ID #1889 | ημερομηνία: 2020-06-04
Σοφία Δερέ | 8 κριτικές
Μου θύμισε μερακλίδικο ελληνικό καφέ, ψημένο σε μπρίκι πάνω σε καυτή άμμο.
Το καινούριο βιβλίο της Αλκυόνης Παπαδάκη, ήρθε στο σπίτι μου κυριολεκτικά και μεταφορικά, σαν δώρο. Δώρο του άντρα μου, που γνωρίζει πόσο μου αρέσει η Αλκυόνη. Έφτιαξα έναν ελληνικό καφέ κι άρχισα να ξεφυλλίζω το βιβλίο.
Δεν μου αρέσει να μυρίζω το χαρτί. Προτιμώ να αφουγκράζομαι τις λέξεις. Πάντα το κάνω αυτό στα καινούρια μου βιβλία. Ξεφυλλίζω και διαβάζω αράδες από τυχαίες σελίδες, χωρίς ποτέ όμως να διαβάσω την περίληψη. Κανόνας απαράβατος, ποτέ την περίληψη πριν από την ανάγνωση του βιβλίου.
Η Αλκυόνη δεν είναι μια συνηθισμένη συγγραφέας για μένα. Δεν φαντασιώνεται μια ιστορία κι ύστερα τη βάζει σε χαρτί. Θεωρώ, πως η ιστορία φαντασιώνεται την Αλκυόνη και την επιλέγει για να διαδοθεί. Η ιστορία εμπνέεται απ’ το ταλέντο της Αλκυόνης και θρονιάζεται στον νου της, μέχρι εκείνη να την κατεβάσει στην ψυχή. Την ψυχή της Αλκυόνης διαβάζουμε στα βιβλία της, κάθε φορά που μας ανοίγει μια χαραμάδα. Κάθε βιβλίο της είναι ένας μεγεθυντικός φακός που μας βοηθά να παρατηρήσουμε, να ερευνήσουμε και να κοινωνήσουμε αντάμα με την δική μας ψυχή, την ιστορία πίσω από τη χαραμάδα. Γεμάτη κρίνα η ψυχή της στο “χαμόγελο του δράκου”, γεμάτη ευωδιές η ιστορία της. Ούτε που κατάλαβα πως βρέθηκα μ ένα κουβάρι στα χέρια, που έπρεπε να ξετυλίξω για να μην χαθώ. Ούτε που κατάλαβα πως πέρασα απ’ τη χαραμάδα και βούτηξα στα βαθιά νερά της ψυχής μιας μάνας, ή μήπως μιας κόρης; Ναι, στα βαθιά νερά, γιατί η ψυχή είναι υγρή, γιατί μόνο έτσι μπορεί να ποτίζει τον νου για να μην ξεραίνεται από τους ανέμους της λογικής. Με το ένα πόδι στον έρωτα και με το άλλο στην ντροπή, διάνυσα αποστάσεις σε γνώριμους χάρτες. Περπάτησα στην παράνοια και κοντοστάθηκα στην αγάπη. Αφέθηκα στον θυμό και συνηγόρησα στο “έγκλημα”. Συνάντησα τον εγωισμό που άνοιγε ρωγμές και μια λευκή ελπίδα που τις έκλεινε. Στο τέλος του λαβύρινθου, συνειδητοποίησα πως, για να βρω το χαμόγελο του δράκου, έπρεπε να γυρίσω πίσω, να επιστρέψω στη χαραμάδα με τα κρίνα. Άρχισα να τυλίγω το κουβάρι μου και σιγά σιγά πήρα το δρόμο της επιστροφής. Έπιασα τον εαυτό μου να χαμογελά απέναντι στον δράκο. Έσκυψα κι έκοψα δυο κρίνα και του τα προσέφερα. Δεν μου ήταν εύκολο, γιατί η ανάσα του μου έκαιγε τα σωθικά. Άπλωσα δειλά – δειλά το χέρι μου κι εκείνος φόρεσε τα όνειρα μου και μου χαμογέλασε. Σαν ζεστό μέλι έρεε μέσα μου η ιστορία της Αλκυόνης. Έκλεισα το βιβλίο κι είχα την αίσθηση που σου αφήνει ένα σκούρο πικρό ρόφημα, με διεγερτικό άρωμα. Ναι, αυτό είναι! “Το χαμόγελο του δράκου”, μου θύμισε μερακλίδικο ελληνικό καφέ, ψημένο σε μπρίκι πάνω σε καυτή άμμο.