ID #32059 | ημερομηνία: 2020-08-17
chillandreadblog.com | 77 κριτικές
Booker 2019
Ένα από τα πιο πολυσυζητημένα βιβλία της περσινής χρονιάς είναι «Οι Διαθήκες» μιας και κέρδισαν για την Άτγουντ το βραβείο Booker 2019, μαζί με την Μπερναρντίν Εβαρίστο πρώτη έγχρωμη γυναίκα που κερδίζει το βραβείο. Και αναρωτιέμαι γιατί; Δεν έχω διαβάσει το βιβλίο της Εβαρίστο, που αναμένεται να κυκλοφορήσει φέτος στα Ελληνικά από τις Εκδόσεις Gutenberg, όμως «Η Ιστορία της Θεραπαινίδας» ήταν κλάσεις ανώτερο από τις «Διαθήκες». Και θα εξηγήσω παρακάτω τι εννοώ.
35 χρόνια μετά την έκδοση της «Ιστορίας της Θεραπαινίδας» εκδίδονται «Οι Διαθήκες» που περιγράφουν γεγονότα στη Γαλαάδ αλλά και στον Καναδά που συνέβησαν 15 χρόνια μετά την πρώτη ιστορία. Το Θεοκρατικό, ανδροκρατούμενο, δικτατορικό καθεστώς της Γαλαάδ καλά κρατεί, όμως φαίνεται πως τα πρώτα σημάδια φθοράς έχουν επέλθει. Όχι ότι δεν ήταν φανερά και στο προηγούμενο βιβλίο, όπως σε όλα αυτά τα περίεργα καθεστώτα, η φθορά κρύβεται στα πιο απίθανα μέρη.
Στη δεύτερη αυτή ιστορία, έχουμε τις αφηγήσεις τριών γυναικών. Δύο γυναικών που βρίσκονται στη Γαλαάδ και μιας που μιλάει από τη σχετική ασφάλεια του Καναδά. Οι γυναίκες έχουν διαφορετικές ηλικίες. Η μία είδε την εγκαθίδρυση του καθεστώτος και με τον τρόπο της συνέβαλε σε αυτό αλλά και το υπηρετεί μέσα από τις τάξεις των ελάχιστων γυναικών με αξίωμα στη Γαλαάδ. Η Θεία Λίντια είναι μία από τις θεμελιώτριες και στην κορυφή της ιεραρχίας. Η δεύτερη κάτοικος της Γαλαάδ μεγάλωσε μαζί με τη Γαλαάδ σε μια σχετική ασφάλεια. Έχει όμως δει όσα μπορεί να κάνει η Δημοκρατία της Γαλαάδ στις γυναίκες. Σε τι μπορεί να τις μετατρέψει. Η τρίτη γυναίκα είναι και η μικρότερη σε ηλικία και η πιο αποστασιοποιημένη από τις τρεις. Όμως με κάποιον τρόπο θα μπλεχτεί κι εκείνη σε αυτό το χάος που ονομάζεται Γαλαάδ.
Διαβάζοντας το ένα βιβλίο αρκετά κοντά στο άλλο, ήταν πολύ πρόσφατη η εντύπωση που μου είχε αφήσει «Η Ιστορία της Θεραπαινίδας». Τόσο η ιστορία η ίδια, όσο και η γραφή της Άτγουντ ήταν πολύ δυνατές. Οι αναμνήσεις και τα συναισθήματα καθώς το διάβαζα ήταν πολύ πρόσφατα. Το βιβλίο ήταν γραμμένο με πολύ πάθος που ήταν φανερό σε κάθε του σελίδα, σε κάθε γεγονός και σε κάθε απόφαση της ηρωίδας του. Διαβάζοντάς το ο αναγνώστης νιώθει σε μεγάλο βαθμό όσα περνάει η ηρωίδα, τις σκέψεις και τις αποφάσεις της, καθώς και όλα όσα μπορεί να την οδήγησαν σε αυτές τις αποφάσεις. Διαβάζοντας τις «Διαθήκες» δεν ένιωσα το ίδιο πάθος. Ήταν μια πολύ ωραία ιστορία και μια καλή εξήγηση ίσως για το τι συνέβη στη συνέχεια, έστω και δεκαπέντε χρόνια μετά την αρχική ιστορία, όμως δεν είχε την ίδια θέρμη, ούτε ομως και την ίδια γραφή. Ήταν πολύ πιο απλό. Όπως και με το «Βάλε ένα φύλακα» της Harper Lee δεν πήρα όσα περίμενα μετά από το «Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια», που κι εκείνα τα βιβλία είχαν μια τεράστια διαφορά ετών, έτσι κι εδώ είχα μάλλον πολλές προσδοκίες.
