρίς ωραιοποιήσεις ή κριτική διάθεση, με αποστάσεις, χωρίς εκβιασμούς στο συναίσθημα.