ID #3136 | ημερομηνία: 2020-06-08
προκόπης παναγόπουλος | 60 κριτικές
Η αβάσταχτη βαρύτητα της ανάγνωσης
Ο Κούντερα σε ένα ακόμη έργο του με όπλο την απαράμιλλη λογοτεχνικότητα της σκέψης του, την εμμονή στην αιχμαλώτιση της νοηματοδοτικής για το περιβάλλον στιγμής, με αφορμή τον έρωτα και άξονα την κριτική των θεμελιακών του βάσεων και των συμπεριφοριστικών, ψυχικών, κοσμικών και μεταφυσικών προεκτάσεων του καταφέρνει το ύψιστο• να προβληματίσει και όχι να απαντήσει. Εδώ σε αδρές γραμμές θα παρουσιαστούν οι προβληματισμοί εν είδει συμπερασμάτων που ανέκυψαν από την ανάγνωση του έργου.
Η επαφή με την έννοια και την φιλοσοφία της «Αβάσταχτης Ελαφρότητας του Είναι», ως έργο και ως τοποθέτηση, καθίσταται εφικτή και η ανάλυση της ευληπτότερη με την αποφθεγματική της συμπύκνωση στο «Einmal ist keinmal» (δηλαδή, «Μια φορά δεν μετράει»). Γράφει ο Κούντερα: «Η ιστορία είναι το ίδιο ελαφριά όσο και η ζωή του ατόμου, αβάσταχτα ελαφριά, ελαφριά σαν πούπουλο, σαν ένας κόκκος σκόνης που πετάει, σαν ένα πράγμα που αύριο θα εξαφανιστεί». Η ελαφρότητα του είναι παρουσιάζεται στο έργο ως συνέπεια του παροδικού της κατάστασης του ως γενόμενο. Η πραγματικότητα είναι μια σωρεία γεγονότων (τετελεσμένων πάντα την στιγμή της ίδιας της αντίληψής τους, πόσο μάλλον της κατανόησής τους). Η παροδικότητα, δηλαδή η ελαφρότητα του είναι, αντιπαραβάλλεται με την περιοδικότητα, ως ένδειξη της βαρύτητας της επιμονής στο γεγονός, η οποία βαθμιαία εντείνεται σε πυκνή και – κυρίως – ακούραστη επαναληπτικότητα (ό,τι εγγύτερο στην μονιμότητα) που αποδεικνύει την ευτυχία.
Παράλληλα, ως «κατηγορική συμφωνία με το είναι» περιγράφεται από τον Κούντερα με ένα λόγο η αποδοχή της τέλειας διάρθρωσης του είναι (στο κείμενο: «Πίσω από κάθε ευρωπαϊκή πίστη, είτε είναι θρησκευτική είτε είναι πολιτική, υπάρχει το πρώτο κεφάλαιο της Γένεσης, απ’ όπου συνάγεται ότι ο κόσμος πλάστηκε όπως έπρεπε να είναι, ότι το είναι είναι καλό και ότι επομένως το να τεκνοποιεί κανείς είναι καλό πράγμα. Ας ονομάσουμε αυτή τη βασική πίστη κατηγορική συμφωνία με το είναι.»). Η κατηγορική συμφωνία με το είναι, ουσιαστικά, απενοχοποιεί – και ίσως επικροτεί – την άφεση στην τυχαιότητα, διότι η συμφιλίωση με το είναι, εφόσον το είναι κινείται περισσότερο στα παρτέρια του παρελθόντος παρά του συμβαίνοντος από το οποίο αντλεί την ελαφρότητά του, ταυτίζεται με την συμφιλίωση με την ελαφρότητα του είναι. Και η συμφιλίωση με την ελαφρότητα του είναι διασπά τα δεσμά της νόρμας καθώς η τύχη, ως μη σταθμίσιμος ή προβλέψιμος παράγοντας, αποτελεί ακατάληπτο εργαλείο στα χέρια ενός τυφλού, κουφού, άλαλου και ακινητοποιημένου μάστορα. Η επιλογή εν συνειδήσει και εν τη εμπειρία της ελαφρότητας του είναι έχει περισσότερο τον χαρακτήρα της επιτηδευμένης παρόρμησης. Το «θέλω να αφεθώ» δεν συγκρούεται με το «σχεδιάζω να αφεθώ». Ο κύριος περιορισμός στην πραγματοποίηση αυτής της επιθυμίας είναι το κιτς.
Ως κιτς ο Κούντερα ορίζει «το αισθητικό ιδεώδες» που απορρέει από την κατηγορική συμφωνία με το είναι. Αυτό το αισθητικό ιδεώδες είναι αυτό που διακρίνει όσους υπάγονται στην ελαφρότητα του είναι σε μοναδικότητες ενώ και η ίδια η υπαγωγή καθώς και η ίδια η ελαφρότητα, καθώς και το ίδιο το είναι είναι για όλους απαράλλαχτα. Έτσι, «… η διέγερση είναι ένας μηχανισμός που εξαρτάται από μια ιδιοτροπία του Πλάστη μας, ο έρωτας, αντίθετα, δεν είναι παρά αυτό που ανήκει σε μας και με το οποίο ξεφεύγουμε απ’ τον Πλάστη. Ο έρωτας, είναι η ελευθερία μας. Ο έρωτας είναι πέρα απ’ την ανάγκη, πέρα απ’ το “es muss sein!”». Η διέγερση, λοιπόν, είναι, κατά την κατηγορική συμφωνία με το είναι, ένας αχρωμάτιστος μηχανισμός στον οποίο ενδίδουμε. Συνίσταται ένα κοινωνικό και καθολικό «πρέπει» (es muss sein). Ο έρωτας, όμως, υπόθεση ολότελα υποκειμενική, χτίζεται βάσει του αισθητικού ιδεώδους αν και στηρίζεται στο είναι. Κατά την επαφή αυτή και λόγω της επαφής αυτής ο έρωτας σχοινοβατεί ανάμεσα στην ελαφρότητα και την επίδοξη κατάληψη της βαρύτητας. Ανάμεσα, δηλαδή, στην ελευθερία της επιτηδευμένης παρόρμησης και την αυτοδέσμευση προς την διαμόρφωση μιας γαλήνιας επανάληψης. Διότι, η γνώση του όψιμου πεπερασμένου εύκολα οδηγεί στην απόρριψη του τώρα συμβαίνοντος ως κάτι που αργά ή γρήγορα θα ξεχαστεί. Η επένδυση στην διαιώνισή του και στην επανάληψη της εμπειρίας του, φέρει ρίσκο αλλά δυνητικά καρποφορεί.
Η ανάληψη αυτού του ρίσκου στοιχειοθετεί το προσωπικό es muss sein έναντι του καθολικού που εκπηγάζει απευθείας από την εσωτερική αναγκαιότητα της μετάπλασης της ελαφρότητας του είναι σε βαρύτητα του είναι, υπό την παραδοχή ή την πεποίθηση ότι η μεταλλαγή αυτή αφορά την μετάβαση από το χειρότερο στο καλύτερο.