Πέρα από τις προσδοκίες μου όμως και το τελικό αποτέλεσμα, ήταν μια ωραία και ευκολοδιάβαστη ιστορία. Μπορεί να μη θύμιζε Άτγουντ, όμως ήταν μια δυστοπική ιστορία με πάρα πολλά στοιχεία που υποστήριζαν τη δυστοπία, η οποία βέβαια είχε δημιουργηθεί σε προηγούμενο χρόνο, δεν την εξηγούσε από την αρχή και ούτε θα περίμενε κανείς να το κάνει σε ένα βιβλίο συνέχεια του πρώτου. Το διάβασα ευχάριστα και πιο ανάλαφρα όταν αποδέχθηκα ότι δεν μπορώ να περιμένω την ίδια γραφή μετά από 35 ολόκληρα χρόνια από το πρώτο βιβλίο. Ήταν φανερό πως η συγγραφέας είχε επηρεαστεί από πολλά γεγονότα όλα αυτά τα χρόνια καθώς και από το πολιτικό κλίμα στη γείτονα που άλλαξε πολλές φορές και προς διαφορετικές κατευθύνσεις.
Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω παρακολουθήσει την τηλεοπτική σειρά που δημιουργήθηκε με βάση το πρώτο βιβλίο. Οπότε όταν ξεκίνησα να διαβάζω τις «Διαθήκες» δεν ήξερα ποια είναι η Θεία Λίντια, ούτε πως την είχαν παρουσιάσει στη σειρά. Ήξερα μόνο όσα γράφτηκαν στο βιβλίο και μου ήταν αρκετά να κατανοήσω ποια είναι η ίδια και ποια τα κίνητρά της. Ως προς αυτό, η Άτγουντ υπήρξε σαφής και περιγραφική. Η Θεία Λίντια είχε τη δική της φωνή και έδειξε πόση ισχύ είχε μέσα σε όλο αυτό το οικοδόμημα, όπως έδειξε και πόσο εύκολο θα ήταν να χάσει την ισχύ της. Ποια ήταν τα όπλα της και ποιες οι ενέργειές της για να παραμείνει στη θέση της.
Αυτό που με ξένισε λιγάκι ήταν το σχόλιο της συγγραφέως στο τέλος του βιβλίου που είπε ότι «οι Διαθήκες είχαν εν μέρη γραφτεί στο μυαλό των αναγνωστών του προγονικού βιβλίου -της Ιστορίας της Θεραπαινίδας-, που ρωτούσαν συνεχώς τι συνέβαινε μετά το τέλος του πρώτου μυθιστορήματος». Δεν είμαι σίγουρη αν το έγραψε για να ευχαριστήσει τους αναγνώστες της, για να δώσει λίγα ακόμα σε όσους είδαν τη σειρά ή αν το έκανε καθαρά για εμπορικούς λόγους, δεδομένης της επιτυχίας της σειράς. Σίγουρα είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται πολύ γρήγορα, παρά τον όγκο του, που διαβάζεται πολύ ευχάριστα αλλά που όμως δεν δημιουργεί τους προβληματισμούς του πρώτου βιβλίου, δεν έχει την ίδια διαχρονικότητα. Τουλάχιστον έχει το ίδιο hype, κάτι είναι κι αυτό.